Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 553/2022

Αριθμός    553/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Α. ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρίας …………, με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας …………….., την οποία (αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Μαύρου (ΑΜ 11695 ΔΣ Αθηνών), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1. …………, 2. …………., 3. ……….. 4. …………, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Ιωάννης – Πρόδρομος Αναστασιάδη (ΑΜ 12060 ΔΣ Αθηνών).

Β. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: 1. …….., 2. ………., 3. ………… 4. …………. τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Ιωάννης – Πρόδρομος Αναστασιάδη (ΑΜ 12060 ΔΣ Αθηνών).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………. την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Μαύρου (ΑΜ 11695 ΔΣ Αθηνών), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα – εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 15-9-2015, με ΓΑΚ……. και ΑΚ………/2015, αγωγή της κατά των εναγόμενων – εκκαλούντων. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1910/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – εναγόμενοι άσκησε την από 28-12-2018 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 28-12-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 23-1-2019, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………/2019, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 5ης-12-2019, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 14ης-1-2021, κατά την οποία επίσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο. Επιπλέον, οι εκκαλούντες κατέθεσαν τους από 8-12-2020 πρόσθετους λόγους έφεσης, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 9-12-2020, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………../2020, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 14ης-1-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο. Επίσης, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 14-12-2020, με ΓΑΚ… και ΕΑΚ…/12-1-2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, η οποία ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει, και οι εκκαλούντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, ο οποίος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου α) η από 28-12-2018, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…/2019, έφεση των εκκαλούντων, β) οι από 8-12-2020, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……./2020, πρόσθετοι λόγοι έφεσης των εκκαλούντων, και γ) η από 14-12-2020, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/12-1-2021, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, αφού είναι συναφείς, διότι αφορούν στο ίδιο ιστορικό γεγονός, ενώ οι υπό στοιχεία α και β στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης και η υπό στοιχείο γ έχει σχέση με τις προηγούμενες κυρίου και παρεπομένου, επιπλέον, δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 § 1 και 246 ΚΠολΔ).

Η από 28-12-2018 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………./28-12-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…../23-1-2019, κατά της με αριθμό 1910/3-4-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 15-9-2015, με ΓΑΚ…… και ΑΚ……/2015, αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον των εκκαλούντων, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 2-12-2016, και διορθώθηκε με τη με αριθμό 5479/11-12-2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου με συμπλήρωση του διατακτικού της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ηττηθέντες εναγόμενους, στους οποίους επιδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η διορθωτική αυτής, στις 30-11-2018, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ………../30-11-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….., και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 28-12-2018, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……… παράβολο των 150 ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, οι εκκαλούντες με το από 8-12-2020, ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2020, ιδιαίτερο δικόγραφο άσκησαν παραδεκτά πρόσθετους λόγους έφεσης, που αφορά στα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη τριάντα (30) ημέρες πριν τη δικάσιμο κατ’ άρθρο 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/9-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………. Πρέπει, επομένως, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 220 § 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 Ν 3994/2011 (ΦΕΚ A 165/25-7-2011) «…. αγωγές διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, όταν αφορούν ακίνητα, εγγράφονται ύστερα από αίτηση του ενάγοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεση τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες». Η τήρηση της ως άνω ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης καταλαμβάνει και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση που ασκείται στα πλαίσια εκκρεμούσας δίκης με αντικείμενο τη διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, όταν αφορά ακίνητα (ΕφΠειρ 744/2014, ΕφΛαμ 36/2020, ΤΝΠ Νόμος).

