Αριθμός 592/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρους του Ματθαίο Τριαντάφυλλο (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς 3728).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρίας Γενικών Ασφαλίσεων …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Περσεφόνη Μπούνια (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών 26884).
Η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 1-10-2013, με αριθμό κατάθεσης ………/2013, αγωγή της, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην του εναγόμενου, η με αριθμό 1923/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών – εναγόμενος άσκησε την από 6-5-2017 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 8-5-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ………/2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 19-7-2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………./2017 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 20ης-9-2018, και κατόπιν αναβολών, για τις 7η-2-2019 και 9η-5-2019, επανασυζήτησης κατά τη δικάσιμο της 3ης-6-2021, και, μετά την κήρυξη της επαναλαμβανόμενης συζήτησης απαράδεκτης, κατόπιν της από 23-12-2021, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ………/2021 κλήσης του εκκαλούντος, επαναπροσδιορισμού για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, και αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να θεωρηθούν ομολογημένοι κατά το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ οι αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί και να γίνει δεκτή η αγωγή, η εκκαλουμένη απόφαση με μόνη την κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του εναγομένου τεκμήριο ομολογίας. Επομένως, αν στην έφεση περιέχεται άρνηση της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018) (ΑΠ 1055/2021, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 239 του Ν. 4364/2016, «4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό.». Ο λόγος της ρύθμισης αυτής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, έγκειται στην ανάγκη για “συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης” (ΜονΕφΠειρ 378/2021, Ιστοσελίδα ΕφΠειρ), καθώς αποδεσμεύεται ο δικαστής από τις διατάξεις που ισχύουν στη διαγνωστική δίκη για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμη τους και λαμβάνει υπόψη του και εκτιμά ελεύθερα οποιοδήποτε μέσο κρίνει πρόσφορο (ΑΠ 1675/1995, 1284/2004), δηλαδή αρκεί η πιθανολόγηση, και στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας, που για λόγους ταχύτητας, μολονότι δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά νομοθετική παραπομπή, κατά τη σχετική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού με διαφορετική άποψη φαλκιδεύεται ο σκοπός της παραπομπής τους στη διαδικασία αυτή (ΑΠ 287/2016, ΑΠ 401/2016, ΑΠ 67/2012), βασικό γνώρισμα της οποίας είναι η πιθανολόγηση των κρισίμων περιστατικών.(ΑΠ 1470/2017, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, (όπως ισχύει, μετά την τροποποίηση του Ν. 4335/2015), αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το Δικαστήριο αποφαίνεται, γι` αυτό, αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η πιο πάνω διάταξη εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όταν αυτό διαπιστώσει, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν μεν καθ’ ύλην αρμόδιο, πλην όμως εφάρμοσε εσφαλμένη διαδικασία. Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται τόσο από τη διαδικασία, που εσφαλμένα εφαρμόστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και από εκείνη, που έπρεπε να τηρηθεί. Η διαδικασία, που πρέπει να εφαρμοσθεί, κρίνεται από το Εφετείο, αυτεπάγγελτα, χωρίς να έχει επίδραση η διαδικασία, που εφαρμόσθηκε εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μαργαρίτη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (2000), άρθρο 535 αρ. 2, ΟλΑΠ 1482/1977, ΑΠ 1379/1996, ΜονΕφΘεσ 1780/2021 και 1317/2020, ΤΝΠ Νόμος).
Η από 6-5-2017 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/8-5-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…../19-7-2017, κατά της με αριθμό 1923/13-10-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 1-10-2013, με αριθμό κατάθεσης ……/2013, αγωγής απόδοσης ασφαλίστρων της εφεσίβλητης εναντίον του εκκαλούντος, μετά από συζήτηση ερήμην του εναγόμενου στις 22-9-2016, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα εναγόμενο, στον οποίο επιδόθηκε, στις 6-4-2017, η εκκαλούμενη απόφαση, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …../6-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …………., και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 8-5-2017, καθώς η καταληκτική ημερομηνία της 6ης-5-2017 ήταν Σάββατο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……….. παράβολο των 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας ή μη των λόγων της, με τους οποίους προβάλλεται πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η από 1-10-2013, με αριθμό κατάθεσης ……/2013, αγωγή της εφεσίβλητης, με την παρουσία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239 § 4 του Ν 4364/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 § 6 του ΚΠολΔ, την οποία εξετάζει αυτεπάγγελτα το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και δεδομένου ότι πρόκειται για αγωγή απόδοσης ασφαλίστρων, που ασκήθηκε από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή κατά του ασφαλιστικού πράκτορα, φερόμενου οφειλέτη της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενο στο δεύτερο μέρος της νομικής σκέψης· σημειώνεται, δε, ότι επειδή δεν πρόκειται για γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων, ενώ εφαρμόζεται κατά την αποδεικτική διαδικασία η πιθανολόγηση των κρισίμων πραγματικών περιστατικών, αφού η διαδικασία αυτή έχει επιλεγεί από το νομοθέτη προς συντομία εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων.
