Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 349/2022

Αριθμός  349/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε  δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ……….., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Λαφαζάνος (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών ……..).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : …………., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Λουράντος (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς ……) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 31-5-2012 με αριθμό κατάθεσης …../2012 αγωγή της, κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αρχικά η με αριθμό 926/2016 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την αμετάκλητη περαίωση της αναφερόμενης ποινικής διαδικασίας, και στη συνέχεια, κατόπιν της από 7-2-2018 (ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../2018) κλήση της ενάγουσας, η με αριθμό 1592/2019 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 21-2-2020 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 21-2-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ …/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, την 14-10-2020, με ΓΑΚ… και ΕΑΚ…./2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, και η εφεσίβλητη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 21-2-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../21-2-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ……και ΕΑΚ……../14-10-2020, κατά της με αριθμό 1592/7-5-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της συμπροσβαλλόμενης με αριθμό 926/1-4-2016 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 31-5-2012, με αριθμό κατάθεσης ……/2012, αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 13-2-2019 και 5-11-2015 αντίστοιχα, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εναγόμενη, στην οποία επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 23-1-2020 όπως αποδεικνύεται από την σ’ αυτή επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 21-2-2020, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 1 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολ).

Με την από 31-5-2012 αγωγή της η ενάγουσα ιστορεί ότι μετά την ανακάλυψη, το έτος 2000, από την ίδια και την οικογένειά της ενεργειών της εναγόμενης, η οποία είναι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος πρώτου ορόφου πολυώροφης οικοδομής στην οδό ……….. στον Πειραιά, να νομιμοποιήσει το διαμέρισμά της και να χαρακτηριστεί αυθαίρετο το δικό της, πάνω από αυτό της εναγόμενης με είσοδο από την οδό …….., ξεκίνησε αντιδικία μεταξύ τους για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους· πληροφορούμενη, δε, από τον υιό της εναγόμενης, …………, λίγες ημέρες πριν από την 1η-4-2003, ότι η τελευταία ενδέχεται να αντιμετωπίζει κάποια ψυχολογικά προβλήματα, ότι προ καιρού ο ίδιος είχε υποβάλει αιτήσεις για να εξετασθεί αυτή από ιατρούς, επιδεικνύοντας σχετικές εισαγγελικές εντολές για την εξέτασή της από ειδικό ιατρό, αναφέροντας, επίσης, πρωτοφανή επεισόδια που η εναγόμενη είχε προκαλέσει στο γάμο του (στην εκκλησία), από τα οποία συναγόταν το συμπέρασμα ότι αυτή πιθανόν να είναι, κατά κάποια έννοια, επικίνδυνη, η ενάγουσα, στις 7-4-2003 υπέβαλε αίτηση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, με αίτημα «Παρακαλώ όπως µου χορηγήσετε αντίγραφα του ψυχιατρικού φακέλου της ……….», για το οποίο έλαβε την από 8-4-2003 αρνητική απάντηση της Εισαγγελίας. Ακολούθως, εκθέτει ότι στις 21-9-2004 η εναγόμενη υπέβαλε στο Β’ Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά προφορική έγκληση µε την οποία κατηγορούσε την ενάγουσα ότι είχε τελέσει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της µε την από 7-4-2003 αίτηση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, με συνέπεια την άσκηση ποινικής δίωξης και την παραπομπή σε δίκη της ενάγουσας για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, για το οποίο αθωώθηκε από το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με τις αιτιολογίες που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι μετά την έκδοση της ανωτέρω αθωωτικής ποινικής απόφασης η εναγόμενη, γνωρίζοντας την αναλήθεια περιστατικών και κρίσεων, κατέθεσε : α) την από 12-6-2009 αναφορά – καταγγελία της στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, που καταχωρίστηκε ως μήνυση µε στοιχεία ΑΒΜ ……, στην οποία καταφέρεται κατά της Εισαγγελέα Ευγενίας Παπαγεωργίου, για δήθεν μεροληψία αυτής και πρόθεσή της να συνδράμει την ενάγουσα σε παράνομες και ανήθικες ενέργειες µε αφορμή την προαναφερόμενη αίτησή της και την αρνητική εισαγγελική απάντηση αλλά και το χειρισμό της υπόθεσης στα στάδια της αντιδικίας των διαδίκων, που αυτή αναμείχθηκε µε την ιδιότητά της, και ζητούσε τη διερεύνηση τέλεσης ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων από τους εμπλεκόμενους, και β) το από 24-9-2009 υπόμνημά της στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά για να υποστηρίξει την ως άνω καταγγελία της, όπως τα ψευδή περιστατικά και κρίσεις εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή, υπονοώντας σαφώς άμεση σχέση της και σύνδεση της ενάγουσας µε τη συγκεκριμένη εισαγγελική λειτουργό και εκμετάλλευση της σχέσης αυτής µε σκοπό την επίτευξη και ευόδωση παράνομων και ανήθικων σκοπών και επιδιώξεων σε βάρος της εναγόμενης, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι, προσέβαλε την προσωπικότητά της και έβλαψε την τιμή και την υπόληψή της, το όνομα και την αξιοπιστία της, καθώς με όσα της καταλογίζει η εναγόμενη εμφανίζεται ως άνθρωπος που επιδιώκει µε παράνομο και ανήθικο τρόπο, µε δόλο και μεθόδευση – προμελέτη, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, επιδιώκοντας, δε, να συκοφαντήσει την εναγόμενη ως άτομο µε ψυχολογικά προβλήματα, χρησιμοποιώντας έγγραφα που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα αυτής, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε α) μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της στο ποσό των 25.000 ευρώ, από αυτό των 50.000 ευρώ, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των 44 ευρώ, που θα επιδίωκε ως πολιτικώς ενάγουσα στην ποινική δίκη, µε δήλωση προφορική και στις προτάσεις της, που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 24.956 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, β) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, γ) να απαγγελθεί σε βάρος της προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και δ) να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική δαπάνη της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρχικά η με αριθμό 926/1-4-2016 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, εκτός του παρεπόμενου αιτήματος για απαγγελία προσωπικής κράτησης, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε μέχρι την αμετάκλητη περαίωση της σχετικής εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας. Μετά την αμετάκλητη περαίωση της ποινικής διαδικασίας επανήλθε προς συζήτηση η αγωγή, με την από 7-2-2018 (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………./2018) κλήση της ενάγουσας, και εκδόθηκε η εκκαλούμενη με αριθμό 1592/7-5-2019 οριστική απόφαση του, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης προσωρινής εκτελεστότητας, και επέβαλε σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, και της συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής απόφασης (άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ), παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, να γίνει δεκτή αυτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό την καθ’ ολοκληρία απόρριψη της κρινόμενης αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της.

Κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κώδικος και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του Α.Κ., θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ.. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΑΠ 789/2019, ΑΠ 1431/2017) (ΑΠ 753/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των προβλεπόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ισχύοντος από την 1η-7-2019 Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Ν 4619/2019, που διατηρούν την αυτή με το προγενέστερο δίκαιο νομοτυπική υπόσταση με διαφοροποίηση ως προς την ποινική μεταχείριση του υπαιτίου και επίταση της ποινής, όταν η πράξη τελείται δημόσια ή μέσω του διαδικτύου, εγκλημάτων απαιτείται, πλην των άλλων, ισχυρισμός ή διάδοση, από το δράστη για άλλον, ενώπιον “τρίτου”, γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν ενδιαφέρει, αν οι “τρίτοι” γνωρίζουν ήδη το διαδιδόμενο γεγονός ή θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν από άλλους. Τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για την τιμή, αφού ενισχύει την πίστη ως προς την αλήθεια του γεγονότος. Ενώπιον “τρίτου” τελείται μια πράξη ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε αόριστο αριθμό ατόμων, όπως ανακοίνωση δια του τύπου ή με την έκδοση βιβλίου. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσης που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη (ΟλΑΠ 3/2021, Ιστοσελίδα ΑΠ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α` – δ` ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 Π.Κ., δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά που προτείνονται, κατ’ αντένσταση, από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 762/2019, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 599/2016) (ΑΠ 753/2020, όπ.π.).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα, όλων των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι είναι συνιδιοκτήτριες διαμερισμάτων σε τριώροφο οίκημα, που βρίσκεται στην ….. Πειραιά, με διαφορετικές εισόδους, η εναγόμενη από την οδό …….. στον πρώτο όροφο, και η ενάγουσα από την οδό ………. στο δεύτερο όροφο, πάνω από το διαμέρισμα της εναγόμενης· μεταξύ τους, δε, ξεκίνησε από το έτος 2000 μακροχρόνια αντιδικία, σε αστικά και ποινικά δικαστήρια, με αφορμή πολεοδομικές αυθαιρεσίες του κτίσματος και τη νομιμότητα της οικοδομικής άδειας καθενός από τα διαμερίσματα των διαδίκων. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα είχε δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις σχέσεις της με τον υιό της, …….., ο οποίος είχε υποβάλει δύο αιτήσεις, κατά τα έτη 2000 και 2002, για ακούσια νοσηλεία της, για τα γεγονότα, δε, αυτά πληροφόρησε την ενάγουσα κάποιες ημέρες πριν από την 1η-4-2003, δηλώνοντάς της ότι η μητέρα του ενδέχεται να αντιμετωπίζει κάποια ψυχολογικά προβλήματα. Μετά την ανωτέρω πληροφόρηση, η ενάγουσα, στις 7-4-2003 υπέβαλε αίτηση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, με αριθμό πρωτοκόλλου …./2003, με αίτημα : «Παρακαλώ όπως μου χορηγήσετε αντίγραφα του ψυχιατρικού φακέλου της ………», για την οποία συντάχθηκε η από 8-4-2003 (με ίδιο αριθμό πρωτοκόλλου) αρνητική απάντηση της Εισαγγελέα Ευγενίας Παπαγεωργίου, με την αιτιολογία : « …. δεν μπορούμε να σας χορηγήσουμε αντίγραφα του ψυχιατρικού φακέλου της ………. που σχηματίσθηκε κατόπιν αιτήσεως του συγγενούς της, δεδομένου ότι τούτο προσκρούσει στις διατάξεις του Ν. 2472/77». Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 2-9-2004 η εναγομένη υπέβαλε στο Β’ Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά προφορική έγκληση με την οποία κατηγορούσε την ενάγουσα ότι είχε τελέσει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της με την κατάθεση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς της από 7-4-2003 αίτησης, όπως προαναφέρεται. Με βάση τη μήνυση αυτή της εναγομένης ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας και παραπέμφθηκε αυτή να δικαστεί για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, το οποίο με τη με στοιχεία ΑΤ-4081/21-5-2009 απόφασή του κήρυξε την ενάγουσα αθώα με την αποδοχή των ισχυρισμών της τελευταίας (εκεί κατηγορούμενης) ότι δεν περιέλαβε ψευδές γεγονός στην από 7-4-2003 αίτησή της, ότι δεν είχε πρόθεση προσβολής της εναγόμενης (εκεί εγκαλούσας), και ότι η ίδια (εκεί κατηγορούμενη) είχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη χορήγηση των εγγράφων που αιτήθηκε για τη διακρίβωση της αξιοπιστίας της εναγόμενης (εκεί εγκαλούσας) ενόψει των εκτεταμένων δικαστικών διαφορών τους, δεδομένου ότι δεν είχε αποδειχθεί η