Αριθμός 419 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Κούτση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον κ. Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει ενταύθα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Παναγιώτα Φραντζή.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 412/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 19.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2021) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 412/ 2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21-4-2021, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμίας, διότι δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης. Επιπλέον, έχει καταβληθεί το με αριθμό …………./ 2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100 ευρώ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 20-5-2019 (αρ. κατάθ. …………/ 2019) αγωγή η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα, εξέθετε ότι τυγχάνει κυρία ενός ειδικότερα περιγραφομένου κατά θέση, έκταση, και όρια αγροτεμαχίου, έκτασης 280 τμ, το οποίο βρίσκεται στη θέση ….. της χερσονήσου …. ή ………. Αμπελακίων Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ ………., το οποίο απέκτησε λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής της αποβιωσάσης στις 10-12-2017 μητέρας της, ………., το γένος ……….., δυνάμει της υπ’αριθ. …./ 24-4-2019 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του κτηματολογίου Σαλαμίνας, ότι η δικαιοπάροχος της απέκτησε το επίδικο ακίνητο με αγορά από την … ή ……. δυνάμει του με αριθμό …./ 1999 νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., ότι η τελευταία το είχε αποκτήσει ομοίως με αγορά δυνάμει του με αριθμό …../ 1968 νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., από την ………… , η οποία είχε αγοράσει ευρύτερη έκταση 95.987 τμ με το με αριθμό …./ 1961 νομίμως μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., και ότι όλοι οι δικαιοπάροχοι της , που κατονομάζει ειδικότερα, απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, και με προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, τους οποίους διαδέχθηκαν στη νομή του, οι οποίοι ασκούσαν σε αυτό τις αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, τουλάχιστον από το έτος 1850και τέλος, ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το ανωτέρω ακίνητο καταχωρίστηκε ως ανήκον στο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια να προσβάλλεται το δικαίωμα της δικαιοπαρόχου, μητέρας της, επ’αυτού. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να αναγνωριστεί η τελευταία κυρία του επιδίκου ακινήτου, με αιτία κτήσης το προαναφερόμενο συμβόλαιο αγοράς, και ακολούθως η ίδια, με αιτία κτήσης την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία, δυνάμει της προαναφερόμενης συμβολαιογραφικής πράξης δήλωσης αποδοχής, και να διαταχθεί η αντίστοιχη διόρθωση της ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, επειδή έκρινε ότι δεν περιγράφεται με σαφήνεια το ευρύτερο ακίνητο των 95.987 τμ, που απέκτησε η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, …………., καθώς και η αρχική έκταση των 111.987 τμ, ιδιοκτησίας του απώτατου δικαιοπαρόχου αυτής, ………… εντός της οποίας ευρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ούτε και η θέση του σε αυτές. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα με την υπό κρίση έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.
ΙΙΙ. Από το άρθρο 216 παράγραφος 1 στοιχείο β’ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, διαφορετικά το δικαστήριο ευρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτελέσεως. Σε περίπτωση δε που δεν περιέχεται στο δικόγραφο της αγωγής το προαναφερθέν στοιχείο ή αυτό περιέχεται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της και επιφέρει την υπό του δικαστηρίου της ουσίας απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, απαιτείται για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, προσδιορισμός αυτού κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 1133/2020 αδημ. στο νομικό τύπο, προσκομιζόμενη). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. α` και 3, 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 3, 7Α παρ. 1 περ. α` εδ. α` και β` και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει προκύπτουν τα εξής: Στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε κάθε μία από τις κατά τον ν. 2308/1995 κτηματογραφούμενες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών, Υπό τον όρο “πρώτες εγγραφές” νοούνται εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφιστάμενων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ίδιου νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας (ΑΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, όταν δηλαδή στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή ενδεχομένως άλλου εμπράγματου δικαιώματος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό δικαιούχο, μπορεί όποιος έχει έννομο συμφέρον (ο πραγματικός κύριος, ο καθολικός ή ειδικός του διάδοχος, ο δανειστής του κ.