Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 421/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  421/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα ………….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ», που εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα,  που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Εμμανουήλ Δρυλεράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ανώνυμης εταιρίας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Άρτεμη Κατωπόδη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η αντεκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/7.6.2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3029/2017 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα το εναγόμενο ν.π.δ.δ. και ήδη εκκαλούν – αντεφεσίβλητο, με την από 22.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/9.10.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../26.4.2018 έφεση και η ενάγουσα και ήδη αντεκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 16.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/26.4.2018 αντέφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την  δικάσιμο στις 7.2.2019, κατά την οποία συζητήθηκαν, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης. Ήδη επαναλαμβάνεται η συζήτηση τους αυτεπάγγελτα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, με τις υπ’αριθμ.49 και 50/2021 πράξεις της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμούς κατάθεσης ………/13.4.2021 και ………../13.4.2021 αντίστοιχα, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με τις υπ’αριθμ.50 και 49/2021 πράξεις της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμούς κατάθεσης …./13.4.2021 και ………/13.4.2021 αντίστοιχα, ορισμού δικασίμου και κλήση για επανασυζήτηση, που κοινοποιήθηκαν στους διαδίκους με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, επαναλαμβάνεται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 307ΚΠολΔ, διότι δεν κατέστη δυνατή η έκδοση αποφάσεως από την ορισθείσα εισηγήτρια-Δικαστή μετά την αρχική συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, η συζήτηση: α) της από 22.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/9.10.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/26.4.2018 έφεσης του εναγομένου ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ» και ήδη εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου και β) της από 16.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./26.4.2018 αντέφεσης, της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και ήδη αντεκκαλούσας – εφεσίβλητης, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.3029/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 6.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../7.6.2016 αγωγή της ενάγουσας κατά του εναγομένου. Η έφεση ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 8.9.2017, στον εναγόμενο Δήμο, συντασσομένης της υπ’αριθμ………/8.9.2017 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, …………., που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα-αντεκκαλούσα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 9.10.2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου από την   διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), παραβόλου, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 276 ΚΔΚ, όπως ισχύει, τα ν.π.δ.δ. (ΟΤΑ α’ βαθμού), όπως εν προκειμένω το εκκαλούν, απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση, ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή η άσκηση της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα από την έφεση όρια. Ως κεφάλαιο, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την ταυτόσημη έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, είναι κάθε οριστική διάταξη της πρωτόδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση (ΑΠ 132/2004). Αντίθετα, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Εξάλλου, αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που εφεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαια της παρουσιάζουν ως προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας με αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασης του (ΑΠ 906/2021, ΑΠ 978/20014, ΑΠ 697/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η αντέφεση, που η αντεκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία άσκησε μετά την παρέλευση της προθεσμίας της έφεσης, με το από 16.4.2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό …………/26.4.2018 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε κοινοποίησε στον αντίδικο της, εκκαλούντα-αντεφεσίβλητο, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 523 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………/3.5.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., καθόσον αφορά τα εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), σε συνεκδίκαση με την έφεση, προς την οποία τελεί σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη αυτής αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής της προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού της χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΑθ 2184/2021, ΕφΑθ 2703/2021, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙ. H ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, ήδη αντεκκαλούσα-εφεσίβλητη, στην από 6.6.2016 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του υπ’αριθ……./30.12.1999 συμβολαίου αγοράς, της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, που μεταγράφηκε νόμιμα και με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης αποπληρωμής του τιμήματος, περιήλθε στην κυριότητα τριών ακινήτων – οικοπέδων, που βρίσκονται στα με αριθμό …, … και …. οικοδομικά τετράγωνα στην Παλαιά Βιομηχανική Ζώνη ….. στην περιφέρεια του εναγόμενου Δήμου Πειραιά, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή και ανήκαν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, προκάτοχος δε αυτών ήταν η  εταιρεία «………….» και ότι ο εναγόμενος Δήμος, δυνάμει άτυπης παραχώρησης της χρήσης, κατά το έτος 1993, από την αρχική ιδιοκτήτρια «………..» και στην συνέχεια από το έτος 1998 με την συναίνεση της ανωτέρω δικαιοπαρόχου της, ….. Τράπεζας, που παρατάθηκε, κατ’αίτηση του, μέχρι τις 31.12.1999, χρησιμοποιούσε, χωρίς αντάλλαγμα, τμήμα επιφάνειας 29.306,80 τ.μ. του ακινήτου επί του Ο.Τ. ….., συνολικής έκτασης 33.172,62 τ.μ., μετά των επ’αυτού παλαιών κτισμάτων, εμβαδού 1.126τ.μ., όπως επαρκώς περιγράφεται, προκειμένου να σταθμεύει τα απορριμματοφόρα οχήματα του και να αποθηκεύει, καθαρίζει και συντηρεί τους κάδους σκουπιδιών και εναποθέτει παλαιά υλικά, πλην όμως, αν και όφειλε να αποχωρήσει στις 31.12.1999, όρος που περιλήφθηκε και στο συμβόλαιο κτήσης του από την ενάγουσα, εξακολούθησε παράνομα και υπαίτια να κάνει χρήση του ανωτέρω ακινήτου παρεμποδίζοντας επί σειρά ετών την άσκηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας επ’αυτού και παρά την από 2.8.2004 εξώδικη καταγγελία της, που κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο στις 5.8.2004 και την πρόσκληση της να της το αποδώσει τάσσοντας προς τούτο προθεσμία ενός μηνός, αυτή παρήλθε άπρακτη, ενώ της γνωστοποίησε την αποχώρηση του από αυτό με τις από 16.4.2007 προτάσεις του επί της σχετικής από 25.7.2005 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2005 αγωγής της περί απόδοσης της χρήσης τούτου και ότι συνεπεία της εκτιθέμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη αποθετική ζημία, ύψους 4.999.399,50 ευρώ, που προήλθε από την αποστέρηση των εισοδημάτων, που θα αποκόμιζε με βεβαιότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από την εκμετάλλευση αυτού, δηλαδή τις προσόδους – μισθώματα 31 μηνών, κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2004 έως και τον Απρίλιο του 2007, ήτοι απώλεσε μηνιαίως 145.141,92 ευρώ, με βάση τον συντελεστή ετήσιας προσόδου, που αναγνωρίζουν οι φορολογικές αρχές και ανέρχεται σε 3,5% επί της εκτιμώμενης εμπορικής αξίας του εν λόγω οικοπέδου, η οποία ανέρχεται σε 1.698 ευρώ ανά τ.μ., δεδομένου ότι το επίδικο ακίνητο είναι προνομιούχο και θα μπορούσε να τύχει πολλών μισθωτικών χρήσεων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, σύμφωνα με τις ενσωματωμένες σ’αυτήν από 1.5.2008 έκθεση του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (Σ.Ο.Ε.) και την από Οκτωβρίου 2009 έκθεση επανεκτίμησης. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 4.499.399,50 ευρώ, ως αποζημίωση χρήσης, με βάση τις διατάξεις περί άτυπου χρησιδανείου καθιστάμενος υπερήμερος περί την απόδοση του, για το χρονικό διάστημα 31 μηνών από 6.9.2004 μέχρι 16.4.2007 και επικουρικά κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ελλείψει νόμιμης αιτίας, νομιμοτόκως από την επίδοση στον εναγόμενο της προγενέστερης από 3.7.2008 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7254/2008 αγωγής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με το ίδιο αντικείμενο και αίτημα, που απορρίφθηκε τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, ήτοι ως αόριστη, με την υπ’ αριθ. 7254/2008 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, μετά την απόρριψη της κατ’ αυτής ασκηθείσας έφεσης με την υπ’ αριθ. 700/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, μόνο κατά την κύρια βάση της από άτυπη σύμβαση χρησιδανείου, απορρίπτοντας την επικουρική βάση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως μη νόμιμη, με το σκεπτικό ότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την κύρια βάση της αγωγής, αφού δεν συντρέχει έλλειψη αιτίας από σύμβαση, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας από την επίδοση της προηγούμενης αγωγής που απορρίφθηκε, ως αόριστη, που κρίθηκε νόμιμο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, αφού έκρινε ότι ο εναγόμενος κατέστη υπερήμερος στην απόδοση του επίδικου ακινήτου, μετά την λήξη της άτυπης σύμβασης χρησιδανείου, συνεπεία δε της υπαίτιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του η ενάγουσα υπέστη αποθετική ζημία από την αποστέρηση των εισοδημάτων, που θα αποκόμιζε με πιθανότητα και κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από την εκμίσθωση του, ποσού 50.000 ευρώ μηνιαίως και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (1.550.000) ευρώ για το επίδικο χρονικό διάστημα των τριάντα ενός μηνών, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες έφεση και αντέφεση, αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως και αντεφέσεως τους αντίστοιχα, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

III. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 2 και 3, 27 παρ. 1 και 2, 33 παρ. 2 και 3 Π.Δ. 715/1979 “περί τρόπου ενεργείας υπό των ν.π.δ.δ. προμηθειών μισθώσεων κλπ.”, το οποίο εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 43 παρ. 4 και 60 παρ. 1 ν.δ. 496/74 “περί κώδικος Λογιστικού των ν.π.δ.δ.”, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, η δια τις ανάγκες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μίσθωση ενεργείται κατά κανόνα με δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό και για χρονικό διάστημα που δεν δύναται να συνομολογηθεί μεγαλύτερο των πέντε ετών, ενώ επιτρέπεται η μέχρι τριών ετών δι` απευθείας συμφωνίας χωρίς διαγωνισμό μίσθωση κατόπιν ειδικώς αιτιολογημένης απόφασης του συλλογικού οργάνου που διοικεί το ν.π.δ.δ. σε επείγουσες ή εξαιρετικές περιπτώσεις ή εάν ο διενεργηθείς διαγωνισμός απέβη άκαρπος ή εκρίθη ασύμφορος και ύστερα από διαπραγματεύσεις που διεξάγονται από επιτροπή διαφορετική από αυτή που ενήργησε τον αποτυχόντα διαγωνισμό συντάσσεται πρακτικό της επιτροπής με τους επιτευχθέντες όρους της συμφωνίας, που υποβάλλεται στο συλλογικό όργανο που διοικεί το ΝΠΔΔ, που αποφασίζει για την έγκριση των επιτευχθέντων όρων ή την τροποποίηση ή την απόρριψη αυτών και σε περίπτωση τροποποιήσεως των όρων καλείται από την διοίκηση του ν.π.δ.δ. ο ιδιοκτήτης να λάβει γνώση της τροποποιήσεως οπότε εάν αυτός συμφωνήσει επ` αυτής καταρτίζεται η σχετική σύμβαση μισθώσεως κατά τις οικείες διατάξεις του άνω Προεδρικού διατάγματος. Περαιτέρω,  σύμφωνα με το άρθρο 194 του  ν.3463/2006 περί Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων,  για ακίνητα που μισθώνουν οι Δήμοι και οι Κοινότητες γίνεται δημοπρασία. Αν η δημοπρασία που διεξήχθη δεν απέφερε αποτέλεσμα, μπορεί να γίνει απευθείας μίσθωση με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του συμβουλίου τους, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. Η διαδικασία διεξαγωγής των ανωτέρω δημοπρασιών εξακολουθεί να διέπεται από το Π.Δ. 270/1981 «περί καθορισμού των οργάνων, της διαδικασίας και των όρων διενέργειας δημοπρασιών δια εκποίησιν ή εκμίσθωσιν πραγμάτων των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α` 77), το οποίο είχε εκδοθεί κατ΄ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 194 του προϊσχύσαντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, που είχε κυρωθεί με τον Ν. 1065/1980 (Α` 168), και δεν έχει αντικατασταθεί από νεότερο προεδρικό διάταγμα, εκδοθέν κατ` εφαρμογήν της αντιστοίχου εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 201 του ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων.

