ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
τμήμα 2ο
Αριθμός απόφασης : 555 / 2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τμήμα 2ο)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) Της ανώνυμης εταιρείας …………… και 2) …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους Δικηγόρο Θεοδώρα Καπαρού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Δημήτριο Ρίζο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ………./2016 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2133/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 7-5-2019 και …………/2020 έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε και αναφέρθηκαν στις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 7-5-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς …………../2020 έφεση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αρ. 2133/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την αγωγή με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (διαφορές από δημοσίευμα άρθρο 614 παρ. 7 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει η επίδοση της απόφασης (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ….. e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Με τηn από 12-12-2016 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ………../2016 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι στο φύλλο της 14ns Φεβρουαρίου 2015 της εβδομαδιαίας εφημερίδας «…..», της οποίας ιδιοκτήτρια είναι η πρώτη εναγόμενη εταιρία και εκδότης και διευθυντής ο δεύτερος εναγόμενος, δημοσιεύθηκαν ψευδή και συκοφαντικά γι’ αυτόν γεγονότα, τα οποία έπληξαν το κύρος, την τιμή και την υπόληψη του ως υποστράτηγου της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία και Πρόεδρου του ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….». Ότι παρόλο που κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη την από 5-9-2016 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, δια της οποίας ζητούσε την αποκατάσταση της προσβολής του, οι εναγόμενοι δεν ανασκεύασαν τις σε βάρος του συκοφαντικές διαδόσεις. Ότι η συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία πληροί την ειδική υπόσταση των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου και της παραβίασης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, πρόσβαλε την προσωπικότητα του και του προκάλεσε ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού, με τις έγγραφες προτάσεις του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, περιορισμού (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ) του αιτήματος της αγωγής στο σύνολο του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 100.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού απέρριψε ως αόριστη τη βάση αυτής κατά το μέρος που αφορούσε τις διατάξεις του 2472/1997, και τα παρεπόμενα αιτήματα προσωρινής εκτελεστότητας, προσωπικής κράτησης και καταχώρησης περίληψης της απόφασηςεντός 10 ημερών από την επίδοση της στους εναγόμενους μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκου αναγνωριστικού, έκανε δεκτή την αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο εκκαλούντες για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας γεννάται αξίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ., που εφαρμόζονται και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη ΑΠ 1431/2017, 1422/2017, 1222/2016, 343/ 2016, 611/2015, ΕφΘεσ 1220/2017, ΕφΠειρ 228/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσβολή τιμής και υπόληψης προσώπου με τις διακρίσεις των άνω διατάξεων μπορεί να προέλθει και από δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη ελευθερία του τύπου (άρθρο 14 § 1 του Συντάγματος) υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου που καθιστούν μη ανεκτή την προσβολή της τιμής και υπόληψης ατόμου με δημοσιεύματα δυσφημηστικά ή εξυβριστικά για το άτομο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 § α”- δ’ Π.Κ. το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (Π.Κ. 367), για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. Α.