Μετά την άσκηση της ανωτέρω έφεσης, ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με το από 14-12-2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ της εφεσίβλητης («…………»), η οποία είχε ζητήσει τη διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, της επίδικης απαλλοτρίωσης, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………», προηγούμενη επωνυμία «………..», η οποία εκθέτει ότι η ένδικη απαίτηση κατέστη αντικείμενο ειδικής διαδοχής κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της προκείμενης υπόθεσης στο Δικαστήριο αυτό, διότι μεταβιβάστηκε αυτή, μεταξύ άλλων απαιτήσεων, από την εφεσίβλητη – ενάγουσα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» και έδρα στο ……….. Ιρλανδίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3156/2003, και ότι η ίδια (παρεμβαίνουσα), ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας και μη δικαιούχος διάδικος, από 30-3-2020, με βάση σχετική σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νόμιμα στο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν 2844/2000, ζητώντας να αποβεί υπέρ της εφεσίβλητης – ενάγουσας η εκκρεμής μεταξύ των κύριων διαδίκων δίκη. Η παρέμβαση αυτή, που έχει τον χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΚΠολΔ 83), ασκήθηκε νομότυπα (άρθρα 81 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ), με κατάθεσή της στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 12-1-2021, λαμβάνοντας ΓΑΚ.. και ΕΑΚ…., και επίδοση στους αρχικούς διαδίκους, δηλαδή τους εκκαλούντες κατά τις με αριθμούς …………/13-1-2021 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, και την εφεσίβλητη κατά τη με αριθμό ………/14-1-2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος των εκκαλούντων, αλλά και από την αυτεπάγγελτη έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, η ανωτέρω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι τηρήθηκε από την παρεμβαίνουσα η κατ’ άρθρον 220 ΚΠολΔ προδικασία με την εγγραφή της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του υποθηκοφυλακείου – κτηματολογικού γραφείου της περιφέρειας των ακινήτων. Αντίθετα, η τελευταία ισχυρίζεται ότι δεν απαιτείται από το νόμο η εγγραφή της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, καθώς ο σκοπός του νόμου πραγματώνεται με την εγγραφή της κύριας αγωγής. Η άποψη αυτή, όμως, αντιβαίνει στον χαρακτήρα της παυλιανής αγωγής, κατά την οποία κάθε δανειστής έχει αυτοτελή αξίωση διάρρηξης, χωρίς να ωφελείται ή να βλάπτεται από την έκβαση της αντίστοιχης αγωγής άλλου δανειστή του ίδιου οφειλέτη, και η απόφαση ενεργεί πλέον αυτόματα υπέρ του συγκεκριμένου δανειστή, χωρίς να απαιτείται αναμεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου από τον τρίτο στον οφειλέτη (Χ. Απαλλαγάκη, Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ – Συμπλήρωμα ερμηνείας του ΚΠολΔ μετά τις τροποποιήσεις του Ν 3994/2011, σελ. 28). Εξάλλου, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης σε βάρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και υπέρ των εκκαλούντων, εφόσον δεν προκλήθηκε στους τελευταίους κάποια πρόσθετη δαπάνη από την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία συνεκδικάζεται με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, που άσκησαν οι ίδιοι (άρθρα 176, 180, 182 § 3, 189 § 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, άσκησε την από 15-9-2015, με ΓΑΚ…….. και ΑΚ………./2015, αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγόμενων, εκθέτοντας ότι σύναψε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», στις 14-12-1999, σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 100.000.000 δραχμών, ισότιμου των 293.470 ευρώ, με τους όρους, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, και στη συνέχεια, στις 12-2-2002, 1-12-2004, 11-12-2009 τρεις συμβάσεις αύξησης της πίστωσης της αρχικής σύμβασης, μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ, τις οποίες συνυπέγραψαν ως εγγυητές ο πρώτος εναγόμενος, και ο ……………, μη διάδικος, και ανέλαβαν τις υποχρεώσεις της πιστούχου από τις ανωτέρω συμβάσεις καταβολής ως αυτοφειλέτες και σε ολόκληρο με την τελευταία, έναντι της ενάγουσας· προς εξυπηρέτηση, δε, της ως άνω σύμβασης, η ενάγουσα τήρησε τους αναφερόμενους στην αγωγή τέσσερις (ανοικτούς) λογαριασμούς, σε δύο από τους οποίους, με αριθμούς ……….. και ………….., ο πρώτος εναγόμενος, στις 2-1-2014, αναγνώρισε ότι εμφάνιζαν χρεωστικό υπόλοιπο 700.000 ευρώ και 53.017,64 ευρώ αντίστοιχα, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης πίστωσης ότι η αναγνώριση του πιστούχου υποχρεώνει και τον εγγυητή, ενώ στις 23-4-2015, αφού στις 23-1-20214 μεσολάβησαν μεταφορές των ανωτέρω υπολοίπων σε