Αριθμός 457/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο ΝΣΚ Δημήτριο Βολτή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Φοίβου Βουδούρη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1878/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 3.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 3.9.2020 (αριθμ. καταθ. ……./2020) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου απευθύνεται κατά της υπ’ αριθ. 1878/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 29.3.2019 (αριθ.καταθ. ……/3.4.2019) αγωγή του ενάγοντα ήδη εφεσίβλητου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση έφεσης εντός τριάντα ημερών (αριθ.καταθ. ………./7.9.2020) από την επίδοση της εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη, όπως προκύπτει από τη σχετική από 17.7.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, ………….., επί του αντιγράφου αυτής (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 279 παρ. 1 εδ.β ν.3463/2006 και άρθρο 11 κ.δ 26-06/10.7.1944, Ολ ΑΠ 12/2002, ΑΠ 1337/2014, Εφ.Πειρ. 68/2021, Εφ.Πειρ. 248/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2004), πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.ΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, έναρξη ισχύος την 2.4.2012), αφού το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, Τόμος α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849).
Στην από 29.3.2019 (αριθ.καταθ. ……../2019) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι έχει την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του περιγραφόμενου αγροτεμαχίου μετά του επί αυτού οικίσκου, που βρίσκεται στη θέση “….” επί της χερσονήσου ……….. της Κτηματικής Περιφέρειας πρώην Κοινότητας Αμπελακίων Σαλαμίνας, έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ……….. και έχει εμβαδόν 281 τ.μ. Ότι την κυριότητα την απέκτησε από το 1984 τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο, όσο και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της έκτασης χρησικτησίας έκτακτη χρησικτησία, με προσμέτρηση της συνεχούς, αδιατάρακτης και με καλή πίστη άσκηση πράξεων νομής (καλλιέργεια με γεωργικά προϊόντα, μεταβιβάσεις, καταμετρήσεις, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών κλπ) μέχρι την περιέλευσή του σε αυτόν που συνέχισε να το κατέχει διανοία κύριου δηλώνοντας τούτο στις αρμόδιες αρχές. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω αγροτεμάχιο, σε αυτό (αγροτεμάχιο) εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων επικαλείται ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 100% και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 369, 513 επ., 1033, 1192 περ.1, 1045 επ. ΑΚ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, 6 παρ. 2, 9 παρ. 1, 11, 12, 23 του Ν. 2664/1998, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη ως προς το αίτημα αναγνώρισης αυτού (ενάγοντα) ως νομέα και κατόχου, δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του επίδικου αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 100%, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ενάγων κύριος κατά ποσοστό 100%. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της ως προς την περιγραφή του αγροτεμαχίου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται τμήμα και τη σαφή επίκληση των περιστατικών που θεμελιώνουν τον τρόπο κτήσης της κυριότητας (παράγωγο/πρωτότυπο) στο επίδικο αγροτεμάχιο. Πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά των πλευρικών διαστάσεών του, την αναφορά του ΚΑΕΚ χωρίς να απαιτείται να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο να εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο (ΑΠ 182/2012, Εφ.Αθ. 216/2021 ΝΟΜΟΣ), καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μη ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο, που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή (Εφ.Πειρ. 350/2020 ό.π). Το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι Τμήμα μείζονος ακινήτου – γεωτεμαχίου (Εφ.Πατρ. 568/2021, Εφ.Πειρ. 350/2020 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, για τη στοιχειοθέτηση του παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας αναφέρει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά της κτήσης αυτής, ήτοι τη μεταβίβαση με σύμβαση, λόγω πώλησης, την μνεία περί νόμιμης μεταγραφής τους και ότι οι δικαιοπάροχοί του (άμεσοι/απώτεροι/απώτατοι) ήταν κύριοι του μεταβιβασθέντος ακινήτου και ότι αυτός (ενάγων) κατέστη κύριος κατά το άνω ποσοστό (100%) με παράγωγο τρόπο που αποκτήθηκε πριν την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Σεληνίων Σαλαμίνας Δήμου Αμπελακίων (13.1.2006). Επίσης αναφέρονται επαρκώς συγκεκριμένες πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου, που συνίστανται στη βοσκή ζώων, στην καλλιέργεια με γεωργικά προϊόντα από τους απώτατους δικαιοπαρόχους, στη νόμιμη κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης, σύνταξη συμβολαιογραφικών προσυμφώνων, και συνέχιση πράξεων γεωργικής καλλιέργειας, αποτύπωση σε σχεδιαγράμματα, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών, δήλωση αυτού (επιδίκου ακινήτου) στις αρμόδιες αρχές, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των πράξεων αυτών μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 47/2019, ΑΠ 289/2016, ΑΠ 1402/2015, ΑΠ 1077/2012, Εφ.