Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 591/2022

Αριθμός      591/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Α. ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1. ………, 2. ………., 3. ……….., και 4. …………., από τους οποίους ο τρίτος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρου τους Ιωάννη Γεωργακαράκο (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς 1703).

Β. ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Εταιρίας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Ευαγγέλου (ΑΜ Δ.Σ. Αθηνών 19631).

ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………., ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1. ………., 2. ………., 3. ………., και 4. …………., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 24-4-2014, με ΓΑΚ…… και ΑΚ……../2014, ανακοπή τους, κατά της με αριθμό 499/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ως άνω δικαστηρίου και κατά της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία – εκκαλούσας. Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην του τρίτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης η ανακοπή, η με αριθμό 2853/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κηρύχθηκε η βίαιη διακοπή της δίκης για τον τρίτο ανακόπτοντα, ο οποίος απεβίωσε, έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και ακυρώθηκε η ως άνω (499/20210) διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα άσκησε την από 16-7-2018 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 24-7-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 24-7-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../2018 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 23ης-5-2019, κατά την οποία ματαιώθηκε για τη διενέργεια των εκλογών της 26ης-5-2019· κατόπιν της από 21-6-2019, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……/2019, κλήση της εκκαλούσας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7ης-5-2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 23ης-9-2021 με τη με αριθμό 78/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο. Επιπλέον, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 28-3-2022, με ΓΑΚ312 και ΕΑΚ93/30-3-2022, παρέμβασή της υπέρ της εκκαλούσας και κατά των εφεσίβλητων, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι παρόντες διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, και αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να θεωρηθούν ομολογημένοι κατά το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ οι αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί και να γίνει δεκτή η αγωγή, η εκκαλουμένη απόφαση με μόνη την κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του εναγομένου τεκμήριο ομολογίας. Επομένως, αν στην έφεση περιέχεται άρνηση της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018) (ΑΠ 1055/2021, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, αντίθετα στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου υπάρχει η δυνατότητα για την άσκηση αυτής και προφορικά, όπως προβλέπεται από το άρθρο 686 § 6 ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ 264/2017, ΤΝΠ Νόμος). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση, δε, απουσίας ενός εξ αυτών, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 76 §1 ΚΠολΔ, ο διάδικος, ο οποίος δεν παρίσταται στο ακροατήριο θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον παριστάμενο, υπό την έννοια ότι συμμετέχει στη δίκη και ενεργεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ενεργεί και ο παριστάμενος διάδικος (ΕφΛαρ 174/2012, ΠΠρΑθ 8/2014, ΤΝΠ Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 § 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του N 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 517 εδ. α` ΚΠολΔ, σε περίπτωση θανάτου κάποιου από τους διαδίκους στην πρωτόδικη δίκη η έφεση απευθύνεται κατά των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων του, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο εκκαλών, πριν από την άσκηση της έφεσης, είχε λάβει, με οποιονδήποτε τρόπο, γνώση του θανάτου του. Διαφορετικά, η έφεση που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς ο εκκαλών να γνωρίζει το θάνατό του, δεν είναι άκυρη και χωρεί νόμιμα η συζήτησή της με τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του, οι οποίοι καλούνται ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή και προβάλλουν υπεράσπιση για την ουσία της υπόθεσης. Αν, όμως, ο θάνατος του διαδίκου είχε γνωστοποιηθεί στον εκκαλούντα πριν από την άσκηση της έφεσης με οποιονδήποτε τρόπο και, παρολ’ αυτά, η έφεση ασκήθηκε κατά του θανόντος, τότε