ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Δεν συνιστά παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά, εκ μέρους της εναγόμενης ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’, η έκδοση, με βάση τα οριζόμενα στον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού (ΓΚΠ) της τελευταίας, ανακλητικής, του διορισμού του εργαζόμενου σε αυτήν – ενάγοντος, απόφασης του Δ.Σ. της, η οποία έλαβε, εγκύρως, χώρα, μετά τη διαπίστωση, κατόπιν ελέγχου της νομιμότητας των τίτλων πιστοποίησης των προσόντων του, της μη γνησιότητας αυτών και της ένεκα του ως άνω γεγονότος, έλλειψης των απαιτούμενων προσόντων για την πρόσληψή του.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 522/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……………….., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Μπαντουβέρη – Μπαντουβεράκη.
ΚΑΙ της ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ‘’Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.’’ (ΟΛΠ Α.Ε.) που εδρεύει στον Πειραιά (Ακτή Μιαούλη αρ.10) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΝΑΓΩΝ – ΕΚΚΑΛΩΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19-1-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./19-1-2018, αγωγή του κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, εξέδωσε την υπ΄αρ. 2279/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Ο ενάγων – εκκαλών πρόσβαλε την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 22-7-2020 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./23-7-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. …………/23-7-2020.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά, για τη δικάσιμο της 4ης-3-2021, οπότε και ματαιώθηκε, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα του covid 19, ενώ προσδιορίστηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, δυνάμει της υπ΄αρ. 42/5-4-2021 Πράξης της, ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.4786/2021, για τη δικάσιμο της 7ης-10-2021. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η έφεση συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ΄αρ. 600/2021 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της για τον εκεί αναφερόμενο λόγο.
Ήδη, ο καλών – εκκαλών, με την ένδικη από 14-1-2022 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./14-1-2022 κλήση του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω έφεση.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος – εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την προαναφερθείσα από 14-1-2022 κλήση του καλούντος – εκκαλούντος – ενάγοντος κατά της καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητης, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η κρινόμενη έφεσή του, κατά της υπ΄αρ. 2279/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ.3, 621, 622 ΚΠολΔ), μετά την έκδοση επ΄ αυτής της υπ΄αρ. 600/14-12-2021 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση, η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και διατάχθηκε η απόδοση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών, στον τελευταίο, δεδομένου ότι εκ του περισσού είχε κατατεθεί, διότι, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη. Ακολούθως, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσιαστικής βασιμότητάς της (έφεσης) και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα, έκθεση επίδοσης προς αυτόν, της υπ΄αρ. Α 545/2017 απόφασης του Α΄ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ή αντίγραφο της τελευταίας (απόφασης) με σημείωση δικαστικού επιμελητή περί επίδοσης αυτής και της ημερομηνίας που έλαβε χώρα.
I. Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν.3198/1955 ορίζεται ότι, κάθε αξίωση μισθωτού, που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σχέσης. Η προθεσμία αυτή είναι αποσβεστική, διότι, όταν παρέλθει άπρακτη, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος του μισθωτού προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (άρθρο 279 ΑΚ). Αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), αποσκοπεί δε στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτών, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη (Ολ.ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μη κοινοποίηση δηλαδή της αγωγής περί της ακυρότητας της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτήν ουσιαστικές αξιώσεις, όπως την αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας ή απασχόλησης του μισθωτού. Ως εκ τούτου, αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη (του εργαζόμενου δικαιούμενου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική εκ της ακυρότητας αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 1387/2015, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής αποτελεί η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η λύση της εργασιακής σχέσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημίωσης από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (ΑΠ 177/2013, ΑΠ 200/2011, ΑΠ 1284/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας, η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 241 εδ. α ΑΚ, η οποία ισχύει και για την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, αλλά και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 404/2008 ΕΕργΔ 2009.176, Εφ.Λαρ. 5/2014 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014.550). Οι ως άνω προθεσμίες (ήτοι τόσο η τρίμηνη της παρ.1 του άρθρου 6 του Ν. 3198/1955 όσο και η εξάμηνη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού), είναι αποσβεστικές και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, αφετέρου δε, διακόπτονται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008, ΑΠ 1938/2007, ΑΠ 44/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν παρέλθουν άπρακτες οι εν λόγω αποκλειστικές προθεσμίες, επέρχεται απόσβεση των ως άνω δικαιωμάτων, αντίστοιχα. Η παραγραφή που διακόπηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 279 ΑΚ) με την άσκηση αγωγής, λογίζεται, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί αυτή τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι (6) μηνών, οπότε η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 2074/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233, 271 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κλπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (ΑΠ 572/2018, ΑΠ 1521/2013, Εφ.Αιγ. 81/2020, Εφ.Δωδ. 21/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του Ν. 1649/1986, αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσίδικα για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται ως προς όλες τις έννομες συνέπειες ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε (ΑΠ 53/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δίμηνο δε από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατ’ επίκληση της ανωτέρω διάταξης και με τα εξ αυτής πλεονεκτήματα. Ακολούθως, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 41 Ν. 3659/2008, το οποίο ορίζει ότι, ‘’αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε’’. Σύμφωνα λοιπόν με τη νεότερη αυτή διάταξη, η ανωτέρω δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία αφετηριάζεται, αν η απορριπτική απόφαση είναι από την έκδοσή της τελεσίδικη ή εκδόθηκε κατ’ έφεση από δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν όμως χωρεί κατ’ αυτής έφεση, η προθεσμία αρχίζει αφότου η πρωτόδικη απόφαση καταστεί τελεσίδικη δια της παρόδου της προς άσκηση του ένδικου μέσου προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι (η πρωτόδικη απόφαση) έχει επιδοθεί. Η ίδια ως άνω διάταξη περιλαμβάνει μεταβατική ρύθμιση, για την περίπτωση που η νέα αγωγή ασκείται μεν υπό την ισχύ της αλλά η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί ή είχε καταστεί τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (7-5-2008) και η δίμηνη προθεσμία δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί. Συγκεκριμένα προβλέπονται τα εξής: ‘’Αν η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί ή είχε καταστεί τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου’’ (ΑΠ 1039/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 53/2012 ο.π).
III. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται, ότι, προϋποθέσεις, για την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρο 914 ΑΚ) και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας, είναι πράξη παράνομη και υπαίτια, που να συνεπάγεται την προσβολή αυτή. Ειδικότερα, στη σχέση από την παροχή εργασίας, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει την καταδίκη του εργοδότη σε καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, για την άνω αιτία, με την επίκληση της συνδρομής των όρων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, εάν η ενέργειά του σχετικά με την παροχή εργασίας είναι παράνομη, όπως συμβαίνει και όταν αντίκειται στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ και υπαίτια, συνάμα δε συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου, ιδιαίτερα, όταν μειώνεται η επαγγελματική του αξία και η υπόληψή του (ΑΠ 1026/1993, ΑΠ 191/1990, Εφ.Θεσ. 2036/2017, Εφ.Πειρ. 272/2000, Μον.Εφ.Αθ. 69/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η απόλυση προσβάλλει τα συμφέροντα του μισθωτού πλην όμως μόνη αυτή δεν συνιστά καταρχήν προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, εκτός αν συντρέχουν και πρόσθετα περιστατικά, όπως αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη έλαβε χώρα υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζόμενου (ΑΠ 670/2016, ΑΠ 363/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 2836/2017, Μον.Εφ.Αθ. 69/2019 ο.π., Λαδάς, Το δικαίωμα της προσωπικότητας του εργαζομένου, Ν.Β. 2018, σελ. 183).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – εκκαλών, εξέθετε στην ως άνω από 19-1-2018 και με Ε.Α.Κ. ……/2018 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, μετά από δοκιμαστική περίοδο 7 μηνών, εργάστηκε ως μόνιμος υπάλληλος, με την ειδικότητα του λιμενεργάτη, στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ‘’Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.’’ από 10-12-2007 έως 19-1-2016. Ότι, με την υπ΄αρ. 190/29-10-2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της τελευταίας (ΟΛΠ Α.Ε.), η οποία του κοινοποιήθηκε, δυνάμει της υπ΄αρ.πρωτ……/13-1-2016 έγγραφης γνωστοποίησης, στις 19-1-2016, ανακλήθηκε η πρόσληψή του, κατόπιν ελέγχου νομιμότητας του τίτλου σπουδών, του απολυτηρίου γυμνασίου και των πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, που προσκόμισε, μεταξύ άλλων δικαιολογητικών, γι΄ αυτήν. Ζητούσε δε ο ενάγων, την ακύρωση της ανωτέρω ανακλητικής του διορισμού του απόφασης (ως αναιτιολόγητης, αντιβαίνουσας στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς και λόγω πλάνης περί τα πράγματα αλλά και μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσής του), να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, που έλαβε χώρα με την κοινοποίηση της απόφασης αυτής και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 48.222,25 ευρώ, ως οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 19-1-2016 έως 18-1-2018, άλλως, επικουρικά, το ποσό των 3.577,70 ευρώ ως νόμιμη αποζημίωσή του, καθώς και το ποσό των 167.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, λόγω της παράνομης και καταχρηστικής απόλυσής του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο.
Με την υπ’αρ. 2279/2020 οριστική απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απέρριψε την αγωγή τόσο ως προς την κύρια βάση της περί καταβολής μισθών υπερημερίας, ένεκα της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης, όσο και ως προς την επικουρική αυτής περί καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης, ως απαράδεκτη, λόγω της άσκησής της μετά το πέρας της τρίμηνης και εξάμηνης, αντίστοιχα, αποσβεστικής προθεσμίας, που τάσσει ο Ν.3198/1955 (άρθρο 6 παρ.1 και 2) για την άσκηση των αξιώσεων αυτών, ενώ απέρριψε επίσης το αίτημά της περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως νομικά αβάσιμο.
Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.
Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή του, ως προς τα προαναφερθέντα αιτήματά της, με την αιτιολογία ότι αυτή ασκήθηκε μετά την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 και 2 Ν. 3198/1955. Κι αυτό διότι, όπως ισχυρίστηκε καθ΄ υποφορά και πρωτοδίκως -ισχυρισμό στον οποίο δεν απάντησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά τον απέρριψε σιγή- η αποσβεστική αυτή προθεσμία είχε διακοπεί με την άσκηση, εκ μέρους του, αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ως άνω ανακλητικής του διορισμού του απόφασης του Δ.Σ. της εναγόμενης. Κατόπιν δε της απόρριψης της εν λόγω αίτησης, με την υπ΄αρ. Α545/2017 απόφαση του ως άνω διοικητικού Δικαστηρίου, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, άσκησε την ένδικη αγωγή, εντός διμήνου από την ημερομηνία που κατέστη η ανωτέρω απόφαση τελεσίδικη, οπότε θεωρείται, κατά τα προβλεπόμενα από τους προαναφερθέντες νόμους, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης της αίτησης ακύρωσης που απορρίφθηκε.
Από τα προαποδεικτικώς επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από του διαδίκους έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα με την επίδοση σε αυτόν στις 19-1-2016, της υπ΄αρ. 190/29-10-2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης ‘’ΟΛΠ Α.Ε.’’, περί ανάκλησης της από 10-12-2007 προσληψής του. Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς την υπ΄αρ. κατάθεσης …../15-2-2016 αίτηση ακύρωσης, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η ως άνω ανακλητική απόφαση. Επί της αίτησης ακύρωσης, που συζητήθηκε στις 16-3-2017, εκδόθηκε η υπ΄αρ. Α 545/2017 απόφαση του Α3΄ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, κρίνοντας ότι, εφόσον η εναγόμενη – τότε καθ΄ής, είναι ανώνυμη εταιρεία, πρόκειται για ιδιωτική διαφορά για την οποία δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η απόφαση αυτή, η οποία δημοσιεύθηκε στις 16-6-2017 και θεωρήθηκε στις 24-8-2017, επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 4-12-2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών (του οποίου το όνομα δεν διακρίνεται ευκρινώς) επί του αντιγράφου της ως άνω απόφασης, που αυτός προσκομίζει. Επομένως, η παραπάνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη στις 4-12-2017, ήτοι μετά τη πάροδο της προθεσμίας των 60 ημερών, που τάσσει ο νόμος για την άσκηση ένδικου μέσου από την ως άνω επίδοσή της (άρθρο 58 παρ.1,3 Π.Δ 18/89). Περαιτέρω προέκυψε ότι, ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-1-2018 και επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 24-1-2018 (βλ. την υπ΄αρ. ……/24-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….), οπότε ολοκληρώθηκε η άσκησή της. Εφόσον λοιπόν, κατά τα προεκτεθέντα και σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, η αγωγή ασκήθηκε ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου, ήτοι του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών από τότε που η απόφαση του διοικητικού Δικαστηρίου κατέστη τελεσίδικη, λογίζεται, ως προς τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης της τελευταίας που απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Ως προς το αίτημα, επομένως, της ένδικης αγωγής που ταυτίζεται με το αίτημα της απορριφθείσας αίτησης ακύρωσης δηλ. την ακύρωση της υπ΄αρ. 190/29-10-2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης ΟΛΠ Α.Ε., περί ανάκλησης της από 10-12-2007 πρόσληψής του, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το απέρριψε σιγή ως απαράδεκτο, επειδή ασκήθηκε μετά το πέρας της αποσβεστικής προθεσμίας των τριών μηνών. Επίσης, η εκκαλουμένη έσφαλε απορρίπτοντας το αγωγικό αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος ως νομικά αβάσιμο, όπως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, καθώς τα αναφερόμενα στην αγωγή του περιστατικά (ότι δηλαδή η εναγόμενη, ενώ γνώριζε ότι ο ενάγων δεν διέπραξε το αδίκημα της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστού, σχετικά με τα προσκομισθέντα από αυτόν ως άνω δικαιολογητικά για την πρόσληψή του, εντούτοις, τον καταμήνυσε ψευδώς, αφού είχε ανακαλέσει ήδη τον διορισμό του, δυσφημίζοντάς τον, και προσβάλλοντας την προσωπικότητά του), αληθή υποτιθέμενα, στοιχειοθετούν την αξίωση αυτή, κατά τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, εφόσον βέβαια, αποδειχθεί η ουσιαστική βασιμότητά τους.