λπ.), στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων, και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση, και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής (ΕφΘεσ 1067/2010, Αρμ 2011/600). Εάν μάλιστα το ακίνητο που αφορά η ανακριβής εγγραφή κατέχεται από τον εναγόμενο, τότε η σχετική αγωγή θα έχει και διεκδικητικό χαρακτήρα, με την έννοια και της απόδοσης του επιδίκου στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ` ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου (μονομελούς ή πολυμελούς), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Η διόρθωση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών γίνεται εφόσον η εκδοθησόμενη επί της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 απόφαση καταστεί αμετάκλητη, έκτοτε δε δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. Για να αποφανθεί το δικαστήριο υπέρ της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω αγωγής, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων ήταν κύριος του επιδίκου ακινήτου ήδη κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογίου (όπως καθορίστηκε με σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε.) και όχι κατά την έγερση της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 (ΑΠ 1342/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 618/2015, ΕλλΔ/νη 2017/123, ΕφΠατρ 226/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 179/2012, Δικογραφία 2012/336). Επομένως, αν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι η χρησικτησία, τότε η επικαλούμενη χρησιδεσπόζουσα νομή θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (ΕφΑθ 600/2016, ΕλλΔ/νη 2017/125, ΕφΑθ 618/2015, ΕλλΔ/νη 2017/123, ΕφΘρ 96/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 226/2012 ό.π., ΕφΛαρ 179/2012 ό.π). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7Α παρ. 1 περ. α` του ν. 2664/1998, μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση των μη καταχωρηθέντων σε αυτές (πρώτες εγγραφές) δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο δικαιούχος μη καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος κυριότητας μπορεί να μεταβιβάσει αυτό σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο Κτηματολόγιο, εφόσον δε ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρήσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο την προαναφερθείσα αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, την πιο πάνω υποχρέωση εγγραφής της μεταβιβαστικής πράξης αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώριση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Ειδικότερα, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, για την οποία δεν έχει συνταχθεί δήλωση αποδοχής κληρονομίας και συνεπώς δεν έχει σημειωθεί η διαδοχή και ο τίτλος κτήσης στο κτηματολογικό φύλλο, η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: α) Ο επικαλούμενος ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή ασκεί – ως έχων έννομο συμφέρον – την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 και ζητεί τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής με αίτημα να αναγραφεί ως δικαιούχος του δικαιώματος ο κληρονομούμενος, από τον οποίο και αντλεί το επικαλούμενο εγγραπτέο δικαίωμα, λόγω κληρονομικής διαδοχής. Στη συνέχεια και αφού εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση και γίνει η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής με την εγγραφή του κληρονομούμενου στο κτηματολογικό φύλλο, προβαίνει σε αποδοχή κληρονομίας, την οποία εγγράφει ως μεταγενέστερη εγγραφή κατά το άρθρο 12 παρ. 1 περ. ζ`. β) Ο επικαλούμενος κληρονομικό δικαίωμα κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 7Α παρ. 1 εδ. α` και 7 παρ. 3 του ν. 2664/1998 και συγκεκριμένα i) ο κληρονόμος προβαίνει σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας με τη χρήση του υπάρχοντος κτηματολογικού αποσπάσματος, ii) ασκεί κατά περίπτωση την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998 για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής περιλαμβάνοντας στη νομιμοποίησή του την προηγηθείσα αποδοχή κληρονομίας και iii) εγγράφει ταυτόχρονα με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο τη δήλωση αποδοχής της κληρονομίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7Α