ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 444/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, ΠροεδερεύουσαΕφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Καλούσας– Εκκαλούσας: υπό εκκαθάριση εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Θεοχαράτου, με δήλωση.
Καθ’ ων η κλήση – Εφεσίβλητων: 1) ……….,2)………….και 3) εταιρίας με την επωνυμία ………….,από τους οποίους οι δύο πρώτοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανατάκη με δήλωση και η τρίτη (εκπροσωπήθηκε) από τονπληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γεωργακά.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.2.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2012 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 3278/2014 απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα άσκησε την από 20.4.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2016 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Εφετείου ……../2016). Το Δικαστήριο αυτό, εξέδωσε την απόφαση 252/2018. Κατά της τελευταίας απόφασης ηενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε την από 29.5.2018 αίτηση αναίρεσης και ο Άρειος Πάγος, αφού αναίρεσε εν μέρει την απόφαση αυτή, παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Η ενάγουσα – εκκαλούσα, με την από 4.11.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….2020 κλήση, ζήτησε και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης, αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της καλούσας και των δύο πρώτων καθ’ ων η κλήση, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της τρίτης καθ’ ης (η κλήση), ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 4.11.2020 κλήση της εκκαλούσας, νόμιμα φέρεται για συ-ζήτηση, η από 20.4.2016 έφεσή της, η οποία στρέφεται κατά της απόφασης 3278/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από την απόφαση 1048/2020 του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση 252/2018 του Δικαστηρίου τούτου, που είχε κάνει δεκτή την ως άνω έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη εφεσίβλητους, δεχόμενη εν μέρει την από 23.2.2012 αγωγή, μόνο καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του πρώτου εφεσίβλητου (ως προς τον οποίο δεν αναιρέθηκε η απόφαση αυτή) και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε, τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές, προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση, που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της, από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης, ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (Ολ.Α.Π. 27/2007 Νο.Β. 2007, σελ. 1830, Α.Π. 1282/2018, Α.Π. 711/2018, Α.Π. 1150/2017 και Α.Π. 304/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο το σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς αυτήν. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το δικαστήριο συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται (Α.Π. 1282/2018 και Α.Π. 711/2018 ό.π.).Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σ’ αυτές (Α.Π. 1282/2018ό.π., Α.Π. 711/2018 ό.π. και Α.Π. 404/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (Α.Π. 886/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 921/2015 Νο.Β. 2016, σελ. 96, Α.Π. 738/2012 και Α.Π. 1614/2008 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Εφετείου), δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Α.Π. 758/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1421/2002 Χρ.Ι.Δ. 2003, σελ. 145 και Α.Π. 963/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 52). Ως προς την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π. 758/2018 ό.π. και Α.Π. 1421/2002 ό.π.). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 579 του Κ.Πολ.Δ., μετά την αναίρεση της απόφασης, καταργείται, κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση, κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες χώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο, και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκληση αυτών, κατά το άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1708/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1070/2008 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 731 και Α.Π. 1606/2007 Χρ.Ι.Δ. 2008, σελ. 543). Εξάλλου, κατά το άρθρο 298 Α.Κ., η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε, ως τέτοιο, το προσδωκόμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτωνή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (Ολ.Α.Π. 22/1995 Ελλ.Δ/νη 1995, σελ. 1538, Ολ.Α.Π.20/1992Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1048/2020 προσκομιζόμενη, Α.