Πρέπει, συνεπώς, η έφεση, να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ΄ ουσία, γενομένου εν μέρει δεκτού του πρώτου λόγου, αλλά και του δεύτερου λόγου αυτής, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τα προαναφερθέντα σημεία, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να εξεταστεί η ένδικη αγωγή, η οποία, ως προς τα αιτήματά της αυτά, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140 επ. ΑΚ {δεδομένου ότι, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. κρίνονται ανυπόστατες ή άκυρες με βάση τις γενικές διατάξεις περί ακυρότητας των δικαιοπραξιών (Εφ.Κρ.23/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)}, 57, 59, 281, 299, 346, 914, 932 ΑΚ, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Αντίθετα ως προς τα αιτήματα της αγωγής περί καταβολής μισθών υπερημερίας στον ενάγοντα, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και, επικουρικά, αποζημίωσης απόλυσης, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αυτά ως απαράδεκτα επειδή ασκήθηκαν πέραν της τρίμηνης και εξάμηνης, αντίστοιχα, αποσβεστικής προθεσμίας που θέτει ο νόμος (άρθρο 6 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1955), σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην, υπό στοιχείο Ι, νομική σκέψη. Τα παραπάνω αιτήματα δεν είχαν περιληφθεί στην προαναφερθείσα αίτηση ακύρωσης, που άσκησε ο ενάγων αρχικά στο Διοικητικό Εφετείο, οπότε, ως προς αυτά, δεν λογίζεται ότι διακόπηκε με την άσκησή της (αίτησης ακύρωσης) η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία. Ο ενάγων, θα έπρεπε να τα είχε ασκήσει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ακόμη κι αν εκκρεμούσε η -τελικά απορριφθείσα- αίτηση ακύρωσης ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. (βλ. σχετ. και ΑΠ 29/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δε πολιτικό δικαστήριο, είχε την ευχέρεια είτε να κρίνει παρεμπιπτόντως, ως πρόκριμα, το θέμα της εγκυρότητας της ως άνω ανακλητικής πράξης ώστε να αποφανθεί επί του κύρους της καταγγελίας και ακολούθως της βασιμότητας της αξίωσής του περί καταβολής μισθών υπερημερίας ή επικουρικά, αποζημίωσης απόλυσης, είτε, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, να αναβάλλει τη συζήτηση ως προς τα αγωγικά αυτά αιτήματα, μέχρι την περάτωση με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης της εκκρεμούσας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου δίκης που αφορούσε στην ως άνω αίτηση ακύρωσης. Επομένως, ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που αφορούν στην απόρριψη των εν λόγω αιτημάτων της αγωγής, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα του ενάγοντος ………………. και της μάρτυρα της εναγόμενης ……………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ως λιµενεργάτης, µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αρχικά για δοκιµαστική περίοδο 7 µηνών, βάσει της υπό στοιχ. 1/51Μ/2007 προκήρυξης της εναγόμενης, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 217 (Τεύχος Προκήρυξης ΑΣΕΠ), για την πλήρωση 50 θέσεων, κατηγορίας ΥΕ. Ακολούθως, μετά το πέρας της δοκιμαστικής αυτής περιόδου, µε την 213/28-8-2008 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης, η σύµβασή του µετατράπηκε σε αορίστου χρόνου από 23-1-2009. Προκειµένου να προσληφθεί, ο ενάγων συνυπέβαλε µε την από 7-8-2007 αίτησή του, ως τυπικό προσόν και το πτυχίο του ΤΕΕ Α΄ Κύκλου Μαθητείας Ρέντη, ειδικότητας µεταλλικών κατασκευών του μηχανολογικού τοµέα, µε έτος κτήσης το 2003. Επίσης, στα προσκομισθέντα δικαιολογητικά του, συµπεριλαµβανόταν και αντίγραφο του απολυτηρίου του Γυµνασίου … Καβάλας, συνοδευόµενο από υπεύθυνη δήλωση γνησιότητάς του. Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στα δικαιολογητικά του ενάγοντος, στα πλαίσια του ελέγχου νοµιµότητας πτυχίων, πιστοποιητικών και λοιπών στοιχείων του προσωπικού µητρώου των υπαλλήλων, σε εφαρµογή της ΔΙΔΑΔ/Φ.34/45/2843/2014 εγκυκλίου του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναµικού της εναγόμενης απέστειλε στο παραπάνω ΤΕΕ το υπ΄αρ. πρωτ. …../10-3-2015 έγγραφο, ώστε να ελεγχθεί η γνησιότητα του υποβληθέντος ανωτέρω τίτλου, αλλά και στη Δ/νση ΔΕ Καβάλας το υπ΄αρ. πρωτ. ……./30-4-2015 έγγραφο για να ελεγχθεί η γνησιότητα του υποβληθέντος απολυτηρίου. Με το υπ΄αρ. …./1-4-2015 έγγραφό του το ΕΠΑΣ Μαθητείας Ρέντη, γνωστοποίησε ότι, δεν είχε εκδοθεί από τη Σχολή του ο παραπάνω τίτλος σπουδών, ενώ µε το υπ΄αρ. …../Φ.21.1/8-5-2015 έγγραφο, η Δ/νση ΔΕ Καβάλας γνωστοποίησε ότι, ούτε στα αρχεία µητρώου αναγραφόταν µαθητής µε το όνοµα του ενάγοντος, ούτε εµφανιζόταν στο αρχείο πρωτοκόλλου εξερχόµενο έγγραφο µε αρ. ……/12-9-91 και στα βιβλία πράξεων