Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 588/2022

Αριθμός     588/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) Ανώνυμης Εταιρείας ……… 2) …….. . και 3) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο, Αναστασία Χρονοπούλου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ : Εταιρίας …………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Αλέξανδρο Κυριαζάκο.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Αρχικής δικαιοπαρόχου Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας ………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1) Ανώνυμης Εταιρείας …………. 2)  ……….. και 3)  ……………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αναστασία Χρονοπούλου.

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  10.12.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2014) ανακοπή,  επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 482/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση με την από  10.4.2019 (ΓΑΚ/ ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο  ……./2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Εφετείο  …………/2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 19η.3.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 76/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  της 14ης.1.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 158 παρ 1 του ν. 4764/2020 (ΦΕΚ Α΄ 256/23-12-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 13/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται  προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η υπό στοιχ Β εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από  29.3.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………./2021)  εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος των υπό στοιχ Α εκκαλούντων-Β καθών η πρόσθετη παρέμβαση και ο πληρεξούσιος δικηγόρος  της υπό στοιχ Β εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 482/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, ματαιώθηκε κατά την ορισθείσα με πράξη υπ’ αριθμό 76/2020 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά δικάσιμο της 14.1.2021 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19. Δυνάμει της υπ’αριθμ. 13/2021 Πράξης της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο.

Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι: α) η από 10.04.2019 (αρ. εκθ. κατ. ………/2019) έφεση και) η από 29.3.2021 (αρ. εκ. κατ. ………/2021) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….”, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση με αριθμ. ….. /8.5.2019, …….. /8.5.2019, ……… 18.5.2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., αντίγραφο της από 10.04.2019 (αρ. εκθ. κατ. ……../2019 του Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με αριθμ. κατάθ. ………/2019 της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς) έφεσης κατά της με αριθμ. 482/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έλαβε χώρα στις 11/1/2019, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης στους εκκαλούντες, με την οποία η συζήτηση αυτής προσδιορίστηκε, αρχικά, για τη δικάσιμο της 14.1.2021, οπότε ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Με την υπ’ αριθμ. 13/2021 δε Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (03/06/2021), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-05-2020), ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α’ 104/30-05-2020) (πρβλ. ΤριμΕφΠειρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Ωστόσο, η εφεσίβλητη, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, η οποία ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, κατά τ’ ανωτέρω, δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (βλ. και άρθρο 274 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, εφόσον προσκομίζονται τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και οι προτάσεις της εφεσίβλητης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 10.04.2019 (αρ. εκθ. κατ. ………./2019 του Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με αριθμ. κατάθ. ………/2019 της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς) έφεσης κατά της με αριθμ. 482/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επί της από 10.02.2014 (με γεν. αριθμ. κατάθ. ……../2014) εναντίον της εφεσίβλητης, με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους ηττηθέντες ανακόπτοντες, εφόσον έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης την 21.3.2019 όπως προκύπτει από τις με αριθμό … I /21.3.2019, …. /21.3.2019, …/21.3.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το πρωτοδικείο Αθηνών ………. και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στις 18.4.2019 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β’, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό …………../2019) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β’ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς, για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 266/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 239/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 140/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.), η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο (βλ. σχετ. ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη, κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο, που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017/1156, ΕφΠειρ 111/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 1250/2009, ΕλΔ 2012/790), λόγω της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας και, συνεπώς, για τους ομοδίκους, που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1332/2011, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 Δημ. Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός, που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑΘ 252/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης” (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ (που εφαρμόζεται και στη διαδικασία στη δευτεροβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου κώδικα), σε περίπτωση ασκήσεως πρόσθετης παρέμβασης, αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, τότε, αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου, που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση (ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης και πριν από τη συζήτηση αυτής, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η Εταιρία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, με αρ. ΓΕΜΗ ……… και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και συγκεκριμένα ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης 118/19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη 153/8-1-2019 της ιδίας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας, με την επωνυμία «……………», με καταχωρημένη έδρα της στη διεύθυνση …………., ως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 06.12.2019 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου …../6-12-2019 (τόμος …/αύξ. Αρ ….) και της από 5.12.2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή και ενεργούσα με την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου των απαιτήσεων εταιρείας, δυνάμει του από 3 Δεκεμβρίου 2019 πληρεξουσίου, που επικυρώθηκε από τον Συμβολαιογράφο Δουβλίνου ……….. και φέρει την από 4.12.2019 επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) με αριθμό ………. στην οποία ως άνω εταιρεία («………….», η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (……..), με αριθμό ΓΕΜΗ …….. (πρώην. ΑΡ. MAE ………. και ΑΦΜ ………, Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, εφεσίβλητη, έχει πωλήσει, δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβιβάσει, δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./06-12- 2019 (τόμος …. /αύξ. Αρ ….. ), κατέθεσε, στις 29-03-2021, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 29.3.2021 με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …… /2021, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. τη με αριθμό ………/08-04-2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………) και στους εκκαλούντες – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις με αριθμ. ….. ΣΤ /08-04-2021, … ΣΤ /08-04-2021, …. /08-04- 2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….), επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εφεσίβλητης), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1504/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση, γιατί διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της ανακοπής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1426/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑΘ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 4499/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 4355/2002, ΕλλΔ/νη 2004/206). Ωστόσο, κατά την ακολουθήσασα συζήτηση της κρινόμενης αυ­τοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ της εφεσιβλήτου – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, παρέστησαν μόνον η παρεμβαίνουσα και οι καθ’ ων η παρέμβαση, ενώ δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπέρ ης η παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, με την υπ’ αριθμ. 13/2021 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, λόγω της ματαίωσης της συζήτησης της ως άνω εφέσεως, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 14-01-2021, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης). Κατόπιν τούτων, εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-05-2020), η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (πρβλ. ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π,, ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), παρά την απουσία της εφεσίβλητης – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της σχέσεως επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, που δημιουργείται μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, η συζήτηση της έφεσης θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθρο 274 παρ. 2 περ. β’, 524 παρ. 1, 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την υπό κρίση από 10.12.2004 (Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………../2014) ανακοπή που άσκησαν, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, ως πιστούχος η πρώτη και ως εγγυητές υπέρ της πιστούχου ο δεύτερος και η τρίτη των ανακοπτόντων το ποσό του 106.783,49 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως χρεωστικό κατάλοιπο οριστικώς κλεισθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού καθώς επίσης και την καταδίκη της καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 11/1/2019 αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 482/2019 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή, κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους [άρθρα 591 παρ. 1 στοιχ. α’, 2, 632 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 και 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του ν. 4335/2015, λόγω της άσκησής της μετά την 2-4-2012 -άρθρο 113 Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος ΦΕΚ A 51/12.3.2012 από 2 Απριλίου 2012- (βλ. σχετ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4η έκδ. 2019, σελ. 313 επ.) και πριν την 01-01-2016, 643, 635 επ. ΚΠολΔ] έκρινε την ανακοπή τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς η μεν προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 21.11.2014 (βλ. αντίγραφα των με αριθμούς …………//24.11.2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελήτη στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), η δε ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 12.12.2014 (βλ. υπ’ αριθμ. …/12.12.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ανακόπτοντες), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δε θεωρούνται εργάσιμες ημέρες (αρθ. 144 παρ. 3 ΚΠολΔ) όπως και οι Κυριακές, αλλά και οι αργίες, μετά από έρευνα δε ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, απέρριψε την ως άνω ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καταδίκασε δε τους ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία όρισε στο συνολικό ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως οι ανακόπτοντες (εκκαλούντες), ως ηττηθέντες διάδικοι, παραπονούνται με την ως άνω έφεσή τους για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει στο σύνολό της δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον Ν. 4335/2015, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω ενόψει του χρόνου έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία δηλαδή προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 626 παρ. 3 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε, το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, τη νομική αιτία ή την έννομη σχέση της πληρωμής (χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής, αλλά χωρίς κατ’ ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή), αναφορά στα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση που επιδικάζεται καθώς και το ποσό των χρημάτων ή τον αριθμό των χρεογράφων, των οποίων διατάσσεται η πληρωμή ή η παροχή στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής, αρκεί ν’ αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τραπέζης σε έγγραφο προς απόδειξη της απαιτήσεως, το ύψος αυτής, το οριστικό κλείσιμο, η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το επικυρωμένο απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κινήσεως των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της συμβάσεως, ούτε αναφορά του εκάστοτε, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, εφαρμοσθέντος επιτοκίου (βλ. ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1512/2006, ΕφΑθ 227/2012, ΕφΘεσ 492/2010). Στη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση σύμβασης παροχής πίστωσης ή δανειακής σύμβασης και που έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της ως προς την αιτία πληρωμής να αναφέρεται σε αυτή, έστω και συνοπτικά, ότι το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή), που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού κίνησης της σύμβασης, Αντίστοιχα, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, πρέπει δε να επισυνάπτονται σε αυτή (αίτηση) τα έγγραφα εκείνα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1391/2011, ΕφΑΘ 327/2018, ΝΟΜΟΣ).

