ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 464/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα ………………. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρίας …………., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Στέφανος Λύρας.
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαρίας Λειβιδιώτου-Σαξώνη.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19-12-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………./2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2537/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη με την από 25-8-2020 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ………../2020 και στο Εφετείο, ……./2020 αντίστοιχα, έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 14-1-2021 οπότε και αναβλήθηκε για εκείνη της 23-9-2021 στην οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί η ασκηθείσα από τον ενάγοντα από 11-3-2021 έφεση με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο …………./2021 και στο Εφετείο, αντίστοιχα, ………./2021. Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση αμφότερων των εφέσεων αναβλήθηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι σ τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 25-8-2020 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ………../2020 και στο Εφετείο ………../2020, αντίστοιχα, έφεση της εναγόμενης εταιρίας και β) η από 11-3-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο …………../2021 και στο Εφετείο, αντίστοιχα, ………………./2021 έφεση του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος, στρεφόμενες αμφότερες κατά της 2537/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 19-12-2018 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ με άρθρα 591 και 622 ΚΠολΔ αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική, προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 16-7-2020, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος ισχυρίστηκε με την από 19-12-2018 αγωγή του, ότι δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Κ» (πρώην «Ι» και στη συνέχεια μετονομασθέν σε «AB»), πλοιοκτησίας από 1-11-2017 της εναγόμενης εταιρείας, που είχε αναθέσει τον εφοπλισμό του από 1-11-2016 έως 31-10-2017 στις αναφερόμενες στο δικόγραφό της, τρίτες, εταιρείες και εργάστηκε στο πλοίο κατά τα προσδιοριζόμενα σ’ αυτό χρονικά διαστήματα από 14-7-2017 έως 22-11-2017, που απολύθηκε, κατόπιν καταγγελίας εκ μέρους του της εργασιακής σχέσης, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης, αντί συμφωνημένου μηνιαίου κλειστού μισθού 2.845,96 ευρώ και σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Ότι καθ’ όλη την διάρκεια των ναυτολογήσεων του πραγματοποιούσε 1 ώρα υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές ημέρες οπότε εργαζόταν με ωράριο 8.00 έως 17.00, κατά δε τα Σάββατα και τις αργίες επί 6 ώρες, και διατηρεί αξιώσεις για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβή υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές, υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2017 αλλά και για την προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, καθώς διατηρώντας τις εν λόγω αξιώσεις προέβη σε καταγγελία της σύμβασής του, πλην όμως ο πλοίαρχος αρνήθηκε να παραλάβει την καταγγελία του και ανέγραψε ψευδώς στο ναυτικό του φυλλάδιο, ως λόγο απόλυσης, παράνομη απουσία του από το πλοίο, προσβάλλοντας παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του και συγκεκριμένα την επαγγελματική τιμή και υπόληψη του, καθόσον η ως άνω ενέργεια του πλοιάρχου είχε ως συνέπεια αφενός μεν να του ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για το εν λόγω παράπτωμα και αφετέρου να δημιουργηθεί επιφυλακτικότητα και δυσπιστία τόσο στους μελλοντικούς εργοδότες του για την πρόσληψή του, αλλά και στους συναδέλφους του ότι δεν εκτελεί τα καθήκοντα του, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη και να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση 20.000 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων ζητά, κυρίως με βάση την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης και επικουρικά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 26.268,13 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτή, εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις προαναφερόμενες αιτίες το ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων δέκα τριών ευρώ και δέκα επτά λεπτών (7.613,17), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του. Ήδη κατά της κρίσης αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερα τα διάδικα μέρη και με τους λόγους αυτών που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, της εκκαλούμενης απόφασης προς το σκοπό ο μεν ενάγων να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή πλήρως. Επιπλέον, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 2.613,17, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, νομιμοτόκως από την έκδοση της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου.