παρ. 1. Η εγγραφή αυτή είναι προσωρινή και τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της αίτησης ή της αγωγής και οριστικοποιείται μόλις καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση. Η διορθωμένη κατά τον τρόπο αυτό εγγραφή καθίσταται οριστική και παράγει το προβλεπόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερόμενων με τις εγγραφές αυτές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν. Η διατύπωση του αιτήματος για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή του αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα αν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και τούτο, διότι η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα, ότι ανατρέχει πάντοτε στον χρόνο επαγωγής (ex tunc), που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ, άσχετα με τον χρόνο μεταγραφής (υπό το καθεστώς των Υποθηκοφυλακείων) ή εγγραφής (υπό το καθεστώς του Κτηματολογίου) του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομίας. Συνεπώς, αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, ο αποβιώσας δηλαδή κατά τον χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο. Αν αντίθετα ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού (δεδομένου ότι δεν νοείται να είναι φορέας εμπράγματων δικαιωμάτων πρόσωπο που δεν υπάρχει), με την αγωγή δε, θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης την κληρονομική διαδοχή και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ` άρθρο 7Α πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας (ΑΠ 690/2018, ΤρΕφΚρ 10/2021, ΕφΠειρ 45/2020, ΜΕφΠατρ 156/ 2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 και το προϊσχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο, οι γαίες διακρίνονταν στις εξής πέντε κατηγορίες: α`) Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λ.π., των οποίων τη κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, β`) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ`) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ`) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ), όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κ.λ.π., οι οποίες ήταν προορισμένες για τη κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε`) τις νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση και δυνάμει των από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19.6/1-7- 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω Πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης περιήλθαν στη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός μεν τα ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο κτήματα, αφετέρου δε τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ν. 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (Α.Π. 1203/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ/τος της 17-11/1-12-1836 “περί ιδιωτικών δασών” σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Ετσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που προϋπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους, που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 “περί δασικού κωδικός” και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ 1 και 2 του ν. 998/1979. Τέλος, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝ.ΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, κωδ. (7.39), ν. 9 παρ 1 πανδ. (50.14 ν. 2 παρ. 20 πανδ. (41.4), ν. 6 πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός που συνάγεται από το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ., για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, δυναμένου εκείνου που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία [σχ. διατάξεις των ν. 18, 24 παρ. 1 Π (43.3), παρ. 9 Εισ, (2.9), ν. 2 κωδ (7.30), Βασ. (50.10)]. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις”, επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και επί των δημοσίων κτημάτων, όπως είναι τα εθνικά δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επί τούτων, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), Βασ. 9. παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του νδ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, με τις οποίες αναστέλλεται κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία επί τούτων (Ολ.ΑΠ 75/1987). Η απαγόρευση αυτή επαναλήφθηκε και από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επί αυτών και ότι τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή. Ενόψει των εκτεθέντων, προκείμενου για κτήματα του Δημοσίου, για την κτήση κυριότητας πάνω σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει η τριακονταετής νομή να έχει συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, ενώ από την ημερομηνία αυτή και εφεξής πράξεις νομής σε δημόσιο κτήμα δεν έχουν οποιαδήποτε αξία ως προς την απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον αν δεν είχε επέλθει κτήση της κυριότητας μέχρι την παραπάνω ημερομηνία δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ο χρόνος για χρησικτησία κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα.