Δωδ. 2/2020 ΝΟΜΟΣ), και επίσης, προσδιορίζεται ο τρόπος που υπεισήλθε έκαστος στη νομή του επιδίκου ακινήτου (Εφ.Πειρ. 506/2019, Δημ.Ιστοστελ.Εφ.Πειρ). Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (Κ.Πολ.Δ 534) και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ) Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.2-3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/ 1 Ιουλίου 1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου 21 Ιουνίου/ 10 Ιουλίου 1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 454/2011, ΑΠ 1992/2009, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τις άνω ρυθμίσεις το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος του κάθε Οθωμανού ξεχωριστά, αλλά διαδέχθηκε το Οθωμανικό Δημόσιο μαζικά με τη γενόμενο δήμευση “πολεμικά δικαιώματα”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και κατέχονταν (χωρίς σχετικό οθωμανικό τίτλο “ταπί”) μόνο από Οθωμανούς κατά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 3-2-1830 και τα κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων (“μούλκια”), τα οποία ανήκαν στους Οθωμανούς ιδιώτες, εγκαταλείφθηκαν όμως από τους πρώην κυρίως τους Οθωμανούς και δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς. Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια”), που δεν είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, ούτε τα δικαιώματα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”), τα οποία είχαν αποκτηθεί από Οθωμανούς επί των δημοσίων γαιών νόμιμα, σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της ……/16-6-1830 στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα “…….” και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (Ολ ΑΠ 1/2013, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και καθόσον αφορά στα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και Φθιώτιδας, δηλαδή όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσιες γαίες (αγροί, λειμώνες, λιβάδια, θέρετρα, ήτοι χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και παρόμοια) και δεν κατέχονταν νόμιμα (με “ταπί”) από Οθωμανούς, καθώς και όσα ήσαν αδέσποτα, περιήλθαν βάσει της ίδιας πιο πάνω Συνθήκης (πρωτοτύπως) στο Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 52/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όσα από τα παραπάνω κτήματα (δημόσιες γαίες) κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες νόμιμα με “ταπί”, που τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως “τεσσαρούφ”, καθώς και όσα κτήματα ανήκαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε Οθωμανούς ιδιώτες (“μούλκια” – πλήρεις ιδιοκτησίες), και δεν είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά κατέχονταν από αυτούς, κατά τον χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων (3-2-1830), παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες. Όμως, όσον αφορά στα ακίνητα που βρίσκονταν εντός όλων των εδαφών, τα οποία τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως, κατά την ημερομηνία Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας (3-2-1830), και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίστηκαν ως ανήκοντα στους ιθαγενείς Έλληνες, οι οποίοι και αποτέλεσαν τους πρώτος υπηκόους του νέου Ελληνικού Κράτους (βλ.και ΑΠ 52/2014 ό.π, ΕφΑθ 5279/2008, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικοί) έτους 1856 (βλ. ΑΕΙ 80/2015, ΑΕΙ 710/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως στις 31-03-1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ)τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμου, οι πλατείες), οι οποίες ήταν περιορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση0, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1647/2016). Από τις διακρίσεις αυτές προκύπτει ότι κυριότητα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ιδιώτες μόνο στις γαίες της πρώτης κατηγορίας και το δικαίωμά τους αυτό κυριότητας αποδεικνυόταν με τη χορήγηση “χοτζέτι”, δηλαδή άτυπης μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, που συντασσόταν ενώπιον μουσουλμάνου ιεροδικαστή, ο οποίος και την επικύρωνε, ενώ η κυριότητα επί των λοιπών κατηγοριών γαιών, πλην των βακουφιών (αφιερωμένων γαιών), που εθεωρούντο πράγματα εκτός συναλλαγής, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ” – οιονεί επικαρπίας) μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται “ταπί”, και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της (βλ. ΑΠ 449/2015 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1989, ΕλλΔνη 31.1258, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, έκδ.1989, τ.