Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 538/2022

Αριθμός  538/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών,  Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:    1) Ανώνυμης εταιρείας ……………. και 2) …………., ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία «……………», ……………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο Γκρινιαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αντώνιο Φούσα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αντώνιο Φούσα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας ………….. και 2) ………… ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία «…………..», …………… και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου (γνήσιου τέκνου) του αποβιώσαντος πατέρα του ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο Γκρινιαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  11.6.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.2988/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι υπό στοιχ Α ήδη εκκαλούντες και ο υπό στοιχ Β ήδη εκκαλών με τις από  1.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικειου ………../2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2018) και από 28.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  ………/2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2018) αντίστοιχα εφέσεις τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 19η.9.2019, μετά δε από αναβολή η 7η.5.2020, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 105/2020 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, οι προκείμενες υποθέσεις επανεισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων κατά της υπ’ αριθ. 2988/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ματαιώθηκε κατά την μετ΄ αναβολή  ορισθείσα δικάσιμο της 7.5.2020 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19. Δυνάμει της  υπ’ αριθμ. 105/2020  Πράξης της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο.

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 28.8.2018  (με αριθ. εκθ. κατάθ. ………./2018  έφεση του εν μέρει ηττηθέντος  ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, Β) η από 1.10.2018   (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……………./2018) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων  εναγόμενων  και ήδη εκκαλούντων οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 2988/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012) αγωγή του ενάγοντος  κατά της πρώτης εναγομένης, του δεύτερου εναγόμενου και του τρίτου αρχικού εναγόμενου. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της υπό στοιχείο Α έφεσης την 28.8.2018 και της υπό στοιχεία Β έφεσης την 1.10.2018 στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, ήτοι εντός των τριάντα ημερών  από την επίδοση της εκκαλουμένης νομίμως, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1 και 139 ΚΠολΔ, στους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες που έλαβε χώρα την 31.8.2018, δεδομένου ότι το διάστημα από την 1η έως την 31η.8. δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 ΚΠΟΛΔ κατ΄ άρθρο 147 ΚΠΟΛΔ. Οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις ως άνω εκθέσεις κατάθεσης ενδίκων μέσων  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α έφεσης  το νόμιμο παράβολο των 150 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου ………../2018 e παράβολο και από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης το με αριθμό παραβόλου ………./2018 e παράβολο αντίστοιχα (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ,  αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Με την από 11.6.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2012 αγωγή του  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις του ως προς το εκ παραδρομής αναγραφόμενο σ΄ αυτή αιτούμενο ποσό  των 693.520 ευρώ για τις υπόλοιπες  ζημίες, στο ορθό που είναι 639.520 ευρώ, ο ενάγων εκθέτει ότι την 11-10-2003 εκδηλώθηκε στο εργοστάσιο της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία <<……………>> πυρκαγιά, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών στα πράγματα της ατομικής επιχείρησης- βιοτεχνίας, που λειτουργεί σε παρακείμενο μισθωμένο ακίνητο. Ότι η πυρκαγιά αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, καθόσον, υπό την ιδιότητα του προέδρου – διευθύνοντος συμβούλου εκπροσώπου της ως άνω εταιρίας ο δεύτερος και του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και τεχνικός ασφαλείας  ο τρίτος επέτρεψαν τη χρήση του συσσωρευμένου με εύφλεκτα πλαστικά υλικά αποθηκευτικού χώρου, που αποτέλεσε την εστία της πυρκαγιάς και για την ενδιαίτηση και κατάκλιση εργατών της επιχείρησης και επιπλέον δεν είχαν λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας, ούτε είχαν εκπαιδεύσει σχετικά το προσωπικό της. Ότι από την πυρκαγιά καταστράφηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή, κατά είδος, ποσότητα και αξία, κινητά πράγματα (μηχανήματα, εμπορεύματα κ.λ.π.) της επιχείρησής τους, συνολικής αξίας 639.520 ευρώ. Ότι από τη συμπεριφορά του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων υπέστη, εκτός από την περιουσιακή ζημιά, και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί  να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, ποσού 70.000 ευρώ. Ότι με προγενέστερη (από 27-1-2007) αγωγή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που επιδόθηκε νόμιμα στην πρώτη εναγομένη την 6-3-2007, στον δεύτερο εναγόμενο την 12-3-2007 και στον τρίτο εναγόμενο την 6-3-2007, είχε ζητήσει, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τα ίδια ως άνω ποσά για τις ίδιες ως άνω αιτίες, λόγω αποζημίωσης από την εν λόγω αδικοπραξία. Ότι η ως άνω προγενέστερη αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ΄ αριθ. 5345/2009 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 425.562,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ότι μετά από έφεση των εναγομένων κατά της άνω απόφασης εκδόθηκε η υπ΄αριθ. 68/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που δημοσιεύτηκε την 20-2-2012, η οποία δέχτηκε την έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την άνω (προγενέστερη) αγωγή ως αόριστη, καθόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι στο δικόγραφο αυτής δεν εκθέτονταν, ως προς τα αναφερόμενα καταστραφέντα μηχανήματα η χώρα προέλευσης κατασκευής τους, ο τύπος και οι προδιαγραφές τους, η χρονολογία κατασκευής και το μοντέλο τους και ως προς τα καταστραφέντα επίσης εμπορεύματα το συγκεκριμένο είδος του καθενός και η ποιότητα αυτών. Ότι με την ένδικη αγωγή συμπληρώθηκαν οι ως άνω ελλείψεις. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων ζητεί με την αγωγή, όπως παραδεκτά περιόρισε ολικά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις το αίτημα αυτής (αγωγής) από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β, 294 εδ. α και 295 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας:  α) το ποσό των 639.520 ευρώ για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών (θετική του ζημία) και β) το ποσό των 70.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή του, λόγω ηθικής βλάβης, μετ΄ αφαίρεση ποσού 50 ευρώ, που επιφυλάσσεται να ζητήσει από το ποινικό δικαστήριο με παράσταση πολιτικής αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ως άνω (προγενέστερης) αγωγής του, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά των εναγόμενων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έσοδα Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι η ως άνω αγωγή η οποία στρέφεται και κατά του τρίτου εναγομένου ο οποίος απεβίωσε μια ημέρα πριν την άσκηση της αγωγής ήτοι 10.6.2012 πλην όμως ο ενάγων δεν γνώριζε το θάνατο του δεν είναι άκυρη και χωρεί νόμιμα ως προς τους εξ΄αδιαθέτου συγκληρονόμους του ήτοι την σύζυγο και τον υιό του η οποίοι νομίμως επανέλαβαν τη βιαίως  διακοπείσα δίκη και υπεισήλθαν στη δικονομική θέση του αρχικού τρίτου εναγομένου . Περαιτέρω έκρινε ότι η ως άνω αγωγή δεν παρουσιάζει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα που παρουσίαζε η προηγούμενη και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 299, 330, 914, 932 ΑΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 340, 345, 346, 922, 926, 1710, 1711, 1813, 1820, 1885 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, που κατόπιν της  τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό καθίσταται μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο (ΕφΘεσ 28365/2011, Αρμ 2012, 914, ΕφΑθ 628/2003 ΕλΔ/νη 45, 1470, ΕφΑθ 292/2001, ΕλΔ/νη 42, 1663, ΕφΘεσ 356/1994, Αρμ 1994, 1389) και του αιτήματος για την επιβολή προσωπικής κράτησης των εναγόμενων φυσικών προσώπων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης. Απέρριψε την αγωγή ως προς τους εναγομένους ……… και ……….. ως εξ΄ αδιαθέτου συγκληρονόμων του αρχικού τρίτου εναγομένου ……….. οι οποίοι είχαν υπεισέλθει στη δικονομική του θέση λόγω του ότι οι αξιώσεις τους είχαν υποπέσει σε παραγραφή . Κατά τα λοιπά  έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία << …………… >> και τον δεύτερο των εναγομένων ………… και  αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των ανωτέρω να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 409.595,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προγενέστερης  από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. …../28.2.2007) αγωγής  στην πρώτη εναγομένη την 6.3.2007 και στον δεύτερο εναγόμενο την 12.3.2007 και μέχρις εξοφλήσεως  Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο  ενάγων  όσο και οι εναγόμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν ο μεν ενάγων και ήδη εκκαλών την εξαφάνισή της, κατά το επιδικασθέν ποσό των 9.950 ευρώ που επιδικάστηκε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του ως προς το σύνολο του αιτηθέντος κεφαλαίου,  οι δε εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες να απορριφθεί ως προς όλα τα αιτήματα της η ως άνω αγωγή.

Κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 332 του ίδιου Κώδικα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, το δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Επίσης, κατά το άρθρο 324 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου (βλ. ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 39 303, ΑΠ 216/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2001 ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλη «Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. 2η παρ. 12 αρ. 2 σελ. 197 επ.). Μάλιστα, το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεότερη δίκη της έννομης σχέσεως που αποτελεί τη βάση της αξιώσεως, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (βλ. ΑΠ 61/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1570/2003 ΕλλΔνη 2004 411, ΑΠ 915/2001 ΕλλΔνη 2003 134, ΑΠ 1331/2001 ΕλλΔνη 2001 1562, ΑΠ 1174/1999 ΕλλΔνη 41 694, Δ. Κονδύλη ο.π. παρ. 19 αρ. 3 σελ. 364 επ.). Ακόμη, η εν λόγω απαγόρευση ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό, το ζήτημα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεως του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι σφαλερή (βλ. ΑΠ 61/2006 ο.π., ΑΠ 386/2000 ΕλλΔνη 2000 1312, ΑΠ 800/1994 ΕλλΔνη 37 121, ΕφΑθ 2445/2011 ΕΦΑΔ 2012 161, ΕφΑθ 2499/2008 ΕλλΔνη 2011 184), όσο και αρνητικά με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέου ένδικου βοηθήματος ή μέσου για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (βλ. ΑΠ 1639/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35 1565, ΕΦ.ΠΕΙΡ.139/2021 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΕφΘεσ 564/2001 ΕλλΔνη 2001 767). I. Περαιτέρω, το δεδικασμένο εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε οριστικά. Ως τέτοιο, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 322 §1β του Κ.Πολ.Δ., νοείται κυρίως η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών προϋποθέσεων, που αναφέρονται είτε στους διαδίκους, είτε στο δικαστήριο, είτε στο αντικείμενο της δίκης, είτε στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (ορισμένο της αγωγής). Εξάλλου, η απόφαση, που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν λύει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την απόρριψη της αγωγής. Τούτο δε, διότι η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει το συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι, σε περίπτωση άσκησης νέας όμοιας αγωγής με την προηγούμενη, ήτοι αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτή ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει εάν το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε ορθά ή εσφαλμένα. Αντίθετα, εφόσον με τη δεύτερη αγωγή συμπληρωθεί η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και είναι επιτρεπτή η άσκηση εκ νέου της αγωγής (Α.Π. 113/2019, Α.Π. 85/2018 και Α.Π. 88/2015 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” ΕΦ.ΠΕΙΡ.139/2021 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 Α.Κ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιΐκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 1668/2013). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠΟΛΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 Α.Κ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 398/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 ΑΚ: “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον.”Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ,1 και 67 του Α.Κ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.,.”, σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ` 641/2011) και Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ίδιων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ253/2013). Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσώπησης και διοίκησης αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ.Ι και 22παρ.1εδ.α του κώδικα νόμων 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών” είναι το διοικητικό της συμβούλιο το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Η διάκριση εξάλλου των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας σε εκτελεστικά και μη εκτελεστικά, η οποία εισήχθη με το άρθρο 3παρ,1εδ,1 και 2 του ν.3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, δεν αλλάζει τα ανωτέρω ειδικά ως προς την ευθύνη των  μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού της συμβουλίου έναντι των τρίτων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, “το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από εκτελεστικά και μη εκτελεστικά μέλη. Εκτελεστικά μέλη θεωρούνται αυτά που ασχολούνται με τα καθημερινά θέματα διοίκησης της εταιρίας, ενώ μη εκτελεστικά τα επιφορτισμένα με την προαγωγή όλων των εταιρικών ζητημάτων”. Η ανωτέρω διάταξη, εξάλλου, ρυθμίζει προεχόντως την εσωτερική ευθύνη των οργάνων της ανώνυμης εταιρίας έναντι αυτής και των μετόχων και όχι την εξωτερική τους ευθύνη έναντι των τρίτων που ρυθμίζεται από τις εκάστοτε εφαρμοστέες γενικές ή ειδικές διατάξεις του αστικού δικαίου (ΑΠ472,370/2018). Άλλωστε, όπως ευθέως αναφέρεται στο άρθρο 3 της εισηγητικής έκθεσης του ανωτέρω νόμου (3016/2002), το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας εξακολουθεί να είναι ενιαίο συλλογικό όργανο και οι αποφάσεις του λαμβάνονται από όλα τα μέλη του, ανεξάρτητα της ιδιότητάς τους ως εκτελεστικών ή μη εκτελεστικών. (Α.Π 54/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατά τη διάταξη του άρθρου4 παρ. 1 του Ν. 1568/1985 “Περί Υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων” (ΦΕΚ 177 τεύχος Α”) “στις επιχειρήσεις που απασχολούν κατά ετήσιο μέσο όρο πάνω από 50 εργαζομένους, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφαλείας και ιατρού εργασίας. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι, ο τεχνικός ασφαλείας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις ο τεχνικός ασφαλείας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδοποιείται και θεωρείται από την επιθεώρηση εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται στο βιβλίο αυτό. Το ίδιο ως άνω άρθρο ορίζει στην παρ. 2 περ. β’ ότι ο τεχνικός ασφαλείας ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία της, καθώς και των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους και επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας και πρόληψης των ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους αρμόδιους προϊσταμένους των τμημάτων ή τη διεύθυνση της επιχείρησης. Κατά το άρθρο 7 του ιδίου, ως άνω, νόμου ορίζεται ότι για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας, ο τεχνικός ασφαλείας έχει υποχρέωση να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, να προτείνει μέτρα αντιμετώπισής της και να επιβλέπει την εφαρμογή τους. Εξ άλλου κατά το άρθρο 19 παρ. 1 αυτού, “Ο εργοδότης οφείλει να συντηρεί τους τόπους εργασίας και να μεριμνά για την κατά το δυνατό άμεση αποκατάσταση των ελλείψεων που έχουν σχέση με την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων. Αν από τις ελλείψεις αυτές προκαλείται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η εργασία. Κατά δε το άρθρο 32 του νόμου αυτού, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να εφαρμόζει κάθε υπόδειξη των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, η οποία συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση της παραγωγής και διατηρήσεως μιας επιχειρήσεως, προσδιορίζει επακριβώς το πλαίσιο ενεργείας του τεχνικού ασφαλείας, ο οποίος ως επιστήμονας και εξειδικευμένος στους τόπους παροχής εργασίας, έχει υποχρέωση να ελέγχει τυχόν ελλείψεις των τεχνικών εγκαταστάσεων, οι οποίες δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων. Ο έλεγχος επιβάλλεται να είναι ουσιαστικός και να υποδεικνύεται η λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, παραλλήλως δε αναγνωρίζεται η υποχρέωση στον τεχνικό ασφαλείας να σημειώνει σε ειδικό βιβλίο τις υποδείξεις του προκειμένου να λαμβάνει γνώση ο εργοδότης, η κατά συνέχεια δε συμπλήρωση του βιβλίου αυτού εξασφαλίζεται δια της θεωρήσεως από την επιθεώρηση εργασίας. Η κατά νόμο συμμόρφωση του τεχνικού ασφαλείας εξαντλεί το πλαίσιο της ευθύνης του και εναπόκειται στον εργοδότη να υλοποιήσει τα όσα υποδεικνύονται. (βλ. Α.