Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 579/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο  ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  579 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. Εκκαλούσας: εταιρίας με την επωνυμία «…………», …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη.

Εφεσίβλητων: 1) …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Πολιτάκη, με δήλωση και 2) εταιρίας με την επωνυμία «…………», ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Βλαχογιάννη, με δήλωση.

Β. Εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Δεληγιάννη.  Και

Εφεσίβλητης: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Πολιτάκη, με δήλωση.

Αντεκκαλούσας:  ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Πολιτάκη, με δήλωση.  Και

Αντεφεσίβλητων: 1) …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Δεληγιάννη και 2) εταιρίας με την επωνυμία «…………..», ………………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη.

Η ενάγουσα ……….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2015 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το τελευταίο, αφού πρώτα με τη μη οριστική απόφασή του 1813/2018 διέταξε την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο, με την οριστική του απόφαση 1655/2020 δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της τελευταίας, ο πρώτος εναγόμενος άσκησε την από 21.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 έφεση, η δεύτερη εναγόμενη (άσκησε) την από 18.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 έφεση και η ενάγουσα την από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 αντέφεση, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Οι ανωτέρω υποθέσεις, αφού εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο, συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας, ύστερα από δήλωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η ενάγουσα ……… ισχυρίστηκε με την από 12.3.2015 αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση στα πρακτικά (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.), ότι σε ηλικία 17 ετών, λόγω ύπαρξης μεγάλης ασυμμετρίας των δύο μαστών της, προέβη σε διορθωτική επέμβαση στον δεξιό μαστό, που διενεργήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο στο νοσοκομείο ………, εκμετάλλευσης της δεύτερης εναγόμενης – εταιρίας με την επωνυμία «………….». Ότι επειδή προέβη σε δίαιτα, από την οποία απώλεσε 38 κιλά, η ανισομαστία επανήλθε αυτή τη φορά στον αριστερό μαστό, ο οποίος ήταν εμφανώς μικρότερος. Ότι, στις 16.3.2010, σε ηλικία 21 πλέον ετών, εισήχθη στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο, προκειμένου ο πρώτος εναγόμενος να της τοποθετήσει ένθεμα σιλικόνης στο αριστερό μέρος του στέρνου. Ότι την επομένη της επέμβασης παρατήρησε πως ο αριστερός μαστός, στον οποίο χειρουργήθηκε, είχε παραμορφωθεί, ο πρώτος εναγόμενος δε, στον οποίο απευθύνθηκε, της σύστησε να κάνει μαλάξεις, ώστε το ένθεμα σιλικόνης να μεταβεί στη θέση του. Ότι μέχρι το φθινόπωρο του ίδιου έτους δεν επήλθε καμία βελτίωση, οπότε ο πρώτος εναγόμενος της εξήγησε ότι έπρεπε να της κάνει μία μικρή τομή, με τοπική νάρκωση και εντός πέντε λεπτών, με μία τσιμπίδα να τραβήξει το ένθεμα, τοποθετώντας το στη θέση του. Όταν μετέβη για την αποκατάσταση του προβλήματος, ο πρώτος εναγόμενος, αντίθετα με όσα την είχε ενημερώσει, της ανέφερε ότι έπρεπε να γίνει κανονικό χειρουργείο, να ανοίξει όλη την τομή, να βγάλει το ένθεμα, να δει εάν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και να τοποθετήσει άλλο στη σωστή θέση. Ότι επειδή δεν ήταν έτοιμη για ολόκληρη επέμβαση, υπέστη σοκ και αποχώρησε από το ιατρείο. Ότι από την ανωτέρω μη ενδεδειγμένη τοποθέτηση του ενθέματος σιλικόνης, που δεν έγινε κατά τους ενδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, της προξένησε σωματική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας κατέβαλε το ποσό των 4.633,69 ευρώ για νέο χειρουργείο με άλλο ιατρό, καθώς και 550 ευρώ για ψυχολογική υποστήριξη, επειδή υπέστη κατάθλιψη, λόγω του αποκρουστικού αποτελέσματος από την επέμβαση του πρώτου εναγόμενου. Ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου υπέστη σημαντική ηθική βλάβη. Ότι η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται ως προστήσασα τον πρώτο εναγόμενο, αφού μεταξύ τους υπήρχε συμφωνία με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας, παρέχοντάς του γενικές οδηγίες ως προς τον τόπο, χρόνο και όρους εργασίας του, καθώς και τις εγκαταστάσεις της, τα τεχνικά μέσα και το προσωπικό της για την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του στους πελάτες του, αποκομίζοντας (η δεύτερη εναγόμενη) χωριστή αμοιβή από τους τελευταίους, με αποτέλεσμα να έχει κέρδη από τη δραστηριότητά του. Κατόπιν τούτων, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, με δήλωση στα πρακτικά (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), ως προς το αιτούμενο ποσό περί χρηματικής ικανοποίησης, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 5.183,69 ευρώ, που δαπάνησε για την αποκατάσταση της υγείας της και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να της καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, η δεύτερη εναγόμενη, με την από 12.9.2016 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, προσεπικάλεσε την ασφαλιστική εταιρία «………..», με την οποία είχε συνάψει ασφαλιστήριο συμβόλαιο και η τελευταία είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύπτει την αστική της ευθύνη (δεύτερης εναγόμενης), να παρέμβει υπέρ της στην ως άνω δίκη και να υποχρεωθεί να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ως άνω ενάγουσα, πλέον τόκων και εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, με τη μη οριστική απόφασή του 1813/2018, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης (ουσιαστικά διέταξε την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης της αγωγής), προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Κατά την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 5.183,69 ευρώ και αναγνωρίζοντας ότι οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 8.000 ευρώ, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή.  Η δεύτερη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………..», άσκησε την από 18.5.2021 (υπό στοιχείο Α.) έφεση στρεφόμενη όχι μόνο κατά της ενάγουσας, αλλά και της ασφαλιστικής εταιρίας «………….», κατά της οποίας άσκησε πρωτόδικα την ως άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Ωστόσο, η έφεση αυτή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης – ασφαλιστικής εταιρίας, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, ενώ απορρίφθηκε η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή (ζητείται μόνο να γίνει δεκτή η έφεση και να απορριφθεί η κύρια αγωγή της ενάγουσας – πρώτης εφεσίβλητης, ενώ ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη ουδεμία αναφορά γίνεται, όπως αίτημα να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η εκκαλούσα αυτή), ούτε καν αναφέρεται στην έφεση ότι απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή της, ούτε ότι εκκαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς την τελευταία, ούτε προβάλλονται αιτιάσεις και πλημμέλειες της εκκαλουμένης, που απέρριψε την παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή, ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική νομιμότητά τους. Πρέπει επομένως, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α. έφεση ως απαράδεκτη, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτής (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.  Κατά τα λοιπά, οι από 18.5.2021 (υπό στοιχείο Α.) και από 21.5.2021 (υπό στοιχείο Β.) εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων πρώτου και δεύτερης εναγόμενων αντίστοιχα, κατά της οριστικής απόφασης 1655/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 12.3.2015 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα για κάθε μία, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, η ενάγουσα άσκησε την από 23.6.2021 αντέφεση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στους δύο εκκαλούντες εμπρόθεσμα, στις 8.7.2021 και 14.9.2021, ήτοι 30 ημέρες πριν τη δικάσιμο (άρθρο 523 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), η οποία αφορά στο κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης, που προσβάλλεται με τις εφέσεις (άρθρο 523 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα). Πρέπει επομένως, η υπό στοιχείο Α. έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, η υπό