ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Ακόμη, ο ενάγων έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του ή το δικαίωμα που ασκήθηκε μ’ αυτήν και στην εκκλητή δίκη, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικό του είτεμε τις προτάσεις, εφόσον η παραίτηση αυτή γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγόμενου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον, προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης. Εξάλλου, με συμφωνία των μερών μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου σε τρίτο ή σε εταιρεία που έχει συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η κυρία μισθωτική σχέση δεν επηρεάζεται ούτε αλλοιώνεται, ακόμη και αν ο εκμισθωτής συναίνεσε, ή ενέκρινε την παραχώρηση της χρήσης του μισθίου, είτε με υπεκμίσθωση είτε με τη σύσταση εταιρείας. Έναντι, ωστόσο, του εκμισθωτή ευθύνονται εις ολόκληρο και ο μισθωτής και η εταιρεία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου. Περαιτέρω, όσον αφορά στο αγωγικό αίτημα περί καταβολής των οφειλομένων μισθωμάτων, η ομοδικία μεταξύ των εναγόμενων είναι απλή, καθώς η παροχή του μισθώματος είναι διαιρετή παροχή αντίθετα με την παροχή της χρήσης του μισθίου, που είναι αδιαίρετη. Τέλος, για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας προς τρίτους (δανειστές), ευθύνονται έναντι των τελευταίων, όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριόριστα και εις ολόκληρο.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 582/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Αλληλοβοηθητικού Σωματείου με την επωνυμία .……, ……………, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Λαμπρόπουλου.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ηλία Σκοπελίτη, 2) ……………, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αθανασίου – Μάριου Καϊτσα και 3) ……………., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παναγιώτας Τσουνάκα.
Το ΕΚΚΑΛΟΥΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσίβλητων (τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγόμενων), καθώς και των ………….. και ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ………… με έδρα στον ….. (πρώτου, δεύτερης και έκτης των εναγόμενων, αντίστοιχα), την από 30-4-2017, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/2027, αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αρ. 234/2018 οριστική απόφασή του, δικάζοντας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, απόντων του ενάγοντος και των πρώτου, δεύτερης και έκτης των εναγόμενων, κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της αγωγής ως προς αυτούς, ενώ κατά τα λοιπά (ως προς τους τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων – ήδη εφεσίβλητων) δίκασε την αγωγή, ερήμην του ενάγοντος και απέρριψε αυτήν, λόγω της ερημοδικίας του.
Την παραπάνω απόφαση προσβάλλει το ενάγον – ήδη εκκαλούν με την κρινόμενη από 10-1-2020 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./10-1-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../7-7-2021, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 5.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ‘’αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως’’. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε ερήμην, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. (ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 44/2019 αδημ., Εφ.Αθ. 2142/2011, Εφ.Αθ. 933/2011, Εφ.Θεσ. 431/2009, Εφ.Δωδ. 136/2009, Εφ.Πατρ.150/2009ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, κατά της υπ΄αρ. 234/12-1-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί αγωγής του, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ.1 επ. ΚΠολΔ) ερήμην του, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της τελευταίας έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Περαιτέρω, για το παραδεκτό της (έφεσης), έχει καταβληθεί, από το εκκαλούν, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ παράβολο, κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση κατάθεσης, κάτωθεν του δικογράφου της.
Ειδικότερα, το ενάγον – ήδη εκκαλούν, εξέθετε στην ως άνω από 30-4-2017 (με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης ……/4-5-2017) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, δυνάμει του από 21-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, ο Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών του Ταμείου Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΛΕΜ-ΤΥΠΑΤΕ), ο οποίος αποτελεί ομάδα περιουσίας και λειτουργεί με σχετική αυτονομία στο πλαίσιο του σωματείου του (ενάγοντος), χωρίς όμως να διαθέτει ίδια νομική προσωπικότητα, εκμίσθωσε στον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων (………. και …………),ένα ισόγειο κατάστημα, κυριότητάς του, επιφανείας 62,66 τ.μ., με πατάρι, επιφανείας 30,38 τ.