ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 32 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 11-10-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……..) έφεση του εναγομένου, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 265/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών και ήδη περιουσιακών διαφορών (άρθρα 647 και επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν τον ν.4335/2015 και 614 του ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει), και δέχθηκε εν μέρει τη στρεφόμενη κατ’αυτής από 14-4-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ….) αγωγή της ενάγουσας, περί καταβολής οφειλομένων, δυνάμει σύμβασης μισθώσεως επαγγελματικής στέγης, μισθωμάτων και απόδοσης της χρήσης του μισθίου, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), και προ της αντικατάστασης της παραγράφου 3 εδ.α΄αυτού από το άρθρο 35 παρ.2 περ.Α στοιχ.β του ν.4446/22-1-2016, που εφαρμόζεται από 22-1-2017 κατ’άρθρο 45 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τον εκκαλούντα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ, για το παραδεκτό της, καταβλήθηκε κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο παράβολο (υπ’αριθμ. ………. παράβολα του Δημοσίου και …….. παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
IΙ. Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14-4-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..) αγωγή της, στην οποία, αφού εξέθετε ότι δυνάμει του από 6-4-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής μίσθωσης, και των ειδικότερων όρων του, εκμίσθωσε στον εναγόμενο το περιγραφόμενο ισόγειο ακίνητο (κατάστημα) που βρίσκεται στην οδό … στη Δραπετσώνα, για χρονικό διάστημα 12 ετών, προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει για τη λειτουργία επιχείρησης εστίασης (καφετέριας-εστιατορίου-αναψυκτηρίου), αντί του μηνιαίου μισθώματος των 6.000 ευρώ, προκαταβλητέου μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6 %), εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μισθωτικού μήνα στην έδρα της, και ότι ο εναγόμενος παρ’ότι έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, καθυστερούσε την καταβολή μέρους του μισθώματος του μηνός Απριλίου του έτους 2014, ύψους 3.152,22 ευρώ, και το σύνολο των μισθωμάτων της χρονικής περιόδου Μαΐου 2014 έως και Απριλίου 2015, συνολικού ποσού 72.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου εκ 2.808 ευρώ και συνολικά 77.960,22 ευρώ, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει τελικώς, μετά τις γενόμενες καταβολές, το ποσό των 56.460,22 ευρώ, που αφορούσε μέρος του μισθώματος του μηνός Ιουλίου του έτους 2014 και τα υπόλοιπα μισθώματα της επίδικης περιόδου, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την τέταρτη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση, να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου, ως επανειλημμένα υπερήμερος περί την καταβολή του μισθώματος, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος και κάθε τρίτος έλκων δικαίωμα από αυτόν να αποδώσει στην ενάγουσα τη χρήση του μισθίου και να της καταβάλει το ποσό των 51.764 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό οφειλόμενου μισθώματος, από την ένατη (9η) ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκαν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 2.150 ευρώ.
ΙΙΙ.Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με τους λόγους της έφεσής του, αναγομένους, κατόπιν εκτιμήσεως του περιεχομένου τους, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και επικουρικά τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, και την καταδίκη της ενάγουσας στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙVα. Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας τη μνεία αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα του εκκαλούντος, κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης. Έτσι, η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση (ΕφΠειρ 40/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 292/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.75) και διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (ΑΠ 444/2016 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και προϋποθέτει εκκρεμή ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κυρία ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά τον χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (ΕφΠειρ 40/2015, ό.π, ΕφΘεσ 52/2009, Αρμ 2009.718, ΕφΑθ 3177/2006 ΕλλΔνη 2007.1508). Επομένως, ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρ’ότι όφειλε, δεν ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, αφού διατάχθηκε διαβίβαση της δικογραφίας στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, αναφορικά με ορισμένες από τις αποδείξεις πληρωμής, που ο ίδιος επικαλέστηκε πρωτοδίκως προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί εξοφλήσεως και για τις οποίες προβλήθηκε από την ενάγουσα ισχυρισμός περί πλαστότητας, ελέγχεται ως μη νόμιμος, προεχόντως διότι δεν υπήρχε κατά τον χρόνο έκδοσής της εκκρεμής ποινική αγωγή, με την παραπάνω έννοια αλλά και διότι η αιτίαση αυτή, σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά λόγο έφεσης.
β. Kατά τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν (ΑΠ 1070/2017, ΑΠ 575/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ειδικώς δε η ένσταση σμψηφισμού πρέπει να περιέχει με κάθε πληρότητα τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο παραγωγικά της προς συμψηφισμό προτεινομένης ανταπαιτήσεως γεγονότα (ΕφΠατρ 319/2004, ΑΧΑΝΟΜ 2005.252, ΕφΦλ 5/2000, Αρμ. 2002.850), η έλλειψη δε αυτών των στοιχείων επιφέρει την απόρριψη της ενστάσεως συμψηφισμού λόγω αοριστίας (ΕφΦλ 5/2000, ό.π). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 442 του ΑΚ, ο συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και κατά την εκτέλεση, εφόσον η ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα. Ως παραχρήμα δε απόδειξη νοείται εκείνη που γίνεται με έγκυρα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα (αρχή έγγραφης απόδειξης δεν αρκεί) ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου του προτείνοντος, δηλαδή άμεσα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 944/2010, ΕφΠειρ 211/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1275/2008 Αρμ 2009.1167) ή σε συνδυασμό με τεκμήρια (ΑΠ 1856/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 269 παρ. 2 περ γ΄-η οποία καταργήθηκε μεν με το δεύτερο άρθρο του πρώτου άρθρου του ν. 4335/2015, πλην όμως το περιεχόμενό της ενσωματώθηκε πλήρως στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ-και 527 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο εναγόμενος μπορεί τη- μη προταθείσα ή απαραδέκτως προταθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη- ένσταση συμψηφισμού να την προτείνει στην κατ’ έφεση δίκη αν είναι εφεσίβλητος (ΑΠ 1690/2009 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ή αν αυτή αποδεικνύεται παραχρήμα, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε (ΑΠ 944/2010, ΕφΠειρ 211/2016, ΕφΘεσ 1275/2008 ό.π).
