Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 49/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:       49/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3816/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 120/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε την 1/7/2016 (βλ. τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. στο αντίγραφο της απόφασης που οι εκκαλούντες προσκομίζουν και επικαλούνται), το δε δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 6/7/2016 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ, όπως σήμερα ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 22/9/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι την 1/7/2009 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγόμενη, ήδη πρώτη εκκαλούσα, η οποία ασκεί επιχείρηση μεταφοράς εμπορευμάτων με φορτηγά αυτοκίνητα, της οποίας μέλη είναι οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων, ήδη εκκαλούντων, με ποσοστό 1/2 ο κάθε ένας, για να εργαστεί ως οδηγός φορτηγού όλων των κατηγοριών, ότι αν και σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας έπρεπε να εργάζεται πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως, κατ’ απαίτηση της πρώτης εναγόμενης εργαζόταν από τη Δευτέρα έως και την Παρασκευή από την 06:00 ώρα έως την 18:00 ώρα, ότι επιπλέον κάθε τρεις ημέρες (Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή) κατ’ εντολή της πρώτης εναγόμενης μετέβαινε την 23:00 ώρα στο λιμάνι Κερατσινίου προκειμένου να παραλάβει και να φορτώσει νταλίκα, την οποία επέστρεφε στην έδρα της την 02:00 ώρα της επομένης, ότι επίσης εργαζόταν κάθε πρώτο και τρίτο Σάββατο κάθε μήνα από την 06:00 ώρα έως την 18:00 ώρα, και ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του έως την 13/4/2010, οπότε η πρώτη εναγόμενη κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας, δεν λάμβανε τις νόμιμες αποδοχές που δικαιούτο, σύμφωνα με τις οικείες Διαιτητικές Aποφάσεις και δεν αμειβόταν για την υπερωριακή εργασία και την υπερεργασία που πραγματοποίησε, για την απασχόληση του τα Σάββατα και για τη νυκτερινή εργασία, ενώ όσον αφορά τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων έτους 2009 και Πάσχα έτους 2010 και αποδοχές και επιδόματα άδειας των ετών 2009 και 2010, όπως επίσης και την αποζημίωση για τη μη χορήγηση της ετήσιας άδειας από την πρώτη εναγόμενη, αν και την ζητούσε, ελάμβανε κανένα ή μικρότερο ποσό από αυτό που δικαιούτο, κατά τα εκτεθέντα στην αγωγή. Ζητούσε, με βάση τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη σύβαση εργασίας και επικουρικά αυτές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως παραδεκτά περιόρισε εν μέρει το καταψηφιστκό αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις του, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το συνολικό ποσό των 19.919,92 ευρώ, που αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές του και την αμοιβή του για τις υπερωρίες, την υπερεργασία, την εργασία του τα Σάββατα και τη νύκτα και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το συνολικό ποσό των 823,98 ευρώ που αντιστοιχεί στις αποδοχές της άδειας και επιπλέον το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της μη καταβολής των νόμιμων αποδοχών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 120/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, απέρριψε το αίτημα για την ηθική βλάβη ως μη νόμιμο και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά λοιπά ως προς τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενο, τους οποίους υποχρέωσε να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το συνολικό ποσό των 11.848,04 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή τους να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, το ποσό των 823,98 ευρώ, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου κώδικα, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου. Η δε έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών (τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά) είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη, η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 900/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2014 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται επίσης να εκτίθενται στην αγωγή οι συνολικές κατά μήνα συνήθεις αποδοχές του μισθωτού, με βάση τις οποίες καθορίζεται η πρόσθετη αμοιβή και η αποζημίωση της παρασχεθείσας υπερεργασίας και υπερωρίας, χωρίς όμως να απαιτείται και ανάλυση των επί μέρους κονδυλίων των εν λόγω αποδοχών. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου (ΑΠ 414/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1419/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερεργασία και από υπερωριακή απασχόληση, πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν η διάρκεια της ημερήσιας απασχολήσεως αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερησίου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα προκύπτουν οι ώρες εργασίας και συνεπώς οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας. Είναι όμως επιτρεπτό να προσδιορίζονται οι ώρες αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα. Περαιτέρω για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή για εργασία κατά τη νύκτα αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, ο αριθμός των ημερών που ο ενάγων εργάσθηκε κατά τη νύκτα και ο αριθμός των ωρών που εργάσθηκε κάθε φορά, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται οι ημέρες και