Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 537/2022

Αριθμός  537/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών,  Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Αλλοδαπής εταιρείας ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Κυριακή Μπαλτά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:    Εταιρείας …………….. η οποία εδρεύει στη Σουηδία και εκπροσωπείται νόμιμα, δεν εκπροσωπήθηκε δε από πληρεξούσιο δικηγόρο

H εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  11.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  203/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 29.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ……../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ………/2020) έφεσή της και β) η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την απο 24.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2020) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 18η.2.2021, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς  και την υπ΄αριθμ. 102/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, οι προκείμενες υποθέσεις επανεισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσιβλήτης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων κατά της υπ’ αριθ. 203/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ματαιώθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.2.2021 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 102/2021 πράξης  της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο.

Στην  προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : Α) η από 29.6.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας  και Β) η από 24.7.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας  οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 203/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 11.6.2018 με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………/2018 αγωγή της ενάγουσας οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν,  λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης , επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ). Kατά το άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν.4842/2021 και  εφαρμόζεται εν προκειμένω, με έναρξη ισχύος κατ΄ άρθρο 120 εδ. β και 116 παρ.2β του Ν. 4842/2021  από την 1.1.2022 σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή, με αποτέλεσμα να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ΄ ουσίαν η εξέταση  του παραδεκτού της. Στο άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19, κατά το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο (…….). Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα”. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως 31.5.2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμο, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη  συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. H υπό κρίση υπό στοιχείο Β από 24.7.2020 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../30.7.2020) έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>  και το διακριτικό τίτλο  <<……….>> κατά της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητη αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>  η οποία εναγομένη ηττήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της με αριθμό 203/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 11.6.2018 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………/2018) αγωγή της ενάγουσας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ,  ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις 30-7-2020, ήτοι εντός των επιπλέον τριάντα ημερών  από την από την προβλεπόμενη λήξη της προθεσμίας άσκησης ένδικου μέσου.  Τούτο διότι η  εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε νομίμως, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1 και 139 ΚΠολΔ, στην εναγομένη  και ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια της ενάγουσας  και ήδη εκκαλούσας, την 12.3.2020  (βλ. με αρ……/12.3.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………..  που προσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλήτη- εκκαλούσα). Σύμφωνα με το άρθρο 74 του ν. 4690/2020 το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων από την  13.3.2020 έως την 31.5.2020 δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Στην προκειμένη περίπτωση η προθεσμία για την κατ’ αυτής άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως άρχισε να τρέχει από την 01.6.2020  ημέρα Δευτέρα και οι τριάντα ημέρες παρήλθαν την 30.6.2020  ημέρα Τρίτη που είναι η τριακοστή (και μη εξαιρετέα) ημέρα από την επομένη της επιδόσεως της εκκαλουμένης και μετά την πάροδο τριάντα ημερών από προβλεπόμενη λήξη της ήτοι την 30.6.2020 συμπληρώθηκε την 30.7.2020 ημέρα Πέμπτη που δεν είναι εξαιρετέα. Είναι παραδεκτή, αφού έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το παράβολο των 150 ευρώ  που προβλέπεται από την διάταξη της 3β παραγράφου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, (βλ. την έκθεση καταθέσεως της εφέσεως και την διαλαμβανόμενη σ’ αυτήν, βεβαίωση της Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ότι κατετέθη το υπ’ αριθμ. …………/2020, ποσού 150 ευρώ και είδος  παραβόλου : e παράβολο) και επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της εφεσίβλητης – εκκαλούσας έγγραφα προκύπτει ότι η συζήτηση της ένδικης από 24.7.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2020) έφεσης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς την 30.07.2020 (όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό …………/2020 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς από την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας ………….., η οποία υπάρχει αναγεγραμμένη στην ένδικη έφεση) κατά της με αριθμό 203/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε επί της από 11.6.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, η συζήτηση της οποίας που έλαβε χώρα την 08.02.2019, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επισπεύδεται επιμελεία της εκκαλούσας. Ειδικότερα, προκύπτει ότι η εκκαλούσα επέδωσε στην   εφεσίβλητη   ακριβές αντίγραφό της κρινόμενης έφεσης, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ………./2020  της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό ………./2020  της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και κλήση προς την εφεσίβλητη, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την δικάσιμο της 18.2.2021 οπότε η συζήτηση ματαιώθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19 και δυνάμει της υπ’ αριθμ. 102/2021 πράξης της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο, όπως προκύπτει από την από 30.7.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά επί του δικογράφου της έφεσης ………….. που επικαλείται  και προσκομίζει η εφεσίβλητη, άρθρα 122, 123, 126 και 498 Κ.