Επομένως, κατ’αρχήν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού, ως προς τη φερόμενη ανταπαίτηση του εκκαλούντος, ύψους 12.800 ευρώ, για έξοδα τακτοποίησης αυθαιρεσιών του μισθίου, που ο ίδιος φέρεται ότι κατέβαλε, ορθώς τον νόμο εφάρμοσε και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κρίνονται απορριπτέα. Συγκεκριμένα, για τη θεμελίωσή της, ο εναγόμενος δεν είχε μνημονεύσει, στο ακροατήριο με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ή στο δικόγραφο των προτάσεών του, τα επί μέρους ποσά, τα οποία απαιτήθηκε να δαπανήσει για την παραπάνω αιτία, δοθέντος μάλιστα ότι ο ίδιος είχε επικαλεστεί την έκδοση περισσότερων αποδείξεων πληρωμής, υποδηλώνοντας έτσι περισσότερες της μίας καταβολές, χωρίς να διευκρινίζεται ο ειδικότερος λόγος αυτών. Περαιτέρω, στο δικόγραφο της έφεσής του, κατά την ανάπτυξη του ίδιου ως άνω λόγου, επαναφέρει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, προσδιορίζοντας πλήρως τα δικαιοπαραγωγικά της επικαλούμενης ανταπαίτησής του γεγονότα, και, συγκεκριμένα, επικαλείται ότι, η δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε, αφορούσε στο ενιαίο ειδικό πρόστιμο για την τακτοποίηση αυθαίρετων κατασκευών, κατ’άρθρο 11 του ν.4178/2013. Ο ισχυρισμός, ωστόσο αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η προβαλλόμενη αξίωσή του δεν αποδεικνύεται άμεσα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. IV β σκέψη, δηλαδή με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία της εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα, αντίθετα με όσα ο εκκαλών ισχυρίζεται, από το κείμενο του από 6-4-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, που επικαλείται προς απόδειξή του, αποδεικνύεται ότι ο ίδιος απαλλάχθηκε από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος για το χρονικό διάστημα από την υπογραφή της σύμβασης έως τις 31-7-2012, αναλαμβάνοντας, με δική του ευθύνη, δαπάνες, επιμέλεια και έξοδα, τη διαδικασία, όχι μόνον έκδοσης της πολεοδομικής άδειας αλλά και νομιμοποίησης του μισθίου, έκδοσης πιστοποιητικών και γενικά την υποχρέωση να προβεί σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την έκδοση όλων των απαραίτητων αδειών ώστε η λειτουργία του μισθίου, για τον σκοπό τον οποίο προοριζόταν, να είναι σύμφωνη με τον νόμο, και παραιτούμενος ρητά της αναζητήσεώς τους σε κάθε περίπτωση από την εκμισθώτρια (άρθρο 4). Έτσι, τα μέρη διατύπωσαν με σαφήνεια και χωρίς κενά τη βούλησή τους, όλα τα έξοδα αναφορικά με τη νομιμοποίηση των αυθαιρεσιών του μισθίου, να τα αναλάβει ο εναγόμενος, ώστε να μην τίθεται ζήτημα ερμηνείας του προαναφερθέντος όρου, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 548/2017, ΑΠ 1/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του, υποβληθέντος πρωτοδίκως αλλά και με το δικόγραφο της έφεσής του, αιτήματος περί επίδειξης των συγκεκριμένων αποδείξεων πληρωμής εκ μέρους της ενάγουσας, πέραν του ότι δεν προσδιορίζεται σαφώς το περιεχόμενό τους, δηλαδή για ποιά ακριβώς αιτία εκδόθηκε καθεμία από αυτές (ΑΠ 1107/2017, ΑΠ 404/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
γ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως (ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, προκειμένου να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, ό.π, ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124). Περαιτέρω, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 206/2017, ΑΠ 16/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, οι οποίες θα πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα (ΑΠ 553/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 206/2017 ό.π), αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 16/2017 ό.π).
Ο εκκαλών προέβαλε πρωτοδίκως ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ισχυριζόμενος ότι η αρχική συμφωνία των διαδίκων τροποποιήθηκε προφορικά τον Μάρτιο του έτους 2013 ως προς τη δήλη ημέρα καταβολής των μισθωμάτων και, ειδικότερα, ότι συμφωνήθηκε το μίσθωμα να καταβάλλεται πλέον περιοδικά αλλά σε μη προσδιορισμένους χρόνους, και ότι έκτοτε κατέβαλε στην ενάγουσα σε τακτά χρονικά διαστήματα διάφορα χρηματικά ποσά έναντι και σε εξόφληση των μισθωμάτων, χωρίς ποτέ αυτή να διαμαρτυρηθεί, με αποτέλεσμα η αδράνειά της και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο χρονικό διάστημα των δύο ετών που μεσολάβησε μέχρι την άσκηση της αγωγής, να του δημιουργήσουν την εύλογη εντύπωση αλλά και βεβαιότητα ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της, αφού υπήρξε πλήρης και έμπρακτη αποδοχή εκ μέρους της της τροποποιηθείσας συμφωνίας και ουδέποτε απηύθυνε προς αυτόν οποιαδήποτε όχληση ή σχετική διαμαρτυρία, ενώ η μεταγενέστερη άσκησή του θα είχε επαχθείς συνέπειες για τον ίδιο, αφού θα συνεπάγετο αποβολή του από το μίσθιο, κλείσιμο της επιχείρησής του και εντεύθεν οικονομική καταστροφή του. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο ο εκκαλών επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως μη νόμιμος, με την αιτιολογία ότι επιχειρείται να θεμελιωθεί στην τροποποίηση της συμφωνίας των διαδίκων περί δήλης ημέρας καταβολής του μισθώματος, που αποτελεί κατ’ουσίαν άρνηση της αγωγής. Συμπληρωματικά δε, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός του, ανεξαρτήτως της ρητής συμφωνίας τροποποίησης, επιχειρείται να θεμελιωθεί αυτοτελώς στην αδράνεια της ενάγουσας και την εν γένει προηγηθείσα συμπεριφορά της, αυτός τυγχάνει και ως προς το συγκεκριμένο σκέλος του, μη νόμιμος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, διότι, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, δεν στοιχειοθετούν την έννοια της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, αφού δεν υποδηλώνουν αντικειμενική υπέρβαση των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, καθώς η συμπεριφορά της ενάγουσας δεν αντίκειτο στις κατά γενική αντίληψη ιδέες ενός εχέφρονα ατόμου, ούτε δημιουργούν έντονο αίσθημα αδικίας σε βάρος του εκκαλούντος, ενώ η αδράνεια της εκκαλούσας αυτή καθεαυτή, αφενός δεν υπήρξε μακροχρόνια αφετέρου δεν αρκούσε για να θεωρηθεί η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματός της καταχρηστική, ακόμη και αν είχε ευλόγως δημιουργηθεί στον εναγόμενο η εντύπωση ότι δεν θα το ασκήσει.
