Αριθμός 50 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Eλένη Τοπούζη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ, αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάζεται μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο ορισθείς για τη συζήτηση της υπόθεσης Δικαστής καθυστερεί για υπερβολικά μακρό χρονικό διάστημα την έκδοση της απόφασης, αφού, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται έκδηλα ανενεργό το δικαίωμα του πολίτη προς παροχή έννομης προστασίας και το Δικαστήριο διατάσσει να επαναληφθεί η συζήτηση. Εξάλλου, η κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγουμένης και όχι νέα συζήτηση (ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010.1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλλΔνη 2010.1058, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013.1503, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 307, αρ. 6, σελ. 612). Συνεπώς, δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών, ενώ ο διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, χωρίς να χρειάζεται κατάθεση νέων προτάσεων (ΕφΑθ 961/2009 ό.π., ΕφΘεσ. 2976/2005 Αρμ 2006.1465).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ` αριθμ. 58/2018 και με αριθμό κατάθεσης …………. πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, νομίμως επαναλαμβάνεται η συζήτηση της από 10.11.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ……… έφεσης της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 3553/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και επί της οποίας (έφεσης), αν και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 6.10.2016, δεν εκδόθηκε απόφαση. Ειδικότερα, η ως άνω έφεση συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο. Μετά το πέρας, όμως, της συζήτησης αυτής ενώπιον της Δικαστή που συγκρότησε το Δικαστήριο τούτο δεν εκδόθηκε απόφαση επ αυτής, λόγω του ότι με την με αριθμ. 56/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά αφαιρέθηκαν από την ορισθείσα για την συζήτησή τους ως άνω Εφέτη, λόγω του γεγονότος της μη έκδοσης απόφασης αν και παρήλθαν 12 μήνες από τη συζήτησή τους, 11 δικογραφίες επί πολιτικών υποθέσεων από τις δικασίμους του τακτικού (μη ναυτικού) πολιτικού τμήματος έτους 2016, εκ των οποίων και η προκείμενη υπόθεση με τους προαναφερόμενους διαδίκους. Έτσι με την ως άνω πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς ορίσθηκε η νέα συζήτηση της ανωτέρω έφεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (4.10.2018), κατά την οποία οι διάδικοι παραστάθηκαν με δηλώσεις, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, των πληρεξούσιων δικηγόρων τους (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου) χωρίς να καταθέσουν προτάσεις, πλην όμως πρέπει αυτοί (διάδικοι) να δικασθούν αντιμωλία, μη απαιτουμένης της κατάθεσης νέων προτάσεων σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, αφού η συζήτηση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνέχεια της αρχικής που θεωρείται ότι έλαβε χώρα την 6.10.2016 κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων.
Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 3.553/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 663 ΚΠολΔ και ήδη 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 22.9.2014 και με αριθμό κατάθεσης ……….. αγωγή του, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο και μετά από νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, αναφορικά με όλα τα αγωγικά κονδύλια, πλην αυτών με στοιχεία 1Α (ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές από 11.01.2011 έως 10.6.2011) ποσού 7.243,60 ευρώ, 1Β (ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές από 11.6.2011 έως 30.6.2011) ποσού 997,28 ευρώ, ΙΓ (ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές από 1.7.2011 μέχρι 22.8.2011) ποσού 2.639,17 ευρώ, 2Α (ποσά για διαφορές μισθών από 23.8.2011 έως 31.12.2011) ποσού 1.595,02 ευρώ, 2Β (ποσά για διαφορές μισθών από 1.1.2012 μέχρι 10.5.2012) ποσού 1.647,32 ευρώ, 2Γ (ποσά για διαφορές μισθών από 11.5.2012 έως 10.6.2012) ποσού 481,58 ευρώ και 2Ε (ποσά για διαφορές μισθών από 01.8.2012 έως 13.5.2013) ποσού 5.301,81 ευρώ, για τα οποία ο καταψηφιστικός χαρακτήρας της αγωγής διατηρήθηκε, περιορισμός που έλαβε χώρα με νομότυπη προφορική δήλωση του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις του, ανέφερε ότι με εκπρόσωπο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας, συνήψε, στις 11.01.2011 και, όντας έγγαμος, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης στην έδρα της στον Πειραιά, για να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου και, ειδικότερα, ως βοηθός λογιστή, σύμφωνα με τους όρους και τις προβλέψεις της ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε διαχειρίστριες εταιρείες ποντοπόρων φορτηγών πλοίων, όπως η εναγόμενη, ενώ από την 11.5.2012 εργαζόταν πλέον ως λογιστής, κατόπιν νέας συμφωνίας του με εκείνη. Ότι συμφωνήθηκε να εργάζεται σ αυτήν από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί 8 ώρες ημερησίως, σύμφωνα με τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι αυτός, όμως, εργάστηκε στην εναγόμενη πέραν του συμφωνηθέντος ωραρίου και δη πέραν του οχταώρου, χωρίς να του καταβληθεί από την εναγόμενη αμοιβή για την εργασία του αυτή, ενώ προσέτι εργάστηκε και ένα Σάββατο ανά μήνα, χωρίς να του καταβληθεί αμοιβή γι αυτό. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι από το χρόνο της πρόσληψής του (11.01.2011) έως και την 22.8.2011, δεν έλαβε τις δεδουλευμένες του αποδοχές και δεν είχε ασφαλισθεί, παρά τις διαμαρτυρίες του. Και μετά το χρονικό, όμως, αυτό σημείο, κατά τον ενάγοντα, οι καταβαλλόμενες σε εκείνον αποδοχές εξακολουθούσαν να υπολείπονται των προβλεπόμενων από την εφαρμοστέα, βάσει συμφωνίας των διαδίκων, άλλως εφόσον κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική ΣΣΕ και όπως αυτές οι αποδοχές διαμορφώνονταν εκάστοτε με βάση το χρόνο προϋπηρεσίας του. Συναφώς δε, ο ενάγων αναφέρει ότι ουδέποτε, καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, του καταβάλλονταν τα πλήρη ποσά υπό μορφή επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς επίσης και του επιδόματος άδειας, με αποτέλεσμα να υπολείπονται διαφορές, για τις αιτίες αυτές, και δη οι αναφερόμενες στην αγωγή του, τις οποίες αιτούνταν, ενώ η εναγομένη την 06.5.2014, προχώρησε αναίτια, κατά τον ενάγοντα, σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, καταβάλλοντας του αποζημίωση, ποσού 2.726,59 ευρώ, ενώ σύμφωνα με το ενάγοντα έπρεπε να λάβει αποζημίωση ποσού 5.263,05 ευρώ. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές και διαφορές μισθών, το ποσό των 19.905,78 ευρώ, να αναγνωρισθεί δε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για τα λοιπά αιτούμενα με την αγωγή του κονδύλια (διαφορές δεδουλευμένων μισθών, επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας, και αποζημίωσης) το ποσό των 26.751,03 ευρώ, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, νομιμοτόκως από την ημέρα που το κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη κατά νόμο απαιτητό, άλλως από την ημέρα απόλυσής του (6.5.2014), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας του με την εναγόμενη ζητούσε την επιδίκαση των ποσών αυτών, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού διέγνωσε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, ως προς την κύρια βάση της και συγκεκριμένα υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 14.092,12 ευρώ, ενώ αναγνώρισε ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 29.565,58 ευρώ, νομιμοτόκως, κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.