χρήση του με αριθμό πρωτοκόλλου ……/8-4-2003 εγγράφου της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς. Μετά την έκδοση της ανωτέρω αθωωτικής ποινικής απόφασης η εναγομένη υπέβαλε α) την από 12-6-2009 αναφορά – καταγγελία της στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς, η οποία καταχωρίστηκε ως μήνυση με στοιχεία ΑΒΜ ……., στην οποία εξιστορεί την ανωτέρω υπόθεση και την αθώωση της ενάγουσας, την χρόνια αντιδικία των διαδίκων για ιδιοκτησιακές διαφορές, την αναγκαστική νοσηλεία της ιδίας (εναγόμενης) στο Ψυχιατρικό Κατάστημα Δαφνίου, στις 9-4-2003, την εμπλοκή της Εισαγγελέα Ευγενίας Παπαγεωργίου, στην οποία προσάπτει μεροληψία και πρόθεση να συνδράμει την ενάγουσα στην παράνομη επιδίωξή της να την καταστήσει αναξιόπιστη με τον χειρισμό της αίτησης της τελευταίας και την αρνητική απάντησή της (Εισαγγελέα), τα οποία αμφότερα χαρακτηρίζει ψευδή, κατάφορα συκοφαντικά, που χρησιμοποιήθηκαν ενώπιον τρίτων, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις κατά την αντιδικία των διαδίκων, όπου εξαιτίας της ιδιότητάς της ασχολήθηκε με την υπόθεσή τους, ότι τόσο η τελευταία (Εισαγγελέας) όσο και η ενάγουσα γνώριζαν ότι δεν υπήρχε ψυχιατρικός φάκελος της εναγόμενης στην Εισαγγελία, η ενάγουσα, δε, γνωρίζοντας το ψευδές των γεγονότων ήθελε με τις ενέργειές της να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της και την αξιοπιστία της, και με την οποία (αναφορά – καταγγελία), αφού δήλωνε ότι αιτήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα την άσκηση έφεσης κατά της ανωτέρω αθωωτικής απόφασης, ζητούσε τη διερεύνηση τέλεσης ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων από τους εμπλεκόμενους, και β) το από 24-9-2009 υπόμνημά της προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για την απόδειξη του περιεχομένου της προαναφερόμενης αναφοράς – καταγγελίας της, όπου με την αναφορά κάθε προσκομιζόμενο εγγράφου η εναγόμενη καταγγέλλει την ανωτέρω Εισαγγελέα i) για ουσιαστικές παρεμβάσεις υπέρ της ενάγουσας στις αστικού – πολεοδομικού δικαίου διαφορές τους προκειμένου να αποτρέψει (η ενάγουσα) την απομάκρυνση παράνομων κατασκευών, ii) για σύνδεση και καθοδήγηση της ενάγουσας από τη συγκεκριμένη εισαγγελική λειτουργό στην κατάθεση της από 7-4-2003 αίτησή της καθώς και σε άλλες εκφάνσεις της διαφοράς τους πολεοδομικού ή αστικού χαρακτήρα, με σκοπό την κατάληξη της αστικής αντιδικίας τους σε βάρος της εναγομένης, με παράνομα μέσα και μεθοδεύσεις, με δόλο, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, συκοφαντώντας αυτήν (εναγόμενη) ως άτομο με ψυχολογικά προβλήματα με τη χρήση εγγράφων, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα αυτής, iii) καταλήγοντας ότι δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις σε βάρος της παράνομες πράξεις όπλων των αναφερόμενων στην αναφορά – καταγγελία της προσώπων. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι ο υιός της εναγόμενης, …….., στις 9-4-2003, μετέβη στο Β’ Αστυνομικό Τμήμα Πειραιώς προσκομίζοντας τη με αριθμό …../23-12-2002 παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, με την οποία ζητούσε την ψυχιατρική εξέταση της μητέρας του, σε εκτέλεση της οποίας με τη συνοδεία αστυνομικών του ανωτέρω Τμήματος η εναγόμενη την ίδια ημέρα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, όπου και εξετάστηκε από ιατρούς στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η εναγόμενη, κατά την εξέταση δεν ελέγχεται για ψυχοπαθολογία παραγωγικού τύπου, αλλά εμφανίζει στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας παρανοειδούς τύπου, και ότι δεν έχει ανάγκη νοσηλείας, αλλά συμβουλευτικού τύπου παρεμβάσεις προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, οι οποίες τροφοδοτούνται από τις παραπάνω διαταραχές, όπως ρητά αναφέρεται στο από 9-4-2003 ιατρικό πιστοποιητικό του ανωτέρω νοσοκομείου, το οποίο προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα σε αντίγραφο (με αριθμό 19), και το οποίο περιλαμβάνεται στην ποινική δικογραφία, που σχηματίστηκε με την προαναφερόμενη με στοιχεία ΑΒΜ ……… αναφορά – καταγγελία της εναγόμενης, από την οποία η ενάγουσα το έλαβε νόμιμα με την ιδιότητά της ως παρέχουσα εξηγήσεις για τα καταγγελλόμενα περιστατικά. Επιπλέον, από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε ότι στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς είχε σχηματιστεί φάκελος περί αναγκαστικής νοσηλείας της εναγόμενης με αφορμή την από 23-12-2002 αίτηση του …….., με σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς προς το Αστυνομικό Τμήμα Πειραιώς να συνδράμει στη μεταφορά της προς εξέταση. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε πρόθεση συνεργασίας της ανωτέρω εισαγγελικής λειτουργού με την ενάγουσα, και περαιτέρω επηρεασμού της από την ενάγουσα, καθώς δεν έχει εισφερθεί συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να καταδεικνύεται σχέση ή προσυνεννόηση της ενάγουσας με αυτήν. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, και ιδίως από το περιεχόμενο των ανωτέρω δύο εγγράφων της εναγόμενης, καταγγελία – αναφορά και υπόμνημα προς την Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς, αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η εναγόμενη καταδεικνύει ως υποκείμενα των καταγγελλόμενων ενεργειών σε βάρος της τόσο την ανωτέρω εισαγγελική λειτουργό όσο και την ενάγουσα, στις οποίες επιρρίπτει πρόθεση και συνεργασία με στόχο τη βλάβη της τιμής, της υπόληψης και της αξιοπιστίας της, ενώ σαφέστατο αίτημά της αποτελεί σε αμφότερα τα ως άνω έγγραφα η απόδοση ευθυνών στα αναφερόμενα πρόσωπα, δηλαδή στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς Ευγενία Παπαγεωργίου και στην ενάγουσα. Επομένως, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής ως άμεσα ζημειωθείσα από το περιεχόμενο των δύο εγγράφων (καταγγελία – αναφορά και υπόμνημα προς την Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς), αφού γίνεται συγκεκριμένη μνεία για το πρόσωπό της ως διαδίδουσα συκοφαντικούς ισχυρισμούς για την εναγόμενη και αναφέρουσα εν γνώσει της εγγράφως ψευδή γεγονότα για την τελευταία, και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω αναφερόμενες ενέργειες της εναγόμενης, και συγκεκριμένα τις ανωτέρω από 12-6-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, με κοινοποίηση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναφορά – καταγγελία σε βάρος της ενάγουσας και της Εισαγγελέα Ευγενίας Παπαγεωργίου, και από 24-9-2009 υπόμνημά της στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά προς υποστήριξη της καταγγελίας της, αποδεικνύεται ότι αντικειμενικός σκοπός της ήταν η πρόκληση ποινική και πειθαρχική δίωξη των εμπλεκόμενων προσώπων (ανωτέρω Εισαγγελέα και ενάγουσα), όπως η ίδια αναφέρει ρητά, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας της ήταν ψευδές, αφού πράγματι υφίστατο στην Εισαγγελία φάκελος που αφορούσε στην ψυχιατρική κατάστασή της με αφορμή την κατάθεση της αίτησης του υιού της για αναγκαστική νοσηλεία αυτής. Επίσης, με το περιεχόμενο και την κατάθεση των ανωτέρω δύο εγγράφων, και γνωρίζοντας την αναλήθεια αυτών, διέλαβε ψευδή περιστατικά και κρίσεις των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι, και συγκεκριμένα εισαγγελείς, δικαστές, και δικαστικοί υπάλληλοι των Δικαστηρίων του Πειραιά (Πρωτοδικείο και Εφετείο), καθώς και δικηγόροι, προσβάλλοντας έτσι και την προσωπικότητα της ενάγουσας και βλάπτοντας την τιμή και την υπόληψη αυτής (ενάγουσας) ως ατόμου. Πρέπει να σημειωθεί, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω νομική σκέψη, στην έννοια του «τρίτου», εφόσον δεν θεσπίζεται οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, και άλλοι, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, ούτε από την τελολογική ερμηνεία, καθώς σκοπός των διατάξεων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μετά την απόρριψη της με στοιχεία ΑΒΜ …… αναφοράς – καταγγελίας της εναγόμενης με τη με αριθμό …../2011 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, και αντίστοιχα της κατ’ αυτής προσφυγής της εναγόμενης με τη με αριθμό 146/2011 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, η ενάγουσα υπέβαλε τη με στοιχεία ΑΒΜ Α ……. έγκληση της σε βάρος της