Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 566/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 2ο

Αριθμός  απόφασης :  566/ 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 2ο)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ  ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : …………..  η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Νικόλαο Αγαπηνό (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: : …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της Δικηγόρο Μαρία Καρανάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την  από 28-02-2013 (ΑΚΔ ……../2013)  αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4300/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα  με την από   08-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς  …………/2020  έφεσή της,   η οποία  προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο,  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε και αναφέρθηκαν στις   προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 08-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς …………/2020  της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της με αρ. 4300/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία,  έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει η επίδοση της απόφασης (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον έχει  κατατεθεί από την εκκαλούσα   το  νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……….. e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην από 28-02-2013 (αρ. καταθ. ………../2013) αγωγή της,  επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  η εναγόμενη υπέβαλε την  από 12.3.2010 αναληθή αναφορά της προς την Διεύθυνση Αλληλεγγύης της Νομαρχίας Πειραιά ισχυριζόμενη ότι η εναγόμενη δεν πληρεί τις προϋποθέσεις χορήγησης επιδόματος λόγω ασθένειας και είχε εξαπατήσει τις δημόσιες αρχές, όπως αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή της. Ότι από την ψευδή και συκοφαντική καταγγελία αυτή της εναγόμενης έχει υποστεί  ηθική βλάβη και ζήτησε,  αφού αφαιρεθεί το ποσό των 10 ευρώ, για να το εισάγει στην αστική δική, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 40.000 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της εναγομένης, διάρκειας έξι μηνών, λόγω της αδικοπραξίας και ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4300/2017 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης το ποσό των 2.000,00 €, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, και καταδίκασε την  εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη με την  έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας  γεννάται αξίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Προσβολή  μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η  εξύβριση, απλή  ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ., που εφαρμόζονται και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. όποιος  με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη ΑΠ 1431/2017, 1422/2017, 1222/2016,  343/ 2016, 611/2015, ΕφΘεσ 1220/2017, ΕφΠειρ 228/2016  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).   Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 § α”- δ’ Π.Κ. το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (Π.Κ. 367), για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. Α.Κ. Επομένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου   της  επιζήμιας  συμπεριφοράς  ως  όρος  της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου, εκτός αν περιέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης (άρθρο 367 § 2). Τέτοιος σκοπός θεωρείται ότι  υπάρχει,  όταν ο τρόπος εκδήλωσης δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε, το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την έλλειψη αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή άλλου, περιστατικά που προτείνονται, κατ` αντένσταση, από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 Π.