Ι. Από το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων, που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί μετά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό και μέσα στην προθεσμία, για την προσθήκη και αντίκρουση ή προσκομίστηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκπρόθεσμα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του, έστω και αν απαραδέκτως προσκομίζονται ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη, αν, με την τήρηση των διατυπώσεων του ως άνω άρθρου 671 παρ. 1 εδ. Δ΄ του ΚΠολΔ, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 879/2007 ΕΣΔ 2007.212, ΑΠ 1909/2007 ΕΣΔ 2007. 544, ΑΠ 728/2005 ΕΕργΔ 2005.1270). Η δήλωση δε του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με την πάροδο 24 τουλάχιστον ωρών, επέχει θέση κλητεύσεως του παρισταμένου διαδίκου και η ένορκη βεβαίωση που έγινε ύστερα από τέτοια δήλωση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο (βλ. ΑΠ 1910/2006, ΝοΒ 2007.937, ΑΠ 457/2005, ΕλλΔνη 2007-140,). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα-εναγόμενη, με το σχετικό λόγο της έφεσής της (τέταρτος λόγος), παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και την υπ` αριθ. ……. ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, διότι (κατά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) είχε ληφθεί μετά τη συζήτηση ενώπιόν του και προσκομίσθηκε με την προσθήκη των προτάσεων του εναγόμενου αν και δεν χρησίμευε, για την αντίκρουση ισχυρισμών, που προτάθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις ή στο ακροατήριο. Ωστόσο και αν ακόμη η ένορκη βεβαίωση ήταν απαράδεκτη, για την πρωτόδικη δίκη και η χρήση αυτού του αυτοτελούς αποδεικτικού μέσου δεν επιτρεπόταν, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, εφόσον, αφενός λήφθηκε, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του εναγόμενου (βλ. το πρακτικό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον τέτοια κλήτευση αποτελεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγόμενου για εξέταση μαρτύρων) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες και αφετέρου προσκομίζεται νόμιμα, με επίκληση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος προβάλλεται πλέον αλυσιτελώς από την εκκαλούσα-εναγόμενη και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από μόνος του δεν άγει (και βάσιμος ακόμη), στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Και τούτο γιατί, το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της ίδιας έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη νόμιμα την πιο πάνω ένορκη βεβαίωση, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, νομίμως προσκομιζόμενα, αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη, μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση, ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (βλ. ΑΠ 659/2007, ΕφΘεσ 849/2017, ΕφΛαμ 22/2011, ΕΑ 3121/2009, ΕφΛαμ 98/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος).
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 εδ. β της υπ’ αριθ. 146/1984 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας των λογιστών και βοηθών λογιστών όλης της χώρας, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπ’ αριθ. 10262/1985 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 17/15.1.1985) και γενικώς υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 13225/1985 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 171/1.4.1985), ως λογιστές θεωρούνται α) αυτοί που υπεύθυνα κατευθύνουν και παρακολουθούν την εφαρμογή του όλου λογιστικού συστήματος σε κάθε ιδιωτική επιχείρηση, εκμετάλλευση, ίδρυμα ή σωματείο ή β) αυτοί που τηρούν τα κατά τον Εμπορικό Νόμο και τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων προβλεπόμενα λογιστικά βιβλία και αν αυτά τηρούνται σε κινητά φύλλα. Τέτοια βιβλία θεωρούνται αυτά που παριστάνουν από μέρα σε μέρα τις λαμβάνουσες χώρα οικονομικές εν γένει πράξεις σε κάθε επιχείρηση, εκμετάλλευση, ίδρυμα ή σωματείο, έστω και κατά κατηγορίες βιβλίων (ταμειακών, δηλαδή ημερολόγιο ταμείου, μη ταμειακών, δηλαδή ημερολόγιο διαφόρων πράξεων, ημερολόγιο εμπορευμάτων, ημερολόγιο αξιών κλπ) ως και αυτά στα οποία καταχωρούνται τα αναγραφόμενα περιουσιακά στοιχεία και Ισολογισμοί. Τήρηση δε αυτών των λογιστικών βιβλίων δεν αποτελεί η απλή κατ’ αντιγραφή καταχώριση των εγγραφών, αλλά η ανάλυση της οικονομικής πράξης, η λογιστική διατύπωση αυτής και η καταχώριση της ανάλογης εγγραφής στο ανάλογο ημερολόγιο ή και μία από τις ενέργειες αυτές, όπου υπάρχει κατανομή εργασίας (άρθ.2). Ως βοηθοί λογιστές θεωρούνται οι απασχολούμενοι με τις κατευθύνσεις και οδηγίες των υπευθύνων λογιστών στα λογιστήρια (συμπεριλαμβανομένης και της εργασίας σε τμήματα ή χώρο άλλο, ο οποίος έχει οργανική σχέση με το λογιστήριο) για την τήρηση και ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων, όπως και οι απασχολούμενοι με τη σύνταξη καταστάσεων ή άλλων εγγράφων που έχουν ανάλυση και λογιστική διατύπωση οικονομικών πράξεων στενά συνδεομένων με λογιστικά βιβλία, στα οποία, κατά πλήρη αντιγραφή ή περιληπτικά, αυτά καταχωρούνται κατόπιν, ασχέτως του χρησιμοποιουμένου μέσου (χειρόγραφο, χρήση ηλεκτρικής μηχανής) με τις οδηγίες υπεύθυνου λογιστού, είτε τηρούντες διάφορα στοιχεία χρησιμεύοντα στο λογιστήριο (τιμολόγια, διπλότυπα εισπράξεων, εξωλογιστικό ημερολόγιο, ημερήσιες καταστάσεις συναλλακτικών πράξεων κ.λπ.), είτε απασχολούνται με την ενημέρωση καρτελλών ή καταμέτρηση εμπορευμάτων, μη αποκλειομένης και της ανάθεσης από τον εργοδότη και άλλων υπαλληλικών εργασιών για συμπλήρωση του νόμιμου ωραρίου. Η απλή και μόνο καταμέτρηση εμπορευμάτων, όπως και η απλή και μόνο ενημέρωση των καρτελλών περί των εισαγομένων και εξαγομένων ειδών, κατά την ποσότητα και το είδος αυτών, δεν προσδίδει στον εκτελούντα τις εργασίες αυτές εργαζόμενο την ιδιότητα του βοηθού λογιστού (άρθ. 3 εδ. β). Ο εργαζόμενος δε που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει στο πλαίσιο μιας οργανωτικής-ιεραρχικής δομής και μέσω προκαθορισμένων οδηγιών και διαδικασιών, μέρος ή σύνολο των διοικητικών –υποστηρικτικών εργασιών γραφείου μίας εταιρίας, υπό την καθοδήγηση του προϊσταμένου του και με σκοπό την αποτελεσματική λειτουργία αυτής θεωρείται υπάλληλος γραφείου. Ο ορισμός του λογιστή και του βοηθού λογιστή που περιέχεται στην ανωτέρω διαιτητική απόφαση δεν μεταβλήθηκε από τις μεταγενέστερες ρυθμίσεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων περί των όρων εργασίας των λογιστών και βοηθών λογιστών (ΑΠ 1171/1995, ΑΠ 1654/1995) και οι οποίες (όλες) περιέχουν ρητή διάταξη, κατά την οποία ευνοϊκότεροι ατομικοί όροι εργασίας, ανώτερες αποδοχές και γενικά ευνοϊκότεροι όροι που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (νόμοι, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις), όροι συλλογικών ρυθμίσεων (συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις), καθώς και κανονισμοί εργασίας, επιχειρησιακή συνήθεια, έθιμα κλπ δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν (ΑΠ 926/2017, ΑΠ 1558/2004, ΑΠ 1171/1995, ΕΘ 5/2005, ΕΑ 2982/1992, δημοσιευμένες στη Νόμος)
