Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 412/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 412/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1)  έως και 12),  οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοκκίνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Σπυρίδωνα Λάλα, 2) Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, που κατοικοεδρεύει στην … Αττικής (………..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Α’ Ν.Σ.Κ., Βασιλική Τζίφα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 3) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ”, με ΑΦΜ …., που εδρεύει στην Αθήνακαι εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ενιαίου Ταμείου Ασφαλίσεως Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Διοικητή του και στην προκειμένη περίπτωση από την Διευθύντρια του Β’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Απόστολο Συμιακό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 4) ……………. 5) …………. οι οποίοι αμφότεροι (4-5) δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6) …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Χριστίνα Κουτσοκέρα, 7) ……………. ο οποίος ήταν απών και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 8) …………. 9) …………… οι οποίοι και οι τρεις (8-10) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Χριστίνα Κουτσοκέρα, 11) ……….., 12) ………….., οι οποίοι αμφότεροι (11-12) δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, 13) ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Χριστίνα Κουτσοκέρα, 14) …………. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Χριστίνας Κουτσοκέρα.

Η πρώτη εφεσίβλητη είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μεταξύ άλλων κατά των εκκαλούντων την από 15-12-2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2014) ανακοπή κατά του υπ’ αριθ. ………../14.11.2014 πίνακα διανομής-κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 5521/2018 απόφασή του (ειδική διαδικασία πιστωτικών τίτλων), αφού συνεκδίκασε την ανακοπή αυτή με την από 22.12.2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2014) ανακοπή κατά του ίδιου πίνακα, δέχθηκε την πιο πάνω ανακοπήκατά των νυν εκκαλούντων. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκκαλούντες με την από 27.3.2019, με Γ.Α.Κ. …./2019 και με Ε.Α.Κ. …../2019 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.3.2019, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 6.5.2019 με Γ.Α.Κ. …../2019  και Ε.Α.Κ. ……/2019, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 19.3.2020, όταν λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 ματαιώθηκε η συζήτηση αυτή και με την υπ’ αριθ. 83/2020 Πράξη του ορισθέντος από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου ορίσθηκε νέα δικάσιμος κατ’ άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020, η 4.2.2021, από την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων και του δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων, που παραστάθηκαν με δήλωση, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών παρόντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 498 παρ.3 του ίδιου Κώδικα, η από 27.3.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση κατά της 5521/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, ήτοι άρθρα 637-646 ΚΠολΔ), η οποία (έφεση) είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 19.3.2020, όταν λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 ματαιώθηκε η συζήτηση αυτή και με την υπ’ αριθ. 83/2020 Πράξη του ορισθέντος από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου ορίσθηκε νέα δικάσιμος κατ’ άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020, η 4.2.2021, από την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Κατά την εκφώνηση της εφέσεως από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την τελευταία δικάσιμο, απουσίαζαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο η τέταρτη εφεσίβλητη ……….., ο πέμπτος εφεσίβλητος ………., ο έβδομος εφεσίβλητος ……….., ο ενδέκατος εφεσίβλητος ………… και ο δωδέκατος εφεσίβλητος …………. Για να είναι παραδεκτή η συζήτηση της έφεσης, τίθεται ως προϋπόθεση, σύμ­φωνα με τους ορισμούς του άρθρου 271ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 §1 του ίδιου Κώδικα, η νό­μιμη κλήτευση του απόντος διαδίκου ή η επίσπευση της συζήτησης από τον απόντα διάδικο για τη δικάσιμο που ορίστηκε νόμι­μα. Διαφορετικά, η συζήτηση της έφεσης είναι απαράδεκτη. Έτσι, αν δεν εμφανιστεί ο εφεσίβλητος στη συζήτηση της έφεσης εναντίον απόφασης που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών ο εφεσίβλητος, (βλ. άρθρο 524 § 4ΚΠολΔ), εφόσον επισπεύ­δει ο ίδιος τη συζήτηση της έφεσης ή έχει κληθεί νόμιμα από τον εκκαλούντα, για να παραστεί στη δίκη. Στην έρευνα των πιο πάνω περιστατικών, ήτοι της νόμιμης κλήτευσης του απόντος διαδίκου ή της επί­σπευσης της συζήτησης από τον απόντα διάδικο για τη δικάσιμο που ορίστηκε νόμι­μα, οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δι­καστήριο αυτεπάγγελτα. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι τη συζήτηση της έφεσης επισπεύδει ο εκκαλών (ή ένας από τους εφεσίβλητους) και ότι αυτός δεν έχει κλη­τεύσει τον απόντα εφεσίβλητο, για να συμμετάσχει στη δίκη, ή ότι δεν έχει κλητεύσει αυτόν νόμιμα ή εμπρόθεσμα, κηρύσσει τη συζήτηση της έφεσης απαράδεκτη. Αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίω­μα ή απαράδεκτο, επιτρέπεται αναίρεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1656/2007 Νό­μος, ΑΠ 31/2012, ΕφΠειρ 29/2017, ΕφΛάρ 97/2017, 157/2017, ΕφΠατρ 48/2015, ΕφΛαρ 95/2015, 271/2015στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΛαρ 329/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, Δικογραφία 2021, σελ. 187). Στην προκειμένη περίπτωση που δεν εμφανίστηκαν ενώπι­ον του Δικαστηρίου οι προαναφερόμενοι εφεσίβλητοι και δεν έλαβαν μέρος στη δίκη, οι εκκαλούντες δεν προσκομίζουν κάποιο αποδεικτικό επίδοσης από το οποίο να προκύπτει ότι αυτοί επέσπευσαν τη συζήτηση της υπόθεσης και κλήτευσαν τους ως άνω εφεσίβλητους στην αρχική δικάσιμο από την οποία επαναπροσδιορίσθηκε νέα δικάσιμος και αναβλήθηκε εκ νέου η συζήτηση της υπόθεσης, ούτε προέκυψε από κάποιο έγγραφο ότι οι απόντες εφεσίβλητοι επέσπευσαν οι ίδιοι τη συζήτηση της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, αναφορικά με τους ανωτέρω εφεσίβλητους, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, το δεύτερο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του ζήτησε να κηρυχθεί και ως προς εκείνο απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως λόγω μη κοινοποίησης του δικογράφου της, με κλήση προς συζήτηση στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα μεν με τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του ΚΠολΔ, η επίδοση γίνεται για το Δημόσιο, σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 159 του ίδιου Κώδικα, η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο, 1) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 85 παρ.1 του ν. δ/τος 356/1974 «Περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων» (Κ.