Π 1172/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες της από1.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2018) έφεσης με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης  έφεσης, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, επειδή  δέχθηκε ότι  διορθώθηκε η πλημμέλεια στην περιγραφή των καταστραφέντων μηχανημάτων, αν και δεν αναφέρονται οι  προδιαγραφές τους, όπως απαιτεί για το ορισμένο των κονδυλίων αυτών η με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, έτσι  ώστε αυτά τα κονδύλια  καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο  θα έπρεπε να την  απορρίψει ως προς τα κονδύλια αυτά ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει εάν το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε ορθά ή εσφαλμένα.  Με το περιεχόμενο αυτό ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης τυγχάνει νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 321,322, 325, 332  επ. 216 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄  ουσίαν. Όπως προκύπτει από την με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού το οποίο ερεύνησε το λόγο της από 21.5.2010 (αρ. εκ. κατ. …./2010) έφεσης  κατά της με αριθμό 5345/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί του ότι δεν προσδιορίζονταν επακριβώς στην από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. ……/2007) αγωγή τα καταστραφέντα μηχανήματα και συνεπώς η ως άνω αγωγή ήταν αόριστη ως προς τα κονδύλια για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που ο ενάγων υπέστη από την καταστροφή τους έκρινε τα εξής : Όσον αφορά το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση αποζημίωσης, σχετικά με την αξία των καταστραφέντων κινητών πραγμάτων δεν είναι ορισμένη, αφού για την πληρότητα της θα έπρεπε να εκτίθενται λεπτομερώς, αφενός μεν ως τα καταστραφέντα μηχανήματα, η χώρα προέλευσης και κατασκευής τους, ο τύπος και οι προδιαγραφές τους,  η χρονολογία κατασκευής και το μοντέλο τους,  έτσι ώστε οι εναγόμενοι να μπορούν να αμυνθούν και το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω αγωγικού αιτήματος. Από την επισκόπηση της από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2012) ως άνω αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης, σχετικά με την αξία των καταστραφέντων μηχανημάτων τα οποία περιέγραψε ως εξής : 1) Κοπτικό μηχάνημα (τεμαχιστική), μοντέλο A45C SCM, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1988, αξίας 58.695 ευρώ, 2) παντογράφος ηλεκτρονικός, μοντέλο COSMEC, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1985, αξίας 17.610 ευρώ, 3) φρέζα ηλεκτρονική, μοντέλο SCM R9, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1980, αξίας 17.610 ευρώ, 4) σβούρες χειροκίνητες επεξεργασίας ξύλου, μοντέλο PAOLON Τ160, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1985, τεμάχια 3 Χ 7.820 ευρώ, αξίας 23.480 ευρώ, 5) κομπρεσέρ, μοντέλο TOROS, 1.000 λίτρων και 2 κεφαλών, ελληνικό (προέλευση και κατασκευή), έτους 1980, τεμάχια 3 Χ 3.913 ευρώ αξίας 11.740 ευρώ, 6) συγκολλητικές μηχανές, μοντέλο SELECTA 12 SCM, 5 μέτρων, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1987, τεμάχια 2 Χ 23.477,5 ευρώ, αξίας 46.955 ευρώ, 7) πολυτρύπανο, μοντέλο ΟΜΡΕ, 6 κεφαλών, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1990, αξίας 23.480 ευρώ,  8) πρέσσα λαδιού θερμαινόμενη, μοντέλο COLOMR, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1980, αξίας 35.220 ευρώ, 9) μικροεργαλεία χειρός τρυπάνια, κατσαβίδια, τριβεία, μοντέλο HITAΑCHI, Ιαπωνίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1990 και BOSCH, Γερμανίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1995, τεμάχια 25, αξίας 14.680 ευρώ, 10) ανυψωτικό κλαρκ, 1.500 kg, μάρκας κλαρκ Γερμανίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1980, αξίας 17.610ευρώ, 11) κορδέλα, μοντέλο NDA 900 AGAZZANI, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1985, αξίας 5.870 ευρώ 12) μοτέρ γερανογέφυρας με μεταλλικούς κοιλοδοκούς (βίντσι), Γερμανίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1995, αξίας 17.610 ευρώ, 13) ψυγεία εντοιχιζόμενα, μάρκας NEF, μοντέλο VR 105 ΝΕ, Γερμανίας προέλευση και κατασκευή), έτους 2000, τεμάχια 4 Χ 575 ευρώ, αξίας 2.300 ευρώ, 14) φούρνοι εντοιχιζόμενοι, μάρκας NEF, Γερμανίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 2000, τεμάχια 6 Χ 528,3 ευρώ, αξίας 3.170 ευρώ, 15) απορροφητήρες καμινιών, μοντέλο SMEG, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 2000, τεμάχια 8 Χ 391,87 ευρώ, αξίας 3.135 ευρώ, 16) κεραμικές εστίες κουζινών, μάρκας NEF, Γερμανίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 2000, τεμάχια 6 Χ 522,5 ευρώ, αξίας 3.135 ευρώ, 17) μοτέρ εξαερισμού, αξίας 2.935 ευρώ, 18) ηλεκτρονικοί υπολογιστές και περιφερειακά (εκτυπωτές και ploter), μάρκας SAMSUNG Ιαπωνίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 2007, αξίας 8.805 ευρώ, 19) τρυπάνι μεντεσέδων, μοντέλο BLUMA 125, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1995, τεμάχια 2 Χ 880 ευρώ, αξίας 1.760 ευρώ, μηχανή βάρκας, μάρκας SELVA, 6 ίππων, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1995, αξίας 400 ευρώ, 20) μηχανή βάρκας, μάρκας SELVA, 80 ίππων, Ιταλίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 1995, αξίας 1.950 ευρώ, 21) βάρκα COMPASS, μήκους 5,3 cm, αξίας 1.470 ευρώ, 22) τηλέφωνο και φαξ, μάρκας PANASONIC, Ιαπωνίας (προέλευση και κατασκευή), έτους 2001, αξίας 300 ευρώ και 23) στερεοφωνικό JVC, Αγγλίας (προέλευση και κατασκευή), αξίας 600 ευρώ. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο  ενάγων επαναφέρει το αυτό αίτημα του στην από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2012) αγωγής με την ίδια αοριστία , χωρίς να θεραπευτεί η δικονομική πλημμέλεια από την οποία έπασχε η από 27.1.2007 ( αρ. εκ. κατ. ……/2007) προγενέστερη αγωγή, διότι δεν αναφέρονται οι προδιαγραφές των μηχανημάτων, παρόλο που στην με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού αναφέρονται ως αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής. Συνεπώς η αγωγή ως προς το αίτημα  αυτό έπρεπε να  απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου  που απορρέει  από την με αριθμό 68/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς με την οποία η από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. ……/2007) προγενέστερη αγωγή, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη, ως προς το αίτημα αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι η προαναφερόμενη δικονομική έλλειψη ως προς την περιγραφή των καταστραφέντων μηχανημάτων και συγκεκριμένα ως προς την αναφορά των προδιαγραφών εκάστου μηχανήματος έχει θεραπευτεί με την από 11.6.2012 με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …../2012 αγωγή, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και θα πρέπει αφού γίνει δεκτός και ο σχετικός λόγος της από 1.