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 655 ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά, σε κάθε δε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξάλλου, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από την εργατική νομοθεσία επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους, αντιστοίχως (ΕφΠειρ 492/2008, δημοσιευμένη στη Νόμος). Περαιτέρω όπως ορίζεται από το άρθρο 1 του ν. 1082/1980, το επίδομα Χριστουγέννων παρέχεται πλήρες αν η εργασιακή σχέση διήρκεσε σε όλη την περίοδο από 1ης Μα’ί’ου έως και 31 Δεκεμβρίου, ενώ το επίδομα Πάσχα από 1η Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου, με την περαιτέρω πρόβλεψη ότι η τυχόν μειωμένη χρονικά παροχή της εργασίας στην παραπάνω περίοδο, μειώνει ανάλογα και το επίδομα αυτό, το επίδομα δε Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό ενώ το επίδομα Πάσχα για τους ίδιους ως άνω αμειβόμενους είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό. Αναφορικά με τους εργαζόμενους που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή σε εποχιακές εργασίες, τα επιδόματα εορτών παρέχονται πλήρη ή μειωμένα, με βάση ορισμένη αναλογία στο σύνολο των ημερών, για τις οποίες οι εργαζόμενοι των κατηγοριών αυτών απασχολήθηκαν πραγματικά (ΑΠ 346/1997 ΔΕΝ 53.701). Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός καθώς και οποιαδήποτε άλλη εργοδοτική παροχή (τροφή, κατοικία κλπ.). Περαιτέρω, το επίδομα άδειας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3§16 του ν.δ. 4504/1966 καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και τα 13 ημερομίσθια, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με ημερομίσθια. Στη περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί ο βασικός χρόνος της 12μηνης εργασιακής σχέσης οι αποδοχές άδειας για τους μισθωτούς πριν πάρουν την κανονική άδεια υπολογίζονται σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησής τους. Επίσης ανάλογο επίδομα άδειας καταβάλλεται σ` αυτούς (ΟλΑΠ 11/1991, ΑΠ 346/1997, ΕφΔωδ 86/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,3 παρ.1 και 2 του Ν.2112/1920 και 5 παρ.1 και 3 του Ν.3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της υπαλληλικής εργασιακής σχέσης είναι άκυρη αν ο εργοδότης, εκτός από τη μη τήρηση του έγγραφου τύπου δεν καταβάλλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Ως τέτοια θεωρείται η αποζημίωση η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 παρ.1 του Ν.2112/1920 και είναι κατά το ποσό ίση με το σύνολο των τακτικών αποδοχών που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο προ του οποίου έπρεπε να γίνει η καταγγελία της οποίας ο υπολογισμός, κατά το άρθρο 5 παρ.1 του Ν.3198/1955 γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, επί απολύσεως δε του μισθωτού, ο εργοδότης οφείλει σε κάθε περίπτωση να καταβάλει τόκους υπερημερίας από την απόλυσή του χωρίς να προηγηθεί όχληση μόνο για τον οφειλόμενο με στενή έννοια συμβατικό ή νόμιμο μισθό, εκείνον δηλαδή το ύψος του οποίου είναι δεδομένο από τη σύμβαση ή το νόμο και αρκεί για τη γένεση της σχετικής αξίωσης για την καταβολή του η πάροδος ορισμένου χρόνου χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλου πραγματικού περιστατικού (ΑΠ 717/1996, ΕφΠατρ 714/2007, ΕφΔωδ 50/2005, ΕφΔωδ 365/2005, ΕφΔωδ 64/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος). Aπό τις διατάξεις δε των άρθρων 655 εδ. α` και β` Α.Κ., 5 παρ. 4 και 5 του Α.Ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983 και 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, προκύπτει ότι σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο, πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας κατά το χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία και οφείλεται τόκος υπερημερίας (ΑΠ 1549/2011, ΑΠ 97/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος).IV. Επιπρόσθετα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 Ν. 2112/1920 και παρ. 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται η αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό την μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 Α.Κ., είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 495/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 948, ΕφΠειρ 83/2014, Δημοσ. Νόμος). Η ένσταση της παραίτησης ή άφεσης χρέους, σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται, πρέπει να είναι σαφής και ν’ αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος της σχετικής δήλωσης της βούλησης του δανειστή, η αποδοχή αυτής από μέρους του εναγόμενου οφειλέτη και η ύπαρξη του χρέους κατά το χρόνο της δήλωσης, γιατί άφεση μελλοντικού χρέους δεν νοείται (Λεων. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμ. ΑΙ, 4η έκδοση, παρ. 527, σ. 663, Απ. Γεωργιάδη, αστικός κώδιξ, Τόμ. ΙΙ, υπ’ άρθρο 454, αριθ. 9, σ. 566, βλ. και Α.Π. 934/2014, Εφ.Πειρ. 164/2014, Δημοσ. Νόμος). Από τη νομολογία δε γίνεται δεκτό πως η δήλωση του μισθωτού ότι πληρώθηκε όλες τις αξιώσεις του και δεν έχει άλλη αξίωση κατά του εργοδότη του δεν συνιστά σιωπηρή άφεση χρέους ως προς τις τυχόν υπάρχουσες αξιώσεις του, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για μελλοντικές αξιώσεις (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 1402/2006, ΑΠ 495/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 948, ΕφΠειρ 6/2016, ΕφΠειρ. 340/2014, ΕφΠειρ. 700/2012, ΕφΠειρ. 506/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).