Κ. , η οποία μπορεί να περιέχεται και στο δικόγραφο της αγωγής, καθ` υποφοράν, χωρίς προβολή ειδικού αιτήματος (ΑΠ 753/2020,  ΑΠ 762/2019, ΑΠ 192/2018, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 599/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο  του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού)  και απ’ όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και μεταξύ αυτών τα πρακτικά και η απόφαση επί της  ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε (με αρ. 1314,1381/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου πλημμελημάτων Πειραιώς, που έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη με την με αρ. 1887/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου) με την επισήμανση ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό δεν  δεσμεύεται από τις αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων, επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση ιδίως επί αθωωτικής απόφασης (Ολ ΑΠ 4/2020),  αποδείχθηκαν  τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :   Οι διάδικοι έχουν μακρά  αντιδικία αστικής φύσεως  που σχετίζεται με θέματα συνιδιοκτητών της οικοδομής επί της οδού ………… Πειραιά. Στα πλαίσια της αντιδικίας αυτής η ενάγουσα επικαλέσθηκε πρόβλημα υγείας   της και ειδικότερα προσκόμισε την με αριθμό 1055/15/26-2-2007 απόφαση της πρωτοβάθμιας υπηρεσιακής υγειονομικής επιτροπής με την οποία κρίθηκε   ανάπηρη, ως καρκινοπαθής, (αδενοπάθεια αριστερής ωοθήκης ολική υστερεκτομή και επιπλεκτομή)  με ποσοστό αναπηρίας 67 % και ανίκανη για εργασία. Με την με αρ.  1835/16-3-2007 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιά – Δ/νση Πρόνοιας  – Τμήμα Παροχής Κοινωνικών Υπηρεσιών, χορηγήθηκε στην ενάγουσα  μηνιαίο χρηματικό επίδομα 230 € μηνιαίως.  Η  εναγόμενη  αμφισβητώντας την χορήγηση του άνω επιδόματος στην ενάγουσα υπέβαλε την από 27-2-2010 διαμαρτυρία – καταγγελία της (αρ.πρωτ. …../12.3.2010) προς την  άνω υπηρεσία της  Νομαρχίας Πειραιά (Δ/νση Κοινωνικής Αλληλεγγύης / Τμήμα Παροχής Κοινωνικών Υπηρεσιών σε Άτομα με Πολλαπλές Αναπηρίες) κοινοποιούμενη στον τότε Νομάρχη Πειραιά, ………., καθώς και τον τότε Αντινομάρχη, ……… Στην καταγγελία αυτή  επικαλείται  ως  έννομο συμφέρον τη  δικαστική αντιδικία της με την ενάγουσα και την ιδιότητά της ως φορολογούμενου πολίτη και ότι έλαβε γνώση των προαναφερόμενων εγγράφων από την ίδια την ενάγουσα που προσκόμισε αυτά σε δίκες μεταξύ τους,  ισχυριζόμενη πως τυγχάνει δια βίου ανάπηρη, ανίκανη προς εργασία και οικονομικά ασθενής. Επί λέξει αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «….Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, εξ όσων γνωρίζω τόσο από τα έγγραφα που αφορούν τη δικογραφία και τις έρευνες του δικηγορικού γραφείου το οποίο χειρίζεται τις υποθέσεις μου, όσο και από το γεγονός ότι διαμένω στην ίδια πολυκατοικία με την αντίδικη μου από το 1980, μπορώ να κρίνω και να εκφέρω τη γνώμη μου, ότι οικονομικά αυτή δεν έχει ανάγκη τέτοιου οικονομικού βοηθήματος και τα στοιχεία που διαθέτω είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση σας. Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι αποτελεί επιλογή της να μην εργάζεται, αν και μπορεί, ως τοπογράφος μηχανικός. Σε αυτούς τους χαλεπούς από κάθε άποψη, κυρίως όμως οικονομικά καιρούς που ζούμε, ως πολίτης και μάλιστα φορολογούμενος, διαμαρτύρομαι για την πρακτική κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος και σας καλώ να μην ξοδεύεται το δημόσιο χρήμα σε δήθεν ανάπηρους και δήθεν οικονομικά ασθενείς, αλλά σε αυτούς που πραγματικά είναι.  