Κατά δε το άρθρο 44 παρ. 2 του π.δ.715/1999, ορίζεται ότι η μίσθωση που συνάπτει το ΝΠΔΔ πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως. Ο έγγραφος τύπος είναι συστατικός, η δε μη τήρηση του καθιστά τη σύμβαση άκυρη. Ο τύπος αυτός πρέπει να τηρείται και στις παρατάσεις ή ανανεώσεις των μισθώσεων του ΝΠΔΔ είτε αυτό είναι εκμισθωτής είτε είναι μισθωτής. Οι διατυπώσεις που προβλέπονται για τις εκμισθώσεις ακινήτων που διαχειρίζονται ΝΠΔΔ αποτελούν συστατικές του κύρους των σχετικών συμβάσεων προϋποθέσεις και άρα, εάν έχει παραληφθεί κάποια από αυτές, η σύμβαση λογίζεται ανύπαρκτη (ΑΠ 1042/1995, ΕφΑΘ 4337/2018, δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2622/2006 Αρμ 2007, 726, ΕφΠειρ 403/2003 ΕΔΠΟΛ 2004, 84, ΕφΑθ 4418/2001 ΕΔΠ 2001, 360, ΕφΑθ 4735/1991 ΝοΒ 1992. 85, ΕφΑθ 23/1985 ΕΕΝ 1985. 438).

Περαιτέρω, ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και μεταγενέστερα κατά την υπ` αριθ. 2054839/452/0026/3 – 9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β`447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ` αριθ. 2/59649/ 0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β`1427/2001) 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρ. 4§1 και 20 §1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρ. 1§1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1372/2012), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 84 του ν.δ/τος 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” και ήδη με τις διατάξεις του άρθρ. 80 του μεταγενέστερου ν. 2362/1995 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ/γμα), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψη του καθιστά, κατά τα άρθρ. 158 και 159§1 του ΑΚ, άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρ. 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή. Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητα της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904 – 913 του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΕφΑιγ 51/2020 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 1358/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει των ανωτέρω, το  Ν.Π.Δ.Δ.  ή ο ΟΤΑ δε δικαιούται να συνάψει απ` ευθείας νέα σύμβαση ή να παρατείνει αυτή που έληξε, παρά μόνον κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού,  τυχόν δε συμφωνία κατά παράβαση των διατάξεων περί διαγωνισμού, είναι αυτοδικαίως άκυρη, ελλείψει ουσιώδους τύπου διαδικασίας (ΓνωμΝΣΚ 705/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνέπεια της ακυρότητας της μισθωτικής σύμβασης είναι ότι δεν οφείλεται μίσθωμα και συνεπώς, ο εκμισθωτής δεν έχει, ούτε την αγωγή του άρθρου 66 του ΕισΝΚΠολΔ, ούτε την αγωγή του άρθρου 597 του ΑΚ. Ακόμα, δεν οφείλεται ούτε αποζημίωση χρήσης, γιατί και αυτή προϋποθέτει σύμβαση μισθώσεως έγκυρη, η οποία να έληξε και παρακράτηση του μισθίου μετά από τη λήξη της (601 ΑΚ), ενώ στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει καν σύμβαση. Αν ο μισθωτής χρησιμοποίησε το μίσθιο έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή, εδώ το μίσθωμα το οποίο θα πλήρωνε αν η σύμβαση  είχε καταρτισθεί έγκυρα  (ΕφΑθ 4337/2018,  ΕφΘεσ 2260/2018,  ΕφΑιγ 192/2004, ΕφΔωδ 133/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Παπαδάκης, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου, εκδ. 1990, αρ. 301 επ.). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. και 911 αριθ. 2 του ΑΚ, προκύπτει ότι όποιος χρησιμοποιεί ξένο ακίνητο κατάστημα οφείλει να αποδώσει τον πλουτισμό, που συνίσταται στη δαπάνη που εξοικονόμησε από τη χρήση, δηλαδή τα μισθώματα που θα κατέβαλε υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης και αφορούν ακίνητα της ίδιας περίπου με το χρησιμοποιούμενο κατάστασης, κατασκευής και εμφάνισης (ΑΠ 1261/2013, ΕφΔωδ 227/2018,  ΕφΠειρ 332/2014, ΕφΑθ 1613/2010  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο της σχετικής αγωγής δεν απαιτείται κάποιο άλλο στοιχείο και ειδικότερα  δεν απαιτείται να γίνεται σ’ αυτή αναφορά συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού αστικού ακινήτου ή αναφορά των μισθωτικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτού ή λεπτομερής περιγραφή της κατάστασης τούτου ή ακόμα και αναφορά των παραμέτρων που δικαιολογούν την κατ’ έτος αναπροσαρμογή της μισθωτικής του αξίας, αφού όλα αυτά τα στοιχεία θα προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 1465/2006, ΑΠ 1302/2006, ΕφΠατρ 293/2019  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει των προεκτεθέντων στην μείζονα σκέψη, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, όσον αφορά την κύρια βάση της εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου, βάσει άτυπης σύμβασης χρησιδανείου, δεν καθίσταται νόμιμη, καθόσον ο εναγόμενος ΟΤΑ δε δικαιούται να συνάψει απ’ ευθείας σύμβαση για την χρησιμοποίηση ακινήτου ή να παρατείνει αυτή που έληξε, παρά μόνον κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού, η επικαλούμενη δε συμφωνία κατά παράβαση των διατάξεων περί διαγωνισμού, είναι αυτοδικαίως άκυρη, ελλείψει ουσιώδους τύπου διαδικασίας, καθώς επίσης, επειδή δεν έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, που είναι συστατικός για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό ν.π.δ.δ. συμβάσεις, και συνεπώς, στα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά και δη στην εκτιθέμενη άτυπη συμφωνία με την αρχική ιδιοκτήτρια ……….. για την άνευ ανταλλάγματος χρήση του επίδικου χώρου από τον εναγόμενο Δήμο, μη τηρουμένων των διατυπώσεων, που προβλέπονται για τις μισθώσεις ακινήτων, που αποτελούν συστατικές του κύρους των σχετικών συμβάσεων προϋποθέσεις, δεν θεμελιώνεται έγκυρη σύμβαση χρησιμοποίησης τούτου και άρα, η ιστορούμενη σύμβαση λογίζεται ανύπαρκτη και δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες της υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης χρήσης για την παρακράτηση του ακινήτου μετά από την λήξη της με την από 2.8.2004 εξώδικη καταγγελία της ενάγουσας, αφού τόσο η οφειλόμενη αποζημίωση, όσο και η γενόμενη καταγγελία, προϋποθέτουν σύμβαση έγκυρη, η οποία να έληξε και παρακράτηση του παραχωρηθέντος μετά από τη λήξη της, ενώ στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει καν σύμβαση, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η κατάρτιση από τον εναγόμενο Δήμο σύμβασης χρησιδανείου, δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή, αφού δεν προβλέπεται από τον Οργανισμό του, ούτε από τις γενικές και ειδικές διατάξεις για την διαχείριση της περιουσίας των ν.π.δ.δ., όπως το ν.δ.496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ., το π.δ.715/1979 για τις μισθώσεις, εκμισθώσεις, αγορές και εκποιήσεις ακινήτων και τον ν.4412/2016 για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 161/2020). Στην προκειμένη περίπτωση της άκυρης σύμβασης, η παραχώρηση της χρήσης, που έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, παρά την ακυρότητα της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί, συνεπώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στον εναγόμενο Δήμο από την χρησιμοποίηση του επιδίκου, καθισταμένης της επικουρικής βάσης της αγωγής, κατά την θεμελίωση της στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου, ελλείψει νόμιμης αιτίας, από την περιουσία της ενάγουσας, ως νόμω βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του πραγματικού των προπαρατεθεισών ουσιαστικών διατάξεων, δέχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αναφορικά με την κύρια βάση, ενώ δεν συντρέχουν και αντίθετα δεν συντρέχουν, ως προς την επικουρική, ενώ στοιχειοθετούνται, αποφαινόμενο ότι η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, στηρίζεται στον νόμο, ενώ κατά την επικουρική, δεν έχει νόμιμο έρεισμα, απαιτώντας έτσι αντίστοιχα λιγότερα και περισσότερα στοιχεία από τα κατά νόμο απαιτούμενα και στερώντας την απόφαση του νομίμου βάσεως, δεκτού γενομένου του τρίτου λόγου της έφεσης του εναγομένου, ως ουσιαστικά βάσιμου.

Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς έρευνα των έτερων λόγων της έφεσης και των αναγκαίως συνεχομένων της αντέφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί  η αγωγή αναφορικά με την κύρια βάση της, ως νόμω αβάισμη και να κριθεί νόμιμη, κατά την επικουρική της βάση, ως προς την οποία πρέπει να ερευνηθεί από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ).

IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στα πλαίσια άλλης δίκης, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει του υπ’ αριθ. …./30.12.1999 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών, …… ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …., με αριθμό …., η ενάγουσα, ήδη αντεκκαλούσα, ανώνυμη εταιρία με την τότε επωνυμία «……….» και ήδη «…………..», η οποία ασχολείται, εκτός άλλων και με την ανάπτυξη και διαχείριση ακινήτων, απέκτησε και με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης αποπληρωμής του τιμήματος υπογραφείσης της υπ’αριθμ. …/8.5-2007 σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή τριών ακινήτων – οικοπέδων, τα οποία βρίσκονται επί των οικοδομικών τετραγώνων (Ο.Τ.) .., … και … στην Παλιά Βιομηχανική Ζώνη …., πρώην «………..», στο ………, γειτονικά προς το γήπεδο ….., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου, στην περιφέρεια του εναγόμενου Δήμου Πειραιά. Ειδικότερα, το οικόπεδο επί όλου του Ο.Τ. …. και τμήματος του Ο.Τ. …, συνολικής έκτασης 12.254 τ.μ., περικλείεται από τις οδούς ………… (διανοιγμένη αλλά μη εγκεκριμένη) και ……….. Το οικόπεδο επί του Ο.Τ. …. έχει έκταση 33.172,62 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο ανωτέρω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα, του τοπογράφου μηχανικού ……. και περικλείεται από τις οδούς …………., επ’αυτού δε υφίστανται τα υπό στοιχεί 1 έως 33 παλαιά κτίσματα όλα ισόγεια, πλην δύο δυόροφων, που χρησιμοποιούνταν από την προκάτοχο της πωλήτριας τραπεζικής εταιρείας για βιομηχανική χρήση. Η πωλήτρια «…………» απέκτησε κατά κυριότητα τα εν λόγω ακίνητα δυνάμει των υπ’αριθμ…../10.8.1990 και …/19.2.1998 αντίστοιχα συμβολαιογραφικών περιλήψεων κατακυρωτικής έκθεσης της ανωτέρω συμβολαιογράφου και προηγουμένως ανήκαν στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», στην οποία είχαν περιέλθει με εισφορά δυνάμει του υπ’αριθμ……./1980 νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου και ακολούθως, υπήχθη σε ειδική εκκαθάριση, με αποτέλεσμα αυτά να εκπλειστηριαστούν και να κατακυρωθούν στην υπερθεματίστρια …. Τράπεζα. Η πωλήτρια τράπεζα μέχρι και την μεταβίβαση των εν λόγω οικοπέδων μετά των συστατικών και παραρτημάτων τους στην ενάγουσα εταιρεία, δεν είχε εγκατασταθεί, αφενός σε τμήμα του ως άνω οικοπέδου επί του Ο.Τ. …., εμβαδού 3.884,96 τ.μ. με κτίσματα επιφανείας 1.696,14 τ.μ., που είχε εκμισθωθεί από την «………..» προς την ΕΥΔΑΠ, με βάση τα από 29.1.1974 και 31.5.1977 μισθωτήρια, η χρονική διάρκεια των οποίων είχε λήξει καθισταμένης της μίσθωσης αορίστου χρόνου με μηνιαίο μίσθωμα 20.000 δραχμές και αφετέρου, στο υπόλοιπο τμήμα του ίδιου Ο.Τ. …., επιφανείας 29.287,66 τ.μ. μετά των επ’αυτού παλαιών κτισμάτων, εμβαδού 1.126τ.μ., που χρησιμοποιείτο από τον εναγόμενο Δήμο Πειραιά, κατόπιν άτυπης παραχώρησης της χρήσης, κατά το έτος 1993, από την αρχική ιδιοκτήτρια «…………», προκειμένου να σταθμεύει τα απορριμματοφόρα οχήματα του και να αποθηκεύει, καθαρίζει και συντηρεί τους κάδους σκουπιδιών και εναποθέτει παλαιά υλικά, πλην όμως, αν και υποσχέθηκε να αποχωρήσει μέχρι τις 31.12.1999, όρος που περιλήφθηκε και στο συμβόλαιο κτήσης του από την ενάγουσα, εξακολούθησε παράνομα και υπαίτια να κάνει χρήση του ανωτέρω ακινήτου παρεμποδίζοντας επί σειρά ετών την άσκηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας επ’αυτού. Ειδικότερα, η δικαιοπάροχος της ενάγουσας ….., αμέσως μετά την απόκτηση του εν λόγω οικοπέδου, ζήτησε από τον εναγόμενο Δήμο Πειραιά να προσκομίσει σχετικά έγγραφα, που να αποδεικνύουν την νομιμότητα χρήσεως απ’αυτόν του παραπάνω χώρου και αφού δεν απεδείχθη τούτο, καθόσον δεν προσκομίστηκε εκ μέρους του ουδεμία νόμιμη σύμβαση, που να είχε καταρτισθεί μεταξύ του εναγομένου και της ……….., παρά μόνο ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με ελλιπή ημεροχρονολογία κατάρτισης και υπογραφές και μια επιστολή υπογεγραμμενη από τον δικηγόρο της «………….», η ανωτέρω τράπεζα με την από 15.2.1999 εξώδικη δήλωση της ζήτησε την απόδοση του ακινήτου και επιχείρησε επανειλημμένα με εκτέλεση του τίτλου της την αποβολή του καταληψία εναγομένου Δήμου, η οποία όμως δεν τελεσφόρησε. Στην συνέχεια, κατ’παράκληση του εναγομένου με την από 22.6.1999 επιστολή του, η τράπεζα συνήνεσε στην παραμονή του στον επίδικο χώρο, μέχρι τις 31.12.1999 και με την προϋπόθεση ότι θα αποδώσει τον καταληφθέντα χώρο την 1η.1.2000, χωρίς αυτή η παραμονή να εξομοιούται με χρησιδάνειο ή μίσθωση, όπως αποδεικνύεται ιδίως από το ανωτέρω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και την από 16.11.1999 σχετική επιστολή της τράπεζας προς τον εναγόμενο.

Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η προφορικά καταρτισθείσα μεταξύ της «………….» και του εναγομένου σύμβαση χρησιμοποίησης του επίδικου χώρου από τον Δήμο άνευ ανταλλάγματος, είναι απολύτως άκυρη, καθόσον δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τρόπος κατάρτισης έγκυρης σύμβασης για την χρήση του εν λόγω χώρου από τον Δήμο, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες στην μείζονα σκέψη οικείες διατάξεις, με συνέπεια αυτή σαν άκυρη να θεωρείται, κατά το άρθρ. 180 ΑΚ, ως μη γενόμενη και επομένως, δεν θεμελιώνεται ουδεμία υπεισέλευση σε μη υφισταμένη σύμβαση μήτε της δικαιοπάροχου της ενάγουσας μήτε της ίδιας της ενάγουσας, ως αβασίμως αυτή υπολαμβάνει. Παρόλα αυτά, ο εναγόμενος συνέχισε να χρησιμοποιεί το επίδικο ακίνητο, χωρίς δικαίωμα και μετά την 31.12.1999, για τον ίδιο ως άνω σκοπό. Η ενάγουσα, αφότου περιήλθε στην νομή των εν λόγω ακινήτων, με την από 30.4.2002 επιστολή της προς τον τότε Δήμαρχο Πειραιά, διαμαρτυρήθηκε για τη χρησιμοποίηση του επίδικου τμήματος του ακινήτου της επί του Ο.Τ. ….. από την υπηρεσία καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου και μετά την 31.12.1999 και ζήτησε να της ορίσει ο εναγόμενος, το συντομότερο, χρόνο αποχώρησης του από το εν λόγω ακίνητο και την παράδοση της κατοχής και χρήση του σε αυτήν, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τις επιχειρηματικές της ανάγκες. Σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής, ο εναγόμενος με την με αριθμό πρωτοκόλλου …../21.6.2002 επιστολή του τότε Δημάρχου της, την διαβεβαίωσε, αφενός ότι είναι σε αναζήτηση νέου χώρου ικανού σε έκταση για να μεταφέρουν τα υλικά και τις κατασκευές που βρίσκονταν στο ως άνω επίδικο ακίνητο της και αφετέρου ότι θα αποχωρήσει από αυτό μέχρι τα τέλη 2002. Εντούτοις, ο εναγόμενος δεν τήρησε την ως άνω υπόσχεση του και δεν απέδωσε το επίδικο ακίνητο εντός της ορισθείσας προθεσμίας, γι’ αυτό και η ενάγουσα με την από 20.1.2003 επιστολή της προς το Δήμαρχο, κάλεσε αυτόν για ακόμη μία φορά να απομακρύνει τους κάδους απορριμμάτων από το επίδικο ακίνητο και να της το παραδώσει. Ο εναγόμενος με την με αριθμό πρωτοκόλλου …./9.7.2004 επιστολή του, διαβεβαίωσε την ενάγουσα ότι η διαδικασία απομάκρυνσης των κάδων και λοιπών υλικών θα ολοκληρωνόταν μέχρι τις 12.7.2004, πράγμα που δε συνέβη. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα με την από 2.8.2004 εξώδικη δήλωση – καταγγελία της, που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 5.8.2004 (υπ’αριθ……/5.8.2004 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), τον κάλεσε να της αποδώσει το επίδικο εδαφικό τμήμα τάσσοντας προς τούτο προθεσμία ενός μηνός από την παραλαβή της, ήτοι μέχρι 6.9.2004, η οποία παρήλθε άπρακτη. Σημειωτέον, ότι η περιεχόμενη στο ανωτέρω εξώδικο καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου, δεν έχει έννομη σημασία, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν υφίστατο έγκυρη σύμβαση, ώστε να χωρεί καταγγελία της, τα δε σχετικά διαλαμβανόμενα σ’αυτό, όσο και στην κρινόμενη αγωγή, από τους συντάξαντες αντίστοιχα πληρεξουσίους δικηγόρους της ενάγουσας, δεν έχουν νόμιμο έρεισμα. Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε σε βάρος του εναγομένου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 25.7.2005 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2005 αγωγή, με την οποία ζήτησε την απόδοση της νομής και της κατοχής της επίδικης εδαφικής έκτασης, από την οποία τελικά παραιτήθηκε, διότι ο εναγόμενος, ενόψει εκδίκασης της εν λόγω αγωγής κατά τη δικάσιμο της 9.5.2007, με τις από 16.4.2007 έγγραφες προτάσεις του, της γνωστοποίησε την αποχώρηση του από το επίδικο, ήδη από τις 8.4.2006, πλην όμως αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού σύμφωνα με το απόσπασμα του πρακτικού της από 30.5.2006 συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά, κατά τη συνεδρίαση αυτή αποφασίσθηκε η μετεγκατάσταση του Γραφείου Αποθήκης της Διεύθυνσης Καθαριότητας του Δήμου από την ιδιοκτησία της ενάγουσας στο Ο.Τ. ….., μέχρι την 31.7.2006, ενώ  και από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από την ενάγουσα από 30.8.2006 και 13.3.2007 φωτογραφίες, που απεικονίζουν την κατάσταση στο επίδικο ακίνητο κατά το αντίστοιχο διάστημα, εμφαίνεται η ύπαρξη εντός αυτού, κάδων απορριμμάτων, εκλογικών καλπών και διάφορων άλλων αντικειμένων του Δήμου και συνεπώς, ως χρόνος παράδοσης του καταληφθέντος χώρου ελεύθερου στην ενάγουσα, λογίζεται στις 16.4.2007.