μ., που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού ……., αριθμός ……, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για να λειτουργήσουν σε αυτό το φαρμακείο τους. Ότι, η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε εννεαετής, με δυνατότητα παράτασης για τρία επιπλέον έτη και το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 600.000 δρχ, πλέον χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο κάθε έτος μετά το δεύτερο έτος της μίσθωσης, σύμφωνα με τον τιμάριθμο του κόστους ζωής. Ότι, ακολούθως, συνήφθη μεταξύ του …… και των ως άνω μισθωτών, το από 3-1-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, με το οποίο η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε δωδεκαετής, με έναρξη την 1η-1-2008 και το μηνιαίο μίσθωμα, στο ποσό των 4.500 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, καταβλητέο µέσα στις πρώτες πέντε ηµέρες κάθε µισθωτικού µήνα, αναπροσαρμοζόμενο από το δεύτερο έτος της μίσθωσης και για κάθε νέο έτος κατά ποσοστό ίσο με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξανόμενο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. Ότι, με την από 24-5-2011 τροποποίηση ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, συμφωνήθηκε μεταξύ του …… και των μισθωτών (πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων) η μείωση του μηνιαίου μισθώματος, που τότε ανερχόταν στο ποσό των 4.895,28 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, στο ποσό των 4.405,75 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, για το χρονικό διάστημα από τον 11ο2011 έως 31-12-2012, χωρίς αναπροσαρµογή κατά το διάστηµα αυτό. Ότι, από 1-1-2013, ορίσθηκε ότι το µηνιαίο µίσθωµα θα αναπροσαρµόζεται, για κάθε νέο έτος, κατά ποσοστό ίσο µε τον Δείκτη Τιµών Καταναλωτή του µήνα της αναπροσαρµογής σε σχέση µε τον αντίστοιχο µήνα του προηγούµενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξανόµενο κατά δύο ποσοστιαίες µονάδες. Ότι, µε την από 14-5-2013 τροποποίηση ιδιωτικού συµφωνητικού επαγγελµατικής µίσθωσης, συµφωνήθηκε µεταξύ των ίδιων ανωτέρω συμβαλλόμενων, η µείωση του µηνιαίου µισθώµατος στο ποσό των 4.000 ευρώ, ενώ κατά τα λοιπά εξακολούθησαν να ισχύουν οι όροι της αρχικής από 21-9-2008 µισθωτικής σύµβασης. Ότι, σύµφωνα µε τους όρους των ανωτέρω µισθωτικών συµβάσεων και τροποποιήσεών τους, απαγορεύεται η υπεκµίσθωση του ανωτέρω µισθίου και η µε οποιονδήποτε τρόπο παραχώρηση της χρήσης του σε τρίτο, δικαιουµένου του εκµισθωτή να καταγγείλει τη µίσθωση. Ότι, από το έτος 2006, όπως πρόσφατα γνωστοποιήθηκε στον ….., η δεύτερη εναγόμενη – μισθώτρια σύστησε την οµόρρυθµη εταιρεία µε την επωνυµία ‘…………….’’, στην οποία εκτός από την ίδια, ως οµόρρυθµη εταίρο, συµµετείχαν ο τρίτος, η τέταρτη και η πέµπτη των εναγόμενων ως οµόρρυθµοι εταίροι και στην οποία παραχωρήθηκε, ως έδρα για την εγκατάσταση της λειτουργίας της, το επίδικο µίσθιο κατάστηµα. Ότι, η ανωτέρω εταιρεία λειτούργησε, στο ως άνω µίσθιο, το φαρµακείο της µέχρι και την 9η-6-2016, οπότε λύθηκε. Ότι, µετά τη λύση της εταιρείας αυτής, η δεύτερη εναγόμενη σύστησε, µαζί µε τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων, την έκτη εναγόµενη ετερόρρυθµη εταιρεία µε σκοπό και πάλι τη λειτουργία φαρµακείου, στην οποία παραχώρησε τη χρήση του επίδικου µισθίου. Ότι, οι εναγόµενοι χρησιµοποιούν όλα αυτά τα χρόνια ακώλυτα το µίσθιο, ωστόσο ήδη από το έτος 2011 και παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις του, καθυστερούν από δυστροπία την καταβολή των µηνιαίων µισθωµάτων, οφείλοντας µέχρι και την 30-4-2017 το συνολικό ποσό των 141.909,84 ευρώ, που αντιστοιχεί σε υπόλοιπο µισθώµατος Ιουνίου 2014, ποσού 1.013,84 ευρώ και στα µισθώµατα των µηνών Ιουλίου 2014 έως και 30-4-2017, ποσού 140.896 ευρώ, όπως ειδικότερα τα ποσά αυτά αναλύονται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε: α) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να του αποδώσουν τη χρήση του µισθίου ακινήτου, β) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη, τρίτος, τέταρτη και πέµπτη των εναγόμενων, ευθυνόµενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, με τις ως άνω ιδιότητές τους (ο πρώτος ως μισθωτής και οι λοιποί ως ομόρρυθμοι εταίροι της προαναφερθείσας ομόρρυθμης εταιρείας στην οποία είχε παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου), να του καταβάλουν το ποσό των 100.469,84 ευρώ, ήτοι το υπόλοιπο µισθώµατος Ιουνίου 2014 ποσού 1.013,84 ευρώ και τα µισθώµατα µηνών Ιουλίου 2014 έως και Ιουνίου 2016, οπότε και λύθηκε η ως άνω εταιρεία, ποσού 99.456 ευρώ (24 µήνες χ 4.144 ευρώ) και γ) να υποχρεωθούν ο πρώτος, η δεύτερη και η έκτη των εναγόμενων, ευθυνόμενοι επίσης αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, με τις ως άνω ιδιότητές τους (οι πρώτοι δύο ως μισθωτές και η έκτη ως παραχωρησιούχος), να του καταβάλουν το ποσό των 41.400 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οφειλόµενα µισθώµατα για το χρονικό διάστηµα από 1-7-2016 έως 30-4-2017, αµφότερα τα παραπάνω ποσά µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της δήλης ηµέρας καταβολής κάθε µισθώµατος, ήτοι την έκτη ηµέρα κάθε μισθωτικού μήνα, άλλως και όλως επικουρικώς, στην περίπτωση που η µισθωτική σύµβαση θεωρηθεί άκυρη, να υποχρεωθούν να του καταβάλουν τα πιο πάνω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού.