Με την παρούσα μου καταγγέλλω την πρακτική της εν λόγω «δικαιούχου» και σας καλώ να επανεξετάσετε το θέμα αυτό, μια που πλησιάζει  η   λήξη  της  τρίχρονης  ισχύος  της  γνωμάτευσης της υγειονομικής επιτροπής. Υποβάλλω το αίτημα και ζητώ να επανεξετασθεί το θέμα της (τυχόν) ανανέωσης της Απόφασης και της συνέχισης καταβολής του εν λόγω επιδόματος. Είναι κρίμα και άδικο να σας εξαπατούν ενδεχομένως κάποιοι (ελάχιστοι θέλω να πιστεύω) επιτήδειοι πολίτες με δήθεν δικές τους ανάγκες και να στερούνται των στοιχειωδών έστω παροχών άνθρωποι με αντικειμενικά σοβαρά προβλήματα υγείας και πραγματικά οικονομικά εξαθλιωμένοι…….Ωστόσο  τα τρία τελευταία χρόνια τουλάχιστον η εν λόγω δραστηριοποιείται κοινωνικά και οικονομικά ως πλήρως ελεύθερη νόσου (τα στοιχεία στη διάθεση σας). Εύχομαι για όλους, εκείνης συμπεριλαμβανομένης, υγεία που είναι τόσο πολύτιμη. Η εξαπάτηση όμως αφορά άλλο θέμα και θα πρέπει να το ερευνήσετε με προσοχή, ιδιαίτερα σε μια εποχή που το κάθε ευρώ είναι πολύτιμο για τα δημοσιονομικά της Χώρας μας και δεν προσφέρεται η εποχή για χαριστικές πράξεις». Στην καταγγελία της αυτή  η εναγόμενη εστιάζει στα  οικονομικά της ενάγουσας και αν δικαιούται αυτή να λαμβάνει το συγκεκριμένο επίδομα, δεν εκφράζει όμως μόνο την απορία της, αλλά αναφέρει η ίδια με βεβαιότητα ότι η ενάγουσα δεν έχει ανάγκη του επιδόματος αυτού, με στοιχεία που μπορεί να προσκομίσει στη διάθεση της υπηρεσίας, καθώς, όπως αναφέρει είναι επιλογή αυτής να μην εργάζεται κι έχει ικανή προσοδοφόρα περιουσία. Ακόμα ενώ σε προηγούμενη παράγραφο έχει αναφέρει  ότι το πρόβλημα υγείας της ενάγουσας είναι δύσκολο οδυνηρό, σωματικά και ψυχολογικά και ότι το κατανοεί ως γυναίκα, καταλήγει στο τέλος «τα τρία τελευταία χρόνια τουλάχιστον η ανωτέρω δραστηριοποιείται κοινωνικά και οικονομικά ως πλήρως ελεύθερη νόσου («τα στοιχεία στη διάθεσή σας»)», υποδηλώντας  ότι πλέον  το πρόβλημα υγείας της ενάγουσας δεν συνεχίζεται και δεν δικαιολογεί τη λήψη του οικονομικού επιδόματος. Με τις εκφράσεις  επίσης «δήθεν ανάπηροι», «επιτήδειοι πολίτες»,  ιδιότητες που δεν αποδίδει ευθέως στην ενάγουσα,  υπονοεί ότι αυτή  λαμβάνει το σχετικό επίδομα κατόπιν εξαπάτησης των αρμοδίων υπηρεσιών. Όμως η καταβολή του άνω επιδόματος σε άτομα βαριάς αναπηρίας δεν εξαρτάτο από οικονομικά κριτήρια, καθώς σύμφωνα με το άρθρο μόνο της ΥΑ Γ4β//1989 (ΥΑ Γ4β/Φ 32/οικ.591 ΦΕΚ Β 174 1989) «Τα άτομα με ειδικές ανάγκες εντάσσονται στα προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης που εφαρμόζουν οι περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν.Ασφαλίσεων, εφόσον πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπουν οι σχετικές προγραμματικές αποφάσεις, ανεξάρτητα από το ύψος του ατομικού ή οικογενειακού επιδόματός τους», το δε άρθρο   1της ΚΥΑ  Γ4β/Φ 32/οι.3298/87 (ΦΕΚ 39/88 τ.Β΄), σχετικά με τα κριτήρια οικονομικής αδυναμίας καταργείται. Επίσης η  εναγόμενη δεν επικαλείται τα στοιχεία, που όπως ισχυρίζεται διαθέτει για την κατάσταση της υγείας της ενάγουσας («τα στοιχεία στη διάθεσή σας») για το ότι αυτή δραστηριοποιείτο, όπως ισχυρίζεται  ως ελεύθερη νόσου.  Ως συνέπεια της  καταγγελίας αυτής της εναγόμενης η Νομαρχία Πειραιά, με το με αριθμό ……/18-3-2010 έγγραφο προς την προϊσταμένη της Δ/νσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ζήτησε τον επανέλεγχο των δικαιολογητικών, με βάση τα οποία εκδόθηκε η με αριθμό ΚΑ 1835/16-3-2007 απόφαση, καθώς και την αποστολή του σχετικού φακέλου στη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή για επανέλεγχο, με ταυτόχρονη ενημέρωση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, ενώ, παράλληλα, το κοινοποίησε στους Επιθεωρητές του ΣΕΥΥΠ για να πραγματοποιήσουν και εκείνοι έλεγχο αναφορικά με τη σύννομη ή όχι χορήγηση του επιδόματος στην ενάγουσα. Η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, μετά