Κ. Επομένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου, εκτός αν περιέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως (άρθρο 367 § 2) . Τέτοιος σκοπός θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε, το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την έλλειψη αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή άλλου. Η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 § 1 του Π.Κ. αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό (ένσταση) της αγωγής του ατόμου που προσβλήθηκε στην προσωπικότητα του. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, (άρθρο 367 § 1γ ΠΚ) που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου έχουν τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1251/2015 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως ο δημοσιογράφος οφείλει να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευσή τους την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων, που κοινολογεί σε βάρος ενός προσώπου, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσο άσκησης του έργου της ενημέρωσης. Συνεπώς αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δηλαδή τα γεγονότα που αναφέρονται δεν είναι αληθή, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου λόγω του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης δεν αίρεται (ΑΠ 1587/2017, ΑΠ 179/2011, ΑΠ 576/2006, ΕφΑθ 422/2016, ΕφΑθ 272/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος κατά το άρθρο μόνο του ν.1178/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τους νόμους 1941/1991 και 2243/1994, ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, οι οποίες υπαιτίως προξενήθηκαν με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του εντύπου (§1).Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται έτσι σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, και ακόμα σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή με καταψηφιστικό αίτημα, σε καταχώριση περίληψης στην εφημερίδα αυτή (§6). Η ευθύνη συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, του εκδότη ή διευθυντή σύνταξης του εντύπου οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 271/2012, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού), καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «…..» που εδρεύει στον Πειραιά επί της ………. Η πρώτη εναγόμενη εταιρία είναι ιδιοκτήτρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας «………..» και ο δεύτερος εναγόμενος εκδότης και διευθυντής αυτής. Στο υπ’ αριθ. ….. φύλλο της ως άνω εφημερίδας, με ημερομηνία κυκλοφορίας την 14 Φεβρουαρίου 2015, δημοσιεύθηκε το ακόλουθο άρθρο που έφερε τον τίτλο eBusiness και βόμβες», το οποίο, μεταξύ άλλων, αφορούσε και το πρόσωπο του ενάγοντος και συγκεκριμένα ανέφερε: «Οι business της εταιρίας των αδελφών …., της ………., την περίοδο 2007 – 2013 έφεραν καθαρά κέρδη άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ και δημιούργησαν συνολικό τζίρο που υπερβαίνει τα 75 εκατομμύρια ευρώ, με αποτέλεσμα να διανεμηθούν στους μετόχους της συνολικά μερίσματα 16,597 εκατ. ευρώ. Η ………., συμφερόντων του …………., το έτος 2013 είχε τζίρο 15,475 εκατομμυρίων ευρώ, κέρδη προ φόρων 694,85 χιλιάδων ευρώ και απέδωσε στους μετόχους 513.000 ευρώ. Η προσπάθεια ανταγωνιστικής εταιρίας των δύο παραπάνω ομίλων να εισέλθει στην προσοδοφόρο αυτή αγορά «συνέπεσε» με βομβιστική επίθεση στα γραφεία της! Το 2008 εξερράγη εκρηκτικός μηχανισμός σε τριώροφο κτίριο στην οδό ………, όπου στεγάζονταν τα γραφεία εταιρίας συμφερόντων του ……… Άμεση εμπλοκή στη διερεύνηση της κακουργηματικού χαρακτήρα υπόθεσης τοποθέτησης αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού στην εταιρία του εν λόγω επιχειρηματία εμφανίζεται να έχει ο ………., κορυφαίο στέλεχος της εταιρίας ……. ……… που βρίσκεται πίσω από τη σκανδαλώδη επένδυση στη Δραπετσώνα. Ο ……., πρώην αστυνομικός στον Πειραιά, που είχε απασχολήσει την επικαιρότητα με την εμπλοκή του στο παρελθόν σε πολύ μεγάλη υπόθεση ναρκωτικών, η οποία τον οδήγησε στην έξοδο από το Σώμα, διατηρεί στενές επαφές με το ………, ενώ έχει καθοριστικό ρόλο στην επένδυση της Δραπετσώνας. Σύμφωνα με σχετική δικογραφία που έχει υποβάλει το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής προς την Εισαγγελία του