Το ανωτέρω Δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 234/2018 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, δικάζοντας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, απόντων του ενάγοντος και των πρώτου, δεύτερης και έκτης των εναγόμενων, κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της αγωγής ως προς αυτούς κατ΄ άρθρο 260 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ κατά τα λοιπά (ως προς τους τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων – ήδη εφεσίβλητων) δίκασε την αγωγή, ερήμην του ενάγοντος και απέρριψε αυτή, λόγω της ερημοδικίας του (άρθρα 272 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ).
Το εκκαλούν – ενάγον, ζητεί, με την ένδικη έφεσή του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή του όσον αφορά στους εφεσίβλητους, λόγω της ερημοδικίας του, χωρίς περαιτέρω εξέταση αυτής.
Με βάση τα παραπάνω και σύμφωνα με αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, η έφεση (η οποία είναι ορισμένη, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εφεσίβλητων, καθώς δεν χρειάζεται να αναφέρεται σε αυτήν συγκεκριμένη πλημμέλεια της εκδοθείσας, ερήμην του ενάγοντος – ήδη εκκαλούντος, εκκαλουμένης απόφασης), πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ ουσία δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ως προς τη διαταξή της που αφορά στους εφεσίβλητους (τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή στο πλαίσιο αυτό, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 296, 297, 299, 522 και 524 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, και, συνεπώς, ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του ή το δικαίωμα που ασκήθηκε μ’ αυτήν, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικό του είτε, τέλος, με τις προτάσεις (άθρο 297 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015). Η παραίτηση αυτή, κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης και πριν ακόμα κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης, αλλά μόνο η εμπρόθεσμη άσκησή της, επάγεται την κατάργηση της δίκης απαρχής και μάλιστα και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και την έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγομένου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης, ενώ, η κατά πιθανολόγηση κρίση του δικαστηρίου, για την ύπαρξη ή μη τέτοιου εννόμου συμφέροντος του αντιλέγοντος, είναι ανέλεγκτη (ΑΠ 1198/2012, ΑΠ 1517/2010, ΑΠ 201/2006,ΑΠ 436/2003, Εφ.Πειρ. 136/2016, Εφ.Θεσ. 133/2010, Εφ.Αθ. 472/2009ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, το ενάγον – εκκαλούν, παραδεκτά, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, παραιτήθηκε του αιτήματος της αγωγής του περί απόδοσης του μισθίου ακινήτου. Στην παραίτηση δε αυτή δεν αντέλεξαν οι εφεσίβλητοι, όπως θα μπορούσαν να πράξουν με την προσθήκη -αντίκρουση των ως άνω προτάσεων του αντιδίκου τους, την οποία δεν κατέθεσαν. Συνεπώς, εφόσον έλαβε χώρα παραίτηση από του δικογράφου της αγωγής ως προς το εν λόγω αίτημά της, δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των εναγόμενων – νυν εφεσίβλητων με τους λοιπούς εναγόμενους, ως προς τους οποίους, ματαιώθηκε η συζήτηση της αγωγής, καθώς, όσον αφορά το εναπομείναν αίτημα αυτής περί καταβολής των οφειλομένων μισθωμάτων, η ομοδικία μεταξύ των εναγόμενων είναι απλή, διότι, η παροχή του μισθώματος είναι διαιρετή παροχή, αντίθετα με την παροχή της χρήσης του μισθίου, που είναι αδιαίρετη (ΑΠ 185/2021, ΑΠ 526/2017, ΑΠ 235/2016, ΑΠ 936/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν, λοιπόν, της ως άνω παραίτησης, η έφεση δεν καθίσταται απαράδεκτη επειδή δεν στρέφεται κατά των λοιπών εναγόμενων, όπως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεν είχε χωρήσει παραδεκτά η ως άνω παραίτηση, το απαράδεκτο της έφεσης, στο βαθμό που αυτή δεν στρέφεται κατά των λοιπών (αναγκαίων) ομοδίκων – εναγόμενων, θα αφορούσε μόνο στο αίτημα της αγωγής περί απόδοσης του μισθίου και όχι της καταβολής των μισθωμάτων, όπου η ομοδικία είναι απλή. Περαιτέρω, ο πρώτος και η τρίτη των εφεσίβλητων προβάλλουν ένσταση εκκρεμοδικίας, διότι το ενάγον -εκκαλούν, έχει επαναφέρει προς συζήτηση, δυνάμει της από 1-7-2021 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./2021) κλήσης του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την εν λόγω αγωγή όσον αφορά στους πρώτο, δεύτερη και έκτη των εναγόμενων, ως προς τους οποίους, κατά τα προαναφερθέντα, κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτησή της με την εκκαλουμένη απόφαση. Η αγωγή, ως προς τους ανωτέρω εναγόμενους, συζητήθηκε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου στις 13-1-2022, ερήμην των τελευταίων, κατά το χρόνο δε της συζήτησης της ένδικης έφεσης δεν είχε ακόμη εκδοθεί απόφαση. Η ένσταση αυτή, όμως, είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, διότι δεν υφίσταται ταυτότητα διαδίκων, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της εκκρεμοδικίας (άθρο 222 παρ.1 ΚΠολΔ), μετά δε και την παραίτηση, εκ μέρους του ενάγοντος, εκ του ως άνω αγωγικού αιτήματος, δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ των αρχικών εναγόμενων, όπως προεκτέθηκε, και συνεπώς το δεδικασμένο της ως άνω δίκης δεν καταλαμβάνει τους διαδίκους της παρούσας.
I. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 813/1978 (ήδη άρθρο 11 του Π.Δ.34/1995 (‘’Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων’’), δεν επιτρέπεται η ολική ή μερική παραχώρηση του μισθίου σε τρίτον εκτός από αντίθετη συμφωνία των μερών, ενώ κατά το ίδιο άρθρο 6 παρ. 5 (ήδη άρθρο 13 του ως άνω Π.Δ.), επιτρέπεται η πρόσληψη συνεταίρου και η συστέγαση φαρμακείων και φαρμακαποθηκών καθώς και η παραχώρηση του μισθίου στις εταιρείες που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 8 του Ν. 328/1976 και τα άρθρα 7 και 8 του Ν. 1963/1991, χωρίς μεταβολή στη μισθωτική σχέση. Αντίγραφο του καταστατικού της εταιρείας που συνιστάται επιδίδεται στον εκμισθωτή μέσα σε 15 ημέρες από τη δημοσίευση. Ακόμη, σε περίπτωση αποχώρησης οποιουδήποτε από τους συνεταίρους ή αποσυστέγασης συνεχίζεται, για τους φαρμακοποιούς που παραμένουν στο μίσθιο, η μίσθωση με τους όρους της αρχικής συμφωνίας, και αν δεν υπάρχει συμφωνία, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 328/1976‘’Περί τροποποιήσεως διατάξεών τινών της Φαρμακευτικής Νομοθεσίας’’, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του Ν. 1821/1988, επιτρέπεται η σύσταση εταιρείας για την εκμετάλλευση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης, μόνο, όμως, με την μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας και μόνο μεταξύ φαρμακοποιών και με τους οριζόμενους στο άρθρο τούτο λοιπούς περιορισμούς, κατά δε την παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου, η προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 1 δεν έχει εφαρμογή ‘’προκειμένου περί συνεταιρισμών μεταξύ συζύγων ή συγγενών εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι και δευτέρου βαθμού, διατηρουμένης πάντοτε της ισχύος των περί προσωπικής ευθύνης του αδειούχου φαρμακοποιού διατάξεων και της μορφής της εταιρείας’’ και κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου επιτρέπεται, μετά από απόφαση του Προϊσταμένου της κατά τόπο αρμόδιας Δ/νσης ή Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών, η συστέγαση μέχρι τριών υπό ίδρυση φαρμακείων ή φαρμακαποθηκών, που όμως λειτουργούν υποχρεωτικά με τη μορφή ομόρρυθμης εταιρείας και με τους οριζόμενους άλλους περιορισμούς. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια ότι, κατ` εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 813/1978, επιτρέπεται η πρόσληψη συνεταίρου και η εισφορά του μισθίου στην εταιρεία που υποχρεωτικά συνιστάται μεταξύ των συνεταίρων ή των συστεγασμένων φαρμακοποιών και μάλιστα χωρίς τη συγκατάθεση του εκμισθωτή και χωρίς να επέρχεται μεταβολή στη μισθωτική σχέση ως προς τους όρους της μίσθωσης και το συμφωνημένο μίσθωμα, περαιτέρω δε ότι, σε περίπτωση αποχώρησης του συνεταίρου ή του συστεγαζόμενου φαρμακοποιού, αυτή δεν επιδρά στη μίσθωση, η οποία συνεχίζεται με μισθωτές εκείνους που παραμένουν στη χρήση του μισθίου, χωρίς καμία μεταβολή των όρων λειτουργίας της και τέλος ότι, κατ` εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 328/1976, είναι επιτρεπτή η σύσταση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας για την εκμετάλλευση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης όχι μόνο μεταξύ φαρμακοποιών αλλά και μεταξύ φαρμακοποιού και ετέρου προσώπου, το οποίο δεν είναι φαρμακοποιός, πλην όμως πρέπει να είναι σύζυγος του φαρμακοποιού ή συγγενής εξ αίματος αυτού ή αγχιστείας μέχρι και δευτέρου βαθμού ΑΠ 746/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 361, 455 επ. και 471 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο του 44 Π.Δ. 34/1995, εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις, συνάγεται ότι η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης από το μισθωτή προς τρίτο, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 12 του ίδιου Π.Δ. 34/1995 περιπτώσεων, γίνεται μόνο με τον συνδυασμό εκχώρησης και αναδοχής χρέους, ύστερα από συναίνεση του εκμισθωτή. Με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή και με την αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή. Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή και τρίτου για μεταβίβαση προς τον δεύτερο της μισθωτικής σχέσης, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή, δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στη σχέση αυτή και, συνεπώς, ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από τη μίσθωση έναντι του εκμισθωτή. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 του ΑΚ και του προαναφερθέντος 11 Π.Δ. του 34/1995, προκύπτει ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου σε τρίτο ή σε εταιρεία που έχει συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση, όμως, αυτή της χρήσης του μισθίου σε τρίτο είτε με υπεκμίσθωση είτε με σύσταση εταιρείας είναι σχέση παρεπόμενη, αναφορικά με την κύρια μίσθωση και δεν αλλοιώνει υποκειμενικά την μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων (εκμισθωτή και μισθωτή και, σε περίπτωση θανάτου αυτών, των κληρονόμων τους, που υπεισέρχονται στην μισθωτική σχέση). Έτσι η κυρία μισθωτική σχέση δεν επηρεάζεται ούτε αλλοιώνεται, ακόμη και αν ο εκμισθωτής συναίνεσε, ή ενέκρινε την παραχώρηση της χρήσης του μισθίου, είτε με υπεκμίσθωση είτε με τη σύσταση εταιρείας. Έναντι, ωστόσο, του εκμισθωτή ευθύνονται εις ολόκληρο (ΑΚ 481) και ο μισθωτής και η εταιρεία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου (ΑΠ 1175/2019, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1099/2015,ΑΠ 746/2014, Εφ. Πατρ.135/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
II. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 22 του ΕμπΝ, ορίζεται ότι,‘’οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένος παρ’ ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν’’.Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, η απεριόριστη σε ολόκληρο ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου με το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης (ή ετερόρρυθμης) εταιρείας, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την αποχώρησή του από την εταιρεία για τα προ της αποχώρησής του εταιρικά χρέη (Ολ.ΑΠ 31/1997ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 893/2008 ΝοΒ 2008. 2464). Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 18,22,39 και 42 ΕμπΝ και 158,159 παρ. 1 και 2 εδ. α, 164, 361, 416, 481, 482,483 εδ. α, 487 παρ. 1 και 763 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας προς τρίτους ευθύνονται έναντι των δανειστών της εταιρείας όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρο. Καθένας από τους δανειστές έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε εκ των εταίρων, χωρίς να επιδιώξει πρώτα την ικανοποίησή του από την εταιρεία, διότι η ευθύνη των εταίρων είναι αυτοτελής. Η ως άνω δε ρύθμιση αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο. Για τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρείας, οι εταίροι είναι καταρχήν ελεύθεροι να ορίσουν, με το καταστατικό, το ποσοστό κατά το οποίο θα συμμετέχει καθένας τους στις ζημίες της εταιρείας (οφειλές από εταιρικές υποχρεώσεις προς τρίτους), καθώς και στα κέρδη που θα προκόψουν τυχόν από τη λειτουργία αυτής. Εξάλλου, η κατά τη διάρκεια της εταιρικής σύμβασης συμφωνία μεταξύ των εταίρων ότι, ο ανωτέρω περί συμμετοχής τους στις εταιρικές ζημίες όρος τροποποιείται και, εφεξής, καθένας των εταίρων θα συμμετέχει στις εταιρικές ζημίες κατά ποσοστό διαφορετικό του προηγουμένου, αποτελεί τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού και γι’ αυτό υπόκειται στις περί τροποποίησης καταστατικού διατυπώσεις, που προβλέπονται από το νόμο (άρθρα 39 και 42 ΕμπΝ) ή από τη μεταξύ των εταίρων τυχόν σχετική συμφωνία (ΑΠ 522/2014 ΔΕΕ 2014.590, ΑΠ 1205/2001 ΕΕΝ 2003.861, ΑΠ 797/1999 ΕΕμπΔ2000.80, Εφ.Λαρ.211/2016, Μον.Εφ.Θεσ. 29/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αφότου συσταθεί νόμιμα η εταιρεία, ο σχετικός όρος του καταστατικού είναι ισχυρός, συνέπεια δε τούτου είναι ότι αν κατά τη διάρκεια της εταιρικής σύμβασης κάποιος από τους εταίρους από την ατομική του περιουσία εξοφλήσει με καταβολή έναντι δανειστή της εταιρείας το οικείο εταιρικό χρέος, καθένας των λοιπών εταίρων ευθύνεται κατ’ αναγωγή, έναντι εκείνου, κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στις ζημίες της εταιρείας (ΑΠ 1205/2001, Μον.Εφ.Θεσ. 29/2016 ο.π.).
III. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504, Ολ.ΑΠ. 6/2016, Εφ.Πατρ. 51/2022, Εφ.Αθ. 334/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 118/2019 αδημ.).