Ι. Το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν την εκτέλεση κατάσταση, είναι νόμιμο στηριζόμενο στο άρθρο 914 ΚΠολΔ, ωστόσο το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση αυτής, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον και αυτό διότι πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων σ’ εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ σύμφωνα με τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΘεσσ 371/2019, ΕφΠειρ 212/2016, ΕΑ 490/2010 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ η αγωγή ως εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, πρέπει να περιέχει και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, δηλαδή ιστορική βάση με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι κατά νόμο αναγκαία προς θεμελίωση του αξιούμενου δικαιώματος και επιπλέον β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος, από νομική και ουσιαστική άποψη (άρθρα 106, 108 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, που οφείλονται με βάση έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ σε συνδ με άρθρο 648 Α.Κ και τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει, το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, τις συμφωνηθείσες αποδοχές, κατά συγκεκριμένο ποσό, χωρίς να είναι αναγκαία η αριθμητική ανάλυση αυτών, το είδος της εργασίας που παρείχε ο ναυτικός στον πλοιοκτήτη σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε., οι όροι παροχής της εργασίας και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται τα αιτούμενα ποσά καθώς και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι οφειλές του εργοδότη. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αντίθετα, αρκεί να συνάγονται λογικά από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του ΚΠολΔ), με τις προτάσεις που καταθέτει κατά τη συζήτηση (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΘεσ 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 93/2021, δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Είναι επομένως αναγκαία προς θεμελίωση της εν λόγω αγωγής η έκθεση των άνω παραγωγικών του δικαιώματος περιστατικών (ΕφΠειρ 50/2016, 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ), η δε επάρκεια αυτών, εκτιμάται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 45/2017, ΑΠ 414/2017, ΑΠ 458/2017, δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ), ωστόσο σε κάθε περίπτωση η αγωγή λογίζεται έγκυρη, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Τέλος δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά που τυχόν καταβλήθηκαν στον ενάγοντα εργαζόμενο από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο, διότι οι άνω καταβολές θεμελιώνουν την κατά το άρθρο 416 Α.Κ. ένσταση ολικής ή μερικής εξόφλησης εκ μέρους του εναγόμενου εργοδότη και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος. Η υπό κρίση αγωγή με αίτημα καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών περιέχει τα διαλαμβανόμενα στην άνω νομική σκέψη αναγκαία στοιχεία, το χρόνο κατάρτισης τω επίδικων ναυτολογήσεών του, το είδος της εργασίας του καθώς και τον χρόνο για τον οποίο του οφείλονται τα αιτούμενα ποσά και το ύψος αυτών και συγκεκριμένα το συμφωνηθέν να καταβάλλεται στον ενάγοντα κάθε μήνα ποσό κλειστού μισθού που συμπεριελάμβανε και αμοιβή της εργασίας του σε ημέρα Σάββατο και αργία, η δε η εναγομένη ουδόλως δυσχεράνθηκε να ανταποδείξει το ύψος αυτού, αφού προέβαλε ισχυρισμό περί εξόφλησης και προσκόμισε τα κατά την κρίση της αποδεικτικά μέσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων νομότυπα και με επίκληση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα, της με αριθμό …../18-9-2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαυρίου ……… που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, σχετ. η ……./13-9-2019 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ….. …), των ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με αριθμ. …/18-9-2019 και …./23-9-2019 ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζει η εναγομένη και λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (άρθρα 421 και 422 σε συνδ με άρθρο 591 παρ.1 εδ. στ ΚΠολΔ) κλήτευσης του αντιδίκου της σύμφωνα με την ……/12-9-2019 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ………….. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α΄, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά, που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά, που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαραδέκτως, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση, είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α΄ ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις, όρκος) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήριο), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη). Έτσι, ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί στον πρώτο βαθμό ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκπρόθεσμα ή έχουν δοθεί νόμιμα μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν τη συζήτηση της έφεσης, όπως η ανωτέρω από 23-9-2029 με αριθμό 1648 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει η εναγομένη ληφθείσα προς αντίκρουση της αγωγής, μετά τη συζήτησή της, θα ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο αφού προσκομίστηκε νομότυπα με επίκληση με τις ενώπιον του υποβληθείσες προτάσεις της εναγομένης (ΑΠ 988/2021, ΑΠ 1034/2019, ΑΠ 484/2019 δημ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Από όλα τα ανωτέρω επομένως και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, είτε για άμεση, είτε για έμμεση, προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) , αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στην πλοιοκτησία της εναγομένης εταιρίας ανήκει από 1-11-2017 το με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Κ» το οποίο μετονομάστηκε σε «AB» ενώ κατά τον προηγούμενο χρόνο, από 1-11-2016 έως 1-9-2017 τον εφοπλισμό του ασκούσε η «………….» και στη συνέχεια, από 1-9-2017 έως 31-10-2017 η «. ………….», η δε εναγομένη παρέμενε κυρία αυτού. Δυνάμει διαδοχικών προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του αντίστοιχου νομίμου εκπροσώπου κάθε μιας των άνω ναυτικών εταιριών κατά τα κατωτέρω χρονικά διαστήματα και του ενάγοντος απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο Πέραμα με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 14-7-2017 έως 17-8-2017, από 19-8-2017 έως 15-9-2017, από 22-9-2017 έως 2-10-2017, απολυόμενος κάθε φορά λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο. Ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 7-10-2017 και παρέμεινε στο πλοίο έως τη λήξη της σύμβασής του στις 21-11-2017, για λόγους που θα ερευνηθούν πιο κάτω. Αποδείχθηκε ακόμα ότι στις εργασιακές συμβάσεις του ενάγοντος συνομολογήθηκε μηνιαίος μισθός ανερχόμενος στο ποσό των 2.845,96 ευρώ, που περιλάμβανε όλες τις προβλεπόμενες για την ειδικότητά του αποδοχές από την εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2016, για την εφαρμογή της οποίας δεν αντιλέγουν οι διάδικοι, ήτοι βασικό μισθό και επιδόματα ενώ πλέον αυτών συμφωνείτο κάθε φορά η κατ’ αποκοπή μηνιαία αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση τα Σάββατα και αργίες, ύψους 348,06 ευρώ. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της οικείας ΣΣΝΕ, που καθορίζουν τις ελάχιστες μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, αυτός δικαιούται κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, το ποσό των 2.497,9 ευρώ, αναλυόμενο σε :1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + επίδομα ιματισμού 56,50 ευρώ (αμφότερα τα διάδικα μέρη συνυπολογίζουν αυτό ως μέρος του μισθού) + 576,30 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 ευρώ Χ 30) + 417,13 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.412,75 ευρώ Χ 1/22 = 64,22 ευρώ Χ 5 ημέρες = 321,08 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 ευρώ] προσαυξανόμενο κατά 348,06 ως συμφωνηθείσα κατ’ αποκοπή υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών και συνολικά 2.845,96 ευρώ. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνομολογούνται από τους διαδίκους και συγκεκριμένα οι διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, η αντίστοιχη σε κάθε μια εξ αυτών αντισυμβαλλόμενη εταιρία, η ειδικότητα του ενάγοντος όπως επίσης και η καταβολή σταθερού ποσού για την αμοιβή της εργασίας του σε ημέρα Σάββατο ενώ η συμφωνία των διαδίκων περί εφαρμογής της οικείας ΣΣΝΕ για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2016 ως προς το είδος και το ύψος των αποδοχών του ναυτικού αποδεικνύεται πλην των προαναφερομένων αποδεικτικών μέσων και από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη δυο έγγραφες συμβάσεις από 19-8-2017 και από 