δ. Πλέον αυτών, για το παραδεκτό του, περί πλαστότητας εγγράφου, ισχυρισμού, που προβάλλεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρου διαδίκου, απαιτείται, πλην άλλων, η κατά το άρθρο 98 του ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1586/2017, ΑΠ 592/2017, ΑΠ 2247/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 914/2014 ΕΦΑΔ 2014.922), εκτός αν έχει υποβληθεί σχετική μήνυση (ΑΠ 2247/2014 ό.π, ΕφΘεσ (Μον) 770/2016, Αρμ 2017.396, EφΠειρ (Ναυτ) 438/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ενόψει δε του ότι, στον ισχυρισμό περί πλαστότητας της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του εκδότη αυτού, εμπεριέχεται λογικά ως κάτι το έλασσον και η από την πλευρά αυτού (εκδότη) άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του (ΑΠ 816/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», EφΠειρ (Ναυτ) 438/2014 ό.π), σε περίπτωση κατά την οποία ο περί πλαστότητας ισχυρισμός δεν προβληθεί παραδεκτά, σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι ερευνητέος ο περιεχόμενος σ΄ αυτόν ελάσσων ισχυρισμός περί άρνησης της γνησιότητας της φερόμενης υπογραφής, του εκδότη του εγγράφου (ΑΠ 816/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 436/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008.367). Στην κρινόμενη περίπτωση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, με την προσθήκη-αντίκρουση των υποβληθέντων πρωτοδίκως προτάσεών της, που κατατέθηκαν στις 27-10-2015, δηλαδή μετά τη συζήτηση, προέβαλε την ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του φερόμενου ως εισπράξαντος για λογαριασμό της φυσικού προσώπου, αναφορικά με τις εκεί μνημονευόμενες αποδείξεις είσπραξης, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο εναγόμενος προς απόδειξη της ένστασης εξόφλησης που πρότεινε, κατονομάζοντας μάλιστα τον ίδιο ως πλαστογράφο και μνημονεύοντας τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία θα αποδεικνυόταν ο ισχυρισμός της. Η προβολή του ισχυρισμού της αυτού, όμως, με βάση όσα προεκτέθηκαν, ήταν απαράδεκτη, αφού δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη ειδικής προς τούτο πληρεξουσιότητας, στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου της, χορηγηθείσα με κάποιον από τους οριζόμενους στο άρθρο 96 παρ.1 του ΚΠολΔ, τρόπους, ούτε είχε ήδη υποβληθεί μήνυση για το αδίκημα της πλαστογραφίας, σημειούμενου ότι η παρουσία του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας στο ακροατήριο θα αποτελούσε παροχή τέτοιας πληρεξουσιότητας μόνον αν ο συγκεκριμένος ισχυρισμός προτεινόταν κατά τη συζήτηση και όχι στο δικονομικό στάδιο που προβλήθηκε. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κρίνοντας ότι η ένσταση πλαστότητας ήταν απαράδεκτη, ερεύνησε τον περιεχόμενο σε αυτήν ελάσσονα ισχυρισμό περί αμφισβήτησης της γνησιότητας, χωρίς προς τούτο να απαιτείτο ειδική αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του ιδίου του εκκαλούντος ως οφειλέτη, επί των επίμαχων αποδείξεων, όπως εσφαλμένα διατείνεται ο ίδιος με τον τρίτο λόγο της έφεσής του. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν όφειλε να αναβάλει τη συζήτηση μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με όσα συναφώς αναπτύχθηκαν ανωτέρω, αναφορικά με τον πέμπτο λόγο της έφεσης.
ε. Τέλος, ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση τούτου με καταβολή (άρθρο 416 AΚ), αρκεί ν’ αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη ν’ αποδείξει και ότι η γενόμενη καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού περί αυτού μόνον είναι η διαφορά. Ο δανειστής αμυνόμενος, δικαιούται με αντένσταση να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη καταβολή αφορά όχι το επίδικο αλλά άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υποχρεούται, ο μεν δανειστής ν’ αποδείξει, επί τη αρνήσει του οφειλέτη, την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα (ΑΠ 1226/2018, ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 315/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), o δε οφειλέτης να αποκρούσει την αντένσταση, προβάλλοντας κατ’επανένσταση και αποδεικνύοντας ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη, βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ, το αργότερο κατά τον χρόνο της καταβολής (ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 315/2017 ό.π).