Ε.Δ.Ε.) «1. Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί οΔιευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ` ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών.» Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του δ/τος της 26 Ιουνίου / 10 Ιουλίου 1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ “Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 ν.ΡλΡ` γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας. 2. Η διάταξις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελώνων ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν Οικονομικών επιδόσεως απαιτούμενης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητας αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή ακυρότητας, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δι­κόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλε­σμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται ακυρότητα, η οποία εξετάζε­ται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης (ΑΕΔ 27/2004, ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1105/2005, ΑΠ 1309/2015 Νόμος). Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4389/2016 «Συνιστάται Ανεξάρτη­τη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπι­κότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολο­γικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρ­μοδιοτήτων της», ενώ κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσω­πείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκ­προσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογρά­φων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών.» και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου νόμου «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουάριου 2017». Από τις σαφείς αυτές διατάξεις του ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από 1.1.2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δη­μόσιο πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότη­τας, τόσον στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουρ­γό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχε­ται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξε­τάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.(ΜονΕφΛαρ 302/2019, Δικογραφία 2019, σελ. 761). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 19.3.2020 πράξη ορισμού συζήτησης της αρμόδιας Γραμματέα του παρόντος Εφετείου, που υπάρχει στο τέλος του δικο­γράφου της εφέσεως, η συζήτηση της εφέσεως, για την αρχική δικάσιμο (19.3.2020), προσδιορίσθηκε με επιμέλεια της πληρεξούσιας δικηγόρου των εκκαλούντων ………. και στη συνέχεια πιστό αντίγραφο της εφέσεως με πράξη καταθέσεως, προσδιορι­σμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατά την ως άνω αρχική δικάσιμο, επιδόθηκε την 15.7.2019 με επιμέλεια των εκκαλούντων μόνο στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες με αριθμό …. Γ/15.7.2019  έκθε­ση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .…….. Πλην όμως οι εκκαλούντες δεν επικα­λούνται ούτε και προκύπτει ότι επέδωσαν το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης με κλήση προς συζήτησή της, όπως απαιτεί­ται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, ώστε η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να επέρχεται ακυρότητα, η οποία εξετάζεται άλλωστε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο τού­το, αλλά και όπως βάσιμα ισχυρίζεται το δεύτερο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο, λόγω του ότι δεν επιδόθηκε νόμι­μα το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης με κλήση για συζήτησή της σε αυτό. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των λοιπών εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κι εμπρόθεσμα στις 29.3.2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης από την ανακόπτουσα (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) στην αντίκλητο πληρεξούσια δικηγόρο των καθ’ ων η ανακοπή (ήδη εκκαλούντων) ………….. στις 28.2.2019 (βλ. την προσκομιζόμενη από την πρώτη εφεσίβλητη υπ’ αριθ. ……/28.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………). Περαιτέρω, ο τρίτος εφεσίβλητος e-ΕΦΚΑ προβάλλει με τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του ισχυρισμό ότι πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτού, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων. Ειδικότερα, υποστηρίζει τα εξής: Ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 979 παρ.2 και 988 παρ.1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, όταν η κατασχεμένη εις χείρας τρίτου απαίτηση δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν κατάσχεση, η διανομή της γίνεται μεν με ενιαία πράξη ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Ότι γι’ αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης που συντάχθηκε και τη στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους δανειστές κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Ότι έτσι, κατά κανόνα, η ομοδικία είναι απλή (ΑΠ 2117/2014, ΧρΙΔ 2015, σελ. 368), διότι δεν πρόκειται εδώ για δίκες περισσότερων ανακοπτόντων που επιδέχονται μόνον ενιαία ρύθμιση (άρθρο 76 παρ.1 ΚΠολΔ), ήτοι έκδοση απόφασης του ίδιου περιεχομένου στις σχέσεις όλων των ανακοπτόντων προς τον καθ’ ου, αλλά μόνο για δίκες των οποίων η κρίση είναι σκόπιμο να γίνεται ενιαίως στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας. Ότι ο λόγος ανακοπής που προβλήθηκε μόνο από έναν ανακόπτοντα δεν ωφελεί άλλον δανειστή, που είτε άσκησε ανακοπή, αλλά δεν πρόβαλε τον σχετικό λόγο, είτε δεν άσκησε καθόλου ανακοπή. Ότι με άλλα λόγια, μεταξύ των δανειστών δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Ότι συνεπώς δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να ασκείται από όλους τους διαδίκους, ούτε να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών.  