Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 51/2019

Αριθμός     51/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση των ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της υπ’ αριθ. 2839/2016 οριστικής απόφασης  του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, που δίκασε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από 19.2.2014 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……… αγωγή τους έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της γνήσιας προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρα 19,  495§1, 511, 513, 516§1, 517, 518, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι από τη μελέτη του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης σε έκαστο των εκκαλούντων στις 2.2.2017 (βλ. τις υπ’ αρ. …. και …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. αντίστοιχα), το δε δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 3.3.2017 (βλ. την από 3.3.2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματέως του ανωτέρω Δικαστηρίου). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της έχει προκατατεθεί από τους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ,  πρέπει η ως άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στον περιορισμό της κατάχρησης των δικονομικών δυνατοτήτων, επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστης. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αλήθειας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος (βλ. ΕφΘεσ 383/2009 ΕφΑΔ 2009.1088, ΕφΛαρ 138/2004 Αρμ 2004.741, ΕφΑθ 4340/1988 ΕλλΔνη 31.377, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ άρθρο 116 αρ. 12). Κατά τη διασκευή του καθήκοντος αλήθειας προφανώς ο νόμος προσανατολίζεται στην υποκειμενική και όχι στην αντικειμενική αλήθεια, καθώς οι διάδικοι οφείλουν να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην υπόθεση έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, χωρίς όμως να υποχρεούνται και σε διαπίστωση της αντικειμενικής τους αλήθειας (βλ. ΕφΑθ 7752/1991 ΕλλΔνη 34.1637, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ άρθρο 116 αρ. 12). Περαιτέρω,  από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται η πρόκληση και η επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους, η οποία επιτυγχάνεται δια της παραπλάνησης του άλλου, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων. Δεδομένου δε ότι δεν είναι αναγκαία ταύτιση μεταξύ του ζημιωθέντος και του παραπλανηθέντος, η απάτη δύναται να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται ψευδής ισχυρισμός, συνοδευόμενος με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευθέντων εγγράφων ή και γνησίων, αλλά με αναληθές περιεχόμενο ή με άλλα παρόμοια αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 794/2003 ΠοινΛογ 2003.785, ΑΠ (Συμβ.) 404/2002 ΠοινΧρον 52.984). Εξάλλου, η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, που προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος, επισύρει μεν κατά του παραβάτη ποινές τάξης κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, δεν παρέχει όμως πάντοτε στον αντίδικο του παραβάτη, που ενδεχομένως βλάπτεται από αυτή στα περιουσιακά του δικαιώματα ή την προσωπικότητά του, τη δυνατότητα να αξιώσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Έτσι, εκείνος που άσκησε εν γνώσει του ουσιαστικά αβάσιμη αγωγή, η οποία παρ’ όλα αυτά έγινε δεκτή τελεσίδικα, δεν είναι επιτρεπτό, ακόμα και όταν η συμπεριφορά του εμπίπτει στις προβλέψεις του άρθρου 919 ΑΚ, να εξαναγκαστεί δικαστικά σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση για ό,τι ο αντίδικός του έχασε ή έπαθε εξαιτίας της τελεσίδικης παραδοχής της αβάσιμης αγωγής, αφού κάθε άλλη αγωγή, με την οποία αξιώνεται αποζημίωση από την ως άνω αιτία αποκλείεται, κατά την κρατούσα γνώμη που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, γιατί αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση. Επιπρόσθετα,  κατά το άρθρο 333 § 1 ΚΠολΔ, οι διάδικοι και οι διάδοχοί τους δεν μπορούν να προσβάλουν την απόφαση για δόλο κάποιου διαδίκου ή τρίτου, παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται αναψηλάφηση. Η έννοια της διατάξεως αυτής είναι ότι ο διάδικος ή οι διάδοχοι αυτού δεν μπορούν, επικαλούμενοι δόλο του αντιδίκου ή τρίτου, να προσβάλουν την απόφαση, παρά μόνο αν η δόλια ενέργεια συνιστά ορισμένο λόγο αναψηλαφήσεως και μόνο με το ένδικο αυτό μέσο και μέσα στην προβλεπομένη για την άσκησή του  προθεσμία.  