του σχολείου τέτοια µε αρ. …../11-9-91, όπως αναγραφόταν στο υποβληθέν απολυτήριο. Κατόπιν τούτων, κλήθηκε ο ενάγων στις 18-5-2015 σε ακρόαση και συντάχθηκε το σχετικό πρακτικό. Σύµφωνα µε αυτό, ισχυρίστηκε: α) σχετικά µε το πτυχίο της ειδικότητας μεταλλικών κατασκευών του τοµέα μηχανολογικού ΤΕΕ Α κύκλου µαθητείας, ότι, από το έτος 1998 έως το έτος 2006, εργάσθηκε ως τεχνίτης ανοξείδωτου χάλυβα σε όλα τα µεγάλα έργα. Ότι, την περίοδο που εργαζόταν στα έργα του Μετρό, τον πλησίασαν, όπως και άλλους εργαζόµενους, κάποιοι εργοδηγοί και τους είπαν ότι καλό θα ήταν να διαθέτουν πτυχίο ΕΠΑΣ ΟΑΕΔ ειδικότητας τεχνικών μεταλλικών κατασκευών, που µπορούσαν να τους προµηθεύσουν, όπως και έγινε, για το οποίο δεν γνώριζε αν ήταν γνήσιο ή πλαστό και β) σχετικά µε το απολυτήριο του Γυµνασίου …….., ότι ήταν καθόλα γνήσιο και, επειδή έγινε αλλαγή κτιρίου τα έτη 1991-1992, µπορεί, κατά τη µεταφορά του αρχείου, να χάθηκαν κάποια έγγραφα και γι’ αυτό να µην επιβεβαιώνεται η γνησιότητα του απολυτηρίου του. Στη συνέχεια, συντάχθηκε η υπ΄αρ. ……/10-6-2015 εισήγηση για ανάκληση της πρόσληψής του. Στα πλαίσια αυτά η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναµικού της εναγόμενης διερεύνησε και τη γνησιότητα του από 26-7-2007 αποσπάσµατος βεβαίωσης οικογενειακής κατάστασης και του πιστοποιητικού στρατού τύπου Α, τα οποία ο ενάγων διατηρούσε στο προσωπικό του µητρώο και των οποίων βεβαιώθηκε η γνησιότητα. Προέβη δε περαιτέρω και στον έλεγχο νοµιµότητας των πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης του ενάγοντος, τα οποία υπήρχαν στον φάκελό του, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι το υπ΄αρ. πρωτ. ……./2007 δεν ήταν, σύµφωνα µε τον Δήµο Περάµατος, έγκυρο ως προς τη στρογγυλή σφραγίδα και δεν υπάρχει η σφραγίδα του υπαλλήλου που υπογράφει δεξιά, ενώ το υπ΄αρ. πρωτ. ……. (χωρίς ηµεροµηνία έκδοσης) δεν ήταν γνήσιο, καθόσον, τα δύο παιδιά, που αναγράφονταν σ’ αυτό (…….. και ΄………….), δεν ήταν γραµµένα στο δηµοτολόγιό του, ούτε είχαν δηλωθεί στα αντίστοιχα ληξιαρχεία. Ύστερα δε από τις διαπιστώσεις αυτές και την ακρόασή του, σχετικά µε τα τελευταία πιστοποιητικά, εκδόθηκε η επίμαχη υπ΄αρ.190/29-10-2015 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης ΟΛΠ Α.Ε., µε την οποία αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η ακυρότητα της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και ανακλήθηκε η πρόσληψή του, κατ΄ άρθρο 4 παρ.4 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού (ΓΚΠ) της εναγόμενης, δεδομένου ότι, δεν διέθετε κατά το χρόνο της πρόσληψής του τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία είχε προσληφθεί. Η ως άνω απόφαση του κοινοποιήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στις 19-1-2016, δυνάμει της υπ΄αρ.πρωτ……/13-1-2016 έγγραφης γνωστοποίησης. Επίσης, με την απόφαση αυτή αποφασίστηκε η υποβολή του συνολικού φακέλου στην Εισαγγελία, προκειμένου να διερευνηθεί η ενδεχόμενη τέλεση ποινικών αδικημάτων εκ μέρους του ενάγοντος. Κατόπιν δε της με αρ. πρωτ. ……/7-1-2016 έγγραφης αναφοράς της εναγόμενης ΟΛΠ Α.Ε., προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, ασκήθηκε κατά του ενάγοντος, ποινική δίωξη σχετικά με τα ως άνω έγγραφα, για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης. Με το υπ΄αρ. 200/2020 βούλευμα (το οποίο εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο), το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ως προς την ως άνω πρώτη πράξη της πλαστογραφίας, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του ενάγοντος λόγω παραγραφής, καθώς αυτή, μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, τυποποιείται πλέον στο πραγματικό της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 217 ΠΚ (κατάρτιση, νόθευση ή χρήση πλαστού πτυχίου ή πιστοποιητικού γνώσεων ή δεξιοτήτων, με σκοπό την κατάληψη θέσης εργασίας ή τη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα), που έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα. Όσον αφορά δε στη δεύτερη ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, δέχθηκε μεν ότι: Με βάση τα άνω αναφερθέντα πιστοποιητικά και παριστάνοντας ψευδώς (ο ενάγων) στις 7-8-2007 (ημεροχρονολογία υποβολής της αίτησής του) και ακολούθως, στις 10-12-2007, στους αρμοδίους για την πρόσληψή του υπαλλήλους του ΟΛΠ, ότι διέθετε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για να προσληφθεί στη θέση του λιμενεργάτη, προσελήφθη στον ΟΛΠ ως λιμενεργάτης, αρχικά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου για δοκιμαστική περίοδο διάρκειας επτά (7) μηνών, ακολούθως, στις 28-8-2008, όταν η σύμβασή του μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου με την υπ’ αρ. 213/28.08.2008 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΛΠ Α.