ΙΙΙ. Eν προκειμένω το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή ως ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 280 τ.μ., στη θέση «….» επί της Χερσονήσου «…..» της περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, με Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ………., που εμφαίνεται στον αριθμό …. (..) του …. Οικοδομικού Τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού Γ. Οικονομόπουλου, αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο με αριθμό …../1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. και συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ με πλευρά μήκους μέτρων είκοσι (20,00) με αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος με αριθμό ΚΑΕΚ …….., ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με πλευρά-πρόσοψη μήκους δεκατεσσάρων μέτρων (14,00) με ιδιωτική οδό με αριθμό ΚΑΕΚ ………., ΝΟΤΙΑ με πλευρά μήκους είκοσι μέτρων (20,00) με ιδιοκτησία με αριθμό ΚΑΕΚ ………. και ΔΥΤΙΚΑ με πλευρά μέτρων δεκατεσσάρων (14,00) με ιδιοκτησία αγνώστου με αριθμό ΚΑΕΚ ………… Η ως άνω περιγραφή του επιδίκου, που φέρεται ως αυτοτελές ακίνητο, με δικό του ΚΑΕΚ, που αποτελεί και την κτηματολογική του ταυτότητα, το οποίο και αναφέρεται, όπως αναφέρονται και τα ΚΑΕΚ των όμορων ακινήτων, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ως προς την ταυτότητα και τη θέση αυτού. Περαιτέρω, στο δικόγραφο γίνεται σαφής έκθεση: α) της κυριότητας της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, μητέρας της, ………, κατά τον χρόνο έναρξης της λειτουργίας του κτηματολογίου στο Δ.Δ Αμπελακίων Σαλαμίνας, β) του τρόπου κτήσεως αυτής (τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι αναφέρονται πράξεις νομής (βόσκηση ζώων και καλλιέργεια) που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου, που διενήργησαν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) τόσο αυτή όσο και οι δικαιοπάροχοί της (οι οποίοι κατονομάζονται), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και γ) η ιδιότητα της ενάγουσας ως κληρονόμου της μητέρας της και η εκ μέρους της αποδοχή της κληρονομίας με συμβολαιογραφική πράξη , που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου κατ’άρθρο 7Α του ν. 2664/1998. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και ο σχετικός (μοναδικός) λόγος της έφεσης τυγχάνει ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν τούτου και η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο αυτό, αφού κρατήσει την υπόθεση να δικάσει περαιτέρω την αγωγή. Περαιτέρω, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας προσκομίζεται αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου, από το οποίο προκύπτει και η εμπρόθεσμη καταχώρηση της σε αυτό, καθώς και απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου, και πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.2 ν. 2664/ 1998, 974,1033, 1045 ΑΚ, καθώς και στις προδιαληφθείσες διατάξεις του προισχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝ.ΑΚ, και 70, 176 ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα της για αναγνώριση της κυριότητας της ενάγουσας στο επίδικο και αντίστοιχη διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής ,προκειμένου να αναγραφεί αυτή ως κυρία του με αιτία κτήσης την κληρονομία της μητέρας της, το οποίο πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προαναφέρθηκε, αντικείμενο της ερειδόμενης στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2664/1998 αγωγής είναι η διόρθωση της αρχικής εγγραφής, ως προς το υφιστάμενο κατά την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου εγγραπτέο δικαίωμα, που προσβλήθηκε, το οποίο εν προκειμένω τυγχάνει αυτό της κυριότητας της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ενώ αναφορικά με το προβαλλόμενο δικαίωμα της ιδίας, στο οποίο στηρίζει και την ενεργητική της νομιμοποίηση, η εκ μέρους της δήλωση αποδοχής της κληρονομίας της δικαιοπαρόχου μητέρας της έχει ήδη καταχωρισθεί στα κτηματολογικά βιβλία, κατ’ άρθρο7Α παρ. 1 ν. 2664/ 1998 (βλ. το σχετικό κτηματολογικό φύλλο), και συνεπώς η οριστικοποίηση της τελεί μόνον υπό την αίρεση της αμετάκλητης αποδοχής της ένδικης αγωγής.