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2018) έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο  και να απορριφθεί η ως άνω αγωγή ως προς το αίτημα της για την αναγνώριση της οφειλής ποσού 320.520,00 ευρώ ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες της από 1.10.2018 (με αριθ. έκθ. καταθ. ………../2018) έφεσης με τον δεύτερο  λόγο της κρινόμενης  έφεσης, ισχυρίζονται  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε  και εφάρμοσε το νόμο, επειδή δέχθηκε ότι  διορθώθηκε  η πλημμέλεια στην περιγραφή του με αριθμό 1 του Α΄ κεφαλαίου κονδυλίου της αγωγής που αφορά σε μοριοσανίδες, διότι μνημονεύεται μόνο μια διάσταση 305 cm συνολικής αξίας 70.000,00 ευρώ και συνεπώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί η αξία εκάστης μοριοσανίδας και ως προς το με αριθμό 6 κονδύλιο που αφορά σε πορτάκια ύψους 72 cm συνολικής αξίας 10.000,00 ευρώ, χωρίς να αναφέρεται το πλάτος αυτών και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ποσότητα των εμπορευμάτων που καθορίζεται από την αναφορά αμφότερων των διαστάσεων τους από τις οποίες προκύπτει το εμβαδόν και η αξία εκάστου όπως έχει ορίσει  για το ορισμένο του κονδυλίου αυτού η με αριθμό 68/2012 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, έτσι  ώστε τα κονδύλια αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο  θα έπρεπε να την  απορρίψει ως προς τα κονδύλια αυτά ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει εάν το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε ορθά ή εσφαλμένα.  Με το περιεχόμενο αυτό ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης τυγχάνει νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 321,322, 325, 332  επ. 216 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄  ουσίαν. Όπως προκύπτει από την με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού το οποίο ερεύνησε τον λόγο της από 21.5.2010 (αρ. εκ. κατ. …/2010 έφεσης) κατά της με αριθμό 5345/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί του ότι δεν προσδιορίζονταν επακριβώς στην από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. ……/2007)  αγωγή τα καταστραφέντα εμπορεύματα και συνεπώς η ως άνω αγωγή ήταν αόριστη ως προς τα κονδύλια για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που ο ενάγων υπέστη από την καταστροφή τους έκρινε τα εξής : Όσον αφορά το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση αποζημίωσης, σχετικά με την αξία των καταστραφέντων κινητών πραγμάτων δεν είναι ορισμένη, αφού για την πληρότητα της θα έπρεπε να εκτίθενται λεπτομερώς, ως προς τα αναφερόμενα καταστραφέντα εμπορεύματα , το είδος και η ποσότητα αυτών, έτσι ώστε οι εναγόμενοι να μπορούν να αμυνθούν και το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω αγωγικού αιτήματος.   Από την επισκόπηση της από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……/2012) άνω αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων ζήτησε  την επιδίκαση αποζημίωσης, σχετικά με κάτωθι αναφερόμενα εμπορεύματα : Πρώτη ύλη για έπιπλα: 1) μοριοσανίδες γυμνά επενδεδυμένα, γυμνά, MDF 305 cm τεμάχια 250 Χ 37 ευρώ, αξίας 925 ευρώ, οξιά MDF 305 cm τεμάχια 190 f Χ 55 ευρώ, αξίας 10.450 ευρώ, κερασιά MDF 305 cm τεμάχια 280 Χ 75 ευρώ, αξίας 21.000 ευρώ, ανιγκρέ MDF 305 cm τεμάχια 1.700 Χ 37 ευρώ, αξίας 9.350 ευρώ, κελεμπέκι MDF 305 cm τεμάχια 150X75 ευρώ, αξίας 11.250 ευρώ, δρυς MDF 305 cm τεμάχια 115 Χ 75 ευρώ, αξίας 8.775 ευρώ, συνολικής αξίας 70.000, ευρώ, 6)  πορτάκια από μασίφ ξύλο δρυς και κερασιά άβαφα 72 cmκαθ ύψος και διαφόρων πλατών τεμάχια 250χ 40, συνολικής αξίας 10.00,00 ευρώ. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ως προς τα κονδύλια αυτά έχουν συμπληρωθεί οι δικονομικές ελλείψεις και συγκεκριμένα η αοριστία στην περιγραφή  από τις οποίες έπασχε η από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. …../2007  προγενέστερη αγωγή) διότι αναφέρεται το είδος και η ποσότητα των συγκεκριμένων εμπορευμάτων, χωρίς να αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ποσότητας και της αξίας των συγκεκριμένων εμπορευμάτων η αναφορά όλων των επιμέρους διαστάσεων τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ως προς τα ως άνω κονδύλια 1 και 6  για την καταβολή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της αξίας των εμπορευμάτων ότι η προαναφερόμενη  δικονομική έλλειψη ως προς την αναφορά του είδους και της ποιότητας έχει θεραπευτεί με την από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …./2012) αγωγή, ορθά εφάρμοσε το νόμο και θα να απορριφθεί  ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2018) έφεσης.

Στην προκειμένη περίπτωση οι  εναγομένοι και ήδη εκκαλούντες με τον τρίτο  λόγο της από 1.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2018) έφεσης, ισχυρίζονται  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε  και εφάρμοσε το νόμο, επειδή  δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο το κονδύλιο με αριθμό 7 της ως άνω αγωγής (ταινίες PVC), ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο  θα έπρεπε να το απορρίψει ως παραγεγραμμένo , καθόσον δεν περιλαμβάνονταν στην από 27.1.2007 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2007) απορριφθείσα ως αόριστη αγωγή και συνεπώς δεν διεκόπη ως προς αυτό η παραγραφή με την έγερση της παρούσας αγωγής, δεδομένου ότι από την 11.10.2003, όποτε συνέβη το ζημιογόνο γεγονός μέχρι την άσκηση της παρούσας αγωγής την 15.6.2012 έχει παρέλθει χρονικό  διάστημα μεγαλύτερο  των πέντε ετών.  Με το περιεχόμενο αυτό ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης τυγχάνει νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, επομένως, η ένσταση αυτή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Από την επισκόπηση του δικογράφου της από 27.1.2007 (με  αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2007) αγωγής προκύπτει ότι το κονδύλιο με αριθμό 7 της (ταινίες PVC) δεν περιλαμβάνονταν στα αιτούμενα κονδύλια για την καταβολή αποζημίωσης για τα καταστραφέντα υλικά η οποία απορρίφθηκε  ως αόριστη με την με αριθμό 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και συνεπώς η παραγραφή που άρχισε την 12.10.2003 ήτοι την επομένη του ζημιογόνου γεγονότος της πυρκαγιάς δεν διακόπηκε με την έγερση της 27.1.2007 (με  αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2007 αγωγής) και συνεπώς η από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……/2012  αγωγή), ως προς το κονδύλιο τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω παραγραφής επειδή παρήλθε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 937 Α.Κ χρονικό διάστημα των πέντε ετών, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση . Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε το κονδύλιο με αριθμό 7 ως ουσιαστικά βάσιμο εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει αφού γίνει δεκτός σχετικός λόγος της από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2018) έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο και να απορριφθεί η ως άνω αγωγή ως προς το κονδύλιο με αριθμό 7 ως ουσιαστικά αβάσιμη .