Π. 419/2018 και Α.Π.637/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφο της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως, τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός (Α.Π. 29/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1048/2020 προσκομιζόμενη, επί αναίρεσης της απόφαση που εκδόθηκε για την υπό κρίση έφεση).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με την από 23.2.2012αγω-γή, την οποία άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ισχυρίστηκε ότι ιδρύθηκε από τον νυν ειδικό εκπρόσωπό της ……. και τον πρώτο εναγόμενο –αδερφό του, …………., με ποσοστό συμμετοχής του καθένα τους στο μετοχικό της κεφάλαιο από 50%. Ότι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλός της ορίστηκε ο πρώτος εναγόμενος και σκοπός της ήταν η ίδρυση και εκμετάλλευση ραδιοφωνικού σταθμού, για την επίτευξη του οποίου κατέστη φορέας ο ραδιοφωνικός σταθμός µε το διακριτικό τίτλο «………..». Ότι ο παραπάνω ραδιοφωνικός σταθμός, έλαβε άδεια για την πραγματοποίηση δοκιμαστικών εκπομπών, καθώς και Έγκριση Εγκατάστασης Κεραίας σε δημόσια δασική έκταση, στον ….., επιφάνειας 20τ.μ., ενώ τον Ιανουάριο του έτους 1997, συμμετείχε στη διαγωνιστική διαδικασία του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, υποβάλλοντας την αίτηση …./15.1.1997 για χορήγηση άδειας του ανωτέρω ραδιοφωνικού σταθμού, όπως και τον ταυτάριθμο φάκελο αυτής µε τα σχετικά δικαιολογητικά. Ότι, στις 7.11.2000, έγινε αντιληπτό ότι ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας παράνομα, υπαίτια και με τρόπο αντίθετο με τα συμφέροντα της (ενάγουσας – εταιρίας), σε συνεργασία με τους δεύτερο και τρίτη εναγομένους, συμφώνησαν τη μεταβίβαση χωρίς αντάλλαγμα των περιουσιακών στοιχείων της, ήτοι εγκαταστάσεων, δικαιωμάτων κ.λπ., καθώς και του ως άνω φακέλου στο εικονικό σωματείο «……», που είχε ιδρυθεί στις 28.7.1998, με πρωτοβουλία των τριών πρώτων εναγομένων και φερόμενη ως εκπρόσωπό του την τρίτη εναγόμενη. Ότι ακολούθως, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι σκόπευαν στην περαιτέρω πώληση των περιουσιακών στοιχείων της (ενάγουσας) στην εταιρία µε την επωνυμία «……….», αντί τιμήματος 180.000.000 δραχμών, από το οποίο η τελευταία είχε προκαταβάλει, ως αρραβώνα, το ποσό των 10.000.000 δραχμών, με βάση ψευδή και πλαστά πρακτικά της Γ.Σ και του Δ.Σ αυτής, εν αγνοία του ετέρου μετόχου της (……). Ότι απώτερος σκοπός των τριών πρώτων εναγόμενων ήταν αυτή και ο μέτοχος …… να στερηθούν κάθε περιουσιακού στοιχείου και δικαιώματος, ενώ οι ανωτέρω εναγόμενοι θα λάμβαναν το τίμημα από την πώλησή της στο εικονικό σωματείο «………», που είχαν συστήσει. Ότι, η εν λόγω μεταβίβαση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, όμως, στο πλαίσιο του σχεδίου τους αυτού, στις 26.11.1998, ο πρώτος εναγόμενος είχε ζητήσει την προσωρινή διακοπή της ρευματοδότησης των εγκαταστάσεων του ως άνω ραδιοφωνικού σταθμού της (ενάγουσας) και στις 22.10.1999, υπογράφηκε από το σωματείο «………….», νέο συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, με βάση το προσκομισθέν στη ΔΕΗ ως άνω συμφωνικό μεταβίβασης, σύμφωνα με το οποίο, το ανωτέρω σωματείο έκανε χρήση της ίδιας παροχής, την οποία χρησιμοποιούσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της (ενάγουσας) μέχρι το χρόνο διακοπής της ρευματοδότησής του. Ότι, μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμβολαίου και συγκεκριμένα, από τις 22.10.1999, χρήση των εγκαταστάσεων του ραδιοφωνικού της σταθμού έκανε ο ραδιοφωνικός σταθμός «……..», ιδιοκτησίας του σωματείου «…….». Ότι στις 18.3.2001, η τρίτη εναγομένη, ως εκπρόσωπος του ανωτέρω σωματείου, αλλά στην πραγματικότητα ενεργώντας, τόσο ατομικά, όσο και προς όφελος των δύο πρώτων εναγομένων, έδωσε την εντολή και την πληρεξουσιότητα σε ηλεκτρολόγο να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την αλλαγή επωνυμίας της ανωτέρω παροχής της ΔΕΗ στην επωνυμία της τέταρτης εναγόμενης–εταιρίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 20.3.2001. Ότι έκτοτε, χρήση των εγκαταστάσεων του σταθμού της έκανε ο τηλεοπτικός σταθμός «0-6», ιδιοκτησίας της τελευταίας εναγόμενης, που, προφανώς, διά του νομίμου εκπροσώπου της είχε ελέγξει και γνώριζε την ανυπαρξία νόμιμου δικαιώματος του ως άνω σωματείου και την παρανομία του όλου εγχειρήματος. Ότι οι προαναφερθείσες πράξεις των εναγομένων είχαν ως συνέπεια όχι μόνο να επέλθει ο κλονισμός των σχέσεων του πρώτου εναγόμενου με τον έτερο μέτοχό της ενάγουσας, …………, αλλά και να μην καταστεί δυνατό να πωλήσει (η ενάγουσα) τον προαναφερόμενο ραδιοφωνικό σταθμό και όλα τα απορρέοντα απ’ αυτόν δικαιώματα (άδεια, φάκελο) στον