- V. Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του διευθύνοντος συμβούλου της ενάγουσας και του εναγομένου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), πλην των υπ’αριθμ. …………. αποδείξεων είσπραξης, για τις οποίες προτάθηκε απαραδέκτως ένσταση πλαστότητας, και επομένως, θεωρείται ότι αμφισβητήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. IVδ σκέψη, αλλά δεν αποδείχθηκε η γνησιότητα της υπογραφής του προσώπου που φέρεται να τις έχει υπογράψει για λογαριασμό της ενάγουσας, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Στις 28-3-2012 διενεργήθηκε ανοικτός πλειοδοτικός διαγωνισμός για την εκμίσθωση του κειμένου στην περιοχή της Δραπετσώνας και στην απόληξη της οδού ……., πλησίον παιδικής χαράς και κλειστού γυμναστηρίου, ακινήτου και δη ισογείου καταστήματος, με ενιαίο ισόγειο χώρο, τρεις (3) τουαλέτες και βοηθητικούς χώρους, συνολικής επιφάνειας 189 τμ και αύλειο χώρο, η εν γένει διαχείριση του οποίου είχε ανατεθεί στην ενάγουσα, ήδη μετονομασθείσα από «ΚΕΚ ………..». Ακολούθως, μετά την ανακήρυξη του εναγομένου, ως πλειοδότη, υπεγράφη μεταξύ αυτών το από 6-4-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, καταχωρηθέν στη Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε Πειραιά, με α.α ……, δυνάμει του οποίου η πρώτη εκμίσθωσε στον τελευταίο το προαναφερθέν ακίνητο, για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών (12), προκειμένου να λειτουργήσει εντός αυτού επιχείρηση εστίασης (καφετέρια, εστιατόριο, αναψυκτήριο). Επομένως, ως υπαγόμενη στις προστατευτικές δραστηριότητες του πδ 34/1995 και μη εμπίπτουσα στις προβλεπόμενες από αυτόν εξαιρέσεις, η μίσθωση, ως επαγγελματική, διέπετο από τον συγκεκριμένο νόμο, ανεξαρτήτως της συμβατικής πρόβλεψης των μερών ότι εξαιρείται των προστατευτικών του διατάξεων, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 44 και 45 αυτού και εκείνη του άρθρου 361 του ΑΚ (ΕφΛαμ 46/2009, Αρμ 2010.1000), καθώς οι διατάξεις του είναι κανόνες δημόσιας τάξης κατά την έννοια του άρθρου 3 του ΑΚ και δεν μπορεί κατά τη σύναψη της σύμβασης να αποκλειστεί η εφαρμογή τους από την ιδιωτική βούληση (Ι.Κατράς «Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας», έκδ 1999. 198, παρ. 64). Το μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ μηνιαίως, προκαταβλητέο, μαζί με το αναλογούν τέλος χαρτοσήμου που βάρυνε αποκλειστικά τον εναγόμενο, το πρώτο τριήμερο κάθε μισθωτικού μήνα στην έδρα της εκμισθώτριας. Σύμφωνα, επίσης, με ρητό συμβατικό όρο (άρθρο 7), ο εναγόμενος ανέλαβε την υλοποίηση, αποκλειστικά με δικές του δαπάνες, της επισκευής, διαμόρφωσης και εξωραϊσμού της όμορης προς τον περιβάλλοντα χώρο του μισθίου, παιδικής χαράς, προϋπολογισμού τουλάχιστον 10.000 ευρώ, σύμφωνα με την τεχνική περιγραφή εργασιών που του παραδόθηκε, με την ειδικότερη υποχρέωση, οι σχετικές εργασίες διαμόρφωσης να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την έναρξη λειτουργίας του μισθίου, άλλως, αν δεν το έπραττε, θα κατέπιπτε η δοθείσα από αυτόν δια της υπ’αριθμ. …….. τραπεζικής επιταγής της Alpha Bank, ποσού 10.000 ευρώ, εγγύηση. Επομένως, κατά τη σαφή και μη χρήζουσα ερμηνείας ή συμπλήρωσης βούληση των συμβαλλομένων (ΑΠ 554/2018, ΑΠ 849/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), το ποσό αυτό συμφωνήθηκε ως ποινική ρήτρα για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παρεπόμενης αυτής υποχρέωσης του εναγομένου. Η επιταγή αυτή τελικώς εισπράχθηκε, καθώς παράλληλα πληρώθηκε και η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελούσε η κατάπτωση της άνω ποινικής ρήτρας και συγκεκριμένα η υπαίτια μη εκπλήρωση της παρεπόμενης υποχρέωσης του εναγομένου προς διαμόρφωση της παρακείμενης παιδικής χαράς, αφού αυτός δεν απέδειξε, ως όφειλε, ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή του ή ότι η μη εκπλήρωσή της δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, και, επομένως, ότι η είσπραξη της επιταγής έγινε χωρίς νόμιμη αιτία και ο ίδιος διατηρεί κατά της ενάγουσας ανταπαίτηση από την είσπραξή της, δυνάμενη να προταθεί με συμψηφισμό. Παρά την ενδοιαστική απάντηση του διευθύνοντα συμβούλου της ενάγουσας, ο οποίος, εξεταζόμενος πρωτοδίκως, εκτίμησε ότι ενδεχομένως δεν έπρεπε να εισπραχθεί η επιταγή αυτή που δόθηκε ως εγγύηση, εννοώντας πιθανώς ότι έπρεπε η ενάγουσα να αναμείνει προηγουμένως την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας παρέχοντας ίσως ένα μεγαλύτερο περιθώριο χρόνου συμμόρφωσης στον εναγόμενο, υπήρξε σαφής και κατηγορηματικός περί του ότι η παιδική χαρά τελικά δεν επισκευάστηκε, δεν λειτουργεί ως τέτοια και ο εναγόμενος δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, και ο ίδιος ο εναγόμενος, στην ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάνει λόγο γενικώς και αορίστως για επισκευές που πραγματοποίησε, όσο ήταν δυνατόν, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση και ανάλυσή τους, ούτε με τις προτάσεις του αλλά ούτε και στο δικόγραφο της εφέσεώς του, και χωρίς μάλιστα αναφορά στην τεχνική περιγραφή εργασιών που του παραδόθηκε και σύμφωνα με την οποία έπρεπε αυτές να εκτελεστούν. Συνεπώς, εφόσον δεν διατηρούσε κατά της ενάγουσας ανταπαίτηση για επιστροφή του ποσού της προαναφερθείσας επιταγής, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την περί συμψηφισμού ένστασή του, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, και πρέπει, ο συναφής έβδομος λόγος της έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρει τον παραπάνω ισχυρισμό του, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον, εφόσον η παράδοση της επιταγής και η είσπραξή της έγινε, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, για άλλο λόγο, η ένσταση εξόφλησης, που πρότεινε ο εναγόμενος πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον όγδοο λόγο της έφεσής του, κρίνεται ως αβάσιμη για το συγκεκριμένο ποσό.