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ………., συζύγου του ενάγοντος και …………, υπαλλήλου της πρώτης των εναγομένων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στο ακροατήριο του και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη  απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες (καταθέσεις) εκτιμώνται χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο γνώσης και τον βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από τη μετ΄ επίκληση προσκομιζόμενη από τους εναγομένους υπ΄ αριθ. …../19-2-2018 ένορκη βεβαίωση του σ΄ αυτή αναφέρομενου μάρτυρα, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά …………, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ΄  αριθ. …………./12-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …………) και αποτελεί αυτοτελή αποδεικτικό μέσο, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους εναγομένους υπ΄ αριθ. ………/14-1-2014 ένορκη βεβαίωση των σ΄ αυτή αναφερόμενων μαρτύρων και ………../14-1-2014 ένορκη βεβαίωση του σ΄ αυτή αναφερόμενου μάρτυρα, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. επ΄ ευκαιρία άλλης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων και εκτιμώνται στην παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 881/2013, ΕλΔ/νη 2014, 378, ΑΠ 833/2007, ΕλΔ/νη 2008, 413), από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους διαδίκους από 12-1-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης μετά παραρτήματος συνημμένων φωτογραφιών των σ΄ αυτή αναφερόμενων πραγματογνωμόνων, που διορίστηκαν με την υπ΄  αριθ. …………/11-10-2003 απόφαση του Ανακριτικού Γραφείου της Διοίκησης Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Πειραιά, από την από Δεκεμβρίου 2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των …………, πραγματογνώμονα, και ……….., μηχανολόγου μηχανικού, που συντάχθηκε με την επιμέλεια των εναγομένων, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρα 387 και 390 ΚΠολΔ) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α) επτά (7) έγχρωμες φωτογραφίες, που κατά νόμο (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2και 457 ΚΠολΔ) θεωρούνται έγγραφα, β) εξετάσεις μαρτύρων κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση από το Τμήμα Πυρασφάλειας Ανακριτικό Γραφείο της Διοίκησης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά, που εκτιμώνται ελεύθερα στην παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 154/1995, ΕλΔ/νη 33, 814, ΕφΑθ. 9440/1986, ΕλΔ/νη 1986 ; 869) και γ) δικαστικές αποφάσεις πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, που αφορούν τους διαδίκους, εκτιμώμενες ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1346/2011, ΑΠ 1349/2008, ΤΝΠ – Νόμος), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης – βιοτεχνίας και εμπορίας ξυλείας που στεγάζεται σε μισθωμένο κτίριο ιδιοκτησίας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εντός βιομηχανικού οικοπέδου κείμενου στον Πειραιά επί της οδού ……………. Η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία <<……………..>>  την οποία εκπροσωπούσε τότε ο δεύτερος των εναγομένων, ……….., πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, όπως προκύπτει από την υπ’  αριθ. …………./30-11-2006 βεβαίωση της Διεύθυνσης Ανωνύμων Εταιρειών Νομαρχίας Πειραιά, ο δε τρίτος των εναγομένων πατέρας του, ………… ήταν μέλος του Δ.Σ. της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας και υπεύθυνος τεχνικός ασφαλείας και μετέχων στη διοίκηση και λειτουργία αυτής (εταιρίας), η οποία ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα σε εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών σκευών κηποτεχνίας και ειδών οικιακής χρήσης, ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων που στεγαζόταν σε μισθωμένο ακίνητο ιδιοκτησίας της Εθνικής Τράπεζας, επί της οδού ………….. στον Πειραιά. Το εργοστάσιο αυτό στεγάζονταν στους κτιριακούς χώρους με αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11,12 και 13 όπως απεικονίζονται στο σχεδιάγραμμα νούμερο 1 σελ. 48 της κάτοψης του οικοδομικού τετραγώνου που προσαρτάται στην από 121-2004 σχετική προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε από τους πραγματογνώμονες, που ορίστηκαν από το Ανακριτικό Γραφείο της Διοίκησης πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά. Εντός του ως άνω βιομηχανικού οικοπέδου στεγάζονταν εκτός από την επιχείρηση της πρώτης ενάγουσας, το εργαστήριο ξυλουργίας και ξυλεμπορίας με την επωνυμία <<…………..>>, ιδιοκτησίας του ενάγοντος, εργοστάσιο – κατάστημα αναμίξεως και συσκευασίας χημικών και απορρυπαντικών ειδών, ιδιοκτησίας …….., μηχανουργείο με την επωνυμία <<………>> (…………), ιδιοκτησίας ………., εταιρεία με την επωνυμία <<………….>>, ιδιοκτησίας ………. και εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>, ιδιοκτησίας …………, εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>, συνιδιοκτησίας των αδελφών …. και …….., εταιρεία με την  επωνυμία <<…………..>> , συνιδιοκτησίας των αδελφών ……….. και ………, μηχανουργείο επισκευής μηχανών θαλάσσης και εμπορίας ανταλλακτικών, ιδιοκτησίας ………….. Την 11-10-2003, ημέρα Σάββατο και ώρα 06.30 π.μ, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών ειδών οικιακής, χρήσης, ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία <<…………….>> και συγκεκριμένα στον αποθηκευτικό χώρο του εργοστασίου, όπου ανεφλέγησαν τα εκεί τοποθετημένα πλαστικά. Το γεγονός της πυρκαγιάς διαπίστωσαν οι εργαζόμενοι της πρωινής βάρδιας εργασίας του Σαββάτου περί ώρα 6.40 οι οποίοι  εργάζονταν στο κτίριο 9 όπου βρίσκονταν εγκατεστημένος ο ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός κατασκευής των πλαστικών ειδών οικιακής χρήσης του εργοστασίου, όταν  είδαν  να βγαίνουν πυκνοί καπνοί από την πλευρά του κτιριακού χώρου 2, που υπήρχε η πόρτα εισόδου του κτιριακού χώρου 1, που χρησιμοποιούνταν κυρίως ως χώρος αποθήκευσης πλαστικών ειδών οικιακής χρήσης. Περαιτέρω ανευρέθηκαν αφενός σε μια γωνία του ως άνω αποθηκευτικού χώρου ανάμεσα σε στοιβαγμένα μεταλλικά ράντζα δυο παντελόνια τζιν και αφετέρου στο πάτωμα του ως άνω αποθηκευτικού χώρου, κάτω από την κρούστα που είχε δημιουργηθεί από την καμένη πλαστική ύλη, ένας μεγάλο σωρός από άκαυστα και μισοκαμμένα ρούχα, πετσέτες, ρετάλια υφασμάτων διαφόρων ειδών, καθώς και υφάσματα στρωμάτων, όπως προκύπτει από τα ως άνω ευρήματα της αυτοψίας που διενεργήθηκε από τους πραγματογνώμονες, που ορίστηκαν από το Ανακριτικό Γραφείο της Διοίκησης πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά που συνέταξαν την από 121-2004 σχετική προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με την από 121-2004 ως άνω προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, το γεγονός αυτό καθιστά σφόδρα πιθανή αιτία πρόκλησης της πυρκαγιάς το ανθρώπινο λάθος ήτοι ένα  αναμμένο τσιγάρο ή αναμμένο σπίρτο, ή ξεχασμένο κερί για φως την νύχτα ή μια ξεχασμένη αναμμένη φιάλη υγραερίου (γκαζάκι),  αφού δεν υπήρχε ηλεκτρικός φωτισμός στο εσωτερικό του ανωτέρω κτιριακού χώρου, να προκάλεσε την αρχική εστία της πυρκαγιάς σε ένα κομμάτι ύφασμα ή ρούχο και κατόπιν μια στοίβα από αποθηκευμένα έτοιμα εύφλεκτα πλαστικά προϊόντα η οποία στη συνέχεια πυρπόλησε ολόκληρο το χώρο. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι στον κτιριακό χώρο του κτιρίου 1 είχαν προκληθεί εκτεταμένες καταστροφές στην πλάκα οροφής και τις κολώνες από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ) καθώς  επίσης και στα δομικά υλικά της τοιχοποιίας από πέτρα και τούβλα προφανώς  λόγω  της μεγάλης έντασης της πυρκαγιάς. Οι συντάκτες της ως άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αρχική εστία της πυρκαγιάς εντοπίζεται στο εσωτερικό του κτιριακού χώρου 1 λόγω των εκτεταμένων καταστροφών που προκλήθηκαν σε συνδυασμό με το γεγονός ότι  οι εργαζόμενοι της πρωινής βάρδιας εργασίας του Σαββάτου που εργάζονταν στο κτίριο 9  είδαν να βγαίνουν πυκνοί καπνοί από την πλευρά του κτιριακού χώρου 2, που υπήρχε η πόρτα εισόδου του κτιριακού χώρου 1. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο ως άνω αποθηκευτικός χώρος πλαστικών προϊόντων χρησιμοποιούνταν παρά τον προορισμό του και ως χώρος ενδιαίτησης και νυχτερινής κατάκλισης αλλοδαπών εργατών της επιχείρησης , όπου εντοπίζεται και ότι η αρχική εστία της πυρκαγιάς ήτοι στο εσωτερικό του κτιριακού χώρου 1 καθώς και ότι η πυρκαγιά οφείλεται  σε ανθρώπινο λάθος και όχι σε άλλη εξωγενή αιτία, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της από της από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2018) έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η φωτιά επεκτάθηκε ταχύτατα σε όλους τους κτιριακούς χώρους του εργοστασίου κατασκευής πλαστικών ειδών οικιακής χρήσης και στους γειτνιάζοντες κτιριακούς χώρους των υπόλοιπων καταστημάτων του κτιριακού συγκροτήματος, μεταξύ των οποίων το εργαστήριο ξυλουργίας και εμπορίας ξύλου, ιδιοκτησίας του ενάγοντος, καταστρέφοντάς τον ολοσχερώς μέχρι την πλήρη κατάσβεση της από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Η ταχεία εξάπλωση της πυρκαγιάς οφείλεται, σύμφωνα με την ως άνω από 121-2004 σχετική προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν οι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά στη μεγάλη συσσώρευση εύφλεκτης πλαστικής ύλης από πάσης φύσεως έτοιμα προϊόντα πλαστικών ειδών ποικίλης χρήσης που υπήρχαν αποθηκευμένα στο εσωτερικό των γειτονικών  αποθηκευτικών κτιριακών χώρων 2,5,6,7 και 8, στην εύφλεκτη ξύλινη κεραμοσκεπή τους αλλά και στην πλήρη ανυπαρξία μέσων και μέτρων ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας στους ανωτέρω χώρους όπως αυτόματων συστημάτων πυρασφάλειας με ανιχνευτές καπνού, πυράντοχων θυρών, πυράντοχων διαχωριστικών τοίχων, συστημάτων αυτόματης πυρόσβεσης (καταιονητήρες νερού) κ.λ.π., σε συνδυασμό με την μη έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση από το προσωπικό της βάρδιας του εργοστασίου τη στιγμή της διαπίστωσης της λόγω παντελούς έλλειψης εκπαίδευσης και έλλειψης μέσων πυρόσβεσης για αντιμετώπιση ανάλογης κατάστασης. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ………./30-10-2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Βιομηχανίας και Ορυκτού Πλούτου (Τμήμα Α) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών Πειραιά, το εργοστάσιο της πρώτης εναγόμενης εταιρίας δεν είχε νόμιμη άδεια λειτουργίας, ενώ σύμφωνα με το από 16/10/2003 Υπηρεσιακό Σημείωμα του Τμήματος Πυρασφαλείας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά, για το ανωτέρω εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών ειδών δεν υπήρχε εγκεκριμένη μελέτη πυροπροστασίας, ούτε είχε χορηγηθεί πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Αποδείχθηκε ότι για τις ελλείψεις αυτές ευθύνονται οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, τότε πρόεδρος – διευθύνων σύμβουλος – εκπρόσωπος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου και διευθυντής – υπεύθυνος τεχνικός ασφαλείας της πρώτης εναγομένης αντίστοιχα, διότι δεν έλαβαν, ως όφειλαν και μπορούσαν, τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να τηρούνται για την πυρασφάλεια . Ειδικότερα αν και είχαν υποχρέωση προς τούτο ο μεν δεύτερος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας και ο τρίτος ως υπεύθυνος τεχνικός ασφαλείας παρέλειψαν την εκπόνηση μελέτης πυροπροστασίας από αρμόδια όργανο, ώστε να χορηγηθεί σχετικό πιστοποιητικό πυρασφάλειας καθώς επίσης δεν επιμελήθηκαν να λάβουν τα, ως άνω, αναγκαία μέτρα ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας, που θα εξασφάλιζαν την έγκαιρη διαπίστωση εκδηλωθείσας φωτιάς και την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της, προτού λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως τοποθέτηση αυτόματων συστημάτων πυρασφάλειας με ανιχνευτές καπνού, πυράντοχων θυρών, πυράντοχων διαχωριστικών τοίχων, συστημάτων αυτόματης πυρόσβεσης (καταιονητήρες νερού) κ.λ.π., ούτε είχαν προβεί στην, απαιτούμενη εκπαίδευση του προσωπικού της επιχείρησης για την πρόληψη του κινδύνου πρόκλησης φωτιάς και καταστολής της, αν και το αντικείμενο δραστηριότητας της επιχείρησης αφορούσε εύφλεκτη πλαστική ύλη. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι  συντέλεσαν στην επέλευση και την έκταση του ζημιογόνου αποτελέσματος διότι χρησιμοποίησαν τον περιορισμένο αποθηκευτικό χώρο συσσωρευμένων πλαστικών, χωρίς ηλεκτρική παροχή και παντελή έλλειψη μέσων πυρόσβεσης, για τη διαμονή και διανυκτέρευση αλλοδαπών εργατών της επιχείρησης. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι η πρόκληση της πυρκαγιάς και οι εξ αυτής προξενηθείσες ζημίες στα πράγματα της ατομικής επιχείρησης του ενάγοντος οφείλονται σε αμελή συμπεριφορά του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων και ειδικότερα σε συγκεκριμένες παραλείψεις τούτων, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων περί του ότι ο δεύτερος των εναγομένων δεν ευθύνεται για την πρόκληση της ζημίας αφού είχε οριστεί υπεύθυνος τεχνικός ασφαλείας ο τρίτος εναγόμενος . Τούτο διότι ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας εντάσσεται στα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του παραβίασε υπαιτίως με τις προαναφερόμενες παραλείψεις και πράξεις του τις προαναφερόμενες νόμιμες υποχρεώσεις του νομικού προσώπου και συγκεκριμένα τη λήψη των προαναφερόμενων μέτρων ασφαλείας , εφόσον με την ανωτέρω ιδιότητα του  διαθέτει και τα οικονομικά μέσα να τα υλοποιήσει, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της από της από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Με την υπ΄ αριθ. 1185/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά ο τρίτος των εναγομένων, ………., μέλος του διοικητικού συμβουλίου και υπεύθυνος ασφαλείας της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων, ανώνυμης εταιρίας, κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη του εμπρησμού από αμέλεια (άρθρα 28, 264, 266 Π Κ) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, η απόφαση δε αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της κατ΄  αυτής ασκηθείσας αναίρεσης με την υπ΄ αριθ. 1091/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου (Στ Ποινικό Τμήμα). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η μετάδοση της φωτιάς και η επέκτασή της στο κατάστημα του ενάγοντος οφείλεται σε συνυπαιτιότητα του τελευταίου, διότι ενόψει της έντασης και της έκτασης της πυρκαγιάς, η οποία είχε λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και επεκτάθηκε ταχύτατα στους χώρους του εργοστασίου της πρώτης των εναγομένων και στη συνέχεια στους γειτνιάζοντες κτιριακούς χώρους των υπόλοιπων καταστημάτων του οικοδομικού συγκροτήματος, μεταξύ των οποίων και το κατάστημα του ενάγοντος, ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά με όποια μέσα πυροπροστασίας. Κατόπιν τούτων, πρέπει η ανωτέρω ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στο ζημιογόνο για  αυτόν αποτέλεσμα να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων περί του ότι διακόπηκε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης και του ζημιογόνου αποτελέσματος αφενός διότι τα αστυνομικά όργανα εμπόδισαν τους εργαζομένους να κατασβήσουν άμεσα την πυρκαγιά και αφετέρου διότι η πυροσβεστική υπηρεσία καθυστέρησε την κατάσβεση διότι χρησιμοποίησε νερό και όχι αφρό και αναζητούσε ανεφοδιασμό με νερό σε κρουνούς που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο του συμβάντος διότι οι κοντινοί κρουνοί δεν είχαν νερό. Τούτο διότι όπως  αναφέρεται στην από 121-2004 προσκομιζόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοψίας από τον υπεύθυνο εργοδηγό και τους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, ο εργοδηγός της ανωτέρω εταιρείας ο οποίος πλησίασε μέσω του μακρόστενου κτιριακού χώρου 4 (διάδρομος) την πόρτα εισόδου του κτιριακού  2, αποθήκευσης έτοιμων προϊόντων πλαστικών ειδών οικιακής χρήσης,  προκειμένου να δει τι συμβαίνει, όταν έφτασε στην πόρτα εισόδου αυτού του κτιριακού χώρου διαπίστωσε να βγαίνουν πυκνοί μαύροι καπνοί από την εσωτερική δεξιά πλευρά του ανωτέρω κτιριακού χώρου και αδυνατώντας να κάνει κάτι για να περιορίσει την εκδηλωθείσα πυρκαγιά, λόγω  της αποπνικτικής ατμόσφαιρας που είχε δημιουργηθεί από τους πυκνούς μαύρους καπνούς, που είχαν κατακλύσει τον εσωτερικό χώρου του κτιρίου 2, επέστρεψε πίσω κατευθυνόμενος προς την έξοδο μαζί  με τους υπόλοιπους εργαζομένους τους οποίους εντωμεταξύ απομάκρυναν διερχόμενα αστυνομικά όργανα, που είχαν αντιληφθεί την πυρκαγιά από τους πυκνούς μαύρους καπνούς και αμέσως  ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική υπηρεσία η οποία αφού κατέφθασε στον τόπο του συμβάντος εντός ολίγων λεπτών , που ανέλαβε εξ΄ ολοκλήρου το δύσκολο έργο της κατάσβεσης της πυρκαγιάς. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ήταν αδύνατη η προσέγγιση της εστίας της πυρκαγιάς όταν έγινε αντιληπτή από τους υπαλλήλους της επιχείρησης λόγω της έντασης και της έκτασης της  οι οποίοι δεν είχαν λάβει καμία εκπαίδευση προς τούτο, ούτε υπήρχαν συστήματα πυρασφάλειας που να διευκολύνουν την ασφαλή προσέγγιση της αρχικής εστίας της πυρκαγιάς, πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι κινήθηκαν προς την εστία της πυρκαγιάς άλλοι εργαζόμενοι της επιχείρησης της εναγομένης, πλην του εργοδηγού ο οποίος δεν μπόρεσε να την προσεγγίσει και ότι οι άλλοι εργαζόμενοι  απομακρύνθηκαν από  τα αρμόδια αστυνομικά όργανα για να διασφαλιστεί η ασφάλεια τους. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ενδεδειγμένη η ρίψη αφρού και όχι νερού για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ούτε ότι υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους της πυροσβεστικής υπηρεσίας στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, απορριπτομένου  του έβδομου λόγου της από  1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2018) έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμου. To αίτημα των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων για τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί η αρχική εστία της πυρκαγιάς και συγκεκριμένα ότι η πυρκαγιά δεν ξεκίνησε από τον αποθηκευτικό χώρο με αριθμό 1 της επιχείρησης των εναγομένων, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφενός διότι, αποδείχθηκε ότι η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στον κτιριακό χώρο με αριθμό 1 καθώς και τα αιτία αυτής και αφετέρου διότι, έλαβε χώρα πραγματογνωμοσύνη άμεσα μετά το ζημιογόνο γεγονός συνταχθείσης της από 121-2004 σχετικής προσκομιζόμενης έκθεσης πραγματογνωμοσύνης από τους πραγματογνώμονες, που ορίστηκαν από το Ανακριτικό Γραφείο της Διοίκησης πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά και συνεπώς δεν υφίσταται ανάγκη διενέργειας και άλλης πραγματογνωμοσύνης και μάλιστα αφού έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των δεκαπέντε (15) ετών από την πρόκληση της πυρκαγιάς, απορριπτομένου  του έκτου λόγου της από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2018) έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Σύμφωνα με την από 121-2004 σχετική προσκομιζόμενη έκθεσης πραγματογνωμοσύνης καταστράφηκε όλος ο εξοπλισμός του γραφείου του καταστήματος, όπως έπιπλα γραφείου, ηλεκτρονικοί υπολογιστές  καθώς και όλο τι γραμματειακό και φορολογικό αρχείο της επιχείρησης, όπως φορολογικά βιβλία, έγγραφα και στοιχεία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο  εργαστήριο του ενάγοντος με την επωνυμία <<…….. >> που στεγαζόταν στον κτιριακό χώρο 14 του οικοδομικού τετραγώνου και δεν διέθετε νόμιμη άδεια λειτουργίας, από την πυρκαγιά καταστράφηκε ολοσχερώς η εξωτερική πέτρινη τοιχοποιία, η στέγη από ξύλινη κεραμοσκεπή με τις κάθετες τζαμαρίες οροφής, τα μεταλλικά πατάρια και οι εξωτερικές μεταλλικές πόρτες η αποθηκευμένη πρώτη ύλη ξύλου και τα αποθηκευμένα έτοιμα προϊόντα ξυλείας. Συγκεκριμένα καταστράφηκαν τα εξής  εμπορεύματα:  Πρώτη ύλη για έπιπλα: 1) μοριοσανίδες γυμνά επενδεδυμένα, γυμνά. MDF 305 cm τεμάχια 250 Χ 37 ευρώ, αξίας 925 ευρώ, οξιά MDF 305 cm τεμάχια 190 f Χ 55 ευρώ, αξίας 10.450 ευρώ, κερασιά MDF 305 cm τεμάχια 280 Χ 75 ευρώ, αξίας 21.000 ευρώ, ανιγκρέ MDF 305 cm τεμάχια 1.700 Χ 37 ευρώ, αξίας 9.350 ευρώ, κελεμπέκι MDF 305 cm τεμάχια 150X75 ευρώ, αξίας 11.250 ευρώ, δρυς MDF 305 cm τεμάχια 115 Χ 75 ευρώ, αξίας 8.775 ευρώ, συνολικής αξίας 70.000,00 ευρώ, 2) μελαμίνες λευκές 366 cm Χ1 83 cm τεμάχια 231 Χ 40 ευρώ, αξίας 9.240 ευρώ, μελαμίνες δρυς, οξιά, κερασιά, κελεμπέκι (έγχρωμες) 366 cm Χ 183 cm,  τεμάχια 650 Χ 55 ευρώ, αξίας 35.750 ευρώ, 3) μελαμίνες λευκές επεξεργασμένες αρχικών διαστάσεων 366 cm Χ 183 ευρώ, κομμένες σε διάφορες διαστάσεις με κολλημένες τις πλαϊνές επενδύσεις τεμάχια 375 Χ 80 ευρώ, αξίας 35.055 ευρώ, 4)  μελαμίνες έγχρωμες επεξεργασμένες αρχικών διαστάσεων 366 cm Χ 183 ευρώ, κομμένες σε διάφορες διαστάσεις με κολλημένες τις πλαϊνές επενδύσεις τεμάχια 369 Χ 55 ευρώ, αξίας 20.295,00  ευρώ, 5) μπάρες βακελίτη για πορτάκια επίπλων μήκους 305 cm σε δρυς, οξιά, κερασιά, τεμάχια 438 Χ 80 ευρώ, αξίας 35.040 ευρώ, 6) πορτάκια από μασίφ ξύλο δρυς και κερασιά ΑΒΑΦΑ 72 cm καθ΄ύψος και διαφόρων πλατών τεμάχια 250 Χ 40 ευρώ, αξίας 10.000 ευρώ, 7)  πάγκοι κουζίνας βακελλίτη 410 cm Χ 60 cm διαφόρων χρωμάτων τεμάχια 275 Χ 80 ευρώ, αξίας 22.000 ευρώ, 8) διακοσμητικές κορνίζες κουζινών με καπλαμά δρυς, κερασιά, ανιγκρέ  τεμάχια 3.000 Χ 10 ευρώ, αξίας 30.000 ευρώ, 9) εξαρτήματα επίπλων: πόμολα μονά τεμάχια 3.000 Χ 1 ευρώ, αξίας 3.000 ευρώ, πόμολα διπλά τεμάχια 5.000 Χ 2,20 ευρώ, αξίας 11.000 ευρώ, οδηγοί συρταριών τεμάχια 2.000 Χ 2,50 ευρώ, αξίας 5.000 ευρώ, βίδες διαφόρων διαστάσεων πακέτα 180 Χ 4 ευρώ, αξίας 720 ευρώ, μεντεσέδες για πορτάκια τεμάχια 14.000 Χ 1 ευρώ, αξίας 14.000 ευρώ, σωλήνες ντουλάπας 820 Χ 4 ευρώ, αξίας 3.280 ευρώ και συνολικά αξίας 37.000 ευρώ . Η συνολική αγοραστική αξία με τις τιμές λιανικής ανέρχονταν στο ποσό των 299.325,00 ευρώ και με τιμές χονδρικής, κατά τις οποίες ο ενάγων πραγματοποιούσε τις προμήθειες των υλικών του και μεταπωλούσε τα εμπορεύματά του στο ποσό των 203.599,5 το οποίο δικαιούται να λάβει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι η συνολική αγοραστική αξία των ως άνω εμπορευμάτων ανέρχονταν στο ποσό των 319.0850 ευρώ και με τιμές χονδρικής, κατά τις οποίες ο ενάγων πραγματοποιούσε τις προμήθειες των υλικών του και μεταπωλούσε τα εμπορεύματά του στο ποσό των 223.359,50, καθόσον είχε εμφιλοχωρήσει αριθμητικό λάθος κατά υπολογισμό του κονδυλίου 4 και είχε συμπεριληφθεί στα οφειλόμενα και το κονδύλι 7 της ως άνω  αγωγής το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει αφού γίνει δεκτός σχετικός λόγος της από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος να εξαφανιστεί ί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο και να γίνει εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς το ποσό των 203.599,5 ευρω. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι καταστράφηκε εντελώς και όλο το φυσικό αρχείο, που αφορούσε το προσωπικό της επιχείρησης, όπως δηλώσεις – καταστάσεις εφορίας, Ι.Κ.Α., βιβλιάρια και καρτέλες ενσήμων των εργαζομένων μαζί με όλο το φορολογικό αρχείο (φορολογικά βιβλία, έγγραφα και στοιχεία Κ.Β.Σ.) της επιχείρησης, καθώς επίσης και όλα τα πρωτογενή στοιχεία δαπανών αγορών, πωλήσεων, επιστροφών και εκπτώσεων καθώς και ότι  δε βρίσκονται στην κατοχή του ενάγοντος τα τιμολόγια αγοράς και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής των καταστραφέντων από την πυρκαγιά  υλικών προς απόδειξη της ύπαρξης και της αξίας του, αλλά ούτε αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω έγγραφα υπάρχουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., όπου υπάγεται ο ενάγων και ότι είναι δυνατή η απόκτησή τους από τον τελευταίο. Συνεπώς  το αίτημα των εναγόμενων περί επίδειξης των ανωτέρω (τιμολογίων αγοράς και αντίστοιχων δελτίων αποστολής μηχανημάτων) κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. που υπέστη ο ενάγων από την παραπάνω αδικοπραξία, είναι αυτό των 10.000 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, συνεπεία της προπεριγραφείσας αδικοπραξίας των οργάνων, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, εκτός από την περιουσιακή ζημία του, υπέστη και ηθική βλάβη, αφού αυτή (αδικοπραξία) του προκάλεσε στενοχώρια και θλίψη και ως εκ τούτου για την αποκατάσταση αυτής (ηθικής βλάβης) δικαιούται ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων τις συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκε η ανωτέρω αδικοπραξία, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, το βαθμό του και την έκταση της ζημίας του ενάγοντος, τη βαρύτητα των υπαίτιων προσώπων και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχα υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου (ΑΠ 9/2015, Πλήρης Ολομέλεια, ΕλΔ/νη 2015, 1661, Σ. Ματθία, Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, ΕλΔ/νη 2006, σελ. 1), κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Από το εν λόγω ποσό πρέπει να αφαιρεθεί, κατ΄ απαίτηση του  ενάγοντος, το ποσό των 50 ευρώ, που επιφυλάσσεται  να ζητήσει από το ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων. Το συγκεκριμένο αυτό ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται  ως εύλογο, επαρκή και δίκαιο, για να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος,(βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του και διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του τα ανωτέρω, έκανε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα , το ποσό των 9.950,00  ευρώ  νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί τόσο του εκκαλούντος της  από 28.8.2018  (με αριθ. εκθ. κατάθ. ……../2018  έφεσης και των εκκαλούντων της από 1.10.2018 με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεσης  (ότι αντίστοιχα πρέπει να επιδικασθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη αποζημίωση) πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι των ως άνω συνεκδικαζομένων  εφέσεων, ως προς το κεφάλαιο της επιδικασθείσας ηθικής βλάβης. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω  πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 28.8.2018  (με αριθ. εκθ. κατάθ. ……../2018 έφεση στο σύνολό της  και να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο (με αριθμό ………/2018 e παράβολο) για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο ενάγων και ήδη εκκαλών, λόγω της ήττας του και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας , κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας . Στη συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτή η από 1.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2018) έφεση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση  στο σύνολό της για το ενιαίο του εκτελεστού τίτλου συνεφανιζομένης και κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 Ε.Δ 39.825, Εφ.Π 716/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012.107). Το δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της την από 11.6.2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2012) αγωγή  και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης και δεύτερου των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 213.549,5 (203.599,5 + 9.9950,00) ευρω με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης στην πρώτη εναγομένη την 6.3.2007 και στον δεύτερο εναγόμενο την 12.3.2007 της από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. ………./28-2-2007) αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των ως άνω εναγομένων  και ήδη εκκαλούντων,  κατά την έκταση της ήττας τους (178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου (με αριθμό  ……………/2018 e παράβολο)  στους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από  28.8.2018  (με αριθ. εκθ. κατάθ. ………./2018  και  από 1.10.2018  (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………./2018) εφέσεις  οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 2988/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 28.8.2018  (με αριθ. εκθ. κατάθ. ./../2018  έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κατάπτωση του κατατεθέντος από τον ενάγοντα  – εκκαλούντα παραβόλου (με αριθμό ……/2018 e παράβολο)

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ .

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ ουσία την από 1.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/…../2018 ) έφεση .

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη  με αριθμό 2988/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση κατ΄ ουσίαν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει την από 11.6.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2012 αγωγή .

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της πρώτης και δεύτερου των εναγομένων να καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος στον ενάγοντα το ποσό των διακοσίων δέκα τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα  εννέα (213.549,5) ευρω και πέντε λεπτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης στην πρώτη εναγομένη την 6.3.2007 και στον δεύτερο εναγόμενο την 12.3.2007 της από 27.1.2007 (αρ. εκ. κατ. …./28-2-2007) αγωγής .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου (με αριθμό  …………./2018 e παράβολο) στους καταθέσαντες   εναγόμενους  – εκκαλούντες.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων  – εκκαλούντων,  τα οποία καθορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων  (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 19η Απριλίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄αυτής, λόγω

αναχωρήσεώς της από την

Υπηρεσία, η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης, Σταυρούλα

Λιακέα

  Δημοσιεύθηκε δε στις 9 Σεπτεμβρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας της Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτες και με Γραμματέα την Καλλιοπη Σκούρτη, με απόντες δε τους διαδίκους και  την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας-εφεσίβλητης.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