επιχειρηματία, ………., ο οποίος είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον να τον αγοράσει τον Οκτώβριο του έτους 2000, έναντι του ποσού των 300.000.000 δραχμών (ήδη 880.410,86 ευρώ). Ότι, από τις ίδιες ως άνω ενέργειες των εναγοµένων, απώλεσε το ποσό των 1.188.000 ευρώ, το οποίο θα αποκόμιζε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είτε από τη χρήση από την ίδια των εγκαταστάσεων του ανωτέρω ραδιοφωνικού της σταθμού, είτε από την παραχώρηση της χρήσης του σε τρίτους, έναντι μηνιαίου μισθώματος, ύψους τουλάχιστον 9.000 ευρώ, το οποίο θα εισέπραττε για το χρονικό διάστημα από 20.3.2001 μέχρι 20.3.2012, αφού θα παρατείνονταν η διάρκειά της για επιπλέον 10 έτη. Ότι, περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος παρέλειπε υπαίτια να διαχειρίζεται με επιμέλεια τις υποθέσεις της και να δημοσιεύει τους ισολογισμούς της, με συνέπεια να ανακληθεί η άδεια σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της, με την απόφαση 2361/2002 του Νομάρχη Πειραιά, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και ακολούθως, να λυθεί και να τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης. Ότι από τις ανωτέρω ενέργειες των εναγοµένων, εκτός της ως άνω υλικής ζημίας της, υπέστη και σημαντική ηθική βλάβη, καθώς επλήγη η φήμη και η αξιοπιστία της στις εμπορικές της συναλλαγές, αφού αυτή εμφανιζόταν ως αφερέγγυα και ανύπαρκτη εταιρία. Κατόπιν τούτων, ζητούσε μετά από παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων της αγωγής (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ο πρώτος, τόσο από την παραβίαση της υποχρέωσης πίστης, όσο και λόγω της αδικοπραξίας του, οι λοιποί δε, εναγόμενοι, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών: α) οι τρεις πρώτοι εις ολόκληρον, από το αρχικά αιτούμενο ποσό των 880.410,86 ευρώ, το οποίο απώλεσε επειδή δεν πωλήθηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός, οι εγκαταστάσεις του και τα δικαιώματά του, αυτό των 250.000 ευρώ, β) όλοι οι εναγόμενοι εις ολόκληρον από το αρχικά αιτούμενο ποσό των 1.180.000 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη (9.000 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες επί 11 έτη), αυτό των 350.000 ευρώ (2.651,51 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες Χ11 έτη) και γ) ως χρηματική ικανοποίηση αυτό των 100.000 ευρώ από τον πρώτο εναγόμενο και από το ποσό των 10.000 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς εναγόμενους. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η απόφαση 3278/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή: α) ως μη νόμιμη ως προς όλους τους εναγόμενους, επειδή κρίθηκε ότι δεν υφίσταται αδικοπραξία και β) ως αόριστη, καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του πρώτου εναγόμενου για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, αφού κρίθηκε νόμιμη, κατά το μέρος που στηριζόταν στη βάση της αγωγής από τη σύμβαση της εταιρίας, λόγω της παραβίασης της υποχρέωσης πίστης που είχε προς αυτήν, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 61, 67 εδ. α, 70, 72, 281, 288, 297 εδ. α, 298 του Α.Κ., 18 και 22α του ν. 2190/1920, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλε η ενάγουσα, με την από 20.4.2016 έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονταν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής της. Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η απόφαση 252/2018 του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη: α) ως προς την τέταρτη εναγόμενη, κρίνοντας ότι τα εκτιθέμενα δεν αρκούσαν για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της και β) ως προς τους λοιπούς εναγόμενους κατά το αίτημα περί απώλειας ποσού 350.000 ευρώ (2.651,51 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες Χ 11 έτη),που η ενάγουσα θα αποκόμιζε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είτε από τη χρήση από την ίδια των εγκαταστάσεων του ανωτέρω ραδιοφωνικού της σταθμού, είτε από την παραχώρηση της χρήσης του σε τρίτους, έναντι μηνιαίου μισθώματος, κατά το χρονικό διάστημα από 20.3.2001 μέχρι 20.3.2012. Περαιτέρω, αφού έγινε δεκτή η έφεση, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους (ως προς τη βάση της αγωγής, που στηριζόταν στις διατάξεις περί αδικοπραξίας), εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη ως προς τα υπόλοιπα αγωγικά αιτήματα, πλην αυτού περί καταβολής 350.000 ευρώ, κρατήθηκε και δικάστηκε η από 23.2.2012 αγωγή και κρίθηκε νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 61, 70, 299, 330, 914, 932 Α.