Ότι για τον ίδιο λόγο το ένδικο μέσο που ασκείται κατά της απόφασης που εκδόθηκε για την ανακοπή δεν απευθύνεται εναντίον όλων των δανειστών που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι, ούτε το ένδικο μέσο που ασκεί ο ένας από τους ομόδικους δανειστές μπορεί να το απευθύνει κατά των άλλων ομόδικών του δανειστών (βλ. ΕφΠειρ 57/2019, στην efeteio-peir.gr). Ότι περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 69 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έφεση απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον εκκαλούντα. Ότι εξαίρεση από τον κανόνα αυτό δικαιολογείται στις περιπτώσεις που η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει διάταξη που ωφελεί τον απλό ομόδικο και συγχρόνως βλάπτει τον εκκαλούντα, αφού στην περίπτωση αυτή, παρά την ομοδικία, υπήρξαν αντίθετα μεταξύ των ομοδίκων συμφέροντα και η ικανοποίηση με την προσβαλλόμενη απόφαση του συμφέροντος του ενός, έγινε εις βάρος του συμφέροντος του άλλου (βλ. ΑΠ 264/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Ότι στην προκειμένη περίπτωση, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η ως άνω ανακοπή της  Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. κατά του ΕΦΚΑ, κατά του Ελληνικού Δημοσίου και κατά των εκκαλούντων για τις καταταγείσες για τον καθένα χωριστά αναγγελθείσες απαιτήσεις. Ότι συνεπώς, αφού ο ΕΦΚΑ δεν είναι νικήσας διάδικος στον πρώτο βαθμό, ούτε η εκκαλούμενη περιέχει διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τους εκκαλούντες, απλούς ομοδίκους του, η ένδικη έφεση απαραδέκτως στρέφεται κατά του ΕΦΚΑ, ελλείψει έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων. Ότι άλλωστε και οι εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, ώστε να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή της  Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. κατά αυτών. Ο παραπάνω ισχυρισμός του τρίτου εφεσίβλητου τυγχάνει νόμιμος και πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του, καθώς οι εκκαλούντες καταταγέντες στον υπ’ αριθ………./14.11.2014 Πίνακα Διανομής Απαλλοτριωτικής Αποζημίωσης, Κατάταξης Δανειστών και Πρόσκληση Αναγγελθέντων Δανειστών του συμβ/φου Αθηνών . …………. ως εργαζόμενοι δανειστές της δικαιούχου της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης εταιρείας «……….» αποβλήθηκαν από τον παραπάνω πίνακα διανομής, με την εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε την από 15.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης ……./2014 ανακοπή της νυν πρώτης εφεσίβλητης «……………», προκειμένου να καταταγεί η εν λόγω τράπεζα στη θέση τους, ενώ ο ΕΦΚΑ ήταν απλός ομόδικος των εκκαλούντων καθώς η ανακοπή στρεφόταν και κατά αυτού και αποβλήθηκε ομοίως και αυτός από τον πίνακα διανομής για να καταταγεί στη θέση του η πρώτη εφεσίβλητη (τότε ανακόπτουσα) τράπεζα, με αποτέλεσμα ως ηττηθείς και μη έχων σχέση με τις καταταγείσες αρχικά απαιτήσεις των εκκαλούντων να μην υπάρχει έννομο συμφέρον να στραφεί η έφεση και κατά αυτού και εκ του λόγου αυτού να τυγχάνει απορριπτέα έναντι αυτού ως απαράδεκτη, γενομένης δεκτής στην ουσία της, της σχετικής ένστασης του τρίτου εφεσίβλητου. Ομοίως οι έκτος, όγδοη, ένατος, δέκατος, δέκατος τρίτος και δέκατος τέταρτος των εφεσίβλητων προβάλλουν ισχυρισμό κατά της κρινόμενης έφεσης κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον τους ότι τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων. Ότι ειδικότερα η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε επί δύο συνεκδικασθεισών ανακοπών, ήτοι α) επί της από 22.12.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2014 ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατά των αμέσως παραπάνω νυν εφεσίβλητων, κατά του επί της διανομής υπαλλήλου ……….. και κατά των λοιπών καταταγέντων δανειστών και β) επί της από 15.12.2014 με αριθμό κατάθεσης …………/2014 ανακοπής της ………. κατά των λοιπών καταταγέντων δανειστών, πλην των αμέσως παραπάνω εφεσίβλητων. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, έκανε δεκτή την ανακοπή της  Τράπεζας και μεταρρύθμισε τον υπ’ αριθ. ………./14.11.2014 πίνακα διανομής απαλλοτριωτικής αποζημίωσης, αποβάλλοντας από αυτόν τους εκκαλούντες, το Ελληνικό Δημόσιο και το ΙΚΑ και κατατάσσοντας στη θέση τους την ανακόπτουσα ……….. Ότι ως προς την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου που απορρίφθηκε και στην οποία ήταν διάδικοι οι αμέσως παραπάνω εφεσίβλητοι κανείς εκ των διαδίκων δεν άσκησε έφεση, ενώ με την κρινόμενη έφεση που στρέφεται και εναντίον των εν λόγω εφεσίβλητων, οι εκκαλούντες ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να απορριφθεί η από 15.12.2014 ανακοπή της ………….., ώστε να ισχύσει ο πίνακας διανομής αναφορικά με τους εκκαλούντες, ως ίσχυε πριν αποβληθούν αυτοί από τον πίνακα με την εκκαλούμενη απόφαση προς όφελος της ………….. Ότι ωστόσο στην εν λόγω ανακοπή δεν ήταν διάδικοι οι εν λόγω εφεσίβλητοι και επομένως δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί ούτε επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία μεταξύ αυτών και των λοιπών εφεσίβλητων. Ότι επομένως οι εκκαλούντες ουδόλως βλάφτηκαν από την κατάταξη των ως άνω εφεσίβλητων, αλλά βλάφτηκαν από την επιγενόμενη κατάταξη της  Τράπεζα και εάν αποβληθεί εκ νέου η τράπεζα από τον πίνακα, οι εν λόγω εφεσίβλητοι θα παραμείνουν ως είχαν καταταγεί και στα ποσά μόνο που κατετάγη με την εκκαλούμενη απόφαση η  Τράπεζα θα καταταγούν οι εκκαλούντες και ως εκ τούτου οι εκκαλούντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να στρέψουν την κρινόμενη έφεση εναντίον των αμέσως ανωτέρω εφεσίβλητων. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του καθώς πράγματι οι εν λόγω εφεσίβλητοι με εξαίρεση τον εφεσίβλητο ……… δεν ήταν καν διάδικοι στην ανακοπή της  ………. που έγινε δεκτή έναντι των εκκαλούντων με την εκκαλούμενη απόφαση και δεν κατετάγησαν αυτοί με τη μεταρρύθμιση του πίνακα διανομής στη θέση που είχαν αρχικά οι εκκαλούντες. Επομένως, απορριπτέα ως απαράδεκτη τυγχάνει η έφεση έναντι αυτών, αλλά και έναντι του εφεσίβλητου ………., ο οποίος ναι μεν ήταν και ο ίδιος καθ’ ου η ανακοπή στην ανακοπή της  Τράπεζας κατά των εκκαλούντων, πλην όμως είχε τη θέση του απλού ομοδίκου των τελευταίων στην πρωτοβάθμια δίκη, ως καθ’ ου η ανακοπή και δεν αντιδικούσε μαζί τους. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που η ένδικη έφεση στρέφεται κατά της πρώτης εφεσίβλητης «Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.», έχει ασκηθεί παραδεκτά κι εμπρόθεσμα κατά τα ανωτέρω. Επομένως η υπό κρίση έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δικάζεται με την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 637-646 ΚΠολΔ, καθώς η ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών – άρθρο 979 παρ.2 εδ.α’ σε συνδυασμό με άρθρο 937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 937 προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ.4 του ν. 4055/2012), όπως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ……….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του ως άνω e-παράβολου και την από 27.3.2019 βεβαίωση της AlphaWebBanking περί επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής e-παράβολου).

