ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 156/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………… και 2) Υπό εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιοΔικηγόρο τους, Βασίλειο Κατσαβό (με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων, …………………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Περσεφόνη Μπούνα.
Β) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Υπό εκκαθάριση τελούσας Ανώνυμης Εταιρείας ……………… και 2) ………….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους, Γεώργιο Γεωργακά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων, ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Περσεφόνη Μπούνα.
Γ) ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο Χρυσούλα Κατσαρού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων, ………………… η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Περσεφόνη Μπούνα.
Η ενάγουσα [ήτοι η Υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμη Εταιρία Γενικών Ασφαλίσεων, με την επωνυμία «………….» και με διακριτικό τίτλο «……………» «……………….», που εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Εκκαθαριστή της ………], ήδη εφεσίβλητη, άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 10/12/2013 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό …./27-1-2014, εναντίον των: 1) Υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «……….. (πρώην «………………»), που εδρεύει στην …… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία « …………….» (πρώην «…………….»), που εδρεύει στην …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) … ….., 4) ……, 5) ….. ….. …, 6) ……….., 7) ………….., 8) ……….. και 9) ……………].
Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 14/10/2015, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε, η εκκαλουμένη με αριθμό 1180/9-5-2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τους έκτη, έβδομο, όγδοο και ένατο των εναγομένων και έγινε αυτή δεκτή εν μέρει ως προς τους πρώτη, δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των εναγομένων.
Εναντίον της απόφασης αυτής παραπονούνται:
Α) Ο τρίτος και η πρώτη των εναγομένων [ήτοι οι: 1) ………. 2) Υπό εκκαθάριση Ανώνυμη Εταιρεία, με την επωνυμία «…………», όπως μετονομάστηκε με το υπ’ αρ. 15125/31-12-2010 ΦΕΚ Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης η εταιρεία με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην ……. Αττικής και εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της . …..] της ως άνω από 10/12/2013 αγωγής και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016 έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 30-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού,στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, η οποία (από 29-09-2016 έφεση) στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της αγωγήςαυτής και η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19/10/2017 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 18/10/2018, οπότε δεν εκφωνήθηκε αυτή,
Β) Η δεύτερη και η τέταρτη των εναγομένων [ήτοι οι: 1) Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει εν τοις πράγμασι στην κατοικία της εκκαθαρίστριας στην ….. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την εκκαθαρίστριά της, ……… και 2) …………., ατομικά] της ως άνω από 10/12/2013 αγωγής και ήδη εκκαλούσες της υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016 έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, η οποία (από 12-09-2016 έφεση) στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19/10/2017 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 18/10/2018, οπότε δεν εκφωνήθηκε αυτή και
Γ) Ο πέμπτος των εναγομένων [ήτοι ο ……… …] της ως άνω από 10/12/2013 αγωγής και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016 έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 14-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, η οποία (από 12-09-2016 έφεση) στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19/10/2017 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 18/10/2018, οπότε δεν εκφωνήθηκε αυτή.
΄Ηδη: Α) με την από 31-10-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./26-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. κατάθ. …./26-11-2018, κλήση των καλούντων – εκκαλούντων φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η υπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 30-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, η οποία (από 31-10-2018 κλήση) προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24-10-2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, Β) με την από 31-10-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. κατάθ. …../26-11-2018, κλήση των καλουσών – εκκαλουσών φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, η οποία (από 31-10-2018 κλήση) προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24-10-2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και Γ) με την από 21-11-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. κατάθ. …../26-11-2018, κλήση τουκαλούντος – εκκαλούντος φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 14-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, η οποία (από 21-11-2018 κλήση) προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24-10-2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, εκ των οποίων οι μεν πληρεξούσιοι Δικηγόροι των καλούντων – εκκαλούντων και των τριών (3) ως άνω εφέσεων παριστάμενοι με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης των ως άνω εφέσεων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α) με την από 31-10-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. κατάθ. …../26-11-2018, κλήση των καλούντων – εκκαλούντων, η υπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 30-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, Β) με την από 31-10-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./26-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. κατάθ. …../26-11-2018, κλήση των καλουσών – εκκαλουσών η υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016 και Γ) με την από 21-11-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. κατάθ. ……/26-11-2018, κλήση του καλούντος – εκκαλούντος η υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 14-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 07-12-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016.Οι ως άνω εφέσεις στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 14/10/2015, αντιμωλία των διαδίκων,κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Α) Η από 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως τρίτου και πρώτης των εναγομένων της από 10/12/2013 και με αριθμό κατάθ. …./27-1-2014 αγωγής [ήτοι των: 1) ……… και 2) Υπό εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «…………..», όπως μετονομάστηκε με το υπ’ αρ. 15125/31-12-2010 ΦΕΚ Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης η εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην ,,,,,,, Αττικής και εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της . …..] κατά της με αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 14/10/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον, ως προς μεν τον πρώτο των εκκαλούντων [1) …. …..] της από 29/09/2016 εφέσεως, από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης σε αυτόν και η υπό στοιχείο Α΄ από 29/09/2016 έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 30-09-2016 (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης), ήτοι προ της παρελεύσεως δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 09-05-2016 (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 712/2019 Δημ. Νόμος), ως προς δε τη δεύτερη των εκκαλούντων [Υπό εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «……………….»] της εφέσεως αυτής, προκύπτει η κατάθεση αυτής εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση σε αυτήν της εκκαλουμένης στις 12/08/2016 (βλ. σχετ. επισημείωση του επιδόσαντος ακριβούς φωτ/φου της εκκαλουμένης Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………. στη δεύτερη εκκαλούσα), μη υπολογιζομένου, κατ’ άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου.Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016 εφέσεως στο δημόσιο ταμείο τα απαιτούμενα παράβολα ύψουςδιακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 εδ. α΄ και β΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η από 29-09-2016 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Β) Η από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως δεύτερης και τέταρτης των εναγομένωντης από 10/12/2013 και με αριθμό κατάθ. …../27-1-2014 αγωγής [ήτοι των: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει εν τοις πράγμασι στην κατοικία της εκκαθαρίστριας στην ….. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την εκκαθαρίστριά της, ……….. και 2) ……….., ατομικά] κατά της με αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 14/10/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον κατατέθηκε αυτή, στις 12-09-2016, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ……/2016), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, στις 13/07/2016,της εκκαλουμένης (βλ. σχετ. με αριθμ. …./13.7.2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………), μη υπολογιζομένου, κατ’ άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τις εκκαλούσες της υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016 εφέσεως στο δημόσιο ταμείο τα απαιτούμενα παράβολα ύψους διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 εδ. α΄ και β΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η από 12-09-2016 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Γ) Η από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016, έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως πέμπτου των εναγομένων της από 10/12/2013 και με αριθμό κατάθ. 520/27-1-2014 αγωγής [ήτοι του….. ….. …], κατά της με αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 14/10/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης σε αυτόν και η υπό στοιχείο Γ΄ από 12/10/2016 έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 14-10-2016 (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2016), ήτοι προ της παρελεύσεως δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 09-05-2016 (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 712/2019 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016 εφέσεως στο δημόσιο ταμείο τα απαιτούμενα παράβολα ύψους διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η από 12-10-2016 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη των υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ από 29-09-2016, 12-09-2016 και 12-10-2016 αντίστοιχα εφέσεων [υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων, με την επωνυμία «………….. και με διακριτικό τίτλο «…………….» («……………»), που εδρεύει στο Δήμο Πειραιώς Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, .. ……], με την υπό κρίση από 10/12/2013 και με αριθμό κατάθ. …./27-1-2014 αγωγή της, την οποία άσκησε εναντίον των: 1) Υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………. (πρώην «…………..»), που εδρεύει στην …… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «……….» (πρώην «…………»), που εδρεύει στην ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) . ….., 4) ……….., 5) ….. ….. …, 6) ………., 7) ………., 8) ……….. και 9) …………., νομότυπα παραιτούμενη από την προγενέστερη ασκηθείσα σε βάρος της πρώτης εναγομένης και του τρίτου εναγομένου από 26/11/2012 αγωγή της με αριθμό κατάθεσης …../2012, ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι είναι ασφαλιστική επιχείρηση ευρισκόμενη υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. ότι σε χρόνο προγενέστερο της θέσης της στο καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης δραστηριοποιείτο στην ασφάλιση ζημιών και κυρίως στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης εξ ατυχημάτων αυτοκινήτου. ότι, το έτος 2005, ο τρίτος, η τέταρτη και ο πέμπτος των εναγομένων συνέστησαν την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», με αντικείμενο την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, ως μεσίτες ασφαλίσεων, ενώ, στις 30/6/2010, αποφασίσθηκε η μεταβολή της επωνυμίας αυτής σε «…………….» (πρώτη εναγομένη εταιρία) και στις 30/3/2012 αποφασίστηκε η λύση της εταιρείας και η θέση της σε εκκαθάριση, με εκκαθαριστή τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος ήταν νόμιμος εκπρόσωπός της. ότι η ενάγουσα συνήψε έγγραφη σύμβαση μεσιτείας με την πρώτη εναγομένη εταιρεία και της ανέθεσε την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης στην ασφάλιση, με δικαίωμα εκτύπωσης ασφαλιστηρίου με απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση. ότι στη σύμβαση προβλεπόταν η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να αποδίδει στην ενάγουσα τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, ως εντολοδόχος και θεματοφύλακάς της, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, με μεταχρονολογημένη επιταγή διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών, στη δε σύμβαση μεσιτείας προβλεπόταν, ανά περίπτωση ασφάλισης, η προμήθεια, που η πρώτη εναγομένη δικαιούνταν, καθώς και ότι η παρακολούθηση των οικονομικών υποχρεώσεων των μερών θα γινόταν μέσω τήρησης δοσοληπτικών λογαριασμών, με αποτύπωση σε μηνιαίες καρτέλες, που θα κοινοποιούνταν στην πρώτη εναγομένη με τον κωδικό ….. ότι, από τον Ιανουάριο του έτους 2009, η πρώτη εναγομένη διέκοψε την καταβολή στην ενάγουσα του συνόλου της παραγωγής της, όπως αυτό αποτυπωνόταν στον ως άνω δοσοληπτικό λογαριασμό και ότι, για το λόγο αυτό, η νόμιμη εκπρόσωπός της και ήδη τέταρτη εναγομένηοχλήθηκε προφορικά. ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2009 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2009 η εν λόγω νόμιμη εκπρόσωπος διαβεβαίωνε τους αρμόδιους υπαλλήλους του λογιστηρίου της ενάγουσας ότι η εν λόγω εταιρεία είναι φερέγγυα, ότι έχει μεγάλο δίκτυο πελατών, που αποτελεί εγγύηση για τη συνεχή παραγωγή και καταβολή των οφειλομένων ασφαλίστρων, ότι δεν υφίστατο οικονομική αδυναμία της πρώτης εναγομένης, ότι η μη καταβολή των οφειλομένων ποσών οφείλεται στο γεγονός ότι επίκειτο αλλαγή στη διοίκηση της ενάγουσας και ότι ανέμενε τις εξελίξεις. ότι η ενάγουσα, τον Ιανουάριο του έτους 2013, αναζήτησε τα περιουσιακά στοιχεία της πρώτης εναγομένης και των νομίμων εκπροσώπων της (τρίτου και τέταρτης των εναγομένων) και διαπίστωσε ότι περί τα τέλη Δεκεμβρίου του έτους 2009 οι εν λόγω εναγόμενοι είχαν αποξενωθεί από τις ατομικές τους περιουσίες και ότι ήδη από τις 29/9/2008 είχε συσταθεί από την τέταρτη, τον πέμπτο και τον έβδομο των εναγομένων, η εταιρεία με την επωνυμία «…………..» (δεύτερη εναγομένη εταιρία), με σκοπό την άσκηση της ίδιας δραστηριότητας του μεσίτη ασφαλίσεων, ενώ, από τους ισολογισμούς των δύο εταιρειών, αλλά και από τα αναφερόμενα στην αγωγή της στοιχεία, προκύπτει ότι επήλθε σταδιακή μεταβίβαση του συνόλου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και της πελατείας, από την πρώτη εναγομένη εταιρεία στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία. ότι και οι λοιποί εναγόμενοι, που ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης και της δεύτερης εναγομένης, γνώριζαν ότι υπήρξε σχέδιο εξαπάτησης της ενάγουσας και υπεξαίρεσης των ασφαλίστρων, που είχαν εισπραχθεί και τα οποία έπρεπε να αποδοθούν σε εκείνη από την πρώτη εναγομένη, καθώς και σταδιακής μεταβίβασης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της πελατείας της πρώτης εναγομένης στη δεύτερη εναγομένη και καταδολίευσης της ενάγουσας με την απώλεια όλων των περιουσιακών στοιχείων της, ώστε να μη μπορούν να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της ενάγουσας από το ενεργητικό της πρώτης εναγομένης. ότι το χρεωστικό υπόλοιπο των αναφερομένων αναλυτικά ανά μήνα στην αγωγή απαιτήσεων της ανέρχεται, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2009 έως το Σεπτέμβριο του έτους 2009, οπότε και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας, στο ποσό των 1.113.943,93 ευρώ, ουδέποτε δε αμφισβητήθηκαν τα οφειλόμενα ποσά εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας από την πρώτη εναγομένη.Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι για την καταβολή του ως άνω ποσού ευθύνονται: α) ενδοσυμβατικά η πρώτη εναγομένη εταιρεία, ως εντολοδόχος και θεματοφύλακας, η οποία όφειλε να αποδώσει τα ασφάλιστρα στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, που ευθύνεται κατ’ άρθρο 479 Α.Κ., διότι της μεταβιβάσθηκε ολόκληρη η επιχειρηματική δραστηριότητα και η πελατεία της πρώτης εναγομένης, παρόλο που η νόμιμη εκπρόσωπός της (τέταρτη εναγομένη) γνώριζε τόσο την ύπαρξη και το ύψος των χρεών της πρώτης εναγομένης, όσο και το γεγονός της σταδιακής μεταβίβασης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και της προοπτικής να διακόψει οριστικά η πρώτη εναγομένη την επιχειρηματική της δραστηριότητα, επελθούσας, συνεπώς, σωρευτικής αναδοχής στα χρέη της πρώτης εναγομένης, β) αδικοπρακτικά οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης εταιρίας (τρίτος και τέταρτη των εναγομένων), που τέλεσαν τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις της υπεξαίρεσης και της απάτης, εις ολόκληρονευθυνομένης της πρώτης εναγομένης εταιρείας, κατ’ άρθρο 71 του Α.Κ., για τις ανωτέρω άδικες πράξεις, που τέλεσαν οι νόμιμοι εκπρόσωποί της, κατά την άσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί από αυτήν, εις ολόκληρονευθυνομένων, δε, και των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της, κατ’ άρθρο 926 και 281 Α.Κ., διότι συνέπραξαν με τον τρίτο και την τέταρτη των εναγομένων στις ως άνω άδικες πράξεις, ενεργώντας όλοι τους με κοινό δόλο και κοινό σχέδιο και παραβαίνοντας την αρχή του μη υπαιτίως ζημιούν τον τρίτο, εις ολόκληρονευθυνομένης και της δεύτερης εναγομένης κατ’ άρθρο 479 Α.Κ., για τις ως άνω οφειλές προερχόμενες από αδικοπραξία, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης σε αυτήν, κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα, γ) άλλως και όλως επικουρικώς ότι η πρώτη εναγομένη εταιρία ευθύνεται με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση, που κριθεί ότι η σύμβαση είναι άκυρη ή ότι δεν έχει τελεσθεί αδικοπραξία σε βάρος της, διότι η ως άνω εναγομένη κατέστη πλουσιότερη με πρόκληση ζημίας στη δική της περιουσία χωρίς νόμιμη αιτία. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζήτησε, για τις ανωτέρω αιτίες, να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων, ευθυνόμενος εις ολόκληρον, να της καταβάλει το ποσό των οφειλομένων και υπεξαιρεθέντων ασφαλίστρων, εντόκως από την παρέλευση της ρητής προθεσμίας απόδοσης του ως άνω ποσού, ταχθείσας με εξώδικη πρόσκληση (19/7/2012), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι της πλήρους εξόφλησής του και να καταδικασθούν στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, να απαγγελθεί δε η προσωπική κράτηση εκάστου των φυσικών προσώπων των εναγομένων, λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, κατά τα προσδιαληφθέντα, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της αποφάσεως, που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 14/10/2015, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, στηριζόμενη, κατά τις κύριες βάσεις της, στις διατάξεις των άρθρων 71, 340, 345, 346, 361, 479, 481, 719, 822 επ., 914, 926, 297, 298 Α.Κ., 386, 397 και 375 του Π.Κ., 1047, 176 ΚΠολΔ, αλλά και ως προς την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 Α.Κ.), που ασκήθηκε υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης των κυρίων βάσεων της αγωγής, για την ωφέλεια, που φέρεται ότι αποκόμισε η πρώτη εναγομένη, με ζημία της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία από τις ως άνω παράνομες και αντισυμβατικές πράξεις της, σε περίπτωση, που κριθεί άκυρη η σύμβαση ή ότι δεν τελέσθηκε αδικοπραξία (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 ό.π.), πλην του αιτήματος να απαγγελθεί προσωπική κράτηση με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, απέρριψε αυτήν, ως κατ’ ουσία αβάσιμη, ως προς τους έκτη, έβδομο, όγδοο και ένατο των εναγομένων, καταδίκασε την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της έκτης και του έβδομου των εναγόμενων, τα οποία όρισε στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (15.950 €), του ογδόου των εναγόμενων, τα οποία όρισε στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (15.950 €) και του ένατου των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (15.950 €) και έκανε αυτήν δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς τους πρώτη, δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των εναγομένων, υποχρέωσε δε την πρώτη, τη δεύτερη, τον τρίτο, την τέταρτη και τον πέμπτο των εναγομένων, έκαστο εξ αυτών, ευθυνομένων εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.113.943,93 €), με το νόμιμο τόκο από την 19/7/2012 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και απαγγέλθηκε σε βάρος του τρίτου, της τέταρτης και του πέμπτου των εναγομένων, προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών, καταδικάστηκαν δε οι εναγόμενοι αυτοί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων διακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ (36.214 ευρώ). Εναντίον της απόφασης αυτής παραπονούνται: Α) Ο τρίτος και η πρώτη των εναγομένων [ήτοι οι: 1) ……….. και 2) Υπό εκκαθάριση Ανώνυμη Εταιρεία, με την επωνυμία «……………», όπως μετονομάστηκε με το υπ’ αρ. 15125/31-12-2010 ΦΕΚ Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης η εταιρεία με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην ….. Αττικής και εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της . …..] της ως άνω από 10/12/2013 αγωγής και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, έφεσης, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η από 29-09-2016 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή. Β) Η δεύτερη και η τέταρτη των εναγομένων [ήτοι οι: 1) Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει εν τοις πράγμασι στην κατοικία της εκκαθαρίστριας στην …… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την εκκαθαρίστριά της, ……… και 2) …………., ατομικά] της ως άνω από 10/12/2013 αγωγής και ήδη εκκαλούσες της υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2016, έφεσης, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η από 12-09-2016 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή και Γ) Ο πέμπτος των εναγομένων [ήτοι ο ……. …] της ως άνω από 10/12/2013 αγωγής και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ……/2016, έφεσης, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η από 12-10-2016 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.