7-10-2017 που δεν αμφισβήτησε ο ενάγων. Επομένως για το σύνολο της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης διάρκειας 3 μηνών και 23 ημερών, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 2.845,96 ευρώ χ 3 μήνες + (2.845,96 : 23/30=) 2.181,90 ευρώ = 10.719,97 ευρώ. Από την εκτίμηση της προσκομιζόμενης από τον ενάγοντα εκτύπωσης των κινήσεων του λογαριασμού του στην ΑΛΦΑ Τράπεζα από την οποία εμφαίνονται πλέον αξιόπιστα οι καταβολές της εναγομένης προς εξόφληση της συμβατικής της υποχρέωσης καταβολής των μηνιαίων αποδοχών αυτού, αποδεικνύεται ότι στον εν λόγω λογαριασμό καταβλήθηκαν τα ακόλουθα ποσά: την 1-8-2017 από την «…………….» ποσό 1.096,16 ευρώ, στις 9-8-2017 από την εναγομένη ποσό 1.050 ευρώ, στις 8-9-2-17, από την εναγομένη ποσό 1.890 ευρώ, στις 11-9-2017 από την «…………..» ποσό 153,74 ευρώ, στις 10-10-2017 από την εναγομένη ποσό 1.330 ευρώ, στις 10-11-2017 ομοίως από την εναγομένη ποσό 1.410 ευρώ και στις 21-11-2017 από την τελευταία δύο καταβολές, η πρώτη ποσού 777,67 ευρώ με την αιτιολογία «εξόφληση Οκτωβρίου» και η δεύτερη ποσού 1.778,63 ευρώ με την αιτιολογία «εξόφληση Νοεμβρίου». Συνολικά επομένως ο ενάγων έλαβε 9.486,2 ευρώ και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο (10.719,97 – 9.486,2 =) 1.233,77 ευρώ και όχι όπως εσφαλμένα αυτός υπολογίζει 1.499,20 ευρώ. Διαφορετική κρίση δεν μπορεί να στηριχθεί στις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής διότι αποτυπώνουν φερόμενες αποδοχές αλλά δεν αποδεικνύουν ποια ποσά καταβλήθηκαν και πότε, ενώ δεν συμπίπτουν οι αναγραφόμενες σ’ αυτές ως καταβολές με την εκτύπωση της κίνησης του λογαριασμού του ενάγοντος από την άνω Τράπεζα την οποία το Δικαστήριο κρίνει πλέον ασφαλή για τον σχηματισμό της κρίσης του. Εξάλλου από τις επισυναπτόμενες στις αποδείξεις πληρωμής αναλυτικές αναφορές εκτέλεσης πληρωμών της ΑΛΦΑ Τράπεζας προκύπτει ότι αυτή κατέβαλε συνολικά στον ενάγοντα το ποσό των 8.236,3 ευρώ (1.050+ 1890 + 13.330 + 1.410 + 777,67 + 1.778,63) ο δε ισχυρισμός της περί καταβολής ποσών με μετρητά χρήματα, ενέργεια που δεν συνηθίζεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν αποδεικνύεται από αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής που φέρουν την υπογραφή αμφοτέρων των μερών. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ενώ η εναγομένη συνομολογεί με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις της ότι οι συμφωνηθείσες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στα προαναφερόμενα ποσά ήτοι τις νόμιμες πλέον της αμοιβής των υπερωριών του Σαββάτου, στην συνέχεια των προτάσεών της και προς επίρρωση του ισχυρισμού της περί εξόφλησης του ενάγοντος αναφέρει μικρότερες αποδοχές. Έτσι και χωρίς να συνυπολογιστεί το δώρο Χριστουγέννων καθώς αποτελεί ξεχωριστό κονδύλιο της αγωγής, ενώ τον Ιούλιο ο ενάγων δικαιούται 2.845,96 : 18/30 = 1.707,57 ευρώ η εναγομένη προσθέτοντας στις αποδοχές του το μη συμφωνηθέν να καταβάλλεται επίδομα άγονης γραμμής καθώς το πλοίο επισκευαζόταν και δεν εκτελούσε πλόες και αφαιρώντας την συμφωνηθείσα ως καταβαλλόμενη τροφοδοσία, υπολογίζει πολύ λιγότερο ποσό ως καταβλητέο : 1.361,8 ευρώ (1.410,44 με το επίδομα άγονης γραμμής), τον Αύγουστο υπολογίζει ότι ο ενάγων δικαιούται 2.118,35 ευρώ (2.194,01 με το άνω επίδομα) ενώ με βάση τα συμφωνηθέντα ο ενάγων δικαιούται 2.656,22 ευρώ, τον Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο η εναγομένη προσθέτει την τροφοδοσία και αφαιρεί το επίδομα άγονων γραμμών ισχυριζόμενη ορθά ότι ο ενάγων δικαιούται 1.897,30 ευρώ, 2.466,49 και 1.992,16 ευρώ αντίστοιχα. Τα ανωτέρω ποσά συμπίπτουν με το προαναφερόμενο σύνολο αποδοχών που αυτός δικαιούται και οι οποίες είναι οι μικτές αποδοχές , τα δε ποσά που υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί από το μισθό η εναγόμενη εργοδότρια, όπως οι εισφορές υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν θα αφαιρεθούν από το Δικαστήριο αλλά θα παρακρατηθούν από εκείνη κατά την εκτέλεση της απόφασης προκειμένου να τα αποδώσει στους τρίτους, καθώς από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη έχει πράγματι αποδώσει στους τρίτους τα εν λόγω ποσά. Κατά συνέπεια και κατά παραδοχή ως μερικά βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος το ποσό που αυτός δικαιούται ως διαφορά αποδοχών ανέρχεται σε 1.233,77 ευρώ και επομένως εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε αυτό σε 1.025 ευρώ.
