Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 594/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 2ο

Αριθμός  απόφασης :  594/ 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 2ο)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……………και 2) ………… οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους Δικηγόρο Γεωργία Πανταζή.

ΤΗΣ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της  εταιρείας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Χρήστο Θεοδωρακόπουλο.

Η ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την  από 10-09-2018 και με αριθ.καταθ. ………../2018  αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 651/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι  εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες  με την από   5-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς  ……………/2020  έφεσή τους,   η οποία  προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 18.3.2021, οπότε και ματαιώθηκε.

Προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την σημερινή δικάσιμο της 21-10-2021, με την υπ’ αριθ. 95/2021 Πράξη, της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς. Προέδρου Εφετών, Ισιδώρας Πόγκα, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 11-2-2021 έως 22-3-2021).

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε και αναφέρθηκαν στις έγγραφες   προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H  κρινόμενη  από   5-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ……../2020 έφεση των εναγόμενων    και ήδη εκκαλούντων  κατά της με αρ. 651/2020  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την αγωγή με την τακτική διαδικασία,  έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 24.2.2020 (βλ.  τις με αρ. …. και …../24.2.2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού    επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………..), ενώ η έφεση ασκήθηκε  στις 5.6.2020  στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ώστε είναι εμπρόθεσμη με βάση τη διάταξη του άρθρου του 74 παρ.1. 4690/2020 (περί προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020 λόγω covid-19). Επιπλέον  έχει  κατατεθεί από το  νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. 334542636950 e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην από 10-09-2018 και με αριθ.καταθ. …………/2018 αγωγή της,  επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι η δεύτερη, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγομένων, με  την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, εξέδωσαν στα Λεχαινά Ηλείας, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή επιμέρους χρόνους εις διαταγήν της ενάγουσας,  τις αναφερόμενες, κατά στην αγωγή, 7 επιταγές,  από τον τηρούμενο λογαριασμό της εναγόμενης στην ΑLPHA BANK AE συνολικού ποσού 81.200 € συνυπογράφοντας κάθε φορά ανά δύο, και ειδικότερα η  2η και  3ος  τις με αρ.  (1),(4), (5), (6) και (7)  ποσών  15.000, 10.000, 15.000, 10.000 και 10.000 € και η 2η και 4ος τις με αρ. (2) και (3) ποσών 10.000 και 11.200 €. Ότι τις άνω επιταγές η πρώτη εναγόμενη οπισθογράφησε λόγω πληρεξουσιότητας και εμφανίστηκαν εμπροθέσμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου στο λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, με σχετική  επισημείωση  της πληρώτριας τράπεζας στα σώματα των άνω επιταγών. Ότι η εναγόμενη κατέστη εκ νέου κομίστρια των επιταγών αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθούν η  1η  και 2η εναγόμενη να της καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον  το συνολικό ποσό των 81.200 €,   ο 3ος από κοινού και εις ολόκληρον   με την 1η και 2η το ποσό των 60.000 € και ο 4ος εναγόμενος από κοινού και εις ολόκληρον  με την 1η και 2η  το ποσό των 21.200 €,  να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της 2ης και 4ου εναγόμενου,  διάρκειας 1 έτους και να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά της έξοδα. Eπί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση που έκανε  δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και απήγγειλε προσωπική κράτηση σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης διάρκειας 6 