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο εναγόμενος έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, ήδη από τον Δεκέμβριο του έτους 2012, οφείλοντας έτσι έκτοτε στην ενάγουσα το συμφωνηθέν μίσθωμα, μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, ύψους 216 (6.000 Χ 3,6 %) και συνολικά 6.216 ευρώ μηνιαίως, επομένως, το συνολικά οφειλόμενο για την αιτία αυτή ποσό, μέχρι τις 5-5-2015, ανήλθε σε 180.264 (29 μήνες Χ 6.216) ευρώ. Έναντι αυτού, με βάση τις κάτωθι μνημονευόμενες αποδείξεις πληρωμής και τα αντίγραφα των γραμματίων είσπραξης Τραπέζης, της κατέβαλε, στις 28-3-2013 το ποσό των 2.500 ευρώ (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης), στις 29-4-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης), στις 8-5-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. … απόδειξη είσπραξης), στις 15-5-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης), στις 22-5-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. … απόδειξη είσπραξης), στις 23-7-2013 των 3.000 ευρώ (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης), στις 25-7-2013 των 1.000 ευρώ (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης), στις 29-7-2013 των 6.000 ευρώ (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης), στις 9-8-2013 των 1.000 ευρώ (υπ’αριθμ….. απόδειξη είσπραξης), στις 22-8-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ…. απόδειξη είσπραξης), στις 5-9-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ……. απόδειξη είσπραξης), στις 12-9-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ……. απόδειξη είσπραξης), στις 19-9-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. ….. απόδειξη είσπραξης), στις 3-10-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ….. απόδειξη είσπραξης), στις 15-10-2013 των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. ……. απόδειξη είσπραξης), στις (23 ή) 29-10-2013 των 3.000 ευρώ (υπ’αριθμ. ….. απόδειξη είσπραξης), στις 3-12-2013 των 1.200 ευρώ (υπ’αριθμ. … και ….. αποδείξεις είσπραξης), στις 31-12-2013 των 2.000 ευρώ (υπ’αριθμ. …… απόδειξη είσπραξης), στις 10-2-2014 κατέβαλε μέσω Τραπέζης το ποσό των 1.000 ευρώ (από 10-2-2014 αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της Τράπεζας Πειραιώς), στις 31-3-2014 κατέβαλε ομοίως μέσω Τραπέζης το ποσό των 1.500 ευρώ (από 31-3-2014 αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ως άνω Τράπεζας), στις 30-4-2014 το ποσό των 2.000 ευρώ (υπ’αριθμ…… απόδειξη είσπραξης), στις 20-5-2014 κατέβαλε μέσω Τραπέζης το ποσό των 1.200 ευρώ (από 20-5-2014 αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ως άνω Τράπεζας), στις 30-5-2014 το ποσό των 1.500 ευρώ (υπ’αριθμ. …….. απόδειξη είσπραξης), στις 30-6-2014 των 3.000 ευρώ (υπ’αριθμ……… απόδειξη είσπραξης), στις 28-7-2014 των 3.000 ευρώ (υπ’αριθμ……… απόδειξη είσπραξης), στις 22-8-2014 των 2.500 ευρώ (υπ’αριθμ……… δύο συνολικά αποδείξεις είσπραξης με τον ίδιο αριθμό), στις 5-9-2014 των 2.000 ευρώ (υπ’αριθμ. ……… απόδειξη είσπραξης), στις 25-9-2014 των 4.000 ευρώ (υπ’αριθμ. …….. απόδειξη είσπραξης), στις 9-10-2014 των 500 ευρώ και όχι των 5.000 ευρώ όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο εκκαλών (υπ’αριθμ. …….. απόδειξη είσπραξης), στις 3-11-2014 των 2.000 ευρώ (υπ’αριθμ………14 απόδειξη είσπραξης), στις 10-11-2014 των 1.000 ευρώ (υπ’αριθμ. ……… απόδειξη είσπραξης), στις 17-11-2014 των 500 ευρώ (υπ’αριθμ….. απόδειξη είσπραξης), στις 8-1-2015 των 2.000 ευρώ (υπ’αριθμ. ……….. απόδειξη είσπραξης), στις 13-1-2015 κατέβαλε μέσω Τραπέζης το ποσό των 1.000 ευρώ (από 13-1-2015 αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ως άνω Τράπεζας), στις 28-1-2015 κατέβαλε μέσω Τραπέζης το ποσό των 2.000 ευρώ (από 28-1-2015 αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της ως άνω Τράπεζας), στις 16-3-2015και στις 15-4-2015 κατέβαλε με τον ίδιο τρόπο το ποσό των 1.500 κάθε φορά ευρώ (από 16-3-2015 και από 15-4-2015, αντίστοιχα, αντίγραφα γραμματίων είσπραξης της ως άνω Τράπεζας), δηλαδή συνολικά 65.900 ευρώ. Επιπλέον, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, προτείνοντας πρωτοδίκως, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, και επαναφέροντας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τις προτάσεις της, τον ισχυρισμό περί της ύπαρξης παλαιότερων χρεών του ενάγοντος, που αποτελεί αντένσταση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. IVε σκέψη, συνομολογεί επιπλέον καταβολές εκ μέρους του εναγομένου, μετά την άσκηση της αγωγής, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ.
Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα οι καταβολές που βεβαιώνονται με τις υπ’αριθμ. ……….. αποδείξεις είσπραξης. Η υπογραφή που έχει τεθεί σε αυτές, στη θέση του εισπράξαντος, δεν ομοιάζει ως προς τη μορφή και το ανάπτυγμα με τις υπογραφές του ……., τότε εκπροσώπου της ενάγουσας, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στα από 7-12-2012, 7-6-2013 και 1-3-2014 ιδιωτικά συμφωνητικά σύμβασης έργου, αλλά ούτε και εκείνες της ……, που ήταν επιφορτισμένη με την είσπραξη των μισθωμάτων και έχουν τεθεί στα ως άνω και τα από 10-1-2015 και 1-7-2015 όμοια συμφωνητικά καθώς και τις προσκομιζόμενες ενυπόγραφες αποδείξεις, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα. Ο ίδιος δε ο εκκαλών δεν προσδιόρισε ποιός έχει θέσει σε αυτές την υπογραφή του, εκπροσωπώντας την ενάγουσα ούτε προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού του. Άλλωστε, αν ήταν αληθείς οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, οι γενόμενες εκ μέρους του καταβολές από τον Αύγουστο του έτους 2012 και μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2013, που η ενάγουσα του απέστειλε το προαναφερθέν εξώδικο, θα ανέρχονταν στο ποσό των 23.800 (1.800 + 1.000 + 2.000 + 2.500 + 1.500 + 1.000 + 2.000 + 1.500 + 1.500 + 1.500 + 1.500 + 1.500+ 1.500 + 1.500 + 1.500) ευρώ, ενώ η μοναδική καταβολή που αποδέχεται η ενάγουσα είναι εκείνη της 28-3-2013, ύψους 2.500 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ. ….. απόδειξη είσπραξης. Επομένως, με τις καταβολές αυτές θα είχαν εξοφληθεί τα μισθώματα των μηνών Αυγούστου έως και Οκτωβρίου 2012, ύψους 18.648 (6.216 Χ 3) ευρώ και μέρος του μισθώματος του μηνός Νοεμβρίου 2012, γεγονός που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής θα έπρεπε να προκαλέσει την άμεση αντίδρασή του στο εξώδικο της ενάγουσας, βάσει του οποίου φερόταν να οφείλει μισθώματα προγενέστερης χρονικής περιόδου. Επίσης, όταν τα μέρη συνυπέγραψαν το από 3-9-2013 έγγραφο διακανονισμού οφειλής, συμφωνήθηκε η απαλλαγή τελικώς του εναγομένου από τα μισθώματα και της χρονικής περιόδου Αυγούστου έως και Νοεμβρίου 2012, ενώ καταγράφηκαν αναλυτικά οι οφειλές του, που αφορούσαν υπόλοιπο μισθώματος Μαρτίου 2013, ύψους 2.352 ευρώ και τα μισθώματα των επόμενων μηνών έως και τον Σεπτέμβριο 2013, ύψους συνολικά 39.864 ευρώ, ποσό το οποίο ο εναγόμενος αποδέχθηκε και ανέλαβε να εξοφλήσει σταδιακά σε δόσεις, κατά τα ειδικότερα εκεί οριζόμενα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, οι γενόμενες μέχρι τότε καταβολές ανέρχονταν, κατά την ενάγουσα, στο ποσό των 18.000 (2.500 + 1.500 + 1.500 + 3.000 + 1.000 + 6.000 + 1.000 + 1.500) ευρώ, και κατά τον εναγόμενο, στο ποσό των 49.300 (23.800 + 18.000 + 1.500 + 1.500 + 1.500 +1.500 + 1.500 + 1.500 + 1.500 + 1.500 + 1.500 + 1.000 + 2.000) ευρώ, και επομένως, κατ’αυτόν, θα έπρεπε να έχουν εξοφληθεί τα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου 2012 έως και Ιουνίου 2013 και μέρος του μισθώματος Ιουλίου 2013, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται, αφενός η συμφωνία διακανονισμού αυτή καθεαυτή, δηλαδή για οφειλή ουσιαστικά δύο περίπου μηνών μόνον, αλλά και το περιεχόμενό της, το οποίο ο ίδιος αποδέχθηκε. Επιπροσθέτως, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, το συμπέρασμα του διορισθέντος πραγματογνώμονα, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, είναι ότι οι επίμαχες αποδείξεις είσπραξης αποτελούν πράγματι προϊόν πλαστογραφίας, αλλά δεν είναι αυτός ο φυσικός αυτουργός της, γεγονός που δεν επηρεάζει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές, δεν κρίνεται αναγκαίο να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης, κατ’άρθρο 250 του ΚΠολΔ, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εκκαλούντος με τις προτάσεις του, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, παρ’ότι παρέχεται τέτοια δυνατότητα στο δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 609/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 351/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 212.714).
Επίσης, αποδείχθηκε ότι στις 6-2-2014 ο εναγόμενος παρέδωσε στην ενάγουσα τις υπ’αριθμ. …. επιταγές (ή …….., αντίστοιχα) της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 10.000 και 15.800 ευρώ, αντίστοιχα (υπ’αριθμ. ….. απόδειξη είσπραξης), οι οποίες δεν συνιστούν, ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας δόσεις ή υποσχέσεις αντί καταβολής, κατά τα άρθρα 419 και 421 του ΑΚ, αλλά θεωρούνται ότι έγιναν χάριν καταβολής (ΑΠ 326/2018, ΑΠ 735/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η πρώτη επιταγή εισπράχθηκε τμηματικά με δύο καταβολές, και συγκεκριμένα 5.000 ευρώ καταβλήθηκαν στις 21-5-2014 (υπ’αριθμ. ……. απόδειξη είσπραξης) και στη συνέχεια αυτή αντικαταστάθηκε από την υπ’αριθμ. …… επιταγή της ίδιας Τράπεζας, ποσού 5.000 ευρώ, η οποία εισπράχθηκε στις 15-6-2014 (υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης). Επίσης, σε μερική εξόφληση της δεύτερης επιταγής, καταβλήθηκε το ποσό των 5.000 ευρώ στις 22-9-2014 και των 4.000 ευρώ στις 29-9-2014 (υπ’αριθμ. …… αποδείξεις είσπραξης). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι παρ’ότι ο εναγόμενος είχε προτείνει πρωτοδίκως την ένσταση εξοφλήσεως, αναφορικά και με τις ως άνω αρχικά δοθείσες επιταγές, κατά την επανυποβολή του συγκεκριμένου ισχυρισμού του με το δικόγραφο της έφεσής του, δεν συμπεριλαμβάνει την παράδοσή τους στις γενόμενες εκ μέρους του καταβολές. Συνεπώς, οι καταβολές του εναγομένου για την ανωτέρω αιτία, ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 104.900 (65.900 + 20.000 +19.000) ευρώ. Επομένως, δεχόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο εν μέρει, τον προταθέντα παραδεκτώς πρωτοδίκως και επαναφερόμενο με τον όγδοο λόγο έφεσης, ισχυρισμό του περί εξόφλησης, κατόπιν καταβολών ύψους 128.500 ευρώ, οι οποίες, κατά τη γενομένη δεκτή αντένσταση της ενάγουσας, καταλογίστηκαν στα αρχαιότερα χρέη από μισθώματα, ορθά της αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο σχετικός λόγος, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει πλήρη εξόφληση, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι, παρ’ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το ποσό των γενόμενων καταβολών που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι μεγαλύτερο και, επομένως, το ανεξόφλητο υπόλοιπο και επιδικασθέν σε βάρος του εναγομένου, μικρότερο από το πραγματικό [75.364 (180.264-104.900)], το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται, λόγω της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος (άρθρο 536 παρ.1 του ΚΠολΔ), εφόσον δεν ασκήθηκε αντέφεση, ούτε συντρέχει λόγος να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη κατά παραδοχή άλλου λόγου της, ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, να εκδώσει επιβλαβέστερη γι’αυτόν απόφαση και να δεχθεί ως οφειλόμενο, για την παραπάνω αιτία, το ποσό αυτό.