ΙV. Το εναγόμενο προς αντίκρουση της αγωγής ισχυρίζεται, ότι το ίδιο έχει αποκτήσει την κυριότητα στο επίδικο ακίνητο, που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με αριθμό 61, συνολικής έκτασης 288 στρεμμάτων και 180 τμ, ως εξής :α) δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1832 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως ανήκον πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) λόγω του δασικού του χαρακτήρα, δυνάμει των άρθρων 1,2 και 3 του απο 17/ 29-11- 1836 β.δ «περί ιδιωτικών δασών», άλλως δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κάποιος κύριος αυτού κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως γ) με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, δ) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Οι ως άνω ισχυρισμοί είναι νόμιμοι και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους, πλην του υπο στοιχείου α’ (περιουσία Οθωμανικού Δημοσίου που καταλήφθηκε και δημεύτηκε «δικαιώματι πολέμου»), που πρέπει να απορριφθεί, διότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σ΄αυτό «δια δημεύσεως πολεμικώ δικαιώματι».
V. Από την εκτίμηση της με αριθμό …./ 23-9-/2019 ένορκης βεβαίωσης του ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που δόθηκε μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου (βλ. με αριθμό …../6-9-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …..) και των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμεύουν είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, στη θέση …. ή ……… ή ……… της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ ………, εκτάσεως 280 τμ κατά τον αρχικό τίτλο του με αριθμό ……/1968 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., 275,92 τμ κατά τον τίτλο του με αριθμό …./20-5-1999 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών …. …, και 279 τμ κατά την μέτρηση του Κτηματολογίου και τα αναφερόμενα στο κτηματολογικό φύλλο του. Αυτό φαίνεται στον αριθμό “οκτώ (8) του Ζ Οικοδομικού Τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού …………, αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο με αριθμό …./1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, και συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ με πλευρά μήκους 20μ. με το αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με πλευρά-πρόσοψη μήκους 14 μ. με ιδιωτική οδό με αριθμό ΚΑΕΚ ………., ΝΟΤΙΑ με πλευρά μήκους 20 μ. με ιδιοκτησία μου με αριθμό ΚΑΕΚ …………. και ΔΥΤΙΚΑ με πλευρά 14 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου με αριθμό ΚΑΕΚ ………., σύμφωνα με το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος. Αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης, αρχικής επιφάνειας 111.987 τμ, συνορευόμενης Ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων ……, Δυτικά με ακίνητο κληρονόμων ……….. κλπ. , Βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και ακίνητα αγνώστων, και Νότια με θάλασσα Σεληνιών, την οποία οι απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, ………., πατέρας του ………. ………., και ο αδελφός του, . ……….., πατέρας των … και ….. ………., νέμονταν καλόπιστα, δηλαδή με ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλουν δικαίωμα τρίτου, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, και συγκεκριμένα αφενός τη χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο, έχοντας εγκαταστήσει εντός αυτής ποιμνιοστάσια, και αφετέρου καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα της, και δη πριν το έτος 1845 [οπότε ολοκληρώθηκαν στην Σαλαμίνα οι εργασίες της αρμοδίας επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής, η οποία, με την υπ’ αριθ. 305 /24-1- 1845 απόφαση της αναγνώρισε τα δάση ως ιδιωτικά (πλήν των ανηκόντων στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου και όσων είχαν καταχρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων), στα οποία, όμως, ακίνητα (της διαλελυμένης Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου και καταχωρηθέντα στα βιβλία δημοσίων κτημάτων) δεν συμπεριλαμβανόταν και το προπεριγραφόμενο μείζον ακίνητο (εμβαδού 111.987 τμ), όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθ. ….. /13-6-1845 έγγραφο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας,-…….] (βλ. σχετικά τη με αριθμό ΑΠ 1133/2020 προσκομιζόμενη απόφαση). Ακολούθως, η ανωτέρω έκταση περιήλθε στη νομή του ………. ………. του … ή ………., κατά μεν ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’αριθ. ……../1908 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον αριθμό …, με αγορά από τους … και …. ………., συγκληρονόμους του αδελφού του πατέρα του, ….., που είχαν καταστεί συννομείς του ακινήτου κατά την ως άνω ιδανική μερίδα του αποβιώσαντος πατέρα τους, αναμειχθέντες στη κληρονομία του, νεμόμενοι αυτό κατά τον ίδιο