Ε. και εν συνεχεία στις 23-1-2009, όταν υπεγράφη η σύμβασή του. Ακόμη, στο ως άνω βούλευμα αναφέρεται ότι ο ενάγων (τότε κατηγορούμενος) ‘’Στην πραγματικότητα ουδέποτε είχε φοιτήσει στο Τ.Ε.Ε. Α’ Κύκλου Μαθητείας Ρέντη της ειδικότητας Μεταλλικών Κατασκευών του τομέα Μηχανολογικού, ούτε στο Γυμνάσιο ……., και επίσης δεν ήταν τέκνα του η …….. και ο ……. (…). Με τον τρόπο αυτό και δη εξαιτίας των πλαστών πιστοποιητικών που προσκόμισε, έπεισε τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΟΛΠ, ότι διέθετε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνταν από την προκήρυξη της θέσης, καθώς επίσης ότι υπερτερούσε έναντι των λοιπών ενδιαφερομένων συνυποψηφίων του λόγω της μοριοδότησης επιπλέον 200 μορίων που έλαβε ως τρίτεκνος και πέτυχε την πρόσληψή του στη θέση λιμενεργάτη. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος εργάσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από τις 10-12-2007 που προσλήφθηκε, μέχρι και τις 20-01-2016, που διεγράφη από τα μητρώα του ΟΛΠ, σε εκτέλεση της υπ αρ. 190/29-12-2015 απόφασης του Δ.Σ. του ΟΛΠ, με την οποία ανακλήθηκε η πρόσληψή του, λόγω ακυρότητας της πρόσληψής του, δεδομένου ότι δεν κατείχε τα τυπικά προσόντα για να προσληφθεί. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό, έλαβε συνολικές αποδοχές συνολικού ποσού διακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (256.083,26). Την άνω απατηλή συμπεριφορά ο κατηγορούμενος επέδειξε εξακολουθητικά κατά τις άνω ημερoχρονολογίες (7-8-2007, 10-12-2007, 28-8-2008 και 23-1-2009) και όχι μεταγενέστερα, παρασιωπώντας αθεμίτως την αλήθεια, κατά τους χρόνους καταβολής των μηνιαίων μισθών του’’. Ωστόσο, παρά τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι δεν υπέστη ζημία η εναγόμενη εταιρεία από την ανωτέρω απατηλή συμπεριφορά του ενάγοντος, διότι, τις αποδοχές του τελευταίου, αυτή θα κατέβαλε σε οποιοδήποτε εργαζόμενο απασχολούσε κατά τον ίδιο χρόνο, υπό τις ίδιες συνθήκες, μη στοιχειοθετούμενης, ως εκ τούτου, της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, οπότε αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία ως προς αυτήν. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, η επίμαχη ως άνω απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης περί ανάκλησης του διορισμού του και, η συνεπεία αυτής, καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, είναι άκυρη λόγω πλάνης, σε κάθε δε περίπτωση ως παράνομη και καταχρηστική, αφενός μεν διότι δεν καταβλήθηκε σε αυτόν η νόμιμη αποζημίωση (άρθρο 5 παρ.3 Ν.3198/1955), αφετέρου δε ως αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι οι αναφερόμενες σε αυτήν πράξεις, που του καταλογίζονται, δεν είναι αληθείς. Επιπλέον δε, ισχυρίζεται ότι η ως άνω απόφαση είναι αναιτιολόγητη, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.4 του ΓΚΠ της εναγόμενης, εφόσον είχε παρέλθει τριετία από τον διορισμό του, για να γίνει ανάκληση θα πρέπει η παρανομία να οφείλεται σε δόλο του διορισθέντος, γεγονός που δεν αιτιολογείται ειδικά στην επίμαχη ανακλητική απόφαση. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να γίνει χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, αν κατά του εργαζόμενου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη, η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του κ.λπ. (άρθρο 6 παρ.2 Β.Δ. της 16/17-7-20 σε συνδ. με άρθρο 12 Ν.2112/20), όπως στην προκείμενη περίπτωση. Δεν αποδείχθηκε δε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι η μήνυση αυτή ήταν ψευδής, ούτε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης, με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός του, λήφθηκε λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Ειδικότερα, ο ενάγων υποστηρίζει σχετικά με την έλλειψη δόλου του, ως προς τα ως άνω επίμαχα έγγραφα (πτυχίο ΤΕΕ, απολυτήριο γυμνασίου και πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης) τα εξής: Αναφορικά με το πλαστό πιστοποιητικό ΤΕΕ Α΄ κύκλου μαθητείας τεχνίτη μεταλλικών κατασκευών, ότι: ‘’ουδέποτε γνώριζε ότι το ως άνω πιστοποιητικό δεν υφίστατο’’. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, του ενάγοντος είναι προφανώς αβάσιμος, καθώς, εφόσον, όπως παραδέχεται, δεν είχε ποτέ φοιτήσει στο εν λόγω Τ.Ε.Ε., πως ήταν δυνατόν να υφίσταται σχετικό (γνήσιο) πτυχίο περί της μαθητείας του. Εξάλλου, ο ενάγων επικαλείται ότι, στην ως άνω από 7-8-2007 αίτηση για την πρόσληψή του, αναφέρει ότι είχε ένα τέκνο, γεγονός που ίσχυε τότε. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί ότι, στα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά του, περιλαμβάνονταν και τα επίμαχα ανωτέρω αναφερόμενα πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης, στα οποία φέρεται να έχει τρία τέκνα, μοριοδοτήθηκε δε, κατά τα προεκτεθέντα, για τον διορισμό του, ως τρίτεκνος. Γνώριζε, βέβαια, ότι δεν είναι αληθές ότι είναι τρίτεκνος, καθώς και ότι τα αναφερόμενα στο πιστοποιητικό επιπλέον δύο τέκνα (……… και ……), δεν είναι δικά του, αλλά του αδερφού του. Ποιός, άλλωστε, είχε συμφέρον να κατασκευάσει και να κάνει χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων, παρά ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος και ωφελήθηκε από την προσκόμισή τους. Ο ισχυρισμός του ότι, τα έγγραφα αυτά τα κατέθεσε η σύζυγός του, επειδή αυτός εργαζόταν, επίσης δεν αναιρεί τα παραπάνω. Τέλος, όσον αφορά στο απολυτήριο γυμνασίου του, ο ενάγων υποστηρίζει ότι ήταν γνήσιο. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του αυτού, προσκομίζει τις υπ΄αρ. ………../12-1-2016 ένορκες βεβαιώσεις των ……….., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν, ενώπιον της συμβολαιογράφου Χρυσούπολης Ν. Καβάλας ……….., δύο περίπου έτη πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, οπότε λαμβάνονται υπόψη ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 424/2018, ΑΠ 800/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι παραπάνω μάρτυρες, αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους, ότι ήταν συμμαθητές με τον ενάγοντα και αποφοίτησαν μαζί από το Γυμνάσιο ……. Καβάλας. Οι μαρτυρίες, όμως, αυτές, δεν αρκούν για να αναιρέσουν τα αναφερόμενα στο ως άνω δημόσιο έγγραφο της Δ/νσης Δ.Ε. Καβάλας µε αρ. πρωτ. ……/8-5-2015, με το οποίο κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη, η απάντηση του Δ/ντή του Γυµνασίου …… όπου σημειώνεται, μεταξύ άλλων, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ότι, δεν αναγράφεται στα αρχεία µητρώου µαθητής µε το όνοµα ………… που να αντιστοιχεί σε Α.Μ. …., όπως φαίνεται στο απολυτήριο (…). Επιχειρεί δε, ο ενάγων, να αιτιολογήσει το γεγονός αυτό, ισχυριζόμενος ότι, μπορεί τα αρχεία της συγκεκριμένης περιόδου να χάθηκαν, καθώς έγινε μετεγκατάσταση του Γυμνασίου αυτού σε νέο κτίριο, το έτος 1992. Εντούτοις, στην ως άνω απάντηση από τον Δ/ντή του εν λόγω Γυμνασίου, δεν αναφέρεται ότι υπήρξε κάποιο πρόβλημα με τα αρχεία του σχολείου λόγω της μετεγκατάστασής του, αλλά είναι σαφές ότι, στα υφιστάμενα αρχεία, δεν υπάρχει μαθητής με το όνομα του ενάγοντος. Σε κάθε περίπτωση, αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός του ενάγοντος που αφορά στο απολυτήριο, τα λοιπά ως άνω προσκομισθέντα, για τον διορισμό του, πλαστά έγγραφα σχετικά με τα προσόντα και την οικογενειακή κατάσταση αυτού, αρκούν για να δικαιολογήσουν την ανάκλησή του, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, η αιτιολογία στην ανωτέρω απόφαση (υπ΄αρ. 190/29-10-2015) του Δ.Σ. της ΟΛΠ Α.Ε. περί ανάκλησης πρόσληψης του ενάγοντος κατόπιν νομιμότητας του τίτλου σπουδών πρόσληψής του, είναι μεν συνοπτική αλλά επαρκής, αντίθετα με τα όσα αυτός υποστηρίζει. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σ΄ αυτήν ότι ‘’ αποφασίζεται (κατά πλειοψηφία) η ανάκληση της πρόσληψής του ως λιμενεργάτη, κατ΄ άρθρο 4 παρ. 4 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΛΠ Α.Ε., λόγω ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του, δεδομένου ότι δεν διέθετε κατά τον χρόνο της πρόσληψής του τα τυπικά προσόντα της θέσης για την οποία είχε προσληφθεί ’’. Ειδικότερα, αναγράφεται ότι ‘’από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, της υπηρεσιακής εισήγησης και της ενώπιον του Δ.Σ. διαδικασίας προέκυψε ότι πληρούνται οι αντικειμενικοί και οι υποκειμενικοί όροι του ως άνω άρθρου του ΓΚΠ ΟΛΠ Α.Ε., δεδομένου ότι: (α) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο με αρ. πρωτ. …../01-04-20015 έγγραφο ΕΠΑΣ Μαθητείας ΟΑΕΔ Ρέντη, το πτυχίο ΤΕΕ Α κύκλου Μαθητείας Ρέντη της ειδικότητας Μεταλλικών Κατασκευών του Τομέα Μηχανολογικού (έτους κτήσης 2003), δεν υφίσταται. (β) σύμφωνα με το υπ’ αρ. πρωτ. ……../8-5-2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Δ.Ε. Καβάλας, το απολυτήριο Γυμνασίου …….. Καβάλας (ν. 309/1976 Γεν. Εκπ/σεως), συνοδευόμενο από Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/1986 (7-8-2007) περί γνησιότητας του τίτλου επί του πρωτοτύπου, δεν επαληθεύεται ως προς την γνησιότητα του. (γ) σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο με αρ. πρωτ. ……./6-7-2015 έγγραφο του Δήμου Περάματος, το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης με αρ. πρωτ. ……./3-8-2007 δεν είναι έγκυρο ως προς την στρογγυλή σφραγίδα και δεν υπάρχει η σφραγίδα υπαλλήλου που υπογράφει δεξιά, ενώ το δεύτερο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης με αρ. πρωτ. …… και χωρίς ημερομηνία έκδοσης δεν είναι γνήσιο αφού τα ονόματα των δύο παιδιών που αναφέρονται σε αυτό δεν είναι γραμμένα στο δημοτολόγιο αλλά ούτε έχουν δηλωθεί και στα αντίστοιχα ληξιαρχεία’’. Αποφάσισε δε περαιτέρω το Δ.