Με την από 15.12.2014 ανακοπή της πρώτης εφεσίβλητης που στρεφόταν μεταξύ άλλων κατά των εκκαλούντων, αυτή ισχυρίσθηκε ότι κατόπιν αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της εδαφικής έκτασης που περιγράφεται στην ανακοπή, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», καθορίστηκε, δυνάμει της 528/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, η οριστική αποζημίωση της απαλλοτριωθείσας εδαφικής εκτάσεως στο ποσό του 1.157.251,50 ευρώ και η ορισθείσα αυτή αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ της ανωτέρω ιδιοκτήτριας, η οποία αναγνωρίσθηκε δικαιούχος της αποζημίωσης δυνάμει της 3525/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι η ως άνω ανώνυμη εταιρεία έδωσε εντολή στον συμβολαιογράφο Αθηνών, ………., να προβεί στην κατ’ άρθρο 1288 ΑΚ σύνταξη πίνακα διανομής της ανωτέρω αποζημιώσεως στους πιστωτές της ανωτέρω δικαιούχου. Ότι η ανακόπτουσα διατηρεί απαίτηση κατά της ως άνω εταιρείας ποσού 2.114.709,19 ευρώ, από σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, για την εξασφάλιση της οποίας έχει εγγράψει ως προς την έκταση του απαλλοτριούμενου επιφάνειας 9.959,75 τ.μ. δύο προσημειώσεις και ως προς την έκταση επιφάνειας 450 τ.μ. ομοίως του απαλλοτριούμενου ακινήτου επίσης δύο προσημειώσεις. Ότι για την ανωτέρω απαίτησή της η ανακόπτουσα αναγγέλθηκε στον παραπάνω συμβολαιογράφο, με την από 16.10.2014 αναγγελία της. Ότι από τον τελευταίο συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1288 ΑΚ, μετά από νόμιμη πρόσκληση των δανειστών προς αναγγελία των απαιτήσεών τους, λόγω μη επάρκειας του ποσού της αποζημίωσης για όλους τους αναγγελθέντες δανειστές, ο υπ’ αριθ. ……./14.11.2014 πίνακας διανομής απαλλοτριωτικής αποζημίωσης, κατάταξης δανειστών και πρόσκλησης αναγγελθέντων δανειστών, με τον οποίο, αφού ο συμβολαιογράφος αφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης και την αμοιβή του, κατέταξε για το υπόλοιπο προς διανομή ποσό του 1.151.877,90 ευρώ, μεταξύ άλλων τους καθ’ ων η ανακοπή, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα σε αυτή. Ότι εσφαλμένως κατετάγησαν οι καθ’ων η ανακοπή για τους αναφερόμενους ειδικά στην ανακοπή λόγους. Ζητούσε, λοιπόν, η ανακόπτουσα να μεταρρυθμισθεί ο ανωτέρω πίνακας διανομής και να αποβληθεί η νυν πρώτη εκκαλούσα ……… (12η καθ’ης η ανακοπή) από το ποσό των 33.514 ευρώ, άλλως από το ποσό των 18.965 ευρώ, ο δεύτερος εκκαλών (3οςκαθ’ου) …….. από το ποσό των 4.632,74 ευρώ, ο τρίτος εκκαλών (4οςκαθ’ου) …… από το ποσό των 8.418,68 ευρώ, ο τέταρτος εκκαλών (5οςκαθ’ου) ……… από το ποσό των 6.597,79 ευρώ, ο πέμπτος εκκαλών (6οςκαθ’ου) ……. από το ποσό των 12.728 ευρώ, η έκτη εκκαλούσα (7ηκαθ’ης) …….. από το ποσό των 6.339,71 ευρώ, ο έβδομος εκκαλών (8οςκαθ’ου) ……….. από το ποσό των 8.544,62 ευρώ, η όγδοη εκκαλούσα (9ηκαθ’ης) ….. . από το ποσό των 2.134,09 ευρώ, η ένατη εκκαλούσα (10ηκαθ’ης) ……… από το ποσό των 15.194,05 ευρώ, ο δέκατος εκκαλών (13οςκαθ’ου) ……. από το ποσό των 2.481 ευρώ, ο ενδέκατος εκκαλών (14οςκαθ’ου) ……… από το ποσό των 1.559 ευρώ και ο δωδέκατος εκκαλών (15οςκαθ’ου) ………….. από το ποσό των 3.007 ευρώ και σε όλα τα ανωτέρω ποσά να καταταγεί η ανακόπτουσα (νυν πρώτη εφεσίβλητη). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι εσφαλμένως κατετάγησαν στον πίνακα διανομής, οι παραπάνω καθ’ ων η ανακοπή, που διατηρούσαν απαιτήσεις από την εργασιακή σχέση που είχαν με την καθ’ η απαλλοτρίωση ανώνυμη εταιρεία «…………….» αντί της ανακόπτουσας τράπεζας, εφόσον δεν είχαν επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση στην απαλλοτριωτική αποζημίωση εις χείρας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ως τρίτου, όπως η κατάσχεση αυτή πράγματι απαιτείτο και ότι ως εκ τούτου έπρεπε να αποκλειστούν από τη διανομή της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης κατ’ άρθρο 1288 ΑΚ, δεδομένου ότι μόνο η αναγγελία των απαιτήσεών τους, ως γενικών προνομιούχων δανειστών, στον ως άνω συμβολαιογράφο δεν αρκούσε για να λάβουν μέρος στη διανομή της αποζημίωσης και τούτο διότι στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται για διανομή περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη τους, που βρισκόταν όμως εις χείρας τρίτου. Κατόπιν αυτού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή κατά των παραπάνω καθ’ων (νυν εκκαλούντων) και μεταρρύθμισε τον ανακοπτόμενο πίνακα διανομής-κατάταξης δανειστών, αποβάλλοντας τους ως άνω καθ’ ων από τα προαναφερόμενα ποσά και κατατάσσοντας την ανακόπτουσα τράπεζα προνομιακά και τυχαία, υπό τον όρο της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεώς της στα εν λόγω ποσά και συνολικά για όλες τις απαιτήσεις των αναγγελθέντων δανειστών που αποβλήθηκαν, την κατέταξε, εκτός του ποσού για το οποίο είχε ήδη καταταγεί, στο ποσό των 679.036,79 ευρώ. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η από 15.12.2014, υπ’ αριθ. κατάθεσης …………/2014 ανακοπή της πρώτης εφεσίβλητης κατά αυτών, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον τους, καταδικαζόμενης της πρώτης εφεσίβλητης στη δικαστική τους δαπάνη.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα εξής: Ότι σύμφωνα με το άρθρο 1288 ΑΚ σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου το οποίο βαρύνεται με υποθήκη, η αποζημίωση κατατίθεται υποχρεωτικά δημόσια, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και συντελείται η εμπράγματη υποκατάσταση, δηλαδή στη θέση του ακινήτου υποκαθίσταται η αποζημίωση και το εμπράγματο δικαίωμα της υποθήκης επεκτείνεται στην αποζημίωση και, ως εκ τούτου, ο ενυπόθηκος δανειστής ικανοποιείται προνομιακά κατά την τάξη που ορίζει ο Νόμος στα πλαίσια της διαδικασίας που ακολουθεί. Ότι σε μια τέτοια περίπτωση η διανομή της αποζημιώσεως γίνεται από συμβολαιογράφο, ο οποίος ορίζεται με επίδοση προς αυτόν εντολής για την ενέργεια κατατάξεως που μπορεί να δοθεί από οποιονδήποτε ενυπόθηκο ή προσημειούχο δανειστή ή από τον κύριο του ακινήτου, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, όπως δέχεται και η προσβαλλόμενη απόφαση. Ότι γίνεται δεκτό ότι ο συμβολαιογράφος προτού συντάξει τον πίνακα κατάταξης είναι υποχρεωμένος να προβεί σε αναγγελία με έγγραφη γνωστοποίηση, η οποία πρέπει να γίνει στα πλαίσια των διατυπώσεων του άρθρου 999 παρ.3 ΚΠολΔ (ως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), με την ανάλογη προσαρμογή αυτού στην προκείμενη διαδικασία. Ότι σκοπός των διατυπώσεων αυτών είναι η πληροφόρηση των δανειστών του κυρίου του ακινήτου, ώστε να αναγγελθούν στη διαδικασία της κατατάξεως. Ότι ελλείψει ρητής διάταξης νόμου στο ισχύον δίκαιο που να καθορίζει την όλη διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση διανομής απαλλοτριωτικής αποζημίωσης επί ενυπόθηκου ακινήτου, γίνεται αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί αναγκαστικού πλειστηριασμού. Ότι κατά συνέπεια η πρόσκληση του συμβολαιογράφου προς τους δανειστές του κυρίου του ακινήτου να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στην κατάταξη πρέπει να τάσσει προθεσμία εντός της οποίας οι δανειστές οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 972 παρ.1 ΚΠολΔ (ως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), η