Πειραιά, ο ……… σχετίζεται άμεσα με τον ………, ο οποίος φέρεται ως ο βασικός κατηγορούμενος για την έκρηξη αυτοσχέδιου μηχανισμού στο επί της οδού ……… κτίριο, όπου στεγάζονταν εταιρίες του …. … (πρώην πεθερός του απελθόντος δημάρχου …………) στον Πειραιά, τα ξημερώματα της 24-12-2008». Το ανωτέρω δημοσίευμα, του οποίου ο συντάκτης δεν αναφέρεται και παραμένει άγνωστος, εμπεριέχει δυσφημιστικούς για τον ενάγοντα ισχυρισμούς, όπου αναφέρεται σε «άμεση εμπλοκή στη διερεύνηση της κακουργηματικού χαρακτήρα υπόθεσης τοποθέτησης αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού στην εταιρία του εν λόγω επιχειρηματία εμφανίζεται να έχει ο ……… …., ………….», «ο ………., πρώην αστυνομικός στον Πειραιά, που είχε απασχολήσει την επικαιρότητα με την εμπλοκή του στο παρελθόν σε πολύ μεγάλη υπόθεση ναρκωτικών, η οποία τον οδήγησε στην έξοδο από το Σώμα…» και «σύμφωνα με σχετική δικογραφία που έχει υποβάλει το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής προς την Εισαγγελία του Πειραιά, ο ………… σχετίζεται άμεσα με τον ……….., ο οποίος φέρεται ως ο βασικός κατηγορούμενος για την έκρηξη αυτοσχέδιου μηχανισμού στο επί της οδού …………. κτίριο όπου στεγάζονται εταιρίες συμφερόντων του ………..», οι οποίες είναι αντικειμενικά πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Αντίστοιχο και εκτενέστερο άρθρο είχε προηγηθεί στο φύλλο της ίδιας εφημερίδας της 23ης Αυγούστου 2014 , με τίτλο «Σκάνδαλο ……. Επίθεση σε βόμβες με άνθρωπος του ……», το οποίο υπέγραφε ο δημοσιογράφος ……….. Στο δημοσίευμα αυτό περιεχόταν οι ίδιες φράσεις αυτούσιες : «άμεση εμπλοκή στη διερεύνηση της κακουργηματικού χαρακτήρα υπόθεσης εμφανίζεται να έχει ο ………..»,…. «που είχε απασχολήσει την επικαιρότητα με την εμπλοκή του στο παρελθόν σε πολύ μεγάλη υπόθεση ναρκωτικών, η οποία του στέρησε την έξοδο από το σώμα…….¨». Ακόμα αναφερόταν ότι ο ενάγων σχετιζόταν άμεσα με τον βασικό κατηγορούμενο …………. Για να καταδειχθεί η άμεση αυτή εμπλοκή γινόταν εκτενής αναφορά στις κλήσεις των κινητών τηλεφώνων του παθόντος, του ενάγοντος και του ………. και ειδικότερα ότι ο παθών …….. ….. είχε δεχθεί απειλητική κλήση από τηλεφωνικό αριθμό κινητού τηλεφώνου αγνώστου, με τον οποίο είχε επικοινωνήσει και ο ……….., ο οποίος είχε επικοινωνήσει πολλές φορές με τον ενάγοντα. Γινόταν αναφορά επίσης στην κατάθεση του ενάγοντος, ο οποίος είχε επιβεβαιώσει τις τηλεφωνικές του επικοινωνίες με τον … ….., τις οποίες απέδιδε σε προγενέστερη γνωριμία τους στην αστυνομία. Κατά το ίδιο δημοσίευμα, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος, όπως και του ……… δεν έγιναν πιστευτοί από την έκθεση που παραδόθηκε στον εισαγγελέα, «κατά την οποία σημαντικό στοιχείο που εντοπίζεται αφορά τη διαφαινόμενη στενή σχέση του ………. με τον ……… από υψηλή συχνότητα επικοινωνιών μεταξύ τους, αλλά και την ανάπτυξη πολλών ιδίων επαφών που επικοινωνούν αμφότεροι επίσης για πόρισμα το οποίο διαπίστωνε την υψηλή συχνότητα επαφών του ενάγοντος μετ τον ………..». Ο ενάγων είχε διαμαρτυρηθεί για το δημοσίευμα αυτό με την από 27.9.2014 εξώδική δήλωσή του. Άσκησε επίσης σε βάρος των εναγόμενων και του …….. στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά την από 31.10.2014 και με αρ. καταθ. ……./2014 αγωγή του, απόφαση επί της οποίας δεν προσκομίζουν οι διάδικοι. Συνεπώς το παρόν δημοσίευμα της 14.2.2015 χωρίς να προκύπτει ο συντάκτης του, αποτελεί εν μέρει αναπαραγωγή του προγενέστερου δημοσιεύματος, χωρίς την εκτενή αναφορά που κάνει αυτό. Τα όσα όμως αναφέρονται στο επίδικο δημοσίευμα (όπως και στο προγενέστερο), είναι, όπως εκτέθηκε, πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Ειδικότερα η φράση που αναφέρεται στην «άμεση εμπλοκή στη διερεύνηση» στην υπόθεση της τοποθέτησης εκρηκτικού μηχανισμού υποδηλώνει ότι ο ενάγων ήταν με κάποιο τρόπο συμμέτοχος στην υπόθεση αυτή, με την έννοια τουλάχιστον του συνεργού («εμπλοκή» : σημασία πρώτη = η συμμετοχή, η ανάμειξη σε υπόθεση, συνώνυμο : το μπλέξιμο, βλ. Γ. Μπαμπινώτη, το Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας 1998 σ.603). Η παραδοχή αυτή επιτείνεται με την επόμενη φράση που αναφέρεται στο ίδιο περιστατικό, ότι ο ενάγων σχετίζεται άμεσα με τον …….., ο οποίος φέρεται ως ο