Αριθμός 552 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1. Ετερόρρυθμης εταιρίας ……….., 2. …………. και 3. ……….., ως ομόρρυθμων μελών και διαχειριστών της πρώτης αιτούσας, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κυριάκος Χουσέας (ΑΜ ………….. Δ.Σ. Αθηνών).
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : 1. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 2. Εταιρίας ………………… την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Πέτρος Παναγιώτου (ΑΜ ….. Δ.Σ. Αθηνών).
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 23-5-2022, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2022, αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 27-5-2022, και η συζήτησή της προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από το σχετικό έκθεμα και οι παρόντες διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω σημειώνεται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και υπέβαλαν σημειώματα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ερημοδικία οποιουδήποτε διαδίκου στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν συνεπάγεται βλαβερές δικονομικές συνέπειες γι’ αυτόν, δεδομένου ότι στη διαδικασία αυτή ισχύει το ανακριτικό σύστημα και συνεπώς σε περίπτωση ερημοδικίας διαδίκου αυτός δικάζεται σαν να ήταν παρών. Το δικαστήριο όμως προβαίνει πάντα σε αυτεπάγγελτη έρευνα κατ’ άρθρο 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ για τη νομιμότητα και το εμπρόθεσμο της κλήτευσης του απόντος διαδίκου, σε περίπτωση δε που η κλήτευση δεν έγινε καθόλου ή έγινε εκπρόθεσμα ή κατά τρόπο μη νόμιμο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης (ΕφΑθ 2543/2015, ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ομολογία των αιτούντων, που περιέχεται στο από 21-7-2022 σημείωμά τους που κατατέθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η κρινόμενη αίτηση δεν έχει επιδοθεί στην πρώτη καθ’ ης η αίτηση τράπεζα, με την αιτιολογία ότι αυτή έχει μεταβιβάσει την ένδικη απαίτηση και η εκτέλεση επισπεύδεται ήδη από τη δεύτερη καθ’ ης η αίτηση. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, και με την ως άνω ομολογία των αιτούντων, σε συνδυασμό με τη μη προσκόμιση σχετικής έκθεσης επίδοσης της αίτησης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης ως προς την πρώτη καθ’ ης η αίτηση τραπεζική εταιρία.
Με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190/13.10.2021), το Μέρος Α΄ του οποίου υπό τον τίτλο «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» ισχύει από την 1.1.2022, κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 120 αυτού, τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ και προστέθηκε (εκ νέου) άρθρο 938 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 60 του ως άνω Νόμου προστέθηκε εκ νέου άρθρο 938 ΚΠολΔ, το οποίο έχει ως εξής : «1. Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ. 2. Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 3. Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου. 4. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. 5. Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής, ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ` του ως άνω Νόμου «Το άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως προστίθεται με το άρθρο 60 του παρόντος, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω νόμου αναφέρει σχετικώς με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 938 ΚΠολΔ τα εξής : «Η καθολική κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ στην έμμεση εκτέλεση από το ν. 4335/2015 (Α` 86) αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933, σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, συγχρόνως, όμως, δημιούργησε σημαντικά ερμηνευτικά και πρακτικά ζητήματα, ιδίως στην ανακοπή του άρθρου 936, αλλά και στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί διχογνωμία στη θεωρία και τη νομολογία, σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής της εκτέλεσης και στην αναζήτηση διεξόδου να υποστηρίζονται διάφορες θεωρητικές κατασκευές (όπως άρθρο 731). Ενόψει αυτών, με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων στην έμμεση εκτέλεση και στα υποκείμενα σε φθορά κινητά, επαναφέρεται η δυνατότητα αναστολής σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Ειδικά στην έμμεση εκτέλεση σε ακίνητα η αναστολή είναι δυνατή μόνο από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, όπως προέβλεπε και ο ν. 4335/2015 (Α` 86) (εδάφιο τρίτο περ. β` παρ. 1 άρθρου 937). Σε ό,τι αφορά στον προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου υιοθετείται η ορθότερη διατύπωση του εδαφίου τρίτου της παρ. 2 του άρθρου 1011Α, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υποβολή αίτησης αναστολής σε αναρμόδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι η προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 938 δεν εμπόδιζε την κατάθεση της αίτησης αναστολής σε αναρμόδιο δικαστήριο με αποτέλεσμα, στην περίπτωση, την επιμήκυνση της αναστολής». Ενόψει των ανωτέρω, αναφορικώς με τη σχέση των ρυθμίσεων του Ν. 4335/2015 και του Ν. 4882/2021 