ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 449/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Eλληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ……..), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Μυρσίνη Δεληγιαννίδου, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. 2) ………. 3) ………… οι οποίοι άπαντες (1-3) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Δήμητρα Περεόγλου.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.10.2014 (με Γ.Α.Κ……../2014 και Ε.Α.Κ. ……../2014) αγωγή κατά του νυν εκκαλούντος, επί της οποίας εκδόθηκε η 2022/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο με την από 20.8.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (κατόπιν καταθέσεως της εφέσεως στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος που παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20.8.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως Ελληνικού Δημοσίου κατά των …………… προς εξαφάνιση της 2022/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 2.10.2014 (με αριθμό κατάθεσης …../10.10.2014) αγωγή των νυν εφεσίβλητων κατά του νυν εκκαλούντος, δέχθηκε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Το τελευταίο καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών ως νόμιμο εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου στις 24.6.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. …………./24.6.2020 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 20.8.2020, με αναστολή της σχετικής προθεσμίας κατά το διάστημα από 16.7.2020 έως την 20.8.2020 που ασκήθηκε η έφεση, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 11 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944 για τον κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει ουδεμία, απολύτως, προθεσμία σε βάρος αυτού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, το οποίο ισχύει, ρητώς, και για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ήτοι και για την άσκηση εφέσεως, οι οποίες (δικαστικές διακοπές), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του ΚΟΔΚΔΛ (ν. 1756/1988), αρχίζουν την 1η Ιουλίου και διαρκούν μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, ειδικά όμως για το έτος 2020, οι δικαστικές διακοπές περιορίσθηκαν στο διάστημα από 16.7 έως 31.8 σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 4684/2020. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Με την ως άνω από 2.10.2014 αγωγή τους οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι ο πατέρας της πρώτης και της δεύτερης εξ αυτών, ………… απέκτησε δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1948 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νόμιμα μεταγεγραμμένου, ένα οικόπεδο κείμενο στα Παλούκια Σαλαμίνας έκτασης 209 τ.μ. από τον πατέρα του …………., ο οποίος το είχε αποκτήσει σε ευρύτερη έκταση κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή με παράγωγο τρόπο (αγορά) και με τίτλους των δικαιοπαρόχων του που ανάγονται στο έτος 1896. Ότι ο ……….. συνέστησε στο οικόπεδο οριζόντιες ιδιοκτησίες, τις οποίες μεταβίβασε στις δύο πρώτες ενάγουσες και αυτές προέβησαν σε μεταβιβάσεις ποσοστών εξ αδιαιρέτου των ιδιοκτησιών μεταξύ τους και προς τον τρίτο ενάγοντα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, νέμονται δε το ακίνητο άπαντες οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοί τους, διανοία κυρίου και καλόπιστα, από το έτος 1896 και σε κάθε περίπτωση πλέον των δέκα, αλλά και των τριάντα ετών προ του ν. 3127/2003. Ότι το ακίνητό τους εσφαλμένα αποτυπώθηκε στο κτηματολόγιο ως δύο γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ………. έκτασης 105 τ.μ. το ένα, για το οποίο δημιουργήθηκαν κτηματολογικά φύλλα των οριζόντιων ιδιοκτησιών και καταχωρίστηκαν τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγόντων και με ΚΑΕΚ ……….. έκτασης 103 τ.μ. το άλλο, στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου καταχωρίστηκε ως κύριος το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω του ότι το τμήμα αυτό φέρεται ως παλαιός αιγιαλός. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και όπως η νομική βάση της αγωγής περιορίστηκε στην ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων στο ακροατήριο και με αναφορά στις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους (κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …………. κατά τα αναλογούντα στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους ποσοστά συνιδιοκτησίας και να διορθωθούν σχετικά οι ανακριβείς πρώτες εγγραφές, ώστε να αποτυπωθούν τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ………. και ……… ως ένα γεωτεμάχιο με ένα ΚΑΕΚ και να αποτυπωθούν οι οριζόντιες ιδιοκτησίες στο ενιαίο γεωτεμάχιο, στα κτηματολογικά φύλλα των οποίων θα καταχωριστούν τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγόντων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και α) αναγνώρισε ότι η πρώτη ενάγουσα είναι πλήρης συγκυρία κατά ποσοστό 25%εξ αδιαιρέτου και επικαρπώτρια κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου, η δεύτερη ενάγουσα πλήρης συγκυρία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και ο τρίτος ενάγων πλήρης συγκύριος κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου και ψιλός συγκύριος κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……….., έκτασης 103 τ.μ. κατά το Κτηματολόγιο και 102,76 τ.μ. κατά το από Νοεμβρίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος μηχανικού ………….., το οποίο (γεωτεμάχιο) βρίσκεται στον Δήμο Σαλαμίνας στη θέση «Παλούκια», στο ΟΤ ………., κτηθέντος λόγω της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, β) διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως προς τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ………… και ………….., προκειμένου το οικόπεδο των εναγόντων, όπως αυτό εμφαίνεται με τα περιμετρικά αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α στο από Νοέμβριου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος μηχανικού ………..- … και το οποίο αποτελείται από τα ως άνω δύο γεωτεμάχια με τα παραπάνω ΚΑΕΚ, να αποτυπωθεί ενιαίως με τη δημιουργία νέου κτηματολογικού φύλλου με ξεχωριστό ΚΑΕΚ (με τίτλους κτήσης τους ήδη αναφερόμενους στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………….. και την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003) και να δημιουργηθούν κτηματολογικά φύλλα για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των εναγόντων στο νέο ενιαίο γεωτεμάχιο, στα οποία θα καταχωριστούν τα στοιχεία και τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγόντων σε αυτές, όπως είναι ήδη καταχωρισμένες στα κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ ………….. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται με τους λόγους που αναπτύσσει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003, με κακή εκτίμηση των αποδείξεων και πλημμελή αιτιολογία, έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ως άνω αγωγή των εφεσίβλητων και ζητεί, γι’ αυτό, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθ’ ο μέρος προσβάλλεται, με σκοπό να απορριφθεί η κριθείσα αγωγή των εφεσίβλητων και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση υπόθεση επισημαίνονται τα παρακάτω: Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι: “Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ” (παρ.1). “Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή” (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του Ν.Δ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 του Εισ.Ν.ΑΚ. και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της εκτάκτου χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου (βλ. ΑΠ 187/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, η κατ` εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, ρύθμιση ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο αναλόγως αν έχει νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία για δέκα έτη, άλλως για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ α` και β` και 2 του ίδιου άρθρου του εν λόγω νόμου και όχι εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του. Τούτο προκύπτει τόσο από την γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων που χρησιμοποιούν τη φράση “νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα ετών” και όχι νεμήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, αλλά και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους, ο οποίος συνίσταται στην κατ` εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις νομιμοποίηση των αυθαιρέτως κατεχομένων δημοσίων κτημάτων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης ενόψει της σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, αλλά και στην προστασία των δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν συντελείται με την ολική κατάργηση του κανόνα του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης για τον μετά την 11-9-1915 χρόνο, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που γινόταν δεκτή η τελευταία εκδοχή. Άλλωστε στον ίδιο νόμο δεν περιέχεται όσον αφορά το άρθρο 4 η γενική καταργητική ρήτρα, που κατά κανόνα τίθεται στους νόμους, ότι κάθε διάταξη που είναι αντίθετη με τον παρόντα νόμο ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν καταργείται. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 984 Α.Κ. η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Διατάραξη της νομής, η έννοια της οποίας δεν είναι νομοθετικά καθορισμένη, υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ` αυτό, συνιστά δε διατάραξη της νομής κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του. Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Δεν συνιστά διατάραξη η απλή προφορική αμφισβήτηση του δικαιώματος του νομέα, η οποία αντιμετωπίζεται με την αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ.). Η διατάραξη της νομής κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 984 του Α.Κ. αναφέρεται σε προσβολή της νομής και η προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη προβλέπεται στο άρθρο 989 Α.Κ.. Η έννοια όμως του “νέμεται αδιαταράκτως” στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο. Τέτοιος δε νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι και η κοινοποίηση πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος, αφού με την κοινοποίηση αυτής γνωστοποιεί το Δημόσιο στο νεμόμενο το δημόσιο κτήμα ότι αυτό είναι κατά τον νόμο ο αληθής νομέας του και του καθορίζει την αποζημίωση που οφείλει να του καταβάλει για την αυθαίρετη και χωρίς τη συναίνεσή του χρήση (ΟλΑΠ 11/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια παρενόχληση συνιστά και η εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, πριν από την 19-3-2003, υποβολή τόσο δήλωσης ιδιοκτησίας του για την επίδικη έκταση, προκειμένου αυτή να καταχωρηθεί ως δημόσια έκταση, όσο και ένστασης κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής του Ο.Κ.Χ.Ε. που δικαιώνει τον προβάλλοντα δικαίωμα κυριότητας ιδιώτη επ` αυτής (ΑΠ 585/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, για να θεωρηθεί ότι λαμβάνει χώρα η παρενόχληση με τον παραπάνω τρόπο, απαιτείται ο νεμόμενος δημόσιο κτήμα να λάβει γνώση ότι υφίσταται παρενόχληση από τον κατά νόμο αληθή νομέα του δημόσιου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή πρέπει να αποδεικνύεται η γνώση του ότι παύει πλέον να νέμεται αδιαταράκτως και μόνο από τότε υφίσταται διατάραξη της νομής του (ΑΠ 712/2020, στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 807/2019, στην ΤΠΝ Νόμος, ΑΠ1813/2017 στην areiospagos.gr,ΜονΕφΠειρ 551/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, Σταμάτη Κουμάνη, «Η έννοια της αδιατάρακτης νομής κατά το άρθρ. 4 Ν. 3127/2003 ως προϋπόθεση της χρησικτησίας σε ακίνητα του Δημοσίου», Αρμ 2018, ιδίως σελ. 769).Επίσης, από τη διατύπωση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 («εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη») συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης του νεμόμενου δημόσιο κτήμα δεν το έχει ο επικαλούμενος κυριότητα, νομέας, αλλά αντιθέτως το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του επικαλούμενου κυριότητα νομέα ή του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 786/2012 και ΑΠ 1777/2011 δημοσιευμένες στη Νόμος). Έλλειψη καλής πίστης συνιστά και η επίδειξη βαρείας αμέλειας, όπως τέτοια είναι και η παράλειψη ελέγχου του βιβλίου μεταγραφών από εκείνον που αποκτά τη νομή σε ακίνητο βάσει συμβολαιογραφικού τίτλου, γιατί τούτο ενέχει σοβαρή εκτροπή από τους κανόνες της στοιχειώδους επιμέλειας του ελέγχου των δημοσίων βιβλίων μεταγραφών, που θεσπίστηκε ακριβώς για τέτοιο σκοπό, δηλαδή αυτοί που πρόκειται να αποκτήσουν ακίνητο να μπορούν να διακριβώσουν με ευχέρεια την ύπαρξη δικαιώματος αυτού που επιχειρεί τη μεταβίβαση του (βλ. ΜονΕφΔωδ 40/2016 στη Νόμος). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστα πράγματα, όπως ο ενεργός αιγιαλός δεν καταλαμβάνονται από το ως άνω άρθρο 4 του Ν. 3127/2003, αφού το άρθρο αυτό αναφέρεται μόνο στις προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου ανήκοντος στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου (ΑΠ 723/2014 και ΑΠ 1271/2011 δημοσιευμένες στη Νόμος). Κατά το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940 “περί αιγιαλού και παραλίας”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και εξακολουθεί, κατά το άρθρο 34 παρ.2 του ν. 2971/2001, να ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή, αυτές για τις οποίες η έκθεση επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας με το διάγραμμα της χάραξης τους συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν πριν από τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ 285Α/19.12.2001, ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστο κτήμα, ανήκει στο Δημόσιο, προστατεύεται και διαχειρίζεται από αυτό (άρθρο 968 ΑΚ). Είναι δε αιγιαλός η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα με ανώτατο όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φτάνουν, κατά τις συνηθισμένες και όχι έκτακτες αναβάσεις τους, τα κύματα της θάλασσας. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες. Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνικά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμέριου κύματος, η ζώνη της ξηράς που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός. Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού με απόφαση της διοικητικής επιτροπής, που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του α.ν. 2344/1940, και με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο δεν έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και, σε κάθε τοπική περίπτωση, ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός με πρόσχωση, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης αλλά του τακτικού δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο, τόσο κατά τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 1 του α.ν. 2344/1940 και 968 ΑΚ, όσο και κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ δικαίου (ν. 93 βασ. Ββ’ , ν. 96, 112 πανδ. 50.16 και άρθρο 15 του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10-7-1837). Η κυριότητα, στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν δηλαδή τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής (ΕφΠειρ 69/2015 στη Νόμος). Ο αιγιαλός μόνο με πρόσχωση από φυσικά ή και τεχνητά αίτια (άρθρο 9 του α.ν. 2344/1940) μπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιου (όταν παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος), αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικών φαινομένων. Επομένως, ο αιγιαλός, έστω και αν απωλέσει το χαρακτήρα του και καταστεί παλαιός αιγιαλός, εξακολουθεί ex lege να ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου και, συνεπώς, δεν συντρέχει ανάγκη μετά από την αλλαγή αυτή να αναζητηθεί άλλος τρόπος κτήσης ή διατήρησης της κυριότητας του Δημοσίου, όπως με χρησικτησία (ΟλΑΠ 24/2000 στη Νόμος), πλην όμως ανήκει πλέον στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου. Ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα αιγιαλού και ότι, επομένως, δεν μπορεί να περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη με μόνη την επίκληση ότι το διεκδικούμενο είναι αιγιαλός (βλ. ΑΠ 116/2018, στη Νόμος, την προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους ΕφΠειρ 166/2019 δημ. στην efeteio-peir.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ……….. και ……….., όπως οι καταθέσεις αυτές περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και των αεροφωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται καθώς και των τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο εκτάσεως 207,89 τ.μ. σύμφωνα με νεότερη εμβαδομέτρηση, που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Σαλαμίνας στη θέση «Παλούκια», στο Ο.Τ. ….. και επί της οδού … αρ…., όπως εμφαίνεται με τα περιμετρικά αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α στο από Νοέμβριο 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος μηχανικού ……….., και συνορεύει βορειοανατολικά εν μέρει επί πλευράς Ι-Θ-Η συνολικού μήκους 2 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……, εν μέρει Η-Ζ-Ε-Δ συνολικού μήκους 9,84 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …. και εν μέρει επί πλευράς Δ-Γ μήκους 6,67 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………, νοτιοανατολικά επί πλευράς Α-Β-Γ μήκους 10,94 μέτρων με τη ……….., νοτιοδυτικά εν μέρει επί πλευράς Μ-Α μήκους 11,89 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. και εν μέρει επί πλευράς Μ-Λ-Κ συνολικού μήκους 6,91 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………. και βορειοδυτικά επί πλευράς Κ-Ι μήκους 11,17 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….. Τη νομή του εν λόγω οικοπέδου απέκτησε ο ………. λόγω δωρεάς από τον πατέρα του ………… δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../4-3-1948 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό ….., στο οποίο (συμβόλαιο) το ακίνητο περιγράφεται ως οικόπεδο επιφάνειας 209 τ.μ., το οποίο συνορεύει ανατολικά με παραλιακή λεωφόρο επί πλευράς 11 μέτρων, δυτικά με ιδιοκτησία ………. (δωρητή) επί πλευράς 11 μέτρων, βόρεια με ιδιοκτησία ………. επί πλευράς 19 μέτρων και νότια με ιδιοκτησία ………. επί πλευράς 19 μέτρων. Ο δε ………. είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό ως μέρος μείζονος έκτασης επιφάνειας 435 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθ. …………/1918 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …., με αγορά από τους ………….. και ………… και ………… Περαιτέρω, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./13.7.1967 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. (νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …., με αριθμό …..), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 56 εδ.α’ και β’ του ν. 1329/1983, ο ………… μεταβίβασε στην πρώτη ενάγουσα (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) κόρη του ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί εδαφικού τμήματος του όλου οικοπέδου με επιφάνεια 142,80 τ.