είναι άκυρη, αφού στρέφεται κατά ανύπαρκτου, σύμφωνα με το άρθρο 35 ΑΚ, προσώπου. Άκυρη, επίσης, είναι η έφεση, όταν ασκείται κατά των κληρονόμων του διαδίκου, παρόλο που ο τελευταίος, κατά το χρόνο άσκησής της, αλλά και κατά το χρόνο εκδίκασής της, βρίσκεται στη ζωή, αφού στρέφεται τότε κατά προσώπου που δεν ήταν αντίδικος του εκκαλούντα στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η ακυρότητα, για τις παραπάνω αιτίες, επειδή ανάγεται στην έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος (άρθρο 62 ΚΠολΔ), εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρα 73, 517, 524 ΚΠολΔ), εφόσον από τα στοιχεία που προσκομίζονται από τους διαδίκους προκύπτουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ήτοι να προηγήθηκε της άσκησης της έφεσης ο θάνατος του εφεσίβλητου και ο εκκαλών, κατά την άσκηση της έφεσης, να γνώριζε το γεγονός αυτό, ενώ, προκειμένου να ασκηθεί έγκυρα η έφεση κατά του αντιδίκου του εκκαλούντα, δεν απαιτείται να γνωρίζει ο τελευταίος ότι ο αντίδικός του αυτός βρίσκεται, κατά την άσκηση της έφεσης, στη ζωή αφού ο νόμος απαιτεί τη γνώση του θανάτου του, ως προϋπόθεση ακυρότητας της έφεσης, όταν αυτή ασκείται, παρά το θάνατό του, εναντίον του (ΑΠ 715/2020, ΑΠ 584/2019, Ιστοσελίδα ΑΠ, ΕφΠατρ 106/2022, ΤΝΠ Νόμος).

Η από 16-7-2018 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ… και ΕΑΚ……../24-7-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../24-7-2018, κατά της με αριθμό 2853/21-6-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 24-4-2014, με ΓΑΚ….. και ΕΑ……../2014, ανακοπής κατά της με αριθμό ………../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς των εφεσίβλητων εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση ερήμην του τρίτου ανακόπτοντος και της τελευταίας – καθ’ ης η ανακοπή, στις 28-3-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα καθ’ ης η ανακοπή, στην οποία επιδόθηκε, στις 27-6-2018, η εκκαλούμενη απόφαση, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική επισημείωση επί της απόφασης αυτής από τη δικαστική επιμελήτρια στο Εφετείο Πειραιώς …………, και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 24-7-2018, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό …………. παράβολο των 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ). Εξάλλου, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και διακριτικό τίτλο «…………», άσκησε, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με αυτοτελές δικόγραφο την από 28-3-2022, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../30-3-2022, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον τη νόμιμη διαχείριση των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις από την ανώνυμη εταιρία «……..» των απαιτήσεών της από τη με στοιχεία ………/25-2-2004 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, οι οποίες έχουν τιτλοποιηθεί και καταχωρισθεί στα βιβλία Ν 2844/2000, στις 16-9-2019, στον τόμο …. με αριθμό …, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………», και έδρα στο …….. Ιρλανδίας, ειδική διάδοχος των δικαιωμάτων και απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή, μεταξύ των οποίων και η ένδικη οφειλή των ανακοπτόντων, και επομένως υπέρ και κατ’ αυτής (ειδικής διαδόχου) ισχύει το δεδικασμένο από τη δίκη αυτή (άρθρο 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που κατέθεσε η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, στην οποία χορηγήθηκε νόμιμη άδεια διαχείρισης απαιτήσεων και δανείων από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 326/2/17-9-2019 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ B 3533/20-9-2019), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή και έχουν καταγγελθεί ή ρυθμιστεί από την τελευταία, η οποία, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, με την από 21-7-2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νόμιμα καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρία («……….»), η οποία, ακολούθως, ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρία με την από 21-7-2020 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ των ανωτέρω ανώνυμων εταιριών, αντίγραφο της οποίας έχει νόμιμα καταχωρηθεί στο προαναφερόμενο δημόσιο βιβλίο με αριθμό πρωτοκόλλου ……./22-7-2020. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ένδικη απαίτηση της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας περιλαμβάνεται σε αυτές που μεταβιβάστηκαν στην αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, και της οποία τη διαχείριση ασκεί η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, και επομένως η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα και με την ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατά τα άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει αυτή να συνεκδικαστεί με την ένδικη έφεση (άρθρα 31, και 246 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ……../5-11-2018, και ………../26-6-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………., αντίστοιχα για καθένα από τους πρώτο, δεύτερη και τέταρτη, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η παρεμβαίνουσα εταιρία, τόσο η κρινόμενη έφεση όσο και η κλήση επαναπροσδιορισμού, μετά από ματαίωση της συζήτησης της έφεσης για τη διενέργεια των εκλογών της 26ης-5-2019, με πράξεις ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τις προηγούμενες δικασίμους μέχρι και την 7η-5-2020, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα – εκκαλούσα· επιπλέον, δε, κατά την ανωτέρω τελευταία δικάσιμο η συζήτηση της έφεσης ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 23ης-9-2021 με τη με αριθμό 78/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο. Επομένως, κατ’ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, εφόσον η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης, κατά την εκδίκαση της ανακοπής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δηλώθηκε ο θάνατος του τρίτου ανακόπτοντος και κηρύχθηκε η βίαιη διακοπή της δίκης ως προς αυτόν, με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, οι μεταγενέστερες διαδικαστικές πράξεις, όπως η άσκηση των κρινόμενων έφεσης και αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι άκυρες, διότι απευθύνονται κατά ανύπαρκτου προσώπου. Επομένως, ως προς αυτόν, τρίτο εφεσίβλητο – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, οι συνεκδικαζόμενες έφεση και αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τα λοιπά, ως προς τους λοιπούς διαδίκους, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με την ανωτέρω υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας ή μη των λόγων της, με τους οποίους προβάλλεται πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η από 24-4-2014 ανακοπή των πρώτου, δεύτερης και τέταρτης εφεσίβλητων.

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση (ΑΠ 1443/2017). Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση, βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης και συγκεκριμένα: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης και γ) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1599/2017, ΑΠ 1137/2006). Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών, που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννoμες συνέπειες (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 563/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 298/2004). Ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει, όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης, αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή, ενώ ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1198/1997). Η ταυτότητα, εξάλλου, των προσώπων ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου, είναι επακόλουθο του ισχύοντος στην πολιτική δίκη, κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ, συζητητικού συστήματος και σημαίνει ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων κατά τα άρθρα 325 – 329 ΚΠολΔ ισχύει, και, πάντως μόνον εφόσον αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας και όχι ομοδικίας (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 1025/1993). Το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα, που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα εν λόγω ζητήματα (ΑΠ 1831/2012, ΑΠ 249/2011, ΑΠ 1550/2010). Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, κατ` άρθρο 632 ΚΠολΔ, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 1058/2019, ΑΠ 977/2015). Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει, κατά τα αποτελέσματά της, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε με αγωγή ή με ένσταση, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού από τότε αποκτά, κατά ρητή διάταξη του παραπάνω άρθρου (633 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ), ισχύ δεδικασμένου. Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων αλλά έννομη συνέπεια αυτών, που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 243/2018, ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 53/2004). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή από συνδυασμό τέτοιων εγγράφων (ΑΠ 448/2006, ΑΠ 665/2006). Κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι το κύρος της διαταγής πληρωμής, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας έχει διαταχθεί η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος (ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 1831/2012) (ΑΠ 916/2021, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω, χρόνο, πριν αντικατασταθούν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, επιτελούν, κατ’ αρχήν, παρεμφερή λειτουργία με εκείνη των ένδικων μέσων, αφού βάλλουν κατά της νομιμότητας της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς τα ένδικα μέσα βάλλουν κατά της νομιμότητας της δικαστικής απόφασης. Ακόμη δε και από την άποψη των επερχόμενων αποτελεσμάτων, η ευδοκίμηση των ανωτέρω ανακοπών εξαφανίζει τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς και η ευδοκίμηση των ενδίκων μέσων εξαφανίζει τη δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση δε ύπαρξης τελεσίδικης δικαιοδοτικής κρίσης περί του κύρους της διαταγής πληρωμής, η τελεσίδικη απόφαση παράγει και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 331 ΚΠολΔ, και την οπλίζει με ωριμότητα και δύναμη ισοσθενή προς εκείνη της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, προς την οποία και εξομοιώνεται πλήρως (ΟλΑΠ 5/2020) (ΑΠ 1072/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με βάση την από 25-2-2004 και με στοιχεία ……….. σύμβαση χρεολυτικού δανείου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά Αττικής μεταξύ της δικαιοπαρόχου της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας (…………) και του πρώτου ανακόπτοντος, με την εγγύηση των λοιπών τριών κατά τις με στοιχεία ………., ……….., και …………. συμβάσεις παροχής εγγύησης του καθενός από τους τρεις αντίστοιχα, με τις οποίες δήλωσαν τη γνώση του περιεχομένου της δανειακής σύμβασης και εγγυήθηκαν την ολοκληρωτική και εμπρόθεσμη εξόφληση του δανείου από τον πιστούχο, χορηγήθηκε σε αυτόν (πρώτο) έντοκο χρεολυτικό δάνειο ποσού 385.000 ευρώ για αγορά εταιρικών μεριδίων, με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως ορίζεται στη σύμβαση, πλέον φόρων και επιβαρύνσεων, που επιβάλλονται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις και νόμους, και με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται σ’ αυτή, το οποίο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε 24 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης στις 30-6-2004, με δικαίωμα της τράπεζας σε περίπτωση ολικής ή μερικής καθυστέρησης να κηρύξει κατά την κρίση της ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το δάνειο, μαζί με τόκους μέχρι την εξόφλησή του. Μετά την καθυστέρηση των καταβολών των δόσεων, αφού προηγουμένως είχε κοινοποιήσει, στις 27-5-2009, στους ανακόπτοντες την από 21-5-2009 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, η ανωτέρω τράπεζα κατήγγειλε, στις 19-6-2009, την προαναφερόμενη δανειακή σύμβαση μεταφέροντας το χρεωστικό υπόλοιπο του με αριθμό ………… λογαριασμού στο με αριθμό 27013500 λογαριασμό σε καθυστέρηση, ο οποίος εμφάνισε κατά την ημερομηνία αυτή τελικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 97.428,84 ευρώ, το οποίο κατόπιν καταβολών ανήλθε, στις 23-7-2009, στο ποσό των 88.804,17 ευρώ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από 15-12-2009 αίτησης της ανωτέρω τράπεζας κατά των ανακοπτόντων εκδόθηκε η με αριθμό …./16-3-2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην αιτούσα τράπεζα το ανωτέρω ποσό των 88.804,17 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο από την επόμενη της τελευταίας καταβολής μετά την καταγγελία της σύμβασης, δηλαδή από 24-7-2009 μέχρι την εξόφληση, και το ποσό των 2.350 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη. Όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ………./29-4-2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., η ανωτέρω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε, στις 29-4-2010, νόμιμα σε όλους τους ανακόπτοντες στη δηλούμενη σε όλα τα ένδικα δικόγραφα διεύθυνση κατοικίας τους, στο Πέραμα Αττικής, στην οδό …….., με θυροκόλληση μετά την άρνηση παραλαβής από τη δεύτερη ανακόπτουσα ………….., για τον εαυτό της αλλά και για λογαριασμό των λοιπών ανακοπτόντων ως σύνοικος μητέρα τους. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι οι ανακόπτοντες άσκησαν, στις 18-5-2010, νόμιμα και εμπρόθεσμα, την από 17-5-2010, με αριθμό κατάθεσης ………./2010, ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητώντας την ακύρωση άλλως εξαφάνιση της ένδικης διαταγής πληρωμής (…../2010) για λόγους που αφορούν σε σφάλματα κατά τη διαδικασία έκδοσης της διαταγής πληρωμής – αοριστία της αίτησης και της διαταγής πληρωμής, και στο ύψος της απαίτησης. Επί της ως άνω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία όλων των διαδίκων, η με αριθμό 611/1-2-2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή και επικυρώθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής· η απόφαση αυτή, δε, έχει καταστεί τελεσίδικη, καθόσον έχει παρέλθει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν 4335/2015. Ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι ουδέποτε έλαβαν γνώση των κοινοποιήσεων, στις 29-4-2010, πρώτη επίδοση, της ένδικης διαταγής πληρωμής, και ότι ενδεχομένως ο θανών τρίτος ανακόπτων γνώριζε και προέβη σε δικαστικές ενέργειες χωρίς να τους ενημερώσει, δεν αποδείχθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ιδίως δεδομένων των ανωτέρω εκθέσεων επίδοσης, όπου ρητά αναφέρεται ότι η δεύτερη ανακόπτουσα, μητέρα των λοιπών τριών, αρνήθηκε να παραλάβει για τον εαυτό της ατομικά και για λογαριασμό των λοιπών ανακοπτόντων τα αντίγραφα της ένδικης διαταγής πληρωμής με την από 12-4-2010 επιταγή προς πληρωμή, και ενώπιόν της και της μάρτυρα ………….. πραγματοποιήθηκε θυροκόλληση και για τους τέσσερις καθ’ ων η διαταγή πληρωμής. Στη συνέχεια, η εκκαλούσα, Τράπεζα …., ως ειδική διάδοχος της ανωτέρω τράπεζα, επέδωσε, στις 11-4-2014, στους ανακόπτοντες την ένδικη διαταγή πληρωμής με την από 2-4-2014 επιταγή προς πληρωμή του ανωτέρω ποσού των 88.804,17 ευρώ πλέον της δικαστικής δαπάνης, τόκων και εξόδων, για να λάβουν γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες αναγγέλλοντας και δηλώνοντας ότι επήλθε ειδική διαδοχή στις επιδικασθείσες απαιτήσεις σύμφωνα με τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα, και δη α) τη με αριθμό 66/3/26-3-2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, β) το με αριθμό 96/26-3-2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, γ) την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, και δ) την από 26-3-2014 βεβαίωση. Η ανωτέρω δεύτερη επίδοση αντικειμενικό σκοπό είχε την αναγγελία της μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης και λειτουργούσε ως αναγκαία προδικασία για την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των καθ’ ων η διαταγή πληρωμής σε περίπτωση μη καταβολής του οφειλόμενου ποσού, ενώ δεν δύναται να αποτελέσει έναρξη προθεσμίας νέας ανακοπής κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Όπως προαναφέρεται, η ένδικη διαταγή πληρωμής, μετά την έκδοση της ανωτέρω (611/2013) απόφασης επί της ανακοπής, ήδη τελεσίδικης, έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, που εκτείνεται στην ισχύ και το μέγεθος της απαίτησης ως αναγκαίο προδικαστικό ζήτημα του κυρίου, και επομένως, δεν είναι δυνατή η άσκηση δεύτερης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, όπως αναλύεται και στη νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον αποδείχθηκε ότι προηγήθηκε τελεσίδικη δικαστική κρίση επί ανακοπής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, με τη με αριθμό 611/1-2-2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επικύρωσε την ένδικη διαταγή πληρωμής, και κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση, αλλά παρήλθε άπρακτη η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν 4335/2015, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου η κρινόμενη ανακοπή. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, και πρέπει οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη εφεσίβλητοι να καταδικαστούν, επειδή ηττήθηκαν, στη δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ), και όχι της εκκαλούσας, η οποία εξαιτίας της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 16-7-2018, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…../2018, έφεση και την από 28-3-2022, με ΓΑΚ………. και ΕΑΚ…../2022, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία θεωρείται αντιπροσωπευόμενη από την παριστάμενη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ανωτέρω έφεση και αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο – καθ’ ου η παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την 16-7-2018, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……/2018, έφεση κατά της με αριθμό 2853/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ………, ποσού 100 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 28-3-2022, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ…./2022, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24-4-2014, με ΓΑΚ…… και ΑΚ………/2014, ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, για τους πρώτο, δεύτερη και τέταρτη ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους πρώτο, δεύτερη και τρίτο εφεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 30-9-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