Κατά το άρθρο 479 παρ. 1 Α.Κ. “Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών κατά την έννοια του άρθρου 477 του Α.Κ. και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν και συνιστούν το ενεργητικό της, δηλαδή εκείνο, που απομένει μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων, πρέπει δε αυτή να μεταβιβάζεται στο σύνολό της για να έχει εφαρμογή το άρθρο 479 του Α.Κ., με εξαίρεση τα ασήμαντης αξίας στοιχεία της. Μεταβίβαση περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, αποτελεί και η μεταβίβαση μεμονωμένου στοιχείου, εφόσον αυτό είναι όλο το ενεργητικό της ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Επί πλέον πρέπει ο αποκτών να γνώριζε ότι μεταβιβάστηκε σ` αυτόν όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα αυτής (ΑΠ 1179/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 409/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1987/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1384/2005 Δημ. Νόμος), χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζει και τα χρέη, που βαρύνουν την περιουσία, που μεταβιβάζεται, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να υπήρχαν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μη γεννήθηκαν μεταγενεστέρως, εκτός αν προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, που υπάρχει κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως (ΑΠ 708/2020 ό.π., ΑΠ 1987/2014 ό.π.). Η γνώση δε αυτή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν, από τις συνθήκες, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, προκύπτει ότι ο αποκτών γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβασθείσα σε αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα αυτής (ΑΠ 1179/2020 ό.π., ΑΠ 708/2020 ό.π., ΑΠ 409/2020 ό.π., ΑΠ 1987/2014 ό.π., ΕΘ 922/2006 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άϋλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα, που ανήκει σε ορισμένο φορέα. `Ετσι η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιάς συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άϋλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία σήμα, διακριτικά γνωρίσματα (Ολ. ΑΠ 7/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 409/2020 Δημ. Νόμος).Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναγνωρίζουν την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της επιχείρησης ως συνόλου, αφού προβλέπεται η “μεταβίβαση” “εκποίηση” “πώληση” “επιδίκαση” και “αναγκαστική διαχείριση” επιχείρησης (βλ. άρθρα 479, 1624 εδ. 6, ΑΚ 483, 1034 επ. ΚΠολΔ, 18 ΝΔ 3562/56, 46α Ν. 1892/1990, 4 παρ. 2 Ν. 4112/1929, 22, 2239/94, κ.ά, βλ. σχετ. Ολ. ΑΠ 7/2009 ό.π.). Αποτελεί, επομένως, η επιχείρηση, ως σύνολο, αντικείμενο δικαιώματος, που είναι α] περιουσιακό, αφού έχει καθ` εαυτό χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β] μεταβιβάσιμο, αφού όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται δια της μεταβιβάσεως καθενός στοιχείου της (Ολ. ΑΠ 7/2009 ό.π.).Η ρύθμιση του άρθρου 479 του Α.Κ. ισχύει και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία πράξη, αλλά με περισσότερες και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση (ΑΠ 1179/2020 ό.π., ΑΠ 708/2020 ό.π., ΑΠ 409/2020 ό.π., ΕφΛαμ 23/2013 Δημ. Νόμος), όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επί μέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία όμως συνθέτουν τον πυρήνα, που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΑΠ 409/2020 ό.π., ΑΠ 1039/2010, ΕφΛαμ 23/2013 ό.π.). Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι δηλαδή οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν (ΑΠ 409/2020 ό.π.). Γίνεται, ωστόσο, δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία ότι, σύμφωνα με τον σκοπό της Α.Κ. 479 (δηλαδή την προστασία των δανειστών), η διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμη δεν καταρτίσθηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που καταρτίσθηκε, είναι άκυρη. Αρκεί ότι πράγματι επακολούθησε μεταβίβαση της επιχειρήσεως με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων, ήτοι να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχειρήσεως και, ειδικότερα, των κατ’ ιδίων στοιχείων, που απαρτίζουν την περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τρόπος, που αρμόζει σε καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΘεσ 18/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 23/2013 ό.π., Εφ. Θεσ. 1831/2008 Δημ. Νόμος,Εφ. Πατρ. 798/2004 Αχ. Νομ. 2005.103, Εφ. Αθην. 5235/1990 Ελλ. Δνη 1990. 1.532, Κρητικός σε Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 479, αριθμ. 3, Φίλιος, σελ. 185, Απ. Γεωργιάδης, ό.π., παρ. 43, αριθμ. 58, σελ. 447, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. Νομ. Α.Κ. 479, αριθμ. 7, σελ. 674). Στα πλαίσια δε της ίδιας σκέψεως γίνεται, περαιτέρω, δεκτό ότι, παρά το γράμμα της Α.Κ. 479 παρ. 1, εδάφ. α`, η διάταξη εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, που έλαβε χώρα ειδική διαδοχή στην επιχείρηση με πράξη εν ζωή, ακόμη και αν η μεταβίβαση δεν στηρίζεται σε σύμβαση, αλλά σε μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου ή δικαστική απόφαση (Α.Π. 652/1997 Ελλ. Δνη 1997. 1.801, ΕφΛαμ 23/2013 ό.π., Κρητικός, σε Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρ. 479, αριθμ. 7, Γεωργιάδης, ό.π., παρ. 43, αριθμ. 58, σελ. 448).Η αιτία είναι αδιάφορη για την ισχύ της σύμβασης, δηλαδή ανεξάρτητα αν αυτή είναι επαχθής ή χαριστική (ΕφΘεσ 18/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 424/08, ΕφΑθ 2537/77 ΝοΒ 26.391, ΕφΑθ 564/60 ΝοΒ 3.732, Κρητικός, ό.π. άρθρο 479 αριθ. 5). Σε περίπτωση αμφιβολίας, μάλιστα, η μεταβίβαση της πελατείας θα σημαίνει και μεταβίβαση της επιχειρήσεως, πολύ περισσότερο όταν ο μεταβιβάζων την πελατεία κλείνει την επιχείρησή του, διότι η πελατεία συνιστά το κεντρικό συστατικό στοιχείο της επιχειρήσεως, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει (ΕφΛαμ 23/2013 Δημ. Νόμος, Βούτσης, Προστασία της επιχείρησης, 2η έκδ., σελ. 23 επ., 26 επ., Δελούκας, Η εμπορική επιχείρησις και η προστασία αυτής, 2η έκδ. 1980, σελ. 4, Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004, σελ. 1.488, σημ. 59). Για τη μεταβίβαση, που αφορά μόνο στο ενεργητικό της επιχειρήσεως, αυτή λαμβάνεται ως ιδιαίτερη παραγωγική ενότητα, λόγω της αυξημένης υπεγγυότητας, που προσφέρει στους δανειστές της από οικονομική άποψη, έστω και αν η υπόλοιπη περιουσία παραμένει στο μεταβιβάζοντα (ΕφΛαμ 23/2013 ό.π., Σταθόπουλος, ό.π., παρ. 28, αριθμ. 56, σελ. 1.488). Σε περίπτωση δε μεταβίβασης επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής ομάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΕφΛαμ 23/2013 ό.π., ΕφΘεσ 1831/2008 ό.π.). Τα “χρέη”, στα οποία αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 479 του Α.Κ. μπορεί να είναι οιασδήποτε φύσεως και να πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από το νόμο είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών) κ.λ.π. ΑΠ 708/2020 ό.π., ΑΠ 409/2020 ό.π.),αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται, εκτός από τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, και εκείνα, που, κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης, τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση (ΑΠ 708/2020 ό.π., ΑΠ 409/2020 ό.π.), καθώς και εκείνα,που στηρίζονται σε έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει υποχρέωση προς παροχή (ΑΠ 708/2020 ό.π.) και εκείνα, που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 708/2020 ό.π., ΑΠ 409/2020 ό.π.). Πρέπει, δηλαδή,να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά της γενέσεως του χρέους γεγονότα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, αρκεί δε κατά το χρόνο της πρώτης επ` ακροατηρίου συζητήσεως της αγωγής να έχει καταστεί αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (ΟλΑΠ 709/1974, ΑΠ 708/2020 ό.π.). Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης. Η αγωγή του δανειστή, με έρεισμα την ύπαρξη συμβάσεως περί μεταβιβάσεως περιουσίας ή ποσοστού αυτής, πρέπει να διαλαμβάνει α) την ύπαρξη τέτοιας συμβάσεως, β) τις κατά του μεταβιβάσαντος απαιτήσεις του, που είχαν γεννηθεί πριν από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση μεταβιβάσεως μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων, που εξαντλούν την περιουσία ή αποτελούν το πλέον σημαντικό τμήμα αυτής, το γεγονός ότι εκείνος, που απέκτησε, γνώριζε αυτό ή ήταν σε θέση να το γνωρίζει, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών (ΑΠ 409/2020 ό.π., ΑΠ 1987/2014 ό.π., ΑΠ 451/2012, ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 909/2010 Νόμος, ΑΠ 1384/2005 ό.π.). Εξάλλου, ενόψει του ότι με τη διάταξη του άρθρου 479 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνεται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου, που απέκτησε περιουσία ή επιχείρηση, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, και συγκεκριμένα μέχρι της αξίας των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντας επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ` αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (ΑΠ 409/2020 ό.π., ΑΠ 318/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1384/2005 ό.π., ΑΠ 829/2003, ΕφΘεσ 18/2019 ό.π.).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 ό.π.). Από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 945 Α.Κ., που προβλέπουν την προστασία των δανειστών σε περίπτωση που ο οφειλέτης τους προβαίνει σε απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων με σκοπό τη βλάβη τους, προκύπτει, ότι οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της απαλλοτριώσεως είναι: α) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη, β) σκοπός βλάβης των δανειστών, η οποία προκαλείται με την ελάττωση λόγω της απαλλοτριώσεως της περιουσίας του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η περιουσία που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών και γ) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό τη βλάβη των δανειστών (ΑΠ 1383/2019 Δημ. Νόμος). Ο όρος “απαλλοτρίωση” χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρουν μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Ως απαλλοτρίωση, νοείται η μεταβίβαση, η αλλοίωση προς το χειρότερο, η επιβάρυνση και η κατάργηση ενοχικού ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη. Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκειται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του Α.Κ., αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα, καθώς και κάθε παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον (βλ. ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 778/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1800/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑιγ 273/2009 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1028/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 760/2006 Δημ. Νόμος). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 ό.π., ΕφΑθ 5061/2004 ΕλΔ 46.563). Η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξεως είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔικ 1999.124). Γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής και είναι μαχητό, επομένως μπορεί να ανατραπεί αν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 ΕλΔ 44 σελ. 401, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 339/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1092/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1189/2003 ΕλΔ 45.460, ΑΠ 637/2001 ΕλΔ 43.1410, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). Αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1881/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, Καυκάς, ΕνοχΔ, άρθρ. 939-942). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 Α.Κ., ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, ό.π. σελ. 381), καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 637/2001 ΕλλΔικ 2002.1411, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π.).Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ., δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., γιατί είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της,όμως, τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 937 Π.Κ. εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Ο περιορισμός αυτός, όμως, δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα, που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 Π.Κ. ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό, το οποίο βρίσκεται πέρα από το “δόλο του οφειλέτη” και τη “γνώση του τρίτου”, που αποτελούν, κατά τα άρθρα 939 και 941 Α.Κ., προϋποθέσεις της διαρρήξεως, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο, το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα (ΑΠ 184/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1383/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1396/2015 Δημ. Νόμος).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 Α.Κ. προκύπτει, ότι το νομικό πρόσωπο δεσμεύεται από δικαιοπραξία, που συνάπτει είτε το όργανο, που το διοικεί, μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού, είτε φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο, που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Ως προς τις ανώνυμες εταιρείες, από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 2 και 22 παρ. 1 και 3 του Κ.Ν. 2190/1920, που είναι αντίστοιχες, αλλά ειδικές, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Α.Κ., προκύπτει, ότι η ανώνυμη εταιρεία, αποτελεί νομικό πρόσωπο, το οποίο εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο αυτής. Το διοικητικό συμβούλιο ενεργεί συλλογικά και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της, και γενικά την επιδίωξη του σκοπού της (εκτός από εκείνες τις πράξεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), καθώς και να εκφράζει τη βούληση του νομικού τούτου προσώπου στις έννομες σχέσεις του με άλλα πρόσωπα. Η ως άνω οργανική εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί, ολικά ή μερικά, σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή σε τρίτα πρόσωπα, είτε απευθείας με διάταξη του καταστατικού, είτε με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εφόσον, βέβαια, το επιτρέπει το καταστατικό. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα του διοικητικού συμβουλίου, και ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, που εκφράζουν πρωτογενώς την βούλησή του, και αντλούν την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό. Η ανώνυμη εταιρεία δεσμεύεται απέναντι στους τρίτους από τις πράξεις των οργανικών εκπροσώπων της και επομένως και εκείνων, που ορίστηκαν ως υποκατάστατα όργανα αυτής, έστω και αν οι πράξεις αυτές υπερβαίνουν τα όρια, που θέτει ο εταιρικός σκοπός ή παραβιάζουν τους περιορισμούς, που τίθενται από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης και κατά μείζονα λόγο του διοικητικού συμβουλίου στην περίπτωση υποκατάστατου οργάνου (ΑΠ 1076/2020 ό.π. Δημ. Νόμος, ΑΠ 362/2017). Η υποκατάσταση αυτή του διοικητικού συμβουλίου από μέλος του ή από τρίτο πρόσωπο διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής (άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ.), καθόσον ο πληρεξούσιος και ο αντιπρόσωπος δεν αποτελούν όργανα, που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποί του πράξεις, που αποφασίσθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή υποκατάστατα αυτού όργανα (ΑΠ 1076/2020 ό.π., ΑΠ 443/2018, ΑΠ 473/2016, ΑΠ 1312/2015, ΑΠ 1324/2014, ΑΠ 1827/2012). Στη διάταξη δε του άρθρου 71 Α.Κ. ορίζεται ότι: “το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ευθύνη από πράξη ή παράλειψη των καταστατικών οργάνων (ΝΠΙΔ), η οποία πρέπει να είναι παράνομη και να ανάγεται σε πράξεις ή παραλείψεις των καθηκόντων, που τους έχουν ανατεθεί. Αν υπάρχει και υπαιτιότητα του οργάνου αυτού, παραλλήλως προς την ευθύνη του νομικού προσώπου συντρέχει και τοιαύτη του υπαιτίου οργάνου, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 231/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 54/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 472/2018, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ., σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ. 1 και 67 του Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.,.”, συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 54/2019 ό.π., ΑΠ 758/2018 ό.π.) Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα, που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται, δηλαδή, η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 54/2019 ό.π., ΑΠ 253/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 641/2011).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 719 Α.Κ. ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της ευθυνόμενος κατά την εκπλήρωση των άνω υποχρεώσεών του σύμφωνα με το άρθρο 714 Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 297, 298 Α.Κ., για κάθε πταίσμα επομένως και για ελαφρά αμέλεια και υποχρεούται να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία είχε ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου (ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. (ΑΠ 404/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2012 ΠοινΔημ. Νόμος), ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 828/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Ενόψει των προεκτεθέντων, όταν, κατά τις περί εντολής, διατάξεις, ο εντολέας ζητά από τον εντολοδόχο να του αποδώσει τα χρήματα, που ο τελευταίος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, επικαλούμενος αδικοπρακτική ευθύνη του εντολοδόχου τελεσθείσα δι` υπεξαιρέσεως των χρημάτων πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 111, 118 παρ.4, 216 παρ. 1 και 335 του ΚΠολΔ, για την διαδικαστική πληρότητα της ιστορικής βάσεως της αγωγής, να προσδιορίζονται σ` αυτήν, ευσυνόπτως και σαφώς, τα, προσδιοριστικά της σχέσεως της εντολής, στοιχεία, ήτοι τη σύμβαση της εντολής, το περιεχόμενό της και το είδος της υποθέσεως, που ανατέθηκε στον εντολοδόχο, ειδικότερα δε ότι ο τελευταίος ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του, καθώς και ό,τι ο εντολοδόχος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 404/2020 Δημ. Νόμος). Χρόνος δε τελέσεως της πράξης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2009 Δημ. Νόμος). Πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν στο άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τ’ ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά το χρόνο, που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα, που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου τής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακας μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 867/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2012 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 394/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ.). Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 282/2010 ό.π., ΑΠ 1382/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1320/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1490/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1799/2008 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΣυμβΕφΘεσ 715/2015 Δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 167/2013 Δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 262/2011 ό.π.).Επί αδικοπρακτικής δε ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται η εξειδίκευση των επί μέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρεώσεως προς αποζημίωση του ζημιωθέντος εκ του αδικήματος. Μπορεί, όμως, το μέλος της διοικήσεως να επικαλεστεί με ένσταση (την οποία βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιος για τη διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 627/2009). Η ένσταση αυτή πρέπει να προταθεί κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρ. 262§1 ΚΠολΔ τρόπο, δηλαδή πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, άρα ιστορική βάση, και αίτημα περί απαλλαγής από την ευθύνη, ώστε μέσω της κατάλληλης υπαγωγής στο πλαίσιο του οικείου νομικού συλλογισμού να εκδοθεί τελικά απόφαση, σύμφωνη με την έννομη αυτή συνέπεια. Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσώπησης και διοίκησης αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 22 παρ.1 εδ.α του κώδικα νόμων 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών” είναι το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού (ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 54/2019 ό.π.). Η διάκριση, των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας σε εκτελεστικά και μη εκτελεστικά, η οποία εισήχθη με το άρθρο 3 παρ.1 εδ.1 και 2 του ν. 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, δεν αλλάζει τα ανωτέρω, ειδικά ως προς την ευθύνη των μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού της συμβουλίου έναντι των τρίτων. Συγκεκριμένα, συμφώνως προς την προαναφερθείσα διάταξη “το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από εκτελεστικά και μη εκτελεστικά μέλη. Εκτελεστικά μέλη θεωρούνται αυτά, που ασχολούνται με τα καθημερινά θέματα διοίκησης της εταιρίας, ενώ μη εκτελεστικά τα επιφορτισμένα με την προαγωγή όλων των εταιρικών ζητημάτων”. Η ανωτέρω διάταξη ρυθμίζει προεχόντως την εσωτερική ευθύνη των οργάνων της ανώνυμης εταιρείας έναντι αυτής και των μετόχων και όχι την εξωτερική τους ευθύνη έναντι των τρίτων, που ρυθμίζεται από τις εκάστοτε εφαρμοστέες γενικές ή ειδικές διατάξεις του αστικού δικαίου (ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 54/2019 ό.π., ΑΠ 472,370/2018). Άλλωστε, όπως ευθέως αναφέρεται στο άρθρο 3 της εισηγητικής έκθεσης του ανωτέρω νόμου (3016/2002), το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας εξακολουθεί να είναι ενιαίο συλλογικό όργανο και οι αποφάσεις του λαμβάνονται από όλα τα μέλη του, ανεξάρτητα της ιδιότητάς τους ως εκτελεστικών ή μη εκτελεστικών (ΑΠ 78/2020 ό.π.).