Κ. και στην επιπλέον διάταξη του άρθρου 22α του ν. 2190/1920 ως προς τον πρώτο εναγόμενο. Περαιτέρω, απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους, λόγω παραγραφής και έγινε εν μέρει δεκτή κατά του πρώτου εναγόμενου και ως ουσιαστικά βάσιμη, μόνο ως προς το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης, υποχρεώνοντάς τον να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ. Τέλος, απορρίφθηκαν οι σχετικοί λόγοι έφεσης για τον πρώτο εναγόμενο ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ως προς το αιτούμενο ποσό των 250.000 ευρώ, από τη μη πώληση του ραδιοφωνικού σταθμού, των εγκαταστάσεών του και των δικαιωμάτων του. Στη συνέχεια, μετά την άσκηση από την ενάγουσα της από 29.5.2018 αίτησης αναίρεσης, εκδόθηκε η απόφαση 1048/2020 του Αρείου Πάγου (Α2´ Τμήμα), με την οποία, αναιρέθηκε μερικά η τελευταία απόφαση του Εφετείου και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συγκροτούμενου από άλλους δικαστές. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου, έγιναν δεκτοί οι λόγοι της αναίρεσης από τα άρθρα: α) 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ., για παράβαση της διάταξης του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ., με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το νόμο, απέρριψε την αγωγή, ως προς την τέταρτη εναγόμενη ως αόριστη, ενώ ήταν πλήρως ορισμένη, είχαν εκτεθεί όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της ως προς τη βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, διότι αναφέρονταν οι εκ μέρους της ενέργειες, που συνιστούσαν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση περιουσιακής ζημίας σ’ αυτήν, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πράξεων αυτής και της επελθούσας στην ενάγουσα ζημίας και β) 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., για τη λήψη υπόψη του ισχυρισμού των δεύτερου και τρίτης εναγομένων περί παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας (άρθρο 937 Α.Κ.), ο οποίος δεν είχε επαναφερθεί νόμιμα στο Εφετείο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 240 του Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι λόγοι της αναίρεσης από τα άρθρα: α) 559 αρ. 14του Κ.Πολ.Δ.(τρίτος λόγος), δεχόμενη ότι το Δικαστήριο τούτο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν απέρριψε παρά το νόμο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το αίτημα της ενάγουσας για την αξίωση αποζημίωσής της για διαφυγόντα κέρδη ποσού 350.000 ευρώ (2.651,51 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες Χ 11 έτη), αφού δεν απαίτησε για το ορισμένο του αιτήματος αυτού περισσότερα στοιχεία απ’ όσα απαιτεί ο νόμος, β) 559 αρ.8 του Κ.Πολ.Δ.(πρώτος λόγος), δεχόμενη ότι το Δικαστήριο τούτο έλαβε υπόψη και απέρριψε ως αόριστους τους αγωγικούς ισχυρισμούς, που αφορούσαν στην απώλεια των κερδών της ενάγουσας από τη χρήση των εγκαταστάσεων του ραδιοφωνικού σταθμού, την οποία της αποστέρησαν οι εναγόμενοι, γ) 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ.(έκτος λόγος), δεχόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ως προς το επιδικασθέν, σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, ποσό χρηματικής ικανοποίησης, δ) 559 αρ.11γ του Κ.Πολ.Δ.(τέταρτος λόγος), διότι ορθά το Δικαστήριο τούτο απέκρουσε τις προσκομιζόμενες υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, ως μη επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και δη ως μαρτυρίες τρίτων, που έγιναν με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της έννομης σχέσης της δίκης και ε) 559 αρ.12 του Κ.Πολ.Δ.(έβδομος λόγος), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έσφαλε, μην αποδίδοντας στο από 20.10.2000 προσύμφωνο με τον ………., την αποδεικτική δύναμη της πλήρους απόδειξης, αλλά το εκτίμησε ελεύθερα. Επιπλέον, δέχθηκε ότι η ίδια απόφαση περιείχε σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούσαν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τη μη συνδρομή των όρων της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 298 Α.Κ., την οποία σωστά δεν εφάρμοσε, ως προς το αίτημα της αγωγής για διαφυγόντα κέρδη ποσού 250.000 ευρώ, από τη μη πώληση της ραδιοφωνικής επιχείρησής της σε τρίτο. Επομένως, ο Άρειος Πάγος, πλην του πρώτου εναγόμενου, για τον οποίο, μετά την απόρριψη των σχετικών λόγων αναίρεσης, κρίθηκε αμετάκλητα η αγωγή, έκρινε δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο ότι η αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, είναι ορισμένη ως προς την τέταρτη εναγόμενη και ότι ως προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους, πλην του αιτήματος περί καταβολής στη ενάγουσα του ποσού των 350.000 ευρώ (2.651,51 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες Χ 11 έτη), που αφορά σε αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας από διαφυγόντα κέρδη, για το οποίο κρίθηκε απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς τα αιτήματα για την καταβολή διαφυγόντων κερδών ποσού 250.000 ευρώ, από τη μη πώληση της ραδιοφωνικής επιχείρησής της σε τρίτο και περί καταβολής από 10.