στοιχείο Β. έφεση και η αντέφεση, με τις οποίες παραπονούνται οι εναγόμενοι για τους διαλαμβανόμενους στις ως άνω εφέσεις τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (η υπό στοιχείο Α. έφεση) και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (η υπό στοιχείο Β. έφεση) και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, ενώ η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της αντέφεσής της, ώστε να τροποποιηθεί (η εκκαλουμένη) και να της επιδικαστεί στο σύνολό του το αιτούμενο ποσό περί χρηματικής ικανοποίησης, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού συνεκδικαστούν υποχρεωτικά, διότι δε νοείται χωριστή εκδίκασή τους, λόγω της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ένδικου βοηθήματος, παρεπόμενου της έφεσης (άρθρα 532 παρ. 1, 524 παρ. 1 και 246 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ.  Με το πρώτο σκέλος του του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Α. έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ήταν αόριστο το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, επειδή δεν αναφέρονταν τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της, όπως ο βαθμός του πταίσματος του προστηθέντος ιατρού, η συμπεριφορά του, η προκληθείσα ζημία και η αποκατάστασή της, τυχόν συντρέχον πταίσμα της παθούσας ή συνυπαιτιότητά της καθώς και η περιουσιακή της κατάσταση (εκκαλούσας). Ωστόσο, το αίτημα της εφεσίβλητης για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της ηθικής βλάβης την οποία επικαλούνταν ότι υπέστη από την παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος ιατρού, ήταν αρκούντος ορισμένο, αφού στην από 12.3.2015 αγωγή της εφεσίβλητης αναφέρονταν τα ανωτέρω στοιχεία, ο δε βαθμός του πταίσματος του προστηθέντος ιατρού και η περιουσιακή κατάσταση των μερών είναι θέμα που θα προκύψει από τις αποδείξεις, για την ύπαρξη δε, συντρέχοντος πταίσματος απαιτείται επίκληση από τον εναγόμενο και απόδειξή του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι το αίτημα ήταν ορισμένο, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο, χωρίς να παραβιάσει τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και 932 του Α.Κ. και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης.

ΙΙΙ.  Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β` 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της ένδικης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπισε όμως, ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης δε, συνάφεια υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του, απαιτείται δηλαδή παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας, ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας [(“διπλή λειτουργία της αμέλειας”) (Α.Π. 1194/2021, Α.Π. 693/2020 και Α.Π. 237/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»)]. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του Εισ.Ν.Α.Κ., “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή,

θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία ο μέσος εκπρόσωπος του κύκλου του (Α.Π. 1194/2021 ό.π., Α.Π. 687/2013, Α.Π. 1009/2013 και Α.Π. 181/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, στο χώρο της ιατρικής ευθύνης γίνεται κάθε φορά αναγωγή στην ειδικότητα του κάθε ιατρού για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, το οποίο σχηματίζεται από τα κατά κοινή συνείδηση και αντικειμενική κρίση, δεοντολογικώς κρατούντα σε ορισμένη ειδικότητα ιατρού. Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια (Α.Π. 1194/2021 ό.π., Α.Π. 1598/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 237/2016 ό.π.). Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (Α.Π. 1194/2021 ό.π., Α.Π. 1478/2018 και Α.Π. 1343/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Μάλιστα, οφείλει ο ιατρός να παρέχει την ιατρική του συνδρομή όχι μόνο, όπως ορίζει το άρθρο 330 Α.Κ., δηλαδή κατά το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, αλλά με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει (Α.Π. 1194/2021 ό.π. και Α.