οι ώρες εργασίας, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός των ημερών που εργάσθηκε κατά τη νύκτα με ακριβείς χρονολογίες (ΑΠ 505/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2168/2007 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με το ως άνω παρατιθέμενο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι ορισμένη, αφού υπάρχει σ’ αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, σαφής έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά των εναγόμενων, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα ο ενάγων εκθέτει σε αυτήν την υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το επάγγελμα και την ειδικότητα του, την επιχείρηση την οποία ασκούσε η πρώτη εναγόμενη εργοδότρια και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, παραθέτει δε λεπτομερώς τις ημέρες και τις ώρες παροχής της εργασίας του, με ειδική μάλιστα αναφορά των ωρών αυτών ως προς την υπερεργασία και υπερωριακή εργασία κατά ημέρα και κατά εβδομάδα, τον αριθμό των Σάββατων κατά τα οποία εργάσθηκε κάθε μήνα, με τρόπο ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση ποιες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις οφείλονταν ή όχι τα αξιούμενα με την ένδικη αγωγή χρηματικά ποσά, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, την εφαρμογή των οποίων επέσυραν τα εκτιθέμενα στην αγωγή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναγραφή συγκριμένης ημερομηνίας για τα Σάββατα που απασχολήθηκε (ΑΠ 601/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 534/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 984/2013 ΝΟΜΟΣ) και τις νυκτερινές ώρες που εργάστηκε (ΑΠ 520/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2014 ΝΟΜΟΣ), όπως επίσης ότι δικαιούται την προσαύξηση 100% στις αποδοχές της άδειας διότι ζήτησε να λάβει την ετήσια άδειά του και η πρώτη εναγόμενη αρνήθηκε να τη του χορηγήσει (ΑΠ 506/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1420/2015 ΝΟΜΟΣ, 1130/2015 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τη σχετική ένσταση αοριστίας των εκκαλούντων που προέβαλαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασής τους να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας αναπαύσεως (Κυριακή) ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και κατά την ημέρα της υποχρεωτικής αναπαύσεως (Σάββατο) λόγω εξαντλήσεως της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπου ισχύει η τελευταία, απαγορεύεται από κανόνες δημόσιας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή τέτοιας εργασίας κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις πιο πάνω ημέρες υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τον ακύρως κατ’ αυτές εργασθέντα μισθωτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις τις οποίες θα εδικαιούτο ο απασχοληθείς λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεων που τυχόν συντρέχουν στο πρόσωπό του (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ.), αφού αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως και στο πρόσωπο του δυναμένου να προσληφθεί (ΑΠ 498/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 864/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου από τις διατάξεις της 18130/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων υπουργών και την Φ.27019/1953 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, προκύπτει ότι οι μισθωτοί που παρέχουν την εργασία τους κατά τη νύκτα (από τις 10 μ.μ. έως τις 6 π.μ. της επόμενης ημέρας) δικαιούνται προσαυξήσεως 25% επί του ωρομισθίου τους, όχι όμως και επί πλέον ωρομίσθιο, πέραν εκείνου που λαμβάνουν ως μέρος του μηνιαίου μισθού τους ή ημερομισθίου τους, εκτός αν πρόκειται για παροχή υπερεργασίας ή υπερωριακής εργασίας, οπότε δικαιούνται και το ωρομίσθιο για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας με τις νόμιμες, αναλόγως της φύσεώς της, προσαυξήσεις (ΑΠ 505/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του β.δ. της 28.1/4.2.1938 «περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων» (ΦΕΚ Α΄ 35) ορίζεται ότι τα φορτηγά αυτοκίνητα, από την άποψη εφαρμογής του παρόντος, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α΄, Β΄, Γ΄), από τις οποίες, η κατηγορία Α΄ περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ορισμένο εργοδότη φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), η Β΄ κατηγορία τα φορτηγά αυτοκίνητα των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. που εξυπηρετούν έκτακτες ανάγκες των δικτύων των εταιρειών αυτών και η κατηγορία Γ΄ τα φορτηγά αυτοκίνητα των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως, τα φορτηγά λατομείων, ορυχείων και μεταλλείων, ως και τα φορτηγά της κατηγορίας Β΄ που δεν εξυπηρετούν έκτακτες ανάγκες των δικτύων των εν λόγω εταιρειών. Ως προς το ωράριο εργασίας των οδηγών των φορτηγών Α΄και Β΄ κατηγορίας η διάταξη του άρθρου 2 του ιδίου β.δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του β.δ. 882/1961, ορίζει ότι η απασχόληση τους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά εβδομάδα, ημερησίως δε τις 12 ώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η καθαυτό οδήγηση, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, οι στάσεις, οι αναμονές, όλες οι σχετικές με την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου εργασίες και η πέραν των 4 ωρών αναμονή στο σταθμό αυτοκινήτων, υπέρβαση δε του κατά το άρθρο αυτό προβλεπομένου ανωτάτου ορίου επιτρέπεται κατά το άρθρο 3 του εν λόγω Β.