μηνών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι 2η και 4ος εναγόμενος για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από το άρθρο 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Για τη θεμελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο εκδότης – εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε, ακόμα και ως ενδεχόμενο το γεγονός, ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της επιταγής διαθέσιμα κεφάλαια στην πωλήτρια τράπεζα κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή μέσα στην οκταήμερη προθεσμία με αφετηρία την αναγραφόμενη επί του σώματος αυτής (επιταγής) ημεροχρονολογίας εκδόσεως της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (Ολομ. ΑΠ 29/2007, ΑΠ 29/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στοιχεία απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής προς αποζημίωση από το άρθρο 914 ΑΚ είναι: 1) η έκδοση έγκυρης επιταγής, 2) η μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο της έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, είτε η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων που δεν μπορούσαν όμως να διατεθούν για την πληρωμή της επιταγής, λόγω ανάκλησης της εντολής προς πληρωμή από μέρος του εκδότη, 3) η υπαιτιότητα του εκδότη, ήτοι ότι προβαίνει εκείνος στην εν λόγω έκδοση από πρόθεση, που σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός ότι θα υπάρξει η ως άνω έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 179/2019, ΑΠ  1051/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), 4) η μη πληρωμή της επιταγής εντός της νόμιμης προθεσμίας, η οποία, όταν πρόκειται για επιταγή που εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, είναι οκτώ (8) ημερών με αφετηρία την επόμενη ημέρα της έκδοσής της (άρθρο 29 του Ν 5.960/1933), 5) η από τη μη πληρωμή της επιταγής πρόκληση ζημίας του δικαιούχου κομιστή της και 6) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη (Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, σελ. 319 επ.). Το αξιόποινο της πράξης του εκδότη  δεν αίρεται  από λόγους αναγόμενους στην αιτία εκδόσεως και μεταβιβάσεως της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740/2001, ΕλλΔνη 43.733). Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 1451/2007 Δνη 48. 1401, ΑΠ 342/2005 Δνη 47. 1393, EφΛαρ 101/2016, ΕφΘεσ 1311/2008, ΕφΑθ 5661/2003 Δνη 45. 535). Τέλος, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων πού το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι, πλέον του νομικού προσώπου και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 11/2007, ΑΠ 25/2000 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν κι επικαλούνται ο διάδικοι, της υπ’ αριθ. …../23.11.2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………, που ελήφθη  ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, με  την επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης των εναγομένων (σχετ. η υπ’ αριθ ……/14.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………..,  καθώς και οι υπ’ αριθ. …., …. Γ’ και ……/13.11.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών ………….) και  της υπ’ αριθ. …../20.12.2018 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πύργου, η οποία ελήφθη με επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την με αρ. …../10.3.2021 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………..)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εμπορική εταιρεία  με αντικείμενο μεταξύ  άλλων την πώληση δεξαμενών υγρού κεριού που χρησιμεύουν στο πλύσιμο και κέρωμα των πορτοκαλιών πριν την διαλογή και την συσκευασία τους. Στα πλαίσια της δραστηριότητας πωλούσε επί πιστώσει και παρέδιδε, ήδη από το έτος 2014, στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα εμπορίας αγροτικών προϊόντων (νωπών οπωροκηπευτικών), τα αντίστοιχα προϊόντα της.  Η πρώτη εναγόμενη είναι ανώνυμη εταιρία με έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο τις εισαγωγές – εξαγωγές εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Την άνω εταιρία σύμφωνα με την από 24.08.2017 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της πρώτης εναγόμενης (αριθμ. καταχ. ……..) και το από  28.08.2017 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου εκπροσωπούσαν  ο τρίτος  εναγόμενος  …………………,  ως Πρόεδρος  και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. αυτής  και ο τέταρτος εναγόμενος ως αντιπρόεδρος του Δ.