Π. 1683/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την “προστασία των καταναλωτών”, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3587/2007, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο” (παρ. 1) ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α), ότι “για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο πλαίσιο της υπηρεσίας, το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων” και ότι “μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα” (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει, είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (Α.Π. 1194/2021 ό.π. Α.Π. 1478/2018 ό.π., Α.Π. 1598/2017 ό.π., Α.Π. 1187/2017 και Α.Π. 1067/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 299, 330 εδ. β, 914 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης του παθόντος ή της ψυχικής οδύνης της οικογένειας του θύματος προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της σωματικής βλάβης ή θανάτωσης προσώπου και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτελέσεως της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών, κοινωνικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά τη οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε νοσηλευτικό ίδρυμα, αρκεί, για τον χαρακτηρισμό του τελευταίου ως προστήσαντος, η εκ μέρους του παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργεί όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα (Α.Π. 1194/2021 ό.π., Α.Π. 1988/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και A.Π. 181/2011 ό.π.).  Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η ιστορική βάσης της αγωγής, πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια τα στοιχεία που πληρούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου.   Αν τέτοιο στοιχείο αποτελεί μία νομική έννοια, όπως είναι η πρόστηση, τότε, σύμφωνα και με την ισχύουσα στο χώρο του ελληνικού δικονομικού δικαίου θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου, δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά και ανάλυση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της εν λόγω νομικής έννοιας, αλλά αρκεί να εκτίθενται εκείνα τα βασικά περιστατικά, που επιτρέπουν στο μεν δικαστήριο να ελέγξει αν πληρούται η νομική έννοια, στον δε εναγόμενο να αμυνθεί αποτελεσματικώς. Τυχόν εκδοχή για εξαντλητική εξειδίκευση των ουσιωδών γεγονότων που συνθέτουν τη νομική έννοια θα υπερέβαινε την υπηρετούμενη συναφώς ανάγκη διασφάλισης, αφενός της άμυνας του εναγομένου και αφετέρου της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου του νόμω βασίμου της αγωγής. Η συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν αυτά δεν τα έχει επικαλεσθεί ο ενάγων. Έτσι, επί αγωγής κατά του ιδιοκτήτη ιδιωτικής κλινικής, ως προστήσαντος, περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως από αμέλεια του προστήσαντος ιατρού στην κλινική, αρκεί, για τη διαδικαστική πληρότητα αυτής (αγωγής) σε σχέση με την πρόστηση, η επίκληση εκείνων των ουσιωδών γεγονότων που καθιστούν εφικτό στο δικαστήριο τον έλεγχο της στοιχειοθέτησης ή μη της νομικής έννοιας της πρόστησης, αλλά και εξασφαλίζουν την αμυντική θέση του εναγόμενου (Α.Π. 866/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και Α.Π. 1226/2007 Χρ.Ι.Δ. 2008, σελ. 324).

ΙV.  Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο Α. έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι προβλήθηκε αόριστα η ύπαρξης σχέσης πρόστησης στην από 12.3.2015 αγωγή της εφεσίβλητης. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, αφού αναφέρονται στην αγωγή όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι ύπαρξη συμφωνίας για τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας, παρέχοντας στον διενεργήσαντα την επέμβαση ιατρό γενικών μόνο οδηγιών ως προς τις εγκαταστάσεις της, τα τεχνικά μέσα και το προσωπικό της για την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του στους πελάτες του, αποκομίζοντας έτσι χωριστή αμοιβή από τους τελευταίους, με αποτέλεσμα να έχει κέρδη από τη δραστηριότητά του. Και τούτο, διότι, όπως αναφέρεται στην ως άνω μείζονα σκέψη,  στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε νοσηλευτικό ίδρυμα, αρκεί, για τον χαρακτηρισμό του τελευταίου ως προστήσαντος, η εκ μέρους του παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργεί όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το να απορρίψει τον σχετικό ισχυρισμό της εκκαλούσας αυτής, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και 922 του Α.Κ.

V. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων, που δόθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά 1813/2018 δημόσιας συνεδρίασής του, την έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Πλαστικού Χειρουργού ………., με αριθμό κατάθεσης ……/1.3.2019, που διατάχθηκε με την απόφαση 1813/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [(η ένορκη βεβαίωση ……/1.6.2022, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ….., την οποία προσκομίζει ο εκκαλών στην υπό στοιχείο Β. έφεση, δεν λαμβάνεται υπόψη, κατ’ άρθρο 424 παρ. 1 εδ α περ. β του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου λήψης της, αφού στην κλήτευση της εφεσίβλητης, που της επιδόθηκε με την έκθεση επίδοσης ………./27.5.2022 της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Εφετείο Αθηνών ……….., αναγράφεται ως τόπος όπου θα δοθεί (ένορκη βεβαίωση) η οδός Σταδίου 100 (ανύπαρκτη διεύθυνση), ενώ η έδρα της ως άνω συμβολαιογράφου είναι η οδός ………….)], την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα νόμιμα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του για άμεση ή έμμεση απόδειξη, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως να έχει παραληφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη από την εφηβική της ηλικία διαπίστωσε την ύπαρξη μεγάλης ασυμμετρίας μεταξύ των δύο μαστών της και ειδικότερα, ότι ο δεξιός μαστός ήταν πολύ μικρότερος από τον αριστερό. Μαζί με τη μητέρα της αναζήτησαν συμβουλές από ειδικούς ιατρούς και κατέληξαν, ότι έπρεπε να υποβληθεί (η εφεσίβλητη) σε διορθωτική επέμβαση, λόγω αυτής της διαταραχής της διάπλασης του στήθους της. Προς τούτο απευθύνθηκε στο ιδιωτικό νοσοκομείο «……», που διατηρεί η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, στο …….. Αττικής και στις 16.12.2005, ήτοι σε ηλικία 17 ετών, υποβλήθηκε σε επέμβαση, την οποία ανέλαβε ο εκκαλών στην υπό στοιχείο Β. έφεση, πλαστικός χειρουργός, απασχολούμενος στην επιχείρηση της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση, όντας μάλιστα, διευθυντής της κλινικής πλαστικής χειρουργικής της τελευταίας. Αν και η εφεσίβλητη ήταν ανήλικη και υπέρβαρη, κατά το χρόνο διεξαγωγής της, η επέμβαση ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Μετά την ως άνω διορθωτική επέμβαση η εφεσίβλητη αποφάσισε να μειώσει το σωματικό της βάρος και ύστερα από δίαιτα απώλεσε 38 κιλά. Η μεγάλη αυτή απώλεια βάρους είχε ως συνέπεια να ελαττωθεί ουσιωδώς η μάζα του αριστερού της μαστού -ετέρου από αυτόν στον οποίο είχε λάβει χώρα η ανωτέρω επέμβαση- και να εμφανισθεί και σ’ αυτόν πρόβλημα ανισομαστίας. Αντίθετα, η μάζα του δεξιού μαστού, στον οποίο είχε τοποθετηθεί ένθεμα σιλικόνης, δεν ελαττώθηκε, όπως εκείνη του αριστερού. Μετά το συμβάν αυτό, η εφεσίβλητη απευθύνθηκε εκ νέου στον εκκαλούντα – ιατρό για τη διόρθωση της νέας αυτής ανομοιομορφίας και συμφωνήθηκε να διεξαχθεί αυξητική υποπλαστικού του αριστερού μαστού με ένθεμα σιλικόνης. Πράγματι, στις 16.3.2010, η τελευταία υποβλήθηκε σε επέμβαση από τον εκκαλούντα – ιατρό που, όπως αναφέρθηκε, εργαζόταν στο ιδιωτικό νοσοκομείο «………» της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση, στον αριστερό πλέον μαστό προς αποκατάσταση της ανισομαστίας, την οποία εμφάνισε ως απότοκο της απώλειας βάρους. Σύμφωνα με το ιστορικό ασθενούς, αλλά και το πρακτικό της επέμβασης αποδείχθηκε ότι, κατά την επέμβαση έγινε στην εφεσίβλητη γενική αναισθησία και αυξητική αριστερού υποπλαστικού μαστού με ένθεμα σιλικόνης, ακολούθησε δε, συρραφή. Ωστόσο, μετά την επέμβαση, ο μαστός της αυτός (αριστερός) ήταν μεν στο σωστό μέγεθος, ίσος δηλαδή με τον δεξιό, πλην όμως (ήταν) εμφανέστατα παραμορφωμένος, σαν ένας ακίνητος  μυς, ψηλά στο στέρνο. Ειδικότερα, το ένθεμα σιλικόνης είχε τοποθετηθεί ψηλότερα σε σχέση με τον δεξί μαστό, εμφανίζοντας πλήρη ανομοιομορφία και δυσμορφία. Ακόμη, το στήθος δεν ήταν ανορθωμένο και στητό δηλαδή σε υψηλότερη θέση από την προεγχειρητική κατάσταση, αλλά με φορά προς τα κάτω και έντονη δυσμορφία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών στην υπό στοιχείο Β. έφεση – ιατρός, δεν τοποθέτησε το ένθεμα σιλικόνης στον αριστερό μαστό της εφεσίβλητης με τον ενδεδειγμένο τρόπο, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά σε λάθος θέση (όπως αναφέρθηκε ψηλότερα σε σχέση με τον δεξί μαστό), ούτε προέβη στη σωστή του αναδιάταξη και ανόρθωση (θηλής – θηλαίας), με επιπλέον αποτέλεσμα να είναι εν μέρει ορατό, μεταξύ αυτού και της θηλής και το δέρμα που περίσσευε, λόγω της απώλειας βάρους της εφεσίβλητης. Μετά από λίγες ημέρες, όταν η εφεσίβλητη έβλεπε πως ο μαστός της αυτός δεν είχε επανέλθει στο σημείο που έπρεπε, απευθύνθηκε στον εκκαλούντα ιατρό, ο οποίος της συνέστησε να κάνει μόνο μαλάξεις, ώστε να κατέβει τον ένθεμα και να βρεθεί στην ενδεδειγμένη θέση. Προς τούτο η εφεσίβλητη επισκέφτηκε τελευταίο, παρουσία και του πατέρα της, τουλάχιστον δέκα φορές σε χρονικό διάστημα έξι μηνών, μετά την επέμβαση, και ο εκκαλών ιατρός δεν της έδωσε καμία άλλη οδηγία, πλην της διεξαγωγής μαλάξεων. Παρά όμως, τις μαλάξεις αυτές, που διενεργούσε η εφεσίβλητη, το αποτέλεσμα δεν μεταβλήθηκε, οπότε ο εκκαλών ιατρός, κατά την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκαν στο ιατρείο του (η εφεσίβλητη και ο πατέρας της), τους ανέφερε ότι, επειδή δεν είχε κατέβει σωστά το ένθεμα, θα έπρεπε να κάνει μια πολύ απλή διορθωτική επέμβαση, ώστε να ανοίξει μια μικρή τομή και με ένα τσιμπίδι να το τραβήξουν (ένθεμα). Ωστόσο, όταν η εφεσίβλητη μετέβη προς τούτο στην Κλινική της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση, ο εκκαλών ιατρός την ενημέρωσε το πρώτον ότι θα έπρεπε να γίνει κανονικό χειρουργείο με ολική αναισθησία, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη, που δεν ήταν προετοιμασμένη, ούτε είχε συναινέσει και συμφωνήσει προς τούτο, να αποχωρήσει, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω βλάβη στον αριστερό μαστό της τελευταίας ήταν αποτέλεσμα της ενέργειας του εκκαλούντος ιατρού στην υπό στοιχείο Β. έφεση, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, δεν προέβη στην σωστή τοποθέτηση του ενθέματος στον αριστερό μαστό της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειάς του, αλλά σε λάθος θέση (ψηλότερα σε σχέση με τον δεξί μαστό), ούτε προέβη στη σωστή του αναδιάταξη και ανόρθωση (θηλής – θηλαίας). Τούτα, δε θα λάμβαναν χώρα, εάν ενεργούσε με την επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία ο μέσος εκπρόσωπος του κύκλου του μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις. Εξάλλου, το αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του, συνδέεται αιτιωδώς με την βλάβη, που υπέστη η εφεσίβλητη, ενώ ο εκκαλών ιατρός δεν απέδειξε, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, ούτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, ούτε τέλος, τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. Σε αντίθετο αποτέλεσμα δεν οδηγείται το Δικαστήριο από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πλαστικού χειρουργού ……….., που διατάχθηκε με τη μη οριστική απόφαση 1813/2018 του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο τελευταίος ως προς το αν ενεργήθηκε η επέμβαση στην εφεσίβλητη lege artis, ανέφερε ότι η αυξητική μαστοπηξία, που απαιτούνταν να λάβει χώρα, μπορούσε να γίνει ταυτόχρονα με μία επέμβαση ή σε δύο επεμβάσεις μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος, χωρίς να μπορεί να εκτιμήσει τη μετεγχειρητική εικόνα της επέμβασης, που έγινε στην εφεσίβλητη από τον εκκαλούντα ιατρό, αφού δεν είχε κατάλληλο φωτογραφικό υλικό. Πάντως, αναφέρει ότι από τις φωτογραφίες που του προσκόμισε η εφεσίβλητη, το ένθεμα σιλικόνης, που τοποθετήθηκε στο αριστερό στήθος της, φαινόταν σε μη επιθυμητή θέση, ενώ κατέληξε στο ότι ήταν επιβεβλημένη η διενέργεια δεύτερης επέμβασης στην εφεσίβλητη, όχι μόνο για την ανόρθωση του συμπλέγματος θηλής – θηλαίας, αλλά και για την ορθότερη τοποθέτηση του ενθέματος σιλικόνης. Περαιτέρω, στο δελτίο ασθενούς (της εφεσίβλητης), από την επέμβαση που έκανε ο εκκαλών ιατρός ουδέν αναγράφεται