άλλους λογαριασμούς, έκλεισαν και οι τέσσερις με συνολικό κατάλοιπο σε βάρος της πιστούχου, σε ολόκληρο, δε, και ο πρώτος εναγόμενος ως εγγυητής, το ποσό των 797.375,65 ευρώ, από το οποίο στο με αριθμό …….. (προηγούμενος ……….. μηδενικός) λογαριασμό ποσό 728.288,75 ευρώ, στο με αριθμό ………… λογαριασμό ποσό 68.385,97 ευρώ, και στο με αριθμό ………… λογαριασμό ποσό 700,93 ευρώ. Ότι μετά το κλείσιμο αυτών και την πάροδο έξι μηνών, με εξωλογιστικό προσδιορισμό τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού το ανωτέρω συνολικό ποσό του υπόλοιπου της σύμβασης πίστωσης ανέρχεται στο ποσό των 866.864,38 ευρώ μέχρι την 6η-6-2015, μετά την οποία το ποσό αυτό επιβαρύνεται με συμβατικούς τόκους υπερημερίας, που ανατοκίζονται ανά εξάμηνο, ενώ μετά το συνυπολογισμό γενομένων πιστώσεων, στις 16-6-2015, το ανωτέρω ποσό διαμορφώθηκε σε 669.047,64 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων και εξάμηνο ανατοκισμό από 17-6-2015, το οποίο η ενάγουσα γνωστοποίησε, με την από 22-6-2015 επιστολή της, προς την πιστούχο και τους εγγυητές υπέρ αυτής, πρώτο εναγόμενο και ………….. Περαιτέρω, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο πρώτος εναγόμενος, αν και γνώριζε ότι η οφειλή της πιστούχου εταιρίας, ως εγγυητής υπέρ αυτής, υπερέβαινε το ποσό των 800.000 ευρώ, προέβη στις 23-12-2014, στη μεταβίβαση με χαριστικές πράξεις, συμβόλαια γονικής παροχής και δωρεάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. με αριθμούς 3.494 και 3.495/2014, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, της ψιλής κυριότητας επί των περιγραφόμενων, λεπτομερώς κατά θέση, έκταση και όρια, ακινήτων – οριζοντίων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται στον Πειραιά, στους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους, τέκνα του, η αξία των οποίων αντικειμενικά ανέρχεται στα ποσά των 93.724,31 ευρώ και 98.970,61 ευρώ αντίστοιχα, και της επικαρπίας στην τέταρτη εναγομένη – σύζυγό του, αξίας 40.167,56 ευρώ και 42.415,97 ευρώ αντίστοιχα για καθένα από τις ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις, και με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και μάλιστα με σκοπό να ματαιωθεί η ικανοποίηση της παραπάνω απαίτησής της έναντι του πρώτου εναγομένου, καθώς, κατά το χρόνο της μεταβίβασης και της έγερσης της αγωγής, τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα αποτελούσαν τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία του τελευταίου, ο έτερος εγγυητής δεν διαθέτει εμφανή περιουσία, η περιουσία, δε, που διαθέτει η πιστούχος, όπως περιγράφεται στην αγωγή, δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της προαναφερόμενης απαίτησης της ενάγουσας, η οποία ήταν γεννημένη και έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη· επιπλέον, δε, οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτη εναγόμενοι, τέκνα και σύζυγος του πρώτου, γνώριζαν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης των παραπάνω ακινήτων, ότι η περιουσία του πρώτου εναγόμενου δεν θα επαρκούσε για την κάλυψη των απαιτήσεων της ενάγουσας προς βλάβη της, γνώση, που, σε κάθε περίπτωση, τεκμαίρεται λόγω της μεταξύ τους συγγένειας, αλλά και της απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητούσε να απαγγελθεί η διάρρηξη των αναφερόμενων στην αγωγή δικαιοπραξιών – γονικών παροχών και δωρεών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ικανοποίησή της για το συνολικό ποσό της απαίτησής της, όπως αυτή περιγράφεται στο ιστορικό, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η οριστική με αριθμό 1910/3-4-2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της οποίας το διατακτικό διορθώθηκε με τη με αριθμό 5479/11-12-2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, και με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, απαγγέλθηκε η διάρρηξη των απαλλοτριωτικών δικαιοπραξιών – συμβολαίων γονικής παροχής και δωρεάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. με αριθμούς …….. και ………../2014, που μεταγράφηκαν νόμιμα, και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους 600 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες – ασκούντες τους πρόσθετους λόγους με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής για λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε με τη συμπροσβαλλόμενη απόφαση, να απορριφθεί στο σύνολό της η από 15-9-2015, με ΓΑΚ…… και ΑΚ………./2015, αγωγή της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, και να καταδικαστεί η τελευταία στη δικαστική δαπάνη τους αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 ΚΠολΔ το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 791/2017, ΑΠ 