το διενεργηθέντα επανέλεγχο, εξέδωσε την με αριθμό 682/30/23-4-2010 απόφαση, που έκρινε την ενάγουσα, ως πάσχουσα από καρκίνο, ανάπηρη με το ίδιο ως άνω ποσοστό αναπηρίας (67 %) και ανίκανη προς εργασία. Κατόπιν, εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου ΚΑ 4153/14-5-2010 απόφαση της Δ/νσης Κοινωνικής – Αλληλεγγύης, με την οποία τροποποιήθηκε η προγενέστερη απόφαση με αριθμό ΚΑ 1682/1-3-2010 (που είχε εκδοθεί εν τω μεταξύ), ως προς το χρονικό σημείο λήξης χορήγησης του σχετικού επιδόματος, που ορίστηκε στις 22-4-2012, ενώ διατηρήθηκε το ποσό των 290 €.  Η υπηρεσία απάντησε επίσης στην εναγόμενη ότι  : «Σε απάντηση του ανωτέρω σχετικού και σ΄ό,τι αφορά το σκέλος αρμοδιοτήτων της υπηρεσίας μας, σας γνωρίζουμε ότι από τον έλεγχο των δικαιολογητικών της αναφερόμενης επιδοτούμενης από το πρόγραμμα Βαριάς Αναπηρίας δεν ευρέθησαν στοιχεία παρέλκυσης του εν λόγω επιδόματος. Σημειώνουμε ότι το ποσοστό αναπηρίας χορηγείται από τις Υγειονομικές Επιτροπές και η Υπηρεσία μας εξετάζει τις λοιπές προϋποθέσεις θεμελίωσης χορήγησης του δικαιώματος.» Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δικαιούνταν το χορηγούμενο επίδομα, είχε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις να το λαμβάνει και σε καμία περίπτωση δεν είχε εξαπατήσει τις αρμόδιες διοικητικές αρχές. Η αναφορά της εναγόμενης ότι η ενάγουσα διέθετε ικανή περιουσία δεν αναιρούσε τη λήψη από αυτή του επιδόματος, ενώ επιπλέον η  αναφορά της ότι η ενάγουσα κινείτο ως  «ελεύθερη νόσου» δεν υποστηριζόταν από τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία (τί εννοούσε η εναγόμενη «τα στοιχεία στη διάθεσή σας»,  διέθετε φωτογραφίες ή άλλο υλικό) και ήταν ψευδής,  αφού η ίδια λόγω της συγκατοίκησης στην ίδια πολυκατοικία,  γνώριζε το πρόβλημα υγείας της ενάγουσας. Μόνο το γεγονός ότι η ενάγουσα παρίστατο σε Γενικές Συνελεύσεις της πολυκατοικίας ή προάσπιζε αυτοπροσώπως τα δικαιώματά της (έστω και  αποφεύγοντας την εκτέλεση δικαστικής απόφασης) δε σημαίνει ότι ήταν και «ελεύθερη νόσου» και δεν δικαιούντο του σχετικού επιδόματος. Εξάλλου, η καταγγελία της εναγόμενης δεν είχε  καμία επίδραση στην αστική της διαφορά με την ενάγουσα. Με την με αρ. 4892/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (η οποία επικυρώθηκε με την με αρ. 1057/2007 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς) η ενάγουσα είχε υποχρεωθεί  να καθαιρέσει  κατασκευές,  δωμάτιο και πέργκολα που είχε δημιουργήσει στο μπαλκόνι της, ενώ με την με αρ. 901/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  καταδικάσθηκε σε χρηματική ποινή για παραβάσεις της υποχρέωσης να ανεχθεί την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης, υποχρεώθηκε να καταβάλει χρηματικό  ποσό και απαγγέλθηκε σε βάρος της προσωπική κράτηση. Η εναγόμενη υπέβαλε την επίδικη καταγγελία της  στις 27-2-2010  2 ημέρες μετά την έκδοση της με αρ. 125/2010 απόφασης του  Εφετείου Πειραιώς (δημοσιεύθηκε στις 25.2.2010)  επί της τελευταίας απόφασης, που ουσιαστικά  έκλεισε την αντιδικία των διαδίκων, κι ενώ η ενάγουσα είχε ήδη συμμορφωθεί από τις 24.12.2008 με το διατακτικό της με αρ. 4892/2006 απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η ίδια δε η εναγόμενη παραδέχεται ότι η επίκληση από την ενάγουσα των προβλημάτων υγείας της δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο στην με αρ. 901/2009 απόφασή του, ούτε άσκησε άλλη   επιρροή στην αστική τους διαφορά.  Συνεπώς η καταγγελία της εναγόμενης ήταν προσβλητική και μειωτική  για την ενάγουσα, ψευδής εν μέρει (ότι κινείτο ελεύθερης νόσου), και δεν έγινε για την προστασία δικαιώματός της  ή εν γένει δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, αφού η καταγγελία αυτή ως μέσο  δεν ήταν εύλογη και αναγκαία για την προάσπιση των συμφερόντων της. Η χρήση των εκφράσεων …. καταγγέλλω την πρακτική της εν λόγω «δικαιούχου» «δήθεν ανάπηρους και δήθεν οικονομικά ασθενείς»…… επιτήδειοι πολίτες….. εξαπάτηση των αρμοδίων υπηρεσιών»……η εξαπάτηση είναι άλλο θέμα….   