Πολ.Δ.), η εγγραφή της οποίας στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της  στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις, ενώ η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Κυριακή Μπαλτά με έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επομένως,  ενόψει του ότι η συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδεται με επιμέλεια της εκκαλούσας πρέπει να δικασθεί ερήμην και ν’ απορριφθεί η ανωτέρω έφεση χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της (άρθρο 524 § 3 του ΚΠολΔ). Πρέπει δε για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα  εκκαλούσα, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ.δ` του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα  κατά την άσκηση της εφέσεώς της και να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω  της  ήττας  της  (άρθρο  176 ΚΠΟΛΔ), κατόπιν σχετικού αιτήματος της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183 ΚΠΟΛΔ). Όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα της στοιχείο Α από 29.6.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2020) έφεσης με αριθμό ………/14.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών . ……..  έγκυρο αντίγραφο της ένδικης από 29.6.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2020) έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.2.2021 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 102/2021 πράξης  της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο, η εγγραφή της οποίας στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου αυτού, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά  την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε  έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις και πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει, να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α του Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3994/2011). Με το π.δ/μα 219/1991, που εκδόθηκε για την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλογικά και επί των συμβάσεων αποκλειστικής διανομής, οι οποίες, κατά τα ουσιώδη αυτών στοιχεία, ομοιάζουν με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ορίζονται και τα εξής: α) “ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση …” (άρθρο 9 παρ. 1α), β) “το ποσό της αποζημίωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με τον ετήσιο μέσο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου” (άρθρο 9 παρ. 1β), γ) “η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα” (άρθρο 9 παρ. 1γ). δ) “ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης ή ανόρθωση ζημίας της προηγούμενης παραγράφου εάν δεν γνωστοποιήσει στον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του” (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές του άνω π.δ/τος, που αποτελούν ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των αντίστοιχων ρυθμίσεων του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α’, β’, γ’ αι παρ. 3 και 5 της άνω Οδηγίας, σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για κατ’ αποκοπή αποζημίωση (αποζημίωση πελατείας) καθώς και η αξίωση αυτού για περαιτέρω αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ., αποσβήνεται αν εντός έτους από τη λύση της σύμβασης δεν γνωστοποιήσει στον αντιπροσωπευόμενο την πρόθεσή του να ασκήσει τις αξιώσεις τους αυτές, θεσπιζόμενης αποσβεστικής προθεσμίας, με την έννοια του άρθρου 279 ΑΚ, η παρέλευση της οποίας λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 280 του ίδιου Κώδικα. Τόσο με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 της Οδηγίας, όσο και την αντίστοιχη της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ/τος ορίζεται ότι ο αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, καθώς και για περαιτέρω αποζημίωση, αν δεν “γνωστοποιήσει” εντός του έτους στον αντιπροσωπευόμενο, ότι προτίθεται να ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές, χωρίς να καθορίζεται τύπος για την γνωστοποίηση και χωρίς επίσης να προσδιορίζεται το περιεχόμενο αυτής. Σκοπός της απαιτούμενης γνωστοποίησης από τον αντιπρόσωπο είναι να μην παραμένει εκκρεμής επί μακρό χρονικό διάστημα, η αβεβαιότητα του αντιπροσωπευόμενου, σχετικά με τις προθέσεις του αντιπροσώπου να ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές, οι οποίες συνεπάγονται δέσμευση, συνήθως όχι μικρών ποσών κεφαλαίων του υποχρέου αντιπροσωπευόμενου, που έχει περαιτέρω συνέπεια την ουσιαστική αδυναμία του αντιπροσωπευόμενου να αξιοποιήσει τα κεφάλαια αυτά για την ανάπτυξη των εμπορικών του δραστηριοτήτων στα πλαίσια συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν στο σχετικό τομέα δραστηριότητας του αντιπροσωπευομένου, οι οποίες επιβάλλουν προγραμματισμό και αξιοποίηση όλων των οικονομικών αυτού δυνατοτήτων. Από αυτά συνάγεται περαιτέρω, ότι ο άνω σκοπός που επιβάλλει τη γνωστοποίηση της πρόθεσης του αντιπροσώπου να ασκήσει τις αξιώσεις από τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, πληρούται αν αυτός εντός έτους από τη λύση της σύμβασης καταστήσει γνωστό στον αντιπροσωπευόμενο, ότι προτίθεται να ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές, χωρίς να απαιτείται η εντός του έτους άσκηση σχετικής αγωγής ή άλλης επιθετικής δικαστικής πράξης (ΑΠ 1554/2008). Έτσι, αν η γνωστοποίηση αυτή γίνει με την αγωγή, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση του αντιπροσώπου από τον αντιπροσωπευόμενο, για την παραπάνω αιτία, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή επιδόθηκε στον τελευταίο εντός της προαναφερόμενης ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας, μόνο όμως σε ότι αφορά την γνωστοποίηση της πρόθεσης του αντιπροσώπου για την επιδίωξη των άνω αξιώσεών του, η οποία θα μπορούσε να έχει γίνει και με εξώδικη δήλωση, όχι όμως και αν η τελευταία (αγωγή) ασκήθηκε εντός της ίδιας αποκλειστικής προθεσμίας, αφού τέτοια προϋπόθεση δεν θέτει η προρρηθείσα διάταξη. Εντεύθεν παρέπεται ότι, εφόσον η παραπάνω αποκλειστική προθεσμία δεν τίθεται ως προϋπόθεση άσκησης της αγωγής του αντιπροσώπου για αποζημίωση από την προαναφερόμενη αιτία, δεν εφαρμόζεται αναλόγως, κατ’ άρθρο 279 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 261 του ίδιου Κώδικα, εφόσον αυτό προϋποθέτει η αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται από το νόμο ή τα μέρη να αφορά την άσκηση του δικαιώματος, σε τρόπον ώστε, αν παρέλθει έτος χωρίς να μεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη από την άσκηση της αγωγής ή της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως, να μην επέρχεται παραγραφή εν επιδικία και να μην αποσβήνονται οι αξιώσεις του αντιπροσώπου από το άρθρο 9 παρ. 1 του π.δ/τος 219/1991, τόσον αυτή που αναφέρεται στην αποζημίωση πελατείας, όσον και εκείνη που αφορά περαιτέρω ζημία του,κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.Α.Π 734/2011