Επίσης, αποδεικνύεται ότι οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους – δύο συνολικά-αποδείξεις είσπραξης με ημερομηνία 22-8-2014, ποσού 500 και 2.000 ευρώ, είναι πανομοιότυπες με την εξής επισήμανση : 1) Το αντίγραφο του πρωτοτύπου της πρώτης (ποσού 500 ευρώ), που προσκομίζει ο εναγόμενος, φέρει τον χειρόγραφο αριθμό 195 ενώ στο αντίγραφο του έτερου διπλοτύπου που προσκομίζει η εφεσίβλητη, το τελευταίο ψηφίο του αριθμού αυτού έχει διορθωθεί από πέντε σε τέσσερα, 2) Το αντίγραφο του πρωτοτύπου της δεύτερης (ποσού 2.000 ευρώ), που προσκομίζει ο εναγόμενος, φέρει-όπως και η πρώτη- τον χειρόγραφο αριθμό 195 στο επάνω δεξιό μέρος του, λίγο πιο πάνω από το σημείο που υπάρχει η σχετική έντυπη ένδειξη για τον αριθμό του παραστατικού, ενώ το αντίγραφο του έτερου διπλοτύπου που προσκομίζει η εφεσίβλητη, φέρει μεν τον αριθμό 195, που έχει αναγραφεί στην οικεία ένδειξη, αλλά το τελευταίο ψηφίο του έχει διορθωθεί χειρόγραφα από έξι σε πέντε, και δεν υπάρχει υπογραφή στη θέση του εισπράξαντος, όπως αντιθέτως συμβαίνει με το αντίγραφο που προσκομίζει ο εκκαλών. Ακόμη, πανομοιότυπα είναι τα αντίγραφα των χειρόγραφων αποδείξεων είσπραξης με αριθμό 274, ποσού 500 ευρώ, που προσκομίζουν οι διάδικοι, με την επισήμανση ότι στο μεν αντίγραφο του πρωτοτύπου που προσκομίζει ο εναγόμενος, η αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως είναι η 17-11-2014 ενώ σε εκείνο της εφεσίβλητης, το πρώτο ψηφίο της ημέρας έχει διορθωθεί χειρόγραφα από «1» σε «2», ώστε να φέρεται ως ημερομηνία εκδόσεώς της η 27-11-2014. Επίσης, σε όλες τις παραπάνω αποδείξεις, στα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αντίγραφα, διαφοροποιείται κατά τι η θέση της έντυπης σφραγίδας της εφεσίβλητης, για την οποία η συναγόμενη ευχερώς εξήγηση είναι ότι η σφραγίδα αποτυπώνεται ξεχωριστά σε κάθε διπλότυπο, σε αντίθεση με το περιεχόμενο που γράφεται χειρόγραφα στο πρώτο φύλλο του διπλοτύπου και αντιγράφεται ταυτόχρονα με καρμπόν στο έτερο. Πλέον αυτών, ο εναγόμενος επικαλείται καταβολή-με αριθμ. ..- ποσού 1.500 ευρώ στις 8-5-2013, για την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης, η οποία και καταχωρήθηκε στη λογιστική κατάσταση της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την έντυπη ένδειξη «ΚΑΤΕΧΩΡΗΘΗ» επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της, ενώ δεν προσκομίστηκε από την τελευταία, απόδειξη με τα ίδια στοιχεία και ημερομηνία εκδόσεως τις 10-5-2013, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Ακόμη, η υπ’αριθμ. …… απόδειξη είσπραξης, ποσού 1.500 ευρώ, δεν έχει καταχωρηθεί στην προαναφερθείσα λογιστική κατάσταση της ενάγουσας, όπως αντιθέτως έχει συμβεί με τις υπ’αριθμ. …. αποδείξεις είσπραξης, με σχετική ένδειξη επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου τους, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα. Οι μοναδικές, επικαλούμενες από τον εναγόμενο, αποδείξεις είσπραξης, που πράγματι δεν έχουν καταχωρηθεί είναι η υπ’αριθμ. ………, πλην όμως η ενάγουσα αποδέχεται την καταβολή των αναγραφόμενων σε αυτές ποσών και δεν έχει προταθεί ένσταση πλαστότητας ως προς αυτές. Τέλος, ναι μεν δεν είναι ευκρινής η ημερομηνία που αναγράφεται στην υπ’αριθμ. …. απόδειξη είσπραξης, ποσού 4.000 ευρώ, που συμπεριλαμβάνεται στις φερόμενες ως πλαστογραφηθείσες αποδείξεις, ώστε να μην είναι σαφές αν πράγματι πρόκειται για 25-9-2014 ή 26-9-2014, πλην όμως πρόκειται για απόδειξη, την οποία έχει προσκομίσει και ο εναγόμενος και, παρά τους ισχυρισμούς του, δεν έχει καταχωρηθεί ως γνήσια στην τηρούμενη λογιστική κατάσταση της ενάγουσας, ενώ τα αντίγραφα της υπ’αριθμ. ….. απόδειξης είσπραξης που προσκομίζει κάθε διάδικη πλευρά είναι πανομοιότυπα, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως τις 10-11-2014 και όχι τις 12-11-2014, όπως διατείνεται ο εκκαλών, με το δικόγραφο της έφεσής του.