επί του ζητήματος της αναστολής εκτελέσεως πλειστηριασμού ακινήτου μετά τη θέση σε ισχύ του τελευταίου, όταν η σχετική επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί ενώ, εάν έχει επιδοθεί μετά την 1.1.2022, τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικώς η νέα διάταξη του άρθρου 938 παρ. 2-6 ΚΠολΔ (ότε η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτώς μόνο με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις). Σημειωτέον ότι αμφότερες οι ως άνω διατάξεις θέτουν ταυτόσημες προϋποθέσεις του παραδεκτού της εν λόγω αιτήσεως, επομένως, δε, υπό αμφότερα τα νομοθετικά πλαίσια απαιτείται, μεταξύ άλλων, κατάθεση ή υποβολή της αιτήσεως το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας διενεργείας του ορισθέντος πλειστηριασμού. Η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται από τις ως άνω διατάξεις με το χρόνο δημοσιεύσεως της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτελέσεως οριστικής αποφάσεως ή με το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, εντεύθεν δε τα ως άνω χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκειμένης προθεσμίας. (ΜονΕφΑθ 61/2022, ΤΝΠ Νόμος).
Με την κρινόμενη αίτησή τους, οι αιτούντες, κατά των οποίων επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση από την πρώτη καθ’ ης εταιρία, και ήδη επισπεύδεται, με την από 16-5-2022 επιταγή προς πληρωμή που τους επιδόθηκε στις 17-5-2022, από τη δεύτερη καθ’ ης η αίτηση, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, των οποίων δικαιούχος είναι η εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» και έδρα στο ………. Ιρλανδίας, εκθέτουν ότι με τη με αριθμό 1968/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έγινε μερικά δεκτή η ανακοπή, ακυρώθηκε κατά ένα μέρος η με αριθμό ……/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η από 26-3-2019 (πρώτη) επιταγή προς εκτέλεση, που προσαρτάται σε αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, και κατά τα λοιπά επικυρώθηκε η τελευταία (διαταγή πληρωμής). Κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης οι αιτούντες έχουν ασκήσει έφεση, ζητούν, δε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η αναστολή της εκτέλεσης της επισπευδόμενης, ήδη με την από 16-5-2022 επιταγή της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ασκηθέντος ενδίκου μέσου και προς αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υποστούν, καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η αίτηση στη δικαστική δαπάνη τους.
Η αίτηση παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο, αφού ενώπιόν του εκκρεμεί η έφεση των αιτούντων κατά της 1968/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε, στις 17-5-2022, μετά την 1η-1-2022 (άρθρο 938 § 2 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, μετά την ισχύ του Ν 4842/2021, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, ενόψει και του ότι η έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης πιθανολογήθηκε ότι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, όπως επίσης νομίμως και εμπροθέσμως είχε ασκηθεί και η (μερικώς δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση) ανακοπή κατά της εκτέλεσης.
Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014), ώστε να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 999/2019). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017), (ΑΠ 196/2020, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της (ΑΠ 1071/2017), χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1094/2006), η απαίτηση δε είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006), (ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση, και αφετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ., αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 662/2010). Οι πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ δεν αποτελούν αντικείμενο παραβιάσεως ευθείας ή εκ πλαγίου, δημιουργικής λόγου αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, καθόσον έχουν δικονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 1503/2008). Κατά συνέπεια, αν το δικάζον την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής δικαστήριο της ουσίας δεν ακύρωσε εν όλω ή εν μέρει την προβληθείσα διαταγή πληρωμής, μολονότι κατά την έκδοση της εμφιλοχώρησαν παραβάσεις δικονομικών διατάξεων που δικαιολογούν κατά νόμο την ακύρωσή της, υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ, γιατί παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα (ΑΠ 1305/2009), (ΑΠ 196/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 806 Α.Κ. “Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας”. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 Α`/29-8-1991), “απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα”, ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ.α της 2501/31-10-2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΑΠ 1331/2012). Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ι) προμήθειας, οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ) (ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ Νόμος).