Η υπό κρίση υπό στοιχείο Α από η από 29.6.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<…………>> κατά της με αριθμό 203/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 11.6.2018 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………../2018) αγωγή  της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, η συζήτηση της οποίας που έλαβε χώρα την 08.02.2019, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ,  ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις 29-6-2020, ήτοι εντός τριάντα ημερών  από την επίδοση στην εφεσίβλητη της εκκαλουμένης  απόφασης, που έλαβε χώρα στις 12.3.2020 δεδομένου ότι με το άρθρο 74 του ν. 4690/2020 το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων  από  13.3.2020 έως 31.5.2020 δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες και συνεπώς η προθεσμία των τριάντα ημερών ξεκινάει την 1.6.2020 και λήγει την 30.7.2020 ήτοι μετά την πάροδο τριάντα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας (βλ. με αρ……../12.3.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………),  αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ).  Είναι παραδεκτή, αφού έχει κατατεθεί από την  εκκαλούσα  το παράβολο των 150 ευρώ  που προβλέπεται από την διάταξη της 3β παραγράφου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, (βλ. την έκθεση καταθέσεως της εφέσεως και την διαλαμβανόμενη σ’ αυτήν, βεβαίωση της Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ότι κατετέθη το υπ’ αριθμ. ……………, ποσού 150 ευρώ και είδος  παραβόλου : e παράβολο). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της  (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ.

Με την κρινόμενη αγωγή και όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει νόμιμα συνεστημένη αλλοδαπή υπεράκτια ναυτιλιακή εταιρεία, με καταστατική έδρα στη Λιβερία, δραστηριοποιούμενη στον Πειραιά ενώ η εναγομένη, αλλοδαπή εδρεύουσα στη Σουηδία εταιρεία, η οποία μέχρι και το έτος 1993 ήταν εντελώς άγνωστη στον κόσμο της ελληνόκτητης ναυτιλίας. Ότι το έτος 1993 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων άτυπη σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας, η οποία ακολούθως μετατράπηκε σε σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα κατέστη αποκλειστική διανομέας στην ελληνική αγορά των προϊόντων της εναγομένης. Ότι η αμοιβή της ενάγουσας για τις παρεχόμενες υπηρεσίες συμφωνήθηκε να ανέρχεται σε ποσοστό 20% επί των αναγραφόμενων στον κατάλογο τιμών των ανωτέρω προϊόντων ενώ η αντίστοιχη προμήθεια της για προϊόντα προοριζόμενα για τα νεότευκτα ελληνόκτητα πλοία συμφωνήθηκε σε ποσοστό 3% επί των αναγραφόμενων τιμών του καταλόγου. Ότι στα πλαίσια της συναφθείσας σύμβασης, η ενάγουσα αναδιοργάνωσε τον τεχνικό της εξοπλισμό, εκσυγχρόνισε τις εγκαταστάσεις της και προέβη σε μια σειρά ενεργειών για τη δημιουργία ενός αξιόπιστου και επαρκούς πελατολογίου, με αποτέλεσμα η εναγομένη να κυριαρχήσει στην ναυτιλιακή αγορά. Ότι η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία εξελίσσονταν ομαλά μέχρι και το έτος 2013, ότε η εναγομένη άρχισε να επιδεικνύει αντισυμβατική συμπεριφορά, με αποκορύφωμα την ίδρυση της θυγατρικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………», στην οποία επεφύλασσε προνομιακή μεταχείριση, καθόσον την προμήθευε, με σκοπό τη μεταπώληση, με ανταλλακτικά καλύτερης ποιότητας και σε καλύτερη τιμή συγκριτικά με την ενάγουσα. Ότι στις αρχές του έτους 2015 η εναγομένη προέβη μονομερώς σε μετατροπή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε σύμβαση απλής διανομής, άνευ της συναινέσεως της εναγομένης. Ότι ακολούθως και δη στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, η εναγομένη κατήγγειλε την προδιαληφθείσα σύμβαση, άνευ σπουδαίου λόγου και χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παρ. 4 του ΠΔ 219/1991 εξάμηνη προθεσμία καταγγελίας. Ότι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, η ενάγουσα εισέφερε νέους πελάτες, τους οποίους παραθέτει αναλυτικά στο κρινόμενο αγωγικό δικόγραφο, ενώ τα προϊόντα της εναγομένης έγιναν γνωστά στο οικείο καταναλωτικό κοινό. Ότι οι προμήθειες που εισέπραξε η ενάγουσα από την αντιπροσώπευση της εναγομένης την τελευταία πενταετία (2010-2014), πριν από την παράνομη μετατροπή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε απλής διανομής, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 251.308,73 ευρώ. Ότι συνεπώς δικαιούται ως αποζημίωση πελατείας το ποσό των 50.261,74 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μέση ετήσια προμήθεια κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή. Περαιτέρω, εκθέτει ότι η αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, που συνίστατο, αφενός μεν στη