βασικός κατηγορούμενος για την έκρηξη αυτοσχέδιου μηχανισμού, δηλαδή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο ενάγων ήταν συμμέτοχος, συνεργός του προηγούμενου. Η έννοια της εμπλοκής δεν εξηγείται καθόλου στο παρόν δημοσίευμα, ενώ στο προηγούμενο γινόταν αναφορά στις τηλεφωνικές επαφές του ενάγοντος με τον ……….. Όμως οι τηλεφωνικές αυτές επαφές εξηγούνται από την γνωριμία του ενάγοντος με τον ……….. από το χώρο της αστυνομίας, όπως είχε καταθέσει ο ίδιος (το οποίο παρουσιαζόταν στο άρθρο της 14.8.2014) και δεν οδηγούν στο συμπέρασμα «εμπλοκής», (τόσο στο προγενέστερο και κυρίως στο επίδικο δημοσίευμα), ήτοι συμμετοχής του ενάγοντος σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη, καθώς ο ενάγων κλήθηκε μόνο ως μάρτυρας στην συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. απόσπασμα του διαβιβαστικού της ποινικής δικογραφίας με υπόπτους τους …….. και ……..), χωρίς να προκύπτει κάτι άλλο από την ποινική δικογραφία, η οποία είχε συνταχθεί στις 10.1.2011. Άλλωστε ο ενάγων είχε και φιλικές σχέσεις και συνεργαζόταν με τον επιχειρηματία ……., που ήταν ο ουσιαστικά παθών από την έκρηξη της αυτοσχέδιας βόμβας. Εξάλλου ο ενάγων είχε πράγματι εμπλακεί στο παρελθόν σε υπόθεση ναρκωτικών, εξαιτίας της οποίας αποτάχθηκε από το σώμα της αστυνομίας, υπόθεση που είχε λάβει χώρα το έτος 1992, όταν έφερε τον βαθμό του, Αστυνόμου Β’. Όμως είχε κατηγορηθεί μόνο για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, από το οποίο αθωώθηκε αμετάκλητα δυνάμει της υπ’ αριθ. 606/1997 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κι ενώ ως συνέπεια της υπόθεσης αυτής είχε αποταχθεί αρχικά από την Ελληνική Αστυνομία (βλ. το από 12-11-1997 Προεδρικό Διάταγμα) αφού αθωώθηκε επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία του Σώματος με το π.δ., της 27-5-2004 και τελικά αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Υποστράτηγου. Το επίδικο δημοσίευμα, ενώ αναφέρεται στο αληθές περιστατικό της εμπλοκής του ενάγοντος σε ποινική υπόθεση και της εξόδου του από το σώμα, παραλείπει τα κρίσιμα μεταγενέστερα γεγονότα της αθώωσής του και επανόδου του στην υπηρεσία. Σημειώνεται ότι το ίδιο θέμα της βομβιστικής επίθεσης είχε παρουσιαστεί και από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «…….» (……..), στο άρθρο αυτού της 13.3.2011 με τίτλο «αστυνομικοί έβαζαν βόμβες». Στο άρθρο αυτό χωρίς να αναφέρονται ονόματα γίνεται η εξής αναφορά στον ενάγοντα : «ένας από τους αποδέκτες των κλήσεων ήταν πρώην υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος είχε κατηγορηθεί τη δεκαετία του 1990 για υπόθεση ναρκωτικών, είχε προφυλακιστεί, αλλά τελικώς αθωώθηκε. Ο πρώην αξιωματικός είχε τα τελευταία χρόνια αναλάβει σημαντικό ρόλο σε ναυτιλιακή επιχείρηση του Πειραιά. Κλήθηκε να καταθέσει τον Νοέμβριο του 2010 στην Ασφάλεια Αττικής και δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν θυμάται ποιός είναι ο κάτοχος του ύποπτου καρτοκινητού ούτε κάτι για το περιεχόμενο της επίμαχης κλήσης». Δηλαδή στο δημοσίευμα αυτό αναφέρεται χωρίς να κατονομαστεί ο ενάγων ως πρώην υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., γίνεται όμως αναφορά τόσο στην μεταγενέστερη αθώωσή του στην παλαιότερη υπόθεση ναρκωτικών, όσο και στην κατάθεση που έδωσε για την κλήση που είχε δεχθεί, παρουσιάζοντας την άποψή του. Συνεπώς το επίδικο δημοσίευμα της εφημερίδας ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης (της 14.2.2015) εκτός από το ότι είναι δυσφημιστικό για τον ενάγοντα, παραλείπει κρίσιμα πραγματικά περιστατικά μη αποδίδοντας την πλήρη αλήθεια, ώστε να εμφανίζεται η αναληθής εικόνα για τον ενάγοντα ότι εμπλέκεται σε παράνομες υποθέσεις, έχοντας καταδικασθεί από Δικαστήριο μία φορά. Ο συντάκτης του δημοσιεύματος είναι άγνωστος (ενδεχομένως είναι ο ίδιος που υπογράφει αυτό της 20.8.2014, αλλά αυτό δεν προκύπτει), όμως ο πρώτος εναγόμενος ως εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας της πρώτης εναγόμενης και υπεύθυνος για την επιμέλεια της ύλης αυτής, γνώριζε το περιεχόμενο του εν λόγω δημοσιεύματος πριν αυτό να καταχωρηθεί στην εφημερίδα και ενέκρινε την δημοσίευσή του, γνωρίζοντας και αποδεχόμενος ότι με το