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 του Ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λ.π.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος … ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της συμβάσεως πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης» (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΕΑ 1932/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕΑ 691/2011 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 15α παρ.1 του ίδιου ν. 1569/1985, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2170/1993 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ.17 του ν. 2496/1997, μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ` εντολή του ασφαλιζόμενου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής, που καταβάλλεται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλιζόμενους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζόμενου ή αντασφαλιζόμενου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι ο μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος αποτελεί ένα νεώτερο είδος ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ως ανεξάρτητου επαγγελματία, δραστηριοποιείται από το νόμο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη, που θέλει να ασφαλισθεί και ειδικότερα, στον εντοπισμό των ασφαλιστικών αναγκών αυτού, την επιλογή της κατάλληλης ασφαλιστικής εταιρίας, την επίτευξη επαφής του πελάτη του με την επιχείρηση αυτή και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Επίσης, βοηθά στη διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης, στα πλαίσια των οποίων δεν αποκλείεται να του ανατεθεί και η είσπραξη ασφαλίστρων. Ο εν λόγω μεσίτης, ο οποίος απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 15α παρ.7 του ν. 1569/1985, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το αρ.36 παρ 20 του ν. 2496/1997), δεν εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά η δραστηριότητά του αναπτύσσεται κατόπιν εντολής του πελάτη, που θέλει να ασφαλισθεί και, συνεπώς, ενεργεί ως εντολοδόχος αυτού (ΑΚ 713 επ.), η δε ευθύνη του περιορίζεται έναντι του ασφαλιζόμενου στη σωστή τήρηση και εφαρμογή των εγγράφων εντολών του δευτέρου (άρθρο 15ε του ν. 1569/1985, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2170/1993). Στο πλαίσιο της σύμβασης εντολής και προς διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν αποκλείεται να του ανατεθεί από τον πελάτη η καταβολή για λογαριασμό του τελευταίου των οφειλομένων από αυτόν ασφαλίστρων προς την ασφαλιστική επιχείρηση (ΑΠ 1689/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1329/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 1569/1985, όπως οι διατάξεις του τροποποιήθηκαν με το άρθρο 36 παρ.24 του ν. 2496/1997, ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών, χωρίς όμως δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των λοιπών ως άνω προσώπων, με τα οποία συνδέεται με σύμβαση έργου (ΑΠ 1689/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 905/2012). Μετά την εισαγωγή του θεσμού του μεσίτη ασφαλίσεων, εκδόθηκε η Κ3-1377/18-2-1994 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ Β` 136/1-3-1994) “περί καθορισμού του τρόπου άσκησης του επαγγέλματος του μεσίτη ασφαλίσεων και της δέσμευσης περιουσίας του”, με το άρθρο 6 της οποίας ορίζεται ότι “το επάγγελμα του μεσίτη ασφαλίσεων είναι ασυμβίβαστο με το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα, του ασφαλιστικού συμβούλου και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων”. Ακολούθως, με το π.δ. 190/2006 (ΦΕΚ Α` 196/14-9-2006), μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, με την οποία θεσπίζονται κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος μέλος. Στο άρθρο 14 του ως άνω διατάγματος ορίζεται ότι, από την έναρξη ισχύος αυτού, καταργείται κάθε διάταξη του ν. 1569/1985, που έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος, καθώς και κάθε διάταξη της κείμενης νομοθεσίας που έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις αυτού ή ανάγεται σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτό. Το ασυμβίβαστο του επαγγέλματος του μεσίτη ασφαλίσεων με το επάγγελμα του ασφαλιστικού συμβούλου εναρμονίζεται και με τη διάταξη του νόμου “ο μεσίτης να έχει αποκλειστικό έργο τη δραστηριότητα ασφαλιστικής μεσιτείας”, όπως αυτή προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 15α παρ.1 του ν. 1569/1985, η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 4 του ως άνω π.δ. 190/2006, καθόσον το τελευταίο, που εναρμόνισε το ελληνικό δίκαιο προς την οδηγία, δεν προβλέπει κάτι διαφορετικό ούτε τροποποιεί το περιεχόμενο της εργασίας του μεσίτη ασφαλίσεων. Και ναι μεν το π.δ. 190/2006 δεν περιέχει την πρόβλεψη περί αποκλειστικότητας, πλην,όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι την κατάργησε, αφού η οδηγία δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέψουν την αποκλειστικότητα (ΑΠ 1689/2018 Δημ. Νόμος).Με βάση δε το άρθρο 21 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε το ΠΔ 298/1986 (δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται: Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, παρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Επίσης, στο άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ ορίζεται ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί κατά το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχειρήσεως θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΑΠ 430/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 ό.π., ΕφΑθ 4753/2014 ό.π., ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕΑ 692/2011 ό.π., ΕφΑθ 189/2009, ΕφΑθ 313/2005 Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε της παρ. 3 του άρθρου 3 του ιδίου Π.Δ., «Ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια έγγραφα, που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία ζημίας. Σε περίπτωση, που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω ασφαλιστήρια έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή, και εφόσον του κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή σχετική όχληση από την ασφαλιστική επιχείρηση, για την απόδοση των ασφαλίστρων, εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158, 159 παρ. 1, 174, 180 Α.Κ.), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορεύσεως (Βλ. ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΑΘ 10956/1996 ΕΕμπΔ Ν,345,1. Ρόκα, «Ιδιωτική Ασφάλιση» έκδ. 1998, παρ. 299 σελ. 245, Γ. Βελέντζα, «Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης», έκδ. 1998, σελ. 226), ενώ η θέσπιση ελάχιστου υποχρεωτικού περιεχομένου στην εν λόγω σύμβαση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική υποβολή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης, γίνεται για να ελεγχθεί το περιεχόμενό της από το Κράτος και προς προστασία των ασφαλισμένων (ΕΑ 1932/2011 ό.π., Ζ. Σκουλούδη, «Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού πράκτορα στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο» ΝοΒ 1986,961 επ.). Έτσι, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, ότι τηρήθηκε ο ουσιαστικός έγγραφος τύπος της πρακτορικής συμβάσεως, διαφορετικά, λόγω της ατελούς περιγραφής του επίδικου βιοτικού συμβάντος στην αγωγή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αν πληρούται ή όχι το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και κατά συνέπεια η αγωγή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1029/1990 ΕΕΝ 1991,414, ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΠειρ 827/2009, ΕφΠειρ 553/2008, ΕφΠειρ 422/2007, ΕφΑΘ 5998/2007, Εφθεσ 612/2007, ΕφΑΘ 5712/2006 Νοmος, βλ. και Κ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, σελ. 217). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 Α.Κ., σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο όταν του ζητηθεί. Η ενλόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ` είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. ΄Οπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. Α.Κ., για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 430/2019 ό.π., ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 692/2011 Δημ. Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής του παρακαταθέτη κατά του θεματοφύλακα προς απόδοση των παρακατατεθέντων πραγμάτων δεν απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν τα στοιχεία, που καθιστούν τον παρακαταθέτη κύριο των παρακατατεθέντων πραγμάτων (ΑΠ 647/2017 Δημ. Νόμος).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση, με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο, που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 97/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση, δηλαδή, του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 97/2020 ό.π., ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή το από την αντιπαραβολή των κονδυλίων των πιστοχρεώσεων προκύπτον υπόλοιπο (ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1795/2007). Επομένως, δεν δύναται να υπάρχει μια τέτοια σύμβαση, όταν, από τη φύση της, ο ένας από τους συμβαλλομένους γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης του άλλου, ο άλλος δε, μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος απλώς να εξοφλεί τμηματικώς το χρέος του, αντίστοιχη απαλλαγή από το οποίο επιφέρει κάθε μία τμηματική καταβολή (Βλ. ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 430/2019 ό.π.). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός, έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του Εμπορικού Νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008, 207). Κατά το άρθρο δε 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με τη σύμβαση αυτή γεννιέται αυτοτελής ενοχή από αναγνώριση χρέους, που δημιουργεί νέα βάση αγωγής για τον πιστωτή, ανεξάρτητη από τη βασική σχέση και ότι ο αναγνωρίσας οφειλέτης δεν δύναται, ακριβώς, λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της, να προτείνει τις ενστάσεις, που είχε από την κύρια (βασική) σχέση. Ακυρότητα της βασικής (σχέσης κατ’ αρχήν δεν θίγει το κύρος της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους αποτελεί, όμως, παροχή κατά την έννοια του άρθρου 904 εδ.β’ ΑΚ. Επομένως, θεμελιώνεται αξίωση ή ένσταση, ανάλογα με τις περιστάσεις, αν το δια της υπόσχεσης ή αναγνώρισης ασφαλιζόμενο χρέος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ή είχε αποσβεσθεί, το δε σχετικό βάρος απόδειξης ανήκει, τότε στον οφειλέτη. Έτσι επί συμβάσεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, όπως και στην περίπτωση του χρεωστικού καταλοίπου κλεισθέντος ανοικτού δανειακού λογαριασμού (άρθρα 873, 874 ΑΚ), δεν μπορούν να προταθούν κατά του κύρους της ενστάσεις, που στηρίζονται στη βασική σχέση, δηλαδή σε συμφωνημένους όρους της δανειακής σύμβασης (ΑΠ 341/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1138/2020 Δημ. Ιστοσελ ΑΠ, ΑΠ 192/2005, ΑΠ 305/1996, ΑΠ 447/1984). Η αυτή, άλλωστε, συνέπεια, του αποκλεισμού των ενστάσεων από την κύρια αιτία, επέρχεται και όταν τα μέρη, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) καταρτίζουν σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και συμφωνούν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματά της (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 51/2020, ΑΠ1086/2017 ΑΠ1424/2017).
Περαιτέρω, με το ν.δ. 400/1970 “περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως”, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4364/2016, ρυθμίζονταν οι σχέσεις όλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφάλισης. Ειδικότερα, κύριο αντικείμενο της ασφάλισης είναι η υποχρέωση κάλυψης των οικονομικών αναγκών, που προκαλούνται από συμβάντα στη ζωή του ανθρώπου, στηρίζεται δε στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών αυτών με αντικαταβολές των μελών της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των ασφαλισμένων σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστή, με την καθιέρωση κρατικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στη ρύθμιση της οποίας προέβαινε το ως άνω ν.δ., με το άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου οριζόταν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου (άρθρο 1 παρ. 3), ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 20 του ν. 2496/1997, του Υπουργείου Ανάπτυξης, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3229/2004, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από ασφαλιστική σύμβαση. Με το ίδιο πιο πάνω νομοθετικό διάταγμα (400/1970), και ειδικότερα με τα άρθρα 7 παρ. 1 εδ. α`, 8 παρ. 1, 9 παρ. 1, 10 παρ. 1 εδ. α`, 12α παρ. 1, 5 και 10 και 12β` παρ. 2 και 3 περ. α` αυτού ορίζονταν τα εξής: “Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων, που συνάπτουν, και των αντασφαλίσεων, που αναλαμβάνουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη-μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών” (άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α`, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 παρ. 1 του ν. 3746/2009). “Ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται σε ασφαλιστική τοποθέτηση, που συνίσταται στη διάθεση στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. περιουσιακών στοιχείων, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων οποιασδήποτε παροχής από ασφαλιστική σύμβαση (ασφάλισμα). Τα περιουσιακά στοιχεία, που διατίθενται σε ασφαλιστική τοποθέτηση, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το είδος των εργασιών, που ασκεί η ασφαλιστική επιχείρηση, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, η απόδοση και η ρευστότητα των επενδύσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μεριμνά για την διαφοροποίηση και την επαρκή διασπορά αυτών των επενδύσεων. Σε ασφαλιστική τοποθέτηση διατίθενται τα περιουσιακά στοιχεία, που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα, συμπεριλαμβανομένου του αποθέματος εξισορρόπησης του άρθρου 7 του παρόντος, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία, που καλύπτουν το τέταρτο του ελαχίστου ορίου, που αναφέρεται στην περίπτωση ε` του εδαφίου α` της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του παρόντος” (άρθρο 8 παρ. 1, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 3746/2009). “Αν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος περί τεχνικών αποθεμάτων, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως την πρόθεσή του στις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών, όπου ενδεχόμενα λειτουργεί η επιχείρηση με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να χαρακτηρίζει ως ασφαλιστική τοποθέτηση μέρος ή το σύνολο της ελεύθερης περιουσίας της, να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση μέρους ή και του συνόλου της περιουσίας της, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί και να λαμβάνει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων ως και κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος” (άρθρο 9 παρ. 1). “Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος” (άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 35 παρ. 9 του ν. 2496/1997), ήτοι του προνομίου των αμοιβών του επόπτη εκκαθάρισης ή πτώχευσης και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου. “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο δίκαιο, καταχωρείται στο Μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος καταχωρείται στο μητρώο, που τηρείται για το λόγο αυτό στο Υπουργείο Ανάπτυξης, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση” (άρθρο 12α παρ. 1) (ΟλΑΠ 1/2020 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 235 του ν. 4364/2016: “1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση… 2… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.” Η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι μία συλλογική διαδικασία, που ανοίγει με πράξη της εποπτικής αρχής και όχι των πιστωτών, και αποβλέπει στη σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων από ασφάλιση από το προϊόν της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων από τον εκκαθαριστή (άρθρο 242 § 4 Ν. 4363/2016) (ΑΠ 672/2019 Δημ. Νόμος).Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 6 του Ν.Δ. 400/1970 (περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως): “Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή”. Επίσης, κατά το άρθρο 38 § 3 του Π.Δ. 237/1986 (Κωδικοποίηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως οχημάτων) “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που έχει εκδώσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11, και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια, εφ’ όσον δεν προηγήθηκε έγκριση του Υπουργού Εμπορίου αιτήσεως άλλης ασφαλιστικής επιχειρήσεως περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου εντός του μηνός, τότε είναι υπεύθυνη να επιστρέψει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στους ασφαλισθέντες πελάτες της, εφ` όσον αυτά εισπράχθηκαν από τον ασφαλιστικό της πράκτορα και αποδόθηκαν από αυτόν στην εταιρία. Εάν, όμως, δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ` αυτού για την απόδοση τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της, που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, ανεξάρτητα εάν αυτοί έχουν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της. Η τυχόν επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες, δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής να επιδιώξει την ικανοποίησή της σχετικής αξιώσεως από τον ασφαλιστικό πράκτορα, εντεύθεν και την ενεργητική της νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός, που, εφ` όσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2015). Όπως προκύπτει δε από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 “Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.”, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από 1.1.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του Ν. 4364/2016, “ασφάλισμα” είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη “ασφαλιστική περίπτωση” (ΑΠ 672/2019 Δημ. Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε αυτή, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών ενστάσεων αοριστίας, που προέβαλαν οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους, καθόσον διαλαμβάνει όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο της στοιχεία, διότι εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όσον αφορά στην κύρια βάση της αγωγής, με έρεισμα την ύπαρξη συμβάσεως περί μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, διαλαμβάνει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, την ύπαρξη τέτοιας έγγραφης συμβάσεως, τις απαιτήσεις της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης εταιρίας, που είχαν γεννηθεί πριν από τη σύμβασημεταβιβάσεως και τη γνώση της νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης (τέταρτη εναγομένη), τόσο για την ύπαρξη, όσο και για το ύψος των χρεών της πρώτης εναγομένης, όσο και το γεγονός της σταδιακής μεταβίβασης της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, αλλά και της προοπτικής να διακόψει οριστικά η πρώτη εναγομένη την επιχειρηματική της δραστηριότητα, καθώς της μεταβιβάσθηκε ολόκληρη η επιχειρηματική δραστηριότητα και η πελατεία της πρώτης εναγομένης. ΄Αλλωστε, σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση αυτής. Για την ευθύνη δε του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης. Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενόψει του ότι με τη διάταξη του άρθρου 479 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνεται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου, που απέκτησε περιουσία ή επιχείρηση, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, και συγκεκριμένα μέχρι της αξίας των μεταβιβαζομένων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντας επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής των δανειστών του μεταβιβάζοντος κατά του αποκτώντος η αξία και η εξειδίκευση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της μεταβιβαζόμενης, ως συνόλου, επιχειρήσεως (ΑΠ 318/2008 ό.π.). Περαιτέρω, όσον αφορά στην αδικοπρακτική βάση της αγωγής, από το προπαρατεθέν περιεχόμενό της, προκύπτει ότι περιγράφεται αρκούντως η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εκκαλούντων –εναγομένων φυσικών προσώπων (ΑΠ 1406/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος), εφ’ όσον σε αυτήν εκτίθεται, ότι συνέτρεξαν στοιχεία περισσότερα και βαρύτερα, από εκείνα, που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. Α.Κ., ήτοι ότι με κοινό δόλο και σχέδιο των εναγομένων επήλθε αιτιωδώς η ζημία της ενάγουσας(βλ. σχετ. ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 184/2020 ό.π.) και ειδικότερα εκτίθεται ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης εταιρίας (τρίτος και τέταρτη των εναγομένων), τέλεσαν τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις της υπεξαίρεσης και της απάτης, εις ολόκληρονευρυνμένης της πρώτης εναγομένης εταιρείας, κατ’ άρθρο 71 του Α.Κ., για τις ανωτέρω άδικες πράξεις, που τέλεσαν οι νόμιμοι εκπρόσωποί της, κατά την άσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί από αυτήν, εις ολόκληρον ευθυνομένου, δε, και του πέμπτου των εναγομένων, κατ’ άρθρο 926 και 281 Α.Κ., διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνέπραξε με τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων στις ως άνω άδικες πράξεις, ενεργώντας όλοι τους με κοινό δόλο και κοινό σχέδιο και παραβαίνοντας την αρχή του μη υπαιτίως ζημιούν τον τρίτο, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται εξειδίκευση της κάθε επί μέρους πράξεως, που το κάθε εναγόμενο φυσικό πρόσωπο ενήργησε, αφού φέρονται ότι ενήργησαν από κοινού (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 921/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 54/2019 Δημ. Νόμος), εις ολόκληρον ευθυνομένης και της δεύτερης εναγομένης κατ’ άρθρο 479 Α.Κ., για τις ως άνω οφειλές προερχόμενες από αδικοπραξία, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης κατά τα ως άνω διαλαμβανόμενα. Επί αδικοπρακτικής δε ευθύνης του νομικού προσώπου, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν απαιτείται η εξειδίκευση των επί μέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρεώσεως προς αποζημίωση του ζημιωθέντος εκ του αδικήματος. Μπορεί, όμως, το μέλος της διοικήσεως να επικαλεστεί με ένσταση (την οποία βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιος για τη διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο. Επίσης, εκτίθεται αρκούντως ότι από την ως άνω επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των φυσικών προσώπων εκκαλούντων- εναγομένων προκλήθηκε η ζημία της ενάγουσας, με την οποία και συνδέεται αιτιωδώς, ενώ εκτίθεται και η ζημία της, η οποία ταυτίζεται με το ποσό των οφειλομένων και υπεξαιρεθέντων ασφαλίστρων, εντόκως από την παρέλευση της ρητής προθεσμίας απόδοσης του ως άνω ποσού, ταχθείσας με εξώδικη πρόσκληση (19/7/2012). Τα ως άνω στοιχεία αρκούν για το ορισμένο της αγωγής, κατά τις ανωτέρω βάσεις της, ενώ, εξάλλου, η συγκεκριμενοποίηση της υπαίτιας συμπεριφοράς των εκκαλούντων φυσικών προσώπων είναι επιτρεπτή με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία (βλ. σχετ. ΑΠ 1406/2021 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να κρίνει ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 340, 345, 346, 361, 479, 481, 719, 822 επ., 914, 926 Α.Κ., 386, 375 και 397 του Π.Κ., 1047, 176 ΚΠολΔ, με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από αυτά, που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση της ευθύνης των εκκαλούντων, ενώ δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας την αγωγή της ενάγουσας, ως όφειλε κατά τους εκκαλούντες, μετ` αποδοχή του περί αοριστίας της ισχυρισμού τους, ούτε άντλησε στοιχεία εκτός του δικογράφου της αγωγής για να κρίνει τη νομική βασιμότητα αυτής, στηριζόμενη στην ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, αφού το εν λόγω δικόγραφο περιέχει τα στοιχεία, που πληρούν τα πραγματικά των ως άνω περιστατικών. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμοι οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες λόγοι των υπό κρίση εφέσεων.