Δ/τος μόνο καθ’ ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας. Κατά δε το άρθρο μόνο του β.δ. 882/1961 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρων 2 και 3 του Β.Δ/ τος της 28.1/4.2.1938» (ΦΕΚ Α 224), υπέρβαση του πιο πάνω ημερησίου ωραρίου επιτρέπεται ωσαύτως και λόγω συσσώρευσης εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατά ανώτατο όριο (ΑΠ 498/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2015 ΝΟΜΟΣ), κατόπιν αδείας του οικείου Επιθεωρητή ή Επόπτη Εργασίας ή σε περίπτωση έλλειψης αυτών της οικείας Αστυνομικής Αρχής (η προϋπόθεση αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 80 του Ν. 4144/2013). Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι της γενικής ρύθμισης του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση (όπως στην προκειμένη περίπτωση οι όροι του άρθρου 3 του β.δ. 28.1/4.2.1938 ή του άρθρου μόνου του β.δ. 882/1961), συνιστά παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 3 της 12/1984 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων πάσης φύσεως κλπ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84 (ΦΕΚ Β 182), ο χρόνος εργασίας των οδηγών των ως άνω αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων κλπ (αριθ. κατάθ. Υπ. Εργ. 2.7.1985, πράξη κατάθ. Ειρην. Αθηνών 84/24.7.1985 και ανακ. κατάθ. Υπ. Εργ. 16973/29.7.1985), που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ Β 720) καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε συνεχόμενων εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Τέλος με το άρθρο 6 της από 14/2/1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β`81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών εν γένει ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχόλησης πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως την συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, όπως τα Σάββατα, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25 %), αν η συνολική απασχόληση του κατά τις ημέρες αυτές υπερβαίνει το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26/2/1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου αμείβεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1976 με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ή οκτώ (8) αντίστοιχα ωρών εργασίας ημερησίως (ΑΠ 314/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 498/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στο άρθρο 1 του ν. 3385/2005 που αντικατέστησε το άρθρο 4 του ν. 2874/2000 (έναρξη ισχύος από 1/10/2005) ορίζονται τα εξής: «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%». Από την τελευταία αυτή διάταξη (τόσο υπό την αρχική, όσο και υπό την ισχύουσα διατύπωση) συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής της «υπερεργασίας» ή της «κατ’ εξαίρεση υπερωρίας» στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (ΑΠ 1371/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης και την χωρίς όρκο κατάθεση του ενάγοντα που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων έχουν κοινωνία δικαιώματος με ποσοστό συμμετοχής στην κοινωνία 1/2 ο κάθε ένας, σε διάφορα φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσεως, τα οποία έχουν εισφέρει κατά χρήση στη μεταφορική εταιρία με την επωνυμία «……….»» και το διακριτικό τίτλο «……..», με έδρα το .. Αττικής ….. και αντικείμενο την εκτέλεση εμπορευματικών οδικών εθνικών μεταφορών. Για την επάνδρωση και λειτουργία της εν λόγω μεταφορικής εταιρίας ο ενάγων προσλήφθηκε την 22/9/2009 (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης) με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, για να εργαστεί ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων 38 τόνων, καθώς κατέχει επαγγελματική άδεια οδήγησης Α΄, Β΄, Γ΄ και Ε΄ υποκατηγορίας β΄ και γ΄, μεταφέροντας κατόπιν υπόδειξής τους εμπορεύματα και κοντέινερς είτε από το λιμάνι του Πειραιά είτε από το υποκατάστημα της ανωτέρω μεταφορικής εταιρίας στο Αιγάλεω Αττικής σε διάφορες περιοχές όπως στη Θήβα, στη Λαμία, στην Πάτρα και σε περιοχές εντός της Αττικής. Εργοδότες του ενάγοντα ήταν ατομικά οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων, όπως με δύναμη δεδικασμένου δέχθηκε η υπ’ αριθμ. 658/2014, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια προγενέστερης αγωγής του ενάγοντα με το ίδιο αντικείμενο κατά της πιο πάνω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, με την οποία απόφαση η αγωγή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της τελευταίας, οι οποίοι ευθύνονται κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στη κοινωνία δηλ. 1/2 ο κάθε ένας και όχι εις ολόκληρον, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης κατά το μέρος που οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι από την επίδικη σύβαση εργασίας ευθύνεται κάθε ένας των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, ανάλογα με τη συμμετοχή του στην κοινωνία και όχι εις ολόκληρον, ν’ απορριφθεί όμως κατά το μέρος που ισχυρίζονται ότι η εργοδότρια του ενάγοντα και μόνη παθητικά νομιμοποιούμενη ήταν η πρώτη εναγόμενη και όχι οι δεύτερος και τρίτος αυτών. Κατά την πρόσληψή του ο ενάγων γνωστοποίησε στους εργοδότες του ότι ήταν έγγαμος και είχε προϋπηρεσία στην επαγγελματική οδήγηση αυτοκινήτων από το έτος 2003. Τα αυτοκίνητα (φορτηγά) των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων που οδηγούσε ο ενάγων, υπάγονταν κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του β.