Από τα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361 ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος (όπως η ανώνυμη εταιρία, κατά το άρθρο 1 Ν. 2190/1920), με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό, με τύπο χρεωπιστωτικών κονδυλίων, οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, το κατάλοιπο. Στην έννοια του αλληλοχρέου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε Τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της Τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 667/2001, ΕφΠατρ 906/2005, Κονδύλης, ό.π.). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικά στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινά κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17-7/13-8-1923) το λογαριασμό αυτό της πιστώτριας να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει (ΕΑ 1159/2012, ΝΟΜΟΣ). Διαταγή πληρωμής, εξάλλου, μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση αυτού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο (ΑΠ 1421/2013, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά πρέπει να προσβάλλονται συγκεκριμένα κατ’ιδίαν κονδύλια. Πρέπει δηλαδή να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει μικρότερη ή μηδενική οφειλή, ο δε ανακόπτων φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (ΑΠ 123/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 361/2020, ΑΠ 2210/2013, ΕΦ. ΠΕΙΡ. 291/2021 ΕΦ.ΠΕΙΡ. 306/2021 νομολογία εφετείου Πειραιώς ΕφΔωδ 113/2017, ΕΑ 1159/2012, ΝΟΜΟΣ ΕφΔωδ 113/2017, ΕΑ 1159/2012, ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, μ’ αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011,Μον. Εφ, Πειρ. 450/2019 , Νομολογία Εφετείου Πειραιά ΜΕφΑΘ 130/2018, ΜΕφΑΘ 327/2018, όλες δημ. Στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούσαν την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, διότι, κατά τον ισχυρισμό τους, η καθ’ ης δεν περιγράφει και δεν αποδεικνύει την απαίτηση της στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής στηριζόμενη στον προδιατυπωμένο όρο της σύμβασης που επιβλήθηκε χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης περί του ότι τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ης αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της απούσας με τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος ή και ο εγγυητής – συνοφειλέτης δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έκρινε τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής ως ορισμένο και βάσιμο κατ’ ουσίαν. Ωστόσο, ο ισχυρισμός τους αυτός τυγχάνει απορριπτέος, αφού σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση των κονδυλίων του λογαριασμού αλλά πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει μικρότερη ή μηδενική οφειλή, ο δε ανακόπτων φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (ΑΠ 123/2020, ΑΠ 196/2020, ΝΟΜΟΣ), δηλαδή έπρεπε να αναφέρουν συγκεκριμένα κονδύλια των αποσπασμάτων της καθ’ης, ώστε σε περίπτωση βασιμότητάς του να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος της. Περαιτέρω, με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής και μόνο για ένα έτος από της εγγραφής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 παρ. 1, 448 παρ. 1 εδ β’ και 453 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, από τον εν λόγω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α’ του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 430/2005 ΝΟΜΟΣ). Εάν, όμως, η ως άνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο, χωρίς όμως να συνεπιφέρει ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, ενώ ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ανταπόδειξης, με την ορισμένη αμφισβήτηση των κατ’ιδίαν κονδυλίων, φέροντας το σχετικό βάρος απόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ης η ανακοπή τράπεζα ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως της απαιτήσεώς της με την επίκληση και προσκόμιση των νομίμως θεωρημένων αποσπασμάτων των εμπορικών της βιβλίων, οι δε εκκαλούντες φέρουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι η οφειλή ήταν μικρότερη ή μηδενική, με ορισμένη και σαφή αμφισβήτηση συγκεκριμένων κονδυλίων ως προς το ύψος τους, ώστε να μπορεί αφενός η τράπεζα να απαντήσει στον ισχυρισμό του και αφετέρου το Δικαστήριο να προβεί στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της βασιμότητάς του, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της οφειλής του, δεδομένου ότι η ακυρότητα ενός κονδυλίου δεν επιφέρει ακυρότητα της διαταγής πληρωμής στο σύνολό της αλλά μόνο κατά το αντίστοιχο μέρος της (ΕφΑΘ 1159/2012).. Συνεπώς ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο λόγο της ανακοπής ως αόριστο και απορριπτέος, ως αβάσιμος στο σύνολό του, κρίνεται και ο πρώτος λόγος της κρινομένης έφεσης.

Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούσαν την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, διότι, κατά τον ισχυρισμό τους, η καθ’ης ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα καταγγελίας των μεταξύ τους συμβάσεων Ειδικότερα ισχυρίζονται η εν λόγω σύμβαση πίστωσης καθώς και οι μεταγενέστερες αυτής πρόσθετες πράξεις συνιστούν συμβάσεις προσχωρήσεως, χωρίς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως επί των όρων τους εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου της Τραπέζης σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη απορριπτέος τυγχάνει ως αόριστος και τούτο διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι αντιμετώπιζαν πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία που υπερβαίνει τα όρια της αντοχής τους, πέραν της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης που έβλαπτε και τον κλάδο των αυτοκινήτων στον οποίο δραστηριοποιούνταν, ούτε την ανυπαρξία συμφέροντος για την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων της από την καθής Τράπεζα, δεν προσδιορίζουν το ύψος και το είδος της ζημίας που υπέστησαν οι ίδιοι καθώς επίσης δεν αναφέρουν σε ποιες διορθωτικές κινήσεις επρόκειτο να προβούν και σε ποιες ημερομηνίες απευθύνθηκαν στην καθής, προκειμένου να της γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις τις οποίες δεν προσδιορίζουν ειδικότερα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός του δικαιολογητικού λόγου της καταγγελίας εκ μέρους της πιστώτριας Τράπεζας, πέραν της υφιστάμενης οφειλής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει το αντίθετο πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μην νόμιμο τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούσαν την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, διότι, κατά τον ισχυρισμό τους, η επιλογή της καθ’ ης να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση και επιπλέον να σπεύσει να εκδώσει εις βάρος τους την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής αποτελούν αδικαιολόγητα καταχρηστική συμπεριφορά, η οποία τους επιβαρύνει με τόκους υπερημερίας, έξοδα δικαστικά και δημιουργεί χωρίς ιδιαίτερο λόγο μία άσχημη εικόνα για αυτούς. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί στη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 383 του Α.Κ., αλλά οι διατάξεις για τη σύμβαση δανείου και τον αλληλόχρεο λογαριασμό, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται η καταγγελία της σύμβασης χωρίς να έχει ταχθεί εύλογη προθεσμία, αφού κατά το άρθρο 112 παρ. 2εδ β του ΕισΝΑΚ, Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι ο (αλληλόχρεος) λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται δυσχέρεια τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας τους, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής τους , ώστε η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά να επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής τους αντιθέτως υποστηρίζουν ότι περιήλθαν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε η χώρα, χωρίς να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση. Περαιτέρω δεν υποστηρίζουν ότι η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του επρόκειτο να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή τους, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια αλλά ότι τους επιβαρύνει με τόκους υπερημερίας, δικαστικά έξοδα και δημιουργεί άσχημη εικόνα για τους ανακόπτοντες. Συνεπώς τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 του Α.Κ, (ΑΠ 1352/2011, ΜΕφΑΘ 130/2018, ΜΕφΑΘ 327/2018). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει το αντίθετο πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους,, με τον οποίο ζητούσαν την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, διότι, κατά τον ισχυρισμό τους, η καθ’ης διότι η διαταγή πληρωμής (αλλά και στην αίτηση της καθ’ ης προς έκδοσή της) αναφέρεται ότι πρέπει να καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος « … το ποσό των Ευρώ εκατόν έξι χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα τριών κατ σαράντα εννέα λεπτών (106.783,49 €), εντόκως με το εκάστοτε ισχύον στην αιτούσα «……………», για την απαίτηση αυτήν, τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 27.3.2014 μέχρις εξοφλήσεως,…». Ότι ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά γίνεται ποια είναι αυτή η απαίτηση και πώς έχει υπολογιστεί το ποσό αυτό, και ιδίως δεν αναφέρεται ποια χρονική περίοδος αφορά στο ποσό αυτό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αμυνθούν, από πότε κατέστη απαιτητό το ποσό αυτό, ποιο το ακριβές ύψος των τόκων και πώς υπολογίζονται αυτοί, προκειμένου να μπορούμε να υπολογίσουν ποια είναι τελικά τα ποσά (κατά κεφάλαιο και τόκους) τα οποία καλούνται να καταβάλλουν και αν νομίμως πρέπει να τα καταβάλλουν. Ότι συνεπώς, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η μη αναφορά των ως άνω στοιχείων και γενικώς η ασαφής, μη ευσύνοπτη και αόριστη αναγραφή των σχετικών κονδυλίων (κεφάλαιο και τόκοι), καθιστούν αδύνατη τυχόν συμμόρφωσή τους και ευθέως παρεμποδίζει τη δυνατότητα να αντιταχθούν κατά των κονδυλίων αυτών. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, νόμω αβάσιμος καθόσον με την ως άνω διαταγή πληρωμής διατάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν το ποσό των (106.783,49 €), εντόκως με το εκάστοτε ισχύον στην αιτούσα «…………., », για την απαίτηση αυτήν, τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 27.3.2014 μέχρις εξοφλήσεως,…». και επομένως οι τόκοι υπερημερίας από 27.3.2014 μέχρις εκδόσεως της διαταγής πληρωμής δύνανται να υπολογιστούν με απλές μαθηματικές πράξεις, ενώ το επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται από την συναφθείσα σύμβαση σε συνδυασμό με την υπ’αριθμόν 2393/96 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ) και περιλαμβάνεται στο αντίγραφο του τηρηθέντος για την εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμού στο οποίο προσκομίστηκε για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, πέραν του ότι το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο ούτε της αίτησης με την οποία ζητείται η καταβολή τόκων ούτε της διαταγής πληρωμής με την οποία επιδικάζονται τόκοι (ΑΠ 196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται εκ του λόγου αόριστη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει το αντίθετο πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, με την ένδικη έφεσή τους. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση ν’ απορριφθεί κατ’ουσία, ενώ διάταξη για την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα διαληφθεί στο διατακτικό της απόφασης, διότι πρόκειται για διαμορφωτική διαδικαστική πράξη και όχι για επιτευκτική, η οποία περιέχει αυτοτελές αίτημα προς παροχή δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 περ. β’, ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει. Τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού παρεπόμενου αιτήματος (άρθρα 176,180 παρ. 3, 182 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό θα επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων και στην εκκλητή δίκη ανακοπτόντων – εκκαλούντων, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παράβολου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, κατ’άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αντιπροσωπευομένης στην κατ’ έφεση δίκη από την παρισταμένη προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 10.04.2019 (αρ. εκθ. κατ. ………../2019) έφεση και την η από 29.3.2021       (αρ. εκ. κατ. ……../2021) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ” ………… “.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 10.04.2019 (αρ. εκθ. κατ. ………./2019) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 482/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Επιβάλλει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας σε βάρος των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – ανακοπτόντων, το ποσό της οποίας ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