Α΄, σελ. 529), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε βάρος του Οθωμανικού Δημοσίου δεν αναγνωριζόταν (βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 92/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση του κανόνα όχι μόνο με τίτλο (“ταπί”) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως “δια ωρισμένης χρήσιν των δημοσίων γαιών”, καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο “εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας δια 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε είχε είτε δεν είχε έγκυρο τίτλο, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος”. Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης και όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί μόνο επί καλλιεργήσιμου – γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κλπ, τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου ταπίου (ΑΠ 390/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επιπρόσθετα, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή, θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με την δε πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 2832 διακήρυξή της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες) να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών και μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό την μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεων έγκυρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17-11-1836 Δ/τος “περί ιδιωτικών δασών” και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28-3-1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης (που εγκρίθηκε με το από 4/16-4-1835 Β.Δ) του από ……./16-10-1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της από 1/13-11-1835 διαταγής των επί του Βασ.Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γεγομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικιών, από τους αποχωρούντες Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της, λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δε δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω 17-11-1836 Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών επί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του βδ/τος της 17/29-11-1936, πρέπει να διακρίνονται από τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4-5-1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29-11/1-12-1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Τις δε αποφάσεις της επί των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ, με τις οποίες αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες, σε δάσος υφιστάμενο το 1836, στις οποίες περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικράτειας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικράτειας, μπορούν οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, να επικαλεσθούν ,ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΓ1 573/2015 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31 Μαρτίου 1833 με βάση την από 27 Ιουνίου/ 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλ. Από 25 Μαΐου 1827 έως 31 Μαρτίου 1833), και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21 Ιανουαρίου/ 3 Φεβρουαρίου 1830 Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1354/2014, Εφ.Αθ 2516/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1162/2002, Νοβ 50.1281).
Με δεδομένη δε την προαναφερόμενη διάκριση των γαιών σε πέντε κατηγορίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο, η κυριότητα που ο άνω σουλτάνος παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, δεν αφορούσε τις καθαρές ιδιοκτησίες (“μούλκια”), που κατά τα άνω, αποδεικνύονταν από την ύπαρξη σχετικού οθωμανικού τίτλου “χοτζέτι”, αφού, πρώτον η κυριότητα αυτή ανήκε ήδη σε ιδιώτες και δεύτερον δεν επρόκειτο, σύμφωνα με την άνω Συνθήκη, να θιγεί από την διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Ούτε άλλωστε, η κυριότητα που παραχώρησε ο σουλτάνος μπορούσε να αφορά στις αφιερωμένες γαίες της τρίτης κατηγορίας, τα λεγόμενα “βακούφια” αφού αυτές θεωρούντο ως πράγματα εκτός συναλλαγής, αλλά αφορούσε μόνον τις δημόσιες γαίες, που ανήκαν στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου και επί των οποίων όσοι υπήκοοί του, Έλληνες και Οθωμανοί, τις κατείχαν νόμιμα (με σχετικό επίσημο οθωμανικό τίτλο “ταπί”), ασκούσαν μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”- οιονεί επικαρπίας). Η παραχώρηση αυτή της κυριότητας έγινε μόνο σε όσους υπηκόους του κατείχαν νόμιμα οθωμανικά κτήματα και επομένως κυρίως Οθωμανούς, προκειμένου να τους προστατεύσει, επειδή αυτοί κυρίως κατείχαν δημόσιες γαίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο νόμιμα με “ταπί’, το οποίο τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ” – οικονεί επικαρπίας), ώστε αν ήθελαν να αναχωρήσουν, να τις εκποιήσουν ως πλήρεις ιδιοκτησίες και όχι ως υποτιμημένες οιονεί επικαρπίας. Τα ιδιοκτησιακά αυτά δικαιώματα, αργότερα, με την περιέλευση της περιοχής στο ελληνικό κράτος – αναγνωρίστηκαν και από αυτό, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3-2-1830 (βλ. ΑΠ 52/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 257/2016 αδημ.