Κατά συνέπεια, η χρήση του ακινήτου της ενάγουσας από τον Δήμο, έλαβε χώρα, χωρίς νόμιμη αιτία και ως εκ τούτου, ο εναγόμενος οφείλει να αποδώσει τον πλουτισμό, που επήλθε σ’αυτόν σε βάρος της περιουσίας της και συνίσταται στη δαπάνη, που εξοικονόμησε από τη χρήση του, δηλαδή τα μισθώματα, που θα κατέβαλε υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης για το ένδικο χρονικό διάστημα από 6.9.2004 έως και 16.4.2007, ήτοι για 31 μήνες και αφορούν ακίνητα της ίδιας περίπου με το επίδικο κατάστασης, κατασκευής και εμφάνισης, απορριπτομένης της ένστασης ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στο ότι η ενάγουσα δεν είχε ζημιωθεί, αφού κατά το κρίσιμο διάστημα δεν είχε καταστεί κυρία του επιδίκου, ήτοι πριν την αποπληρωμή του τιμήματος αγοραπωλησίας, ως ουσιαστικά αβάσιμης.

Περαιτέρω, από τα ίδια προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο οικόπεδο του Ο.Τ….., βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Πειραιά και είναι άρτιο, οικοδομήσιμο και περιφραγμένο. Κατά τον χρόνο σύνταξης της από 1.3.2008 Έκθεσης Εκτίμησης του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών περί της αγοραίας αξίας των τριών ως άνω οικοπέδων της ενάγουσας, που εκπονήθηκε κατ’εντολή της, η περιοχή του …… προσδιορίζεται, ως περιοχή βιομηχανικών και εμπορικών εγκαταστάσεων, με το χαρακτηριστικό της ραγδαίας αλλαγής χρήσης προς μια περιοχή γενικής κατοικίας, με προβλεπόμενη αυξημένη εμπορικότητα πάνω στον άξονα της οδού Αθηνών-Πειραιώς και στους χώρους, που βρίσκονται κοντά στο αθλητικό σύμπλεγμα, που δημιουργεί ο συνδυασμός του ανακαινισμένου σταδίου Καραϊσκάκη και του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Η ύπαρξη των αθλητικών εγκαταστάσεων και η χρησιμοποίηση του ΣΕΦ, ως εκθεσιακού χώρου, σε συνδυασμό με την γειτνίαση της περιοχής με την καθαρά οικιστική και πολύς καλής ποιότητας παραλιακή περιοχή του Νέου Φαλήρου, δημιουργούν άριστες προϋποθέσεις αναβάθμισης της μείζονος περιοχής, αλλά και της γειτονιάς των εκτιμωμένων, μεταξύ των οποίων το επίδικο ακίνητο. Από πλευράς υποδομών, υπάρχει σύνδεση με όλα τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, είναι ηλεκτροδοτούμενο και διαθέτει παροχή ύδρευσης και αποχέτευσης. Συγκοινωνιακά εξυπηρετείται από τις λεωφορειακές γραμμές, που διέρχονται από τους άξονες της οδού Αθηνών – Πειραιώς, Γρηγορίου Λαμπράκη, Καραολή-Δημητρίου και Λεωφόρου Ποσειδώνος. Σε μικρή απόσταση (περίπου 200 μέτρα) υπάρχει ο σταθμός «Νέο Φάληρο» του ΗΣΑΠ και του ΤΡΑΜ. Τα εκτιμώμενα, όπως και το επίδικο, χαρακτηρίζονται προνομιούχα οικόπεδα, λόγω του μεγέθους τους και της θέσης τους σε μια περιοχή, που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς χρήση, από περιοχή επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε δραστηριότητες πολύ πιο ελκυστικές για οικονομική εκμετάλλευση. Στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Πειραιά, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 78949/4063/1987 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού ΥΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Δ’ 79/4-2-1988, στο σημείο Γ5 «Παρεμβάσεις σε χώρους μικρής κλίμακας μέσα στον αστικό ιστό» Χάρτης Π-7, αναφέρεται το οικόπεδο ….. για δημιουργία πρασίνου και χώρου στάθμευσης, στο δε Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (Ν.151/1985 ΦΕΚ ΑΊ8/1985) σε τμήμα, εμβαδού 16.600 τ.μ. (μη εξειδικευμένου) επί του επίδικου ακινήτου στο Ο.Τ. ……, προτείνονται οι προβλεπόμενες χρήσεις από το άρθρο 9 του Π.Δ. 23.2/6.3.1987 (ΦΕΚ ΔΊ666/1987), ήτοι να είναι ελεύθεροι χώροι – χώροι αστικού πρασίνου, στη δε υπόλοιπη έκταση αυτού η κατεύθυνση του ΓΠΣ είναι η γενική κατοικία, πράγμα που σημαίνει ότι σύμφωνα με τα άρθρα 230 και 232 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 1 και 3 Π.Δ. 23.2/6.3.1987 και 1 παρ. 1 Π.Δ. 8/19.12.1990) επιτρέπεται σε όλη την έκταση του επίδικου ακινήτου η δημιουργία «αθλητικών εγκαταστάσεων αναψυκτηρίων και γηπέδων στάθμευσης και πολιτιστικών κτηρίων και εν γένει πολιτιστικών εγκαταστάσεων», δηλαδή δραστηριοτήτων πλήρως ικανών να αποτελέσουν προσοδοφόρα εκμετάλλευση του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα. Από την αποτίμηση της αξίας του εν λόγω ακινήτου επί του Ο.Τ……. από τους Ορκωτούς Εκτιμητές, με την παραδοχή της χρήσης γης γενικής κατοικίας, όπως ζητήθηκε από την ενάγουσα, με βάση την συγκριτική μέθοδο και την υπολειμματική μέθοδο, ήτοι την θεωρητική αξιοποίηση του εκτιμώμενου οικοπέδου με την κατασκευή κτιρίου, καθώς επίσης τα στοιχεία της κτηματαγοράς, προκύπτει ότι η εύλογη τιμή μονάδας ανέρχεται σε 1.698 ευρώ ανά τ.μ. και συνολικά η αγοραία αξία του σε 56.154.728 ευρώ και, ως εκ τούτου, του καταληφθέντος τμήματος από τον εναγόμενο σε 49.730.446 (29.287,66τ.μ. Χ 1.698 ευρώ) ευρώ. Τα μισθώματα για καταστήματα στην ευρύτερη περιοχή του Νέου Φαλήρου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κυμαίνονταν από 13 ευρώ ανά τ.μ. τον μήνα έως 25 ευρώ ανά τ.μ. τον μήνα, αναλόγως της θέσεως και της προβολής των καταστημάτων. Σημειώνεται ότι σε εκτάσεις τέτοιου μεγέθους, όπως η επίδικη εδαφική έκταση, το μισθωτικό ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως σε δημόσιους φορείς ή σε ιδιώτες για εκμετάλλευση μέσω προγραμμάτων μακροχρόνιας μίσθωσης, ώστε το απαιτούμενο κόστος επένδυσης να έχει χρονικό περιθώριο ωρίμανσης και να αποφέρει οφέλη για τον μισθωτή. Για τον υπολογισμό της μισθωτικής αξίας του επίδικου ακινήτου από την εταιρεία «………………», που διενεργήθηκε κατ’εντολή της ενάγουσας, συντασσομένης της από Οκτωβρίου 2009 έκθεσης επανεκτίμησης της (είχε προηγουμένως προβεί στην από Αυγούστου 2006 εκτίμηση), έγινε εφαρμογή ενός ποσοστού απόδοσης επί της υπολογισθείσας, ως άνω, αγοραίας αξίας του, που ανέρχεται σε 3,5%, όπως αυτό ορίζεται, κατ’ελάχιστον, με βάση την διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 ν.2238/1994, για τον προσδιορισμό από την φορολογική αρχή του εισοδήματος από εκμίσθωση οικοδομής, που λογίζεται και το εισόδημα από γήπεδα, που χρησιμοποιούνται ως αποθήκες, εργοστάσια, ή χώροι στάθμευσης κ.