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης, εσφαλμένα απορρίφθηκε ως αβάσιμη, λόγω της μη νόμιμης επαναφοράς του ισχυρισμού των εναγόμενων αυτών, περί παραγραφής. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, οι διάδικοι επανέρχονται στη δικονομική κατάσταση που υπήρχε πριν την απόφαση που αναιρέθηκε και πρέπει η υπόθεση να ερευνηθεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρα 579 και 581 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.). Ειδικότερα, η έφεση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έγινε ήδη τυπικά δεκτή, με την απόφαση 252/2018 του Δικαστηρίου τούτου, κρίση ως προς την οποία δεσμεύεται Δικαστήριο και εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, καθ’ ο μέρος απέρριψε την αγωγή, που στηριζόταν στις διατάξεις περί αδικοπραξιών ως μη νόμιμη ως προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς βάσιμο του λόγου αυτού(για τα κεφάλαια περί καταβολής διαφυγόντων κερδών ποσού 250.000 ευρώ, από τη μη πώληση της ραδιοφωνικής επιχείρησής της σε τρίτο και περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης – από 10.000 ευρώ). Επίσης, ο ίδιος (πρώτος) λόγος της έφεσης θα πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την τέταρτη εναγόμενη, ως προς την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη στο σύνολό της, ως προς το παραδεκτό και βάσιμό του. Αντίθετα, δεν επανεξετάζονται τα λοιπά κεφάλαια της εκκαλουμένης (ως προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους), αφού αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης. Ωστόσο, το αίτημα περί καταβολής στην ενάγουσα από την τέταρτη εναγόμενη του ποσού των 350.000 ευρώ (2.651,51 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες Χ 11 έτη), ως αποζημίωσής της από διαφυγόντα κέρδη, που θα αποκέρδαινε αν χρησιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις της ή παραχωρούσε σε τρίτους το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους, έναντι ανταλλάγματος, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ως αόριστο, αφού δεν εξειδικεύονται τα έσοδα που η ίδια θα αποκόμιζε από τη λειτουργία του ραδιοσταθμού, ούτε (εξειδικεύονται) οι συγκεκριμένες προσφορές από τρίτους για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, εξειδίκευση η οποία ήταν δυνατή με βάση το μέσο όρο των καθαρών εσόδων από τη λειτουργία του σταθμού και ποιες ήταν οι προσφορές των τρίτων (adhocΑ.Π. 1048/2020 προσκομιζόμενη, με την οποία κρίθηκε ότι ορθά εφαρμόστηκε ο νόμος με το να απορριφθεί το ίδιο κονδύλιο ως προς τους λοιπούς εναγόμενους). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την αγωγή, ως προς το τελευταίο αυτό αίτημα, απορρίπτοντάς το ως μη νόμιμο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει το Δικαστήριο τούτο, αυτεπάγγελτα, να δεχθεί την έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση 3278/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να κρατήσει και να δικάσει την από 23.2.2012 αγωγή ως προς το αίτημα αυτό κατά της τέταρτης εναγόμενης (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, να το απορρίψει ως αόριστο. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο έχει την εξουσία προς τούτο, λόγω του, κατ’ άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ., μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ερευνήσει αυτεπάγγελτα την αοριστία της αγωγής, διότι την πρωτόδικη απόφαση είχε εκκαλέσει η ενάγουσα, παραπονούμενη για την απόρριψη αυτής ως μη νόμιμης. Εξάλλου, δεν μπορούν να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες, κατ’ άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, διότι οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές (Α.Π. 140/2019, Α.Π. 1631/2017, Α.Π. 769/2017, Α.Π. 1344/2015 και Α.Π. 356/2013 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση ΣΤ2009, παρ. 855, σελ. 346-347). Κατά τα λοιπά αιτήματα, ως προς την τέταρτη εναγόμενη, η από 23.2.2012 αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 61, 70, 297εδ. α, 298 εδ. β, 299, 330, 914 και 932 του Α.Κ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε μη νόμιμη την αγωγή ως προς την εναγόμενη αυτή (ως προς τα αιτήματα περί καταβολής διαφυγόντων κερδών ποσού 250.000 ευρώ, από τη μη πώληση της ραδιοφωνικής επιχείρησής της σε τρίτον και περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης), εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει επομένως, το Δικαστήριο τούτο, να κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο της έφεσης και ως προς την εναγόμενη αυτή και αφού εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση 3278/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τα αιτήματα αυτά, να κρατήσει και να δικάσει την από 23.2.2012 αγωγή ως προς αυτά (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