Ο λόγος της διατάξεως αυτής είναι ότι το δεδικασμένο σκοπό έχει να ικανοποιήσει το δημόσιο συμφέρον, που απαιτεί την εξασφάλιση της αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, την διατήρηση βεβαιότητος στο δίκαιο και την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Δηλαδή, η διάσπαση του δεδικασμένου που αποκτήθηκε με δόλο, δεν επιτρέπεται ούτε έμμεσα με την άσκηση από το διάδικο που νικήθηκε αγωγής αποζημίωσης κατά του νικήσαντος, κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, αφού, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτίας, η ζημία του ενάγοντος δεν προήλθε από τη δικαστική απόφαση ή την εκτέλεση αυτής, αλλά από τις δόλιες ενέργειες του αντιδίκου, η δε μείωση της περιουσίας του ενάγοντος από την εκτέλεση της απόφασης δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919, αφού με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί ότι αποτελεί νόμιμη υποχρέωση του καταδικασθέντος (ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 1571/1987, ΕφΛαρ 289/2014, ΕφΘεσ 383/2009, ΕφΛαρ 138/2004, ΕΑ 9392/2001, ΕΑ 7604/1995, δημοσιευμένες στη Νόμος, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένον, έκδ.1983, σελ.376-380).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  στην κρινόμενη από 19-2-2014  και με αριθμό κατάθεσης ……  αγωγή τους που κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθεταν ότι ο πρώτος εναγόµενος άσκησε, τόσο κατά της κοινοπραξίας µε την επωνυµία «…………», όσο και κατά των ιδίων ως µελών της, την από 3-1-2006 και µε αριθµό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, µε την οποία ισχυρίσθηκε ότι στις 4-10-2015, υπέστη ατύχημα, το οποίο οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των νυν εναγόντων. Ακολούθως ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι εξαιτίας του ατυχήµατος υπέστη μόνιμη βλάβη της υγείας του δεδομένου ότι μειώθηκε η όρασή του, εµφάνισε καρδιολογικά προβλήματα και προβλήματα στον δεξί του ώμο και ζητούσε να υποχρεωθούν η κοινοπραξία και οι νυν ενάγοντες να του καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ότι επίσης ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε την από 3-1-2006 έγκληση κατά της κοινοπραξίας και των µελών της µε ίδιο περιεχόμενο, ζητώντας την καταδίκη του πρώτου απ’ αυτούς. Ότι προς υποστήριξη της αναληθούς έγκλησης και αγωγής του πρώτου εναγόμενου εξετάστηκε η  σύζυγός του – δεύτερη εναγόμενη στις 9-3-2006 ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, στις 6-11-2008 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στις 14-3-2013 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, η οποία κατέθεσε όσα στην κρινόμενη αγωγή αναφέρονται. Ότι η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμό 1.869/2009 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε με την 4157/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και η κοινοπραξία και οι ενάγοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, σε εκτέλεση αυτών στον νυν πρώτο εναγόμενο το ποσό των 80.000 ευρώ. Ότι στην αγωγή του, στην έγκληση και στις προτάσεις του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στην έφεση και στις προτάσεις της εφέσεώς του, αλλά και ο ίδιος προφορικά στις 14/3/2013 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, παραποιούσε την πραγματικότητα δόλια και ενσυνείδητα, εμφανίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του, η δε β’ εναγόμενη αυτόν (πρώτο εναγόμενο), ως άτομο που τελούσε σε πλήρη αδυναμία και ανικανότητα να μετακινηθεί μόνος του χωρίς συνοδό, έχοντας πλήρως, οριστικώς και δια βίου αποκοπεί από δραστηριότητες που απολάμβανε στο παρελθόν, όπως συμμετοχή σε αγώνες δρόμου αντοχής. Ότι ο πρώτος εναγόμενος με την άμεση συνέργεια της δεύτερης, διέπραξε απάτη και πέτυχε να παραπλανήσει τη Δικαιοσύνη και να τους αποσπάσει, δια των ως άνω αποφάσεων,  χωρίς  νόμιμη αιτία χρηματικά ποσά που δεν του όφειλαν διότι, ενώ εμφανιζόταν αδύναμος και ανίκανος προς μετακίνηση, ξεκινώντας χρονικά αμέσως μετά την κατάθεση της από 3-­1-2006 μήνυσης και αγωγής και της από 9-3-2006 κατάθεσης της δεύτερης εναγόμενης στον Πταισματοδίκη Πειραιά,  αυτός (πρώτος εναγόμενος) κατά τις ημερομηνίες 12-3-2006,  26-3-2006, 18-­3-2007,  30-9-2007, 16-11-2008,  24-5-2009,  6-9-2009,  22-5-2011,  29-5-2011,  5-6-2011,  4-9-2011,  13-1-2013,  17-4- 2013, 26-5-2013, 1-6-2013 και 29-9-2013, τουλάχιστον, έλαβε μέρος σε αγώνες δρόμου, στους οποίους για να αντεπεξέλθει κανείς πρέπει να είναι απολύτως υγιής και δεν θα μπορούσε αν είχε τον ελάχιστο τραυματισμό ή ενόχληση. Ότι εξαιτίας της δόλιας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, που αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, υπέστησαν αποθετική ζημία ύψους 240.000 ευρώ που αντιστοιχεί στις εισπράξεις που θα κέρδιζαν σε περίπτωση ανάληψης δύο έργων αντιπαροχής, η οποία ακυρώθηκε εξαιτίας εσφαλμένων εντυπώσεων για αναξιοπιστία τους και 103.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσό που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον πρώτο εναγόμενο σε εκτέλεση των ως άνω δικαστικών αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για δικηγορικές αμοιβές και παράβολα-δικαστικά ένσημα. Ότι περαιτέρω υπέστησαν ηθική βλάβη, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στο δικόγραφο, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 200.000 ευρώ. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσαν,  μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να  τους καταβάλουν το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ (ήτοι 100.000 για αποθετική τους ζημία, 103.000 για θετική τους ζημία και 97.000 ως ηθική τους βλάβη), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος καθενός των εναγομένων, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής, συζητήσεως γενομένης κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 2839/2016 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  αιτούμενοι την εξαφάνισή της  με σκοπό την εξ ολοκλήρου παραδοχή της ασκηθείσας αγωγής τους.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη. Τούτο διότι, οι ενάγοντες,  επικαλούμενοι την εκτιθέμενη στην αγωγή τους άδικη και δόλια συμπεριφορά των εναγόμενων, επιχειρούν έμμεσα να ανατρέψουν το δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη, σύμφωνα με τα ιστορικώς αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και ήδη αμετάκλητη, ως ομολογείται από αυτούς στις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (μετά την έκδοση της με αριθμό 67/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου που απέρριψε την από 7.9.2011 αίτηση αναίρεσης αυτών και της προαναφερόμενης κοινοπραξίας, της οποίας ήταν μέλη κατά της προαναφερόμενης με αριθμό 4157/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών) με αριθμό 1869/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, έχει γίνει τελεσίδικα εν μέρει δεκτή η από 3.1.2006 και με αριθμό καταθέσεως ………… αγωγή του  πρώτου εναγόμενου σε βάρος, μεταξύ άλλων, και των νυν εναγόντων, η οποία  συνεκδικάσθηκε με την από 27.2.2006 και με αριθμό καταθέσεως ……… ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία (απόφαση), για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν και αποτέλεσαν περιεχόμενο και της κρινόμενης αγωγής, υποχρεώθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι εναγόμενοι (ήδη ενάγοντες) να καταβάλουν, εις ολόκληρον στον πρώτο εναγόμενο, ως αποζημίωσή του, το ποσό των 50.000 ευρώ και αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν το ποσό των 30.350 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της ως άνω αγωγής του σε βάρος τους,  εκτιμώντας (οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες) ως «ζημία» τη νόμιμη ως άνω υποχρέωσή τους, που κρίθηκε τελεσίδικα  με την προμνησθείσα απόφαση. Ωστόσο, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι η συμπεριφορά των εναγόμενων εμπίπτει στις προβλέψεις του άρθρου 919 ΑΚ, δεν είναι δυνατόν να εξαναγκαστούν δικαστικά οι τελευταίοι σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση για ό,τι οι ενάγοντες έχασαν ή έπαθαν εξαιτίας της προαναφερόμενης εκτελεσθείσας σε βάρος τους ως άνω με αριθμό 1869/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς, κατά την προμνησθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, κάθε αγωγή, με την οποία αξιώνεται αποζημίωση από την ως άνω αιτία, ουσιαστικά αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη (και ήδη αμετάκλητη) ως άνω απόφαση. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα εκτενώς στην ίδια μείζονα σκέψη, η διάσπαση του δεδικασμένου που αποκτήθηκε με δόλο, δεν επιτρέπεται ούτε έμμεσα με την άσκηση από το διάδικο που νικήθηκε αγωγής αποζημίωσης κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, ως η προκείμενη, καθώς, αφενός η ζημία των εναγόντων δεν προήλθε από τη δικαστική απόφαση ή την εκτέλεση αυτής, αλλά από τις δόλιες ενέργειες των αντιδίκων τους,  αφετέρου η μείωση της περιουσίας των εναγόντων από την εκτέλεση της απόφασης δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, αφού με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί ότι αποτελεί νόμιμη υποχρέωση των καταδικασθέντων-εναγόντων και τότε εναγόμενων, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Κατά συνέπεια, με βάση όλα τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες, απέρριψε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή, ως αντικείμενη στο δεδικασμένο που απορρέει από την προαναφερόμενη με αριθμό 1.869/2009 αμετάκλητη, πλέον, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και συνακόλουθα τυγχάνει αυτή απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, ενόψει του ότι η ερμηνεία των ως άνω κανόνων  δικαίου  που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 και 183 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ’ αυτούς παραβόλου της  έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα, ομοίως, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 2839/2016  απόφασης του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από  τους εκκαλούντες παραβόλου της έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, σε μυστική διάσκεψη,   στον Πειραιά,  στις 6 Δεκεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στις 21 Ιανουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