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία νομότυπα προσκομίζουν οι παρόντες διάδικοι, της χωρίς όρκο κατάθεσης του δεύτερου αιτούντος, της με αριθμό …./20-7-2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς του μάρτυρα των αιτούντων, ……………, η οποία λαμβάνεται νόμιμα υπόψη παρά την έλλειψη προηγούμενης κλήτευσης των καθ’ ων η αίτηση, καθόσον, στη συγκεκριμένη διαδικασία είναι επιτρεπτή η αξιοποίηση από το Δικαστήριο οιωνδήποτε αποδεικτικών μέσων που είναι πρόσφορα κατά την κρίση του χωρίς την τήρηση των κανόνων της αποδεικτικής διαδικασίας (ΜονΕφΑθ 2/2022, ΤΝΠ Νόμος), των ομολογιών των παρόντων διαδίκων, όπως αυτές διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν στο Δικαστήριο αυτό, όλων όσων ανέπτυξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στο ακροατήριο, καθώς και με τα σημειώματά τους, και από όλη, γενικά, τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Κατόπιν της από 31-12-2018, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../17-1-2019, αίτησης της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος των αιτούντων καθώς και σε βάρος των γονέων των δεύτερου και τρίτου (φυσικών προσώπων), …………. και …………, για την έκδοση διαταγής πληρωμής προς καταβολή σε ολόκληρο του ποσού των ευρώ 1.354.724,06 ευρώ. Ειδικότερα, στην ανωτέρω αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής η πρώτη καθ’ ης η αίτηση εκθέτει ότι με βάση τη µε αριθμό ………./19-3-1999 σύμβαση πίστωσης µε ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό χορήγησε στην πρώτη (εδώ) αιτούσα εταιρία πίστωση μέχρι του ποσού των 70.000.000 δραχμών, ήδη 205.429,20 ευρώ, για την οποία εγγυήθηκαν οι δεύτερος, τρίτος αιτούντες, καθώς και ο πατέρας των τελευταίων, ……….., ο οποίος απεβίωσε στις 6-4-2020, στον Άλιμο Αττικής, αφήνοντας μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους υιούς του (δεύτερο και τρίτο αιτούντες), και τη ………….., σύζυγό του, ότι το ύψος της ανωτέρω πίστωσης αυξήθηκε με τις από 1-11-1999 και 2-6-2003 πρόσθετες πράξεις αύξησης σε 440.205,42 ευρώ και 750.205,43 ευρώ αντίστοιχα, ότι με την από 26-2-2004 πρόσθετη πράξη χορήγησε δάνειο ποσού 190.000 ευρώ, που περιελήφθη στο σύνολο της αρχικής πίστωσης, συνδεδεμένο με τους µε αριθμούς ….. (αρχικά) και ……. (στη συνέχεια) λογαριασμούς, ότι με τις από 16-3-2006, 9-11-2011, 21-12-2012 και 2-8-2013 πρόσθετες πράξεις, αντίστοιχα : α) το όριο της πίστωσης αυξήθηκε στο ποσό των 2.000.000 ευρώ, β) η μητέρα των δεύτερου και τρίτου αιτούντων, ……………, η οποία απεβίωσε, στις 25-5-2021, στην Αθήνα, αφήνοντας μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους υιούς της (δεύτερο και τρίτο αιτούντες), προστέθηκε στους εγγυητές της σύμβασης πίστωσης του ανωτέρω αλληλόχρεου λογαριασμού, το ύψος της οποίας αυξήθηκε στο ποσό των 950.000 ευρώ, συνδεδεμένη με τους με αριθμούς …. (αρχικά) και …. (στη συνέχεια) λογαριασμούς, γ) συμφωνήθηκε ο τρόπος αποπληρωμής συνολικού ποσού 790.000 ευρώ (= 38.016,79 ευρώ από το λογαριασμό µε αριθμό ….. + 751.983,21 ευρώ από το λογαριασμό µε αριθμό …..) για διάστημα 8 ετών, ο αριθμός λογαριασμού ….. μεταβλήθηκε αρχικά στο με αριθμό ….. λογαριασμό και ακολούθως στο με αριθμό …. λογαριασμό, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 129.730,73 ευρώ του ανωτέρω µε αριθμό …. λογαριασμού μεταβλήθηκε αρχικά στο με αριθμό …. και ακολούθως στο µε αριθμό …. λογαριασμό, επιπλέον, δε, το όριο πίστωσης του τρεχούμενου αλληλόχρεου λογαριασμού της 9-11-2011 θα περιοριζόταν στο ποσό των 100.000 ευρώ, και δ) ρυθμίστηκαν οι οφειλές των αιτούντων ποσού 158.092,84 ευρώ και συγκεκριμένα i) ποσό 16.731,71 ευρώ από το µε αριθμό …. ανωτέρω λογαριασμό, ii) ποσό 132.241,02 ευρώ από το µε αριθμό …. λογαριασμό, και iii) ποσό 9.120,11 ευρώ από τον µε αριθμό ..