- V. Τέλος, κατά τους ορισμούς του άρθρου 536 ΚΠολΔ, η απαγόρευση της χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος δεν ισχύει μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, οπότε το Εφετείο υποκαθίσταται στην θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δικάζει την αγωγή. Η εξουσία αυτή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου περιορίζεται στα όρια του κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, που οριοθετείται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους. Έτσι στην περίπτωση που το εκκληθέν με την έφεση του εναγομένου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι μεν μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, γι` αυτό και μπορεί να ασκηθεί αντέφεση από τον ενάγοντα για το μέρος της αξιώσεως που απορρίφθηκε, το Εφετείο όμως μπορεί να το εξετάσει μόνο στο μέρος κατά το oποίο πλήττεται με έφεση ή και παράλληλα με αντέφεση. Επομένως, σε περίπτωση παραδοχής λόγου εφέσεως του εναγομένου, χωρίς την άσκηση αντεφέσεως από τον ενάγοντα, η εξαφάνιση της αποφάσεως θα είναι μερική, αποκλειομένης της επιδικάσεως στον εφεσίβλητο εναγόμενο του μέρους του κεφαλαίου της απαιτήσεως του τελευταίου που απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς την άσκηση εκ μέρους του εφέσεως ή αντεφέσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, στοιχειοθετείται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 1065/2009, δημοσιευμένη στη Νόμος)
Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος τoυ ενάγοντος που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (η εναγόμενη δεν εξέτασε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα), από όλα τα έγγραφα τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, σημειουμένου ότι παραδεκτώς, κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο η από 12.9.1995 βεβαίωση επαγγελματικής καταρτίσεως του ΙΕΚ …. και το από Αύγουστο 2010 Bachelor Degree in Shipping & Transport Management, καθώς, κατά τα κρίση του Δικαστηρίου και παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, τα ως άνω έγγραφα δεν προσκομίσθηκαν πρωτόδικα από τον ενάγοντα από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρειά του αμέλεια, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο υπ.αριθμ………. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός του …….., που λήφθηκε, στα πλαίσια της πρωτόδικης δίκης, νομότυπα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης να παραστεί σ αυτή ( βλ. την με αριθμ…… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….), τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εκκαλούσα α) με αριθμ…….. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της, ………, που λήφθηκε νομότυπα, στα πλαίσια της πρωτόδικης δίκης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος να παραστεί σ αυτή (βλ. τη με αριθμό …….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….. β) την με αριθμό ……… ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της, ……. ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιά, μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος να παραστεί σ αυτή (βλ. ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά), και παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη και γ) την με αριθμό ……. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εκκαλούσας-εναγόμεμης, ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη και νόμιμη κλήτευση του εφεσιβλήτου να παραστεί σ αυτή (βλ. την με αριθμό …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …..) και επιτρεπτώς προσκομίζεται στο παρόν Δικαστήριο και θα ληφθεί υπόψη, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον εφεσίβλητο, αφού ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επιτρέπονται, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη, κατ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως (βλ. και ΑΠ 1114/2011, ΑΠ 1132/2007, ΑΠ 678/2007, ΑΠ 1395/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος), ως εν προκειμένω και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία είναι ναυτιλιακή εταιρία και δη διαχειρίστρια εταιρία ποντοπόρων φορτηγών πλοίων του Α.Ν 89/1967, εδρεύουσα στη ………. και εγκατεστημένη στον Πειραιά, επί της οδού ……… Η τελευταία προσέλαβε τον ενάγοντα- ο οποίος, σημειωτέον στο παρελθόν ουδέποτε, ως και ο ίδιος ομολογεί, απασχολήθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και δη με την ειδικότητα του βοηθού λογιστή ή του λογιστή, που επικαλείται στην αγωγή του ότι εργάστηκε στην εναγόμενη, αφού πριν την πρόσληψή του από αυτήν εργαζόταν ως ελεύθερος επαγγελματίας και δη οδηγός ταξί- προκειμένου να απασχοληθεί σ αυτήν ως υπάλληλος γραφείου έναντι των νόμιμων μικτών ελάχιστων αποδοχών που προβλέπονται στην από 7.4.2011 συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε διαχειρίστριες εταιρίες ποντοπόρων φορτηγών πλοίων του Α.Ν 89/1967. Κατά τη πρόσληψή του απ αυτήν ο ενάγων, ήταν έγγαμος, έχοντας εκπληρώσει 19μηνη στρατιωτική θητεία και πτυχιούχος ΙΕΚ με ειδικότητα Διοικητικό και Οικονομικό Στέλεχος Επιχειρήσεων. Συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως απασχολείται ο ενάγων κατά το σύστημα της πενθήμερης εργασίας και συγκεκριμένα κατά τις ημέρες Δευτέρα έως και Παρασκευή, από τις 09.00 και 17.00. Οι διάδικοι ερίζουν ως προς το χρόνο πρόσληψης και έναρξης της εργασιακής απασχόλησης του ενάγοντος στην εναγόμενη, ο οποίος κατά τον ενάγοντα είναι αυτός 11.1.2011 ενώ κατά την εναγόμενη είναι αυτός της 23.8.2011, επικαλούμενη ιδίως τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ αυτήν σχετικά έγγραφα αναγγελίας της πρόσληψής του και καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, στα οποία αναγράφεται ο επικαλούμενος απ αυτήν ως άνω χρόνος πρόσληψης, ισχυριζόμενη προσέτι ότι πριν από τον χρόνο πρόσληψής του σ αυτήν είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους να έρχεται εθελοντικά ο ενάγων σ αυτήν, χωρίς να αμείβεται και χωρίς να τηρεί ορισμένο ωράριο, με σκοπό, κατά τα αναγραφόμενα επί λέξει στο εφετήριο, «να εξοικειωθεί με το ναυτικό περιβάλλον και να αρχίσει να μαθαίνει ό, τι μπορεί για το χώρο». Από τη συνεκτίμηση του συνόλου του παραπάνω εισφερόμενου στο Δικαστήριο αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι ο ενάγων δεν προσελήφθη από την εναγόμενη και δεν εργαζόταν σ αυτήν από τον