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση που κριθούν βάσιμοι να οδηγούν σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, έτσι ώστε λόγος έφεσης ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν επιφέρει την κατά το νόμο εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά συνέπεια απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΑΠ 558/1990, ΕφΠειρ 311/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2760/2014 Αρμ 2015, 66, ΕφΑθ 1396/2012 ΕλΔνη 2012,1076, ΕφΘεσ 435/2010 Αρμ 2011, 472, ΕφΙωαν 172/2006 Αρμ 2007, 419). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα-ενάγουσα, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο έκρινε λανθασμένα ότι ο ενάγων απασχολήθηκε καθ’ όλα τα Σάββατα της ναυτολόγησής του στο πλοίο της. Ο ισχυρισμός της αυτός και αληθής αν υποτεθεί, δεν οδηγεί σε διαφορετικό υπολογισμό των νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, αφού η ίδια συμπεριλάμβανε το ποσό των 348,06 ευρώ κάθε μήνα ως κατ’ αποκοπήν αμοιβή της εργασίας σε ημέρα Σάββατο, ισχυριζόμενη μάλιστα ότι το έκανε προληπτικά, σε περίπτωση που, τυχόν, εργαζόταν ο ενάγων τέτοια ημέρα. Άλλωστε δεν εμπεριέχεται αίτημα στον προκείμενο λόγο περί διαφορετικού υπολογισμού των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος στηριζόμενο στο ότι αυτός δεν εργαζόταν κάθε Σάββατο. Επομένως εφόσον σε κάθε περίπτωση θα συνυπολογιστεί στις αποδοχές που δικαιούται ο ενάγων το ανωτέρω ποσό, αλυσιτελώς προβάλλεται κατά τα ανωτέρω ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης επειδή ακριβώς δεν οδηγεί σε διαφορετική κρίση και συνακόλουθα σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω ο δεύτερος λόγος της έφεσής της είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
V. Το πλοίο της εναγομένης, όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, βρισκόταν ακινητοποιημένο στον Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησής του, ο δε ενάγων απασχολούνταν με τα συναφή με την ειδικότητα του καθήκοντα καθαρισμού των χωρών του απασχολούμενος τις εργάσιμες ημέρες, από Δευτέρα έως Παρασκευή, από ώρα 8.00 έως 00, ήτοι επί εννέα ώρες ημερησίως, όπως αποδεικνύεται από την ένορκη βεβαίωση του συναδέλφου του με τον οποίο συνυπηρέτησε για κάποια διαστήματα στο ίδιο πλοίο, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και το πασίδηλο γεγονός ότι το σύνηθες ωράριο εργασίας σε υπό επισκευή πλοίο είναι 8.00 με 17.00, χωρίς η κρίση αυτή να αναιρείται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα συνεκτιμωμένου του ότι η εναγομένη δεν προσκομίζει το ημερολόγιο του πλοίου στο οποίο αναγράφεται αναλυτικά η έναρξη και το πέρας της εργασίας του πληρώματος αλλά και του γεγονότος ότι η τελευταία κατέβαλε ποσό 348,06 ευρώ ως αμοιβή εξάωρης εργασίας σε ημέρα Σάββατο και αργία καθ’ όλα τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του ενάγοντος, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη για παροχή τέτοιας εργασίας από το πλήρωμα, ενώ είναι όλως αντίθετο με τους κανόνες της λογικής να εργάζεται υπερωριακά το πλήρωμα μόνο Σάββατα κατά τα οποία το καθοριζόμενο από τις ΣΣΝΕ ωρομίσθιο αμοιβής είναι υψηλότερο εκείνου που καθορίζεται για τις καθημερινές, ενώ θα ήταν οικονομικότερο για την εναγόμενη εργοδότρια να απασχολεί υπερωριακά τους εργαζομένους της μόνο τις εν λόγω ημέρες (καθημερινές). Επομένως ο ενάγων δικαιούται για συνολικά 83 καθημερινές ημέρες το προβλεπόμενο στην οικεία ΣΣΝΕ ωρομίσθιο της (απλής) αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ναυτικού, ποσού 8,38 ευρώ και συνολικά 695,54 ευρώ, από το σύνολο δε των αποδεικτικών μέσων δεν αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε το ποσό των 17,08 ευρώ ως ωρομίσθιο για τον σκοπό αυτό, ποσό αδικαιολόγητα υψηλό και υπερδιπλάσιο του νόμιμου. Όσον αφορά δε το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις προσκομισθείσες αποδείξεις πληρωμής που εξέδιδε η εναγομένη και κάτω από την ένδειξη « προηγούμενο υπόλοιπο:0. Με την υπογραφή του παρόντος ουδεμία άλλη απαίτηση έχω από την εταιρία» δεν συνιστά σε βάρος του απόδειξη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγόμενη, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, αυτό δεν έχει καμία έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1569/2017, 1554/2011, δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 397/2020, δημοσ ομοίως).Συνεπώς η εκκαλουμένη κατά παραδοχή του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος ως βάσιμου, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και απέρριψε το οικείο αίτημα της αγωγής.