Η ένδικη αγωγή, με το ως άνω περιεχόμενο, όσον αφορά στους εφεσίβλητους – τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων, ως προς τους οποίους μεταβιβάζεται, με την έφεση, η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και σχετικά με το εναπομείναν αίτημά της να υποχρεωθούν αυτοί, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν στο ενάγον οφειλόμενα μισθώματα συνολικού ποσού 100.469,84 ευρώ για το διάστημα από Ιούνιο 2014 έως Ιούνιο 2016, όπως ανωτέρω αναλύεται, είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου, ισχυρισμούς των πρώτου και τρίτης των εφεσίβλητων (τρίτου και πέμπτης των εναγόμενων)και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 66 ΕισΝ ΚπολΔ, 574, 595, 361, 341, 345, 346 ΑΚ, 48 παρ. 1 π.δ. 34/1995και όσων αναφέρθηκαν στις υπό στοιχείο Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω κι ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι καταβλήθηκε από το ενάγον το προσήκον, για το αντικείμενό της, δικαστικό ένσημο με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο e-παράβολο με κωδικό …………../6-4-2022. Υφίσταται δε ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος – εκκαλούντος και παθητική νομιμοποίηση των εφεσίβλητων – εναγόμενων, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι τελευταίοι, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, ναι μεν η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε τρίτο, είτε με υπεκμίσθωση είτε με σύσταση εταιρείας, είναι σχέση παρεπόμενη αναφορικά με την κύρια μίσθωση και δεν αλλοιώνει υποκειμενικά την μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων (εκμισθωτή και μισθωτή), αλλά, έναντι του εκμισθωτή, ευθύνονται εις ολόκληρο και ο μισθωτής και η εταιρεία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου (ΑΚ 481) και, επί προσωπικής εταιρείας, όπως εν προκειμένω, και οι ομόρρυθμοι εταίροι αυτής (βλ. υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη).Επομένως, η ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης που προβάλουν οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι νομιμοποιούνται παθητικά μόνο οι αρχικοί μισθωτές πρώτος και δεύτερη των εναγόμενων, είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη. Επίσης, ως νομικά αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η, προβληθείσα από τους πρώτο και τρίτη των εφεσίβλητων (τρίτο και πέμπτη των εναγόμενων), ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος. Ειδικότερα, ο επικαλούμενος, για τη στήριξή της, ισχυρισμός του πρώτου εφεσίβλητου ότι, το ενάγον δεν δέχθηκε την πρότασή του να καταβάλει μέρος της οφειλής υπό τον όρο εκμίσθωσης σε αυτόν του μισθίου, αληθής υποτιθέμενος, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Εξάλλου, ούτε τα γεγονότα ότι, (το ενάγον) δεν στράφηκε μόνο έναντι των αρχικών μισθωτών, καθώς και ότι καθυστέρησε να ασκήσει την αγωγή, που επικαλείται η τρίτη εφεσίβλητη, δύνανται να στοιχειοθετήσουν καταχρηστικότητα. Κι αυτό διότι, η επιλογή, από τον δικαιούχο, κατά ποιών εκ των περισσότερων, εκ του νόμου, υπόχρεων θα στραφεί για την ικανοποίηση της αξίωσής του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ενώ μόνη η αδράνεια του δικαιούχου – ενάγοντος για μακρύ χρονικό διάστημα, δεν αρκεί, χωρίς άλλα περιστατικά, να δημιουργήσει στους εναγόμενους την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματά του και να καταστήσει την μετέπειτα άσκησή τους καταχρηστική, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην οικεία (υπό στοιχείο ΙΙΙ)νομική σκέψη.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και της υπ΄αρ………/5-4-2022 ένορκης βεβαίωσης της ………., η οποία λήφθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος -εκκαλούντος, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. …΄, …΄ και ….΄/31-3-2022, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 21-9-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης ο Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης Μελών του Ταμείου Υγείας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΛΕΜ- ΤΥΠΑΤΕ), ο οποίος αποτελεί ομάδα περιουσίας και λειτουργεί με σχετική αυτονομία στο πλαίσιο του σωματείου του (ενάγοντος), χωρίς όμως να διαθέτει ίδια νομική προσωπικότητα, εκμίσθωσε στον πρώτο και τη δεύτερη των αρχικών εναγόμενων (……… και ………..), ένα ισόγειο κατάστημα, κυριότητάς του, επιφανείας 62,66 τ.μ., με πατάρι επιφανείας 30,38 τ.μ., που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού ……. αριθμός ……, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για να λειτουργήσουν σε αυτό το φαρμακείο τους. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε εννεαετής, με δυνατότητα παράτασης για τρία επιπλέον έτη και το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 600.000 δρχ, πλέον χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο κάθε έτος μετά το δεύτερο έτος της μίσθωσης, σύμφωνα με τον τιμάριθμο του κόστους ζωής και καταβαλλόμενο μέσα στις πέντε πρώτες ημέρες κάθε μισθωτικού μήνα. Στη συνέχεια, συνήφθη, επίσης μεταξύ του ΕΛΕΜ και του πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων, το από 3-1-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, με το οποίο η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε δωδεκαετής, με έναρξη την 1η-1-2008, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα, στο ποσό των 4.500 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο από το δεύτερο έτος της μίσθωσης και για κάθε νέο έτος κατά ποσοστό ίσο με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξανόμενο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. Με την από 24-5-2011 τροποποίηση ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, συμφωνήθηκε, μεταξύ των ανωτέρω εκμισθωτή και μισθωτών, η μείωση του μηνιαίου μισθώματος, που τότε ανερχόταν στο ποσό των 4.895,28 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, στο ποσό των 4.405,75 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, για το χρονικό διάστημα από τον 11ο του 2011 έως 31-12-2012, χωρίς αναπροσαρµογή κατά το διάστηµα αυτό. Περαιτέρω, από 1-1-2013, ορίσθηκε ότι, το µηνιαίο µίσθωµα θα αναπροσαρµόζεται, για κάθε νέο έτος, κατά ποσοστό ίσο µε τον Δείκτη Τιµών Καταναλωτή του µήνα της αναπροσαρµογής σε σχέση µε τον αντίστοιχο µήνα του προηγούµενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξανόµενο κατά δύο ποσοστιαίες µονάδες, ενώ, µε την από 14-5-2013 τροποποίηση ιδιωτικού συµφωνητικού επαγγελµατικής µίσθωσης, συµφωνήθηκε, µεταξύ των ίδιων συμβαλλόμενων, η µείωση του µηνιαίου µισθώµατος στο ποσό των 4.000 ευρώ και, κατά τα λοιπά, εξακολούθησαν να ισχύουν οι όροι της αρχικής, από 21-9-2008, µισθωτικής σύµβασης. Εξάλλου, δυνάµει του υπ’αρ. …../26-10-2006 συµβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, το οποίο καταχωρήθηκε νόµιµα στα βιβλία των Εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά (µε αρ. µητρώου ….. και µε αρ. κατάθεσης …../2006), συστάθηκε oµόρρυθµη εταιρεία µε την επωνυµία ‘…………..’’, στην οποία συμμετείχαν η …….. (πρώτη εναγόμενη – πρώτη μισθώτρια)σε ποσοστό 90% και η ……… (τέταρτη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη) σε ποσοστό 10%, και στην οποία (εταιρεία), παραχωρήθηκε ως έδρα το εν λόγω µίσθιο από την ήδη µισθώτρια ………., για τη λειτουργία του φαρμακείου. Στη συνέχεια, δυνάµει του υπ’αρ. ………/30-12-2009 συµβολαίου μεταβίβασης ποσοστών και τροποποίησης του καταστατικού της ίδιας ως άνω συµβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά (µε αρ.µητρώου ……. και αρ. κατάθεσης …../7-1-2010), στην εν λόγω εταιρεία εισήλθαν ως οµόρρυθµοι εταίροι, ο ……… (τρίτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εφεσίβλητος) και η ………. (πέμπτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εφεσίβλητη), ύστερα από µεταβίβαση σε αυτούς ποσοστού30% και 20% αντίστοιχα, εκ του ανωτέρω ποσοστού του εταιρικού µεριδίου της ………. Η εταιρεία αυτή τελικά λύθηκε στις 20-5-2016, ύστερα από καταγγελία της ως άνω εταίρου της (………), όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ………./8-6-2016 ανακοίνωση του Επαγγελµατικού Επιµελητηρίου Πειραιώς. Εν συνεχεία, δυνάµει του υπ’αρ. ………./10-6-2016 συµβολαίου της συµβολαιογράφου Πειραιώς ………., συστάθηκε ετερόρρυθµη εταιρεία από τους: ………. – οµόρρυθµο εταίρο µε εταιρικό ποσοστό 20%, …………. – ετερόρρυθµο εταίρο µε εταιρικό ποσοστό 60% και ……… – ετερόρρυθµο εταίρο µε εταιρικό ποσοστό 20%, µε την επωνυµία …………(έκτη εναγόμενη),η οποία επίσης χρησιµοποιούσε ως έδρα το εν λόγω µίσθιο. Με το υπ΄αρ. ……./30-3-2017, τέλος, συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, η τρίτη εφεσίβλητη ………. μεταβίβασε το ως άνω ποσοστό συμμετοχής της, στον πρώτο εφεσίβλητο ………, μη συμμετέχοντας πλέον στην εταιρεία. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, αν και οι εναγόμενοι δηλ. τόσο οι αρχικοί μισθωτές (πρώτοι δύο των εναγόμενων), όσο και η έκτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του και πριν από αυτήν η προαναφερθείσα παραχωρησιούχος ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία ‘……….. και ………..’’ (της οποίας, κατά το κρίσιμο διάστημα, που θα αναφερθεί παρακάτω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ήταν ομόρρυθμοι εταίροι οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων – ήδη εφεσίβλητοι), χρησιµοποιούσαν όλα αυτά τα χρόνια ακώλυτα το µίσθιο, ωστόσο, ήδη από το έτος 2011 και παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις του ενάγοντος -εκμισθωτή, καθυστερούν από δυστροπία την καταβολή των µηνιαίων µισθωµάτων, οφείλοντας µέχρι και την 30-4-2017 το συνολικό ποσό των 141.909,84 ευρώ, που αντιστοιχεί σε υπόλοιπο µισθώµατος Ιουνίου 2014, ποσού 1.013,84 ευρώ και στα µισθώµατα των µηνών Ιουλίου 2014 έως και 30-4-2017, όπως ειδικότερα τα ποσά αυτά αναλύονται στην αγωγή. Τα παραπάνω, εκτός από τα ως άνω έγγραφα, αποδεικνύονται και από τα όσα αναφέρει στην ανωτέρω αναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή της η ………., η οποία είναι ανώτερη υπάλληλος του ΕΛΕΜ και γνωρίζει τα οικονομικά στοιχεία του τελευταίου. Την οφειλή, άλλωστε, των μισθωμάτων αυτών δεν αρνούνται ουσιαστικά οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι, καθώς δεν επικαλούνται καταβολή τους, ούτε προσκομίζουν σχετικές αποδείξεις. Εκ των ανωτέρω οφειλομένων μισθωμάτων, ο τρίτος, τέταρτη και πέµπτη των εναγόμενων(εφεσίβλητοι), ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, ως εταίροι της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας (‘………..’’) για την καταβολή στο ενάγον, του ποσού των 100.469,84 ευρώ, που αφορά στο διάστημα από Ιούνιο 2014 έως Ιούνιο 2016, οπότε και λύθηκε η εν λόγω εταιρεία. Ειδικότερα, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο υπόλοιπο μισθώματος Ιουνίου 2014 ποσού 1.013,84 ευρώ και στα µισθώµατα µηνών Ιουλίου 2014 έως και Ιουνίου 2016 συνολικού ποσού 99.456 ευρώ (24 µήνες χ 4.144 ευρώ, όπως είχε διαμορφωθεί το μίσθωμα). Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ήταν ομόρρυθμοι εταίροι της ανωτέρω παραχωρησιούχου τότε εταιρείας, σε ποσοστό 30% ο πρώτος εφεσίβλητος,10% η δεύτερη εφεσίβλητη και 20%, η τρίτη εφεσίβλητη, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσοστό (40%) συμμετείχε η …….., όπως προεκτέθηκε. Το ότι, προφανώς εκ παραδρομής, αναφέρεται στην αγωγή η πέμπτη εναγόμενη -τρίτη εφεσίβλητη ως μέλος της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας από τη σύστασή της το έτος 2006, ενώ εισήλθε σε αυτήν το έτος 2009, καθώς επίσης ότι, η παραπάνω εναγόμενη συμμετείχε στην ίδια εταιρεία με ποσοστό 10% και η τέταρτη εναγόμενη – δεύτερη εφεσίβλητη με ποσοστό 20%, ενώ ισχύει το αντίστροφο, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη ή αβάσιμη, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό που οι εναγόμενες αυτές πρόβαλαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους (τον οποίο επαναφέρουν και στις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις). Κι αυτό διότι, κατά το ανωτέρω αναφερθέν κρίσιμο διάστημα, για το οποίο το ενάγον – εκκαλούν ζητεί να του καταβάλλουν οι εφεσίβλητοι τα ένδικα μισθώματα, αναφέρεται στην αγωγή η ιδιότητά των τελευταίων ως ομόρρυθμων εταίρων της εν λόγω παραχωρησιούχου εταιρείας, γεγονός που αρκεί για τη νομιμοποίησή τους και τη στοιχειοθέτηση της ένδικης αξίωσης, χωρίς να ενδιαφέρει το ποσοστό συμμετοχής τους σε αυτήν, αφού η ευθύνη τους είναι απεριόριστη και εις ολόκληρο, σύμφωνα και με όσα αναλυτικότερα αναφέρθηκαν στην σχετική νομική σκέψη. Τα ανωτέρω, άλλωστε, προκύπτουν αναλυτικότερα από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους, ως άνω μνημονευόμενα, έγγραφα. Εξάλλου, κι ο ισχυρισμός της τέταρτης εναγόμενης – δεύτερης εφεσίβλητης, που επίσης προβάλει με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ότι δεν συμμετείχε εν τοις πράγμασι στην εν λόγω εταιρεία ήδη από το Φθινόπωρο του έτους 2014, μέχρι τη λύση της το έτος 2016, αληθής υποτιθέμενος, δεν την απαλλάσσει από την ευθύνη της έναντι του ενάγοντος για την καταβολή των ένδικων μισθωμάτων, καθώς δεν μπορεί να αντιταχθεί έναντι των τρίτων δανειστών της εταιρείας.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή, ως προς τους εφεσίβλητους (τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων), και ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της (ενώ παρέλκει η εξέταση της επικουρικής -εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού- βάσης της) και να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλλουν στο ενάγον, για την παραπάνω αιτία, το συνολικό ποσό των 100.469,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας, που είχε συμφωνηθεί ως δήλη ηµέρα καταβολής κάθε µισθώµατος, ήτοι την έκτη ηµέρα κάθε μισθωτικού μήνα, έως την εξόφληση. Τα δε δικαστικά έξοδα, του εκκαλούντος – ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (δεδομένου ότι κατά τον πρώτο βαθμό δεν παραστάθηκε κι ως εκ τούτου δεν υποβλήθηκε σε έξοδα) θα επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εφεσίβλητων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ, να διαταχθεί η απόδοση του αναφερόμενου στο διατακτικό παραβόλου, στο καταθέσαν αυτό εκκαλούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 234/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών ως προς τους εφεσίβλητους (τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων).
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 30-4-2017 (με Ε.Α.Κ. ……/2017) αγωγή σχετικά με τους ως άνω εναγόμενους, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία.
Δέχεται αυτήν.
Υποχρεώνει τους τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόμενων, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στο ενάγον το συνολικό ποσό των εκατό χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (100.469,84 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας που κάθε επιμέρους μίσθωμα όφειλε να καταβληθεί, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό, έως την εξόφληση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος των εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παράβολου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. …………./2020, ποσού 100 ευρώ) στο καταθέσαν αυτό εκκαλούν.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Σεπτεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