Οι επισημάνσεις που προαναφέρθηκαν σε καμία περίπτωση δεν δίδουν την εικόνα σύγχυσης εκ μέρους της ενάγουσας, ως προς την έκδοση αποδείξεων και οι παραπάνω διαφοροποιήσεις, που σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν αφορούσαν στο καταβληθέν ποσό, δεν αξιολογούνται ως σημαντικές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι εκδίδονταν χειρόγραφα και η ενάγουσα δεν διέθετε οργανωμένο λογιστήριο, αφού η είσπραξη των μισθωμάτων ήδη από τον Δεκέμβριο του έτους 2012 είχε ανατεθεί σε τρίτο πρόσωπο, τη ……. Παρ’όλ’αυτά, όμως, η ενάγουσα γνώριζε τις γενόμενες εκ μέρους του εναγομένου καταβολές και ανεξόφλητες οφειλές επακριβώς, τις οποίες κατέγραψε στο προαναφερθέν από 22-4-2013 εξώδικό της προς αυτόν, αλλά και στο από 3-9-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό διακανονισμού οφειλής, που συνυπέγραψαν οι διάδικοι, χωρίς διατύπωση αμφισβήτησης εκ μέρους του εναγομένου. Έτσι, μετά από συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν οδηγείται σε διαφορετικό συμπέρασμα, ιδίως ως προς τη γνησιότητα των αποδείξεων εκείνων τις οποίες προσκόμισε ο εναγόμενος και αμφισβήτησε ως πλαστές η ενάγουσα, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών με τον έκτο λόγο της έφεσής του. Εξάλλου, ο συγκεκριμένος λόγος, ως προς το σκέλος του, με το οποίο αυτός διατείνεται ότι, τα αντίγραφα των αποδείξεων είσπραξης που κατείχε η ενάγουσα, κακώς ελήφθησαν υπόψη, διότι προσκομίστηκαν απαραδέκτως με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, προτείνεται αλυσιτελώς, εφόσον τα άνω έγγραφα προσκομίζονται παραδεκτώς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο με τη συνεκτίμηση όλων των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων, δεν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης (Εφ Πειρ 262/2016, ΕφΛαμ 16/2013, ΕφΑιγ 207/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλέον αυτού, η επικαλούμενη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διαβιβάσει αντίγραφα των προσκομιζόμενων από την ενάγουσα αντιγράφων στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξαρτήτως όσων προαναφέρθηκαν, δεν αποτελεί λόγο έφεσης, διότι δεν αποτελεί πλημμέλεια της απόφασης, καθώς δεν ασκεί καμία επιρροή στην έκβαση της πολιτικής δίκης (Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο), τόμος Γ΄, σελ. 264-265, αρ.45)
Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί προφορικής τροποποίησης της σύμβασης μισθώσεως, ως προς τη δήλη ημέρα καταβολής των μισθωμάτων και ειδικότερα ότι συμφωνήθηκε να καταβάλει αυτός στην ενάγουσα το εκάστοτε μίσθωμα, όχι εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μισθωτικού μήνα αλλά κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα, μη προσδιορισμένα. Ειδικότερα, μια τέτοια, έγκυρη κατ’αρχήν συμφωνία, παρά τη ρητή συμβατική πρόβλεψη περί τήρησης του έγγραφου τύπου για κάθε τροποποίηση (άρθρο 17) (ΑΠ 424/2011, ΕλλΔνη 2011.1405, ΕφΘεσ (Μον) 1659/2018, ΕφΠειρ (Μον) 243/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), χωρίς καμία δηλαδή, έστω και πιο χαλαρή, συμβατική δέσμευση του εναγομένου, ως προς τον χρόνο καταβολής των μισθωμάτων, αντίκειται στη λογική και δεν είναι συνήθης στις συναλλαγές, δεν επιβεβαιώθηκε δε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο παρεκτός την ανωμοτί εξέταση του εναγομένου. Άλλωστε, αν είχε προηγηθεί τέτοια συμφωνία, δεν θα ήταν λογικό ένα περίπου μήνα αργότερα η ενάγουσα να του αποστείλει την από 22-4-2013 εξώδικη διαμαρτυρία δήλωση και πρόσκλησή της, με μνεία σε αυτήν του αρχικού σχετικού συμβατικού όρου περί του χρόνου καταβολής του μηνιαίου μισθώματος, και όχι του τροποποιημένου, και αντίστοιχα, ο ίδιος να μην αντιτείνει με οποιονδήποτε τρόπο την τροποποίηση αυτή. Συνεπώς, αρνούμενος ο εναγόμενος την καταβολή και μην καταβάλλοντας στη συμβατική δήλη προθεσμία πληρωμής (πρώτο τριήμερο κάθε μήνα) τα οφειλόμενα αυτά μισθώματα, κατέστη δύστροπος, ενόψει του ότι δεν επικαλέσθηκε κατά τα άρθρα 342 και 330 του ΑΚ περιστατικά ανυπαιτίου (ευλόγου αιτίας) καθυστερήσεως (ΑΠ 208/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 569/2013 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014.461). Η εκκαλουμένη, επομένως, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σωστή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε τα ίδια, απορρίπτοντας την ως άνω ένσταση του εναγομένου και δεχόμενη την αγωγή αποδόσεως του μισθίου λόγω καθυστερήσεως καταβολής μισθωμάτων από δυστροπία (άρθρο 66 του ΕισΝΚΠολΔ), και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος επαναφέρει τον ως άνω ισχυρισμό του, να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (ΕφΑθ (Μον) 407/2018, ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 194/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εκκαλούντα με τους λόγους της έφεσής τους, όπως ανωτέρω αναπτύχθηκαν, απορριπτομένων ως αβασίμων.
Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, κατά την άσκησή της, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1i α, 68 § 1, 69 παρ.1 και 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 11-10-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…….) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ΄αριθμ. 265/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατέβαλε ο εκκαλών κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17-1-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