δ. της 28.1/4.2.1938 στη Α΄ κατηγορία (ΑΠ 1371/2017 ΝΟΜΟΣ) και έτσι για τον ενάγοντα, οδηγό αυτών, ίσχυε η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, με χρόνο εργασίας τις 40 ώρες κατά εβδομάδα και ημερήσια απασχόληση τις 8 ώρες. Πλην όμως οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων από την έναρξη της εργασιακής σχέσης έως την 13/4/2010, οπότε οι τελευταίοι την κατάγγειλαν, τον απασχολούσαν πέρα του νόμιμου ωραρίου του, το οποίο ήταν από την 06:00 ώρα έως την 14:00 ώρα, καθώς καθημερινά, από τη Δευτέρα έως και την Παρασκευή, ο ενάγων οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….φορτηγό όχημα, εργαζόταν έως την 18:00 ώρα. Επιπλέον τούτων κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή κατόπιν εντολής των εργοδοτών του ο ενάγων οδηγώντας το ίδιο φορτηγό όχημα εργαζόταν τρεις ώρες ημερησίως επιπλέον, καθώς μετέβαινε την 23:00 ώρα στο λιμάνι του Πειραιά προκειμένου να φορτώσει το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο για να το μεταφέρει στην έδρα της μεταφορικής εταιρίας έως την 02:00 ώρα της επόμενης ημέρας. Από μόνο το γεγονός αυτό, ότι δηλ. μεταξύ των άλλων περιοχών ο ενάγων παρείχε μόνιμα και σταθερά την εργασία του και στο λιμάνι του Πειραιά, γεγονός που οι εναγόμενοι δεν αρνούνται, καθιδρύεται τοπική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για τη συζήτηση της αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 664 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (άρθρο 221 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ). Μάλιστα από τη λεκτική διατύπωση της εν λόγω διάταξης στην οποία χρησιμοποιείται ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και», προκύπτει ότι η καθοριζόμενη δωσιδικία για την εκδίκαση των εργατικών διάφορών είναι συντρέχουσα και δεν καθορίζεται με βάση μόνο την έδρα ή την κατοικία του εργοδότη (Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ 1995, άρθρο 664, αριθμ. παρ. 4, Λεων. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, 1999, σελ. 338). Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο που απέρριψε την προβαλλόμενη από τους εναγόμενους με τις πρωτόδικες προτάσεις του ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, κατά την οποία αρμόδια, με βάση την έδρα της πιο πάνω μεταφορικής εταιρίας, που βρίσκεται στο …, είναι τα Δικαστήρια της Αθήνας, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν την ένσταση αυτή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αποδεικνύεται επομένως ότι ο ενάγων κάθε εβδομάδα εργαζόταν 29 ώρες επιπλέον του νόμιμου ωραρίου του από τις οποίες οι πρώτες πέντε ώρες επιπλέον του 40ωρου εβδομαδιαίου νόμιμου ωραρίου του (41η, 42η, 43η, 44η και 45η) συνιστούν υπερεργασία, αμειβόμενη με προσαύξηση 25% επί του καταβαλλόμενου ωρομίσθιού του και οι υπόλοιπες συνιστούν κατ’ εξαίρεση υπερωρία, καθόσον οι εργοδότες του ενάγοντα δεν τήρησαν τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 και αμείβονται με προσαύξηση 100% επί του καταβαλλόμενου ωρομίσθιού του. Από αυτές, οι τρεις (3) ώρες νυκτερινής εργασίας κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και συνολικά εννέα (9) ώρες εβδομαδιαίως από την 23:00 έως την 02:00 ώρα αμείβονται με την προσαύξηση του 100% λόγω κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας επί του ήδη προσαυξημένου με το 25%, λόγω της νυκτερινής εργασίας, ωρομίσθιό του (ΥΑ 18310/1946). Επίσης εργαζόταν δυο Σάββατα κάθε μήνα από την 06:00 ώρα έως την 18:00 ώρα, από τις οποίες οι τρεις (3) ώρες από την 15:00 ώρα έως την 18:00 ώρα συνιστούν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι ο ενάγων ουδέποτε πραγματοποίησε υπερεργασία και υπερωρία, καθόσον εργαζόταν καθημερινά από την 08:00 ώρα έως την 16:00 ώρα, ότι ανά τέσσερις ημέρες πράγματι μετέβαινε στο λιμάνι του Πειραιά από την 23:00 ώρα έως την 02.00 ώρα της επομένης εξαιτίας του βραδινού δρομολογίου του πλοίου που ενώνει το λιμάνι του Πειραιά με τις Κυκλάδες και ιδιαιτέρως με το νησί της Νάξου, το οποίο κατέπλεε την 23.00 ώρα περίπου στο λιμάνι του Πειραιά κάθε βράδυ, τη δε ημέρα κατά την οποία μετέβαινε ο ενάγων στο λιμάνι του Πειραιά αποχωρούσε από την εργασία του την 14.00 ώρα, ενώ την επομένη ξεκινούσε την εργασία του την 11.00 ώρα και ότι δεν εργαζόταν τα Σάββατα ή αν εργαζόταν δεν υπερέβαινε το ένα Σάββατο μηνιαίως, κατά το οποίο το ωράριο του ήταν από την 08:00 ώρα έως την 16:00 ώρα, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, σύμφωνα με τα αντίγραφα των 57 ταχογράφων που ο ενάγων προσκομίζει και επικαλείται, προέρχονται από το φορτηγό όχημα που οδηγούσε και καλύπτουν το χρονικό διάστημα από την 1/10/2009 έως την 10/2/2010, χωρίς να μειώνεται η αποδεικτική αξία τους από το γεγονός ότι δεν καλύπτουν ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα ούτε αναφέρονται σε κάθε ημέρα εργασίας, αλλά αφορούν μεμονωμένες και διάσπαρτες χρονικά ημέρες, διότι αποτελούν δείγμα της εβδομαδιαίας εργασίας του ενάγοντα, στους οποίους ευκρινώς αποτυπώνεται ο χρόνος που το με αριθμό κυκλοφορίας …….