μετατροπή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε σύμβαση απλής διανομής, αφ’ ετέρου δε στην καταχρηστική καταγγελία εκ μέρους της εναγόμενης της μεταξύ τους σύμβασης χωρίς σπουδαίο λόγο, στοιχειοθετεί παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά και στις περί ανταγωνισμού διατάξεις. Ότι συνεπώς δικαιούται σωρρευτικά ως αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη για χρονικό διάστημα έξι μηνών από την καταγγελία της σύμβασης (ΠΔ 219/1991 άρθρο 8 παρ.4), το συνολικό ποσό των 31.113,72 ευρώ, (27 μήνες επί 1.152,36 ευρώ), τα οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε αν δε μεσολαβούσε η παράνομη και καταχρηστική μετατροπή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε απλή διανομή, καθώς και το ποσό των 150.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω του ότι ετρώθη η φήμη, η αξιοπιστία αλλά και το επαγγελματικό της κύρος, ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης. Ότι δεδομένου ότι η επίδικη σύμβαση είχε διάρκεια μεγαλύτερη των έξι (6) ετών, η εναγομένη όφειλε να την προειδοποιήσει έξι (6) μήνες πριν από την καταγγελία, και ως εκ τούτου η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση το ποσό των 177,73 ευρώ για την ανωτέρω αιτία. Ότι περαιτέρω η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 180.900,00 δολ. ΗΠΑ, που αντιστοιχεί σε συμφωνηθείσα προμήθεια 3% αναφορικά με τα προϊόντα της εναγομένης, που η ενάγουσα πώλησε και τοποθετήθηκαν σε ελληνόκτητα ναυπηγούμενα πλοία κατά το χρονικό διάστημα (2009-2015). Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε  όπως παραδεκτώς περιόρισε το αίτημά της με την τροπή του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις (άρθρα 223, 295,297 ΚΠολΔ), για το ποσό των 100.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μερικότερο κονδύλιο της ηθικής βλάβης, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει: α) το ποσό των πενήντα χιλιάδων διακοσίων εξήντα ενός ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (50.261,74) ευρώ, ως αποζημίωση πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου, λόγω της εξ υπαιτιότητας της εναγομένης μετατροπής της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε σύμβαση απλής διανομής, β)το ποσό των τριάντα μία χιλιάδων εκατόν δεκατριών ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (31.113,72) ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφυγόντα κέρδη, τα οποία προσδοκούσε η ενάγουσα ότι θα αποκέρδαινε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μέχρι και το πέρας έξι (6) μηνών από την καταγγελία της σύμβασης, γ) το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00), ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, και δ) το ποσό των εκατόν εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (177,73) ευρώ, ως αποζημίωση, για την μη τήρηση της προθεσμίας για την καταγγελία της ένδικης σύμβασης ενώ παράλληλα ζητεί να αναγνωριστεί η εναγομένη ότι οφείλει να της καταβάλει: ε) το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω καθώς και στ) και το ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων εννιακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (180.900,00) σε ευρώ, κατά την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής, νομιμοτόκως από την ήμερα που έκαστο εκ των ανωτέρω κονδυλίων κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της παρούσας. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι η ως άνω αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη ως προς το αγωγικό κονδύλι  συνολικού ποσού 180.900,00 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί σε οφειλόμενες προμήθειες για προϊόντα της εναγομένης, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τοποθετήθηκαν σε ελληνόκτητα ναυπηγούμενα πλοία της Απω Ανατολής κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2009 έως και το έτος 2015. Κατά τα λοιπά έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς τα αιτήματα περί αποζημίωσης πελατείας και διαφυγόντων κερδών και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 361, 713 εττ.,725 παρ. 1, 914, 919, 932 ΑΚ, 9 του π.δ/τος 219/1991, 14 παρ. 4 ν. 3557/27, 1 του ν. 146/1914, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την ημέρα που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, το απέρριψε ως  αόριστο και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ως προς τα αναγνωριστικά αιτήματα της αγωγής το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο. Κατά τα λοιπά έκανε την ως άνω αγωγή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 30.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα  με την υπό κρίση έφεση της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