περί του ότι θα ακολουθήσει δεύτερο χειρουργείο, ούτε αναφέρεται κάτι τέτοιο στο εξιτήριο της ασθενούς. Εξάλλου, από το πρακτικό του χειρουργείου αναφέρεται ως ώρα εισόδου της εφεσίβλητης στις 13.00 και ώρα λήξης της επέμβασης στις 13.30, οπότε ευσταθεί ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης για αναφορά του ιατρού, πως η διορθωτική επέμβαση που της πρότεινε, μετά από έξι μήνες, θα ήταν σύντομη. Άλλωστε, εάν επρόκειτο για προγραμματισμένη επέμβαση, δεν είχε κανένα λόγο να φύγει η ασθενής και μάλιστα επικαλούμενη, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος εκκαλών, ότι ήταν ικανοποιημένη με τέτοια (άσχημη) εικόνα του στήθους της, αφού επιθυμούσε διακαώς τη διόρθωση της αποκρουστικής εικόνας του στήθος της. Τέλος, εάν η επέμβαση είχε διενεργηθεί lege artis και επιμελώς, δεν θα χρειαζόταν η αφαίρεση του ενθέματος που είχε τοποθετηθεί, ούτε και η τοποθέτηση νέου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που έκρινε έτσι, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι της υπό στοιχείο Α. έφεσης, αλλά και αυτός της υπό στοιχείο Β. έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μεταξύ της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α. έφεση και του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β. έφεση υπήρχε σχέση πρόστησης, αφού η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, ως προστήσασα, παρείχε στον προστηθένα ιατρό γενικές οδηγίες, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου στην Κλινική της, ώστε να του διαθέτει τις ιατρικές της εγκαταστάσεις για την πραγματοποίηση των εγχειρήσεων, που διενεργούσε. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργεί όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α. έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη, λόγω της δυσμορφίας και της άσχημης εμφάνισης του αριστερού της μαστού, καταρρακώθηκε ψυχολογικά, αφού η εικόνα της δεν ήταν ανάλογη με αυτή της νεαρής της ηλικίας, με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό της, να μην μπορεί να έχει σχέσεις και να επιχειρήσει δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Προς αντιμετώπιση του ψυχολογικού προβλήματός της, λόγω της αποτυχημένης επέμβασης στον αριστερό της μαστό, άρχισε να παρακολουθείται εντατικά από τη σύμβουλο ψυχικής υγείας ………., στην οποία κατέβαλε, για το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαΐου 2012 έως και τα μέσα Ιουλίου του ίδιου έτους, τμηματικά το ποσό των 550 ευρώ. Παράλληλα, απευθύνθηκε σε άλλο πλαστικό χειρουργό έτερης ιδιωτικής κλινικής, προς διόρθωση της κακής τοποθέτησης του ενθέματος σιλικόνης από τον εκκαλούντα ιατρό και της μαστοπηξίας. Η πολύωρη επέμβαση αυτή διενεργήθηκε από τον ιατρό   ……….., στη Γενική Κλινική «…………» και ήταν απόλυτα επιτυχημένη. Για την επέμβαση αυτή, για την οποία η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε γενική αναισθησία, αφαιρέθηκε το παλαιό ένθεμα, που είχε τοποθετήσει ο εκκαλών ιατρός, μέσω τομής, τοποθετήθηκε νέο ένθεμα και έγινε περιθηλιαία μαστοπηξία και συρραφή, η εφεσίβλητη κατέβαλε το ποσό των 4.633,69 ευρώ (1.500 ευρώ για αμοιβή του πλαστικού χειρουργού ……….., 350 ευρώ για αμοιβή της  αναισθησιολόγου ……….., 250 ευρώ για αμοιβή του χειρουργού …….., 1.728,56 ευρώ για έξοδα της επέμβασης στην Κλινική και 805,13 ευρώ για υλικά της επέμβασης στην ίδια Κλινική). Τα ποσά αυτά, κατά τα οποία ζημιώθηκε η εφεσίβλητη οφείλονται στην ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Α. έφεση ιατρού, ευθύνεται δε, γι’ αυτά εις ολόκληρον με τον τελευταίο και η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, ως προστήσασα αυτόν. Εξάλλου, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β. έφεση, για την οποία ευθύνεται και η προστήσασα αυτόν – εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση, η εφεσίβλητη υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένων δε, υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της πράξης του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β. έφεση, του είδους και της βαρύτητας αυτών, της βλάβης της παθούσας και της διάρκειάς της, του έντονου ψυχικού άλγους, που της προκλήθηκε και του βαθμού του πταίσματός του, της συμπεριφοράς του μετά την τέλεση της πράξης του, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιούται (η εφεσίβλητη) ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 8.000 ευρώ εις ολόκληρον, το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932  του Α.