επικαλούμενο απ αυτήν ως άνω χρόνο, ήτοι από τις 23.8.2011 αλλά από τις αρχές Ιανουαρίου του 2011 και δη από τις 11.1.2011 που αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ αυτόν αντίγραφα των από 11.3.2011, 31.3.2011, 21.4.2011 και 5.8.2011 εντολών της εναγομένης προς την τράπεζα ……. Bank, εκ των οποίων προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε από την ως άνω Τράπεζα, για λογαριασμό της εναγομένης και παραδόθηκαν σ αυτόν, κατόπιν εντολών της, το ποσό των 12.000,00 ευρώ, καθώς, κατά τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό, το ισάξιο σε ευρώ, του συνολικού ποσού των 57.000,00 δολαρίων ΗΠΑ. Η παράδοση σ αυτόν, από την ως άνω Τράπεζα, κατόπιν εντολών της εναγόμενης, των – διόλου ευκαταφρόνητων – ως άνω ποσών, καταδεικνύει ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε αυξημένη σχέση εμπιστοσύνης, υπερβαίνουσα τους στόχους της εκπαίδευσης και μαθητείας του ενάγοντος, που κατά την εναγόμενη, απέβλεψαν οι διάδικοι κατά το χρονικό αυτό διάστημα που προηγήθηκε της 23.8.2011, που εντάσσεται, κατά την κοινή πείρα και λογική, στα πλαίσια συμβάσεως εξαρτημένης σχέσεως εργασίας, ενόψει της επανειλλημένης εκτέλεσης των ως άνω εργασιών και δη με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου, με την οποία προσλήφθηκε ο ενάγων από την εναγόμενη, κατά τα ανωτέρω. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια δέχτηκε ως προς το χρόνο έναρξης της εργασιακής απασχόλησης του ενάγοντος στην εναγόμενη ορθά εκτίμησε, ως προς το ζήτημα αυτό, τις αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από την τελευταία υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεσή της και το σχετικό λόγο αυτής (υπ.στοιχ. 2 στο εφετήριο) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η εργασία του ενάγοντος στην εναγόμενη καθ όλο το διάστημα που απασχολήθηκε σ αυτήν και δη έως τις 6.5.2014, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε την εργασιακή του σύμβαση ήταν αυτή του υπαλλήλου γραφείου, η οποία αναγράφεται τόσο στην από 23.8.2011 έγγραφη σύμβαση πρόσληψής του, στους προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από την εναγόμενη πίνακες προσωπικού καθώς και στην 6.5.2014 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Συγκεκριμένα ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του στην εναγόμενη ασχολούνταν, υπό την καθοδήγηση του προ’ι’σταμένου του με διοικητικές-υποστηρικτές εργασίες της εταιρίας για την αποτελεσματικότερη λειτουργία αυτής, ήτοι εξωτερικές εργασίες, συναλλαγές με τράπεζες, γραμματειακή υποστήριξη κλπ, αντικείμενο εργασίας, που με βάση τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) συνάδει με αυτό του υπαλλήλου γραφείου και όχι του βοηθού λογιστή, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος προσλήφθηκε από την εναγόμενη ή του λογιστή, που κατά την αγωγή από τις 11.5.2012 και έκτοτε εργάστηκε σ αυτήν. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχτηκε από τη συνεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ότι ο ενάγων από τις 11.5.2012 και έκτοτε υπεύθυνα κατεύθυνε και παρακολουθούσε την εφαρμογή του όλου λογιστικού συστήματος της εργοδότριας του εταιρείας, ούτε επίσης ότι τηρούσε τα προβλεπόμενα από το νόμο λογιστικά βιβλία και συνέτασσε τις οικονομικές καταστάσεις και ισολογισμούς στην εταιρία, ώστε η εργασία την οποία προσέφερε σ αυτήν να είναι, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης (υπό στοιχ.ΙΙ) αυτή του λογιστή, ως αυτός επικαλείται αλλά και ούτε και του βοηθού λογιστή, κατά το πρότερον αυτής χρονικό διάστημα. Αλλωστε, δε συνάδει με την κοινή λογική, η εναγόμενη, η οποία εκ του αντικειμένου της δραστηριότητάς της, ήτοι αυτής της ναυτιλιακής εταιρίας, διακινεί μεγάλα χρηματικά ποσά και η διαχείριση των συναλλαγών της με το Ελληνικό Δημόσιο, υποκείμενη σε ιδιαίτερο φορολογικό καθεστώς, τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, τις τράπεζες και τους προμηθευτές της, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένη και απαιτητική, να αναθέσει τη διεκπεραίωση των φορολογικών και οικονομικών ζητημάτων της σε έναν άνθρωπο με ελάχιστη γνώση περί της λογιστικής επιστήμης, ως ο ενάγων, ο οποίος για πρώτη φορά εργάστηκε με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, το πρώτον, σε ηλικία 41 ετών, εργασθείς μέχρι τότε σε άσχετες τελείως με λογιστικά και ναυτιλιακά θέματα εργασίες, αφού κατά τα προαναφερόμενα πριν την πρόσληψή του από την εναγόμενη εργαζόταν ως οδηγός ταξί, να τον προσλάβει ως βοηθό λογιστή και να τον «αναβαθμίσει» σε σύντομο χρονικό διάστημα, και δη με την παρέλευση ενός έτους από την πρόσληψή του, ως λογιστή, ως επικαλείται ο ενάγων στην αγωγή του. Ουδόλως, επίσης αποδείχτηκε από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό ότι ο ενάγων καθ όλο το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στην εναγόμενη εργάστηκε πέραν του ως άνω ωραρίου του καθώς και το Σάββατο, ως επικαλείται στην αγωγή του. Σε αντίθεση κρίση δε μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από τις καταθέσεις των εξετασθέντων επιμελεία του ενάγοντος μαρτύρων και δη της ………., που εξετάσθηκε απ αυτόν πρωτόδικα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς της ………., που περιλαμβάνεται στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απ αυτόν ως άνω ένορκη βεβαίωση που προς επίρρωση των εκτιθέμενων στην αγωγή του ενάγοντος, καταθέτουν ότι αυτός ήταν αρχικά βοηθός λογιστή και από τον Μάιο του 2012 ήταν ο μοναδικός λογιστής της εταιρίας και ότι εργάστηκε σ αυτήν πέραν του ωραρίου του και τα αναφερόμενα στην αγωγή Σάββατα, καταθέσεις που μη εναρμονιζόμενες με τα ως άνω αποδειχθέντα δεν κρίνονται αξιόπιστες. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του ενάγοντος, ο οποίος εργάστηκε για το χρονικό διάστημα από 11.1.2011 έως 6.5.2014, ως υπάλληλος γραφείου, στην εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία, που υπάγεται, κατά τα προαναφερόμενα στις διατάξεις του Α.Ν 89/1967, ως αυτός τροποποιήθηκε κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του Ν.27/1975, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις της από 7.4.2011 εθνικής κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε διαχειρίστριες εταιρίες ποντοπόρων φορτηγών πλοίων του Α.Ν 89/1967, καθώς και της από 14.5.2013 εθνικής κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε διαχειρίστριες εταιρίες ποντοπόρων φορτηγών πλοίων του Α.