489/2021, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ., όπως ισχύει μετά την έναρξη της ισχύος του Ν 4335/2015 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή λόγω της κατάθεσης της ένδικης έφεσης μετά την 1-1-2016 (και πριν την 1-1-2022), είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν : 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 641/2021, ΤΝΠ Νόμος). Από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) και ότι ο εναγόμενος ως εκκαλών, δεν μπορεί να προτείνει νέες ενστάσεις, τις οποίες δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως, ή δεν είχε προτείνει με πληρότητα, εκτός εάν πρόκειται για ενστάσεις, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης ή εάν δεν είχαν προβληθεί εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα ή αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και υπό την προϋπόθεση ότι προβάλλονται και αποδεικνύονται με ελεύθερη απόδειξη από τον προτείνοντα οι λόγοι της βραδείας προβολής (ΑΠ 999/2010) (ΑΠ 1533/2018, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες παραπονούνται με τους λόγους έφεσης ότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς τους περί επάρκειας της εμφανούς περιουσίας του πρώτου εναγόμενου και ανυπαρξίας πρόθεσης βλάβης της ενάγουσας τράπεζας (πρώτος λόγος), καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (δεύτερος λόγος), επικουρικά, δε, περιορισμού του ύψους διάρρηξης (τρίτος), ενώ με τους πρόσθετους λόγους αυτής αμφισβητούν το ύψος της απαίτησης, που προκύπτει από τα αποσπάσματα των βιβλίων της ενάγουσας, τα οποία επισυνάπτονται στην ένδικη αγωγή και στην αίτηση για την έκδοση της με αριθμό 11586/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας έχουν ασκηθεί η από 15-3-2017 ανακοπή, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ ……/2017, και οι από 7-2-2019 πρόσθετοι λόγοι αυτής, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../2019, (πρώτος πρόσθετος λόγος έφεσης), προσδιορίζουν, δε, το αληθές ύψος της απομένουσας περιουσίας του πρώτου εναγόμενου κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβίβασης (δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης). Από το περιεχόμενο των δικογράφων της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής προκύπτει ότι περιελήφθησαν σε αυτά ειδικοί λόγοι έφεσης για την παραδοχή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – αποδείξεων, των ισχυρισμών των εκκαλούντων – εναγόμενων. Η κακή εκτίμηση των αποδείξεων επαρκώς προσδιορίζεται στο δικόγραφο της έφεσης με τη μνεία ότι εξαιτίας της το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα και οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση αυτή, εφόσον το Δικαστήριο τούτο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και ελέγχει την ορθότητα του διατακτικού, όπως εκτίθεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης, με τις έγγραφες προτάσεις της, ότι ο πρώτος λόγος έφεσης σε συνδυασμό με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής είναι απαράδεκτοι κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, επειδή δεν αναφέρθηκαν οι μετοχές του πρώτου εναγόμενου, ως περιουσία αυτού, κατά τον πρώτο βαθμό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, εφόσον αποδίδεται από τους εκκαλούντες στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται με τη μνεία ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα των εκκαλούντων που συνδέονται με αυτή. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη εναπομείνασας μετά την ένδικη μεταβίβαση περιουσίας του πρώτου εναγόμενου και ο προσδιορισμός της αξίας αυτής αποδεικνύεται εγγράφως, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που επικαλούνται οι εκκαλούντες, και συγκεκριμένα από το πρακτικό της τακτικής γενικής συνέλευσης όλων των μετόχων της 10-9-2019 της πιστούχου ανώνυμης εταιρίας, το καταστατικό της τελευταίας, και την παρουσίαση – αξιολόγηση της πιστούχου εταιρίας την 31-12-2014 του λογιστή ………….., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δεύτερο μέρος της ανωτέρω νομικής σκέψης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης, με τις έγγραφες προτάσεις της, ότι ο πρώτος πρόσθετος λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απαράδεκτος επειδή δεν προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από το περιεχόμενο του λόγου αυτού προκύπτει συγκεκριμένα α) η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης της ενάγουσας με τον προσδιορισμό του σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με επίκληση από 6-2-2019 οικονομική μελέτη του οικονομολόγου …………., β) η απόδειξη του λόγου αυτού με έγγραφα, καθώς και γ) η ύπαρξη δικαιολογημένης αιτίας για τη μη προβολή του στον πρώτο βαθμό, που συνίσταται στην άγνοια των εκκαλούντων του τρόπου υπολογισμού των επιτοκίων από την ενάγουσα τράπεζα και στον χρονοβόρο έλεγχο από ειδικούς οικονομολόγους, ώστε να προσδιοριστεί το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και αφού απορρίφθηκαν τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη, παραδεκτά προβάλλονται οι ανωτέρω λόγοι της έφεσης και οι πρόσθετοι αυτής, και πρέπει να εξεταστούν ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ.α ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω η εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από την διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής (ΑΠ 263/2008, ΑΠ 1377/2012, ΤΝΠ Νόμος), όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, να συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΑθ 320/2019, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ συνάγεται, ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι: 1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, 2) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 3) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει πως με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μη επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει πως συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει, μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά τον χρόνο αυτόν αφερέγγυος, και 5) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής. Επίσης, η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 914/2020, ΑΠ 1382/2019) (ΑΠ 1523/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούντες – εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχουν ασκήσει την από 15-3-2017, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……./2017, ανακοπή και τους από 7-2-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……./2019, πρόσθετους λόγους αυτής κατά της εφεσίβλητης και της με αριθμό ………./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσιμος των οποίων έχει οριστεί η 23η-11-2022, και ότι με τα ανωτέρω δικόγραφα αμφισβητούν το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας, επί της οποίας βασίζεται η ένδικη αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικών δικαιοπραξιών, ζητούν, δε, την αναβολή της έκδοσης της απόφασης επί των κρινόμενων έφεσης και πρόσθετων λόγων αυτής μέχρι την τελεσίδικη έκδοση απόφασης επί των ανωτέρω ανακοπής και πρόσθετων λόγων αυτής, καθώς σε περίπτωση που γίνουν δεκτοί, θα αλλάξει η βάση υπολογισμού του ύψους των κεφαλαίων, που δύναται να διεκδικήσει η ενάγουσα σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, της επάρκειας της περιουσίας του τελευταίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της ένδικης μεταβίβασης σε σχέση με το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας, και γενικότερα θα αποδειχθεί η αβασιμότητα της κρινόμενης αγωγής.

Από την επισκόπηση των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και ιδίως από τα ανωτέρω αναφερόμενα δικόγραφα ανακοπής και πρόσθετων λόγων αυτής, προέκυψαν τα ακόλουθα : Με αίτηση της ενάγουσας εκδόθηκε η με αριθμό ……../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, ως εγγυητή, και των μη διαδίκων ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», πιστούχου πρωτοφειλέτρια, και του ……………, εγγυητή, η οποία βασίζεται στην ένδικη σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με αριθμό ………./14-12-1999 και στις τρεις συμβάσεις αύξησης της πίστωσης της αρχικής σύμβασης από 12-2-2002, 1-12-2004, και 11-12-2009, και με την οποία (διαταγή πληρωμής), αφού καθορίστηκε, για την 16η-6-2015, το ύψος της οφειλής των ανωτέρω, με συνυπολογισμό των γενόμενων πιστώσεων και των τόκων υπερημερίας, στο ποσό των 669.047,64 ευρώ, το αίτημα της ενάγουσας περιορίστηκε, δε, στο ποσό των 500.000 ευρώ, υποχρεώθηκαν αυτοί (πρωτοφειλέτρια και εγγυητές) να καταβάλλουν αλληλέγγυα και σε ολόκληρο ο καθένας στην ενάγουσα τράπεζα (εκεί αιτούσα) το ποσό των 500.000 ευρώ, έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 17-6-2015, των τόκων κεφαλαιοποιούμενων και ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, πλέον εισφοράς του Ν 128/1975, καθώς και το ποσό 8.500 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη. Μετά την άσκηση της κρινόμενης από 15-9-2015 αγωγής διάρρηξης, στις 24-9-2015, ημερομηνία επίδοσης αυτής στους εναγόμενους, ήδη εκκαλούντες, η ανωτέρω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε από την ενάγουσα στους καθ’ ων αυτή δεύτερη φορά, στις 7-3-2017, με επιταγή προς πληρωμή, και στις 20-3-2017 οι τελευταίοι, μεταξύ των οποίων ο πρώτος εναγόμενος, άσκησαν την από 