Σ. αυτής  οι οποίοι δέσμευαν την άνω εταιρία υπογράφοντας από κοινού επί της εταιρικής σφραγίδας αυτής. Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του ενός από τους δύο, δικαίωμα υπογραφής προς αναπλήρωσή αυτού  είχε η  δεύτερη εναγόμενη – πρώτη εκκαλούσα. Οι άνω εναγόμενοι, τον Νοέμβριο του έτους 2017 στα Λεχαινά Ηλείας, υπογράφοντας υπό την εταιρική επωνυμία, με τις άνω ιδιότητες τους, και ενεργώντας εντός του κύκλου των ανατεθειμένων  σε    αυτούς  καθηκόντων, εξέδωσαν τις κατωτέρω επιταγές εις διαταγήν της ενάγουσας, που αντιστοιχούσαν σε αγορά από αυτή  προϊόντων της : 1) η δεύτερη εναγόμενη (μέλος του Δ.Σ.)  και ο τρίτος εναγόμενος (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος) εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν, ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την με αριθμ. ……….. δίγραμμη επιταγή με αναγραφόμενη επ’ αυτής ημερομηνία  εκδόσεως την 31.12.2017 ποσού δέκα πέντε χιλιάδων ΕΥΡΩ (15.000,00      €)      σε χρέωση του     με      αριθμ. ΙΒΑΝ …………. λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα «……….». Η  ενάγουσα οπισθογράφησε την εν λόγω επιταγή στην Τράπεζα με την επωνυμία «…….» λόγω πληρεξουσιότητας κατ’ άρθρο 23 ν. 5960/1933, θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of …………- Value for Collection» (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της ……….. – Αξία προς είσπραξη»), προκειμένου η τελευταία να εμφανίσει την πιο πάνω επιταγή και να εισπράξει το αναγραφόμενο επ’ αυτής ποσό από την πληρώτρια Τράπεζα «………..» στο όνομα και για λογαριασμό της. Η Τράπεζα «………», εμφάνισε προς πληρωμή την εν λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «……..» την 08.01.2018 οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «……….» με την ρήτρα «Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed» (ήτοι «Πληρώσατε εις διαταγήν οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες], εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως αποδεικνύεται από την από 08.01.2018 Βεβαίωση της «…………» επί του σώματος της. H επιταγή  επιστράφηκε  στην ενάγουσα από την πληρεξούσια Τράπεζα «…………», η οποία (ενάγουσα)  έτσι κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής. 2) η δεύτερη εναγόμενη και ο τέταρτος εναγόμενος, εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν,  ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την με αριθμ. …….. επιταγή με αναγραφόμενη επ’ αυτής ημερομηνία  εκδόσεως την 31.01.2018 ποσού δέκα χιλιάδων ΕΥΡΩ {10.000,00 €)     σε χρέωση του ιδίου  λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα «………..». Η ενάγουσα οπισθογράφησε λόγω πληρεξουσιότητας την εν λόγω επιταγή στην Τράπεζα με την επωνυμία «……….» θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of ……… – Value for Collection» (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της …………… – Αξία προς είσπραξη»), προκειμένου η τελευταία να εμφανίσει την πιο πάνω επιταγή και να εισπράξει το αναγραφόμενο επ’ αυτής ποσό από την πληρώτρια Τράπεζα «…………» στο όνομα και για λογαριασμό της. Η Τράπεζα «……..», εμφάνισε προς πληρωμή την εν λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «………..» την 02.02.2018 οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «…………» με την ρήτρα “Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed” (ήτοι «Πληρώσατε εις διαταγήν οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος – Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες), εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο αποδεικνύεται από την από 08.01.2018 Βεβαίωση της «…………» επί του σώματος της. Ακολούθως,  η  ανωτέρω  επιταγή  επιστράφηκε  στην  ενάγουσα  από την πληρεξούσια Τράπεζα «……….», η οποία (ενάγουσα)  έτσι κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής. 3) η δεύτερη εναγόμενη και ο τέταρτος εναγόμενος (Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. αυτής) εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν, ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την με αριθμ. ………. δίγραμμη επιταγή με αναγραφόμενη επ’ αυτής ημερομηνία  εκδόσεως την 28.02.2018 ποσού έντεκα χιλιάδων διακοσίων ΕΥΡΩ     (11.200,00     €),     σε χρέωση του ιδίου  λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα στην Τράπεζα «………….». Η ενάγουσα οπισθογράφησε και παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στην Τράπεζα με την επωνυμία «…………» θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of ………… – Value for Collection» (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της ……….. – Αξία προς είσπραξη»), προκειμένου η τελευταία να εμφανίσει την πιο πάνω επιταγή και να εισπράξει το αναγραφόμενο επ’ αυτής ποσό από την πληρώτρια Τράπεζα «…………..» στο όνομα και για λογαριασμό της. Η Τράπεζα «……….», εμφάνισε προς πληρωμή την εν λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «………..» την 08.03.2018 οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «……………» με την ρήτρα “Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed” (ήτοι «Πληρώσατε εις διαταγήν οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος -Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες), εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο αποδεικνύεται από την από 08.03.2018 Βεβαίωση της «………….» επί του σώματος της. Ακολούθως, η ανωτέρω επιταγή επιστράφηκε στην ενάγουσα από την πληρεξούσια Τράπεζα «………..», η οποία (ενάγουσα)  έτσι κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής. 4) η δεύτερη εναγόμενη και ο τρίτος εναγόμενος, εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την με αριθμ. ………….. επιταγή με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως 31.3.2018 ποσού 10.000,00   €,    σε χρέωση του ιδίου  λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα στην Τράπεζα «………..». Η ενάγουσα οπισθογράφησε αυτή λόγω πληρεξουσιότητας   και  παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στην Τράπεζα με την επωνυμία «……..» θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of ………… – Value for Collection) (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της …………. – Αξία προς είσπραξη»). Η Τράπεζα «…………», εμφάνισε προς πληρωμή την εν λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «……….» την 10.4.2018 (κατ’ αρ. 29 και 55 ν. 5960/1933, δεδομένου ότι η καταληκτική ημερομηνία εμφάνισης ήταν η Κυριακή του Πάσχα και η πρώτη μετά από αυτή εργάσιμη ήταν η Τρίτη 10 Απριλίου) οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «………..» με την ρήτρα “Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed”   (ήτοι   «Πληρώσατε   εις   διαταγήν   οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος – Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες), εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο αποδεικνύεται από την από 10.04.2018 Βεβαίωση της «……..» επί του σώματος της. Ακολούθως, η ανωτέρω επιταγή επιστράφηκε στην ενάγουσα από την πληρεξούσια Τράπεζα «……..», η οποία (ενάγουσα)  κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής. 5) η δεύτερη εναγόμενη και ο τρίτος εναγόμενος, εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν, ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την   με   αριθμ.   ……..   επιταγή   με   αναγραφόμενη   επ’ αυτής ημερομηνία  εκδόσεως την 30.4.2018 ποσού 15.000,00      €,   σε χρέωση του ιδίου  λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα στην Τράπεζα «…………». Η ενάγουσα οπισθογράφησε αυτή λόγω πληρεξουσιότητας   και  παρέδωσε αυτήν στην Τράπεζα με την επωνυμία «…………» θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of ……….. – Value for Collection) (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της ………… – Αξία προς είσπραξη»).  Η Τράπεζα «……….», εμφάνισε προς πληρωμή την εν λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «…………..» την 07.5.2018 οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «…………» με την ρήτρα “Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed” (ήτοι «Πληρώσατε εις διαταγήν οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος – Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες), εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο αποδεικνύεται από την από 07.05.2018 Βεβαίωση της «…………» επί του σώματος της. Ακολούθως, η ανωτέρω επιταγή επιστράφηκε στην ενάγουσα από την πληρεξούσια Τράπεζα «……..», η οποία (ενάγουσα)  έτσι κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής 6). H  δεύτερη εναγόμενη και ο τρίτος εναγόμενος, εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν, ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την   με   αριθμ.   ……..   επιταγή   με   αναγραφόμενη   επ’ αυτής ημερομηνία  εκδόσεως την 31.5.2018 ποσού 10.000,00     €,      σε χρέωση του ιδίου  λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα «………..». Η ενάγουσα οπισθογράφησε αυτή λόγω πληρεξουσιότητας   και  παρέδωσε αυτήν στην Τράπεζα με την επωνυμία «……..» θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of ……….. – Value for Collection) (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της ………. – Αξία προς είσπραξη»).  Η Τράπεζα «……….», εμφάνισε προς πληρωμή την εν λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «………….» την 07.6.2018 οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «………..» με την ρήτρα “Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed” (ήτοι «Πληρώσατε εις διαταγήν οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος – Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες), εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο αποδεικνύεται από την από 07.06.2018 Βεβαίωση της «……….. (995)» επί του σώματος της. Ακολούθως, η ανωτέρω επιταγή επιστράφηκε στην ενάγουσα από την πληρεξούσια Τράπεζα «……….», η οποία (ενάγουσα)  έτσι κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής. Τέλος 7) H δεύτερη εναγόμενη και ο τρίτος εναγόμενος, εκπροσωπώντας νόμιμα την πρώτη εναγόμενη, εξέδωσαν, ενεργώντας από κοινού (συνυπέγραψαν), εις διαταγήν της ενάγουσας την με αριθμ. ………. δίγραμμη επιταγή με αναγραφόμενη επ’ αυτής ημερομηνία  εκδόσεως την 30.06.2018 ποσού δέκα χιλιάδων 10.000,00 € σε χρέωση του ιδίου  λογαριασμού  της πρώτης εναγόμενης στην Τράπεζα στην Τράπεζα «………..». Ακολούθως, η ενάγουσα οπισθογράφησε λόγω πληρεξουσιότητας και παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στην Τράπεζα με την επωνυμία «……..» θέτοντας την ρήτρα «Pay to the order of …….. – Value for Collection (ήτοι «Πληρώσατε σε διαταγή της ………. – Αξία προς είσπραξη»). Η Τράπεζα «………..», εμφάνισε προς πληρωμή την εν _ λόγω επιταγή εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα «……….» την 06.07.2018 οπισθογραφώντας την, προς απόδειξη  εξόφλησης στην πληρώτρια Τράπεζα «………» με την ρήτρα “Pay to the order of any BANK, BANKER OR TRUST COMPANY – Prior endorsements guaranteed” (ήτοι «Πληρώσατε εις διαταγήν οποιασδήποτε Τράπεζας, Τραπεζίτη ή Εταιρείας Καταπιστεύματος – Προηγούμενες οπισθογραφήσεις εγγυημένες), εντούτοις η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο αποδεικνύεται από την από 06.07.2018 Βεβαίωση της «…….» επί του σώματος της. Ακολούθως, η  ανωτέρω  επιταγή  επιστράφηκε   στην  ενάγουσα  από την πληρεξούσια Τράπεζα «………», η οποία (ενάγουσα)  έτσι κατέστη  εκ νέου  νόμιμη κομίστρια της επιταγής.  Τις άνω επιταγές που σε αξία ήταν  ύψους 81.200 €,  έχει συνυπογράψει η δεύτερη εναγόμενη, όπως εκτέθηκε  αναπληρώνοντας τους τρίτο και τέταρτους εναγόμενους,  σε περίπτωση κωλύματος αυτών. Τις με αρ. (1) , (4), (5), ( 6)  και (7) ποσών 15.000,  10.000, 15.000, 10.000 και 10.000  € και συνολικά  60.000 € συνυπέγραψε με την ανωτέρω  όπως εκτέθηκε ο τρίτος εναγόμενος και ήδη δεύτερος εκκαλών ο οποίος είχε την ιδιότητα του  Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της  πρώτης εναγόμενης.  Η  δεύτερη εναγόμενη -πρώτη εκκαλούσα ισχυρίζεται στον πρώτο λόγο της έφεσης ότι συνυπέγραψε τις επίδικες μεταχρονολογημένες  επιταγές  κατόπιν υπόδειξης του τέταρτου εναγόμενου αναπληρώνοντας τον Πρόεδρο της εταιρίας, που απουσίαζε,  για την τυπική εγκυρότητα των επιταγών, χωρίς η ίδια να έχει ουσιαστική ενασχόληση με τις εταιρικές υποθέσεις και να γνωρίζει την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων.  