φορτηγό όχημα βρισκόταν σε κίνηση. Από την επισκόπηση των ταχογράφων αυτών αποδεικνύεται ότι ο ενάγων οδήγησε το όχημά του την Παρασκευή 1/10/2009 τις ώρες 05:30 – 18:00, το Σάββατο 21/11/2009 τις ώρες 08:00 – 18:30, τη Δευτέρα 23/11/2009 τις ώρες 08:30 – 20:00, την Τετάρτη 25/11/2009 τις ώρες 08:30 -17:00 και 24:00 – 01:00, την Πέμπτη 26/11/2009 τις ώρες 08:30 – 16:30, την Παρασκευή 27/11/2009 τις ώρες 07:30 – 17:30 και 24:00 – 01:00, το Σάββατο 28/11/2009 τις ώρες 08:30 – 16:30, τη Δευτέρα 31/11/2009 τις ώρες 08:30 – 17:00, την Τρίτη 1/12/2009 τις ώρες 08:30 – 20:00, την Πέμπτη 3/12/2009 τις ώρες 06:00 – 18:30, την Παρασκευή 4/12/2009 τις ώρες 08:30 – 17:30 και 23:30 – 24:30, το Σάββατο 5/12/2009 τις ώρες 09:00 – 18:30, τη Δευτέρα 7/12/2009 τις ώρες 09:00 – 18:00, την Τρίτη 8/12/2009 τις ώρες 07:00 – 17:00 και 23:30 – 24:30, την Τετάρτη 9/12/2009 τις ώρες 08:30 – 17:30, την Πέμπτη 10/12/2009 τις ώρες      07:00 – 17:00 και 23:30 – 24:30, την Παρασκευή 11/12/2009 τις ώρες 09:00 – 18:00, το Σάββατο 12/12/2009 τις ώρες 08:00 – 14:30, τη Δευτέρα 14/12/2009 τις ώρες 08:30 – 17:00 και 23:00 – 24:00, την Τρίτη 15/12/2009 τις ώρες 08:30 – 21:00, την Τετάρτη 16/12/2009 τις ώρες 08:30 – 16:30, την Πέμπτη 17/12/2009 τις ώρες 07:30 – 17:00 και 21:00 – 23:00, την Παρασκευή 18/12/2009 τις ώρες 08:30-17:30, το Σάββατο 19/12/2009 τις ώρες 06:00 – 15:00 και 23:00 – 24:00, τη Δευτέρα 21/12/2009 τις ώρες 08:00 – 19:30, την Τρίτη 22/12/2009 τις ώρες  05:30 – 17:00      και 23:30 – 24:30, την Τετάρτη 23/12/2009 τις ώρες 08:30 – 18:00 και 23:00 – 24:30, την Πέμπτη 24/12/2009 τις ώρες 08:30 – 17:30, την Δευτέρα 28/12/2009 τις ώρες 08:30 – 15:00 και 23:30 – 24:30, την Τρίτη 29/12/2009 τις ώρες 09:00 – 17:30, τη Δευτέρα 11/1/2010 τις ώρες 09:00 – 18:30, την Τρίτη 12/1/2010 τις ώρες 09:00 – 20:00, την Τετάρτη 13/1/2010 τις ώρες 05:30 – 16:00, την Πέμπτη 14/1/2010 τις ώρες 08:00 – 17:00, την Παρασκευή 15/1/2010 τις ώρες 09:30 – 18:30, τη Δευτέρα 18/1/2010 τις ώρες 09:00 – 20:30, την Τρίτη 19/1/2010 τις ώρες 06:00 – 18:00, την Τετάρτη 20/1/2010 τις ώρες 09:00 – 17:30, την Πέμπτη 21/1/2010 τις ώρες 08:30 – 16:30 και 23:30 – 24:30, την Παρασκευή 22/1/2010 τις ώρες 08:30 – 17:30 και 23:00 – 24:00, το Σάββατο 23/1/2010 τις ώρες 14:00 – 15:30, τη Δευτέρα 25/1/2010 τις ώρες 08:00 – 18:00, την Τρίτη 26/1/2010 τις ώρες 06:00 – 19:00 και 21:00 – 23:00, την Τετάρτη 27/1/2010 τις ώρες 08:30 – 17:30 και 23:30 – 24:30, την Πέμπτη 28/1/2010 τις ώρες 10:00 – 20:00, την Παρασκευή 29/1/2010 τις ώρες 06:30 – 17:30, το Σάββατο 30/1/2010 τις ώρες 09:00 -16:30, τη Δευτέρα 1/2/2010 τις ώρες 06:00 – 18:00 και 23:30 – 24:30, την Τρίτη 2/2/2010 τις ώρες 08:00 – 18:00, την Τετάρτη 3/2/2010 τις ώρες 07:00 – 22:00 και 22:00 – 23:00, την Πέμπτη 4/2/2010 τις ώρες 10:00 – 19:30 την Παρασκευή 5/2/2010 τις ώρες 09:30 – 17:00, τη Δευτέρα 8/2/2010 τις ώρες 08:00 – 17:00 και 23:30 – 24:30, την Τρίτη 9/2/2010 τις ώρες 09:00 – 21:00, την Τετάρτη 10/2/2010 τις ώρες 08:30 – 17:00. Τούτων δοθέντων και λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας το ωράριο του ενάγοντα, όπως και οποιουδήποτε οδηγού όμοιων φορτηγών οχημάτων, δεν περιοριζόταν μόνο στο χρόνο που κινεί το όχημά του, αλλά περιλάμβανε και τις ώρες που ανέμενε τη φόρτωση και την εκφόρτωση του οχήματος ή την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, όταν δηλ. δεν μπορούσε εκ των προτέρων να εκτιμηθεί η διάρκεια της αναμονής του, οπότε δεν μπορούσε να διαθέσει ελεύθερα το χρόνο του, αλλά όφειλε να βρίσκεται στη θέση εργασίας του έτοιμος να αναλάβει τη συνήθη εργασία του και να εκτελέσει τα καθήκοντά του, αποδεικνύεται η υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του, κατά τις ανωτέρω ώρες, η εργασία του τη νύκτα εννέα ώρες εβδομαδιαίως, όπως επίσης και η εργασία του δύο Σάββατα κάθε μήνα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωρία και υπερεργασία και ότι εργαζόταν και Σάββατα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως ο ενάγων σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΔΑ 20/2004, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 3/6/2004 με την ΥΑ 12591/2004 (ΦΕΚ Β΄ 1281/2004), του άρθρου 3 παρ. 4 της ΔΑ 15/2008 η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 19/6/2008 με την ΥΑ υπ’ αριθμ. 51877/2442 (ΦΕΚ Β΄ 1448/23.7.2008), του άρθρου 3 της ΔΑ 14/2006 η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 16/6/2006 με την ΥΑ 11981/2006 (ΦΕΚ Β΄ 1079/2006) και τη ΔΑ 11/2009, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 27/5/2009 με την ΥΑ 22074/1783/3-17.7.2009 (ΦΕΚ Β΄ 1431/17.7.2009) και διατήρησε την ισχύ της και για το έτος 2010 (άρθρο 2 της ΔΑ 37/2010) «για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κ.λπ. αυτοκινήτων, που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη όλης της χώρας» δικαιούται ως μηνιαίο μισθό το ποσό των 1.331,05 ευρώ [973 ευρώ (βασικό μισθό) + 126,49 ευρώ (επίδομα τριετιών) + 97,30 ευρώ (επίδομα γάμου) + 17,91 ευρώ (επίδομα εξομάλυνσης εγγάμων) + 40 ευρώ (αποζημίωση τροφής) + 52,49 ευρώ (επίδομα μεταφοράς containers) + 23,86 ευρώ (επίδομα ειδικών συνθήκων οδηγών φορτηγών άνω των 25 τόνων)], με βάση το οποίο το ωρομίσθιο ανέρχεται στο ποσό των 7,99 ευρώ (1.331,05 Χ 0,006). Αντί του ποσού αυτού οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων του κατέβαλλαν το ποσό των 1.300 ευρώ, το οποίο υπολείπεται κατά το ποσό των 31,05 ευρώ του νόμιμου και επομένως δικαιούται για το χρονικό διάστημα από την 1/10/2009 έως 31/12/2009 το ποσό των 93,15 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 22/9/2009 έως 30/9/2009 το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αίτημα χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης) και για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 30/3/2010 το ποσό των 93,15 ευρώ, και συνολικά για την ανωτέρω αιτία του οφείλει το ποσό των 186,30 ευρώ. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο ενάγων κατά το χρόνο της πρόσληψής του δεν τους γνωστοποίησε ότι είναι έγγαμος ούτε ότι είχε εξαετή προϋπηρεσία, πλην όμως από το γεγονός ότι του κατέβαλαν μηνιαίως το ποσό των 1.300 ευρώ μικτά, όπως και οι ίδιοι ομολογούν με την προσκόμιση και επίκληση αποδεικτικών εξόφλησης αποδοχών του ενάγοντα, αποδεικνύεται πλήρως ότι στο ως άνω ποσό περιλαμβάνονταν και τα σχετικά ως άνω επιδόματα, όπως και το επίδομα μεταφοράς κοντέινερ και η αποζημίωση τροφής, πολύ δε περισσότερο που όπως ανωτέρω αποδείχθηκε τουλάχιστον μια φορά κάθε μήνα ο ενάγων εκινείτο σε ακτίνα πλέον των 275 χλμ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε δεν έσφαλε και πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης (από παραδρομή έχει αναγραφεί με αριθμό 5) στον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης ο ενάγων  Α) για το χρονικό διάστημα από την 22/9/2009 έως την 31/12/2009 δικαιούται α) ως αμοιβή για την υπερεργασία που πραγματοποίησε το ποσό των 649,35 ευρώ (5 ώρες Χ 7,99 + 25% = 49,95 ευρώ Χ 13 εβδομάδες), β) ως αποζημίωση για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση την ημέρα το ποσό των 3.116,10 ευρώ (15 ώρες Χ 7,99 + 100% = 239,70 ευρώ Χ 13 εβδομάδες) και γ) ως αμοιβή για την νυκτερινή εργασία και την κατ’ εξαίρεση υπερωρία τη νύκτα το ποσό των 2.337,66 ευρώ (7,99 ευρώ + 25% =  9,99 ευρώ + (9,99 Χ 100%) = 19,98 ευρώ Χ 9 ώρες Χ 13 εβδομάδες) και συνολικά το ποσό των 6.103,11 ευρώ, έναντι του οποίου οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων κατέβαλλαν στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 3 ευρώ κάθε ώρα και συνολικά το ποσό των 2.175 ευρώ (όπως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε χωρίς να πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης) και του οφείλουν το ποσό των 3.928,11 ευρώ και Β) για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 13/4/2010 δικαιούται α) ως αμοιβή για την υπερεργασία που πραγματοποίησε το ποσό των 699,30 ευρώ (5 ώρες Χ 7,99 + 25% = 49,95 ευρώ Χ 14 εβδομάδες), β) ως αποζημίωση για την τρίωρη κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση την ημέρα (15:00 – 18:00) το ποσό των 3.355,80 ευρώ (7,99 + 100% Χ 15 ώρες = 383,52 ευρώ Χ 14 εβδομάδες) και γ) ως αμοιβή για την τρίωρη νυκτερινή εργασία του (23:00 – 02:00) και αποζημίωση για την κατ’ εξαίρεση υπερωρία τις ίδιες ώρες το ποσό των 2.517,48 ευρώ (7,99 ευρώ + 25% =  9,99 ευρώ + (9,99 Χ 100%) = 19,98 ευρώ Χ 9 ώρες Χ 14 εβδομάδες) και συνολικά το ποσό των 6.572,58 ευρώ, έναντι του οποίου οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων κατέβαλλαν στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 3 ευρώ κάθε ώρα και συνολικά το ποσό των 1.392 ευρώ και του οφείλουν το ποσό των 5.180,58 ευρώ.  Επιπλέον για την εργασία του τα Σάββατα ως έκτη ημέρα της εβδομάδας, η οποία είναι άκυρη, διότι υπάγεται στο σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ο ενάγων δικαιούται την ωφέλεια που αποκόμισαν οι εργοδότες του λόγω της άκυρης εργασίας του, που συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες οι εργοδότες του θα κατέβαλλαν σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ’ αυτές εργασθέντα ενάγοντα (ΑΠ 67/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 32/2013 ΝΟΜΟΣ). Στην αξίωση αυτή, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβάνονται και τα καταβαλλόμενα στον ενάγοντα επιδόματα, μόνο εφόσον αυτά θα καταβάλλονταν και στο μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβαναν άλλως οι εργοδότες του, αφού διαφορετικά, ως προς αυτά, δεν υπάρχει πλουτισμός των εργοδοτών του (ΑΠ 32/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1732/2005 ΝΟΜΟΣ). Δοθέντος επομένως ότι δεν είναι βέβαιο ότι ο εργαζόμενος που θα απασχολείτο στη θέση του ενάγοντα με έγκυρη σύμβαση εργασίας θα δικαιούτο επίδομα γάμου και επίδομα τριετιών, η αποδοτέα ωφέλεια ανέρχεται στο ποσό των 1.119,18 ευρώ [973 ευρώ (βασικός μισθός) + 29,83 ευρώ (επίδομα εξομάλυνσης αγάμων) + 40 ευρώ (αποζημίωση τροφής) + 52,49 ευρώ (επίδομα μεταφοράς containers) + 23,86 ευρώ (επίδομα ειδικών συνθήκων οδηγών φορτηγών άνω των 25 τόνων)] και το ωρομίσθιο στο ποσό των 6,72 ευρώ (1.119,18 Χ 0,006). Συνεπώς για κάθε Σάββατο δικαιούται για τις πρώτες 8 ώρες το ποσό των 53,76 ευρώ (6,72 Χ 8) και για τις τέσσερις ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας το ποσό των 53,76 ευρώ (4 ώρες Χ 6,72 + 100%) και έτσι για το χρονικό διάστημα από 22/9/2009 έως 31/12/2009, οπότε εργάστηκε 7 Σάββατα δικαιούται το ποσό των 752,64 ευρώ, έναντι του οποίου οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων του κατέβαλλαν το ποσό των 3 ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης και συνολικά το ποσό των 252 ευρώ (36 ευρώ Χ 7 Σάββατα) και του οφείλουν το ποσό των 500,64 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως 13/4/2010, οπότε εργάστηκε 6 Σάββατα δικαιούται το ποσό των 645,12 ευρώ, έναντι του οποίου οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων του κατέβαλλαν το ποσό των 4 ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης και συνολικά το ποσό των 288 ευρώ (48 ευρώ Χ 6 Σάββατα) και του οφείλουν το ποσό των 357,12 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπολόγισε ως άνω την αμοιβή του ενάγοντα για την υπερεργασία και τη νυκτερινή εργασία καθώς και την αποζημίωση για την κατ’ εξαίρεση υπερωρία δεν έσφαλε και πρέπει τα υποστηριζόμενα στον πρώτο λόγο της έφεσης, όπως και στον πέμπτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι δεν οφείλουν στον ενάγοντα αμοιβή για τη νυκτερινή εργασία διότι του κατέβαλλαν για την αιτία αυτή το ποσό των 755,99 ευρώ μηνιαίως, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Όμως με το να συμπεριλάβει στην αποδοτέα ωφέλεια που αποκόμισαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων, λόγω της άκυρης εργασίας του ενάγοντα τα Σάββατα, τα επιδόματα γάμου, τριετιών και εξομάλυνσης εγγάμων, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα ανωτέρω επιδόματα να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος.