Από την επανεκτίμηση των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία εκτιμώνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, τη νομότυπα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ, ληφθείσα και προσκομισθείσα: α) υπ’ αριθμ. ……/2018 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων, ……….. και ………., η οποία ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. …../20-06-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή, ……….. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς σε συνδυασμό με την από 25-07-2018 υπ’ αριθμ. ……….. βεβαίωση επίδοσης κατ’ άρθρο 10 του Κανονισμού 1393/2007) αποδείχθηκαν  τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, είναι νόμιμα αλλοδαπή εταιρεία, με καταστατική έδρα στη Λιβερία και πραγματική έδρα στον Πειραιά με αντικείμενο δραστηριότητας τον τομέα των ποντοπόρων πλοίων. Η ενάγουσα το έτος 1993 συνήψε με την εναγομένη άτυπη σύμβαση αρχικά εμπορικής αντιπροσωπείας και ακολούθως εμπορικής διανομής, με αντικείμενο την πώληση κατά κύριο λόγο συστημάτων ελέγχου αποβλήτων πλοίων και ανταλλακτικών πλοίων και ειδικότερα φίλτρων που χρησιμεύουν στο διαχωρισμό των αποβλήτων στην ελληνική αγορά. Η προμήθεια-αμοιβή της ενάγουσας για την προώθηση των ως άνω ανταλλακτικών συμφωνήθηκε ως έκπτωση 20% επί των επίσημων τιμών του καταλόγου της εναγομένης, που θα ελάμβανε η ενάγουσα για κάθε πώληση ανταλλακτικών τα οποία η ενάγουσα αγόραζε από την εναγομένη σε τιμή 20% χαμηλότερη από την επίσημη τιμή του καταλόγου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι  χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης ήταν η προμήθεια των ως άνω προϊόντων αποκλειστικά από την εναγομένη και η μεταπώληση τους στη συνέχεια σε πελάτες στην ελληνική αγορά έναντι αμοιβής που  καθοριζόταν σε ποσοστό επί των εκάστοτε πωλήσεων καθώς και ότι η ενάγουσα ήταν ανεξάρτητη επαγγελματίας με δική της υποδομή, που έφερε το βάρος των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησής της, ενταγμένη στο δίκτυο της εμπορικής οργάνωσης της για την προώθηση των προϊόντων της, η οποία τελούσε σε έντονη επιχειρησιακή εξάρτηση από την εναγόμενη που καθόριζε την ανώτατη τιμή πώλησης των προϊόντων και το ποσοστό αμοιβής της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πέτυχε σημαντική αύξηση των πελατών της εναγομένης και κατ’ επέκταση αύξηση του κύκλου των εργασιών της εναγομένης, στην οποία (εναγομένη) γνωστοποιούσε το πελατολόγιο της, μέσω των παραγγελιών, που ελάμβανε από τους πελάτες της τις οποίες διαβίβαζε  αυτούσιες στην εναγομένη, η οποία απέστελνε και παρέδιδε τα προϊόντα στα πλοία ή στις εγκαταστάσεις του εκάστοτε πελάτη, η δε ενάγουσα είχε αναλάβει  την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται την εναγόμενη. Συνεπώς, η ένδικη σύμβαση, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης αποκλειστικής διανομής και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του πδ 219/1991 <<περί εμπορικών αντιπροσώπων>>, την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη, ενόψει της μακροχρόνιας συνεργασίας τους αλλά και της σχετικής διακριτικής ευχέρειας που τους παρείχε ο νόμος, για την τήρηση του εγγράφου τύπου που δεν ήταν συστατικός αλλά αποδεικτικός δεν περιέβαλαν την εν λόγω σύμβαση στον έγγραφο τύπο. Η ομαλή συμβατική συνεργασία των δυο εταιριών διαταράχθηκε το έτος 2013 όταν η εναγομένη άρχισε να καθυστερεί την προσήκουσα εκπλήρωση των παραγγελιών προς την ενάγουσα, ενώ παράλληλα καθυστερούσε την απόδοση σε αυτή της συμφωνηθείσας προμήθειας-αμοιβής, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την διατύπωση έντονων διαμαρτυριών εκ μέρους της ενάγουσας. Περαιτέρω από το μήνα Αύγουστο του έτους 2013 υποχρεώθηκε η ενάγουσα να προπληρώνει την αξία των πωληθέντων προϊόντων, η δε συμφωνηθείσα προμήθεια – αμοιβή θα της καταβάλλονταν, αφού απέστελνε τα σχετικά τιμολόγια στην εναγομένη. Στις  αρχές του έτους 2015 η εναγομένη προέβη στην ίδρυση της θυγατρικής της εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, με έδρα την Αθήνα, την οποία προμήθευε με ανταλλακτικά και με ευνοϊκότερους όρους σε σχέση με τους όρους που προμήθευε την ενάγουσα, γεγονός που επέτρεπε στην ανωτέρω εταιρεία να μεταπωλεί σε πολύ χαμηλότερες τιμές και ως εκ τούτου, να είναι σαφώς πιο ανταγωνιστική από την ενάγουσα, παρά τις διαβεβαιώσεις της ότι  θα περιορίζονταν αποκλειστικά στην παροχή τεχνικών υπηρεσιών, που σχετίζονταν με επισκευές-επιδιορθώσεις προβλημάτων (service). Τα ανωτέρω περιήλθαν σε γνώση της ενάγουσας, κατόπιν σχετικών παραπόνων πελατών της ενάγουσας  για τις μεγάλες καθυστερήσεις στις παραγγελίες τους. Στις  22-05-2015 η ανωτέρω θυγατρική εταιρεία απέστειλε σχετική ηλεκτρονική επιστολή προς την ενάγουσα, δια της οποίας την ενημέρωνε ότι η εντολή της εναγομένης, όταν μια ελληνική εταιρεία προσεγγίζει τη ….. της Κίνας ή της Σιγκαπούρης, είναι να προωθείται ο πελάτης στη ………….. Για τους λόγους αυτούς η ενάγουσα απέστειλε την από 22-05-2015 ηλεκτρονική επιστολή στην εναγόμενη, συγκοινοποιώντάς της την ανωτέρω επιστολή της ……….  