Κ.), σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 10/2017 και Ολ.Α.Π. 9/2015 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη υποχρέωσε τους εκκαλούντες στις δύο εφέσεις να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εφεσίβλητη ……….., το ποσό των 5.183,69 ευρώ και αναγνώρισε ότι οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 8.000 ευρώ, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος της υπό στοιχείο Α. έφεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του), αυτός της υπό στοιχείο Β. έφεσης, καθώς και η αντέφεση. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο τελευταίος (πέμπτος) λόγος της υπό στοιχείο Α. έφεσης, με τον οποία η εκκαλούσα διατείνεται ότι εσφαλμένα της επιδικάστηκαν σε βάρος της δικαστικά έξοδα, διότι έπρεπε να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή, αφού το πρωτοβάθμιο, κατά τα ανωτέρω, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, αυτά δε, ήταν σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (άρθρα 63 και 68 του ν. 4194/2013).

.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των εφέσεων και της αντέφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες. Επιπλέον, πρέπει, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκαν από αυτούς στην κάθε έφεση, ήτοι των παραβόλων του δημοσίου ………. σειράς Α (από την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α έφεση) και το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ………… (από τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Β. έφεση), κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. και β) να καταδικαστούν οι τελευταίοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (η αντεκαλούσα, αν και απορρίφθηκε η αντέφεση, δεν καταδικάζεται σε δικαστικά έξοδα, εφόσον η τελευταία δεν προκάλεσε αύξηση των εξόδων – βλ. Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, τ. Ι, έκδοση 2η, άρθρο 183 αρ. 4 και 524 αρ. 33), κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της – εφεσίβλητης (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει: α) την από 21.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 (υπό στοιχείο Α.) έφεση, β) την από 18.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 (υπό στοιχείο Β.) έφεση και γ) την από 23.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 αντέφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την υπό στοιχείο Α. έφεση της εταιρίας με την επωνυμία «………….», ως προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………….».

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην ως άνω έφεση στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εφεσίβλητης στην έφεση αυτή, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικά, κατά τα λοιπά, και απορρίπτει κατ’ ουσία τις ως άνω εφέσεις και αντέφεση, κατά της οριστικής απόφασης 1655/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκαν από καθένα από τους εκκαλούντες στις υπό στοιχείο Α. και Β. εφέσεις και αναφέρονται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει από την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α. έφεση και τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Β. έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εφεσίβλητης στις εφέσεις αυτές, ………….., για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει για τον καθένα τους στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 26 Σεπτεμβρίου 2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις   26     Σεπτεμβρίου 2022.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