Ν 25 του Ν.27/1975 και των οριζομένων σ αυτές, σύμφωνα με τις οποίες, μεταξύ άλλων α) ο χρόνος της διανυθείσας στρατιωτικής θητείας ως στρατευσίμου ή εθελοντή θεωρείται ως χρόνος πραγματικής προ’υ’πηρεσίας και συνυπολογίζεται στην προϋπηρεσία του μισθωτού για την μισθολογική του κατάταξη σύμφωνα (άρθρο 2 παρ.3 των ως άνω συμβάσεων β) στους εγγάμους, ως ο ενάγων, χορηγείται επίδομα γάμου 10% (άρθρο 3 παρ.1 ) γ) στους μισθωτούς των ως άνω συμβάσεων χορηγείται επίδομα τριετιών σε ποσοστό 5% για κάθε τριετία πραγματικής υπηρεσίας ή και προϋπηρεσίας και μέχρι συμπληρώσεως έξι τριετιών (άρθρο 3 παρ.3, που σύμφωνα με την τελευταία προαναφερόμενη σύμβαση η ισχύς αυτού αναστέλλεται μέχρι τη λήξη της ισχύος της τελευταίας). Κατόπιν τούτων και των εκτενώς οριζόμενων στις ως άνω συμβάσεις στον ενάγοντα, ο οποίος υπάγεται στο υπαλληλικό προσωπικό, ήταν έγγαμος και ναι μεν είχε μηδενική προϋπηρεσία πριν από την πρόσληψή του από την εναγόμενη, πλην, όμως, κατά τα προαναφερόμενα, ως χρόνος προ’υ’πηρεσίας θεωρείται ο χρόνος της στρατιωτικής του υπηρεσίας (21.1.1991 έως 21.8.1992=19 μήνες) για το χρονικό διάστημα από 11.1.2011 έως και 10.6.2011 έπρεπε να του καταβληθούν από την εναγόμενη, κατά τα οριζόμενα στις ως άνω συμβάσεις, τα κάτωθι ποσά: Α) Από 11.1.2011 μέχρι 31.6.2011 για ΒΜ με έτη υπηρεσίας 1-2 είναι 1201,27 + επίδομα γάμου (10%)=1321,39 ευρώΧ 5 μήνες=6.606,95 ευρώΒ) Από 11.6.2011 έως 30.6.2011 με έτη υπηρεσίας 2-3 για Β.Μ 1246,29+επίδομα γάμου (10%)=1370,91Χ0,66 μήνες=913,02 ευρώ.Γ) Από 1.7.2011 έως 22.8.2011 με έτη υπηρεσίας 2-3 για Β.Μ 1246,29+επίδομα γάμου (10%)=1370,,91Χ1,733 μήνες =2.375,78 .
Ητοι συνολικά για το ως διάστημα από 11.1.2011 έως και 22.8.2011 έπρεπε να του καταβάλει η εναγόμενη το ποσό των (6.606,95+913,02+2.375,78) 9.895,75 ευρώ, ενόψει, όμως, του ότι, για την ως άνω αιτία του επιδικάστηκε λανθασμένα από την εκκαλουμένη απόφαση μικρότερο ποσό, ήτοι το ποσό των 9.725,70 ευρώ και δη το ποσό των 6.496,50 ευρώ για το υπό στοιχ.Α διάστημα, 898,66 ευρώ για το υπό στοιχ.Β διάστημα και 2330,54 ευρώ για το υπό στοιχ.Γ διάστημα), τα ως άνω κεφάλαια της εκκαλουμένης ( ως άνω επιμέρους και συνολικό) δε θα θιγούν αφού, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.V νομική σκέψη σφάλματα της εκκαλουμένης μη προσβληθέντα από τους διαδίκους με λόγους εφέσεως ή αντεφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα από το Εφετείο, ούτε συγχωρείται σ αυτό, αν διαπιστώσει αυτά, ως εν προκειμένω να απαγγείλει εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης, χωρίς την άσκηση εφέσεως ή αντεφέσεως από τον θιγόμενο-εν προκειμένω τον ενάγοντα, ενώ κατά το άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για το εκκαλούντα απόφαση.
Περαιτέρω, για το χρονικό διάστημα από 23-8-2011 έως και 6.5.2014 σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ως άνω συλλογικές συμβάσεις ο ενάγων έπρεπε να λάβει από την εναγόμενη τα κάτωθι ποσά: Α) Για το διάστημα από 23.8.2011 έως 31.12.2011: ΒΜ:1246,29+επίδομα γάμου (10%)=1370,91 ευρώΧ4,266 μήνες=5.848,3 ευρώ. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 4.901,63 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=946,97 ευρώ. Πρωτόδικα, όμως, του επιδικάστηκε για το ως άνω διάστημα λανθασμένα μικρότερο ποσό, ήτοι το ποσό των 938,44 ευρώ, διάταξη της εκκαλουμένης, που με βάση τα προαναφερόμενα ανωτέρω, δε μπορεί να θιγεί αφού ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση.Β) Για το διάστημα από 1.1.2012 έως 10.5.2012: ΒΜ:1246,29 πλέον αυξήσεως 1,7% (κατ άρθρο 2 της από 7.4.2011 ως άνω συλλογικής σύμβασης σύμφωνα με την οποία οι βασικοί μηνιαίοι μισθοί του άρθρου 2 αυξάνονται από 1.1.2012 κατά ποσοστό 1,7%, ενώ σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω σύμβαση οι ως άνω μισθοί όπως αυτοί θα έχουν διαμορφωθεί την 31.7.2012 αυξάνονται από 1.8.2012 έως 31.12.2012 κατά ποσοστό 1%)+επίδομα γάμου (10%)=1394,21Χ4,333 μήνες=6036,92 ευρώ. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 5.063,28 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=973,64 ευρώ.Γ) Για το διάστημα από 11.5.2012 έως 10.6.2012: ΒΜ:1246,29 πλέον αυξήσεως 1,7% +επίδομα γάμου (10%)=1394,21. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 1.168,54 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=225,67 ευρώΔ) Για το διάστημα από 11.6.2012 έως 30.7.2012: ΒΜ:1246,29 πλέον αυξήσεως 1,7% + επίδομα πολυετίας (5%)+επίδομα γάμου (10%)=1.457,58 ευρώΧ1,666 μήνες=2.428,32 ευρώ. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 1.946,79 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=481,53 ευρώ. Πρωτόδικα, όμως, του επιδικάστηκε για το ως άνω διάστημα λανθασμένα μικρότερο ποσό, ήτοι το ποσό των 374,63 ευρώ, κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που με βάση τα προαναφερόμενα ανωτέρω, δε μπορεί να θιγεί αφού ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση.Ε) Για το διάστημα από 11.8.2012 έως 13.5.2013: (Ετη υπηρεσίας 3-4) ΒΜ:1.280,14 ευρώ+ επίδομα πολυετίας (5%)+επίδομα γάμου (10%)=1.472,15 ευρώΧ9,433μήνες=13.886,79 ευρώ. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 11.022,84 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=2.863,95 ευρώ. Πρωτόδικα, όμως, του επιδικάστηκε για το ως άνω διάστημα λανθασμένα μικρότερο ποσό, ήτοι το ποσό των 2225,90 ευρώ, κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που με βάση τα προαναφερόμενα ανωτέρω, δε μπορεί να θιγεί αφού ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση.ΣΤ) Για το διάστημα από 14.5.2013 έως 10.6.2013: ΒΜ:1.121,56 ευρώ+ επίδομα γάμου (10%)= 1233,71 ευρώΧ0,9 μήνες=1.168,54 ευρώ. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 1051,69 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=58,65 ευρώΖ) Για το διάστημα από 11.6.2013 έως 6.5.2014: ΒΜ:1.185,15 ευρώ+ επίδομα γάμου (10%)= 1.303,66 ευρώΧ10,866 μήνες=14.165,77 ευρώ. Ελαβε από την εναγόμενη για το ως άνω διάστημα το ποσό των 12697 ευρώ. Δικαιούνταν ως εκ τούτου τη διαφορά=1468,21 ευρώ. Πρωτόδικα, όμως, του επιδικάστηκε για το ως άνω διάστημα λανθασμένα μικρότερο ποσό, ήτοι το ποσό των 1460,74 ευρώ, κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που με βάση τα προαναφερόμενα ανωτέρω, δε μπορεί να θιγεί αφού ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση.