διαμαρτυρόμενη έντονα για την ανωτέρω αθέμιτη πρακτική. Ακολούθησε δε η από 26-05-2015 επιστολή της ενάγουσας προς την εναγομένη, δια της οποίας η ανωτέρω εταιρεία διαμαρτύρεται για την ίδρυση της …………, προειδοποιώντας παράλληλα την εναγομένη ότι δε θα ανεχτεί τις ως άνω αθέμιτες πρακτικές σε βάρος της, που σκοπό έχουν την υφαρπαγή της πελατείας της, ενώ μεσολάβησε και η από 29-06-2015 ηλεκτρονική επιστολή της εναγομένης, δια της οποίας η τελευταία εμμέσως συνομολογεί ότι η ως άνω θυγατρική εταιρεία πωλεί σε χαμηλότερες τιμές τα προϊόντα της, καθόσον διαθέτει εγκαταστάσεις και υποδομές στην Ελλάδα. Η ενάγουσα συνέχισε τις διαμαρτυρίες της με την  από 29-06-2015 επιστολής της για την καθυστέρηση στην παράδοση των παραγγελιών, τις χαμηλότερες τιμές στις οποίες πωλούσε τα προϊόντα της, η …………. καθώς και για την απόσπαση της πελατείας της από την τελευταία. Ακολούθως, αποδείχτηκε ότι η εναγομένη προέβη στη λύση της επαγγελματικής συνεργασίας με την ενάγουσα, δυνάμει της από 29 Σεπτεμβρίου 2016 ηλεκτρονικής επιστολής, ενώ επακολούθησε στις 22-05-2017 η ταυτάριθμη ηλεκτρονική επιστολή της ενάγουσας, υπογεγραμμένη από το νόμιμο εκπρόσωπό της, ………….., δια της οποίας ο ανωτέρω διαμαρτύρεται προς την εναγομένη για τη μη καταβολή αποζημίωσης, δηλώνοντας παράλληλα ότι επιφυλάσσεται για τη νόμιμη διεκδίκηση όλων των δικαιωμάτων της, όπως ηθική βλάβη και διαφυγόν κέρδος. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε  ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση αποκλειστικής διανομής λύθηκε με την μονομερή defacto μετατροπή ήδη από το έτος 2015 της σύμβασης αποκλειστικής διανομής που συνέδεε τους διαδίκους σε σύμβαση απλής διανομής, καθόσον με την ίδρυση από την εναγομένη της ως άνω θυγατρικής εταιρείας και την πώληση από αυτή προϊόντων της εναγομένης σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με την ενάγουσα έπαψε να αποτελεί η τελευταία την αποκλειστική διανομέα της εναγομένης στην Ελλάδα. Τούτο εξάλλου συνομολογεί  και η ίδια η ενάγουσα η οποία τόσο στη σελίδα 49 όσο και στη σελίδα 52 της ένδικης αγωγής αναφέρει ότι η εναγομένη μετέτρεψε την ανωτέρω σύμβαση αποκλειστικής σε σύμβαση απλής διανομής. Εξάλλου, η ίδια (ενάγουσα), ως κρίσιμο χρονικό διάστημα για τον υπολογισμό της αποζημίωσης πελατείας, λαμβάνει υπόψη την τελευταία πενταετία πριν από την defacto μετατροπή της προδιαληφθείσας σύμβασης από αποκλειστική σε απλή διανομή, ενώ για τον υπολογισμό των διαφυγόντων κερδών ως αφετήριο χρονικό σημείο λαμβάνει υπόψη το έτος 2015, ότε και έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης υπό τη μορφή της αποκλειστικής διανομής. Αποδείχθηκε ότι από την defacto μετατροπή της προδιαληφθείσας σύμβασης σε σύμβαση απλής διανομής παρήλθε  η ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του π.δ. 219/1991, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη αλλά και παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης. Δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα διέκοψε την προθεσμία αυτή, με τη γνωστοποίηση προς την εναγομένη, της πρόθεσής της να ασκήσει τις σχετικές αξιώσεις της, ούτε με τη διατύπωση σχετικής επιφυλαξης άσκησης των σχετικών αξιώσεων.  Τούτο διότι με την επικαλούμενη από την ενάγουσα από 22-05-2015 επιστολή η οποία απευθύνονταν στην εναγόμενη η ενάγουσα δεν διέκοψε την ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία, διότι δεν γνωστοποίησε την πρόθεσή της να διεκδικήσει τις επίδικες αξιώσεις της περί αποζημίωσης πελατείας και διαφυγόντων κερδών, ούτε διατύπωσε καν επιφύλαξη για την άσκηση αυτών των αξιώσεων. Ειδικότερα στο από 22-05-2015 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας η ενάγουσα αναφέρει ότι αν θεωρήσει αληθές το γεγονός της συνεργασίας μεταξύ των εταιριών …………   και ………… τότε είναι εύκολο να το ερμηνεύσει ως διακοπή της σύμβασης, περίπτωση κατά την οποία διαθέτει ένα εύρος επιλογών αντίδρασης, μεταξύ των οποίων να  προσφύγει στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, με αποτέλεσμα την επιβολή προστίμων στην εναγομένη. Η επικαλούμενη από την ενάγουσα εταιρεία αόριστη αναφορά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία η παράβαση μάλιστα της οποίας θα επιφέρει την  επιβολή προστίμων στην εναγομένη, ουδόλως συνιστά γνωστοποίηση της πρόθεσης της να διεκδικήσει τις νόμιμες αξιώσεις της περί αποζημίωσης  πελατείας και διαφυγόντων κερδών, δεδομένου ότι η ενάγουσα αποτελεί εταιρεία η οποία έχει πραγματική έδρα στην Ελλάδα και  δραστηριοποιείται στην Ελληνική αγορά, απασχολεί Έλληνες εργαζομένους, ο δε νόμιμος εκπρόσωπος  που υπογράφει το ως άνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου γνωρίζει τις αξιώσεις της εταιρείας  από τη συνεργασία τους με την εναγομένη, έτσι ώστε αν η ανωτέρω ηλεκτρονική επιστολή είχε την έννοια της γνωστοποίησης της πρόθεσης της ενάγουσας να  ασκήσει τις ως άνω νόμιμες αξιώσεις της θα αναφέρονταν στην ελληνική και όχι στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και συγκεκριμένα στη διεκδίκηση χρηματικών αξιώσεων από την  ενάγουσα και όχι την επιβολή προστίμων σε βάρος της εναγομένης. Ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας ότι η αναφορά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και την επιβολή προστίμων είχε την έννοια της επίκλησης της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη ήδη από το 1991  με το π.δ/μα 219/1991,  για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλογικά και επί των συμβάσεων αποκλειστικής διανομής και  προβλέπει χρηματική αποζημίωση και όχι επιβολή προστίμων αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του . Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της εναγομένης περί του ότι με την  ανωτέρω ηλεκτρονική επιστολή η ενάγουσα γνωστοποίησε την πρόθεση της να διεκδικήσει διαφυγόντα κέρδη καθώς και ο ισχυρισμός ότι η  διάταξή του άρθρου 9 παρ.2 του Π.Δ 219/1991 δεν τυγχάνει εφαρμογής για την αξίωση των διαφυγόντων κερδών διότι στο αληθές περιεχόμενο αυτής δεν συγκαταλέγονται οι αξιώσεις του κοινού αστικού δικαίου όπως η αξίωση για την αποζημίωση διαφυγόντων κερδών.  Τούτο διότι από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις αυτές του άνω π.