αλ., όταν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ή το μίσθωμα είναι προδήλως δυσανάλογο της μισθωτικής αξίας του ακινήτου. Ενόψει τούτου, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από Οκτωβρίου 2009 επανεκτίμηση της «……………», που διενεργήθηκε για λογαριασμό της, η μισθωτική αξία του επίδικου καταληφθέντος τμήματος ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 145.047,13 ευρώ (49.730.446 ευρώ Χ 3,5% : 12 μήνες). Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στις, ως άνω, εκθέσεις εκτίμησης, προέρχονταν από τα δεδομένα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και από την γενικότερη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, προσαρμοσμένα να αντικατοπτρίζουν τις γενικότερες οικονομικές τάσεις και τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, πλην όμως με αυξημένη εκτιμητική αβεβαιότητα σε ένα εξαιρετικά ασταθές οικονομικό περιβάλλον επιδεινούμενης πιστοληπτικής κρίσης, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να συλλεχθούν επαρκή συγκριτικά στοιχεία σχετικά με πραγματοποιημένες συναλλαγές, όπως επισημαίνεται σ’αυτές. Περαιτέρω, η ως άνω εκτιμώμενη μισθωτική αξία του επιδίκου δεν επιρρωνύεται από άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, πέραν των αόριστων σχετικών αναφορών, που διαλαμβάνονται στις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, στα πλαίσια άλλης δίκης, που λαμβάνονται υπόψη, ως δικαστικά τεκμήρια. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της, ………., που εξετάσθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την εκδίκαση της προγενέστερης από 3.6.2008 αγωγής της, με το ίδιο αντικείμενο, που απορρίφθηκε, ως αόριστη, με την υπ’αριθμ.5935/2010 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ’αριθμ.700/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και η κατάθεση του περιέχεται στα υπ’ αριθ.5935/2010 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, ο οποίος είναι διευθυντής διαχείρισης ακινήτων του ομίλου «……….», που αποτελεί μία από τις δύο εταιρίες – μετόχους της ενάγουσας, κατέθεσε ότι «είχαν γίνει προς την ενάγουσα συγκεκριμένες προτάσεις με σκοπό τη μίσθωση του επίδικου ακινήτου για ανάπτυξη αθλητικών χώρων, χώρων στάθμευσης και χώρων αναψυχής, δηλαδή σαν «λούνα παρκ», σαν το «…………», χώρων μεγάλης μαζικής, χωρίς αυτοί να είναι χτισμένοι…», προσδιόρισε δε τη μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου στο ποσό των 61.000 ευρώ έως 77.000 ευρώ μηνιαίως, χωρίς όμως να βασίζεται σε συγκριτικά ή άλλα αντικειμενικά στοιχεία. Ο μάρτυρας ανταπόδειξης του εναγομένου, …………., που εξετάσθηκε, ομοίως, κατά την εκδίκαση εκείνης της αγωγής και κατά την εκδίκαση της σχετικής έφεσης και οι καταθέσεις του περιέχονται αντίστοιχα στα ίδια, ως άνω, πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στα ταυτάριθμα με την δευτεροβάθμια απόφαση πρακτικά του Εφετείου, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός στην πολεοδομία του εναγόμενου Δήμου και από το έτος 2007 διευθυντής της πολεοδομίας του εναγομένου, κατέθεσε ότι το επίδικο ακίνητο δεν μπορούσε να ανοικοδομηθεί, διότι από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Πειραιά προβλέπεται μετά από αναγκαστική απαλλοτρίωση να γίνει χώρος πολλαπλών κοινόχρηστων λειτουργιών και μητροπολιτικών, ότι η επίδικη εδαφική έκταση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε χρήση με την προϋπόθεση ότι δε θα δημιουργηθούν κτιριακές εγκαταστάσεις, διότι αυτό απαγορεύεται από το Γενικό Πολεοδομικό Κανονισμό και, όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της μισθωτικής του αξίας, ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει το μίσθωμα, που θα ελάμβανε η ενάγουσα εάν το εκμίσθωνε. Εξάλλου, οι ενώπιον της Ειρηνοδίκη του Ειρηνοδικείου Αθηνών εξετασθέντες στα πλαίσια εκείνης της δίκης, μάρτυρες της ενάγουσας, ………., αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων και ……….., τοπογράφος – γεωγράφος, υπάλληλοι στην εταιρία «………….», συντασσομένων των υπ’αριθμ….. και …../2009 ενόρκων βεβαιώσεων, που λαμβάνονται υπόψη ομοίως, ως δικαστικά τεκμήρια, κατέθεσαν, όλως αορίστως, η μεν πρώτη ότι κατά τακτά χρονικά διαστήματα η ενάγουσα ελάμβανε διάφορα τηλεφωνήματα εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη μίσθωση του επίδικου ακινήτου, αμφότεροι δε ότι η αγοραία και μισθωτική αξία τούτου είναι αυτή, που αναφέρεται στις ανωτέρω εκθέσεις εκτίμησης του Σ.Ο.Ε και επανεκτίμησης της “……”. Το μόνο πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, που προσκομίζεται από την ενάγουσα είναι το από 9.8.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο εκμίσθωσε έκταση 12.254 τ.μ. επί του Ο.Τ. …. και επί τμήματος του Ο.Τ. …. ιδιοκτησίας της, στην εταιρία με την επωνυμία «…………», για την εγκατάσταση και λειτουργία του περιοδεύοντος τσίρκου «………..», κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2000 έως 30.11.2000, αντί συμφωνηθέντος μισθώματος 26.000.000 δραχμών, ήτοι 76.302,27 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μηνιαίο μίσθωμα 25.434,09 ευρώ.