εναγόμενης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμούς 892,1048, 1168/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία η εναγόμενη καταδικάστηκε για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη κατόπιν της απορριπτικής της ασκηθείσας αναίρεσης της εναγόμενης με αριθμό 1769/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης. Περαιτέρω, ο τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο των αναφορά – καταγγελία και υπόμνημά της ήταν αληθές και προέβη στην κατάθεσή τους προς υποστήριξη δικαιολογημένων συμφερόντων της, πέραν της αοριστίας του, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού αποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο των προαναφερόμενων εγγράφων ήταν ψευδές και η εναγόμενη γνώριζε το ψεύδος αυτών, με συνέπεια οι επίδικες αναφορές της εναγόμενης να περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, και επομένως η ένσταση υποστήριξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, κατ’ άρθρο 367 § 1 περ. γ ΠΚ, δεν δύναται να εφαρμοστεί, σύμφωνα με τη διάταξη του ίδιου άρθρου στην παράγραφο 2 περ. α) του ίδιου κώδικα, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από την αδικοπραξία της εναγόμενης υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας θα πρέπει να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο κρίνει εύλογο και ανάλογο της προσβολής της τιμής και της προσωπικότητας της ενάγουσας, αφού εκτίμησε το είδος, τις συνθήκες τέλεσης και τη διάρκεια της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας από την εναγόμενη, το είδος και το βαθμό πταίσματος της εναγόμενης (δόλος), και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διάδικων μερών (άρθρο 932 ΑΚ). Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στον πέμπτο λόγο έφεσης, καθόσον α) όπως προαναφέρεται την ιδιότητα του τρίτου έχουν τόσο οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί, δικαστικοί υπάλληλοι και δικηγόροι όσο τα λοιπά φυσικά μη ζημιωθέντα πρόσωπα, β) η κατάθεση των ένδικων εγγράφων από την εναγόμενη πέντε έτη μετά τα ιστορούμενα περιστατικά καταδεικνύει την εμπάθειά της σε βάρος της ενάγουσας, η οποία είχε αθωωθεί για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης με τη με στοιχεία ΑΤ-4081/21-5-2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, γ) το μέγεθος της ταλαιπωρίας της ενάγουσας, επειδή, αν και δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της, εκτιμάται από το Δικαστήριο το γεγονός ότι η ενάγουσα κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, όπως προαναφέρεται, δ) το ύψος της ποινής, στην οποία καταδικάστηκε η εναγόμενη, δεν δεσμεύει την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση το ανωτέρω ποσό των 4.000 ευρώ κρίνεται εντός των πλαισίων της αρχής της αναλογικότητας, και ε) τέλος, η εναγόμενη δεν αποδεικνύει την οικονομική κατάστασή της, δηλαδή το σύνολο των περιουσιακών εσόδων της αλλά και υποχρεώσεων, αφού αντιφατικά η τελευταία ισχυρίζεται στις προτάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι είναι χαμηλοσυνταξιούχος, χωρίς ειδικότερη διευκρίνιση, στην κρινόμενη έφεση ότι είναι συνταξιούχος των 500 ευρώ, στις προτάσεις ενώπιον αυτού του Δικαστήριο ότι είναι άνεργη και υποστηρίζεται από τη θυγατέρα της, δημόσια υπάλληλο, ενώ στην ένδικη από 25-6-2009 αναφορά – καταγγελία της δηλώνει ότι είναι ιδιοκτήτρια πολυώροφης οικοδομής στην … και του ακινήτου στην … – … Πειραιώς. Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε μερικά την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, έστω και με διαφορετικές ή και συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εκκαλούσας εναγόμενης, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 1592/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα – εναγόμενη, για την άσκησή της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 21-2-2020, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ…../2020, έφεση, κατά της με αριθμό 1592/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……………, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 17-6-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