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από όλα τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας και τις ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος), από τη με αριθμ. ……./16-12-2014 ένορκη βεβαίωση της …………….., που δόθηκε στη Συμβολαιογράφο Αθηνών ………….. μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την από 10.12.2014 κλήση της ενάγουσας, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 11/12/2014-βλ. σχετ. τις με αριθμ. …/11-12-2014, …./11-12-2014, …../11-12-2014, …./11-12-2014, …./11-12-2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………..-) και την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση από τον πέμπτο των εναγομένων με αριθμ. ……/20-10-2020 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη νομότυπα, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. σχετ. με αριθμ. ….΄/15-10-2020, σε συνδυασμό με την από 14-10-2020 κλήση του πέμπτου των εναγομένων), από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία είναι ασφαλιστική επιχείρηση,με αντικείμενο, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, την ασφάλιση ζημιών και κυρίωςτην υποχρεωτική εκ του ν. 489/1976 ασφάλιση αστικής ευθύνης εξ ατυχημάτων αυτοκινήτου, ενώ ήδη βρίσκεται σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 156 από 16/9/2009 και 21/9/2009 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία έχει δημοσιευτεί στο υπ’ αριθμ. 11292/21.09.2009 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2030/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διορίστηκε εκκαθαριστής της Εταιρείας ο ορκωτός λογιστής – νόμιμος ελεγκτής ………., η θητεία του οποίου ανανεώθηκε νόμιμα. Στα πλαίσια άσκησης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη,συνεβλήθη με την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», νομίμως εκπροσωπούμενη, όπως αναφέρεται ειδικότερα κατωτέρω. Η εταιρία αυτή συνεστήθη με την υπ’ αριθμ. …./4.1.2005 Πράξη Σύστασης Ανώνυμης Εταιρείας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ……./8.2.2005 Πράξη Τροποποίησης Καταστατικού Ανώνυμης Εταιρείας της ως άνω Συμβολαιογράφου από τους τρίτο (……… …..), τέταρτη (…………..) και πέμπτο (….. ….. …) των εναγομένων,με έδρα στην ….. Αττικής και σκοπό την άσκηση της δραστηριότητας του μεσίτη ασφαλίσεων (εφεξής ….). Η επωνυμία της εταιρείας αυτής τροποποιήθηκε σε «……………» με την από 30/6/2010 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ………, δηλαδή του τρίτου, της τέταρτης και του πέμπτου των εναγομένων. Με την από 30/03/2012 απόφαση δε της Γενικής Συνέλευσης των ίδιων ως άνω εναγομένων αποφασίστηκε η λύση της εταιρείας και η θέση της σε εκκαθάριση και εκκαθαριστής της ορίστηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της …… που είναι ο τρίτος εναγόμενος (……… …..) (ΦΕΚ 3009/30.4.2012 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Ο καταστατικός σκοπός της εταιρείας αυτής ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 4 του τροποποιηθέντος καταστατικού, η άσκηση της δραστηριότητας του μεσίτη ασφαλίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 15α του Ν. 1569/1985, ο οποίος είχε αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι προμήθειας, που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή επιχειρήσεις, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους ή αντασφαλισμένους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζομένου ή αντασφαλιζομένου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τρίτος εναγόμενος διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της ……… από τη σύστασή της και μέχρι τη θέση της σε εκκαθάριση και η τέταρτη εναγομένη διετέλεσε Αντιπρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος από τη σύσταση της εταιρείας μέχρι τις 3-7-2009. Από το ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 10896/20.9.2007 προκύπτει δε ότι, με το από 1/7/2007 πρακτικό του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, ορίσθηκε αφενός ότι η τέταρτη εναγομένη θα είναι Αντιπρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος και αφετέρου ότι την εταιρεία εκπροσωπούν και δεσμεύουν τα πρόσωπα, που αναφέρονται στο από 1/7/2007 πρακτικό του ΔΣ, ήτοι ο τρίτος εναγόμενος ο οποίος θα αναπληρώνεται από την τέταρτη εναγομένη, ενώ από το ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 9213/28.7.2009 προκύπτει ότι, με το από 1/7/2009 πρακτικό του ΔΣ της εν λόγω εταιρείας ορίσθηκε αφενός ότι η τέταρτη εναγομένη θα είναι Αντιπρόεδρος και αφετέρου ότι την εταιρεία εκπροσωπεί και δεσμεύει ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος θα αναπληρώνεται σε περίπτωση κωλύματος από την τέταρτη εναγομένη, που μάλιστα θα έχει και δικαίωμα υπογραφής και ότι και οι δύο εκπροσωπούν την εταιρία για οποιαδήποτε ασφαλιστική εργασία. Τέλος, από το ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 145/12-1-2010 προκύπτει ότι, με το από 3/7/2009 πρακτικό του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρείας εκλέχθηκε νέο μέλος του ΔΣ της εταιρείας, σε αντικατάσταση της τέταρτης εναγομένης (που παραιτήθηκε), η έκτη εναγομένη αδερφή της, τρίτη –μη διάδικος στην παρούσα δίκη- και ορίσθηκε ότι δικαίωμα εκπροσώπησης και δέσμευσης της εταιρείας θα έχει μόνο ο τρίτος εναγόμενος. Συνεπώς, έως τις 3-7-2009, η τέταρτη εναγομένη ήταν και αυτή νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης. Οι συνθέσεις δε του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας (πρώτης εναγομένης) διαμορφώθηκαν από την ίδρυσή της έως τη λύση της ως εξής: το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τους . ….., ………, ….. ….., ………., ………, ………, ………, ………, ………. (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 2489/20-4-2005). Εν συνεχεία, με το από 1/7/2007 πρακτικό το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τους . ….., …….., ……, …….., …….. (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 10896/20-9-2007). Με το από 1/7/2009 πρακτικό το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τους …………. – ασφαλιστικό σύμβουλο, ………. – ασφαλιστικό σύμβουλο και ………. – ασφαλιστικό σύμβουλο (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 9213/28-7-2009), ενώ με το από 3/7/2009 πρακτικό το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τους . ….., ……, ………. – ασφαλιστικό σύμβουλο, ………. – ασφαλιστικό σύμβουλο και ………– ασφαλιστικό σύμβουλο (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 145/12-1-2010), τέλος, δε, με το από 30/6/2010 πρακτικό το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε από τους . ….., ….. και ….. ….. (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 15080/31-12-2010). Εν συνεχεία, η εν λόγω εταιρία (της οποίας η επωνυμία είχε τροποποιηθεί, στις 30/6/2010, όπως προαναφέρθηκε, σε «…………» – ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ, λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση με το από 30/3/2012 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων και ορίσθηκε εκκαθαριστής ο τρίτος εναγόμενος, όπως προκύπτει από το ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 3009/3-4-2012.Παράλληλα, όμως, και κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα συνεστήθη, με το υπ’ αριθμ. ……./19-9-2008 συμβολαιογραφικό έγγραφο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………..» (δεύτερη εναγομένη εταιρία) (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ 11553/10-10-2008), με έδρα το Δήμο ,,,,,. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του καταστατικού, ο σκοπός της εταιρείας αυτής (δεύτερης εναγομένης) ήταν ακριβώς ο ίδιος με τον καταστατικό σκοπό της πρώτης εναγομένης εταιρείας «……….», δηλαδή η άσκηση της δραστηριότητας του μεσίτη ασφαλίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 15α του Ν. 1569/1985, ο οποίος έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι προμήθειας, που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους ή αντασφαλισμένους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζομένου ή αντασφαλιζομένου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Με το από 5/11/2008 πρακτικό του Δ.Σ. ορίσθηκε δε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, που θα διοικήσει την εταιρεία έως τις 20/6/2010 θα συγκροτηθεί από τους ………. – ασφαλιστικό σύμβουλο, ως Πρόεδρο του Δ.Σ., …….., ως Αντιπρόεδρο, …….., ως Διευθύνουσα Σύμβουλο, με εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, ………. – ασφαλιστικό σύμβουλο, ……….. – ασφαλιστή, και ότι η έδρα της εταιρείας θα είναι η . …….. στην ………. (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 13350/2-12-2008), δηλαδή στην περιοχή που δραστηροποιούνταν και η πρώτη εναγομένη εταιρεία. Η επωνυμία της δεύτερης εναγομένης εταιρίας τροποποιήθηκε με το από 30/9/2010 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων στις 8/11/2010 σε «……………» – ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ 13158/18-11-2010). Εν συνεχεία, με το από 30/6/2010 πρακτικό του Δ.Σ. συγκροτήθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας ως εξής: ……… (σύζυγος . …..) ως Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος, με εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, ………… – ασφαλιστικός σύμβουλος, ως Μέλος του Δ.Σ., …………, ως Μέλος του Δ.Σ. (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 13152/18-11-2010), ενώ με το από 13/4/2011 πρακτικό του Δ.Σ. συγκροτήθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο εκ νέου σε σώμα, μετά την παραίτηση του ………., ως εξής: ………… (…… …..), ως Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος, με εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, ……… – ασφαλιστικός σύμβουλος ως Μέλος του Δ.Σ., …….. ως Μέλος του Δ.Σ. (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 3114/25-5-2011). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η οποία διέθετε και αριθμό μητρώου μεσιτών ασφαλίσεων, το οποίο τηρείται στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον τρίτο εναγόμενο, καταρτίσθηκε, στις 23.9.2005, στον Πειραιά,έγγραφη σύμβαση μεσίτη ασφαλίσεων. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής η ενάγουσα ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης στην ασφάλιση, όπως οι υπηρεσίες αυτές ειδικώς ορίζεται στο άρθρο 2 της εν λόγω σύμβασης. Ειδικότερα, με το άρθρο 2 της συμβάσεως συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη αναλαμβάνει την υποχρέωση να μελετά την αγορά, να φέρνει σε επαφή την ενάγουσα με ασφαλιζόμενους, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για την σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ενάγουσα και την έγκριση του ασφαλιζομένου, για εκείνους μόνον τους ασφαλιστικούς κλάδους, που η ενάγουσα καλύπτει και μόνο, να διαμεσολαβεί μεταξύ των προτιθέμενων να ασφαλιστούν πελατών και της ενάγουσας και να καταβάλει γενικά κάθε δυνατή προσπάθεια, φροντίδα, επιμέλεια και εμπειρία, με αντάλλαγμα προμήθεια, η οποία θα προσδιορίζεται κατ’ ασφαλιστική περίπτωση, ότι η συμφωνηθείσα προμήθεια θα αποδίδεται στην πρώτη εναγομένη μετά την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αντιστοίχων ασφαλίστρων, ότι για όλες τις εισπράξεις ασφαλίστρων η ενάγουσα θα υπολογίζει την αναλογούσα στην πρώτη εναγομένη προμήθεια κατά κλάδο ασφάλισης και κατά πελάτη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 5 της παρούσης συμβάσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 3 της σύμβασης μεσιτείας συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα, βάσει της κείμενης Νομοθεσίας (Π.δΔ. 148/84 & 118/85) εφαρμόζοντας το Λογιστικό Σχέδιο Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, χρησιμοποιεί Κεντρική Μονάδα Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, από τον οποίο επεξεργάζονται και όλα τα στοιχεία συναλλαγών, που αφορούν την κίνηση των χρεωστικών Ασφαλίστρων, ήτοι: ΄Εκδοση, ακύρωση, είσπραξη, προμήθεια. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι, σύμφωνα με το νόμο και η παρακολούθηση της κίνησης γίνεται προς απόδειξη και η όλη οργάνωση των διαδικασιών διαχειρίσεως εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, αποδόσεως εισπράξεων, επιστροφής προς ακύρωση, αποβλέπουν στη διευκόλυνση της διαχειρίσεως της πρώτης εναγομένης και στην τήρηση των σχετικών διατάξεων του Νόμου, ότι η πρώτη εναγομένη έχει φροντίδα και ευθύνη της εισπράξεως των ασφαλίστρων, των ασφαλιστικών συμβάσεων, που συνάπτονται μέσω αυτής, μέσα στις προθεσμίες, που προβλέπονται από τον ειδικό όρο των εκάστοτε εκδιδομένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τυχόν προσθέτων πράξεων αυτών. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι τα ασφάλιστρα, που θα εισπράττει η πρώτη εναγομένη, για λογαριασμό της ενάγουσας, αποτελούν παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας για την απόδοσή τους σε αυτήν, ότι η πρώτη εναγομένη θα είναι αστικά και ποινικά υπεύθυνη απέναντι στην ενάγουσα για οποιοδήποτε ποσό εισπράχθηκε και δεν αποδόθηκε εμπρόθεσμα σε αυτήν, ανεξάρτητα από το εάν η είσπραξη έγινε από τον ίδιο ή από τρίτα προστηθέντα από αυτόν πρόσωπα. Εξάλλου, συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη θα έχει υποχρέωση να αποστείλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση μέσα σε δύο μήνες από το μήνα ενάρξεως της ισχύος τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευμένα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από την επιστολή της πρώτης εναγομένης με την οποία θα βεβαιωθεί ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και της μη ύπαρξης αναγγελίας ζημίας και ότι η ακύρωση γίνεται μόνο από την ενάγουσα που θα ειδοποιεί σχετικά την πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι ακύρωση συμβολαίου στους κλάδους Μεταφορών, Προσωπικών Ατυχημάτων Ταξιδιωτών και Αποσκευών δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση διότι τα ασφάλιστρα εισπράττονται από την ημέρα έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ότι οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι προθεσμίες επιστροφής των ασφαλιστικών εγγράφων στην ενάγουσα προς ακύρωση προβλέπονται από το Ν.Δ. 400/70, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο της κατάρτισης της συμφωνίας, και όπως θα τροποποιηθεί μελλοντικά, ότι, λόγω των ειδικών και αυξημένων εμπορικών κινδύνων, η πρώτη εναγομένη, στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μηνός, θα έχει υποχρέωση να εξοφλεί στην ενάγουσα την παραγωγή, που έχει πραγματοποιήσει αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι από τους ασφαλισμένους τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα και ότι ασφάλιστρα τα οποία δεν ακυρώθηκαν στις προθεσμίες, που τάσσει ο νόμος, θεωρείται ότι έχουν εισπραχθεί. Προς τούτο θα εκδίδει προσωπική επιταγή του εμφανίσεως προς πληρωμή, το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορά το σύνολο της παραγωγής της, του τελευταίου μηνός. Ως σύνολο δε παραγωγής, νοείται το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων, αφαιρούμενης της συμφωνηθείσας προμήθειας, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων και τα οποία αναλύονταν στην ανωτέρω συμφωνία. Τέλος, στο άρθρο 9 της εν λόγω σύμβασης ορίσθηκε ότι, κάθε διαφωνία ή διαφορά που θα προκύψει άμεσα ή έμμεσα από την ερμηνεία ή την εφαρμογή της σύμβασης αυτής, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να καταβάλουν κάθε προσπάθεια φιλικής επίλυσής της και σε περίπτωση αδυναμίας φιλικής επίλυσης της διαφοράς συμφωνήθηκε ότι αποκλειστικά αρμόδια κατά τόπον θα είναι τα δικαστήρια της έδρας της ενάγουσας. Τα παραπάνω ποσοστά προμήθειας επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισέπραττε η πρώτη εναγομένη τροποποιήθηκαν με μεταγενέστερη συμφωνία, που καταρτίσθηκε, στις 1/10/2007, στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, εκπροσωπουμένης νομίμως από το τρίτο των εναγομένων (. …..). Τέλος, με την από 1/7/2008 σύμβαση εκτύπωσης ασφαλίστρων, που καταρτίσθηκε, στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, εκπροσωπουμένης νομίμως από το τρίτο των εναγομένων (…..), συμφωνήθηκε και εγγράφως η μέχρι τότε με προφορική συμφωνία καταρτισμένη δυνατότητα της πρώτης εναγομένης να εκτυπώνει στο γραφείο της τα ασφαλιστήρια, που θα εξέδιδε η ενάγουσα στον κλάδο αυτοκινήτων και μόνο αυτά, ενώ όλες οι πρόσθετες στα ασφαλιστήρια πράξεις, καθώς και όλες ανεξαιρέτως οι ανανεώσεις των ασφαλιστηρίων, που θα εξέδιδε η ενάγουσα, θα εκτυπώνονταν από την ενάγουσα εταιρεία και θα αποστέλλονταν στην πρώτη εναγομένη προς διανομή στους ασφαλισμένους, κατά τους όρους της σύμβασης πρακτόρευσης, που προαναφέρθηκε. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού η ενάγουσα είχε επιτρέψει με τη σύμβαση αυτή στην πρώτη εναγομένηεταιρία να είναι ηλεκτρονικώς συνδεδεμένη με το μηχανογραφικό σύστημά της, παραχωρώντας σε αυτήν το δικαίωμα να εκτυπώνει απευθείας από τα γραφεία της τα ασφαλιστήρια της ενάγουσας με απευθείας σύνδεση των υπολογιστών της ………. με το μηχανογραφικό σύστημα της ενάγουσας. Συνεπώς, το ύψος της «παραγωγής» προκύπτει ότι συμφωνήθηκε να υπολογίζεται ως εξής: ολικό ασφάλιστρο – προμήθεια = παραγωγή και, επομένως, ως παραγωγή νοούνταν το ποσό των ασφαλίστρων, που πρέπει να αποδώσει στην ενάγουσα η πρώτη εναγομένη, αφού παρακρατούσε την προμήθειά της. Η λογιστική παρακολούθηση των οικονομικών υποχρεώσεων των μερών γινόταν πάντα μέσω τήρησης δοσοληπτικών λογαριασμών και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνταν Κεντρική Μονάδα Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, όπως προβλέπει το Λογιστικό Σχέδιο Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (Π.Δ. 148/1984 και 118/1985). Η ενάγουσα τηρούσε την ανά μήνα λογιστική παρακολούθηση της «παραγωγής» κάθε συνεργάτη της, και κάθε άλλης μεταξύ τους συναλλαγής (π.