ΙV. Κατά το άρθρο 255 εδ. α του Κ.Πολ.Δ., η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως ανωτέρα βία, κατά τη διάρκεια της οποίας αναστέλλεται η παραγραφή των αξιώσεων, νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί ν’ ανατραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμελείας και σύνεσης. Κατά το περιεχόμενό της επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας, εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (Α.Π. 29/2022 και Α.Π. 429/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. ”ΝΟΜΟΣ”). Συνέπεια της αναστολής είναι ότι το χρονικό διάστημα αυτής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής και όταν πάψει, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως, περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες – άρθρο 257 του Α.Κ. (Α.Π. 29/2022 και Α.Π. 157/2021 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέτοιο θεωρείται το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (Α.Π. 344/2021 και Α.Π. 171/2013αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
V. Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στη με αριθμό …../2012 έκθεση πρακτικών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της ένορκης βεβαίωσης …../18.5.2017, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα –εκκαλούσα, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων –εφεσίβλητων, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης ……. και ………/15.5.2017 της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα νόμιμα από τους διαδίκους έγγραφα (οι με ημερομηνίες 12.12.2001, 16.12.2001, 16.12.2001, 24.12.2001,16.12.2001, 20.7.2001, 8.2.2002, 15.2.2002, 3.2.2002 υπεύθυνες δηλώσεις, κατ’ άρθρο 8 του ν.1599/1986, των …………. τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, δεν λαμβάνονται υπόψη, επειδή συνιστούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ως μαρτυρίες τρίτων, που έγιναν με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της έννομης σχέσης της δίκης (Ολ.Α.Π. 8/1987 Ελλ.Δνη 1987, σελ. 628,Α.Π. 6/2019 και Α.Π. 1427/2017 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), υπό την ευρεία έννοια, καθώς η προηγούμενη αγωγή που ασκήθηκε ατομικά από τον ………., απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής του, η ίδια δε αγωγή επανασκήθηκε, κατά των ίδιων διαδίκων, με το αυτό περιεχόμενο (Α.Π. 1048/2020 προσκομιζόμενη, που απέρριψε και το σχετικό – περί του αντιθέτου λόγο αναίρεσης της ενάγουσας–εκκαλούσας ως προς τον πρώτο εναγόμενο), τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραληφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία συστάθηκε δυνάμει του συμβολαίου …./11.6.1992 της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., με δεκαετή διάρκεια, ήτοι έως τις 30.6.2002, ενώ η άδεια σύστασής της ανακλήθηκε µε την απόφαση 2361/2002 του Νομάρχη Πειραιώς, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 3335/10.5.2002 (τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε), εισήλθε δε, στο στάδιο της εκκαθάρισης, χωρίς να συγκληθεί η Γενική Συνέλευση αυτής, ώστε να διορισθούν εκκαθαριστές κατά το καταστατικό της. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ………, ενεργώντας ατομικά, άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2003 αγωγή, με περιεχόμενο όμοιο με αυτό της υπό κρίση αγωγής, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση 4116/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησής του, καθώς ενεργητικά νομιμοποιούμενο ήταν μόνο το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας. Ακολούθως και μετά την πάροδο είκοσι μηνών ο ……… κατέθεσε, στις 29.5.2007, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2007 αίτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε το διορισμό εκκαθαριστών – εκπροσώπων της εδώ ενάγουσας εταιρίας. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η απόφαση 778/6.2.2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία διορίστηκαν δύο εκκαθαρίστριες, οι οποίες παραιτήθηκαν εγγράφως, στις 25.9.2008, χωρίς να ασκήσουν πράξεις εκκαθάρισης. Εξάλλου, ο …………, μετά την πάροδο δεκαέξι μηνών κατέθεσε, στις 8.2.2010, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1184/2010 αίτηση, με την οποία ζητούσε το διορισμό ειδικού εκπροσώπου της εδώ ενάγουσας εταιρίας, η οποία τελικά, έγινε δεκτή κατ’ έφεση και με την απόφαση 726/2011 του Εφετείου Πειραιώς και διορίστηκε αυτός ως ειδικός εκκαθαριστής της, ώστε να προβεί, για λογαριασμό της, στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Με βάση όμως, τα ανωτέρω, από τις 7.11.2000, οπότε, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, από την ίδια την ενάγουσα ανακαλύφθηκαν οι παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγόμενων αυτών, μέχρι την επίδοση της αγωγής, στις 21.6.2012, που αφορά στην αξίωση της ενάγουσας κατά των δεύτερου, τρίτης και τέταρτης εναγομένων, από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, κατ’ άρθρο 937Α.Κ. Τον ισχυρισμό αυτό περί παραγραφής, ανεξαρτήτως του ότι θα μπορούσε να προβληθεί και το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ. (ad hocΑ.Π. 1048/2020 ό.π.), πρόβαλαν οι εναγόμενοι αυτοί και πρωτοδίκως με τις προτάσεις τους και με δήλωσή τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επαναφέρουν δε, νόμιμα, κατ’ άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ., με τις προτάσεις τους, στη συζήτηση της υπόθεσης(μετ’ αναίρεση), οι οποίες είναι αυτές που λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη με αριθμό ΙΙ. και όχι εκείνες που είχαν υποβληθεί κατά τη συζήτηση της αναιρεθείσας απόφασης, αφού ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες χώρησε η αναίρεση και δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον μετ’ αναίρεση την έφεση δικαστήριο. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αμέσως πιο πάνω, με αριθμό IV. μείζονα σκέψη, το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση έως τις 7.11.2005 για το διορισμό εκπροσώπου της ενάγουσας, δεν συνιστά ανωτέρα βία, όπως η τελευταία επικαλείται καθ’ υποφοράν με την αγωγή και επαναφέρει κατ’ αντένσταση με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού τέτοια (ανωτέρα βία) συνιστά μόνο κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο δεν θα μπορούσε ν’ ανατραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμελείας και σύνεσης και όχι αυτό που στη συγκεκριμένη περίπτωση, οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου και που ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και μπορούσε να αποτραπεί και χωρίς μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Άλλωστε, το γεγονός ότι δεν μερίμνησαν οι μέτοχοι της ενάγουσας να αιτηθούν από το δικαστήριο το διορισμό εκκαθαριστών ή ειδικού εκπρόσωπου, κατά το χρονικό διάστημα έως τις 29.5.2007, οπότε και ο ……….. κατέθεσε την πρώτη αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεν συνιστά ανωτέρα βία. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι, όπως αναφέρθηκε, η πάροδος της προθεσμίας οφείλεται σε πταίσμα των μετόχων, η ανωτέρα βία πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως πιο πάνω μείζονα σκέψη, να συντρέχει εντός του τελευταίου εξαμήνου της λήξης της προθεσμίας, γεγονός που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω. Χαρακτηριστικό άλλωστε, της αδράνειας του ενδιαφερόμενου μετόχου ……., εκτός του ότι άσκησε το πρώτον, αγωγή ενώ δεν νομιμοποιούνταν, αντί να ζητήσει το διορισμό προς τούτο ειδικού εκπρόσωπου της ενάγουσας, συνιστά το γεγονός ότι, κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς 4116/31.8.2005, με την οποία απορρίφθηκε η πιο αγωγή που άσκησε ατομικά κατά των ίδιων με την υπό κρίση αγωγή εναγομένων, έως και την κατάθεση, στις 29.5.2007, της πρώτης αίτησης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε το διορισμό εκκαθαριστών – εκπροσώπων της εδώ ενάγουσας εταιρίας, παρήλθε χρονικό διάστημα είκοσι μηνών. Αλλά και μετά την έκδοση επί της αίτησης αυτής, της απόφασης 778/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία),στις 6.2.2008,και την παραίτηση των διορισθέντων εκκαθαριστών, στις 25.9.2008, έως την κατάθεση νέας αίτησης (από τον ………), στις 8.2.2010, για το διορισμό ειδικού εκπροσώπου της εδώ ενάγουσας εταιρίας, παρήλθε επιπλέον χρονικό διάστημα δεκαέξι μηνών. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αντένσταση της ενάγουσας, κατά της νόμιμης ένστασης παραγραφής(άρθρο 937 Α.Κ.) των δεύτερου, τρίτης και τέταρτης εναγομένων και γενομένης δεκτής της τελευταίας ως και κατ’ ουσία βάσιμης, να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη (ως προς τα αιτήματα κατά των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου εναγόμενων για την καταβολή διαφυγόντων κερδών ποσού 000 ευρώ και περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης).