Στο άρθρο 1 του ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.» (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2496/1997 και ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως) ορίζεται ότι «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Επίσης, στα άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω νόμου (τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του ν. 2496/1997), ορίζεται ότι (αρθρ. 2 παρ. 1) «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης» (αρθρ. 4 παρ. 1) «Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση)». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοσή τους σε αυτή, κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Υπαίτιος δε υπεξαίρεσης καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσης, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (άρθρο 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (AΠ 1424/2017, ΑΠ 282/2010, AΠ 1711/2010, AΠ 1382/2010). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι’ αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. Χρόνος δε τέλεσης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 και ΑΠ 60/2017, Ιστοσελίδα ΑΠ). Εξάλλου, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 920/2018, ΑΠ 1636/2018, Ιστοσελίδα ΑΠ). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018, ΑΠ 1636/2018 ό.π.).(ΕφΠειρ 166/2020, ΤΝΠ Νόμος). Για την πληρότητα, δε, της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων, με την οποία ζητείται η καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’ άρθρο 216 §1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση, το ποσοστό της προμήθειάς του, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, ή ο πράκτορας ή ο μεσίτης ασφαλίσεων, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΜονΕφΠειρ 412/2020 και 449/2021, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ «η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση…». Κατά δε το άρθρο 938 του ΑΚ «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σε αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι, μετά την πενταετή παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, ο υπόχρεος σε αποζημίωση υποχρεούται να αποδώσει στον ζημιωθέντα κάθε ωφέλεια που περιήλθε στον ίδιο από την αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν όμως η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνον η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού η παραγραφή της σχετικής αξίωσης απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ’ ένσταση (άρθρο 277 Α.Κ.), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξίωσης από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 Α.Κ. επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της (ΑΠ 28/2010, ΑΠ 2122/2014, ΕφΑθ 4131/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Με την από 1-10-2013 αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει, ότι είναι ασφαλιστική επιχείρηση, με δραστηριότητα στην ασφάλιση ζημιών, η άδεια της οποίας ανακλήθηκε το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 και τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, με τον εναγόμενο, ασφαλιστικό πράκτορα, δε, σύναψε την από 15-12-2006 σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα αορίστου χρόνου αναλαμβάνοντας, για λογαριασμό της, τη διενέργεια των ασφαλιστικών εργασιών που ο νόμος προβλέπει, μεταξύ των οποίων η είσπραξη, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας των ασφαλίστρων από τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονταν με τη δική του διαμεσολάβηση, με τους οικονομικούς όρους, που συμφωνήθηκαν μεταξύ τους και παρατίθενται αναλυτικά στην αγωγή, ιδίως, δε, για την υποχρέωση του εναγόμενου προς απόδοση στην ενάγουσα του πλεονάσματος της ασφαλιστικής του παραγωγής, ενώ συμφωνήθηκε ότι η λογιστική παρακολούθηση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των μερών γίνεται με την τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού με τη χρήση της κεντρικής μονάδας του ηλεκτρονικού υπολογιστή της ενάγουσας, η οποία τηρούσε, ανά μήνα, λογιστική παρακολούθηση της ασφαλιστικής παραγωγής κάθε συνεργαζόμενου με εκείνη ασφαλιστικού πράκτορα, οι οποίες αποτυπώνονταν στις μηνιαίες καρτέλες εκκαθάρισης λογαριασμού που εξέδιδε το λογιστήριο της ενάγουσας και οι οποίες κοινοποιούνταν στους