χ. καταβολές προς εξόφληση της παραγωγής τους, καταβολές αποζημιώσεων για λογαριασμό της κλπ). Οι συναλλαγές αυτές αποτυπώνονταν στις μηνιαίες καρτέλες εκκαθάρισης λογαριασμού, που εκδίδονταν από το λογιστήριό της, οι οποίες κοινοποιούνταν κάθε μήνα σε όλους τους συνεργάτες της, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης εναγομένης, με ρητή μνεία του χρόνου εξόφλησης του υπολοίπου τους. ΄Ετσι, όπως κάθε συνεργάτης της ενάγουσας, και η πρώτη εναγομένη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, γνώριζε κάθε μήνα το ύψος της οφειλής της προς την ενάγουσα. Ο δοσοληπτικός λογαριασμός, που τηρήθηκε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, είχε τον κωδικό …….. Ειδικά δε ως προς τις συναλλαγές με την πρώτη εναγομένη, κάθε φορά εκτυπωνόταν ένα ασφαλιστήριο για να παραδοθεί στον πελάτη της, αυτό καταγραφόταν ηλεκτρονικά απευθείας στα εμπορικά της βιβλία και στη μηνιαία λογιστική καρτέλλα του εν λόγω δοσοληπτικού λογαριασμού, διότι είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα απευθείας εκτύπωσης των ασφαλιστηρίων της από τον υπολογιστή των γραφείων της εν λόγω εναγομένης. Αυτές οι μηνιαίες καταστάσεις κοινοποιούνταν κάθε μήνα στην πρώτη εναγομένη, με ρητή μνεία του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου έπρεπε να τακτοποιηθεί το λογιστικό υπόλοιπο του λογαριασμού. Από τη διαδικασία αυτή υπολογισμού της προμήθειας, που έπρεπε να καταβληθεί στην πρώτη εναγομένη, και των ποσών παραγωγής, που έπρεπε να αποδοθούν στην ενάγουσα, προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη λάμβανε γνώση καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασία τους έως τη διακοπή της λειτουργίας της το Σεπτέμβριο του 2009, οπότε και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της, του ύψους της «παραγωγής», που έπρεπε να αποδοθεί στην ενάγουσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα και του εν γένει υπολοίπου του μεταξύ τους λογαριασμού, όπως αποτυπωνόταν κάθε φορά στη μηνιαία λογιστική καρτέλλα του εν λόγω δοσοληπτικού λογαριασμού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, δια των νομίμων εκπροσώπων της, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας της με την ενάγουσα, εξέφρασε αντιρρήσεις ή αμφισβήτησε εμπροθέσμως τις αναλύσεις των μηνιαίων λογιστικών καρτελών, εκφράζοντας κατά τον τρόπο αυτό τη σιωπηρή αποδοχή της ως προς την ορθή καταγραφή των αντίστοιχων συναλλαγών, σε κάθε δε περίπτωση συναγομένης εξώδικης ομολογίας της ως προς αυτήν, που εκτιμάται ελεύθερα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 352 του ΚΠολΔ. Ούτε, άλλωστε, το παραπάνω γεγονός αμφισβητήθηκε με τρόπο ειδικό από τους εναγομένους. Από τις ίδιες καρτέλες του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού, που προσκόμισε με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει, ωστόσο, ότι, από τον Ιανουάριο του έτους 2009, η πρώτη εναγομένη, αντισυμβατικά ενεργώντας, διέκοψε την απόδοση στην ενάγουσα του συνόλου της παραγωγής της, καταβάλλοντας μικρότερα των οφειλομένων ποσά, όπως αναφέρεται κατωτέρω, και εφεξής δεν απέδιδε στην ενάγουσα εταιρεία το σύνολο του έως τότε οφειλομένου ποσού των ασφαλίστρων, που είχε ήδη εισπράξει, με αποτέλεσμα την αύξηση του χρεωστικού υπολοίπου του τηρηθέντος δοσοληπτικού λογαριασμού, ανερχομένου, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 στο ποσό των 526.163,38 ευρώ.Η ενάγουσα εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη, ήρθε αρκετές φορές για το λόγο αυτό σε επικοινωνία με τους νομίμους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης, και ειδικότερα με τον τρίτο εναγόμενο και την τέταρτη εναγομένη – σύζυγό του, οχλώνταςαυτούς, αναφορικά με την καταβολή των οφειλομένων ποσών, και προειδοποιώντας τους ότι θα προβεί σε καταγγελία της σύμβασης μεσιτείας αν δεν αρθεί η υπερημερία ως προς την απόδοση των οφειλομένων ασφαλίστρων. Κατά τη διάρκεια των επικοινωνιών αυτών, μεταξύ μηνός Μαρτίου έως και Ιουνίου του έτους 2009, η τέταρτη των εναγομένων (……….) παρείχε διαβεβαιώσεις προς την ενάγουσα, όπως εκπροσωπούνταν νόμιμα, ότι δεν υπήρχε λόγος καταγγελίας της συμβατικής σχέσης, που συνέδεε την πρώτη εναγομένη εταιρία με την ενάγουσα, διότι υπήρχε φερεγγυότητα της πρώτης εναγομένης, ερειδόμενη στο εύρος των εργασιών της και στο μεγάλο πελατολόγιό της και ότι, όπως όλοι, ανέμεναν τις εξελίξεις αναφορικά με την εξαγορά των μετοχών της ενάγουσας από τον ………., που είχε δημιουργήσει μεγάλη αναταραχή στην ασφαλιστική αγορά. Δεσμεύτηκε, δε, ότι η πρώτη εναγομένη θα τακτοποιούσε το χρεωστικό υπόλοιπο της μόλις αποσαφηνιζόταν οριστικά το θέμα της διοίκησης της ενάγουσας. Οι ίδιες διαβεβαιώσεις και δεσμεύσεις παρασχέθηκαναπό τους ως άνω νομίμους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης και στις τρεις μεταγενέστερες τηλεφωνικές επικοινωνίες τους με τους υπαλλήλους του λογιστηρίου της ενάγουσας, εντός του μηνός Ιουλίου του έτους 2009, κατά τις οποίες η τέταρτη εναγομένη, μεταξύ άλλων, ισχυριζόταν ότι η μακροχρόνια σταθερή σχέση με χιλιάδες ασφαλισμένους πελάτες της και η μακρά πορεία της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης αποτελούσε εγγύηση εξόφλησης της οφειλής της. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω διαβεβαιώσεις περί της φερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας και ο ισχυρισμός ότι η μη απόδοση των οφειλομένων ασφαλίστρων οφειλόταν στην έλλειψη διοίκησης της ενάγουσας ήταν προσχηματικοί και αναληθείς, και παρασχέθηκαν με σκοπό να αποτρέψουν την ενάγουσα από την καταγγελία της σύμβασης μεσιτείας, ώστε να εξακολουθήσει η πρώτη εναγομένη και οι νόμιμοι εκπρόσωπο της να καρπώνονται αντισυμβατικά και παράνομα τα εισπραχθέντα από αυτήν ασφάλιστρα, μη αποδίδοντάς τα στην ενάγουσα, με σαφή πρόθεση ιδιοποίησής τους, προκαλώντας της ισόποση με τα οφειλόμενα ποσά των μη αποδοθέντων ασφαλίστρων ζημία. Συγκεκριμένα, λόγω της μη έγκαιρης καταγγελίας της ως άνω σύμβασης μεσιτείας από την ενάγουσα (όπως αυτή τροποποιήθηκε), το χρεωστικό υπόλοιπο του δοσοληπτικού λογαριασμού ανήλθε, το Σεπτέμβριο του 2009, στο ποσό των 1.082.091,00 ευρώ, διότι αφενός μεν η πρώτη εναγομένη συνέχισε να εκτυπώνει ασφαλιστήρια για λογαριασμό της ενάγουσας και να εισπράττει τα ανάλογα ασφάλιστρα, αφετέρου δε επειδή απέδιδε ένα μικρό μέρος αυτών παρακρατώντας αντισυμβατικά και παράνομα το υπόλοιπο ποσό των ασφαλίστρων. Όπως αποδείχθηκε, η καταρτισθείσα μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και της πρώτης εναγομένης σύμβαση λειτούργησε από την ημερομηνία της σύναψής της (23/9/2005) έως τις 21/9/20009 (ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας), ενώ οι εκατέρωθεν χρηματικές απαιτήσεις τους αποτελούσαν κονδύλια του δοσοληπτικού λογαριασμού εξυπηρέτησης, για τη λογιστική παρακολούθηση του οποίου η ενάγουσα τηρούσε μηχανογραφημένο πίνακα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη μηχανογραφική κατάσταση, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα -όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων, οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που εξέδωσε η εναγομένη, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια της ασφάλισης, τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ως ασφάλιστρα, καθώς και η αναλογούσα προμήθεια-, η πρώτη εναγομένη διαμεσολάβησε, κατά τη χρονική περίοδο από το μήνα Ιανουάριο έως και το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, για τη σύναψη μεγάλου αριθμού συμβάσεων ασφάλισης. Από την ως άνω κατάσταση και την προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα ανάλυση του δοσοληπτικού λογαριασμού εξυπηρέτησης προκύπτει, επίσης,όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, ότι από τον Ιανουάριο έως και το Σεπτέμβριο του έτους 2009, στις μηνιαίες καρτέλες εκκαθάρισης, εμφανίζονται χρεωστικά υπόλοιπα σε βάρος της πρώτης εναγομένης, τα οποία αυξομειώνονται ανάλογα με την παραγωγή και τις μηνιαίες καταβολές που πραγματοποιούσε η τελευταία. Ειδικότερα, το μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 483.915,03 €, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 291.096,12 €, που δεν αμφισβητήθηκε ρητώς και εμπροσθέμως, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 192.878,91 €, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, αφαιρουμένου του ποσού των 60 €, που καταβλήθηκε από ασφαλισμένους για ασφαλιστικά συμβόλαια και, συνεπώς, το μήνα Ιανουάριο, επειδή δεν καταβλήθηκε κανένα άλλο ποσό από την πρώτη εναγομένη προς την ενάγουσα, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 483.915,03 €. Το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 526.163,38 € αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 483.915,03 €, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 184.449,58 €, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, αφαιρουμένου του ποσού των 223,00 €, που καταβλήθηκε από ασφαλισμένους για ασφαλιστικά συμβόλαια και, συνεπώς, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009, επειδή καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των 142.201,23 € προς την ενάγουσα, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 526.163.38 €. Το μήνα Μάρτιο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 752.793,98 €, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 526.163,38 ευρώ, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 233.477,13 €, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, αφαιρουμένου του ποσού των 30 €, που καταβλήθηκε από ασφαλισμένους για ασφαλιστικά συμβόλαια και, συνεπώς, το μήνα Μάρτιο του έτους 2009, επειδή καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των 6.786,53 € προς την ενάγουσα, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 752.793,98 €. Το μήνα Απρίλιο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 982.577,39 €, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 752.793,98 €, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 229.783.41 €, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, αφαιρουμένου του ποσού των 310 ευρώ, που καταβλήθηκε από ασφαλισμένους για ασφαλιστικά συμβόλαια και, συνεπώς, το μήνα Απρίλιο του έτους 2009, επειδή δεν καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη κάποιο οφειλόμενο ποσό προς την ενάγουσα, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 982.577,39 ευρώ. Το μήνα Μάιο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.121.992,15 €, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 982.577,39 ευρώ, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 182.921,98 ευρώ, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, αφαιρουμένου του ποσού των 158,24 ευρώ, ως ποσό παρακράτησης φόρου υπέρ της ενάγουσας και, συνεπώς, το μήνα Μάϊο του έτους 2009, επειδή καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη στην ενάγουσατο ποσό των 4.876,76 ευρώ, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.121.992,15 ευρώ. Το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.268.470,39 ευρώ, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 1.121.992,15 ευρώ, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 172.865,64 ευρώ, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, αφαιρουμένου του ποσού των 453,84 ευρώ και 139,89 ευρώ και, συνεπώς, το μήνα Ιούνιο του έτους 2009, επειδή καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας το ποσό των 25.870,00 €, για ζημίες ασφαλισμένων στην ενάγουσα οχημάτων, και το μπονους για την πληρωμή ζημιών 517,40 €, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.268.470,39 €. Το μήνα Ιούλιο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.299.569,99€ αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 1.268.470,39 €, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 111.610,24 €, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, και, συνεπώς, το μήνα Ιούλιο του έτους 2009, επειδή καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας το ποσό των 78.932,00 € για ζημίες ασφαλισμένων στην ενάγουσα οχημάτων και το μπόνους, για την πληρωμή ζημιών 1.578,64 ευρώ, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.299.569,99 ευρώ. Το μήνα Αύγουστο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.217.538,10 €, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 1.299.569,99 €, τη μηνιαία παραγωγή ύψους 115.294,42 €, κατόπιν πίστωσης στο λογαριασμό της αναλογούσας προμήθειας, και, συνεπώς, το μήνα Αύγουστο του έτους 2009, επειδή καταβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη στην ενάγουσα το ποσό των 170.005,61 € με επιταγές, το ποσό των 26.785,00 καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη για λογαριασμό της ενάγουσας για ζημίες ασφαλισμένων στην ενάγουσα οχημάτων και το μπόνους για την πληρωμή ζημιών 535,70 €, το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.217.538,10 €. Το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.082.091,00 €, αποτελούμενο από προηγούμενο υπόλοιπο ύψους 1.217.538,10 €, όμως, λόγω ακύρωσης συμβολαίου μετά την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας, πιστώθηκαν ολικά ασφάλιστρα, που αντιστοιχούν στα ακυρωθέντα συμβόλαια ύψους 142.177,57 € και χρεώθηκε το ποσό των προμηθειών που αντιστοιχεί στα ακυρωθέντα συμβόλαια ύψους 26.106,47 ευρώ. Εν συνεχεία χρεώθηκε το ποσό επιταγής ύψους 7.855,44 ευρώ, λόγω επιστροφής και εξόδων επιστροφής της, ενώ ο τρίτος εναγόμενος κατέβαλε το ποσό των 7.850,44 ευρώ στο λογαριασμό της ενάγουσας και εξόφλησε ζημίες αυτοκινήτων για λογαριασμό της ενάγουσας ύψους 19.381,00 ευρώ, οπότε το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε το μήνα αυτό στο ποσό των 1.082.091,00 ευρώ. Εν συνεχεία, λόγω της ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας, ακολούθησαν διαδοχικές εκκαθαρίσεις λόγω της ακύρωσης πλήθους συμβολαίων, οπότε τον Οκτώβριο του 2010, μετά τη διενέργεια της πρώτης εκκαθάρισης, πιστώθηκαν τα ολικά ασφάλιστρα, που αντιστοιχούν στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια συνολικού ύψους 316,00 € και χρεώθηκε το ποσό των προμηθειών, που αντιστοιχεί στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, συνολικού ύψους 59,04, οπότε το χρεωστικό υπόλοιπο του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού μειώθηκε κατά το ποσό των 256,96 €, παράλληλα χρεώθηκε το ποσό των 7.000 €, λόγω επιστροφής της υπ’ αριθ. …….. επιταγής και έτσι το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ανήλθε στο ποσό των 1.088.834,04 €. Ακολούθησαν οι ακόλουθες εκκαθαρίσεις στον εν λόγω δοσοληπτικό λογαριασμό: τον Ιούνιο του 2011, κατά τη δεύτερη εκκαθάριση, πιστώθηκε στον ως άνω δοσοληπτικό λογαριασμό το συνολικό ποσό των 23.909,00 €, που κατέβαλε ο τρίτος εναγόμενος για την εξόφληση για λογαριασμό της ενάγουσας αποζημιώσεων και το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ανήλθε στο ποσό του 1.064.925,04 € και τον Ιούλιο του 2011, κατά την τρίτη εκκαθάριση, πιστώθηκε στον εν λόγω δοσοληπτικό λογαριασμό το συνολικό ποσό των 640,00 €, που κατέβαλε ο τρίτος εναγόμενος για την εξόφληση για λογαριασμό της ενάγουσας αποζημίωσης, οπότε το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ανήλθε στο ποσό των 1.064.285,04 €. Επίσης, κατά την τέταρτη εκκαθάριση, το Δεκέμβριο του έτους 2011, και την ακύρωση ασφαλιστηρίων, που προσκόμισε ο τρίτος εναγόμενος, πιστώθηκαν τα ολικά ασφάλιστρα, που αντιστοιχούν στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, συνολικού ύψους 310,00 € και χρεώθηκε το ποσό των 59,25 €, ως ποσό των προμηθειών, που αντιστοιχεί στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, οπότε το χρεωστικό υπόλοιπο του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού μειώθηκε κατά το ποσό των 250,75 €, παράλληλα χρεώθηκε το ποσό των 50.000 €, λόγω επιστροφής μιας επιταγής και έτσι το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ανήλθε στο ποσό των 1.114.034,29 €. Τέλος, κατά την πέμπτη εκκαθάριση, τον Ιανουάριο του έτους 2012, και την ακύρωση ασφαλιστηρίων, που προσκόμισε ο τρίτος εναγόμενος, πιστώθηκαν τα ολικά ασφάλιστρα, που αντιστοιχούν στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια συνολικού ύψους 111,00 € και χρεώθηκε το ποσό των 20,64 €, ως ποσό των προμηθειών, που αντιστοιχεί στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, οπότε το χρεωστικό υπόλοιπο του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού μειώθηκε κατά το ποσό των 90,36 €, και οριστικοποιήθηκε στο ποσό των 1.113,943,93 ευρώ. Το παραπάνω τελικό ποσό όφειλε η πρώτη εναγομένη εταιρεία να το αποδώσει στην ενάγουσα, δυνάμει της σύμβασης μεσιτείας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 719 και 822 του Α.Κ..Σημειώνεται ότιδεν επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού, όπως ορθώς δέχθηκε η εκκαλουμένη (βλ. σχετ. ΑΠ 430/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 518/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 328/2019 ό.π.). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά και την τελική εκκαθάριση του δοσοληπτικού λογαριασμού, η ενάγουσα επέδωσε, στις 3/7/2012, στον τρίτο εναγόμενο, ως εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση πρώτηςεναγομένης εταιρείας, την από 22/6/2012 «εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση», με την οποία του κοινοποίησε το τελικό ύψος του χρεωστικού υπολοίπου του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού και τις σχετικές καρτέλες, καλώντας τον υπό την ανωτέρω ιδιότητά του να εξοφλήσει το παραπάνω ποσό (των 1.113.943,93 €), εντός δεκαπέντε (15) ημερών, δηλαδή μέχρι την 18/7/2012. Ο τρίτος εναγόμενος, με την από 13/7/2012 εξώδικη απάντησή του, που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 27-7-2012, αρνήθηκε να καταβάλει τα παραπάνω ποσά, ισχυριζόμενος αφενός ότι η εν λόγω εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία είναι μεσιτική εταιρεία χωρίς δικαίωμα είσπραξης ασφαλίστρων για λογαριασμό της ενάγουσας εταιρείας και ότι ουδέποτε εισέπραξε η εναγομένηεταιρεία οποιοδήποτε ποσό για λογαριασμό της ενάγουσας, αφού δεν της είχε χορηγηθεί τέτοιο δικαίωμα από την καταρτισθείσα σύμβαση μεσιτείας, και αφετέρου καλούσε την ενάγουσα εταιρεία να ορίσουν εντός 15 ήμερων ορκωτό ελεγκτή ή ορκωτό λογιστή, προκειμένου αυτός να προβεί στη αποτύπωση της πραγματικής λογιστικής κατάστασης της μεταξύ τους συνεργασίας. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε αφενός μεν ότι μετά από έγκριση της ενάγουσας, η πρώτη εναγομένη προέβη σε πληρωμές ζημιών ασφαλισμένων, παρόλο που δεν είχε τέτοια υποχρέωση, διότι αυτές βάρυναν την ενάγουσα εταιρεία, και ότι επέστρεψε στους ασφαλισμένους ποσά από ακυρώσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που έλαβαν χώρα μετά από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι από τον ορθό έλεγχο του δοσοληπτικού λογαριασμού όχι μόνο δεν θα προέκυπτε υπόλοιπο οφειλόμενο από την πρώτη εναγομένη εταιρεία στην ενάγουσα, αλλά υπόλοιπο οφειλόμενο στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία από την ενάγουσα. Οι παραπάνω, όμως, ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στην παραπάνω εξώδικη δήλωσηδεν αποδεικνύονται βάσιμοι, καθώς, από το περιεχόμενο της καταρτισθείσας ως άνω σύμβασης μεσιτείας, όπως αυτή τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, της οποίας οι όροι αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω (ιδίως στο άρθρο 3 αυτής), προκύπτει σαφώς ότι η πρώτη εναγομένη είχε δικαίωμα είσπραξης των ασφαλίστρων και υποχρέωση απόδοσής τους στην ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως εντολοδόχου και θεματοφύλακα, των νομίμων εκπροσώπων αυτής υπεχόντων ποινική ευθύνη σε περίπτωση μη απόδοσής τους για υπεξαίρεση και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν η είσπραξη έγινε από τους ίδιους ή από τρίτα προστηθέντα από αυτούς πρόσωπα. Το γεγονός, μάλιστα, της υλοποίησης της συμφωνίας αυτής προκύπτει όχι μόνο από τις κινήσεις του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού, αλλά και από το γεγονός ότι σε απόδοση των εισπραχθέντων ασφαλίστρων η πρώτη εναγομένη, εξέδιδε διά των νομίμων εκπροσώπων της, χάριν εξόφλησης των οφειλομένων ποσών, και επιταγές, όπως την υπ’αρ. …….. επιταγή, λήξεως την 31-8-2009, ποσού 50.000 €, πληρωτέα από το λογαριασμό της εκδότριας στην Eurobank και την υπ’αρ. Ε…….. επιταγή, λήξεως την 30-9-2009, ποσού 50.000 €, πληρωτέα από το λογαριασμό της εκδότριας στην Eurobank, οι οποίες πιστώθηκαν στον τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό. Ακόμη δε και ο έτερος ισχυρισμός του τρίτου εναγομένου ότι η πρώτη εναγομένη επέστρεψε πλήθος ασφαλιστηρίων στην ενάγουσα, τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα των οποίων, όπως ισχυρίζεται, πρέπει να αφαιρεθούν από το δοσοληπτικό λογαριασμό, που κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη και στον….. η ενάγουσα στις 3/7/2012, κρίνεται προσχηματικός λόγω του αόριστου τρόπου που προβάλλεται. Ειδικότερα, ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει προβεί ήδη σε πέντε νέες εκκαθαρίσεις, μετά την ακύρωση των προσκομισθέντος από την πρώτη εναγομένη ασφαλιστηρίων, οι εκκαλούντες εναγόμενοι δεν προσκομίζουν κατάλογο των ασφαλιστηρίων, τα οποία ισχυρίζονται ότι πρέπει να ενταχθούν στην εκκαθάριση. Άλλωστε, ως αναπόδεικτος εκτιμάται και ο έτερος ισχυρισμός του τρίτου εναγομένου εκκαθαριστή της πρώτης εναγομένης ότι, δηλαδή, επέστρεψε στους ασφαλισμένους πελάτες της τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και ότι κατέβαλε ποσά από αποζημιώσεις ζημιών, που δεν κάλυπτε το Επικουρικό Κεφάλαιο, διότι δεν προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο αναφορικά με τα ποσά, που καταβλήθηκαν από την υπό εκκαθάριση πρώτη εναγομένη. Εξάλλου, πέραν της αοριστίας των προβαλλομένων σχετικών ισχυρισμών των εναγομένων, όσον αφορά στο ύψος της οφειλής και των επικαλούμενων απαιτήσεων του τρίτου εναγομένου από την ένδικη σύμβαση μεσιτείας και συνυπολογισμού αυτών στην επίδικη οφειλή, οι οποίοι αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση στην ερειδόμενη στην αδικοπραξία βάση της αγωγής, καθώς αρνούνται μεν το συνολικό ύψος του αγωγικού κονδυλίου της οφειλής, ισχυριζόμενοι ότι πρέπει να αφαιρεθούν από το αιτούμενο ποσό της αγωγής της εξής κονδύλια: α) όλες οι επισφάλειες, που οφείλονται στο ότι παρακρατήθηκαν ασφάλιστρα από τους συνεργαζόμενους με την πρώτη εναγομένη ασφαλιστικούς συμβούλους, που δεν της τα απέδωσαν, β) ποσά από μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα, που επέστρεψε η πρώτη εναγομένη στους ασφαλισμένους και γ) οι απαιτήσεις της πρώτης εναγομένης από μη καταβληθείσες σε αυτήν προμήθειες, χωρίς, ωστόσο, να εκτίθενται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα αναγκαία για το ορισμένο του εν λόγω ισχυρισμού πραγματικά περιστατικά, ούτε το ακριβές ποσό εκάστης απαίτησης, ούτε συγκεκριμένο αίτημα προβάλλεται κατ’ άρθρο 262 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1689/2018 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 450 εδ. α` Α.Κ., «Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης, η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι απαγορεύεται στον οφειλέτη ο συμψηφισμός ανταπαιτήσεώς του κατά απαιτήσεως του δανειστή, η οποία γεννήθηκε συνεπεία αδικήματος διαπραχθέντος δολίως από τον πρώτο, χωρίς να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία να συνιστά και ποινικώς κολάσιμη πράξη. Η απαγόρευση δε αυτή έχει εφαρμογή και για τον αναδεχθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 471 Α.Κ. το εκ του αδικήματος χρέος (ΑΠ 339/2015 Δημ. Νόμος). Απορριπτέο δε τυγχάνει για τον ίδιο λόγο, ήτοι λόγω της αοριστίας των σχετικών ισχυρισμών, το αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης και ορισμού πραγματογνώμονα για τον υπολογισμό του πραγματικά οφειλομένου ποσού των υπεξαιρεθέντων ασφαλίστρων. Από τους παραπάνω ισχυρισμούς του τρίτου εναγομένου, σε συνδυασμό με την άρνηση της πρώτης εναγομένης και του τρίτου εναγομένου της οφειλής του παραπάνω ποσού των 1.113.943,93 €, που προβλήθηκε με τις προτάσεις τους, και ιδίως του ισχυρισμού περί μη ύπαρξης συμφωνίας, στα πλαίσια της σύμβασης μεσιτείας, για την είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της ενάγουσας εταιρείας και άρνηση είσπραξης οποιουδήποτε ποσού, για λογαριασμό της ενάγουσας, με την επίκληση ότι δεν είχε χορηγηθεί τέτοιο δικαίωμα από την καταρτισθείσα σύμβαση μεσιτείας, αποδεικνύεται η πρόθεσή τους να ιδιοποιηθούν το παραπάνω ποσό, και, συνεπώς, να το υπεξαιρέσουν, κατόπιν σχεδίου, που κατάρτισαν ο τρίτος εναγόμενος και η σύζυγος του, τέταρτη εναγομένη, σε χρόνο προγενέστερο του Ιανουάριου του έτους 2009, το οποίο άρχισε να υλοποιείται από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 και εφεξής, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ήτοι της υπεξαίρεσης των ασφαλίστρων. Περαιτέρω, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, κατά τα μη εκκληθέντα αυτής κεφάλαια, τέτοια πρόθεση υπεξαίρεσης δεν αποδείχθηκε στο πρόσωπο των υπολοίπων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης, αφού ήταν όλοι απλά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, χωρίς εκπροσωπευτική εξουσία. Ωστόσο, όπως ορθώς έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, τέτοια πρόθεση υπεξαίρεσης υφίστατο στο πρόσωπο του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης, που είχαν εκπροσωπευτική εξουσία, όπως αποδείχθηκε – πέραν των λοιπών προσκομιζόμενων νόμιμα με επίκληση αναφερομένων ανωτέρω αποδεικτικών μέσων- και από τα προσκομισθέντα ΦΕΚ περί συγκρότησης σε σώμα των Διοικητικών Συμβουλίων, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος, που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας,ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Συνεπώς, για την επελθούσα στην ενάγουσα ζημία, που ανέρχεται στο ποσό των οφειλομένων, με βάση την από 23/9/2005 σύμβαση μεσιτείας, και υπεξαιρεθέντων, ευθύνεται και η πρώτη εναγομένη εταιρεία αδικοπρακτικά, κατ’ άρθρο 71 του ΑΚ, λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας υπεξαίρεσης, ποσού 1.113.943,93 ευρώ, εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγόμενη, αλλά και τον τρίτο εναγόμενο, λόγω της ανωτέρω αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, η οποία έλαβε χώρα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η τέταρτη των εναγομένων, σύζυγος του τρίτου εναγομένου, καθόλο το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2009 έως και τον Ιούνιο του έτους 2009, με την ιδιότητα της Διευθύνουσας Συμβούλου και της νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, διαβεβαίωνε τους υπαλλήλους της ενάγουσας, στις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες, κατά τις οποίες οι τελευταίοι οχλούσαν εκείνη και το σύζυγό της, αναφορικά με την απόδοση των οφειλόμενων και ήδη εισπραχθέντων από την πρώτη εναγομένη ασφαλίστρων, ότι τα ποσά αυτά επρόκειτο να καταβληθούν στο άμεσο μέλλον, διότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία ήταν αξιόχρεη, με πολύ καλό όνομα και σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι είχε επιτύχει να διαμορφώσει ένα μεγάλο δίκτυο ασφαλισμένων – πελατών και μακροχρόνια σταθερή σχέση μαζί τους, υπονοώντας, προφανώς, ότι από τα εν λόγω άϋλα αγαθά της επιχείρησης (επωνυμία, φήμη, πίστη στις συναλλαγές, οργάνωση, πελατολόγιο) ήταν εξασφαλισμένη η οικονομική ευρωστία και τα σταθερά έσοδα, από τα οποία θα αποπληρώνονταν όλες οι οφειλές της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα. Τέλος, διαβεβαίωνε ότι η μη απόδοση στην ενάγουσα των εισπραχθέντων ασφαλίστρων οφειλόταν στην έλλειψη διοίκησης της ενάγουσας κατά την χρονική εκείνη περίοδο και την ανασφάλεια, που είχε δημιουργηθεί στην ασφαλιστική αγορά, λόγω των φημών ότι ο ……. θα προέβαινε στην εξαγορά των μέτοχων της ενάγουσας και στην ανάληψη της διοίκησης της εταιρείας. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί της πρώτηςεναγομένης, διά των νομίμων εκπροσώπων της, ότι η μη πλήρης απόδοση των εισπραχθέντων ασφαλίστρων οφειλόταν στο αρνητικό κλίμα, που είχε δημιουργηθεί στην ασφαλιστική αγορά, λόγω των επικείμενων εξελίξεων στην αλλαγή της διοίκησης της ενάγουσας εταιρείας και όχι σε πταίσμα τους, δεν είναι βάσιμοι, καθώς προβλήθηκαν κατά τις αρχές του έτους 2009 από τους ως άνω εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης, με αποκλειστικό σκοπό να παραπλανήσουν την ενάγουσα ως προς τον πραγματικό λόγο της μη απόδοσης του συνόλου των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, ώστε να μην προβεί η ενάγουσα στη δικαστική επιδίωξή τους και να μη καταγγείλει τη σύμβαση μεσιτείας, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί και ίσχυε, προκαλώντας βλάβη στην περιουσία της ενάγουσας και αποκτώντας η ίδια η πρώτη εναγομένη και οι νόμιμοι εκπρόσωποί της το τεράστιο ως άνω οικονομικό όφελος. Διότι, κατ’αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε η ενάγουσα να εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να εκτυπώνει ασφαλιστήρια και να εισπράττει ασφάλιστρα, ενώ η καταγγελία της σύμβασης μεσιτείας θα διέκοπτε τη συνεχή ροή έκδοσης των ασφαλιστηρίων και είσπραξης των αντίστοιχων ασφαλίστρων. Συνεπώς, η μη καταγγελία της από 23/9/2005 σύμβασης μεσιτείας και η υπερβολική σταδιακή διόγκωση του χρέους της πρώτης εναγόμενης προς την ενάγουσα ουδόλως οφειλόταν σε αποκλειστικό πταίσμα της ενάγουσας (δόλο ή αμέλεια), αλλά οφειλόταν καθαρά στις ως άνω παραπλανητικές ενέργειες των εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης, ήτοι της τέταρτης εναγομένης και του τρίτου εναγόμενου, που ενήργησαν με πρόθεση εξαπάτησης της ενάγουσας, πέραν του γεγονότος ότι ουδόλως προέβαλαν οι εκκαλούντες παραδεκτά, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ένσταση περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στη γένεση και στην επαύξηση της ζημίας της, καθώς για να είναι ορισμένη η ένσταση του άρθρου 300 Α.Κ. πρέπει να περιέχει σαφή μνεία των περιστατικών, που είναι ικανά για να θεμελιώσουν το πταίσμα του παθόντος (ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση εκδ. 2009 σελ. 298). Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ήδη, σε χρόνο προγενέστερο του Ιανουάριου του έτους 2009, οι τρίτος και τετάρτη των εναγομένωνείχαν σχεδιάσει από κοινού και είχαν συναποφασίσει αφενός μεν τη μη εξόφληση του υπολοίπου του παραπάνω δοσοληπτικού λογαριασμού, που ήταν χρεωστικό σε βάρος της πρώτης εναγομένης, αφετέρου δε την λύση και την εκκαθάριση της πρώτης εναγομένης, μετά από την ίδρυση νέας εταιρείας, με ακριβώς το ίδιο αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας και την ίδια επωνυμία, με σταδιακή μεταβίβαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης εναγομένηςεταιρίας στη δεύτερη εναγομένη εταιρία, σχέδιο το οποίο έθεσαν σε εφαρμογή και υλοποίησαν, όπως ειδικότερα αναφέρεται κατωτέρω, προκειμένου η νέα εταιρεία (δεύτερη εναγομένη), απαλλαγμένη από τα χρέη της πρώτης εναγομένης να συνεχίσει να ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, μετά από γενόμενο από την ενάγουσα έλεγχο στα περιουσιακά στοιχεία του τρίτου και της τέταρτης εναγομένης, διαπιστώθηκε ότι, στις 29/9/2008, καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ η σύσταση της Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «……………..», με ακριβώς ίδιο εταιρικό σκοπό, με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Η εταιρεία αυτή συστάθηκε από την τέταρτη, τον πέμπτο και τον έβδομο των εναγόμενων (….. ., κάτοικο ….. Αττικής), τρίτο – μη διάδικο στην παρούσα δίκη, που ήταν στενός συνεργάτης τους και ασφαλιστικός σύμβουλος. Ακόμη δε και εάν υποτεθεί αληθινός ο ισχυρισμός της τέταρτη των εναγομένωνότι η ίδρυση της νέας εταιρείας με την ίδια σχεδόν επωνυμία ήταν γνωστή στην ενάγουσα, καθώς ο νόμιμος τότε εκπρόσωπος της ενάγουσας είχε παρευρεθεί στα εγκαίνια αυτής, το γεγονός αυτό αφενός μεν δεν αναιρεί την υποχρέωση αυτής για απόδοση των οφειλομένων στην ενάγουσα, αφετέρου δε ουδόλως αποδεικνύει ότι είχε καταστεί γνωστό στην ενάγουσα από τους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης ότι η τελευταία είχε σκοπό να μην εξοφλήσει τα οφειλόμενα από αυτήν ποσά των ασφαλίστρων, που είχε ήδη εισπράξει ή επρόκειτο να εισπράξει, για τα οποία ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή, και ότι το γεγονός αυτό είχε γίνει αποδεκτό από την ενάγουσα. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο των εγκαινίων της δεύτερης εναγομένης (2008) υπήρχαν οφειλόμενα ποσά από τον δοσοληπτικό λογαριασμό με αριθμό 1545, αφού η πρώτη εναγομένη εταιρεία ήταν έως τότε συνεπής στις καταβολές της, καθώς η πρώτη εναγομένη εταιρεία κατέστη υπερήμερη από τις αρχές του έτους 2009, οπότε και άρχισε να λαμβάνει χώρα σταδιακά η μεταβίβαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τη μια εταιρεία (πρώτη εναγομένη) στην άλλη (δεύτερη εναγομένη). Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μετά την παραίτηση της τέταρτης εναγομένης από το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγομένης,την 1η/7/2009, ορίσθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας και όχι της δεύτερης, η αδερφή της τέταρτης εναγομένης, τρίτη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, …….. και, συνεπώς, ουδέποτε απέκοψε η τέταρτη εναγομένη τους δεσμούς της και τις επαφές της με την πρώτη εναγομένη, η οποία εξακολούθησε να λειτουργεί ως οικογενειακή επιχείρηση. Ο γάμος δε των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων λύθηκε μεν στις 25/1/2012 (όπως προκύπτει από το από 25/1/2012 διαζευκτήριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών), δυνάμει της με αριθμό 3288/6-9-2011 αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο, που προσκόμισε με επίκληση η τέταρτη εναγομένη, πλην,όμως, εξακολούθησε η συμβίωσή τους στην ίδια οικία, ακόμη και μετά τη λύση του γάμου τους, όπως -προκύπτει από τη διεύθυνση της κατοικίας τους, που αναφέρεται σε όλα τα Φ.Ε.Κ. συγκρότησης των Διοικητικών Συμβουλίων των δύο εταιρειών («……..» όπως μετονομάστηκε σε «………» και «………..» όπως μετονομάστηκε σε «………..»), όπως εκτενώς αναλύθηκαν παραπάνω, και η οποία είναι η οδός …….. στο Ελληνικό (βλ. ιδίως ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 3114/25-5-201 1 και ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 1 της 2ας Ιανουάριου 2014 για τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία και ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 3009/30-4-2012 για την πρώτη εναγομένη εταιρεία περί λύσης και θέσης της σε εκκαθάριση). Συνεπώς, δεν κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός του τρίτου εναγομένου ότι η σύσταση της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας αποφασίσθηκε επειδή επήλθε ρήξη στη σχέση του με τη σύζυγό του, αφενός μεν διότι η λύση του γάμου τους, δυνάμει της ως άνω αποφάσεως, επήλθε δύο (2) έτη περίπου μετά τη σύσταση της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, αφετέρου δε, διότι ακόμη και μετά την έκδοση του διαζευκτηρίου οι εν λόγω εναγόμενοι εξακολούθησαν να κατοικούν στην ίδια οικία. Επομένως, η σύσταση της εταιρίας …….. δεν έλαβε χώρα προς εξασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας της τέταρτης εναγομένης, λόγω της επικαλούμενης από αυτούς διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους. Εξάλλου, στις προτάσεις του τρίτου εναγομένου, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την ανάπτυξη του ισχυρισμού του ότι σκοπός σύστασης της εταιρίας …….. ήταν η επαγγελματική αποκατάσταση της συζύγου του, λόγω της οικογενειακής και επαγγελματικής ρήξης τους, περιέχεται ρητή ομολογία της παραχώρησης της επωνυμίας της πρώτης εναγομένης (……), συνδεομένης με την καλή της φήμη, καθώς, ισχυρίζεται ότι η …… είχε άριστη φήμη στην ασφαλιστική αγορά και προκειμένου να μην αναγκαστεί η τέταρτη εναγόμενη να ξεκινήσει από το μηδέν, συμφωνήθηκε να «μοιραστεί – συνεχίσει την επιτυχία της …….., που κατά το ήμισυ οφειλόταν στη δική της εργασία, προσπάθεια, ταλέντο». Εξάλλου, ομολογείται από τον τρίτο εναγόμενο ότι στη δεύτερη εναγομένη απασχολήθηκε μετά την αποχώρηση της τέταρτης εναγομένης από την πρώτη εναγομένη, μέρος του προσωπικού της τελευταίας. Ακόμη δε και ο ασφαλιστικός σύμβουλος, ……….., που συνεργαζόταν με την πρώτη εναγομένη από την αρχή της σύστασής της, συνεργάσθηκε, επίσης, και με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία από την αρχή της σύστασής της. Συνεπώς, η δεύτερη εναγομένη εταιρεία λειτούργησε με το όνομα και την οργανωτική δομή της πρώτης εναγομένης. Σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 75 Κ. Πολ.Δ. προκύπτει ότι, επί απλής ομοδικίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη (ΑΠ 106/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1306/2018 Δημ. Νόμος). Περίπτωση δε απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον δικαιούχοι ή υπόχρεοι για αποζημίωση εξ αδικοπραξίας ή εκ του νόμου, ενώνονται δε σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών. Και τούτο διότι εκάστη αξίωση εκάστου δικαιούχου είναι αυτοτελής και προσωποπαγής (ΑΠ 747/2014 ό.