τρόπο με ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλουν δικαίωμα τρίτου, και κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος το έτος 1899 πατέρα αυτού, …………, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμος του, αναμιχθείς στην κληρονομία του, ο οποίος συνέχισε να ασκεί επ’αυτού τις ίδιες ως άνω διακατοχικές πράξεις με καλή πίστη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλει δικαίωμα τρίτου. Αυτός το έτος 1925 πώλησε τμήμα της ανωτέρω έκτασης, επιφάνειας 16.000 τμ στον …………. ενώ διατήρησε στην αποκλειστική νομή του την υπόλοιπη έκταση, επιφάνειας 95.897 τμ, μέχρι τον επισυμβάντα το έτος 1932 θάνατο του, οπότε κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του …….., κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 450/1800, και τα τέκνα του, ………….., κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 135/1800 έκαστο, που αναμίχθηκαν στην κληρονομία του ασκώντας τις υλικές πράξεις νομής, που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος ξύλευσης και βόσκησης, με καλή πίστη και την πεποίθηση, ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου. Το έτος 1937 απεβίωσε η . ………. και τα ανωτέρω τέκνα αυτής και του ………. ………., κατέστησαν συγκληρονόμοι αυτής στο από 450/1800 ποσοστό της και συννομείς του ακινήτου κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομιά αυτής και ασκώντας καλόπιστα τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Ακολούθως, κατά το έτος 1951 απεβίωσε ο ….. ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του . ………., το γένος ……….., και τα πέντε (5) τέκνα του: ………………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου …… ………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ΄αριθ. ……../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ασκώντας καλοπίστως έκτοτε όλες τις υλικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε ο ……….. ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του …………, και τα έξι (6) τέκνα του: 1) ………….., ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του . ………… (6ος), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του ………., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ………………., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, . ………., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα,………., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου …. ………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, .. ………., συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, ….. ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό συννομής τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, στο οποίο πλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα, ασκούσαν καλόπιστα τις ίδιες ως άνω υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε ο ……… ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του ……….. τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1) …. ………., 2) ………. . ………., 3) ……….., 4) ……., 5) …….., 6) …………, και 7) ………., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του . ………. . ……….: α) ………….., β) …………, γ) ………., δ) ………, και ε) ………, και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του . ………. . ……….: α) ………., β) ………. ……. γ) …….., δ) ………, και ε) ……….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1800 = 180/1800 + 10/1800, όπου 10/1800 = 180/1800 : 2 : 9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800 = 27/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800: 5), 28,25/1800 (28,25/1800 = 26,25/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800 : 5), 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, νεμόμενοι αυτό με καλή πίστη κατά τον ίδιο τρόπο. Κατά το έτος 1960, απεβίωσε η ………… χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγο της, ………, και τα πέντε (5) τέκνα της: 1) …….., 2) ………., 3) ………. ……., 4) ………., και 5) …….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης …………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και κατέστησαν συννομείς αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, συνεχίζοντας να ασκούν έκτοτε σε αυτό με καλή πίστη τις ίδιες διακατοχικές πράξεις με τους δικαιοπαρόχους τους . Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….., οι ανωτέρω συννομείς του ακινήτου, δηλαδή οι: 1) …… ………. (190/1800), 2) ……… (190/1800), 3) ……. ………. (190/1800), 4) ……… (190/1800), 5) ………….. (190/1800), 6) ……….. (190/1800), 7) ………… (45/1800), 8) ………… (29/1800), 9) ………. (29/1800), 10) ………. (29/1800), 11) ……… (29/1800), 12) ………. (29/1800), 13) ……… (48,75/1800), 14) ………. (28,25/1800), 15) ……….. (28,25/1800), 16) ……….. (28,25/1800), 17) ……….. (28,25/1800), 18) …….. (28,25/1800), 19) ……….. (90/1800), 20) ……… (47,50/1800), 21) ………. (28,50/1800), 22) ………. (28,50/1800), 23) ………………. (28,50/1800), 24) ………… (28,50/1800), και 25) ……….. (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., στην ………. (ή ……) …………, και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Η τελευταία μετά την αγορά της εν λόγω έκτασης προέβη σε κατάτμηση, ρυμοτόμηση και πώληση τμημάτων αυτής, μεταξύ των οποίων και το επίδικο. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω έχουν γίνει δεκτά και με πλείστες αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, εκ τις οποίες αναφέρονται ενδεικτικά οι με αριθμό 634/2017, 650/2017 και 549/ 2018 αποφάσεις (ήδη αμετάκλητες μετά την απόρριψη των αναιρέσεων που άσκησε το νυν εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, κατά αυτών με τις με αριθμούς 771/2020 , 814/ 2020,1133/ 2020 αποφάσεις του Αρείου Πάγου), που έκριναν επι αγωγών με ταυτόσημο περιεχόμενο και αντικείμενο, και επίδικα άλλα τμήματα της κατατμηθείσας από την ………. ………. ως άνω μείζονος έκτασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τόσο η ………. ………. όσο και οι ως άνω απώτεροι δικαιοπάροχοι της ουδέποτε αποβλήθηκαν ή έστω οχλήθηκαν κατά την άσκηση της νομής τους στην ευρύτερη έκταση από το εναγόμενο. Συγκεκριμένα, το εναγόμενο ουδέποτε εξέδωσε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής σε βάρος της ………. ………. από τη μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο ακίνητο ενώ, περαιτέρω αναφορικά με τα επικαλούμενα από το αντίδικο, Ελληνικό Δημόσιο, πρωτόκολλα αποζημίωσης (μισθώματος) που εκδόθηκαν από τον Οικονομικό Έφορο σε βάρος του .. ………. για τα έτη 1928-1939, αποδείχθηκε ότι αυτά ακυρώθηκαν δυνάμει της υπ’αριθ. 27/23.7.1940 απόφασης του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, ο οποίος δέχθηκε ότι η επίδικη έκταση ανήκε στον παππού του ανακόπτοντος,. ………., που την κατείχε και τη νεμόταν επι 50 έτη μέχρι τον θάνατο του και ακολούθως περιήλθε στην κυριότητα του πατέρα του, ………. ………. και μετά τον θάνατο αυτού το έτος 1932 στον ίδιο τον ανακόπτοντα (ΜΕφΠειρ 436/ 2019, αδημ. στο νομικό τύπο, προσκομιζόμενη). Ακόμη αποδείχθηκε, ότι η τότε Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την υπ’ αριθ. καταθ. …./16-8-1963 αγωγή κατά της . ………. ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία εξέθετε, ότι ήταν κυρία δύο ακινήτων, εμβαδού 456,250 στρεμμάτων και 6 στρεμμάτων αντιστοίχως, την κυριότητα επι των οποίων είχε αποκτήσει κατά τη σύσταση αυτού ο Δήμος Σαλαμίνας και εν συνεχεία η ιδία ως καθολική διάδοχος του, και ότι αυτά είχαν αποτυπωθεί διά του από έτους 1936 Κτηματολογίου της, το οποίο είχε καταρτισθεί βάσει της από 5-2-1936 αμετάκλητης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Κτηματολογίου του Νομού Αττικής, και ζητούσε για τον λόγο αυτό να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικώς περιγραφέντος τμήματος, εμβαδού 15.600 τμ, (που αποτελούσε τμήμα της έκτασης, που η ………. ………. αγόρασε κατά τα ανωτέρω με το με αριθμό …../ 1961 συμβόλαιο), το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η τελευταία είχε καταλάβει άνευ νομίμου δικαιώματος, και να υποχρεωθεί αυτή να της αποδώσει τη νομή του. Εκτός δε της ως άνω αγωγής η ίδια Κοινότητα άσκησε και την υπ’ αριθ. καταθ. ……/5-5-1965 αγωγή ομοίου περιεχομένου. Οι ως άνω αγωγές ουδέποτε συζητήθηκαν. Επί πλέον και η τότε Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε κατά της . ………. την υπ’ αριθ. καταθ…. ./20-12-1964 διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ταυτόσημο περιεχόμενο, που αφορούσε έκταση εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, που ομοίως περιέχεται στο προαναφερόμενο συμβόλαιο αγοράς, την οποία βάσει των αναφερόμενων στη αγωγή η εναγομένη είχε καταλάβει άνευ νομίμου δικαιώματος. Η επί της τελευταίας ως άνω αγωγής δίκη καταργήθηκε βάσει του υπ’αριθ. ……/ 1969 (εξωδίκου) συμβιβασμού ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου της ως άνω Κοινότητος (όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 όμοια απόφαση) και την υπ’ αριθ. πρωτ. 17802/10-6- 1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς (που τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 2496/04-02-1970 όμοια απόφαση). Ακολούθως δε η μεν Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε του δικαιώματος της ως άνω αγωγής και συνήνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε . ………. ανέλαβε την υποχρέωσιν να καταβάλει τμηματικώς το ποσό των 200.000 δραχμών. Ακολούθως, όπως αποδείχθηκε, η τελευταία με το με αριθμό …../ 1968 νομίμως μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, πώλησε το επίδικο ακίνητο στην … ή ………, η οποία με τη σειρά της το μεταβίβασε δυνάμει του