Αρα δικαιούνταν για το ως άνω χρονικό διάστημα από 23.8.2011 έως 6.5.2014 τη συνολική προκύπτουσα διαφορά ανερχόμενη στο ποσό των 7.018,32 ευρώ, ενόψει, όμως, του ότι, για την ως άνω αιτία του επιδικάστηκε από την εκκαλουμένη απόφαση συνολικά μικρότερο ποσό και δη αυτό των 6.260,44 ευρώ, τα ως άνω κεφάλαια της εκκαλουμένης (συνολικό και τα ως άνω επιμέρους) δε θα θιγούν, αφού, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα ανωτέρω ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, ενώ δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση.
Περαιτέρω ο ενάγων έπρεπε σύμφωνα με το νόμο, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙΙ νομικής σκέψης να λάβει από την εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα που εργάστηκε σ αυτήν για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα τα κάτωθι ποσά:
Για το έτος 2011 για δώρο Χριστουγέννων 1370,91 ευρώ και Πάσχα 605,19 ευρώ (ΝΜ1321,39 Χ συντελ:0,458=605,19 ευρώ-βλ. για το ύψος του συντελεστή, Αρχ.Καμπάνταης, Εργατικά Ζητήματα για Μισθωτούς και εργοδότες, έκδ.2004, σελ.556)
Για το έτος 2012 για δώρο Χριστουγέννων 1472,15 ευρώ και Πάσχα 697,10 ευρώ
Για το έτος 2013 για δώρο Χριστουγέννων 1303,66 ευρώ και Πάσχα 736,07 ευρώ και
Για το έτος 2014 για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 32,98 ευρώ (συντελ:0,0253Χ1303,66 μηνιαίος μισθός) και για δώρο Πάσχα 736,07 ευρώ
Ητοι συνολικά έπρεπε να του καταβληθεί από την εναγόμενη για την ως άνω αιτία το συνολικό ποσό των 6.954,13 ευρώ (1370,91+605,19+1472,15 +697,10+1303,66+736,07+32,98+736,07) ευρώ.
Αντί του ως άνω ποσού του καταβλήθηκε από την εναγόμενη για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα το συνολικό ποσό των 4.930,52 ευρώ, ήτοι:
Το 2011 έλαβε για δώρο Χριστουγέννων 670,25 ευρώ, το 2012, για δώρο Πάσχα 608,61 ευρώ και δώρο Χριστουγέννων 1217,22 ευρώ, το 2013 για δώρο Χριστουγέννων 1217,22 ευρώ και δώρο Πάσχα 608,61 ευρώ και για δώρο Πάσχα το έτος 2014 το ποσό των 608,61 ευρώ.
Δικαιούται ως εκ τούτου για την ως άνω αιτία την προκύπτουσα διαφορά ήτοι το ποσό των 2.023,61 ευρώ ( 6.954,13-4.930,52).
Επιπρόσθετα ο ενάγων δικαιούνταν σύμφωνα με το νόμο για επίδομα αδείας τα κάτωθι ποσά και δη:
Για το έτος 2011 το ποσό των 685,45 ευρώ
Για το έτος 2012 το ποσό των 736,07 ευρώ
Για το έτος 2013 το ποσό των 651,83 ευρώ και για
Το έτος 2014 το ποσό των 651,83 ευρώ και συνολικά το ποσό των
2.725,18 ευρώ ( 685,45+736,07+651,83+651,83).
Αυτός έλαβε από την εναγόμενη κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης για την ως άνω αιτία τα κάτωθι ποσά και δη:
Για το έτος 2011 το ποσό των 321,72 ευρώ
Για το έτος 2012 το ποσό των 584,27 ευρώ
Για το έτος 2013 το ποσό των 584,27 ευρώ και συνολικά το ποσό των
1.490,26 ευρώ ( 321,72+584,27+584,27).
Κατά συνέπεια δικαιούται αυτός την προκύπτουσα για την ως άνω αιτία διαφορά, ήτοι το ποσό των 1234,92 ευρώ ( 2725,18-1490,26).
Περαιτέρω ο ενάγων δικαιούται σύμφωνα με το νόμο για αποζημίωση απόλυσης το συνολικό ποσό των 3.041,87 ευρώ ( 2 μισθοί=1303,66Χ2+1/6).
Αντ αυτού η εναγόμενη του κατέβαλε για την ως άνω αιτία το ποσό των 2.726,59 ευρώ. Δικαιούται ως εκ τούτου την προκύπτουσα διαφορά, ήτοι το ποσό των 315,28 ευρώ (3.041,87-2.726,59).