…. λογαριασμό, ότι οι αιτούντες δεν είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και καθυστερούν την αποπληρωμή των οφειλών τους με υπόλοιπα ποσά ανά λογαριασμό, στις 28-7-2017, τα ακόλουθα : i) 3.650,58 ευρώ στο λογαριασμό …., ii) 1.127.916,05 ευρώ στο λογαριασμό …, iii) 222.561,34 ευρώ στο λογαριασμό …., και iv) 596,09 ευρώ στο λογαριασμό ……, με αποτέλεσμα στις 11-6-2018 την καταγγελία από την ίδια (τράπεζα πρώτη καθ’ ης η αίτηση αυτή) της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης. Για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών, ώστε να εκδοθεί η αιτούμενη διαταγή πληρωμής, ιδίως, δε, των επικαλούμενων αρχικής σύμβασης, πρόσθετων πράξεων, λογαριασμών, και ποσών οφειλών, η πρώτη καθ’ ης η αίτηση τράπεζα προσκόμισε την ανωτέρω αρχική σύμβαση με τις πρόσθετες αυτής πράξεις, αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της για την κίνηση των με αριθμούς ……, ….., ……. και …… λογαριασμών, για την επιτρεπτή χρήση προς πλήρη απόδειξη των οποίων υπήρξε ειδικός όρος στην ένδικη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, καθώς και την από 7-6-2018 εξώδικη καταγγελία της αιτούσας τράπεζας (πρώτη καθ’ ης η αίτηση) με τις με αριθμούς …………../2018 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών Αθηνών ……… οι τέσσερις πρώτες και …………. η πέμπτη, προς τους καθ’ ων η αίτηση έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής (μεταξύ των οποίων οι αιτούντες). Μετά την έκδοση και επίδοση, στις 29-3-2019 και 1-4-2019, της ανωτέρω με αριθμό …./15-2-2019 διαταγής πληρωμής, οι καθ’ ων η τελευταία, άσκησαν την από 19-4-2019, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../19-4-2019, ανακοπή κατά τις διατάξεις των άρθρων 632 επ. και 933 επ. ΚΠολΔ, η οποία συζητήθηκε την 1η-11-2019 και εκδόθηκε η με αριθμό 1968/27-5-2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανακοπή, και ακυρώθηκε μερικά η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η από 26-3-2019 επιταγή προς εκτέλεση, που είναι προσαρτημένη σε αντίγραφο από το εκτελεστό απόγραφο της τελευταίας, ως προς το πέραν του 1.017.394,10 ευρώ επιδικαζόμενου ποσού, ενώ κατά τα λοιπά επικυρώθηκε η διαταγή πληρωμής και καταδικάστηκε η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης των ανακοπτόντων ποσού 300 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, και της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας, οι τέσσερις ανακόπτοντες, επειδή μεσολάβησε ο θάνατος του ……… στις 6-4-2020, άσκησαν την από 3-2-2021, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../4-2-2021, έφεσή τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7ης-4-2022, επιδόθηκε, δε, στην πρώτη καθ’ ης η αίτηση (καθ’ ης η ανακοπή – εφεσίβλητη τράπεζα) στις 4-3-2022, παραπονούμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων με τους δώδεκα λόγους έφεσης, με τους οποίους επαναφέρουν τους λόγους ανακοπής. Ακολούθως, πιθανολογήθηκε ότι στις 16-4-2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. η διάσπαση της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας, αποσχίστηκε ο κλάδος τραπεζικής δραστηριότητας της διασπώμενης εταιρίας και εισφέρθηκε αυτός στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………», διακριτικό τίτλο «………», έδρα την Αθήνα, ……….., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ…… και ΑΦΜ ……, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν 2515/1997, 54 § 3, 57 § 3, 59 -74 και 140 Ν 4601/2019, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με τη με αριθμό …../7-4-2021 πράξη διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία (διάσπαση) εγκρίθηκε