π., ΑΠ 204/2013 Δημ. Νόμος). Επίσης, δεν κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός ότι η τέταρτη εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, συνεργάστηκε κυρίως μενέες ασφαλιστικές εταιρείες, διότι, όπως αποδείχθηκε, συνεργάσθηκε και αυτή μετις ίδιες ασφαλιστικές εταιρείες, με τις οποίες συνεργαζόταν η πρώτη εναγομένη (………………..), πλην αυτών των οποίων η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Από τη συγκριτική δε επισκόπηση των ισολογισμών των δύο εταιρειών για τα έτη 2009, 2010 και 2011, προκύπτει ότι όσο ο τζίρος της πρώτης εναγομένηςεταιρίας μειωνόταν, τόσο ο τζίρος της δεύτερης εναγομένηςεταιρίας αυξανόταν, μέχρι τη χρονική στιγμή, κατά την οποία η πρώτη εναγομένη εταιρεία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, αφήνοντας στην ασφαλιστική αγορά σημαντικές οφειλές, καθώς, πέραν της οφειλής της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα, προέκυψε ότι η πρώτη εναγομένη όφειλε και σε άλλες εταιρείες. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/2011 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όφειλε το ποσό των 265.493.86 € στην εταιρεία …………, για απαίτηση από επιταγή εκδόσεως της, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../2011 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ποσό των 265.493.86 € στην εταιρεία …………………, για απαίτηση από επιταγή εκδόσεως της, και όπως προκύπτει από την με αριθμό …../2011 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,όφειλε τα ποσά των 559.333.02 ευρώ, 285.356,67 ευρώ, 82.830 ευρώ, 146.941,59 ευρώ και 44.204,76 ευρώ στην εταιρεία . ……… για απαίτηση από επιταγές εκδόσεως της, καθώς και το ποσό των 900.000 ευρώ προς την «……….». Στις 17/12/2010 δε, όταν, κατά τους ισχυρισμούς των τρίτου και τετάρτης των εναγομένων, είχε επέλθει ρήξη στις σχέσεις των δύο συζύγων, για το τελευταίο χρέος (των 900.000 €) χορηγήθηκε προσημείωση υποθήκης από την τέταρτη εναγομένη και τη θυγατέρα της, σε βάρος ακινήτου τους, για να εξασφαλιστούν τα χρέη της πρώτης εναγομένης. Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υφίστανται οφειλές των συνεργατών της πρώτης εναγομένης εταιρείας προς αυτήν, οι οποίες σχετίζονται ειδικά με το χρέος της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα και ότι αυτό αποτέλεσε τον λόγο, που δεν απέδωσε τα οφειλόμενα ασφάλιστρα στην ενάγουσα, καθώς δεν προσκομίσθηκαν με επίκληση αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν τον ανωτέρω ισχυρισμό, ούτε, άλλωστε, προέκυψε ότι η πρώτη εναγομένη ενεργώντας με επιμέλεια έχει επιδιώξει την είσπραξη τέτοιου είδους απαιτήσεων από τους συνεργάτες. Εξάλλου, η μη είσπραξή τους από τους δικούς της συνεργάτες ουδόλως απαλλάσσει την πρώτη εναγομένη από την υποχρέωση απόδοσης των εισπραχθέντων ασφαλίστρων έναντι της ενάγουσας. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη εναγομένη, η οποία υλοποιήθηκε με μεταβίβαση στη δεύτερη εναγομένη της επωνυμίας, της φήμης, της πίστης, της τεχνογνωσίας, του δικτύου οργάνωσης και, συνεπώς, εν γένει, του πυρήνα της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης εταιρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά την από 13/7/2012 απάντηση του τρίτου εναγομένου στην εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, με την οποία ο τρίτος εναγόμενος, ως εκκαθαριστής της πρώτης εναγομένης αρνήθηκε την ύπαρξη χρεωστικού, σε βάρος της εν λόγω εταιρείας, υπολοίπου και αμφισβήτησε το περιεχόμενο της από 23/9/2005 σύμβασης μεσιτείας, όπως αυτό προεκτέθηκε, η ενάγουσα, υπό τη νέα διορισμένη διοίκησή της, διερεύνησε τον Ιανουάριο του έτους 2013 τη δυνατότητα είσπραξης των απαιτήσεων της με αναγκαστική εκτέλεση στα ακίνητα του τρίτου εναγομένου και της τέταρτης εναγομένης σε υποθηκοφυλακεία της χώρας. Μετά δε από έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης διαπίστωσε ότι ο τρίτος εναγόμενος, τρεις μήνες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας εταιρείας, στις 21.9.2009,μεταβίβασε το σύνολο της προσωπικής του περιουσίας στη σύζυγο και στα τέκνα του με συμβόλαια δωρεάς και γονικών παροχών αντιστοίχως. Όπως προκύπτει από τα συμβόλαια με αριθμούς ………./16-12-2009, …../16-12-2009 και ………/16-12-2009 της Συμβολαιογράφου Καλλιθέας ………, που μεταγράφηκαν νόμιμα, οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων αποξενώθηκαν από τις ακίνητες περιουσίες τους. Ειδικότερα, με το πρώτο συμβόλαιο ο τρίτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω δωρεάς στην τέταρτη των εναγομένων ποσοστό 1/2του δικαιώματος επικαρπίας επί ακινήτου, που βρίσκεται στην οδό …… στο Ελληνικό (Ε-1 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου) με την ανήκουσα, ως παράρτημα αυτού, θέση στάθμευσης της πυλωτής με αριθμό 7 και της με αριθμό 9 αποθήκης του υπογείου, καθώς και των διαμερισμάτων με στοιχεία 1-1, Α-1 και Β-1 διαμερισμάτων και Γ-1, Γ-2 και Γ-3 θέσεων στάθμευσης του υπογείου πολυκατοικίας ευρισκόμενης στην …….. Αττικής (οδός …….). Με το δεύτερο συμβόλαιο ο τρίτος εναγόμενος και η τέταρτη εναγομένη μεταβίβασαν, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα επί των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών της οδού ……. στον υιό τους, πέμπτο εναγόμενο (….. …..), και με το τρίτο συμβόλαιο ο τρίτος εναγόμενος και η τέταρτη εναγομένη μεταβίβασαν την ψιλή κυριότητα επί οριζοντίων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται στην …….., στη θυγατέρα τους, …… Επί ορισμένων δε εξ αυτών των απαλλοτριωθέντων ακινήτων και ενώ, όπως ισχυρίζονται οι τρίτος και τετάρτη των εναγομένων, είχαν αποφασίσει να ασκήσουν χωριστές επιχειρηματικές δραστηριότητες, λόγω της ρήξης των προσωπικών τους σχέσεων και ενόψει της λύσης του γάμου τους, ενεγράφη προσημείωση υποθήκης, στις 17/12/2010, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Ηλιούπολης (στον τόμο …. με αριθμό ….),όπως προαναφέρθηκε, κατά της τέταρτης των εναγομένων και της θυγατέραςτης, ….. ….. και υπέρ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………». Η ανωτέρω προσημείωση υποθήκης ενεγράφη προς εξασφάλιση απαίτησης της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας, ύψους 900.000,00 ευρώ, κατά της πρώτης εναγόμενης εταιρείας «…………», υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν η τέταρτη εναγόμενη και η θυγατέρα της. Το χρέος αυτό ρυθμίστηκε εξώδικα, με τις από 20.7.2010 και από 22.9.2010 ιδιωτικές συμβάσεις, δυνάμει των οποίων κατατέθηκε η από 13.12.2010 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και εκδόθηκε η υπ’ αρ. 45824Σ/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης. Από τα ανωτέρω συνάγεται, επίσης, ότι η τέταρτη εναγόμενη, σε χρόνο μεταγενέστερο της επικαλούμενης από αυτήν απομάκρυνσής της από την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης, γνώριζε το ύψος των οφειλών της τελευταίας προς τους πιστωτές της και αναμειγνυόταν ενεργά στην ρύθμιση των χρεών αυτής, ενώ ταυτόχρονα ενεργούσε από κοινού με τον τρίτο εναγόμενο προς την κατεύθυνση της αποξένωσης των περιουσιακών της στοιχείων, αφού είχε μεταβιβάσει κάθε στοιχείο της ακίνητης περιουσίας της, ώστε να μην είναι εφικτή η ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών της.Σημειώνεται ότι με τη με αριθμό 58687/3-7-2014 απόφαση του Η’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (μετά την υποβολή έγκλησης της ενάγουσας με ./….), απηλλάγησαν οι τρίτος, τετάρτη και πέμπτος των εναγομένων της κατηγορίας ως προς το αποδιδόμενο σε αυτούς αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών με μεταβίβαση πελατείας, με τη με αριθμ. δε 27508/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (μετά την υποβολή της ιδίας ως άνω έγκλησης με ………) (βλ. σχετ. με αριθμ. …../19-10-2020 πιστοποιητικό του Γραμματέως της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου), οι οποίες (αποφάσεις) εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια, καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ο τρίτος και η τέταρτη των εναγομένων, για το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, λόγω της μεταβίβασης της ως άνω ακίνητης περιουσίας από τον τρίτο και την τέταρτη εναγομένη στον πέμπτο εναγόμενο υιό τους και τη θυγατέρα τους και επιβλήθηκε σε έκαστο ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, ενώ απηλλάγητων σχετικών κατηγοριών ο πέμπτος εναγόμενος, ελλείψει δόλου. Επίσης, υπεβλήθη από την ενάγουσα η με αριθμό ……………. έγκληση, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τα αδικήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης, σε βαθμό κακουργήματος, καθώς αφορά αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 €, από διαχειριστές ξένης περιουσίας από κοινού και κατ’εξακολούθηση. Κατόπιν δε διενέργειας κύριας ανάκρισης, εκδόθηκε το με αριθμ. 5318/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίουαφενός μεν παραπέμφθηκαν οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, ο τρίτος με την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ., Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου και η τέταρτη με την ιδιότητα της Αντιπροέδρου του Δ.Σ., Διευθύνουσας Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην …….. Αττικής, ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στον αναφερόμενο στο διατακτικό του βουλεύματος τόπο και χρόνο, τέλεσαν έγκλημα, το οποίο προβλέπεται από τον νόμο και τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, ήτοι ότι στην ,,,,, Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο του 2009 και με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού, ιδιοποιήθηκαν παρανόμως ολικώς ξένα κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκειται δε για αντικείμενα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και ανέρχεται συγκεκριμένα στο ποσό του 1.113.943,93 ευρώ, τα οποία (αντικείμενα) τους τα είχαν εμπιστευθεί, λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχοι και διαχειριστές ξένης περιουσίας, κατά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αφετέρου δε απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά του πέμπτου των εναγομένων για την πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού, από διαχειριστές ξένης περιουσίαςκατ’εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, πράξη, που εφέρετο ότι τέλεσε στην ,,,, Αττικής, το χρονικό διάστημα από μήνα Ιανουάριο έτους 2009 έως μήνα Ιανουάριο έτους 2012. Με βάση τα όσα αποδείχθηκαν και αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω, αποδείχθηκε η τέλεση και των δυο αδικημάτων της απάτης και της υπεξαίρεσης από τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων. Κρίνεται, όμως, βάσιμη και η βάση της καταδολίευσης δανειστών με μεταβίβαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη εναγομένη, με την έννοια ότι η χωρίς αντάλλαγμα διάθεση του ονόματος και της φήμης της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, αλλά και της οργανωτικής δομής από την πρώτη εναγόμενη στη δεύτερη εναγομένη, που σκοπό είχε τη μεταβίβαση της επιχείρησης από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη εναγομένη (και τα οποία, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι δικαιώματα κατασχετά)υλοποιήθηκε, κατά τα ανωτέρω, με κοινή απόφαση και κοινό δόλο των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, με βάση σχέδιο, το οποίο είχαν καταστρώσει συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα, με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων της ενάγουσας, διότι τα εναπομείναντα στην πρώτη εναγομένη εταιρεία περιουσιακά στοιχεία τους ήταν γνωστό ότι δεν θα επαρκούσαν για την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, ο τρίτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, μεταβίβασε σταδιακά, χωρίς να λάβει η πρώτη εναγομένη κάποιο αξιόχρεο αντάλλαγμα, το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, εκκινώντας από την επωνυμία και τη φήμη της επιχείρησης, που αποτελούσαν τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία της και περαιτέρω της οργανωτικής δομής της και του δικτύου των συνεργατών της, με αποτέλεσμα τη μετακίνηση όλων των πελατών, που διατηρούσαν προσωπική επαγγελματική επαφή με τους ασφαλιστικούς σύμβουλους, με τους οποίους συνεργαζόταν η πρώτη εναγομένη, οι οποίοι,όμως, σταδιακά έπαυσαν τη συνεργασία τους με αυτήν και άρχισαν νέα συνεργασία με τη δεύτερη εναγομένη, σε χρόνους, που οι οφειλές της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα εταιρία ήταν, κατά τα ανωτέρω, γεγενημένες και ισχυρές, λόγω του ότι από την πρώτη εναγομένηδεν καταβάλλονταν το σύνολο της οφειλής από το διαρκώς αυξανόμενο, κατά τα ανωτέρω, ποσό των οφειλών, που απέρρεαν από την ίδια σύμβαση. Δηλαδή, ενώ σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης είχαν συντελεσθεί πλήρως όλα τα δικαιοπαραγωγικά της οφειλής γεγονότα, ο τρίτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης των εναγομένων, προέβη στην ως άνω μεταβίβαση προς τη δεύτερη των εναγομένων, μετά από κοινό σχεδιασμό, κοινή απόφαση και κοινή εκτέλεση με την τέταρτη εναγομένη, που συμμετείχε στα Διοικητικά Συμβούλια και των δύο εταιριών, με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων της ενάγουσας από τα δυνάμενα να κατασχεθούν άϋλα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης αυτής, η οποία, σημειωτέον, δεν διέθετε άλλη εταιρική ακίνητη ή κινητή περιουσία. Επρόκειτο στην ουσία για μία μεθόδευση, μέσω της οποίας συνεχίστηκεη επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης των εναγομένων από τη δεύτερη των εναγομένων, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί πλέον η ενάγουσα δανείστρια να ικανοποιήσει την επίδικη απαίτηση της. Αποδείχθηκε, δε, ότι η νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας και σύζυγος του τρίτου εναγομένου γνώριζετο ύψος των οφειλών της πρώτης εναγομένης προς διάφορους οφειλέτες στην αγορά και ότι μεταβιβάζεται σταδιακά από την πρώτη εναγομένηπρος τη δεύτερη εναγομένη η επιχείρηση ως σύνολο και ότι με αυτό τον τρόπο εξαντλείται το ενεργητικό της περιουσίας της πρώτης εναγομένης, εν όψει του ότι το νομικό πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης εκφράζει τη βούλησή του ή τη γνώση του μέσω των εκπροσωπούντων αυτό, όπως και κατά τη διάταξη του άρθρου 214 Α.Κ.,η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου (ΑΠ 708/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1407/2018 Δημ. Νόμος). Στα πλαίσια δε του κοινού δόλου και σχεδίουτων τρίτου και τετάρτης των εναγομένων, καθώς συνεργάσθηκαν, με σκοπό την αποφυγή της εξόφλησης των οφειλών της πρώτης εναγομένης προς τους δανειστές της από την έως τότε άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και του τρίτου εναγομένου από την ευθύνη του ως νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω εταιρείαςκαι παραβαίνοντας την αρχή του μη υπαιτίως ζημιούν τον τρίτο, αποφασίστηκε να ακολουθήσει η μεταβίβαση και των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του τρίτου εναγομένου προς την τέταρτη εναγομένη και εν συνεχεία του τρίτου και της τέταρτης των εναγόμενων στα δυο τους τέκνα. Στην ως άνω κρίση καταλήγει το παρόν Δικαστήριο από τις ειδικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβαν χώρα οι ως άνω μεταβιβάσεις και αναλύθηκαν εκτενώς ανωτέρω,την πραγματικά διαμορφωθείσα κατάσταση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία έχει ήδη λυθεί, χωρίς να ασκεί παράλληλη δραστηριότητα με τη δεύτερη εναγόμενη, στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού. Κατόπιν των ανωτέρω, η ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των τρίτου και τετάρτης των εναγομένων, η οποία έλαβε χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης, στοιχειοθετεί και τις αδικοπρακτικές βάσεις των διατάξεων των άρθρων 375, 386, 397 του ΠΚ και 914 του ΑΚ.. Ενεργητικό δε υποκείμενο του παραπάνω εγκλήματος (άρ. 397 ΠΚ) στην περίπτωση, που οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο κεφαλαιουχικού χαρακτήρα, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός του (βλ. σχετ. ΑΠ 1396/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/98, ΑΠ 1260/94). Η ως άνω συμπεριφορά των τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, η οποία είναι αξιόμεμπτη, συνιστά καταδολίευση σε βάρος της ενάγουσας, αλλά και αδικοπραξία, καθόσον αυτοί ενήργησαν με βάση σχέδιο, που κατέστρωσαν από κοινού, επιδιώκοντας τη μη ικανοποίηση της ενάγουσας, και συνεπώς η συμπεριφορά τους αξιολογείται ότι εμπεριέχει συμπαιγνία, που βρίσκεται πέρα από το δόλο του οφειλέτη και τη γνώση του τρίτου. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση, που η δικαιοπραξία μεταβίβασης προσβάλλεται από το δανειστή ως καταδολιευτική, η απαιτούμενη, κατά το άρθρο 941 Α.Κ., γνώση της αποκτήσασας ανώνυμης εταιρείας, ως τρίτης σε σχέση με τον οφειλέτη και το δανειστή, της καταδολιευτικής πρόθεσης του μεταβιβάσαντος – οφειλέτη, θα κριθεί από το πρόσωπο, που με διάταξη της ιδρυτικής πράξης ή απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, έχει οριστεί ως υποκατάστατο όργανο αυτής, έχει, συνεπώς, την οργανική εκπροσώπησή της και την εκπροσωπεί στην κατάρτιση της σύμβασης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 214 Α.Κ., καθόσον αυτός, με την άνω ιδιότητά του, εκφράζει πρωτογενώς, όπως και το διοικητικό συμβούλιο, τη βούληση της ανώνυμης εταιρείας. Έτσι, εάν αυτός γνωρίζει το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεση αυτού να βλάψει με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου τους δανειστές του, όπως εν προκειμένω, συντρέχει η αξιούμενη, από τη διάταξη του άρθρου 941 Α.Κ., προϋπόθεση της γνώσης και η δικαιοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 939 Α.