δ/τος, που αποτελούν ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των αντίστοιχων ρυθμίσεων του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α’, β’, γ’ αι παρ. 3 και 5 της άνω Οδηγίας, σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για κατ’ αποκοπή αποζημίωση (αποζημίωση πελατείας) καθώς και η αξίωση αυτού για περαιτέρω αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ., αποσβήνεται αν εντός έτους από τη λύση της σύμβασης δεν γνωστοποιήσει στον αντιπροσωπευόμενο την πρόθεσή του να ασκήσει τις αξιώσεις τους αυτές, θεσπιζόμενης αποσβεστικής προθεσμίας. Τόσο με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 της Οδηγίας, όσο και την αντίστοιχη της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ/τος ορίζεται ότι ο αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, καθώς και για περαιτέρω αποζημίωση, αν δεν “γνωστοποιήσει” εντός του έτους στον αντιπροσωπευόμενο, ότι προτίθεται να ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές, χωρίς να καθορίζεται τύπος για την γνωστοποίηση και χωρίς επίσης να προσδιορίζεται το περιεχόμενο αυτής. Συνεπώς,  τόσο με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 της Οδηγίας, όσο και την αντίστοιχη της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ/τος ορίζεται με σαφήνεια και εξειδικευμένα ότι ο αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, καθώς και για περαιτέρω αποζημίωση, αν δεν “γνωστοποιήσει” εντός του έτους στον αντιπροσωπευόμενο, ότι προτίθεται να ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές, Α.Π 734/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Συνεπώς, οι σχετικές αγωγικές αξιώσεις περί αποζημίωσης πελατείας και διαφυγόντων κερδών έχουν αποσβεσθεί.  Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη μονομερώς σε μετατροπή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε σύμβαση απλής διανομής, στρέφοντας με αθέμιτα μέσα και πρακτικές την πελατεία της ενάγουσας στη νεοσυσταθείσα από την ίδια θυγατρική εταιρεία <<…………….>> και επιφυλάσσοντας προνομιακή θέση στην τελευταία σε σχέση με την ενάγουσα, κατά τα αναλυτικώς εκτεθέντα ανωτέρω, ενώ συγχρόνως η εναγόμενη συνέχιζε να εκμεταλλεύεται την πελατεία, την οποία είχε επεκτείνει η ενάγουσα, περιορίζοντας, παράλληλα τη δραστηριότητα της ενάγουσας. Συνεπώς η εκ μέρους της εναγόμενης καταγγελία της ανωτέρω συμβάσεως και η μετατροπή αυτής σε σύμβαση απλής διανομής ήδη από το έτος 2015 δεν έγινε λόγω υπαιτιότητας της ενάγουσας, ούτε λόγω της μη τήρησης των συμβατικών της υποχρεώσεων, ώστε εξαιτίας της αθετήσεως εκ μέρους της ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων της, να καθίσταται, κατά τις αρχές της καλής πίστης, μη ανεκτή η συνέχιση της σύμβασης και να δικαιολογείται η λύση αυτής. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης κατ΄  άρθρα 914 και 919 Α.Κ και 1 του Ν. 146/1914,εξαιτίας της οποίας επλήγη η πίστη, η φήμη και το επαγγελματικό κύρος της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να δικαιούται η τελευταία δικαιούται ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων τις συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκε η ανωτέρω αδικοπραξία, το είδος της προσβολής, τον βαθμό του πταίσματος των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης, το μέγεθος της προσβολής και της ζημίας της ενάγουσας, καθώς και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχα υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου (ΑΠ 9/2015, Πλήρης Ολομέλεια, ΕλΔ/νη 2015, 1661, Σ. Ματθία, Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, ΕλΔ/νη 2006, σελ. 1), κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από την παραπάνω αδικοπραξία, είναι αυτό των (30.000) ευρώ,  (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 687/2013 ΝΟΜΟΣ). Το συγκεκριμένο αυτό ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται  ως εύλογο, επαρκές και δίκαιο, για να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη της ενάγουσας ,(βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή έκρινε τα  ίδια και επιδίκασε το ανωτέρω ποσό, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει ο περί του αντιθέτου  λόγος της ως άνω  έφεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί του ότι η ανωτέρω χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής ποσού 30.0000, ευρώ πρέπει να επιδικαστεί με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 30.8.2017 (με αριθμό εκ. κατ. ………./2017) προγενέστερης αγωγής που είχε ασκήσει η νυν ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα κατά της νυν εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου επιδόσεως της στην εναγομένη τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο διότι από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι με την με αριθμό 2177/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση  της από 30.8.2017 με αριθμό εκ. κατ. ……../2017 προγενέστερης αγωγής που είχε ασκήσει η νυν ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα κατά της νυν εναγομένης λόγω μη νομότυπης και εμπρόθεσμης επίδοσης της αγωγής στην εναγομένη και η ως άνω αγωγή θεωρήθηκε ως μηδέποτε  ασκηθείσα. Συνεπώς, δεν συνέτρεξε ο μοναδικός γενεσιουργός λόγος της υποχρεώσεως  προς πληρωμή τόκων υπερημερίας που αποτελεί η νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοση αντιγράφου αγωγής η οποία  συνιστά όχληση κατ΄ άρθρο 345 και 346  Α.