15-3-2017, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………../2017, ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 20η-2-2019, ενώ στις 8-2-2019 ασκήθηκαν οι από 7-2-2019, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2019, πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της εφεσίβλητης και της με αριθμό ………/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τους λόγους των ανωτέρω ένδικων μέσων (ανακοπής και πρόσθετων λόγων αυτής) αμφισβητείται το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας τράπεζας (εκεί καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι), όπως αυτή (απαίτηση) προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της, που κατατέθηκαν με την αίτηση έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και επανυπολογίζεται από τους ανακόπτοντες – ασκούντες τους πρόσθετους λόγους αυτής, επιπλέον, δε, προσβάλλεται ως αόριστο το επιδικασθέν ποσό της απαίτησης ύψους 500.000 ευρώ, όπως περιορίστηκε το αίτημα κατά την αίτηση έκδοσης της διαταγής πληρωμής από την ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα των εξεταζόμενων έφεσης και πρόσθετων λόγων, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το ύψος της απαίτησης της εφεσίβλητης – ενάγουσας τράπεζας είναι τέτοιο, ώστε η εναπομείνασα περιουσία του πρώτου εναγόμενου μετά την ένδικη μεταβίβαση ακινήτων από αυτόν στους λοιπούς εναγόμενους επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, και η κρινόμενη αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας της ενάγουσας καθίσταται ουσιαστικά αβάσιμη. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εκκαλούντων ταυτίζονται με τους αντίστοιχους των προαναφερόμενων λόγων ανακοπής και πρόσθετων αυτής, ενώ τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα είναι τα ίδια με συνέπεια η διάγνωση της ένδικης διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, να εξαρτάται από την έκβαση της δίκης επί των ως άνω ανακοπής και πρόσθετων λόγων αυτής ιδίως σχετικά με το ακριβές ύψος της απαίτησης και αντίστοιχα την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, πρώτου εναγόμενου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, στοιχεία που αποτελούν προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικών δικαιοπραξιών. Επομένως, το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής συνιστά προδικαστικό ζήτημα της εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού διαφοράς. Συνεπώς, με γνώμονα την ασφαλέστερη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αλλά και προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, δεδομένου ότι με την εγγραφή της ένδικης αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων του τοπικά αρμόδιου γραφείου κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ εξασφαλίζονται τα δικαιώματα της ενάγουσας επί της μεταβιβασθείσας περιουσίας του πρώτου εναγόμενου, κρίνεται σκόπιμο να ανασταλεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί των κρινόμενων έφεσης και πρόσθετων λόγων αυτής, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η εκκρεμής δίκη επί των α) από 15-3-2017, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……/2017, ανακοπής και β) από 7-2-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……/2019, πρόσθετων λόγων αυτής κατά της εφεσίβλητης και της με αριθμό 11586/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς η απόφαση αυτή είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 28-12-2018, με ΓΑΚ87 και ΕΑΚ61/2019, έφεση των εκκαλούντων, β) τους από 8-12-2020, με ΓΑΚ1055 και ΕΑΚ265/2020, πρόσθετους λόγους έφεσης των εκκαλούντων, και γ) την από 14-12-2020, με ΓΑΚ20 και ΕΑΚ7/12-1-2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις».

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 14-12-2020, με ΓΑΚ20 και ΕΑΚ7/12-1-2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά α) την από 28-12-2018, με ΓΑΚ87 και ΕΑΚ61/2019, έφεση των εκκαλούντων, β) τους από 8-12-2020, με ΓΑΚ1055 και ΕΑΚ265/2020, πρόσθετους λόγους έφεσης των εκκαλούντων, κατά της με αριθμό 1910/3-4-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), όπως διορθώθηκε με τη με αριθμό 5479/11-12-2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης επί των κρινόμενων έφεσης και πρόσθετων λόγων αυτής, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η εκκρεμής δίκη επί των α) από 15-3-2017, με ΓΑΚ518099 και ΕΑΚ2433/2017, ανακοπής και β) από 7-2-2019, με ΓΑΚ12427 και ΕΑΚ951/2019, πρόσθετων λόγων αυτής κατά της εφεσίβλητης και της με αριθμό 11586/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 26-8-2022,και δημοσιεύθηκε, στις    14 -9-2022, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