VI.Στη συνέχεια ο ενάγων και ενόψει του ότι εργάστηκε κατά το διάστημα από 1-5-2017 έως 31-12-2027, δικαιούται ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017 ποσό που ισούται προς 2/25 των τακτικά καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών του για κάθε δεκαεννεαήμερο διάρκεια της εργασίας του και συγκεκριμένα το ποσό των 1.440,14 [ 3.030,32 ευρώ μηνιαίες αποδοχές (2.845,96 ευρώ + 184,36 ευρώ μέσος όρος υπερωριών (695,54 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές : 3 μήνες και 23 ημέρες ) Χ 2/25 = 242,42 Χ 5,94 δεκαεννεαήμερα] και μετά την αφαίρεση του συνομολογούμενου ως καταβληθέντος ποσού (1.440,14 – 827,55=) 612,59 ευρώ. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από τις αποδείξεις πληρωμής καθώς και όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων, παρατηρείται αντίφαση των αναγραφόμενων ποσών με αυτά που συνομολογεί η εναγομένη ότι δικαιούται ο ενάγων και συγκεκριμένα ενώ η εναγομένη συνομολογεί ότι οι αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν σε 2.845,96 ευρώ και επομένως το δώρο Χριστουγέννων σε 1.352,40 ευρώ (2.845,96 : 2/25 χ 5,94) από τις αποδείξεις πληρωμής που η ίδια επικαλείται το ποσό που φέρεται να έχει καταβάλει ανέρχεται σε 1.296,85 ευρώ. Επισημαίνεται ότι όπως ήδη αναφέρεται παραπάνω οι αποδείξεις του Ιουλίου και Αυγούστου δεν συμπεριλαμβάνουν την τροφοδοσία στις αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού σ’ αντίθεση με το μη συνομολογούμενο ως καταβαλλόμενο ποσό για επίδομα άγονης γραμμής. Κατόπιν αυτών και κατά παραδοχή, μερικά, ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις η εκκαλουμένη, προσδιόρισε το καταβλητέο για την άνω αιτία ποσό σε 139,92 ευρώ.
VII. A] Σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 341 παρ. 1 Α.Κ., ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, αν όμως για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ή, κατά μείζονα λόγο, τάσσεται από το νόμο ορισμένη (δήλη) ημέρα καταβολής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 342 Α.Κ., ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν n καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, ωστόσο την έλλειψη της υποκειμενικής προϋπόθεσης της ευθύνης του, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ίδιος ο οφειλέτης. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν προσδιορίζει ειδικότερα σε τι συνίσταται το απαλλακτικό της ευθύνης του οφειλέτη γεγονός, με συνέπεια αυτό να λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και να επενεργεί υπέρ του οφειλέτη απαλλακτικά κάθε τυχαίο ή άλλο γεγονός που δεν καταλογίζεται στον ίδιο ή στους αντιπροσώπους του. Έτσι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποκλείεται η υπερημερία του οφειλέτη και η προαναφερόμενη συνέπειά της και όταν αυτός έχει δικαιολογημένη αμφιβολία για την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους (ΑΠ 137/2020, 331/2015 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 655 Α.Κ., στη σύμβαση εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο μέχρι τη λήξη της και συγκεκριμένα ο εργοδότης οφείλει ως μισθό κατά την έννοια των άνω διατάξεων, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, κάθε παροχή που προβλέπεται στο νόμο ή στη σύμβαση να καταβάλλεται στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του Α.Κ., κατά τα ανωτέρω, δήλη ημέρα καταβολής, ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδ. α΄ ΑΚ. (Ολ. ΑΠ 39/2002, ΑΠ 331/2015).
B]. Από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 ΚΙΝΔ και 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς αυτός να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση αυτή, της καταγγελίας της σύμβασής του, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά. Συνεπώς, η προβλεπόμενη στην τελευταία αυτή διάταξη αποζημίωση του ναυτικού (άρθρα 72 και 75 ΚΙΝΔ), τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝΔ 2012.30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006.355). Δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασής του έχει και ο ίδιος ο ναυτικός σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ,που προβλέπουν ότι η σύμβαση ναυτολόγησης, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, «δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο», εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαριά παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται αποζημίωση, η οποία είναι ίση προς το μισθό 15 ημερών εφόσον η λύση έγινε μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας. Βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου νοείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 Α.