με αριθμό ………./ 1999 νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, στην μητέρα της ενάγουσας, ………. συζ. ….., το γένος ………. Η τελευταία απεβίωσε στις 10-12-2017 και με την από 12-8-2017 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 965/12-11-2018 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, κατέστησε μοναδική κληρονόμο της την ενάγουσα, η οποία με την υπ’αριθ. ……./ 24-4-2019 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του κτηματολογίου Σαλαμίνας, αποδέχθηκε νόμιμα την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο. Με βάση τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε, ότι, ήδη πριν το έτος 1845, επι του αρχικού μείζονος ακινήτου (εμβαδού 987 τμ), που από το έτος 1925 περιορίστηκε σε εμβαδό 95.987 τμ. (μετά την πώληση τμήματος, επιφανείας 16.000 τμ. στον ……….) και του οποίου εδαφικό τμήμα αποτελεί και το επίδικο ακίνητο, χρησιδέσποσαν καλόπιστα οι προαναφερθέντες απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας (από τους …….. και ……….. έως την ………. σύζυγο . ……….), οι οποίοι ουδέποτε αποβλήθηκαν από τη νομή του, όπως άλλωστε ουδέποτε αποβλήθηκε από αυτήν και η μητέρα της, ………. …. Επομένως, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δημόσιο κτήμα (αν και ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτό ανήκε σε Οθωμανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ημερομηνία της 3/15-12-1833 ή δάσος κατά το έτος 1836 , ή ότι ήταν αδέσποτο, ή ότι περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με έκτακτη ή τακτική χρησικτησία)κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ………… είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού διά παραγώγου τρόπου και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής και πώλησης βάσει των διατάξεων του βυζαντινορρρωμαϊκού δικαίου, αλλά σε κάθε περίπτωση, και διά πρωτοτύπου τρόπου και δή με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, αφού κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία είχε συμπληρώσει διά προσμετρήσεως του χρόνου χρησικτησίας των αμέσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε κατά την νομή, τριακονταετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τμήμα του δημοσίου κτήματος υπό ΑΒΚ ….. και ως τμήμα δασικής εκτάσεως υπό ……, αφού η απλή πράξη καταχωρήσεως αυτού, δεν δύναται να αναιρέσει την αδιαμφισβήτητη κατά τα προαναφερθέντα, νομή των απωτέρων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας σε αυτό. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η προβαλλόμενη από το εναγόμενο ένσταση ιδίας κυριότητας επι του επιδίκου. Τέλος, αποδείχθηκε, ότι κατά την διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής της νήσου Σαλαμίνος, το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε ανακριβώς ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (παρά το γεγονός ότι κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου στο Δημοτικό Διαμέρισμα Αμπελακίων με την υπ’ αριθ. 328/3/ΦΕΚΒ’1383/6.10.2005 απόφαση του ΟΚΧΕ ανήκε στην δικαιοπάροχο, μητέρα της, ……………, με συνέπεια να προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας της τελευταίας επ’ αυτού. Επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η ……….., ήταν κατά την πρώτη κτηματολογική εγγραφή αποκλειστική κυρία του ως άνω επιδικου γεωτεμαχίου, εμβαδού 279 τ.μ., στη θέση …. της χερσονήσου …. ή …….. Αμπελακίων Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ ……….,και 2) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να αναγραφεί αυτή αντί του Ελληνικού Δημοσίου, ως αποκλειστική κυρία κατά ποσοστό 100% του επιδίκου με τίτλο κτήσης το νομίμως μεταγραμμένο με αριθμό ……/ 1999 συμβόλαιο αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 412/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του με αριθμό …………../ 2021 ηλεκτρονικού παραβόλου.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20-5-2019 (αρ. κατάθ. ………/ 2019) αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ……….., ήταν κατά την πρώτη κτηματολογική εγγραφή πλήρης και αποκλειστική κυρία ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 279 τμ, κείμενου στη θέση …. της χερσονήσου ….. ή ……… Αμπελακίων Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ …. .
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως προς το αμέσως ανωτέρω γεωτεμάχιο, προκειμένου να καταχωριστεί η ……….. αποκλειστική κυρία του ανωτέρω ακινήτου κατά ποσοστό 100% με τίτλο κτήσης το νομίμως μεταγραμμένο με αριθμό …/ 1999 συμβόλαιο αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………..
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος του εφεσιβλήτου, και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