Όμως δεν αμφισβητεί την εγκυρότητα της  ανάληψης υποχρέωσης (στο  όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας)  – δήλωσής βουλήσεώς της στις επίδικες επιταγές, ότι δηλαδή έθεσε την υπογραφή της  αναπληρώνοντας νόμιμα τον τρίτο  (Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο) και τέταρτο εναγόμενο (Αντιπρόεδρο του Δ.Σ.) κατά την υπογραφή των άνω επιταγών, ούτε επικαλείται ότι  η δήλωση βουλήσεώς της ήταν ελαττωματική λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής. Με δεδομένο ότι είχε την ιδιότητα της Δικηγόρου ήταν σε θέση να αντιληφθεί  τη σοβαρότητα και τις συνέπειες της θέσης της υπογραφής της στις επίδικες επιταγές (δεν ήταν απλώς μία τρίτη  αμέτοχη της  διαχείρισης), ενώ ο ισχυρισμός ότι δεν είχε στη διάθεσή της τα οικονομικά και εμπορικά στοιχεία της πρώτης εναγόμενης δεν κρίνεται πειστικός.   Αναφορικά με τον τρίτο εναγόμενο – δεύτερο εκκαλούντα, το γεγονός της συνταξιοδότησης αυτού και αποχώρησης από τη Διοίκηση της πρώτης εναγόμενη στις 22.11.2017 δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού  η  ευθύνη του θεμελιώνεται από το χρόνο της  πραγματικής έκδοσης των επιταγών (βλ. και ΑΠ 891/2014, ΑΠ 1139/ 2013, ΑΠ  522/ 2012, ΑΠ 894/2010  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Οι εναγόμενοι – εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι υπήρχαν τα αντίστοιχα κεφάλαια  στον λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, την πραγματική ημερομηνία έκδοσης αυτών (Νοέμβριο του 2017), λόγω δε απρόβλεπτων γεγονότων  της καταστροφής της παραγωγής πορτοκαλιών του  φθινοπώρου του 2017  η πρώτη εναγόμενη, απώλεσε μεγάλο μέρος  των εισπράξεών της, με συνέπεια να μην μπορέσει να καλύψει το ποσό των επιδίκων επιταγών τις ημερομηνίες εμφάνισής τους. ¨Όμως δεν προσκομίζουν την κίνηση του λογαριασμού σε χρέωση του οποίου εκδόθηκαν οι επιταγές,  ώστε να καταδειχθεί ότι τα κεφάλαια αυτά υπήρχαν τον πραγματικό χρόνο κυκλοφορίας των επιταγών. Η εκδότρια εταιρία – πρώτη  εναγόμενη επίσης ήδη   αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα το άνω χρονικό διάστημα δεδομένου ότι στο  τέλος του 2017 είχε οφειλές προς Τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, προμηθευτές, εργαζόμενους μέχρι την 31.12.2017 συνολικού ποσού 21.747.272,72 € (βλ, τις παραδοχές της  υπ’ αριθ. 1371/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που δεν είχαν δημιουργηθεί τον τελευταίο μήνα, ώστε η οικονομική της κατάσταση το φθινόπωρο του 2017 ήταν κακή και μη αναστρέψιμη πριν την συγκομιδή του άνω έτους.  Εξάλλου η θέση σε κυκλοφορία επιταγών μεταχρονολογημένων προϋποθέτει ότι υπήρχε το ανάλογο υπόλοιπο επαρκές αντίκρυσμα αυτών στο τραπεζικό λογαριασμό,  από την ημερομηνία παράδοσης έως την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης,  αφού   είναι δυνατή η εμφάνισή τους και πριν την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης και σε κάθε περίπτωση η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο του, αφού  στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του, αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας- αλλά την ψυχική του στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού (γνώση) και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής.  Αποδεικνύεται επομένως τόσο από το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης όσο και τα διδάγματα της κοινής πείρας  ότι οι άνω εναγόμενοι – εκκαλούντες με τις παραπάνω ιδιότητές τους γνώριζαν  καλά τη δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η εκδότρια εταιρία  και ότι ήταν ενδεχόμενο τουλάχιστον  κατά τους χρόνους έκδοσης και πληρωμής των επιταγών ο λογαριασμός αυτής  να μην έχει τα αντίστοιχα κεφάλαια για την κάλυψη του ποσού των επιδίκων επιταγών.  Ειδικώς πρέπει να λεχθεί επιπλέον ότι τα μέλη του Δ.Σ της πρώτης εναγόμενης, είχαν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους (η δεύτερη εναγόμενη είναι θυγατέρα του τρίτου εναγόμενου) ώστε να μην νοείται άγνοια από πλευράς τους  τόσο  για την οικονομική της κατάσταση όσο και για την ύπαρξη αντικρύσματος στους λογαριασμούς αυτής. Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος έφεσης ένσταση παθητικής νομιμοποίησης των εκκαλούντων (που ανάγεται στην ουσία, αφού με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, οι εναγόμενοι νομιμοποιούνται παθητικά) πρέπει να απορριφθεί.