επίδικο δημοσίευμα δυσφημείτο ο ενάγων. Με δεδομένο δε ότι είχε προηγηθεί τόσο η από 27.8.2014 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, με την οποία μάλιστα εφιστούσε στην δόλια απόκρυψη της μεταγενέστερης αθώωσής του, όσο και η προγενέστερη αγωγή του, είναι σαφές ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε και επιδίωκε τη διάδοση αναληθών γεγονότων (εμπλοκή του ενάγοντος, ενώ ήταν μόνο μάρτυρας/καταδίκη έξοδός του από την αστυνομία, ενώ αθωώθηκε και επανήλθε σ΄αυτή). O ανώνυμος συντάκτης του δημοσιεύματος, αλλά και ο πρώτος εναγόμενος δεν τήρησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου καθώς δεν επιχείρησαν, πριν τη δημοσίευση του συγκεκριμένου άρθρου, να διασταυρώσουν τις πληροφορίες και να ελέγξουν τη βασιμότητά τους, ήτοι να πληροφορηθούν την πορεία της εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης, για τη βομβιστική επίθεση, όπως και να ζητήσουν την άποψη του ενάγοντος (την οποία είχε ζητήσει και επισυνάψει το άρθρο της εφημερίδας «………»). Συνεπώς και ο πρώτος εναγόμενος με τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου της 14.2.2015 ενήργησε εν γνώσει με σκοπό να τρωθεί η τιμή και η υπόληψη του ενάγοντος. Η ανωτέρω ενέργεια πληροί τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης και επομένως, ανεξαρτήτως του δόλου του πρώτου εναγόμενου (που συντρέχει όπως αμέσως προεκτέθηκε) δεν χωρεί έναντι αυτής η ένσταση που προέβαλαν οι εναγόμενοι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναλαμβάνουν με σχετικό λόγο έφεσης, σύμφωνα με την οποία το ως άνω επίμαχο δημοσίευμα αιτιολογείται απόλυτα από την ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος πληροφόρησης και ενημέρωσης της κοινής γνώμης (άρ. 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η αντένσταση που υπέβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο ενάγων και επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις του επί της έφεσης. Τα ανωτέρω αναληθή και δυσφημιστικά για τον ενάγοντα γεγονότα έγιναν γνωστά σε ευρύ κύκλων προσώπων, καθώς η εφημερίδα «………..» εκδίδεται κάθε Σάββατο και είναι πανελλήνιας κυκλοφορίας παρέχοντας ενημέρωση για θέματα της τρέχουσας ειδησεογραφίας και επικαιρότητας. Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία είναι ιδιοκτήτρια της εφημερίδας αυτής, ώστε εφόσον διαπιστώθηκε υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου εκδότη αυτής ενεργοποιείται η γνήσια αντικειμενική της ευθύνη. Επομένως ο ενάγων-εφεσίβλητος δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του, εξαιτίας της συκοφαντικής δυσφήμησης από πλευράς των εναγομένων-εκκαλούντων. Λαμβάνοντας υπόψη το είδος και την έκταση της προσβολής, και ιδίως τη δημοσιότητα που έλαβε, το βαθμό της υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου, της επαγγελματικής υπόστασης του ενάγοντος και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, κρίνεται ότι πρέπει να επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος – εφεσιβλήτου το ποσό των 10.000 €, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον οι εναγόμενοι, ποσό το οποίο ενόψει των άνω κριτηρίων, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας κρίνεται επαρκές για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Tο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε μόνο ενδεχόμενο δόλο, ώστε τέλεσε απλή δυσφήμηση σε βάρος του ενάγοντος, και απέρριψε την ένσταση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, δεχόμενο ότι υπήρξε σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος. επιδικάζοντας όμως τον ποσό των 10.000 € έκρινε ορθά κατ΄ αποτέλεσμα, ώστε οι σχετικοί λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται ότι αφού δεν θίγεται το διατακτικό και η ισχύς του δεδικασμένου, δεν καθίσταται από τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης δυσμενέστερη η θέση των εκκαλούντων (βλ. ΕφΑθ 435/2009 ΕΦΑΔ 2009.456). Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 ΚΠολΔ). Τέλος σε βάρος των εκκαλούντων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 183 και 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 14.9.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