οποία ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από τον πλειστηριασμό. Ότι στην περίπτωση της διανομής της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης η δεκαπενθήμερη αυτή προθεσμία δεν μπορεί να αρχίζει πριν από τη συντέλεση των διατυπώσεων δημοσιότητας της έγγραφης γνωστοποίησης για αναγγελία κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 999 παρ.3 του ΚΠολΔ. Ότι στην επίδικη περίπτωση, ο συμβολαιογράφος-υπάλληλος επί της διανομής της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης με την υπ’ αριθ …………/19-9-2014 «Πρόσκληση για αναγγελία δανειστών» έθεσε προθεσμία για αναγγελία των απαιτήσεων κατά της εταιρείας «………….» δεκαπέντε ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης αυτής στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, η οποία πραγματοποιήθηκε στο υπ’ αριθ. …… φύλλο του Δελτίου της 3.10.2014 και ότι κατά συνέπεια η εν λόγω προθεσμία έληγε στις 18.10.2014. Ότι σύμφωνα με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο οι εκκαλούντες θεωρούν μη ορθό, σε περίπτωση που άλλοι, μη ενυπόθηκοι δανειστές, όπως εν προκειμένω οι εκκαλούντες, επιθυμούν να συμμετέχουν στη διαδικασία της κατατάξεως θα πρέπει προηγουμένως να έχουν προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (στο εξής ΤΠκΔ) ως τρίτου. Ότι στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορεί παρά να εφαρμόζονται ευθέως οι διατάξεις των άρθρων 982 επ. του ΚΠολΔ ενώ, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται παράλληλα και αναλογικά και οι διατάξεις του ΚΠολΔ περί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου. Ότι στην πράξη όμως η επιχείρηση ταυτόχρονης εφαρμογής, επί του ίδιου αντικειμένου, δηλαδή της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης, διατάξεων που διέπουν διαφορετικά μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή της κατάσχεσης ακινήτου και της κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου, χωρίς κάτι τέτοιο να έχει προβλεφθεί από τον νομοθέτη, δημιουργεί τα ακόλουθα προβλήματα: 1) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 παρ.1 και 988 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οποιοσδήποτε δανειστής, ο οποίος διαθέτει τίτλο εκτελεστό, μπορεί να κατάσχει χρηματική απαίτηση του οφειλέτη του εις χείρας τρίτου, ακόμη και αν επί της ίδιας απαίτησης έχει επιβάλει προηγουμένως κατάσχεση έτερος δανειστής του οφειλέτη, υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή κάθε επόμενης κατάσχεσης θα γίνει εντός της οκταήμερης προθεσμίας από την επιβολή της πρώτης χρονολογικά κατάσχεσης, δηλαδή εντός οκτώ (ή τριάντα) ημερών από την κοινοποίηση του αρχικού κατασχετηρίου εγγράφου σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Ότι επομένως στην περίπτωση που μη ενυπόθηκος δανειστής κατάσχει αναγκαστικώς εις χείρας του ΤΠκΔ την απαλλοτριωτική αποζημίωση, άλλοι δανειστές του κυρίου του ακινήτου μπορούν να την κατάσχουν κι εκείνοι εντός οκτώ ημερών από την κοινοποίηση του αρχικού κατασχετηρίου στον κύριο του ακινήτου. Ότι ταυτόχρονα όμως ισχύει γι’ αυτούς και η 15νθήμερη προθεσμία αναγγελίας του άρθρου 972 παρ.1 ΚΠολΔ, που τάσσει ο συμβολαιογράφος- υπάλληλος επί της διανομής. Ότι έτσι εάν η πρώτη χρονολογικά κατάσχεση της αποζημίωσης εις χείρας του ΤΠκΔ κοινοποιηθεί στον κύριο του ακινήτου από την 8η και μετά ημέρα από την έναρξη της 15νθήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της πρόσκλησης για αναγγελία, δηλαδή, την 8η ή 9η ή την 10ηκ.ο.κ. ημέρα, τότε ανακύπτει εκ των πραγμάτων, ανεπίτρεπτη και μη έχουσα έρεισμα στον νόμο, σύντμηση της 8ημερης (ή 30ημερης) προθεσμίας του άρθρου 988 παρ.1 κατά 1, 2, 3 κ.ο.κ. ημέρες, διαφορετικά η κατάσχεση και η αναγγελία των επόμενων (μετά τον πρώτο κατάσχοντα) μη ενυπόθηκων δανειστών θα είναι εκπρόθεσμη. Ότι η εκπρόθεσμη, όμως, αναγγελία εξομοιώνεται με παντελή έλλειψη αναγγελίας, επιφέρει έκπτωση από το σχετικό δικαίωμα και ο δανειστής δεν κατατάσσεται. Ότι μια τέτοια ωστόσο σύντμηση προθεσμίας παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις που διέπουν την αναγκαστική κατάσχεση χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου και είναι μη νόμιμη. Ότι επιπλέον κατά τις διατάξεις που διέπουν τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ακινήτου, οι δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση δικαιούνται να λάβουν μέρος στη διαδικασία, εφόσον αναγγείλουν την απαίτησή τους στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ότι για την κατάσχεση χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου το άρθρο 988 παρ.1 εδ.γ’ ΚΠολΔ αφενός κάνει λόγο «για διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση» και αφετέρου παραπέμπει μόνο στα άρθρα 974επ. ΚΠολΔ και όχι και στο άρθρο 972 ΚΠολΔ, ώστε να απαιτείται από όσους επέβαλαν κατάσχεση να κάνουν και αναγγελία. Ότι κατά συνέπεια, η υποχρέωση αναγγελίας που επιβάλλεται σε όσους επέβαλαν κατάσχεση εις χείρας του ΤΠκΔως τρίτου επί της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης από τον συμβ/φο- υπάλληλο επί της διανομής αυτής με την πρόσκληση για αναγγελία των απαιτήσεων παραβιάζει ευθέως την προαναφερόμενη διάταξη. Ότι από την άλλη πλευρά, τυχόν εξαίρεση των μη ενυπόθηκων δανειστών που επέβαλαν κατάσχεση από την υποχρέωση αναγγελίας, ώστε να υπάρχει συμμόρφωση προς τη διάταξη του άρθρου 988 παρ.1 εδ.γ’ ΚΠολΔ παραβιάζει το άρθρο 972 του ίδιου Κώδικα που εφαρμόζεται αναλογικά στην περίπτωση διανομής απαλλοτριωτικής αποζημίωσης ενυπόθηκου ακινήτου, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται. Ότι και από αυτό αποδεικνύεται εσφαλμένη η επιχείρηση ταυτόχρονης εφαρμογής περί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και διατάξεων για την κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Ότι κατά συνέπεια ορθότερη κρίνεται η αναλογική εφαρμογή εν προκειμένω των διατάξεων του ΚΠολΔ περί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου, της απαλλοτριωτικής αποζημιώσεως υπέχουσας θέσης εκπλειστηριάσματος. Ότι καθώς η ύπαρξη υποθήκης επί του απαλλοτριούμενου ακινήτου καθιστά κατ’ άρθρο 1288 ΑΚ υποχρεωτική τη δημόσια κατάθεση της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης στο ΤΠκΔ, τον διορισμό συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου της διανομής της αποζημίωσης και τη σύνταξη πίνακα κατάταξης, αντλείται άνετα ότι από της καταθέσεως της αποζημίωσης έως και την ικανοποίηση των ενυπόθηκων δανειστών, ο κύριος του ακινήτου στερείται της εξουσίας ελεύθερης διαθέσεως της αποζημίωσης αυτής και παραμένει δεσμευμένο. Ότι επιπλέον με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου η όλη διαδικασία ικανοποίησης των δανειστών του κυρίου του ακινήτου περατώνεται με εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων. Ότι κατά συνέπεια νομίμως οι εκκαλούντες εργαζόμενοι ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους κατά της εταιρείας «…………….» για την προνομιακή και οριστική κατάταξή τους στον πίνακα κατάταξης, χωρίς προηγουμένως να έχουν επιβάλει κατάσχεση εις χείρας τρίτου και εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τους απέβαλε από αυτόν.