Οι εκκαλούντες με το δεύτερο σκέλος του 2ου λόγου της έφεσής τους  επαναφέρουν την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που είχαν προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενοι ότι  η άσκηση της ένδικης αγωγής σε βάρος τους είναι καταχρηστική  καθώς η ενάγουσα  άσκησε την αγωγή της   παραβλέποντας την μακρόχρονη και επικερδή εμπορική συνεργασία της με την πρώτη  εναγομένη, κι ενώ  γνώριζε ότι επίκειται η υπαγωγή αυτής  στη διαδικασία εξυγίανσης, χωρίς να αναμείνει την ολοκλήρωση αυτής,  κι ενώ έχει ήδη εκδώσει   σε βάρος της πρώτης  εναγόμενης  για τις επίδικες επιταγές τις με αρ. αριθ. ……/2018, ……/2018 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την  υπ’ αριθ ……../2018 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιά. Ο ισχυρισμός, όμως,  αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος,  καθώς τα περιστατικά που επικαλούνται οι εναγόμενοι  δεν  καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας μη ανεκτή κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της, αφού η ενάγουσα με την επίδικη αγωγή ασκεί την αξίωσή της από αδικοπραξία σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και των νομίμων εκπροσώπων αυτής φυσικών προσώπων που έθεσαν την υπογραφή τους  στις επίδικες επιταγές, ζημιώνοντας ατομικά παράνομα την εναγόμενη, η οποία δεν αποκλείεται αν έχει προηγηθεί η άσκηση της   αξίωσής της από τα αξιόγραφα με την έκδοση των διαταγών πληρωμής (Α.Π. 343/2013, Α.Π. 449/2012 και Α.Π. 1051/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω ισχυρισμό δεν έσφαλε οι δε ελλιπείς αιτιολογίες της απόφασης  αυτού αντικαθίστανται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες στο πρώτο σκέλος του 2ου λόγου  της έφεσής τους προβάλλουν ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας, καθώς ισχυρίζονται ότι δέχθηκε τις επίδικες επιταγές  ενώ γνώριζε ότι ήταν μεταχρονολογημένες και ήταν σε γνώση της οικονομικής κατάστασης της πρώτης εναγόμενης, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο της μη πληρωμής τους.  Ο λόγος αυτός όμως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ,  διότι δεν είχε προταθεί με   το δικόγραφο των προτάσεων  των εναγόμενων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της άνω διάταξης (αρ.1-6) που οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται.