Κ., υπόκειται σε διάρρηξη. Σ’ αυτή την περίπτωση η γνώση του τρίτου για τον καταδολιευτικό σκοπό του οφειλέτη δεν κρίνεται από την ύπαρξή της σε όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας (πρβλ. ΑΠ 1076/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2020 Δημ. Νόμος). Η ως άνω κρίση του δικαστηρίου περί της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κηρύχθηκαν αθώοι με τη με τη με αριθμό 58687/3-7-2014 απόφαση του Η’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της καταδολίευσης δανειστών, με τη μορφή της μεταβίβασης πελατείας της επιχείρησης της πρώτης στη δεύτερη των εναγομένων εταιριών, την οποία εφέρετο, κατά το κλητήριο θέσπισμα, ότι τέλεσαν, κατά τους ως άνω χρόνους, σε βάρος της ενάγουσας, καθώς, το γεγονός αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως, διότι, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΟλΑΠ 4/2020Δημ. Νόμος). Ούτε, άλλωστε, με την ως άνω κρίση παραβιάζονται οι ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει – μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα – σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Ο σεβασμός, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης, καθ’ όσον ειδικότερα από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως άνω αθωωτικής αποφάσεως, ως προς τους λόγους απαλλαγής των τρίτου και τετάρτης των εναγομένων, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή τους, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εκ της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας αυτών, για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκαν και αθωώθηκαν, περιορίστηκε δε ειδικώς και μόνο στα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση της αστικής ευθύνης τους, διενεργήθηκαν δε πρόσθετες αποδείξεις, δηλαδή, εκτιμήθηκαν νέες αποδείξεις, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου [βλ. σχετ. απόφαση ΕΔΔΑ 10 Δεκεμβρίου 2020 (Αρ. αίτ.: 44101/13), ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 83/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 13082/2020 Δημ. Νόμος]. Εξάλλου, οι αιτιολογίες της ως άνω αθωωτικής για τους τρίτο και τετάρτη των εναγομένωνποινικής απόφασης, ως προς την ενώπιον αυτού αχθείσα ποινική υπόθεση, δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη για την πολιτική δίκη ως προς τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτή έκρινε ότι έλαβαν χώρα, αλλά συνεκτιμώνται ελευθέρως μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2021 ό.π.).Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 ό.π.). Επίσης, η αιτίαση, που αποδίδεται στην εκκαλουμένη ότι έλαβε υπόψη πράγματα (ισχυρισμούς), που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αλλά δεν προτάθηκαν από την ενάγουσα με την αγωγή της, σε σχέση με την αδικοπραξία, που αποδίδεται στους εκκαλούντες, πέραν του γεγονότος ότι συνιστά αιτιολογημένη άρνηση, και τούτο γιατί δεν προσάπτεται πλημμέλεια για λήψη υπ` όψη αυτοτελούς, κατά την προαναφερόμενη έννοια, ισχυρισμού, το Δικαστήριο, κατόπιν εκτιμήσεως των περιστατικών, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, έστω και αν αυτά δεν διαλαμβάνονται ή δεν συμπίπτουν πλήρως προς τα εκτιθέμενα στην ιστορική βάση της ένδικης αγωγής, δέχεται τα ανωτέρω ως αποδειχθέντα, καθώς αφορούν σε περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών της τέλεσης της αδικοπραξίας εκ μέρους του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, που θεμελιώνουν την αξίωση της ενάγουσας προς αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη, έστω και αν τα εν λόγω περιστατικά δεν συμπίπτουν πλήρως προς τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς, ενόψει του ότι, αφορούν στην υπό του Δικαστηρίου αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων (βλ. σχετ. ΑΠ 54/2019 Δημ. Νόμος).Από τις ως άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις των τρίτου και τέταρτης των εναγομένωνσυνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι προκλήθηκε περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα, ύψους 1.113.943,93 €, καθώς δεν μπόρεσε να εισπράξει το παραπάνω ποσό με αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των ως άνω κατασχετών περιουσιακών στοιχείων της πρώτης εναγομένης και του τρίτου εναγομένου, ματαιωθείσας της ικανοποίησης των απαιτήσεων της, λόγω της μη επάρκειας των εναπομεινάντων περιουσιακών στοιχείων τόσο της πρώτης, όσο και του τρίτου των εναγομένου. Η εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά του τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν οι τελευταίοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Συνεπώς, ευθύνονται οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, για την καταβολή του παραπάνω ποσού στην ενάγουσα. Η πρώτη εναγομένη εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρονμε τους ως άνω αδικοπραγήσαντεςεναγομένους, λόγω της κατ’ άρθρο 71 του ΑΚ ευθύνης της από τις άδικες πράξεις των νομίμων κατά τα ανωτέρω εκπροσώπων της (τρίτου και τέταρτης των εναγομένων)(βλ. σχετ. ΑΠ 921/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 231/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος). Επιπλέον, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης στη δεύτερη των εναγομένων εταιριών και δη των άϋλων αγαθών, με τα οποία η μεταβιβάζουσα ως άνω εταιρεία εξουσίαζε καθένα από τα απαρτίζοντα την επιχείρηση περιουσιακά στοιχεία (επωνυμία, φήμη κλπ), αλλά και την πραγματικά ως άνω διαμορφωθείσα κατάσταση, οι ένδικες σταδιακές μεταβιβάσεις των στοιχείων αυτών, τα οποία ωστόσο έχουν σημαντική εμπορική αξία, κατά τα ανωτέρω, βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση και συνιστούν τον πυρήνα, που ήταν αναγκαίος για την εξακολούθηση της λειτουργίας της επιχειρήσεως της πρώτης των εναγομένων, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι των δύο εναγομένων εταιριών, τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δημιουργείται η από το άρθρο 479 ΑΚ αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή χρέους και ιδρύθηκε παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων εταιριών, ως προς την καταβολή του παραπάνω οφειλομένου στην ενάγουσα ποσού,που είχε δημιουργηθεί έως την επίδικη μεταβίβαση, χωρίς, άλλωστε, να απαιτείται γνώση των χρεών αυτών, ως προς την ενδοσυμβατική βάση της αγωγής, από τη δεύτερη των εναγομένων, απορριπτομένωνως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων. Σημειώνεται ότι δεν προβλήθηκε παραδεκτά ένσταση περιορισμού της ευθύνης της δεύτερης εναγομένης εταιρίας έως την αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων. Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης αδικοπραξίας, που τέλεσαν οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, λαμβανομένου υπόψη του ως άνω μεγέθους της απαίτησης, του πταίσματος αυτών και της βαρύτητάς του, καθώς συνιστά κακουργηματική πράξη, της όλης συμπεριφοράς αυτών, αλλά και δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται περιουσιακή επάρκεια για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, γεγονός, άλλωστε, που δεν αμφισβητήθηκε ειδικότερα από αυτούς, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, όπως προέκυψε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος εκάστου εξ αυτών προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της επίδικης αξίωσης, λαμβανομένου υπόψη ότι, με τον προσδιορισμό της χρονικής αυτής διάρκειας, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. ΑΠ 1846/2007 ΔΕΕ 2008.342). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απήγγειλε, κατά του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ως προς τους πρώτη, δεύτερη, τρίτο και τετάρτη των εναγομένων, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε δε την πρώτη, τη δεύτερη, τον τρίτο και την τέταρτη των εναγομένων, έκαστο εξ αυτών, ευθυνομένων εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.113.943,93 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 19/7/2012 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και απαγγέλθηκε σε βάρος του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συμπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, ως προς τους εκκαλούντες, με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι των υπό κρίση υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους πρώτη, δεύτερη, τρίτο και τετάρτη των εναγομένων.Αντιθέτως, ως προς τον πέμπτο εναγόμενο, από τα τεθέντα, ωστόσο, υπό την κρίση του δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε συμπαιγνία μεταξύ του πέμπτου των εναγομένωνκαι τους τρίτο και τέταρτη εξ αυτών, με σκοπό την απαλλοτρίωση των περιουσιακών στοιχείων των τελευταίων και της πρώτης των εναγομένων, ώστε να μην καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο πέμπτος εναγόμενος συνέπραξε, με οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής, με τον τρίτο και την τέταρτη των εναγομένων στις ως άνω άδικες πράξεις, που αυτοί τέλεσαν, ενεργώντας μαζί τους με κοινό δόλο και κοινό σχέδιο, επιδιώκοντας να ματαιωθεί ολικά η ικανοποίηση της απαιτήσεως της ενάγουσας, συνεργαζόμενος μαζί τους και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα και παραβαίνοντας την αρχή του μη υπαιτίως ζημιούν τον τρίτο (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 921/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 54/2019 Δημ. Νόμος) και ότι στοιχειοθετείται εκ μέρους του αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας, καθώς αποδείχθηκε ότι ο πέμπτος εναγόμενος, κατά την ως άνω επίδικηχρονική περίοδο δημιουργίας του χρεωστικού υπολοίπου και μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης στη δεύτερη των εναγομένων, δεν είχε ούτε τυπική συμμετοχή, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των εναγομένων εταιριών, αλλάούτε και ουσιαστική ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων αυτών και, συνακόλουθα, γνώση της ύπαρξης των οφειλών των γονέων του. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ο πέμπτος των εναγομένων ήταν φοιτητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α., εν συνεχεία, παρακολούθησε μετεκπαιδευτικά προγράμματα και εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά του εμπεριέχει συμπαιγνία με αυτούς, που βρίσκεται πέρα από τη γνώση του, καθώς δεν αποδείχθηκε οιαδήποτεσυμμετοχή του στο σχέδιο των τρίτου και τέταρτης των εναγομένωνσχετικά με τη μεταβίβαση της ως άνω επιχείρησης από την πρώτη στη δεύτερη των εναγομένων εταιριών,ώστε να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας. Η καταδολίευση δε δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ., δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., γιατί είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της, όμως, τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 937 Π.Κ. εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Συνεπώς, εν προκειμένω, ως προς τον πέμπτο των εναγομένων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα, που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ.. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, η γνώση του τρίτου για τον καταδολιευτικό σκοπό του οφειλέτη δεν κρίνεται από την ύπαρξή της σε όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, αλλά η απαιτούμενη, κατά το άρθρο 941 Α.Κ., γνώση της αποκτήσασας ανώνυμης εταιρείας, ως τρίτης σε σχέση με τον οφειλέτη και το δανειστή, της καταδολιευτικής πρόθεσης του μεταβιβάσαντος – οφειλέτη, θα κριθεί από το πρόσωπο, που με διάταξη της ιδρυτικής πράξης ή απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, έχει οριστεί ως υποκατάστατο όργανο αυτής, έχει, συνεπώς, την οργανική εκπροσώπησή της και την εκπροσωπεί στην κατάρτιση της σύμβασης, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 214 Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 68 εδ. τελευτ. Α.Κ., όπως προαναφέρθηκε, ήτοι εν προκειμένω από την τέταρτη εναγομένη, καθόσον αυτός, με την άνω ιδιότητά του, εκφράζει πρωτογενώς, όπως και το διοικητικό συμβούλιο, τη βούληση της ανώνυμης εταιρείας (πρβλ. ΑΠ 1076/2020 ό.π., ΑΠ 708/2020 ό.π.).Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί και το προβληθέν αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από το ποινικό δικαστήριο (κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ) αναφορικά με τα ως άνω αδικήματα, αφού το Δικαστήριο τούτο μπορεί να σχηματίσει ασφαλή και πλήρη δικανική πεποίθηση, αναφορικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, από όλα τα προσκομιζόμενα νόμιμα με επίκληση αποδεικτικά μέσα. Αλλά ούτε και παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από τη σύμβαση μεσιτείας, ως προς τον πέμπτο των εναγομένων, αποδείχθηκε, ενόψει του ότι υποχρέωση λογοδοσίας και απόδοσης των εισπραχθέντος ασφαλίστρου στην ενάγουσα εταιρία, αλλά και αδικοπρακτική ευθύνη από τη μη απόδοσή τους έχει μόνο η συμβεβλημένη στη σχετική ως άνω σύμβαση μεσιτείας πρώτη εναγομένη, καθώς και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής (τρίτος εναγόμενος, τέταρτη εναγομένη) και όχι ο πέμπτος των εναγομένων. Με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε δε, ως προς τους λοιπούς εναγομένους, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση αγωγή, δεν προκύπτει δε η άσκηση έφεση από την ενάγουσα, ως προς τακεφάλαια αυτά της εκκαλουμένης, κατ’ αυτών.Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε, ως προς τον πέμπτο των εναγομένων, η ουσιαστική βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται η ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, έπρεπε να είχε απορριφθεί αυτή, ως προς αυτόν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο πέμπτος των εναγομένων διέπραξε αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, με τη μορφή της συνέργειας σε καταδολίευση, σε συμπαιγνία με τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, και ως προς αυτόν,υποχρέωσε δε τον πέμπτο των εναγομένων, ευθυνομένου εις ολόκληρον μετά των πρώτης, δεύτερης, τρίτου και τέταρτης εξ αυτών, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.113.943,93 €), με το νόμιμο τόκο από την 19/7/2012 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και απαγγέλθηκε σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών,ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Ως εκ τούτου, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού λόγου της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, έφεση κατά της με αριθμό 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον πέμπτο των εναγομένων (….. ….. ……………), καθ’ όλες τις διατάξεις της, όσον αφορά αυτόν, να κρατηθεί η υπόθεση και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς τον πέμπτο των εναγομένων, η από 10/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../27-1-2014, αγωγή.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες οιυπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016 και υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, εφέσεις, κατά της με αριθμό 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσαν οι εκκαλούντες των από 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2016 και από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, εφέσεων για την άσκηση αυτών και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων των από 29-09-2016 και από 12-09-2016 εφέσεων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, έφεση κατά της με αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 1180/9-5-2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τον εκκαλούντα – πέμπτο των εναγομένων (….. …..), καθ’ όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 10/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../27-1-2014 αγωγή, ως προς τον πέμπτο των εναγομένων αυτής (….. ….. .). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα της από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμ.Κατάθ. ……/2016, έφεσης του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση αυτής. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016 έφεσης και της εφεσίβλητης αυτής, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης αυτής, στον εκκαλούντα αυτής (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) τηναπό 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2016, έφεση, Β) την από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμ.Κατάθ. …../2016, έφεση και Γ) την από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμ.Κατάθ. …../2016, έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις από 29-09-2016, 12-09-2016 και 12-10-2016 εφέσεις και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαντις υπό στοιχείο Α΄ από 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2016 και υπό στοιχείο Β΄ από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, εφέσεις κατά της με αριθμό 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσαν οι εκκαλούντες των από 29-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2016 και από 12-09-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, εφέσεων για την άσκηση αυτών.
συμψηφιζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων των από 29-09-2016 και από 12-09-2016 εφέσεων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
ΔΕΧΕΤΑΙ και κατ’ ουσίαντην υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2016, έφεση κατά της με αριθμό 1180/9-5-2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα της από 12-10-2016, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2016 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2016, έφεσης του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση αυτής.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 1180/9-5-2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τον εκκαλούντα – πέμπτο των εναγομένων (….. ….. .).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../27-1-2014 αγωγή, ως προς τον πέμπτο των εναγομένων αυτής (….. …..).
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ του εκκαλούντος και της εφεσίβλητηςτης υπό στοιχείο Γ΄ από 12-10-2016 έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 31/8/2021 στον Πειραιά.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17/03/2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχώρησης της Δικαστή Μαρίας Ανδρεοπούλου και λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Δικαστή Ευγενίας Τσιώρα, αποτελούμενη από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Καβαλλάρη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