Το παραπάνω σκεπτικό των εκκαλούντων στον σχετικό λόγο έφεσης περί αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων και μόνο περί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων, με αποκλεισμό των διατάξεων περί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου σε περίπτωση σύνταξης πίνακα διανομής της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης ενυπόθηκου ακινήτου δεν είναι ορθό. Το εάν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις για την κατάσχεση εις χείρας τρίτου σχετίζεται με την ίδια τη φύση της συμβάσεως δημόσιας κατάθεσης. Επί δημόσιας κατάθεσης στο ΤΠκΔ της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης ενυπόθηκου ακινήτου πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και συγκεκριμένα υπέρ του κυρίου του ακινήτου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η κατασχεμένη (στα χέρια τρίτου) απαίτηση δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση και η διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται, αφού το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, από τον Ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επομ. ΚΠολΔ. Η διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι στη διανομή του κατατεθειμένου δημοσίως ποσού της κατασχεμένης στα χέρια του τρίτου χρηματικής απαίτησης, συμμετέχουν εκείνοι μόνο οι δανειστές που επέβαλαν την κατάσχεση αυτή μέσα στην προβλεπόμενη από το εδάφιο α` του ίδιου άρθρου οκταήμερη προθεσμία από την κοινοποίηση του αρχικού κατασχετηρίου εγγράφου σ` αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Ο συμβολαιογράφος πριν συντάξει τον πίνακα κατάταξης είναι υποχρεωμένος να προβεί σε αναγγελία με έγγραφη γνωστοποίηση, η οποία πρέπει να γίνει στα πλαίσια του άρθρου 999 παρ. 3 ΚΠολΔ και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ανάλογης προσαρμογής αυτού στην προκείμενη διαδικασία. Σκοπός των διατυπώσεων αυτών είναι η πληροφόρηση των δανειστών του κυρίου του ακινήτου, ώστε να αναγγελθούν στη διαδικασία της κατάταξης. Αυτό μπορεί να γίνει και με ατομική πρόσκληση του συμβολαιογράφου προς του ενυπόθηκους δανειστές και τους δανειστές που επέβαλαν ήδη κατάσχεση εις χείρας του ΤΠκΔ ως τρίτου και τους οποίους στην πράξη πληροφορείται από σχετικό έγγραφο του ΤΠκΔ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1288 ΑΚ, αν το ενυπόθηκο ακίνητο απαλλοτριωθεί αναγκαστικά το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται στην αποζημίωση. Αυτή κατατίθεται δημόσια και γίνεται η διαδικασία της κατάταξης. Εάν το απαλλοτριωμένο ακίνητο βαρύνεται με υποθήκη, κατάσχεση ή διεκδίκηση, η κατάθεση της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων είναι υποχρεωτική [άρ. 8 παρ. 1 του ν. 2882/2001 “Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων”, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ.1 αυτού αντικαταστάθηκε με την περ. γ` του άρθρου 31 του ν.3130/2003]. Με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης συντελείται και η εμπράγματη υποκατάσταση, δηλαδή στη θέση του ακινήτου υποκαθίσταται η αποζημίωση και, κατά τη διαδικασία της κατάταξης, που υποχρεωτικά θα ακολουθήσει, ο ενυπόθηκος δανειστής θα ικανοποιηθεί ως προνομιακός κατά την τάξη της υποθήκης του. Ζήτημα δέσμευσης της αποζημίωσης με αναγκαστική κατάσχεση, κατά το ύψος που αντιστοιχεί στην υποθήκη, δεν υπάρχει, αφού είναι προορισμένο για την ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή, ο οποίος τουλάχιστον κατά το ποσό της ενυπόθηκης απαίτησής του δεν έχει και έννομο συμφέρον να επιβάλει εις χείρας του ΤΠκΔ αναγκαστική κατάσχεση ή να επιδιώξει συντηρητική κατάσχεση για να εξασφαλίσει την απαίτησή του. Η σύμβαση της δημόσιας κατάθεσης αποτελεί γνήσια σύμβαση υπέρ του κυρίου του ακινήτου. Ο τελευταίος έχει κατά του ΤΠκΔ ευθεία απαίτηση απόδοσης του ποσού της αποζημίωσης. Η απαίτηση αυτή είναι δεκτική κατάσχεσης εκ μέρους του δανειστή του κυρίου του ακινήτου εις χείρας του ΤΠκΔ ως τρίτου, σύμφωνα με τα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ. Δεν υπάρχει διάταξη που να επιβάλλει το ανεκχώρητο και κατ` επέκταση το ακατάσχετο της εν λόγω απαίτησης. Δικαιούχος του ποσού είναι ο οφειλέτης. Απλώς, το προνόμιο που παρέχει το δικαίωμα της υποθήκης ως προς την ικανοποίηση της ενυπόθηκης απαίτησης, σύμφωνα με την ΑΚ 1288, υλοποιείται κατά τη διαδικασία της διενεργούμενης διανομής της αποζημίωσης. Ο συμβολαιογράφος, ο οποίος ειδικά στην περίπτωση αυτή, ορίζεται με επίδοση προς αυτόν εντολής για την ενέργεια κατατάξεως που μπορεί να δοθεί από οποιονδήποτε ενυπόθηκο ή προσημειούχο δανειστή ή από τον κύριο του ακινήτου, υποχρεούται να συντάξει πίνακα κατάταξης μέσα στην προθεσμία της ΚΠολΔ 974 εδ. 2 αναλογικά εφαρμοζόμενης. Η κατάταξη θα γίνει σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 975, 976, 1006, 1007 σε συνδυασμό με άλλες ειδικές διατάξεις, και ιδίως εκείνης του άρθρου 61 παρ. 2 του ΚΕΔΕ. (ΑΠ 2117/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι αν υπάρχουν γενικοί προνομιούχοι και εγχειρόγραφοι δανειστές του καθ’ου η απαλλοτρίωση και δεν επιβάλλουν κατάσχεση της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης εις χείρας του ΤΠκΔ ως τρίτου, δεν θα μπορέσουν τελικά να λάβουν μέρος στη διαδικασία διανομής της αποζημιώσεως και το τυχόν περίσσευμα μετά την ικανοποίηση των προνομιακών αξιώσεων των ενυπόθηκων δανειστών θα αποδοθεί στον κύριο και δικαιούχο της αποζημιώσεως (Νικολόπουλος σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, αστικός κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, VI, έκδοση 1985, σελ. 526, παρ.21). Ζητήματα που γεννώνται από την τυχόν σύμπτωση της 15νθήμερης