μ., το οποίο ποσοστό αντιστοιχούσε στο ισόγειο διαμέρισμα του υπάρχοντος εκεί κτίσματος, ενώ το υπόλοιπο 50% συμφωνήθηκε ότι θα αντιστοιχεί στην αέρινη στήλη πάνω από το ισόγειο και στο δικαίωμα ανέγερσης πρώτου ορόφου από τον προικοδότη …………, συμφωνήθηκε δε ότι σε περίπτωση που ανεγερθεί και δεύτερος όροφος, τότε αυτός θα ανήκει εξ ημισείας στον προικοδότη και στους προικολήπτες (ήδη πρώτη ενάγουσα), με τον περιορισμό του αναλογούντος ποσοστού σε κάθε μία από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες του ισογείου και του πρώτου ορόφου κατά 25% από εκάστη. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/6-9-1972 συμβολαίου δωρεάς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. (νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….., με αριθμό ….), ο ………. μεταβίβασε στη δεύτερη ενάγουσα (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη) κόρη του την αέρινη στήλη με δικαίωμα ανεγέρσεως του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου μετά του αναλογούντος σε αυτό ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, με την αναφορά ότι εφόσον ανεγερθεί δεύτερος όροφος, τότε το ποσοστό που αναλογεί στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου θα μειωθεί στο 25% και το υπόλοιπο 25% θα αναλογεί στο ήμισυ της κυριότητας του διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου. Ακολούθως, η πρώτη και η δεύτερη των εναγόντων δυνάμει του υπ’ αριθ. …../10-6-1978 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. (νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αριθμό …..), απέκτησαν κατά συγκυριότητα, ισομερώς, με αγορά από τον πατέρα τους …………., το όμορο οικόπεδο εκτάσεως 66,20 τ.μ., το οποίο αποτελούσε το υπόλοιπο τμήμα του αρχικώς κτηθέντος από τον …………… οικοπέδου των 209 τ.μ. με το υπ’ αριθ. …../1948 συμβόλαιο δωρεάς. Λόγω της συνένωσης των οικοπέδων αυτών, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/5.7.1996 πράξης της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …… περί διόρθωσης και συμπλήρωσης οριζόντιας ιδιοκτησίας που συστήθηκε με: α) το ………../1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. και β) το ………../1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., που αποτέλεσε ταυτόχρονα και διανομή των συσταθεισών οριζόντιων ιδιοκτησιών και όπως η σχετική συμβολαιογραφική πράξη νομίμως μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …., η πρώτη και η δεύτερη των εναγόντων περιέγραψαν το ενιαίο οικόπεδο, καθώς και τις οριζόντιες ιδιοκτησίες και δη όπως οι τελευταίες διαμορφώθηκαν ως εξής: 1) ισόγειο διαμέρισμα επιφάνειας 123,70 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 250/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο ανήκει κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στην πρώτη ενάγουσα, …………., 2) διαμέρισμα του πρώτου (α’) πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφάνειας 123,70 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 250/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο ανήκει στην δεύτερη ενάγουσα, …………., κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, 3) διαμέρισμα του δεύτερου (β’) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 123,70 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 250/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο ανήκει στις πρώτη και δεύτερη των εναγόντων κατά πλήρη συγκυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε εκάστη και 4) μελλοντικό (αδόμητο) διαμέρισμα του τρίτου (γ’) πάνω από το ισόγειο ορόφου, το οποίο θα έχει επιφάνεια 123,70 τ.μ. ή όση επιτραπεί από τις πολεοδομικές διατάξεις, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 250/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο ανήκει στις πρώτη και δεύτερη των εναγόντων κατά πλήρη συγκυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε εκάστη. Έπειτα: α) δυνάμει του υπ’ αριθ. …./5-7-1996 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό …., η πρώτη ενάγουσα …….. μεταβίβασε λόγω πώλησης στην δεύτερη ενάγουσα ………., το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί του δικαιώματος ανέγερσης του μελλοντικού διαμερίσματος του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου κι έτσι η ………. φέρεται να έγινε πλήρης και αποκλειστική κυρία της προκείμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, β) δυνάμει του υπ’ αριθ. …./5-7-1996 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …., η πρώτη ενάγουσα ……. μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον υιό της και τρίτο ενάγοντα ………, το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου, παρακρατώντας εφ’ όρου ζωής για τον εαυτό της το δικαίωμα της επικαρπίας στο ποσοστό αυτό επί του διαμερίσματος και δυνάμει του υπ’ αριθ. …../5-7-1996 συμβολαίου αγοραπωλησίας της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …., η δεύτερη ενάγουσα ……… μεταβίβασε λόγω πώλησης προς τον τρίτο ενάγοντα ………., το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου και συνεπώς βάσει των σχετικών συμβολαιογραφικών πράξεων αυτός φέρεται ότι κατέστη πλήρης κύριος κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και ψιλός κύριος κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου της οριζόντιας ιδιοκτησίας του διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το προπεριγραφόμενο οικόπεδο έχει αποτυπωθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως δύο ξεχωριστά γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ……. (επίδικο) εμβαδού 103 τ.μ. εμφαινόμενο ως ανήκον κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη εκκαλούν) και με ΚΑΕΚ ………… εμβαδού 105 τ.μ., στο οποίο έχουν δημιουργηθεί φύλλα τεσσάρων οριζοντίων ιδιοκτησιών που ανήκουν στους ενάγοντες, εμφαινόμενων: α) της με ΚΑΕΚ ………. (ισόγειο) ως ανήκουσας στην πρώτη ενάγουσα ……… κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, β) της με ΚΑΕΚ ……….. (α’ όροφος) ως ανήκουσας στην δεύτερη ενάγουσα ……… κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, γ) της με ΚΑΕΚ ……… (β’ όροφος) ως ανήκουσας στον τρίτο ενάγοντα ……. κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% και κατά ψιλή κυριότητα σε ποσοστό 50% και στην πρώτη ενάγουσα ……. κατ’ επικαρπία σε ποσοστό 50% και δ) της με ΚΑΕΚ …………./. (μελλοντικός γ’ όροφος) ως ανήκουσας στην δεύτερη ενάγουσα ……….. κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, τμήμα του ανωτέρω οικοπέδου έλαβε ΚΑΕΚ ……….. και καταχωρίστηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, με δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς σύμφωνα με την από 19-2-1976 έκθεση της επιτροπής που συστάθηκε για τον καθορισμό ορίων αιγιαλού και παραλίας στη Σαλαμίνα, το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται εντός των ορίων το παλαιού αιγιαλού, που αποτελεί ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα στη νομική σκέψη, και εντός του καταγεγραμμένου κατά το έτος 1999 δημοσίου κτήματος με αριθμό …… Η επιτροπή συστάθηκε εκ νέου το έτος 1996 και επανακαθόρισε την οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού στην ίδια θέση με την προηγούμενη. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε το προβαλλόμενο από το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ότι το επίδικο ακίνητο για το οποίο έχει εγγραφεί το Ελληνικό Δημόσιο δικαιούχος, ήταν ενεργός αιγιαλός μέχρι το έτος 1976 και ότι κατά συνέπεια ως εκτός συναλλαγής πράγμα κατ’ άρθρο 966 σε συνδυασμό με το άρθρο 967 ΑΚ ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1054 του ίδιου Κώδικα, συμπεριλαμβανομένης και της χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3127/2003. Το γεγονός ότι με την 32202/26.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 383/τεύχος Δ’/19.11.1976, καθορίσθηκαν τα όρια του αιγιαλού και έγινε δεκτό για πρώτη φορά ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στα όρια του παλαιού αιγιαλού και αποτελεί μέρος του δημοσίου κτήματος αρχικά με ΑΒΚ …. και εν συνεχεία με ΑΒΚ ….., δεν σημαίνει ότι το επίδικο αποτέλεσε μέρος παλαιού αιγιαλού το πρώτον το έτος 1976 και ότι δεν είχε ήδη λάβει χώρα στο παρελθόν υποχώρηση των θαλασσίων υδάτων, ούτως ώστε το επίδικο να μην βρίσκεται εντός ενεργού αιγιαλού ήδη σε προηγούμενο χρόνο και μάλιστα ήδη από το έτος 1926, όταν εκδόθηκε σχετικό διάταγμα ρυμοτομίας και στο σχετικό ρυμοτομικό σχέδιο περιλαμβανόταν και το εν λόγω ακίνητο. Ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται ο καθορισμός των ορίων του παλαιού αιγιαλού από τη διοίκηση δεν είναι απαραιτήτως και ο χρόνος που πράγματι ο ενεργός αιγιαλός μεταβάλλεται σε παλαιό, αφού τούτο εξαρτάται από την επέλευση φυσικών φαινομένων ή την εκτέλεση ανθρώπινων ενεργειών που προκαλούν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα (ΟλΣτΕ 3814/1977, ΝοΒ 1978, σελ. 422, ΑΠ 33/2008 στην ΤΝΠ Νόμος, προσκομιζόμενη ΜονΕφΠειρ 166/2019). Ως εκ τούτου, αυτό αποτελεί αντικείμενο απόδειξης χωρίς να δεσμεύεται το Δικαστήριο από έγγραφα της Διοίκησης που αφορούν στον καθορισμό του αιγιαλού. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις αποτυπώσεις της περιοχής που εμφαίνονται στις αεροφωτογραφίες κατά τα έτη 1945 και 1960, που προσκομίζουν οι ενάγοντες, η έκταση όπου βρίσκεται το ακίνητο, είναι ακάλυπτη από νερό (στεριά), μεταξύ αυτής και της θάλασσας παρεμβάλλεται ο κεντρικός δημόσιος δρόμος, ενώ από το έτος 1960 και εντεύθεν γνωρίζει μεγάλη ανοικοδόμηση. Επιπλέον, εφόσον το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως από το έτος 1926 σύμφωνα με το από 1.11.1926 διάταγμα ρυμοτομίας (ΦΕΚ Α’ 407/17-11-1926), το γεγονός αυτό συνηγορεί υπέρ του ότι το εν λόγω ακίνητο δεν βρισκόταν σε ενεργό αιγιαλό ούτε κατά τον παραπάνω χρόνο, καθώς δεν νοείται να εντάχθηκε αιγιαλός σε σχέδιο πόλης και να δημιουργήθηκαν πάνω σε αυτόν οικοδομικά τετράγωνα ακολούθως δε να εγκρίθηκε ένα τέτοιο ρυμοτομικό σχέδιο με προεδρικό διάταγμα, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως καμία μελέτη και καμία αυτοψία στον χώρο. Εκτός αυτού, στην ίδια την από 16.2.1976 έκθεση της Επιτροπής καθορισμού ορίων αιγιαλού- παραλίας που επικυρώθηκε από τον Αναπληρωτή Νομάρχη Αττικής – Διαμέρισμα Πειραιώς ……….. με την υπ’ αριθ. 32202 από 26.10.1976 απόφασή του και δημοσιεύθηκε κατά τα ανωτέρω στο ΦΕΚ 383/τεύχος Δ’/19.11.1976, αναφέρεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τον καθορισμό των ορίων και «δ. Το τοπογραφικόν διάγραμμα Υπ. Δημ. Έργων, το συνταχθέν υπό του τοπογράφου μηχαν. … …, εις το οποίον αποτυπούται η θέσις της ακτογραμμής κατά το θέρος του 1962 και βάσει της οποίας ετεκμηριώθη η θέσις της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού, η οποία και εχαράχθη σύμφωνα με παρ. 3 άρθρ. 3 του Α.Ν. 2344/40…». Δηλαδή και εκ της αναφοράς αυτής στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα προκύπτει ότι ήδη από το θέρος του 1962 είχε διαπιστωθεί και είχε αποτυπωθεί στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ότι εκεί όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο υπήρχε παλαιός αιγιαλός και όχι ενεργός. Επιπρόσθετα, ο άμεσος δικαιοπάροχος των δύο πρώτων εναγουσών και πατέρας αυτών, ………. κατόπιν της από 3.11.1949 αιτήσεως του, έλαβε την υπ’ αριθ. …../11.2.1950 άδεια οικοδομής από το Γραφείο Σχεδίου Πόλεως Πειραιώς & Προαστείων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και ανήγειρε το έτος 1950, το ισόγειο της οικοδομής που καταλαμβάνει μέρος της επιφάνειας του επίδικου οικοπέδου και αποτέλεσε την πατρική κατοικία των δύο πρώτων εναγουσών, χωρίς τότε, η αρμόδια υπηρεσία να διαπιστώσει ότι η οικοδομή θα κτιζόταν πάνω σε αιγιαλό, κάτι που όφειλε να το ελέγξει, αφού επρόκειτο για ακίνητο κοντά στη θάλασσα (σημειωτέον ότι στη σχετική άδεια αναφέρεται ότι ο μηχανικός της εν λόγω υπηρεσίας ………… πραγματοποίησε αυτοψία και καταμέτρηση του οικοπέδου και επομένως εφόσον διαπίστωνε καταπάτηση του αιγιαλού, θα εμπόδιζε την έκδοση της οικοδομικής άδειας). Σε μεταγενέστερο χρόνο επετράπη από την Πολεοδομία η ανέγερση από τους ενάγοντες, του πρώτου και του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφων. Επομένως, αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει ο δεύτερος λόγος έφεσης και ο πρώτος λόγος έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ισχυρίζεται ότι μέχρι το έτος 1975 το επίδικο ακίνητο αποτελούσε τμήμα του αιγιαλού, ήτοι κοινόχρηστου πράγματος, ανεπίδεκτου χρησικτησίας και ότι επομένως μέχρι το έτος 2003 και συγκεκριμένα μέχρι την 19.3.2003, δεν θα μπορούσαν οι ενάγοντες να έχουν συμπληρώσει τριάντα χρόνια νομής επ’ αυτού κατά το άρθρο 4 παρ.1 στοιχ.β’ του ν. 3127/2003. Επίσης ουσία αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης (σκέλος 1ο) ότι το επίδικο δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ….., όπως προκύπτει από το Γενικό Βιβλίο Καταγραφής της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, έχει συνολικό εμβαδό 34.710 τ.μ., δηλαδή το ενιαίο ακίνητο είναι μεγαλύτερο των 2.000 τ.