Ενόψει των ανωτέρω, με βάση τις εν γένει μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, που επικρατούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και της θέσης, της έκτασης και εν γένει κατάστασης του επίδικου χώρου, η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος ΟΤΑ από τη χρήση του ακινήτου της ενάγουσας επί ζημία της και συνίσταται στη δαπάνη, που εξοικονόμησε από τη χρήση του, δηλαδή τα μισθώματα, που θα κατέβαλε υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 6.9.2004 έως και 16.4.2007, ήτοι επί 31 μήνες, για τη μίσθωση ανάλογου ακινήτου προς εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού, ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ μηνιαίως και συνολικά σε 1.550.000 (31 μήνες Χ 50.000 ευρώ) ευρώ, κατά το οποίο κατέστη αυτός αδικαιολόγητα πλουσιότερος, ελλείψει νόμιμης αιτίας και πρέπει να υποχρεωθεί να αποδώσει το ανωτέρω ποσό στην ενάγουσα, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, καθώς πρόκειται για αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 911 και 912 ΑΚ, κατά  δε τη διάταξη του άρθρου  276 § 3 Ν.3463/2006, ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α. ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου ήτοι 6% (άρθρο 21 του ν.δ. 26 – 6/10.7.1944 περί Κώδικα Δικών του Δημοσίου), η υποχρέωση δε του Δημοσίου, όπως και των Ο.Τ.Α., προς καταβολή τόκων επί των οφειλών τους αρχίζει πάντοτε και μόνο από την επίδοση της σχετικής αγωγής και δεν αρκεί όχληση αυτών (ΑΠ 707/2011), απορριπτομένου του αιτήματος περί καταβολής τόκων από την επίδοση της προηγούμενης από 3.7.2008 αγωγής, που απορρίφθηκε τελεσίδικα, ένεκα αοριστίας, ως νόμω αβασίμου. Το αίτημα του εναγομένου να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη για το ζήτημα της μισθωτικής αξίας του επίδικου ακινήτου, κρίνεται απορριπτέο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα και δεν απαιτούνται για την διακρίβωση του εν λόγω ζητήματος ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση, κατά τον σχετικό βάσιμο αντίστοιχα λόγο και να απορριφθεί η αντέφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005, 141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.) και αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος Πειραιά – εκκαλών – αντεφεσίβλητος, να καταβάλει στην ενάγουσα – αντεκκαλούσα – εφεσίβλητη το ποσό των  550.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6 % από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα του αντεφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την αντέφεση, που απορρίφθηκε, μειωμένα  κατά άρθρο 281 §  2 του ν.3463/2006, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αντεκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όσον αφορά δε την έφεση, που έγινε   δεκτή, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μειωμένα  κατά άρθρο 281 §  2 του ν.3463/2006, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αντεκκαλούσα για την άσκηση της αντέφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.

Δέχεται την έφεση και την αντέφεση τυπικά.

Απορρίπτει την αντέφεση κατ΄ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αντεκκαλούσα παραβόλου κατά την άσκηση της αντέφεσης.

Επιβάλλει στην αντεκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του αντεφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Δέχεται την έφεση κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3029/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 6.6.2016 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο Δήμο Πειραιά – εκκαλούντα να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.550.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας 6 % από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στον εναγόμενο – εκκαλούντα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2.6.2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω συνταξιοδοτήσεως

και αποχωρήσεως η Προεδρεύουσα Εφέτης

Χαρίκλεια Σαραμαντή

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, από έτερη σύνθεση, λόγω αποχώρησης της Προέδρου Εφετών, Ισιδώρας Πόγκα, ένεκα συνταξιοδότησης, αποτελούμενη από την Χαρίκλεια Σαραμαντή Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Ελένης Τσίτου,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις     7  Ιουλίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