Η εναγόμενη πρωτόδικα όσο και με την ένδικη έφεσή της αρνήθηκε στο σύνολό της την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι ουδέν οφείλει στον ενάγοντα εκ της εργασιακής τους ως άνω σχέσης και ότι η προκείμενη αγωγή είναι ψευδής και προσχηματική, επικαλούμενη ιδίως την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απ αυτήν 6.5.2014 εξοφλητική απόδειξη, στην οποία ο ενάγων δηλώνει επί λέξει «ότι έλαβε απ αυτήν το ποσό των 4.505,43 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή μου για όλες τις υπηρεσίες που προσέφερα στην εν λόγω εταιρία», γεγονός που κατ αυτήν αποδεικνύει το ουσία αβάσιμο της προκείμενης αγωγής του. Τα ως άνω υποστηριζόμενα από την εναγόμενη είναι με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα. Σημειώνεται δε ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα της ως άνω απόδειξης δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα της εν λόγω απόδειξης ενέχει παραίτηση από τις ως άνω επίδικες αξιώσεις από την προσφορά εργασίας του στη εναγόμενη, ως εμμέσως πλην σαφώς υποστηρίζει η εναγόμενη, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙV νομικής σκέψης, χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, ενόψει των προαναφερόμενων στην ίδια ως άνω σκέψη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (αρθρ. 454 ΑΚ), καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή των νόμιμων αποδοχών του και των αξιώσεών του για δώρα εορτών, επιδόματα αδείας και αποζημίωση απόλυσης, ως στην προκείμενη περίπτωση. Σημειώνεται, τέλος, ότι από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο σχήματισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τα ως άνω αποδειχθέντα και δη ως προς την φύση της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος στην εναγόμενη ( υπάλληλος γραφείου), την έναρξη αυτής και τις οφειλόμενες αποδοχές του με βάση τα τυπικά του προσόντα και την προϋπηρεσία του και ως εκ τούτου δε συντρέχει λόγος επανάληψης της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προκειμένου να διαταχθεί από το Δικαστήριο η προσκομιδή, ως αιτείται η εναγόμενη-εκκαλούσα α) βεβαίωσης του ΟΑΕΔ για το εάν ο ενάγων ήταν κάτοχος κάρτας ανεργίας για το χρονικό διάστημα από 11.1.2011 έως 22.8.2011 και εάν έχει λάβει επίδομα ανεργίας για το διάστημα αυτό β) βεβαίωσης του … College με το αιτούμενο απ αυτήν αναλυτικά αναφερόμενο στην προσθήκη των προτάσεών της περιεχόμενο ώστε να καταδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η γνησιότητα ή μη του προσκομιζόμενου πτυχίου του ενάγοντος (Bachelor Degree in SHIPPING & BUSINESS EDUCATION-COLLEGE) μετά της αναλυτικής βαθμολογίας του ενάγοντος, απορριπτομένων των σχετικών αιτημάτων της.
Ενόψει των παραπάνω έπρεπε η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της, ως προς την κύρια βάση της, μόνο κατά τα ως άνω αγωγικά της κονδύλια, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 19.559,95 ευρώ (9.725,70+6.260,44+2.023,61+1234,92+315,28) και να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ενόψει των προαναφερομένων και του αναφερόμενου στην αρχή της παρούσας αγωγικού αιτήματος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.089,35 ευρώ ( 9.725,70 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές από 11.1.2011 έως 22.8.2011+ τα κάτωθι ποσά που αντιστοιχούν σε διαφορές μισθών του χρονικού διαστήματος από 23.8.2011 έως 6.5.2014, ήτοι 938,44 ευρώ για το υπό στοιχ.2Α κονδύλιο της αγωγής+1199,31 ευρώ για τα υπό στοιχ.2Β και 2Γ κονδύλια της αγωγής+2.225,90 ευρώ για το υπό στοιχ.2Ε κονδύλιο της αγωγής), κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, να αναγνωρισθεί δε ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για λοιπές (ήτοι πλην των ανωτέρω) διαφορές μισθών, διαφορές για δώρα Χριστουγέννων-Πάσχα, επιδόματος αδείας και οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, το συνολικό ποσό των 5.470,6 ευρώ, νομιμοτόκως όσον μεν αφορά τους μισθούς και τις διαφορές αυτών από το τέλος κάθε αντίστοιχου μήνα που αφορούν, για τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2011 – 2014 από την 30ή Απριλίου και την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους, τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 έως και 2013 από την επόμενη ημέρα του τέλους του ημερολογιακού έτους στο οποίο γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις, ενώ για την αποζημίωση απόλυσης και το επίδομα αδείας του έτους 2014 από την 7-5-2014 (επομένη λύσεως της σχέσεως εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία οφείλεται τόκος υπερημερίας), κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας.
Συμπερασματικά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε ότι ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη ως υπάλληλος γραφείου το πρώτον στις 11.1.2011 και όχι στις 23.8.2011 ορθά εκτίμησε ως προς το ζήτημα αυτό τις αποδείξεις. Εσφαλε, όμως, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφ ενός μεν κρίνοντας ότι ο ενάγων εργάστηκε πέραν του οκταώρου και τα Σάββατα, αφ ετέρου δε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, υποχρεώνοντας εσφαλμένα την εναγόμενη να καταβάλει νομιμοτόκως στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.092,21 ευρώ και αναγνωρίζοντας ότι οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.565,85 ευρώ, ενώ, κατά τα προαναφερόμενα, έπρεπε να υποχρεώσει αυτήν να του καταβάλει το ποσό των 14.089,35 ευρώ και να αναγνωρίσει ότι υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.470,6 ευρώ, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα ανωτέρω, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμων και κατ ουσίαν των σχετικών λόγων της έφεσης (υπό στοιχ.1-3), κατ ορθή εκτίμηση αυτών.
Υστερα από τα προαναφερόμενα πρέπει η έφεση της εκκαλούσας-εναγόμενης να γίνει δεκτή και ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.Περαιτέρω πρέπει, αφού εξαφανιστεί (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα απόφαση, κατά τα προαναφερόμενα, είτε γιατί δεν προσβλήθηκαν με έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος είτε γιατί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης απορρίφθησαν, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΑΠ 748/1984, 779/1984 ΕλλΔνη 26, 642), να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί στην ουσία της, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ ουσίαν, ως προς την κύρια βάση της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.089,35 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά ανωτέρω, να αναγνωρισθεί δε ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.470,6 ευρώ, νομιμοτόκως όσον μεν αφορά τους μισθούς και τις διαφορές αυτών από το τέλος κάθε αντίστοιχου μήνα που αφορούν, για τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2011 – 2014 από την 30ή Απριλίου και την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους, τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 έως και 2013 από την επόμενη ημέρα του τέλους του ημερολογιακού έτους στο οποίο γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις, ενώ για την αποζημίωση απόλυσης και το επίδομα αδείας του έτους 2014 από την 7-5-2014, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά ανωτέρω. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη, ως εν μέρει ηττηθείσα, να καταδικαστεί και στο μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3553/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθ.……. αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ως άνω αγωγή κατά ένα μέρος της.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (14.089,35 ευρώ) και ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ και εξήντα λεπτών (5.470,6 ευρώ), με το νόμιμο τόκο των επί μέρους ποσών κατά τις στο σκεπτικό της παρούσας διαλαμβανόμενες διακρίσεις.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριο του την 21η Ιανουαρίου 2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