μ. και δεν περιέχει κτίσμα, οπότε δεν θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις για κτήση κυριότητας από ιδιώτη σε δημόσιο κτήμα εντός σχεδίου πόλεως με την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003, καθώς για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο εφόσον υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα καλύπτον ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Στην προκειμένη περίπτωση επίδικο δεν είναι ολόκληρο το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ….., αλλά μόνο τμήμα αυτού έκτασης 103 τ.μ. κατά τα ανωτέρω, ήτοι εμβαδού μικρότερου των 2.000 τ.μ., ώστε να μη χρειάζεται να ελεγχθεί ως προϋπόθεση για την ως άνω ειδική χρησικτησία που επικαλούνται οι ενάγοντες με την αγωγή τους, η ύπαρξη κτίσματος στο επίδικο ακίνητο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τόσο οι ενάγοντες, όσο και οι δικαιοπάροχοί τους νέμονταν αδιαλείπτως πάνω από τριάντα έτη πριν την 19.3.2003, το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, στηριζόμενοι σε σειρά των πιο πάνω αναφερόμενων συμβολαιογραφικών τίτλων νομίμως μεταγεγραμμένων στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο και με διάνοια κυρίου, καθώς ο δικαιοπάροχός τους ……….. είχε κτίσει ισόγεια κατοικία που καταλάμβανε μέρος της επιφάνειας του επίδικου ακινήτου από το έτος 1950 και διέμενε εκεί με την οικογένειά του, τούτο δε (το ακίνητο) βρισκόταν εντός ρυμοτομικού σχεδίου, σε κατοικημένη περιοχή, πάνω από τον κεντρικό δρόμο της περιοχής και σε αρκετή απόσταση από τη θάλασσα, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι δεν εντάσσεται στα όρια του αιγιαλού. Στα πιο πάνω συμβόλαια που προσκομίζουν οι ενάγοντες από το έτος 1978 και μετά αναφέρεται αναλυτικά η διεύθυνση κατοικίας τους, η οποία ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγόντων είναι η οδός ……….. στα Παλούκια Σαλαμίνας, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ενώ ως προς τη δεύτερη ενάγουσα ………. αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ………/5.7.1996 συμβόλαιο η ίδια διεύθυνση ως προσωρινή της κατοικία. Ο μάρτυρας των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …….., σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του τρίτου ενάγοντος κατέθεσε ότι οι ενάγοντες δήλωναν το επίδικο ακίνητο ως δικό τους στην Εφορία και στο Κτηματολόγιο, ότι ουδέποτε οχλήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο πως τμήμα του μείζονος ακινήτου ανήκει στο Δημόσιο και ότι το πρώτον έλαβαν γνώση της σχετικής διεκδίκησης το έτος 2013, όταν ενδιαφέρθηκαν να προβούν σε μεταβίβαση του ακινήτου στον δεύτερο γιο της πρώτης ενάγουσας και του μάρτυρα, ……. Το δε εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κανένα στοιχείο δεν εισέφερε ώστε να αποδειχθεί η κακή πίστη των εναγόντων, καθώς ναι μεν είχε οριοθετηθεί το τμήμα του αιγιαλού και της παραλίας στην περιοχή το έτος 1976 και το επίδικο εντάχθηκε εντός των ορίων του παλαιού αιγιαλού και καταγράφηκε το έτος 1999 ως δημόσιο κτήμα, καθόσον είχε προέλθει σε αδιευκρίνιστο χρόνο από την υποχώρηση του αιγιαλού και τη δημιουργία παλαιού αιγιαλού, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι αυτή η καταγραφή είχε γνωστοποιηθεί στους δικαιοπαρόχους των εναγόντων και στους τελευταίους. Δεν αποδείχθηκε ότι το έτος 1976 οι ενάγοντες, ως κάτοικοι της περιοχής έλαβαν γνώση της παρουσίας συνεργείου, που πραγματοποιούσε μετρήσεις πλησίον του επιδίκου, προκειμένου να καθορισθεί ο αιγιαλός, όπως για το θέμα αυτό κατηγορηματικά κατέθεσε ο ως άνω μάρτυρας των εναγόντων («Δεν είχα δει ποτέ. Και να σας γνωστοποιήσω ότι εγώ είμαι ένας απόστρατος αξιωματικός. Αν είχε πέσει στην αντίληψή μου το παραμικρό θα το είχα ενεργήσει. Δεν ξέραμε τίποτα»). Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ότι σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ………., υπάλληλος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά και Νήσων, σε σχέση με τη διαδικασία χάραξης του αιγιαλού, η έκθεση και το διάγραμμα της οικείας Επιτροπής αναρτώνται στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα του αρμόδιου κατά τόπο δήμου ή κοινότητας για τρεις τουλάχιστον μήνες, προκειμένου να ενημερωθούν οι ενδιαφερόμενοι και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους είτε με την υποβολή ενστάσεων στην Επιτροπή, είτε με την άσκηση ένδικων βοηθημάτων κατά της επικυρωτικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, είτε τέλος, για την άσκηση του δικαιώματος αναγγελίας ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ν. 2971/2001 και ότι επομένως τόσο οι εναγόμενοι, όσο και οι δικαιοπάροχοί τους, οι οποίοι διέμεναν στην περιοχή, ως συνομολογείται στην κριθείσα αγωγή, οπωσδήποτε θα αντιλήφθηκαν τον πρώτο καθορισμό (1976) και αντίστοιχα δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκαν τον επανακαθορισμό του έτους 1997, σύμφωνα με τον οποίο το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στα όρια του παλαιού αιγιαλού, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδεικνύεται ότι εν προκειμένω έγινε η εν λόγω ανάρτηση. Ερωτηθείς ο μάρτυρας του Ελληνικού Δημοσίου αν έγινε ανάρτηση της έκθεσης για τον καθορισμό του αιγιαλού στην ένδικη περίπτωση απάντησε ότι δεν το ήξερε, ούτε αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε κάποιο πρωτόκολλο από το οποίο να προκύπτει ότι έγινε η ανάρτηση αυτή. Το δε υποστηριζόμενο από το εκκαλούν Δημόσιο ότι αρκεί ότι οι αποφάσεις καθορισμού αιγιαλού- παραλίας- παλαιού αιγιαλού νομίμως δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκειμένου να λάβουν δημοσιότητα και συγκεκριμένα η υπ’ αριθ. 32202/26.10.1976 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 383 τεύχος Δ’/19.11.1976 και η υπ’ αριθ. 254/16.1.1997 απόφαση επανακαθορισμού του Περιφερειακού Διοικητή Πειραιά στο ΦΕΚ 87 τεύχος Δ’/14.2.1997 και ότι τούτο αρκούσε για να λάβουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι και ότι μη λαμβάνοντες γνώση από το ΦΕΚ οι ενάγοντες επέδειξαν βαρέως αμελή συμπεριφορά που τους καθιστά κακόπιστους νομείς δεν ευσταθεί, καθώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ο μέσος επιμελής άνθρωπος δεν συμβουλεύεται τα φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως σε ανύποπτο χρόνο μήπως αντλήσει από εκεί πληροφορίες που μπορούν να αφορούν την περιουσιακή του κατάσταση. Εν κατακλείδι, τα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοί τους, ως κάτοικοι της Σαλαμίνας