καταδεικνύει πρόθεση από πλευράς της εναγόμενης για προσβολή της τιμής και της υπόληψης της ενάγουσας, αφού  οι εκφράσεις αυτές είναι προσβλητικές για την προσωπικότητά της ενάγουσας, καθώς  οδηγούν  στην κρίση ότι είναι άτομο επιτήδειο και εξαπατά δημόσιες υπηρεσίες.  Την άνω καταγγελία   έλαβαν γνώση τους τα πρόσωπα, στα οποία κοινοποιήθηκε, ήτοι οι υπάλληλοι της Δ/νσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Νομαρχίας Πειραιά και εν γένει οι υπάλληλοι της τελευταίας που επιλήφθηκαν της διοικητικής υπόθεσης, ο Νομάρχης και ο Αντινομάρχης Πειραιά, τα μέλη των υγειονομικών (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας) επιτροπών. Κατόπιν αυτών, αποδεικνύεται πλήρως  ότι  με την επίδικη καταγγελία έχει προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη της ενάγουσας,   ενώ  πρέπει να απορριφθεί η ένσταση του άρθρου 367 του ΠΚ που επαναφέρει  η εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού η πράξη της έχει εν μέρει το χαρακτήρα συκοφαντικής δυσφήμησης (ανεξαρτήτως της κατάφασης του άμεσου δόλου αυτής) δεν θεμελιώνεται δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτής και προκύπτει επιπλέον σκοπός εξύβρισης της ενάγουσας. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτή η αντένσταση του άρθρου 367 παρ.2 α ΠΚ, που προέβαλε η εναγόμενη καθ΄υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής της και επαναφέρει με τις προτάσεις επί της έφεσης. Επισημαίνεται ότι με την με αρ. 1314,1381/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου πλημμελημάτων Πειραιώς, που έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη, κατόπιν απόρριψης αναίρεσης επ΄αυτής με την με αρ. 1887/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου,  η εναγόμενη καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης  6 μηνών για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, ενώ κηρύχθηκε απαράδεκτη η  συζήτηση της έφεσης για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ΄ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 9  παρ.2 του ν. 4411/2016. Επομένως, λόγω της αδικοπραξίας της εναγόμενης, η ενάγουσα  η τιμή και η υπόληψη προσβλήθηκε της οποίας με την επίδικη καταγγελία, έχει  αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή αυτή. Αν ληφθεί  υπόψη το είδος της προσβολής, η έκτασης της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος της εναγόμενης και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης  ανέρχεται στο ποσό των 2.000 €, που κρίνεται εύλογο και  σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται και κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία δικαιούται ο παθών από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 9/2015, 10/2017, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 9/2015, Νόμος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που  εν μέρει με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την παρούσα (ΚΠολΔ 534) δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει το άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε  και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης  προς εξέταση, αυτή  πρέπει να απορριφθεί  στο  σύνολο της. Σε βάρος της εκκαλούσας θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 183 και 176 ΚΠολΔ), ενώ τέλος   πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του παραβόλου των 100 € που προκατέβαλε η εκκαλούσα  στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης,  τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  16.9.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