με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 45089/16-4-2021 απόφαση της Διεύθυνσης Εταιριών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε και δημοσιεύθηκε νόμιμα, με συνέπεια η ανωτέρω νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία να καταστεί καθολική διάδοχος της διασπώμενης εταιρίας (καθ’ ης η ανακοπή) στα στοιχεία ενεργητικού, στα οποία περιλαμβάνονται και οι έννομες σχέσεις δανείων και πιστώσεων και τα εμπράγματα δικαιώματα της τελευταίας, μεταξύ των οποίων και οι απαιτήσεις της σύμβασης στεγαστικού δανείου και της αυθημερόν πρόσθετης πράξης. Στη συνέχεια, πιθανολογήθηκε ότι η ανωτέρω νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία μεταβίβασε τις επιδικασθείσες απαιτήσεις, που αφορούν στα προαναφερόμενα α) σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού συνδεόμενη με το με αριθμό ….. τραπεζικό λογαριασμό, β) επιχειρηματικό δάνειο συνδεόμενο με το με αριθμό …. τραπεζικό λογαριασμό, γ) επιχειρηματικό δάνειο συνδεόμενο με το με αριθμό ….. τραπεζικό λογαριασμό, και δ) επιχειρηματικό δάνειο συνδεόμενο με το με αριθμό …… τραπεζικό λογαριασμό, στην εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», με έδρα στο ………….. Ιρλανδίας, με την από 8-10-2021 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, και δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου …./11-10-2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο … με αριθμό …..· η τελευταία, δε, αποκτώσα εταιρία, με την από 17-12-2021 σύμβαση διαχείρισης, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, και δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου …./20-12-2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο ….. με αριθμό …., αντικαθιστώντας την προγενέστερη σύμβαση διαχείρισης με αριθμό πρωτοκόλλου …../11-10-2021, ανέθεσε τη διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στη δεύτερη καθ’ ης η αίτηση αυτή εταιρία παροχής υπηρεσιών και διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, η οποία στις 7-4-2022 αιτήθηκε αναβολή της συζήτησης της ανωτέρω έφεσης των αιτούντων με αιτιολογία τη μεταβίβαση των ένδικων απαιτήσεων και την πρόθεσή της να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη της έφεσης, την οποία επέδωσε, στις 9-5-2022, στους αιτούντες – εκκαλούντες· επίσης η ίδια, δεύτερη καθ’ ης η αίτηση, επέδωσε στους αιτούντες, στις 17-5-2022, εκ νέου την ένδικη διαταγή πληρωμής με την από 16-5-2022 επιταγή προς πληρωμή – εκτέλεση, επισυνάπτοντας όλα τα ανωτέρω νομιμοποιητικά στοιχεία καθώς και αποσπάσματα από το παράρτημα της ανωτέρω από 8-10-2021 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων, που περιλαμβάνει τις ένδικες απαιτήσεις και τους προαναφερόμενους τέσσερις τραπεζικούς λογαριασμούς, με συνέπεια την άσκηση από τους αιτούντες της κρινόμενης αίτησης αναστολής με σκοπό την αναστολή της εκτέλεσης της ένδικης διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ενστωματωμένης στην αίτηση έφεσής τους. Με τον πρώτο λόγο της τελευταίας, που επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε παρά την ύπαρξη αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης, επειδή δεν είναι εκκαθαρισμένη η αιτούμενη απαίτηση, διότι προσκομίστηκαν από την πρώτη καθ’ ης τράπεζα αντιφατικοί και αναπόδεικτοι λογαριασμοί, όπως ειδικά αναφέρονται, οι οποίοι συμπαρασύρουν σε συνολικό ανεκκαθάριστο της ιστορικής και νομικής βάσης της απαίτησης, καθώς επίσης και καθιστούν αναπόδεικτα τα αιτούμενα κονδύλια, που δεν προκύπτουν από τα προσκομισθέντα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας (εδώ καθ’ ης η αίτηση) τράπεζας· επιπλέον, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, που επαναφέρει τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, οι αιτούντες αμφισβητούν το ορισμένο του επιδικασθέντος και επιτασσόμενου κεφαλαίου της απαίτησης της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας, καθόσον συμπεριλαμβάνονται έξοδα, όπως ειδικά αναφέρονται, με ακατάληπτους κωδικούς και τεχνικούς όρους, τα οποία προστίθενται στην απαίτηση, ανατοκίζονται, και αυξάνουν το συνολικό ύψος της οφειλής τους. Για τους ανωτέρω λόγους έφεσης, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογήθηκε ότι για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής η πρώτη καθ’ ης η αίτηση προσκόμισε : α) την κίνηση του µε αριθμό …… λογαριασμού, ο οποίος αναφέρεται στην ένδικη διαταγή πληρωμής, από 24-3-2014 μέχρι 28-7-2017, οπότε έκλεισε ο λογαριασμός αυτός µε υπόλοιπο 850.217,87 ευρώ, με αναφερόμενο παλαιό αριθμό λογαριασμού ……, ο οποίος δεν αναφέρεται ως αποδεικτικό μέσο για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, παρότι επισυνάπτεται η κίνησή του από 24-12-2012 μέχρι 26-2-2014, ενώ στην κίνηση του ανωτέρω πρώτου λογαριασμού ενσωματώνεται και η κίνηση, από 24-12-2012 και 26-2-2014, του µε αριθμό …….. λογαριασμού με υπόλοιπο 342.561,43 ευρώ, προστιθέμενο στο προηγούμενο υπόλοιπο, ο οποίος, όμως, δεν σχετίζεται με τον ως άνω πρώτο λογαριασμό, ούτε προκύπτει από τα λοιπά έγγραφα, δηλαδή την αρχική σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού και τις πρόσθετες πράξης αυτής, ούτε, βέβαια από τα νομιμοποιητικά έγγραφα της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, όπου αναγράφονται οι μεταβιβαζόμενες επίδικες απαιτήσεις της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας· β) την κίνηση του µε αριθμό ….. λογαριασμού, ο οποίος αναφέρεται στην ένδικη διαταγή πληρωμής, από 31-3-2014 μέχρι 31-3-2018, οπότε έκλεισε ο λογαριασμός αυτός µε υπόλοιπο 168.862,10 ευρώ, με αναφερόμενο παλαιό αριθμό λογαριασμού ….., ο οποίος δεν αναφέρεται ως αποδεικτικό μέσο για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, παρότι επισυνάπτεται η κίνησή του από 29-8-2013 μέχρι 6-3-2014, ενώ στην κίνηση του ανωτέρω πρώτου λογαριασμού ενσωματώνεται και η κίνηση, από 24-1-2018 μέχρι 31-3-2018, του µε αριθμό ……. λογαριασμού με υπόλοιπο 66.738,46 ευρώ, προστιθέμενο στο προηγούμενο υπόλοιπο, ο οποίος, όμως, δεν σχετίζεται με τον ως άνω πρώτο λογαριασμό, ούτε προκύπτει από τα λοιπά έγγραφα, δηλαδή την αρχική σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού και τις πρόσθετες πράξης αυτής, ούτε, βέβαια, από τα νομιμοποιητικά έγγραφα της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, όπου αναγράφονται οι μεταβιβαζόμενες επίδικες απαιτήσεις της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας· γ) την κίνηση του µε αριθμό ….. λογαριασμού, ο οποίος αναφέρεται στην ένδικη διαταγή πληρωμής, από 31-3-2014 μέχρι 19-4-2018, οπότε έκλεισε ο λογαριασμός αυτός µε υπόλοιπο 164,99 ευρώ, με αναφερόμενο παλαιό αριθμό λογαριασμού ….., ο οποίος δεν αναφέρεται ως αποδεικτικό μέσο για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, παρότι επισυνάπτεται η κίνησή του από 24-12-2012 μέχρι 20-3-2014, ενώ στην κίνηση του ανωτέρω πρώτου λογαριασμού ενσωματώνεται και η κίνηση του µε αριθμό …….. λογαριασμού με υπόλοιπο 3.485,59 ευρώ, προστιθέμενο στο προηγούμενο υπόλοιπο, ο οποίος δεν σχετίζεται με τον ως άνω πρώτο λογαριασμό, ούτε προκύπτει από τα λοιπά έγγραφα, δηλαδή την αρχική σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού και τις πρόσθετες πράξης αυτής, ούτε, βέβαια, από τα νομιμοποιητικά έγγραφα της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, όπου αναγράφονται οι μεταβιβαζόμενες επίδικες απαιτήσεις της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας· και