Οι εκκαλούντες με τον  5ο  λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν την ένσταση συμψηφισμού – πραγματικών ελαττωμάτων, που είχαν προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυριζόμενοι ότι τα εμπορεύματα που πώλησε η ενάγουσα (6 δεξαμενές υγρού κεριού συνολικά 6.000  kgr  Χ 1,45 €) στην πρώτη εναγόμενη είχαν πραγματικά ελαττώματα, καθώς εμφάνιζαν σοβαρή ποιοτική αλλοίωση με έντονη δυσοσμία που καθιστά αυτές ακατάλληλες για επαφή με τρόφιμα. Ο ισχυρισμός αυτός εκτός από την αοριστία του (δεν αναφέρεται κατά πόσο  μειώνεται η αξία των εμπορευμάτων αυτών λόγω των ελαττωμάτων) είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού πρόκειται για γνήσια ένσταση που στηρίζεται σε  δικαίωμα της μη διαδίκου πλέον πρώτης εναγόμενης, που δεν άσκησε έφεση (άρθρο 262 παρ.2 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση όμως είναι και  μη νόμιμος, διότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 του Α.Κ., δεν ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής και ιδίως, η ανυπαρξία του χρέους, ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της άσκησης της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (Α.Π. 1804/2012 και Α.Π. 281/2003 Τ.Ν.Π. “NΟΜΟΣ”). Επομένως ο άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές η αγωγή έπρεπε ως προς τους άνω εναγόμενους να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι άνω εναγόμενοι, λόγω του ότι ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα,   να καταβάλουν   σ’ αυτή το ποσό των 60.000 € ο καθένας εις ολόκληρον και η δεύτερη εναγόμενη το επιπλέον ποσό των 21.200 € (σύνολο ως προς αυτή 81.200 €.), όπως ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου και  του σχετικού λόγου της έφεσης (3ου). Περαιτέρω, για την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της δεύτερης  εναγομένης – πρώτης εκκαλούσας που ενέχεται από αδικοπραξία, η διάρκεια της οποίας,  αν ληφθεί υπόψη το  είδος και το μέγεθος της βλάβης της ενάγουσας, οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η αδικοπραξία και η  κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και μεταξύ αυτών της αφερεγγυότητας της εκδότριας εταιρίας, όπως και τις δεύτερης εναγόμενης (ύπαρξη περιουσίας που όμως είναι βεβαρυμένη) πρέπει να καθορισθεί σε 65 ημέρες. Η αναγκαιότητα της επιβολής του μέτρου της προσωπικής κράτησης, τελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι μέτρο αναγκαίο για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης, που συμβάλλει στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα και η αρχή της αναλογικότητας, χωρίς η διάταξη του άρθρου 1047 παρ.3 να  προσκρούει στο άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και  στις επιταγές του Συντάγματος (ΑΠ 271/2015, ΕφΠειρ 108/2021, ΕφΠειρ 4/2015, ΕφΑθ 297/2018,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ορθώς απήγγειλε προσωπική κράτηση κατά της άνω εναγόμενης εσφαλμένα ωστόσο, όρισε  μεγαλύτερη διάρκεια αυτής  (6 μηνών). Επομένως, πρέπει να γίνει αντιστοίχως δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο 4ος  λόγος της έφεσης και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την δεύτερη εναγόμενη – πρώτη εκκαλούσα,  τόσο ως προς την διάταξή της απαγγελίας προσωπικής κράτησης, όσο όμως και ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για λόγους ενότητας του εκτελεστού τίτλου. Περαιτέρω θα πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 81.200 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της άνω εναγόμενης διάρκειας 65 ημερών. Σε  βάρος της δεύτερης εναγόμενης εκκαλούσας πρέπει να επιβληθούν  τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 191, 176 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η απόδοση σ΄αυτήν του παραβόλου της έφεσης. Αντίθετα ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα θα πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του άνω εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) €.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση ως προς την πρώτη εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ ως προς αυτή την εκκαλούμενη, με αρ. 651/2020   απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην άνω εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ  και δικάζει επί της ουσίας την από 10-09-2018 και με αριθ.καταθ. …………/2018 αγωγή ως προς την άνω εναγόμενη.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ογδόντα ενός χιλιάδων, διακοσίων (81.200) €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ προσωπική κράτηση σε βάρος της άνω  εναγόμενης, διάρκειας εξήντα πέντε (65) ημερών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της άνω εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων πενήντα (3.350) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  30.9.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