Κ . Με τον τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι παρά το νόμο καταδικάσθηκε η εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων τους ύψους 1.200  ευρώ, ενώ θα έπρεπε να καταδικασθεί σε πληρωμή μεγαλύτερου ποσού, σύμφωνα με τον αναλυτικό πίνακα εξόδων και αμοιβής που υπέβαλαν κατά τα άρθρα 63 και 68 Ν. 4194/2013. Ο λόγος αυτός, της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008) και πρέπει να διερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Η καταδίκη του ηττηθέντος διαδίκου στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού είναι συνέπεια της αρχής της ήττας που καθιερώνει το άρθρο 176 του ΚΠΟΛΔ,  ενώ η κατανομή των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το μέγεθος της νίκης ή της ήττας κάθε διαδίκου κατά το άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ κατά το άρθρο 179 του ιδίου Κώδικα, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αφού αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ εφόσον βεβαιώνεται στην απόφαση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του (ΑΠ 192/2016, ΑΠ 678/2016, ΑΠ 1437/2012, ΑΠ 819/2011, ΑΠ 2139/2009, ΑΠ 98/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 191/2002). Α.Π 455/2020, ΕΦ. ΠΕΙΡ. 211/2020.Στην περίπτωση εφαρμογής αυτής της διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 Δικ. Κώδικα, κατάλογος δαπανών και εξόδων (ΑΠ375/81 ΝοΒ 29/1546, ΕΑ2572/91 ΝοΒ40/1029, Εφ. Λαμ. 60/2019, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμην. Κ,Πολ.Δ. άρθρο 178, παρ. 13.) Το Δικαστήριο λοιπόν λαμβάνει υπόψη ότι αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης, όπως αυτά ενδεικτικά μνημονεύονται στο άρθρο 189 ΚΠΟΛΔ (βλ. λέξεις «…και ιδίως…») και ότι το σύνολο των εξόδων της δίκης που αντιστοιχεί στην ενάγουσα ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με βάση το αντικείμενο της αγωγής, που είναι ποσό ύψους 392.652,19 ευρώ, ανέρχεται στο ύψος του ποσού των 14.000,00 ευρώ περίπου, στο οποίο συνυπολογίζεται τόσο το δικαστικό ένσημο που αντιστοιχεί και αναλογεί στο καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, όσο και η κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων αμοιβή του πληρεξουσίου  δικηγόρων της ενάγουσας για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων  και ότι η αγωγή έγινε τελικά εν μέρει δεκτή ως και μερικώς κατ` ουσία βάσιμη για το συνολικό ποσό των 30.000,00 ευρώ το οποίο επιδικάσθηκε καταψηφιστικά ήτοι για ποσοστό 1/13 περίπου του συνολικά αιτούμενου ποσού. Με την εκκαλουμένη απόφαση η εναγόμενη  υποχρεώθηκε να καταβάλει  στην ενάγουσα, το ποσό των 1.200  ευρώ (όπως αυτό υπολογίστηκε βάσει του 3% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, άρθρα 63 παρ.1 α’, και 68 παρ.1 ν. 4194/2013, πλέον του αναλογούντος ποσού δικαστικού ενσήμου, ΙΓ.1 περ.6 ν. 4093/2012, ως ισχύει).  Ο ως άνω καταλογισμός των δικαστικών εξόδων σε βάρος του εφεσίβλητης είναι ορθός εν όψει του  συνολικά επιδικασθέντος στην ενάγουσα ποσού, καθόσον  η εναγομένη πρεπεi να καταδικασθεί στην καταβολή των αναλογούντων στο ποσό αυτό εξόδων της ενάγουσας, που βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων υπολογίζονται σε  1.200 ευρώ, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εκκαλούσας περί επιδίκασης δικαστικής δαπάνης ύψους 14.591,91 ευρώ .Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ενάγουσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.  Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητου, σε βάρος της εκκαλούσας, αφού αυτή (εφεσίβλητη) δεν παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη  ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού στη δίκη αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον του απόντος διαδίκου, να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του, ανακοπή ερημοδικίας, τις δε προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, όπως είναι και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της, θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (βλ. ΟλΑΠ 15/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1596/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία <<………>>  και το διακριτικό τίτλο  <<…….>> την από 29.6.2020 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/29.6.2020  έφεση και την από 24.7.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../30.7.2020 ) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 203/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 24.7.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/30.7.2020) έφεση .

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα  (150) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την  ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία <<…………>>  και το διακριτικό τίτλο  <<…………>> .

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας  τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας .

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (…………./2020) ποσού εκατό πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 29.6.2020  (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………./29.6.2020)  έφεση .

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα  (150) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την  ερημοδικαζόμενη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία <<………>>  και το διακριτικό τίτλο  <<………>> .

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (……………….) ποσού εκατό πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄αυτής, λόγω

αναχωρήσεώς της από την

Υπηρεσία, η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης, Σταυρούλα

Λιακέα

  Δημοσιεύθηκε δε στις 9 Σεπτεμβρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας της Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, με απόντες δε τους διαδίκους και  την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας-εφεσίβλητης.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