δ) την κίνηση του µε αριθμό ….. λογαριασμού, ο οποίος αναφέρεται στην ένδικη διαταγή πληρωμής, από 31-3-2014 μέχρι 19-4-2018, οπότε έκλεισε ο λογαριασμός αυτός µε υπόλοιπο 34,43ευρώ, με αναφερόμενο παλαιό αριθμό λογαριασμού ……, ο οποίος δεν αναφέρεται ως αποδεικτικό μέσο για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, παρότι επισυνάπτεται η κίνησή του από 28-12-2011 μέχρι 31-12-2013, ενώ στην κίνηση του ανωτέρω πρώτου λογαριασμού ενσωματώνεται και η κίνηση του µε αριθμό …… λογαριασμού με υπόλοιπο 561,66 ευρώ, προστιθέμενο στο προηγούμενο υπόλοιπο, ο οποίος δεν σχετίζεται με τον ως άνω πρώτο λογαριασμό, ούτε προκύπτει από τα λοιπά έγγραφα, δηλαδή την αρχική σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού και τις πρόσθετες πράξης αυτής, ούτε, βέβαια, από τα νομιμοποιητικά έγγραφα της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, όπου αναγράφονται οι μεταβιβαζόμενες επίδικες απαιτήσεις της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τράπεζας. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι στην κίνηση του με αριθμό ……… λογαριασμού (υπό α) ανωτέρω) περιλαμβάνονται χρεώσεις με αιτιολογία 1. «λοιπές χρεώσεις» τα ακόλουθα : i) στις 25-4-2014 ποσό 188,21 ευρώ, ποσό 336,26 ευρώ, και ποσό 239,53 ευρώ, ii) στις 18-3-2015 ποσό 336,26 ευρώ, και ποσό 212,24 ευρώ, iii) στις 16-3-2016 ποσό 351,15 ευρώ, και ποσό 221,64 ευρώ, 2. «εκτοκισμός ενήμερου» τα ακόλουθα : i) στις 31-3-2014 ποσό 16.523,71 ευρώ, και ii) στις 31-3-2015 ποσό 19.837,02 ευρώ. Επιπλέον στην κίνηση του παλαιού αριθμού λογαριασμού ….., ο οποίος επισυνάπτεται στο με αριθμό …… λογαριασμό, που αναφέρεται στην ένδικη διαταγή πληρωμής και απεικονίζεται η κίνησή του από 31-3-2014 μέχρι 19-4-2018, οπότε έκλεισε ο λογαριασμός αυτός µε υπόλοιπο 34,43 ευρώ, περιλαμβάνονται χρεώσεις με αιτιολογία 1. «έξοδα πινακίου επιταγών» i) στις 27-1-2012 ποσών 41,26 ευρώ, 10 ευρώ και 33,28 ευρώ, και ii) στις 8-2-2012 50,10 ευρώ και 40,34 ευρώ, και 2. «έξοδα διαχείρισης έως 31-7-2012» στις 20-4-2012 ποσό 475 ευρώ. Από τα ανωτέρω, πιθανολογείται ότι η πρώτη καθ’ ης η αίτηση τράπεζα, και ήδη η δεύτερη καθ’ ης η αίτηση ως διαχειρίστρια των επίδικων απαιτήσεων για λογαριασμό της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», επιδιώκουν να εισπράξουν με την ένδικη διαταγή πληρωμής και την εκτέλεση αυτής με την από 16-5-2022 προσβαλλόμενη επιταγή, ποσά, τα οποία δεν αποδεικνύονται από τα προσκομισθέντα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της πρώτης, τα οποία δεν είναι πλήρη, αφού δεν εμφανίζεται σ’ αυτά όλη η κίνηση των λογαριασμών από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης, στις 19-3-1999, μέχρι το κλείσιμό της, στις 11-6-2018 (ημερομηνία επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης), ούτε, όμως, οι καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται και αποδεικνύουν ότι οι αιτούντες (ανακόπτοντες – εκκαλούντες) έχουν προβεί σε ενδιάμεσο χρόνο σε αναγνώριση της οφειλής τους· αντίθετα στο επιδικαζόμενο κεφάλαιο, όπως προκύπτει από τους ανωτέρω τέσσερις αναφερόμενους στην ένδικη διαταγή πληρωμής λογαριασμούς, με αριθμούς …………, προστίθενται χρεώσεις από τέσσερις, όπως καθένας από αυτούς αναφέρονται ανωτέρω, άσχετους λογαριασμούς με την ένδικη σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού, χωρίς να επεξηγούνται και αποδεικνύονται ούτε κατά την πρωτόδικη δίκη από την πρώτη καθ’ ης η αίτηση τράπεζα, ούτε όμως και με το σημείωμα και σχετικά αποδεικτικά έγγραφα από τη δεύτερη καθ’ ης η αίτηση κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επιπλέον, οι ανωτέρω λογαριασμοί επιβαρύνονται με μη νόμιμες χρεώσεις, όπως αναλύονται ανωτέρω και προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα της κίνησης των λογαριασμών, που συνδέονται με την ελεγχόμενη σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διαπιστώσεις καθιστούν την ένδικη απαίτηση ανεκκαθάριστη και αναπόδεικτη, καθόσον δεν είναι σαφές το κεφάλαιο και οι επιπλέον χρεώσεις, επί των οποίων σε βάθος πολλών ετών, πλέον των δεκαεννέα (19), υπολογίζονται τόκοι, πραγματοποιείται κεφαλαιοποίηση, επί του ποσού της οποίας, επίσης, υπολογίζονται τόκοι, ούτε προσκομίζονται έγγραφα για να είναι δυνατός ο έλεγχος του επιδικαζόμενου ποσού και η αντιπαραβολή των περιεχόμενων σ’ αυτό κονδυλίων τόσο από τους αιτούντες (ανακόπτοντες – εκκαλούντες) όσο και από το Δικαστήριο. Επομένως, είναι αδύνατη η αφαίρεση μεμονωμένων ποσών από το επιδικαζόμενο κεφάλαιο, χωρίς να συνεκτιμάται κατά χρονικές περιόδους η επίπτωση αυτών των αφαιρέσεων στη διαμόρφωση των αιτούμενων κεφαλαίου και τόκων, καθώς και στον τελικό υπολογισμό της συνολικής οφειλής των αιτούντων, καθόσον είναι δεδομένο ότι στις προαναφερόμενες χρεώσεις περιλαμβάνονται κονδύλια που ανατοκίζονται μέχρι την τελική διαμόρφωση της οφειλής. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, που προβάλλεται με τον προτελευταίο (11ο – επικουρικό) λόγο έφεσης, θα μπορούσε να κριθεί σκόπιμη κατά τη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, ωστόσο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν προκρίνεται εξαιτίας του επείγοντος χαρακτήρα της τελευταίας. Επιπλέον, πιθανολογήθηκε ότι η επιχείρηση της πρώτης αιτούσας συνεχίζει να είναι ενεργή, και ότι οι απαιτήσεις, που διαχειρίζεται η δεύτερη καθ’ ης η αίτηση, είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματες ασφάλειες επί του επαγγελματικού ακινήτου της πρώτης αιτούσας και σε άλλα πέντε διαμερίσματα των αιτούντων φυσικών προσώπων, τρία από τα οποία αποτελούν την κατοικία αυτών και μελών των οικογενειών τους. Σε περίπτωση, δε, συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των αιτούντων οι τελευταίοι θα βρεθούν σε οικονομικό αδιέξοδο, το οποίο θα είναι μη αναστρέψιμο μετά την ακύρωση της ένδικης διαταγής πληρωμής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση των δύο λόγων της από 3-2-2021 έφεσης των αιτούντων, και η ανεπανόρθωτη βλάβη, που θα υποστούν οι αιτούντες από τη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος τους, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προαναφερόμενης έφεσης των αιτούντων κατά της με αριθμό 1968/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και να επιβληθεί σε βάρος των τελευταίων η δικαστική δαπάνη της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος (άρθρα 191 ΚΠολΔ, και 84 § 2 εδ. β και γ Ν 4194/2013 Κώδικα Δικηγόρων), ενώ δεν θα περιληφθεί διάταξη για τη δικαστική δαπάνη της πρώτης καθ’ ης η αίτηση, η οποία εξαιτίας της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης καθ’ ης η αίτηση τραπεζικής εταιρίας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης ως προς την πρώτη καθ’ ης η αίτηση τραπεζική εταιρία.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 23-5-2022, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022, αίτηση αναστολής.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από τη δεύτερη καθ’ ης η αίτηση με την από 16-5-2022 επιταγή προς πληρωμή, κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επιδόθηκε στους αιτούντες στις 17-5-2022, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 3-2-2021, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ…../2021, έφεσης που άσκησαν οι αιτούντες κατά της με αριθμό 1968/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 14-9-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