Σ. της εναγόμενης με την ίδια απόφασή του, όπως προαναφέρθηκε, την υποβολή του συνολικού φακέλου στην Εισαγγελία, προκειμένου να διερευνηθεί η ενδεχόμενη τέλεση ποινικών αδικημάτων του εκ μέρους του ενάγοντος και την εξουσιοδότηση προς τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο για την διενέργεια κάθε αναγκαίας προς τούτο ενέργειας. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι, ο ενάγων δεν είχε τα προσόντα διορισμού του, καθώς και η δόλια ενέργειά του, αφού τα προσκομισθέντα για τον διορισμό του ως άνω δικαιολογητικά – πιστοποιητικά δεν ήταν γνήσια, όπως αποδεικνύεται από τα επίσης μνημονευόμενα στην απόφαση έγγραφα. Δεν απαιτείται δε, για το επαρκές της αιτιολογίας, να αναφέρεται σ΄αυτήν (απόφαση) με πανηγυρικό τρόπο η ύπαρξη δόλου του ενάγοντος.
Σύμφωνα, επομένως, με τα προεκτεθέντα, δεν στοιχειοθετείται παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά της εναγόμενης με την έκδοση της προσβαλλόμενης ανακλητικής απόφασης. Αντίθετα, αυτή προέβη νομίμως σε έλεγχο της νομιμότητας των ως άνω τίτλων πιστοποίησης των προσόντων του ενάγοντος και αφού διαπιστώθηκε η μη γνησιότητα αυτών και η, ως εκ τούτου, έλλειψη των απαιτούμενων προσόντων για την πρόσληψή του, προέβη, με βάση τα οριζόμενα στον ΓΚΠ της και το καλώς εννοούμενο συμφέρον της, στην ανάκληση του διορισμού του με την επίμαχη απόφαση του Δ.Σ. της, η οποία είναι καθόλα έγκυρη, απορριπτομένου του αιτήματος της αγωγής περί ακύρωσής της, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Περαιτέρω, εφόσον, κατά τα εκτενώς ανωτέρω εκτιθέμενα, δεν προέκυψε ότι η εναγόμενη, εκδίδοντας την εν λόγω απόφαση, ενήργησε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζόμενου – ενάγοντος, απορριπτέο, επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμο, τυγχάνει, βασει και των όσων αναφέρθηκαν στην οικεία (υπό στοιχείο ΙΙΙ) νομική σκέψη, και το αγωγικό αίτημα, περί καταβολής στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Για τα λοιπά αιτήματα της αγωγής (περί της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και της καταβολής σε αυτόν μισθών υπερημερίας, άλλως αποζημίωσης απόλυσης), τα οποία ορθά απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτα, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής τους, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, η έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον, και με βάση τις ως άνω παραδοχές του Δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε στην ουσία το αρχικό αίτημα του ενάγοντος περί ακύρωσης της απόφασης με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός του στην εναγόμενη, οι ανωτέρω αξιώσεις του θα ήταν απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες, ακόμη κι αν είχαν εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθεί.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ως προς τα προαναφερθέντα σημεία της (την απόρριψη σιγή, ως απαράδεκτου, του αγωγικού αιτήματος περί ακύρωσης της υπ΄αρ. 190/29-10-2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης ΟΛΠ Α.Ε., με την οποία ανακλήθηκε η από 10-12-2007 πρόσληψη του ενάγοντος, καθώς και την απόρριψη, ως νομικά αβάσιμου, του αιτήματος της αγωγής περί καταβολής σ΄ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης), εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ΄ ουσία, ήτοι όσον αφορά σ΄ αυτά, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τα εν λόγω κεφάλαιά της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί κατ΄ ουσία σχετικά με τα ανωτέρω αιτήματα, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2279/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ως προς τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της σχετικά: α) με την απόρριψη σιγή, ως απαράδεκτου, του αγωγικού αιτήματος περί ακύρωσης της υπ΄αρ. 190/29-10-2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης ΟΛΠ Α.Ε. με την οποία ανακλήθηκε η από 10-12-2007 πρόσληψη του ενάγοντος, καθώς και β) με την απόρριψη, ως νομικά αβάσιμου, του αιτήματος της αγωγής περί καταβολής σ΄ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Κρατεί και δικάζει την από 19-9-2018 (με Ε.Α.Κ. ……../2009) αγωγή, ως προς τα παραπάνω αιτήματά της.
Απορρίπτει αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 29 Αυγούστου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