Από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, η οποία ορίζει, ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται, ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Η ένσταση αυτή με περιεχόμενο τη δήλωση του εναγόμενου, καθώς και την επίκληση από αυτόν σχετικής έγγραφης αποδείξεως του μισθωτού, περί του ότι πληρώθηκε ένα μέρος ή όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε, για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται, για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει, όταν ασκούνται με την αγωγή αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας και προσκομίζεται από τον εργοδότη έγγραφη απόδειξη του εργαζομένου περί καταβολής σε αυτόν συνολικού ποσού, που καλύπτει κατά ένα μέρος τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό, που καταβλήθηκε γι’ αυτή. Διότι στην εν λόγω περίπτωση δεν αποκλείεται να καταβλήθηκε το ποσό αυτό προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου, που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή. Άλλωστε, για το λόγο αυτό, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση της μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικώς τις κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις κρατήσεις επ’ αυτών (ΑΠ 178/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1320/2008 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω ο ενάγων με την αγωγή του είχε ισχυριστεί ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων εκτός των ανωτέρω του οφείλουν α) τις δεδουλευμένες αποδοχές του Απρίλιου 2010 (έως την ημέρα της απόλυσής του) ποσού 665,53 ευρώ, β) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2009 ποσού 449,50 ευρώ, γ) το επίδομα εορτών Πάσχα 2009 ποσού 571,49 ευρώ, δ) το επίδομα άδειας έτους 2009 ποσού 258,94 ευρώ και έτους 2010 ποσού 372,72 ευρώ και ε) την αποζημίωση άδειας του έτους 2009 ποσού 443,689 ευρώ και έτους 2010 ποσού 380,30 ευρώ, διότι ζήτησε από τους εργοδότες του να του χορηγήσουν την άδεια αναψυχής και εκείνοι αρνήθηκαν. Ήδη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τις προτάσεις τους και με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριό του οι εναγόμενοι προέβαλαν την ένσταση εξόφλησης όλων των ανωτέρω ποσών, εξειδικεύοντας μάλιστα στις προτάσεις τους το συγκεκριμένο ποσό που καταβλήθηκε στον ενάγοντα για κάθε μία από τις ως άνω αιτίες, ώστε ήταν δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή κάθε επί μέρους ποσού ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του αντίστοιχου χρέους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τα αιτήματα για την καταβολή του επιδόματος Χριστουγέννων 2009 και του επιδόματος άδειας 2009 ως ουσιαστικά αβάσιμα, διότι γι’ αυτά είχε εξοφληθεί, δέχθηκε εν μέρει το αίτημα για την καταβολή  του επιδόματος άδειας έτους 2010 κατά το ποσό των 194,11 ευρώ και δέχθηκε πλήρως τα υπόλοιπα αιτήματα ως ουσιαστικά βάσιμα, επιδικάζοντας τα ανωτέρω αιτούμενα ποσά, απορρίπτοντας εσφαλμένα ως αόριστη την ένσταση εξόφλησης των ποσών αυτών, με την αιτιολογία ότι δεν εκθέτονται εξειδικευμένα τα καταβληθέντα ποσά και η αιτία. Συνεπώς ο πέμπτος λόγος έφεσης κατά το οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την ένσταση εξόφλησης όσον αφορά τις αποδοχές Απριλίου 2010, το επίδομα εορτών Πάσχα 2010, το επίδομα άδειας 2010 και την αποζημίωση άδειας 2009 – 2010 να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 455, 457 παρ. 1, 3 και 458 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με τα δημόσια, δεν έχουν το τεκμήριο γνησιότητας και εντεύθεν η επίκληση και προσκομιδή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει και τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του, ο δε αντίδικός του φέρει το βάρος της άρνησης της γνησιότητας του εγγράφου και ο διάδικος που το προσκομίζει με επίκληση, της απόδειξης της γνησιότητας αυτής εφόσον αμφισβητηθεί. Εάν το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα εάν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσκομίζεται ή τρίτου, η μη αμφισβήτηση αμέσως της γνησιότητας της σε αυτό υπογραφής εκ μέρους του αντιδίκου του προσκομίζοντος αυτό δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για την γνησιότητα της υπογραφής και του καλυπτόμενου από αυτή περιεχόμενου του εγγράφου, το οποίο (στην περίπτωση αυτή, της ως άνω αναγνώρισης της γνησιότητας της υπογραφής ή της απόδειξης αυτής, εφόσον αμφισβητηθεί) ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρο 457 παρ. 2, 3 του ΚΠολΔ). Η απόδειξη της γνησιότητας της αμφισβητηθείσας υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου επιβάλλεται, όχι μόνο όταν γίνεται χρήση του εγγράφου αυτού προς άμεση απόδειξη, αλλά και όταν τούτο χρησιμεύει για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το έγγραφο, η μη γνησιότητα του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενώ, αν προκύπτει ότι είναι γνήσιο, λαμβάνεται υπόψη. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου πρέπει να γίνεται κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία προσκομίζεται (για πρώτη φορά) το έγγραφο, με προσθήκη στις προτάσεις και να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις, αν δε αυτό δεν γίνει, θεωρείται, όπως προαναφέρθηκε, ότι αναγνωρίστηκε η γνησιότητα του εγγράφου και τυχόν αμφισβήτηση αυτής σε μεταγενέστερη συζήτηση, και δη ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 389/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1754/2007 ΕλΔνη 48, 1393). Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δηλώσεως, επιτρέπεται ανταπόδειξη, ακόμη και χωρίς να προσβληθεί το έγγραφο ως πλαστό. Ειδικότερα, εάν το ιδιωτικό έγγραφο περιέχει απόδειξη λήψης ορισμένου ποσού, ο αντίδικος του διαδίκου που το επικαλείται διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το περιεχόμενο του δεν είναι αληθινό. Διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της καταβολής, η δήλωση λήψης ποσού, αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (άρθρα 352 παρ. 2, 354 του ΚΠολΔ, ΑΠ 85/2018 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω οι εκκαλούντες για την απόδειξη της βασιμότητας της πιο πάνω ένστασης εξόφλησης είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 30/4/2010 απόδειξη εξόφλησης του επιδόματος Πάσχα 2010, ποσού 546,13 ευρώ, την από 30/4/2010 απόδειξη εξόφλησης του επιδόματος άδειας 2010, ποσού 294,01 ευρώ, την από 30/4/2010 απόδειξη εξόφλησης της αποζημίωσης άδειας 2010 ποσού 365 ευρώ και την από 30/4/2010 απόδειξη εξόφλησης των αποδοχών του μηνός Απριλίου 2010 ποσού 378,59 ευρώ. Όλες οι ανωτέρω αποδείξεις είναι ενυπόγραφες και κατά τον ισχυρισμό των εναγομένων φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα ως δηλών ότι εισέπραξε τα πιο πάνω ποσά. Ενώπιον του Εφετείου ο ενάγων αμφισβήτησε τη γνησιότητα των υπογραφών του στις πιο πάνω αποδείξεις. Όμως τη γνησιότητα της υπογραφής του ο ενάγων δεν πρόσβαλε αμέσως με την προσκόμιση των εξοφλητικών αποδείξεων δηλ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με συνέπεια, λόγω της παράλειψης του αυτής, να έχει αποδειχθεί κατά αμάχητο τεκμήριο η γνησιότητα της υπογραφής του και του περιεχομένου των εξοφλητικών αποδείξεων και να καθιστά απαράδεκτη την αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου τούτου. Επομένως εφόσον ο ενάγων δεν προσβάλει τις αποδείξεις ως πλαστές, ούτε απέδειξε, ότι τα ποσά αυτά δεν έχουν καταβληθεί, ώστε να ανατραπεί η εξώδικη ομολογία του που συνιστά η δήλωση του ότι έλαβε τα ποσά αυτά, καθώς το αντίθετο δεν αποδεικνύεται ούτε από την από 13/4/2010 προσφυγή του στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας κατά του δεύτερου εναγόμενου, ούτε από την από 14/5/2010 εξώδικη δήλωση του, απευθυνόμενη προς την πιο πάνω εταιρία μεταφορών, στις οποίες επιγραμματικά και αόριστα παραθέτει τις απατήσεις του χωρίς να συγκεκριμενοποιεί ημερομηνίες και επί μέρους ποσά, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για το επίδομα Πάσχα 2010, για το οποίο δικαιούται το ποσό των 571,49 ευρώ, διότι εργάστηκε επί 103 ημέρες (μισθός 1.331,05 ευρώ : 2 Χ 1/15 Χ 103/8) έλαβε το ποσό των 546,13 ευρώ και του οφείλεται το ποσό των 25,36 ευρώ (546,13 – 571,49), για το επίδομα της άδειας που αναλογεί στο έτος 2010 για το οποίο δικαιούται το ποσό των 194,11 ευρώ (1.331,05 : 2 = 665,53 : 12 μήνες = 55,46 Χ 3,5 μήνες) έλαβε το ποσό των 294,01 ευρώ και δεν του οφείλεται επιπλέον ποσό, για τις αποδοχές άδειας που αναλογεί στο έτος 2010, η οποία προσαυξάνεται ως αστική ποινή κατά 100% λόγω της μη χορήγησης της από πταίσμα των εργοδοτών που τεκμαίρεται από το γεγονός ότι ο ενάγων ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά οι εργοδότες του δεν τον ικανοποίησαν (ΑΠ 1050/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 902/2017 ΝΟΜΟΣ), για τις οποίες με τη πρωτόδικη απόφαση του επιδικάστηκε το ποσό των 380,30 ευρώ που με την αγωγή του ζητούσε, αν και δικαιούτο περισσότερο, έλαβε το ποσό των 365 ευρώ και του οφείλεται το ποσό των 15,30 ευρώ (380,30 ευρώ – 365 ευρώ) και για τις αποδοχές του μηνός Απριλίου 2010 για τον οποίο δικαιούται το ποσό των 665,53 ευρώ (1331,05 ευρώ : 25 ημέρες = 53,242 ευρώ Χ 12,5 ημέρες), έλαβε το ποσό των 378,59 ευρώ και του οφείλεται το ποσό των 286,94 ευρώ (665,53 – 378,59). Τέλος του οφείλεται για την αποζημίωση άδειας που αναλογεί στο έτος 2009, το ποσό των 443,68 ευρώ, όπως δέχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, για το οποίο οι εναγόμενοι δεν προσκομίζουν εξοφλητική απόδειξη. Πρέπει επομένως η ένσταση εξόφλησης των ως άνω κονδυλίων που οι εναγόμενοι επαναφέρουν με τον πέμπτο λόγο της έφεσης να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να απορριφθεί η αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, οι οποίοι να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι διαιρετά κατά το 1/2 ο κάθε ένας, το ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτών (10.465,05) και να αναγνωριστεί η υποχρέωση τους να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι διαιρετά κατά το 1/2 ο κάθε ένας, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (458,98) και τα δύο ποσά με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3816/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 22/9/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….. αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι διαιρετά κατά το 1/2 ο κάθε ένας, το ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτών (10.465,05) με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι διαιρετά κατά το 1/2 ο κάθε ένας, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (458,98) με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 16  Ιανουαρίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