ασφαλιστικούς πράκτορες – συνεργάτες της. Περαιτέρω, η ενάγουσα αναφέρει ότι, μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και την αυτοδίκαιη θέση της σε κατάσταση εκκαθάρισης, προέκυψε για τον εναγόμενο, με αρχική οφειλή, στις 7-1-2009, ποσού 21.165,16 ευρώ, χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 132.459,02 ευρώ, το οποίο διαμορφώθηκε από το χρεωστικό υπόλοιπο που υπήρχε το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 ποσού 127.600,02 ευρώ, πλέον μίας ανεξόφλητης επιταγής, μηνός Οκτωβρίου του έτους 2010, ποσού 4.859 ευρώ, και απαίτησε να της αποδοθεί με την κοινοποίηση, στις 21-12-2012, της από 13-12-2012 εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης – δήλωσης, στην οποία είχε ενσωματωθεί η ανάλυση της τελευταίας καρτέλας του μεταξύ τους λογαριασμού, καλώντας τον να εξοφλήσει το ποσό αυτό εντός 15 ημερών, προθεσμία την οποία ο εναγόμενος άφησε να παρέλθει άπρακτη, εξωτερικεύοντας με τον τρόπο αυτό τη βούλησή του ιδιοποίησης του ανωτέρω ποσού. Επιπλέον, η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή αναλύει, ανά μήνα, την οφειλή του εναγόμενου από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010, επισυνάπτοντας τις καρτέλες κίνησης του μεταξύ των διαδίκων λογαριασμού. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος ευθύνεται τόσο από τη σύμβαση πρακτόρευσης, εντολής και παρακαταθήκης, αλλά και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επικουρικά, δε, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία, και ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 132.459,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση, στις 5-1-2013, της ρητής προθεσμίας εξόφλησης, που του είχε τάξει, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, και με την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Πρέπει να σημειωθεί ότι με τις από 9-5-2019 προτάσεις της, οι οποίες επαναφέρονται με τις από 5-5-2022 προτάσεις της, η εφεσίβλητη, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αναφέρει ότι κατά τη δικάσιμο της 7ης-2-2019 το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, προκειμένου τα όργανα της εκκαθάρισης να ελέγξουν τα προσκομισθέντα από τον εκκαλούντα, πρωτόδικα ερήμην δικασθέντα εναγόμενο, ασφαλιστήρια συμβόλαια προς ακύρωση, μετά τον έλεγχο, δε, των συμβολαίων αυτών και την ακύρωσή τους, δηλώνει (η εφεσίβλητη) ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του εκκαλούντος ανέρχεται πλέον στο ποσό των 100.994,04 ευρώ.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή αόριστα αναφέρεται το ποσό των 29.739,45 ευρώ ως οφειλή του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, κατά την 30η-1-2009 χωρίς να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία των επιμέρους συμβάσεων, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του και ειδικότερα, ονόματα πελατών, αριθμούς συμβολαίων, χρονική διάρκεια αυτών, ύψος κάθε οφειλής, η εκτέλεση ή μη της συμφωνίας, η παροχή του ασφαλιστικού προϊόντος, το ασφάλιστρο που συμφωνήθηκε, ο χρόνος καταβολής του, καθώς και ο τρόπος καταβολής και το ύψος αυτού. Από το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, τόσο κατά την πρώτη κύρια βάση της από ενδοσυμβατική ευθύνη, όσο και κατά τη δεύτερη από αδικοπρακτική ευθύνη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί ο εναγόμενος να αμυνθεί και να διεξαχθούν οι απαιτούμενες αποδείξεις. Ειδικότερα, η ενάγουσα εκθέτει στην ένδικη αγωγή της, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του εναγόμενου, το οποίο οφείλει να της καταβάλει, και το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 132.459,02 ευρώ, διαμορφώθηκε και αποτυπώνεται στο σχετικώς τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 μέχρι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010, χωρίς όμως να προσδιορίζει και να περιλαμβάνει επαρκώς τα στοιχεία με βάση τα οποία έχει διαμορφωθεί το ανωτέρω ποσό, καθόσον ελλείπουν για το χρεωστικό υπόλοιπο του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2009, ποσού 29.739,45 ευρώ, τα επιμέρους στοιχεία, με βάση τα οποία έχει υπολογισθεί το προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο, κατά την 7η-1-2009, ύψους 21.165,16 ευρώ, όπως οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που εκδόθηκαν, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια κάθε ασφάλισης, τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά, η προμήθεια του εναγόμενου, ούτε ενσωματώνονται στην αγωγή οι σχετικές μηνιαίες καταστάσεις με τα στοιχεία αυτά για το χρονικό διάστημα αυτό πριν την 7η-1-2009. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή, δεν πρόκειται για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού, ούτε εκτίθεται ότι ο εναγόμενος αναγνώρισε το σχετικό χρεωστικό υπόλοιπο κατ’ άρθρον 873 του ΑΚ, ώστε να μην απαιτείται η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων για το ορισμένο αυτής. Επίσης, όπως περιγράφεται στην αγωγή, το χρεωστικό υπόλοιπο κάθε μήνα αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του επόμενου χρονικού διαστήματος και κατόπιν διαδοχικών τέτοιων υπολογισμών εκτίθεται το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο αφορά στο αίτημα της αγωγής, με συνέπεια το τελικό υπόλοιπο συνδέεται με τα προαναφερθέντα ελλείποντα στοιχεία. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η μη αναφορά στην αγωγή των ανωτέρων στοιχείων, ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική κύρια βάση της, καθιστά ελλιπή την περιγραφή του ύψους της ζημίας, που επικαλείται η ενάγουσα ότι υπέστη, καθόσον δεν περιλαμβάνονται με πληρότητα, κατά τα ως άνω, όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει το προαναφερθέν συνολικό ποσό, το οποίο, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα δεν απέδωσε σ’ αυτήν ο εναγόμενος, αλλά το ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Επιπλέον, η επικουρική βάση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία η ενάγουσα σωρεύει, νόμιμα κατά δικονομική επικουρικότητα, επικαλούμενη την πιθανή κρίση για ακυρότητα της σύμβασης πρακτορείας και για ανυπαρξία των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας του εναγόμενου, είναι, επίσης, αόριστη, εφόσον δεν προσδιορίζεται σαφώς το ύψος του πλουτισμού, δηλαδή η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αναφερόμενων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στις από 9-5-2019 προτάσεις της (σελίδα 5 με τίτλο 1.2 Προσκόμιση συμβολαίων προς ακύρωση) ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, τις οποίες επανέφερε με τις από 5-5-2022 προτάσεις της, δηλώνει ότι, κατόπιν αναβολής, στις 7-2-2019, και έλεγχο από τα όργανα της εκκαθάρισης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που προσκόμισε ο εκκαλών – εναγόμενος, προς ακύρωση, το χρεωστικό υπόλοιπο του τελευταίου ανέρχεται πλέον στο ποσό των 100.994,04 ευρώ, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζονται οι αριθμοί και τα λοιπά στοιχεία των ασφαλιστήριων συμβολαίων που ακυρώνονται, όπως τα ποσά των ασφαλίστρων για κάθε ασφαλισμένο, ο χρόνος υποχρέωσης καταβολής, και η προμήθεια του εναγόμενου, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται επακριβώς το αίτημα της κρινόμενης αγωγής. Επομένως, εφόσον δεν υφίστανται τα απαιτούμενα στοιχεία για την ουσιαστική εξέταση και δικαστική εκτίμηση της αγωγής, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό του εναγόμενου, η έρευνα της οποίας (αοριστίας), σε κάθε περίπτωση αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για την έκδοση απόφαση, και εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη έσφαλε στην ορθή εφαρμογή του νόμου, αφού έπρεπε να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως αόριστη. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, αφού έγινε δεκτή η ένδικη έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και κρατήθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως αόριστη. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, πρέπει η δικαστική δαπάνη, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 6-5-2017, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ………/2017, έφεση κατά της με αριθμό 1923/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), όπως επαναφέρεται με την από 23-12-2021, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………./2021, κλήση του εκκαλούντος.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………….., ποσού 100 ευρώ), στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1-10-2013, με αριθμό κατάθεσης ………./8-10-2013, αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, στο σύνολό της, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 30-9-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