Κ., εκείνη, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο, εμμένοντας στη σύμβαση, αλλά επιβάλλεται η εκ μέρους αυτού καταγγελία της. Τέτοια παράβαση συνιστά, μεταξύ των άλλων και η καθυστέρηση καταβολής στο ναυτικό των αποδοχών του, στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση του ίδιου και της οικογένειας του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής. Η εν λόγω παράβαση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά τον πλοίαρχο, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 74 ΚΙΝΔ, αλλά, αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, εφόσον βεβαίως η παράβαση συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αθέτηση βασικών υποχρεώσεων απέναντι στο ναυτικό (ΕφΠειρ 19/2016 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 625/2014 ΕλλΔνη 2015.509, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝΔ 2011.387). Ειδικότερα, η κατά άνω καταβλητέα αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης αυτού και περιλαμβάνουν το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, την αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, την αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007. 406).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στις 20-11-2017 όφειλε στον ενάγοντα υπόλοιπο αποδοχών Οκτωβρίου – η ίδια εξάλλου συνομολογεί ότι στις 10-11-2017 κατέβαλε στον ενάγοντα μέρος των αποδοχών του, του εν λόγω μήνα, περίπου το ήμισυ αυτών – καθώς και την αμοιβή υπερωριακής εργασίας για τις καθημερινές ημέρες όλου του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο πλοίο της. Ότι η εναγομένη , κατά το διάστημα αυτό, συνήθιζε να μην καταβάλει στο τέλος κάθε μήνα, ως όφειλε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το σύνολο των νομίμων αποδοχών του στον ενάγοντα, παρά το ότι δεν αποδείχθηκε, ούτε εξάλλου επικαλέστηκε η ίδια, ότι συνέτρεχε λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση της καταβολής. Κατέβαλε συνήθως ένα ποσό ως προκαταβολή των αποδοχών και το υπόλοιπο σε μεταγενέστερο, της δήλης ημέρας που όφειλε να εξοφλεί τις δεδουλευμένες αποδοχές του εργαζόμενου ναυτικού, χρόνο. Υπό αυτές τις διαμορφωθείσες με υπαιτιότητα της εναγομένης συνθήκες, αδικαιολόγητης και πλέον της συνήθους καθυστέρησης εξόφλησης, ο ενάγων προέβη στις 20-11-2017 σε καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, ακριβώς λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του, επιχειρώντας να παραδώσει στον πλοίαρχο του πλοίου το με την ίδια ημερομηνία ιδιόχειρο σημείωμά του, το οποίο όμως ο τελευταίος αυτός αρνήθηκε να παραλάβει, με αποτέλεσμα ο ενάγων να αναγκαστεί, προκειμένου να καταθέσει την καταγγελία του, να απευθυνθεί στο λιμεναρχείο Κερατσινίου, όπου τον παρέπεμψαν στον Τομέα Ασφαλείας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά όπου και πράγματι προσέφυγε ζητώντας μεσολάβηση της Υπηρεσίας για τη διευθέτηση εργασιακών θεμάτων, σύμφωνα με την από 26-4-2018 και αρ/πρωτοκ …/…../2018 βεβαίωση της αντιπλοιάρχου Λιμενικού Σώματος, ……….., Τομεάρχη Αφαλείας – Ανάκρισης ενώ ακολούθως, απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Πειραιά σχετικά με την παράβαση του νόμου περί καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών. Το Λιμεναρχείο Πειραιά ενημέρωσε σχετικά την εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία μέσω του πλοιάρχου του πλοίου της, κάλεσε τον ενάγοντα να εμφανιστεί την επομένη ημέρα (21-11-2017) ενώπιον της αρμόδιας λιμενικής αρχής Κερατσινίου, προκειμένου να συντελεστεί η απόλυσή του με την παρουσία και του ίδιου του πλοιάρχου, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε, το ίδιο επαναλήφθηκε και την επόμενη ημέρα (22-11-2017) κατά την οποία ο αρχιπλοίαρχος του πλοίου, κάλεσε τον ενάγοντα στο Λιμεναρχείο Πειραιά, προς διευθέτηση – διαπραγμάτευση των μεταξύ τους οικονομικών διαφορών. Ωστόσο την ίδια αυτή ημέρα (21-11-2017) που η εναγομένη μέσω του πλοιάρχου της κάλεσε τον ενάγοντα στο Λιμεναρχείο Κερατσινίου προκειμένου να συντελεστεί η απόλυσή του και ο πλοίαρχος δεν εμφανίστηκε, έσπευσε να καταθέσει στον λογαριασμό του ναυτικού αφενός μεν το υπόλοιπο αποδοχών Οκτωβρίου 2017 ποσού 777,67 λεπτών αλλά και τις αποδοχές μηνός Νοεμβρίου ποσού 1.778 πραγματοποιώντας ώρα 12.00 τις από 21-11-2017 ηλεκτρονικές πληρωμές μέσω της τράπεζας Alpha Βank, προσπαθώντας με αυτήν την ενέργειά της να εξαλείψει την δικαιολογημένη από μέρους του ενάγοντος καταγγελία της σύμβασής του, καθώς ο πλοίαρχος του πλοίου ενώ επρόκειτο να εμφανιστεί μετά του απολυομένου ενάγοντος ενώπιον της οικείας λιμενικής αρχής, προς λήξη της εργασιακής του σχέσης, όπως τον είχε διαβεβαιώσει, μισή ώρα μετά τις εν λόγω καταβολές, προέβη ώρα 12.30 σε αναγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, της καταγγελίας της σύμβασης του ενάγοντος, λόγω παράνομης απουσίας αυτού από το πλοίο αλλά και στο ναυτικό του φυλλάδιο. Υπό τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά που καταδεικνύουν τις δυσμενείς για τον ενάγοντα εργασιακές συνθήκες δεν μπορούσε να αξιωθεί η συνέχιση της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, ενώ η κατά τα άνω μεθοδευμένη από την εργοδότριά του καταγγελία της σύμβασής του λόγω δήθεν αδικαιολόγητης απουσίας του, παρίσταται ως παράνομη και καταχρηστική, αφού ο ενάγων δεν υπέπεσε σε κανένα παράπτωμα που να την δικαιολογεί, καθώς ο πλοίαρχος του πλοίου γνώριζε το λόγο της απουσίας του συνεπεία της από μέρους αυτού, από 20-11-2017, καταγγελίας της σύμβασής του, όπως και τον λόγο αυτής, που συνιστούσε βαριά παράβαση του δικών του καθηκόντων έναντι του ναυτικού σύμφωνα με τα αναλυθέντα στις προηγηθείσες σκέψεις. Κατά συνέπεια ο ενάγων, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω πλέον της αναλογίας του επιδόματος Χριστουγέννων από 382,33 ευρώ (1.440,14 ευρώ : 3 μήνες και 23 ημέρες μήνες), συνολικά ύψους 3.412,65 ευρώ (3.030,32 ευρώ + 382,33 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 2.047,59 ευρώ [3.412,65 ευρώ σύνολο αποδοχών : 25 χ 15 ημέρες]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της ο οποίος είναι κατά συνέπεια απορριπτέος ενώ θα πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος να γίνει ενόψει των ανωτέρω δεκτός μερικά ως ουσιαστικά βάσιμος.
VIII. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι συνεπεία της αμέσως παραπάνω περιγραφόμενης συμπεριφοράς των οργάνων και προστηθέντων της εναγομένης η οποία συνιστούσε υπέρβαση των ορίων του διευθυντικού της δικαιώματος, αντιτιθέμενη στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αφού απέδωσαν στον ενάγοντα, εν γνώσει τους ψευδώς, την διάπραξη σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος, της αδικαιολόγητης και χωρίς άδεια απουσίας του από το πλοίο, με σκοπό να τον εμποδίσουν από την διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων του και να του στερήσουν την δικαιούμενη αποζημίωση απόλυσης, αυτός παραπέμφθηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εμπορικού Ναυτικού, προκειμένου να του επιβληθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, εγκαλούμενος για παράβαση των άρθρων 205, 247 εδ.ζ, 248 παρ. γ και 249 παρ. 1β του ΚΔΝΔ, υποβληθείς χωρίς βάσιμο λόγο στην ατιμωτική αυτή διαδικασία, στις 25-2-2019, απαλλαγείς αδιαμφισβήτητα, εν τέλει, από την κατηγορία που τον βάρυνε, ωστόσο είχε ήδη εκτεθεί στο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον, ότι παραβαίνει τα ναυτικά του καθήκοντα, γεγονός που έθεσε την επαγγελματική του υπόσταση σε αμφιβολία και έθιξε την επαγγελματική του αξία και υπόληψη, δημιούργησε δυσπιστία στο πρόσωπό του, τόσο στους συναδέλφους του ναυτικούς, όσο και στους εργοδότες, που απέφευγαν να τον προσλάβουν για αρκετό χρονικό διάστημα μετά το επίδικο συμβάν, με συνέπεια να προσβληθεί παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητά του και να υποστεί ηθική βλάβη. Επομένως, δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάστασή της, η οποία, ενόψει των άνω περιγραφόμενων συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων και προστηθέντων της εναγομένης, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος, η επιβίωση του οποίου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον μισθό που λάμβανε ως αντάλλαγμα της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 6.000 ευρώ. Ενόψει αυτών θα πρέπει να γίνει μερικά δεκτός ο τελευταίος πέμπτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και να απορριφθεί ως αβάσιμος ο οικείος τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ., ΕφΠειρ. 700/2011 και 602/2011, τνπ ΝΟΜΟΣ), στη συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 1.233,77 + 695,54 + 612,59 + 2.047,59 + 6.000 =10.589,49 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσής του στις 21-11-2017, πλην του ποσού των 6.000 ευρώ το οποίο φέρει τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω το αίτημα της εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν την εκτέλεση κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 2.613,17 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.
Απορρίπτει την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 2537/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 19-12-2018 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (10.589,49) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του ημέρα μέχρι την εξόφληση, πλην του ποσού των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, που φέρει νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής ημέρα έως την εξόφληση.
Απορρίπτει κατ’ουσίαν το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων.
Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 20 Ιουλίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