γνώριζαν περί της ένταξης του επιδίκου στα όρια του παλαιού αιγιαλού κρίνονται απορριπτέα, καθώς: α) η οριογραμμή του αιγιαλού καθορίστηκε το έτος 1976, όταν και οριοθετήθηκε ο παλαιός αιγιαλός, οι δε δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν είχαν κατά την απόκτηση του επιδίκου κάποια υπόνοια για την ένταξη αυτού εντός των ορίων του παλαιού αιγιαλού, β) το επίδικο ακίνητο βρισκόταν εντός του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Παλούκια του Δήμου Σαλαμίνας ήδη από το έτος 1926 και μάλιστα ως οικόπεδο, το δε εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προέβη δια της έκδοσης του από 17.11.1926 προεδρικού διατάγματος στη ρυμοτόμηση θεωρώντας την έκταση αυτή οικιστική και επέτρεψε τη δόμηση και την κατάρτιση δικαιοπραξιών για πολλές δεκαετίες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έτσι ένα «φαινόμενο δικαίου», δηλαδή κατάσταση που δικαιολογημένα εμπιστεύθηκαν οι διοικούμενοι προβαίνοντας καλόπιστα σε δικαιοπραξίες, γ) το εναγόμενο δεν γνωστοποίησε σε κάποια υπηρεσία την από 16.2.1976 έκθεση επιτροπής καθορισμού ορίων αιγιαλού- παραλίας, με συνέπεια και οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής του επιδίκου, να μη συμβαδίζουν με τα όρια του παλαιού αιγιαλού, εφόσον το επίδικο εξακολουθούσε να βρίσκεται εντός του ρυμοτομικού σχεδίου, το δε εναγόμενο ενέταξε τον παλαιό αιγιαλό στο δημόσιο κτήμα ….., μόλις το έτος 1999, δ) ουδείς κάτοικος της Σαλαμίνας γνώριζε περί της οριοθέτησης του παλαιού αιγιαλού, καθώς το εναγόμενο, από το έτος 1976 που οριοθετήθηκε σε καμία πράξη προέβη, ώστε να γνωστοποιήσει την κυριότητά του σε αυτόν. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει, επίσης με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του ότι οι εφεσίβλητοι οπωσδήποτε βαρύνονται με τουλάχιστον βαριά αμέλεια, όντας κακόπιστοι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου, διότι κατά τη σύνταξη, υπογραφή και μεταγραφή των με αριθμούς …., …../1996 συμβολαίων αγοραπωλησίας και του με αριθμό …./1996 συμβολαίου γονικής παροχής, ήτοι σε χρόνο που η επίδικη έκταση ήταν ήδη καταγεγραμμένη ως τμήμα Δημοσίου Κτήματος με ΑΒΚ …. ήδη από την 6.2.1992, παρέλειψαν να ελέγξουν εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εντός δημοσίου κτήματος, καίτοι υπείχαν τέτοια νομική υποχρέωση σύμφωνα με τον ν. 2242/1994 να δηλώσουν ότι το επίδικο ακίνητο δεν εμπίπτει σε δημόσιο κτήμα. Ότι συγκεκριμένα με το άρθρο 3 παρ.15 του ν. 2242/1994 ορίζεται ότι: «Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι συμβολαιογράφοι που συντάσσουν συμβόλαια, κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου αυτής, οι δικαιοπρακτούντες…τιμωρούνται με τις ποινές του πρώτου εδαφίου, εάν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια. Σε κάθε συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου με κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις επισυνάπτεται υπεύθυνη δήλωση των δικαιοπρακτούντων σύμφωνα με το ν. 1599/1986 ότι το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν βρίσκεται σε ρέμα, σε αιγιαλό, σε ζώνη παραλίας, σε βιότοπο, σε δημόσιο κτήμα και σε αρχαιολογικό χώρο. Εάν από τη δήλωση προκύπτει ότι το μεταβιβαζόμενο ακίνητο βρίσκεται στις ανωτέρω περιοχές, απαγορεύεται η σύνταξη του σχετικού συμβολαίου. Οι συμβολαιογράφοι, που συντάσσουν συμβόλαια κατά παράβαση της διάταξης αυτής, οι δικαιοπρακτούντες…τιμωρούνται με τις ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 8, όπως συμπληρώθηκε». Ότι το Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων είναι δημόσιο βιβλίο, το οποίο όφειλαν να έχουν ελέγξει οι εφεσίβλητοι, προτού υποβάλουν τη σχετική δήλωση του άρθρου 3 παρ.15 του ν. 2242/1994 και ότι μη πράξαντες αυτό, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, είτε γνώριζαν ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει σε δημόσιο κτήμα και προέβησαν σε ψευδή δήλωση, είτε αγνοούσαν αυτό αλλά από βαριά αμέλεια, διότι δεν ανταποκρίθηκαν σε υποχρέωση που είχαν εκ του νόμου, πράγμα που τους καθιστά κακής πίστης και άρα αναιρεί την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αυτοί συγκύριοι της επίδικης έκτασης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την επικαλούμενη από το εκκαλούν υποχρέωση των εφεσίβλητων να ελέγξουν το Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων λόγω της υποχρέωσής τους να υποβάλουν δήλωση του ν. 1599/1986 ότι τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα δεν βρίσκονται σε αιγιαλό, σε ζώνη παραλίας και σε δημόσιο κτήμα, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια υποχρέωση θα είχαν, αν υπήρχαν σε αυτούς υπόνοιες ότι οι αναφερόμενες στα παραπάνω συμβόλαια οριζόντιες ιδιοκτησίες-διαμερίσματα βρίσκονταν εντός δημόσιου κτήματος και δη παλαιού αιγιαλού. Τέτοιες υπόνοιες οι εφεσίβλητοι δεν αποδείχθηκε ότι είχαν, καθώς το επίδικο οικόπεδο σύμφωνα με όλα τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα (βλ. ιδίως την προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους υπ’ αριθ. 36 μεγεθυμένη έγχρωμη φωτοτυπημένη φωτογραφία που απεικονίζει από ψηλά την απόσταση μεταξύ άλλων του επίδικου ακινήτου από τη θάλασσα σε συνδυασμό με την επίσης προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους φωτοτυπημένη έγχρωμη φωτογραφία υπ’ αριθ. 32 που δείχνει από άλλη γωνία την απόσταση του επίδικου από τη θάλασσα) φαίνεται τούτο να έχει αρκετά μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα, καθώς μέχρι αυτή μεσολαβεί η παραλιακή λεωφόρος ……….., πεζοδρόμιο, παραλιακό πάρκο και η προβλήτα όπου δένουν τα πλοία. Μάλιστα και στα συμβόλαια που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι σχετικά με το επίδικο, πουθενά δεν αναφέρεται ότι αυτό συνορεύει με θάλασσα. Ακόμη και στο προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ….. της 21.6.1918 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με το οποίο ο απώτερος δικαιοπάροχος τους, ………. αγόρασε το έτος 1918, το επίδικο ακίνητο ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 435 τ.μ., εκτός του ότι το αγορασθέν ακίνητο χαρακτηρίζεται οικόπεδο (και όχι πλέον αγρός), περιγράφεται ότι ανατολικά συνορεύει με οδόν ….., δυτικομεσημβρινώς με δρόμο και βορείως με ιδιοκτησία του αγοραστού ………., χωρίς να αναφέρεται γειτνίαση με θάλασσα. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο υπήρξε ενεργός αιγιαλός σε αδιευκρίνιστο χρονικό σημείο, πάντως πριν το έτος 1918, οπότε τα όσα υποστηρίζει με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσής του το εκκαλούν ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και δη ο άμεσος δικαιοπάροχος αυτών ……….. που φέρεται ότι απέκτησε τη νομή του ακινήτου το έτος 1948 και ο αμέσως προηγούμενος δικαιοπάροχος αυτού …….. που φέρεται να απέκτησε τη νομή του ίδιου ακινήτου σε ευρύτερη έκταση το έτος 1918 ήταν κακόπιστοι καθώς γνώριζαν ότι ενεργούσαν επί κοινόχρηστου αιγιαλού, οπότε δεν μπορούσαν να ασκούν νομή επ’ αυτού τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. Επομένως, η μόνη υποχρέωση που είχαν το έτος 1996 κατά την κατάρτιση των συμβολαίων που αφορούσαν τις συσταθείσες επί του επίδικου ακινήτου οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήταν ο έλεγχος της σειράς τίτλων που αφορούσαν τα επίδικα ακίνητα στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, όπως θα έπραττε ο μέσος συναλλασσόμενος, η δε υπεύθυνη δήλωση των ιδίων και των δικαιοπαρόχων τους κατ’ άρθρο 3 παρ.15 του ν. 2242/1994 ότι οι μεταβιβαζόμενες ιδιοκτησίες δεν βρίσκονταν σε δημόσιο κτήμα βασίζονταν στην πεποίθηση που είχαν όλα αυτά τα χρόνια ότι το επίδικο οικόπεδο βρισκόταν σε οικιστική περιοχή εντός σχεδίου πόλεως, χωρίς να έχει εγείρει μέχρι τότε δικαιώματα επ’ αυτού κάποιος τρίτος και μάλιστα το Ελληνικό Δημόσιο. Κατ’ ακολουθίαν αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει ο με τον παραπάνω λόγο έφεσης ως άνω ισχυρισμός του εκκαλούντος. Περαιτέρω, είναι αληθές ότι αφού με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. η περιοχή της Σαλαμίνας κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, η Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά υπέβαλε την με αριθ. πρωτ. ……/8.6.2000 δήλωση ιδιοκτησίας του ν. 2308/1995 προς το Εθνικό Κτηματολόγιο που αφορά σειρά δημοσίων κτημάτων στην νήσο Σαλαμίνα, μεταξύ των οποίων και το δημόσιο κτήμα …., τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο οικόπεδο, ακόμη δε για την ίδια έκταση το Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε και την με αρ. …../15.3.2003 ένστασή του προς τον Ο.Κ.Χ.Ε. μαζί με σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 2308/1995, επειδή το …. δημόσιο κτήμα δεν ενεγράφη αρχικά από τον Ο.Κ.Χ.Ε. στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου, η δε ένσταση αυτή έγινε δεκτή δυνάμει της με αρ. 05129/1/214/24.11.2003 απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων του Ο.Κ.Χ.Ε. για τον Ο.Τ.Α. Σαλαμίνας. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η παραπάνω δήλωση και η ως άνω ένσταση κατά το μέρος που αφορούσαν το επίδικο ακίνητο γνωστοποιήθηκαν με κάποιο τρόπο στους ενάγοντες έως την κρίσιμη ημερομηνία της 19.3.2003 χρόνο συμπλήρωσης της χρησικτησίας του ν. 3127/2003, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι διαταράχθηκε η νομή τους στο επίδικο ακίνητο, λαμβάνοντας γνώση ότι η επίδικη έκταση διεκδικείται από το Ελληνικό Δημόσιο και επομένως να μην μπορούν να επικαλεσθούν την ως άνω ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του αμέσως παραπάνω νόμου. Συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο πρώτος λόγος έφεσης κατά το τέταρτο σκέλος του, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει ότι διαταράχθηκε η νομή των εφεσίβλητων στο επίδικο λόγω της παραπάνω υποβληθείσας δήλωσης και ένστασης του Ελληνικού Δημοσίου. Έτσι, λοιπόν, δεδομένου ότι τόσο οι ενάγοντες, όσο και άπαντες οι απώτεροι και άμεσοι δικαιοπάροχοί τους νέμονταν το επίδικο ακίνητο, με καλή πίστη και αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα πλέον της 30ετίας, που είχε συμπληρωθεί κατά τον χρόνο έναρξης του ν. 3127/2003, οι ενάγοντες απέκτησαν κυριότητα έναντι του Ελληνικού Δημοσίου επί του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……….., καθόσον βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της και πρωτοδίκως προβληθείσας και επαναφερθείσας με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ένστασης του εκκαλούντος-εναγόμενου περί κακής πίστης των εφεσίβλητων-εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους, καθόσον οι παραπάνω νομείς είχαν την πεποίθηση, χωρίς να τους βαρύνει βαριά αμέλεια ότι απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή τους αυτή υφίστατο κατά τον χρόνο κτήσης από τον καθένα τους της νομής του ακινήτου. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η αρχική εγγραφή στο Κτηματολόγιο σχετικά με το επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα των εναγόντων επί του οικοπέδου τους (συγκυριότητα κατά το αναλογούν σε κάθε οριζόντια ιδιοκτησία ποσοστό), καθόσον το επίδικο γεωτεμάχιο (./………), που συνιστά τμήμα του όλου οικοπέδου των εναγόντων, εσφαλμένα καταχωρίστηκε στην κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Συνακόλουθα, κατόπιν ορθής εκτίμησης των αποδείξεων η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσιαστικά βάσιμη απορριπτομένων του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου και του τρίτου λόγου έφεσης με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο, εν συνεχεία δε αναγνωρίστηκε η συγκυριότητα των εναγόντων στο επίδικο γεωτεμάχιο, με τίτλο κτήσης την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και διατάχθηκε η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε το οικόπεδο των εναγόντων, που αποτελείται από δύο γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ……… και ………, να αποτυπωθεί ενιαίως, όπως αυτό εμφαίνεται με τα περιμετρικά αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α στο από Νοέμβριο 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος μηχανικού ……………., να δημιουργηθεί ένα νέο κτηματολογικό φύλλο με ξεχωριστό ΚΑΕΚ (με τίτλους κτήσης, τους ήδη αναφερόμενους στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……… και την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003) και να δημιουργηθούν κτηματολογικά φύλλα για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των εναγόντων στο νέο ενιαίο γεωτεμάχιο, στα οποία θα καταχωριστούν τα στοιχεία και τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγόντων σε αυτές, όπως είναι καταχωρισμένες στα κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ ……….. Μη απομένοντος άλλου λόγου της υπό κρίση έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της 2022/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19.7.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