VΙ.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, ως προς τα κεφάλαια που εξετάζονται μετά την αναίρεση της απόφασης 252/2018 του Δικαστηρίου τούτου, αφού έγινε ήδη δεκτή η από 20.4.2016 έφεση (ως προς τον πρώτο λόγο της) και ως ουσιαστικά βάσιμη και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3278/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που αφορά στα αιτήματα της από 23.2.2012 αγωγής, ως προς την τέταρτη εναγόμενη, κρατήθηκε η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και ερευνήθηκε η από 23.2.2012 αγωγή, ως προς την τέταρτη εναγόμενη, αλλά και τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη εναγόμενους ως προς τα αιτήματα περί καταβολής διαφυγόντων κερδών ποσού 250.000 ευρώ και περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης (για τους οποίους είχε ήδη γίνει δεκτός ο ίδιος λόγος της έφεσης με την απόφαση 252/2018 του Δικαστηρίου τούτου), πρέπει να απορριφθεί (η αγωγή) ως αόριστη, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως προς την τέταρτη εναγόμενη κατά το αίτημά της περί καταβολής ποσού 350.000 ευρώ και(να απορριφθεί) ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη εναγόμενους, λόγω παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας ως προς τα λοιπά αιτήματα (περί καταβολής ποσού 250.000 ευρώ και χρηματικής ικανοποίησης). Σημειωτέον ότι, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, ως προς τους ανωτέρω εναγόμενους, στο σύνολό της, ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη, για όλα τα κεφάλαια της απόφασης, που αφορά στην ίδια ως άνω αγωγή, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής (Α.Π. 192/1998 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 825, Α.Π. 748/1984 Ελλ.Δ/νη 1985, σελ. 642, Μαργαρίτης σε Κεραμέα /Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρα 535 αρ.1 και 522 αρ. 13 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠΟΛΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Τόμος Γ, άρθρο 535, αρ. 4) και αφού συμψηφιστεί ένα μέρος των εξόδων, που αφορά και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 εδ. β´του Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4842/2021), κατά το επιπλέον δε, των εξόδων, να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των δεύτερου, τρίτης και τέταρτης εναγομένων, σύμφωνα με το νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 179 εδ.β´,183 και191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι τα κατατεθέντα από την εκκαλούσα παράβολα, αποδόθηκαν σ’ αυτήν με την απόφαση 252/2018 του Δικαστηρίου τούτου, γενομένης δεκτής της έφεσης ως προς τον πρώτο εναγόμενο, η οποία δεν αναιρέθηκε κατά τούτο από τον Άρειο Πάγο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 20.4.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2016 έφεση της υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία «…………»,ως προς την τέταρτη εναγόμενη– εταιρία με την επωνυμία «…………..».
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3278/2014 του Μονομελούς Πρω-τοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς την τέταρτη εναγόμενη.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 23.2.2012 αγωγή ως προς την τέταρτη εναγόμενη και ως προς τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους –………. και ………… αντίστοιχα, ως προς τα κεφάλαια περί καταβολής διαφυγόντων κερδών, ποσού 250.000 ευρώ και περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης.
Απορρίπτει την αγωγή: α) ως αόριστη ως προς την τέταρτη εναγόμενη, για το αίτημα περί καταβολής ποσού των 350.000 ευρώ (2.651,51 ευρώ / μήνα Χ 12 μήνες Χ 11 έτη), που αφορά σε αποζημίωσης της ενάγουσας από διαφυγόντα κέρδη, που θα αποκέρδαινε αν χρησιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις της ή παραχωρούσε σε τρίτους το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους, έναντι ανταλλάγματος και β) ως αβάσιμη, ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη εναγόμενους για τα αιτήματα περί καταβολής διαφυγόντων κερδών ποσού 250.000 ευρώ, από τη μη πώληση της ραδιοφωνικής επιχείρησής της σε τρίτον και περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης. Και
Συμψηφίζει κατά ένα μέρος τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, που αφορά και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και, κατά το επιπλέον μέρος, καταδικάζει την ενάγουσα –εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των δεύτερου, τρίτης και τέταρτης εναγομένων – εφεσίβλητων, την οποία καθορίζει, για τον καθένα από τους εναγόμενους αυτούς, στο ποσό των δύο χιλιάδων(2.000) ευρώ.
Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 18 Ιουλίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρου τους, στις 18 Ιουλίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