προθεσμίας πρόσκλησης από τον συμβολαιογράφο προς τους ενδιαφερόμενους δανειστές να αναγγελθούν στη διαδικασία διανομής της αποζημίωσης, με την 8ήμερη προθεσμία που έχουν εγχειρόγραφοι και γενικοί προνομιούχοι δανειστές από την πρώτη κατάσχεση της απαιτήσεως εις χείρας τρίτου να επιβάλλουν κι αυτοί κατάσχεση στην ως άνω απαίτηση, σε περίπτωση που η κατάσχεση εις χείρας τρίτου γίνει μετά την εκπνοή της προθεσμίας αναγγελίας στον συμβολαιογράφο, δεν προκαλούν αδυναμία των κατασχόντων δανειστών να συμμετάσχουν στη διαδικασία της διανομής ενώπιον του συμβολαιογράφου, αλλά σε αυτή την περίπτωση πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναστέλλεται η δοθείσα από τον συμβολαιογράφο προθεσμία αναγγελίας μέχρι να παρέλθει το ως άνω κρίσιμο 8ήμερο ώστε να γίνουν και οι υπόλοιπες κατασχέσεις εις χείρας τρίτου από τους ενδιαφερόμενους δανειστές και παρατείνεται αντίστοιχα ο χρόνος της προθεσμίας αναγγελίας, ώστε να έχουν και οι δανειστές αυτοί τον χρόνο που έθεσε ο συμβολαιογράφος για την αναγγελία των απαιτήσεων. Αν υπάρξειδιαφορετική κρίση του συμβολαιογράφου κατά τη σύνταξη του πίνακα διανομής ως προς το θέμα αυτό, μπορεί να εισαχθούν οι αντιρρήσεις του μη καταταγέντος δανειστή στον πίνακα διανομής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου με ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, σε κάθε δε περίπτωση τούτο δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, πλην όμως δεν μπορεί να δώσει επιχείρημα περί μη παράλληλης εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση αφενός ως όρου για τη συμμετοχή στη διανομή της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης των παραπάνω δανειστών, της τήρησης των διατάξεων της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, αφετέρου ως προς το θέμα της πρόσκλησης για την αναγγελία των ενδιαφερόμενων δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης στον πίνακα διανομής της αποζημίωσης, της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για την αναγγελία δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση όπως ισχύουν επί πλειστηριασμού ακινήτων. Εξάλλου, το γεγονός ότι με βάση το άρθρο 1288 ΑΚ το δικαίωμα των ενυπόθηκων δανειστών επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του βεβαρημένου ακινήτου ασκείται στην αποζημίωση δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν επί της απαιτήσεως της αποζημιώσεως οι διατάξεις περί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με το σκεπτικό ότι ο κύριος του ακινήτου στερείται της εξουσίας ελεύθερης διαθέσεως της αποζημιώσεως και το ποσό αυτής παραμείνει δεσμευμένο με την κατάθεσή του στον συμβολαιογράφο για τη διανομή. Η αποζημίωσηαπό την αναγκαστική απαλλοτρίωση δεν ανήκει στους ενυπόθηκους δανειστές του κυρίου του ακινήτου. Δικαιούχος του ποσού αυτού είναι ο οφειλέτης. Απλώς το προνόμιο που παρέχει το δικαίωμα της υποθήκης ως προς την ικανοποίηση της ενυπόθηκης απαιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 1288 ΑΚ, υλοποιείται κατά τη διαδικασία της διενεργούμενης διανομής της αποζημιώσεως (βλ. Νικολόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ό.π., σελ. 526, παρ.20). Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι για να καταταγούν οι νυν εκκαλούντες (καθ’ων η ανακοπή) που φέρονται ότι διατηρούν απαιτήσεις κατά της καθ’ης η απαλλοτρίωση εταιρίας από τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση, στον προσβαλλόμενο πίνακα διανομής της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης και δεδομένου ότι τυγχάνουν μη ενυπόθηκοι δανειστές, θα έπρεπε προηγουμένως να έχουν προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση της απαίτησης της οφειλέτιδας τους εις χείρας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ως τρίτου, μη αρκούσας της αναγγελίας των απαιτήσεών τους στον υπάλληλο της διανομής για να καταταγούν στον σχετικό πίνακα, οπότε πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος ο πρώτος λόγος της εφέσεώς τους.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται ως προς την εκκαλούμενη απόφαση ότι ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχεται σε σχέση με τους μη ενυπόθηκους δανειστές, μεταξύ των οποίων και εκείνοι, ότι όφειλαν να έχουν προηγουμένως κατάσχει αναγκαστικώς την απαλλοτριωτική αποζημίωση εις χείρας του ΤΠκΔ, προκειμένου να νομιμοποιούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και να καταταγούν, εντούτοις μετά την αποβολή αυτών και όσων δεν έχουν κατάσχει αναγκαστικώς δέχεται την αναγγελία της πρώτης εφεσίβλητης «………….» και την κατατάσσει προνομιακά και τυχαία, για ποσό 679.036,79 ευρώ, παρότι για μέρος του ποσού αυτού, ίσο με 104.433,95 ευρώ, η πρώτη εφεσίβλητη είναι εγχειρόγραφη δανείστρια και δεν έχει επιβάλει κατάσχεση εις χείρας του ΤΠκΔ, ως θα όφειλε, σύμφωνα με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού το ποσό αυτό δεν εξασφαλίζεται με τις προσημειώσεις υποθήκης, συνολικού ύψους 865.737,33 ευρώ, που έχει εγγράψει επί του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε.Ότι το προνόμιο του ενυπόθηκου ή προσημειούχου δανειστή επί της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης δεν επεκτείνεται πέραν του ποσού για το οποίο έχει εγγραφεί η υποθήκη ή η προσημείωση, η δε πρώτη εφεσίβλητη έχει ήδη καταταγεί στην πρώτη τάξητης σειράς των προνομίων του άρθρου 976 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1007 ΚΠολΔ και 1272 ΑΚ επί συνολικού ποσού 291.134,49 ευρώ. Ότι κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση σφάλλει κατά το ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις, εφαρμόζοντας διαφορετικά τον νόμο επί όμοιων πραγματικών περιστατικών και ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να εξαφανισθεί. Εντούτοις, όπως ορθά προβάλλει η πρώτη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, ελλείψει έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι αφ’ ης στιγμής οι εκκαλούντες ως μη ενυπόθηκοι δανειστές δεν έχουν προβεί κατά τα ανωτέρω σε κατάσχεση της απαίτησης της καθ’ης η απαλλοτρίωση εργοδότριας τους εις χείρας του ΤΠκΔ, δεν έχουν οι ίδιοι δικαίωμα να καταταγούν στον πίνακα διανομής της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης και συνακόλουθα δεν έχουν δικαίωμα να προσβάλλουν τον πίνακα είτε με άσκηση ανακοπής, είτε με τον σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης, προβάλλοντας την αιτίαση κατά της εκκαλούμενης απόφασης ότι με αυτή κατετάγη άλλος δανειστής αντί αυτών επίσης χωρίς δικαίωμα να καταταγεί για το σύνολο της απαίτησής του, επειδή δεν καλυπτόταν με εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου για μέρος της καταταγείσας απαίτησής του και ότι αυτός ικανοποιήθηκε εξ ολοκλήρου, παρότι δεν προέβη και αυτός ως προς την απαλλοτριωτική αποζημίωση για το μη καλυπτόμενο με υποθήκη μέρος της απαίτησής του σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου (ήτοι του ΤΠκΔ), ως όφειλε. Για να μπορούσαν να προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση με τον παραπάνω λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες θα έπρεπε, σε περίπτωση που αποβαλλόταν από τον πίνακα η πρώτη εφεσίβλητη τράπεζα για μέρος της απαίτησής της, να μπορούσαν νομίμως να καταταγούν εκείνοι στη θέση της, κάτι όμως που δεν ισχύει, καθώς όπως συνομολογούν δεν προέβησαν σε κατάσχεση της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης εις χείρας του ΤΠκΔ. Σημειωτέον ότι η επίκληση εκ μέρους των εκκαλούντων ότι συνιστά αντιφατική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να κατατάξει στη θέση τους στον πίνακα διανομής, δανειστή που επίσης για μέρος της απαίτησής του δεν είχε εμπράγματο βάρος στο απαλλοτριωθέν ακίνητο και δεν είχε κι αυτός προβεί σε κατάσχεση της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης εις χείρας τρίτου, ενώ με την ίδια απόφαση αποβλήθηκαν οι εκκαλούντες για την ίδια παράλειψη, δεν συνιστά λόγο να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να επανακαταταγούν στον πίνακα οι εκκαλούντες, καθώς ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει υποπέσει στο σχετικό σφάλμα, δεν στοιχειοθετείται δικαίωμα των εκκαλούντων να ζητήσουν από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να διορθώσει την εκκαλούμενη απόφαση, εφαρμόζοντας με τη σειρά του εσφαλμένα τον νόμο, ήτοι κατατάσσοντας στον πίνακα τους ίδιους ως δανειστές που είχαν προβεί μόνο σε αναγγελία της απαίτησής τους στον υπάλληλο της διανομής, χωρίς προηγουμένως να έχουν προβεί κατά τα ανωτέρω σε κατάσχεση της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης εις χείρας του ΤΠκΔ. Τούτο, καθώς το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόζει ορθά τον νόμο και όχι να διορθώσει τυχόν σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με δικό του σφάλμα (ας σημειωθεί πάντως ότι η πρώτη εφεσίβλητη υποστηρίζει με τις προτάσεις της ότι η απαίτησή της για την οποία ενεγράφησαν προσημειώσεις στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, έχει εγγραφεί ως τοκοφόρα κατ’ άρθρο 1289 ΑΚ και ότι επομένως καλύπτονται και οι καθυστερούμενοι τόκοι ενός έτους πριν από την κατάσχεση, εννοώντας εν προκειμένω την κατάθεση του ποσού της απαλλοτριωθείσας αποζημίωσης στο ΤΠκΔ, καθώς και οι τόκοι μετά την κατάσχεση έως την πληρωμή του χρέους ή ωσότου γίνει αμετάκλητος ο πίνακας της κατάταξης και ότι αν ληφθούν υπόψη και τα ποσά αυτά, καλύπτεται το ποσό για το οποίο έχει καταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα).Απορριφθέντος και αυτού του λόγου έφεσης και μη απομένοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί για τους παραπάνω λόγους η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης και των εκκαλούντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα αφενός του τρίτου εφεσίβλητου ΕΦΚΑ, αφετέρου των έκτου, όγδοης, ένατου, δέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου των εφεσίβλητων (που είχαν κοινή νομική εκπροσώπηση) ως προς τους οποίους απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Σε ό,τι δε αφορά το κατατεθέν ενιαία για την άσκηση της έφεσης κατά όλων των εφεσίβλητων από τους εκκαλούντες e-παράβολο, δεδομένου ότι η έφεση κρίθηκε έναντι ορισμένων μόνο εκ των εφεσίβλητων, ενώ εκκρεμεί η εκδίκασή της έναντι των λοιπών, δεν θα περιληφθεί διάταξηστην παρούσα απόφαση, για την εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο ή την επιστροφή του στους εκκαλούντες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 27.3.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. ……/2019) έφεση κατά της 5521/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, ήτοι άρθρα 637-646 ΚΠολΔ) ερήμην των τέταρτης, πέμπτου, έβδομου, ενδέκατου και δωδέκατου των εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς τους δεύτερο, τέταρτη, πέμπτο, έβδομο, ενδέκατο και δωδέκατο των εφεσίβλητων.

Απορρίπτει την έφεση κατά του τρίτου, έκτου, όγδοης, ένατου, δέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου των εφεσίβλητων ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των έκτου, όγδοης ένατου, δέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της πρώτης εφεσίβλητης.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης και των εκκαλούντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 6.7.2022

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