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ της 16-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία εντός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι , με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ.(50.14), 2 παρ. 20 Πναδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν επρόκειτο για δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλά με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου για χρονικό διάστημα τριάντα ετών, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της νομής του και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με το άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ της 22.4/26-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” και του άρθρου 4 του α.ν 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26-5-1926 και εφεξής, συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915. Αντίθετα, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο δάσος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (1041, 1045, 974 ΑΚ), αφού αυτό είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1054 ΑΚ (ΑΠ 712/2015, ό.π). Άσκηση νομής διανοία κυρίου, προκειμένου για απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 1114/2014, ΑΠ 1077/2012, δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ειδικότερα, ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ των άλλων, η βοσκή ζώων, η καλλιέργεια, η εκμίσθωση, η επίβλεψη, η οριοθέτηση, η επιμέλεια καθορισμού του, η χρήση ως βοσκοτόπου (ΑΠ 1365/2014, ΑΠ 1291/2011 δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ’ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ καλή πίστη, εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1355/2014, δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα (ΑΠ 1355/2014 ό.π). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν απαιτείτο, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη “ταπίου” υπέρ του χρησιδεσπόζοντος, ή στην περίπτωση δάσους, η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17 Νοεμβρίου 1836 Β.Δ “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 1355/2014, ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004, ΑΠ 546/2003 δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή εδαφική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι την 11-9-1915 δεν ασκεί έννομη επιρροή η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν.998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π, το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1249/2013, ΝοΒ 2014, 52/2014, Α14/1182/2013 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφορικών Δ.Σ.Α, ΑΠ 4/2013, ΝοΒ 2013, 1267, ΑΓ1 923/2012 ΝοΒ 2013, 148), ούτε η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ 86/1969, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 79 παρ. 2 του ν.998/1977, και με βάση το άρθρο 43 του ν.998/1979 απόφαση της Διοίκησης με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 975/2008 δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η κήρυξη, δε έκτασης ως αναδασωτέας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του ν.998/1979, στην περίπτωση που αποβλέπει στην ανάκτηση της αλλοιωθείσης δασικής της μορφής δεν υποχρεώνει τη Διοίκηση στην κήρυξή της και ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που ο σκοπός της κήρυξης της έκτασης ως “αναδασωτέας” δεν αποτελεί η αναδημιουργία της δασικής της βλάστησης, που έχει καταστραφεί και η εν γένει ανάκτηση της μορφής, αλλά η δάσωσή της και η πρόσδοση σε αυτήν δασικού χαρακτήρα, που δεν είχε προηγουμένως, η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 2729/2014, ΣτΕ 713/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1095 και 1054 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτη χρησικτησίας, διότι περιήλθε σε αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένστασή του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 712/2015 ό.π, ΑΠ 1527/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σε αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ’ αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητας του Δημοσίου σε αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητας βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού, ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 712/2015, ό.π). Περαιτέρω, δάσος, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 του ν.3077/1924 “περί δασικού Κώδικος”, και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 ν.998/1979. Κατ’ αυτές “ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικών ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος” και ως δασική έκταση νοείται “πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, καλυπτόμενη από αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλωδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μιαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παράγραφο λειτουργιών” (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 400/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/1997, ΕλλΔνη 38,1544, ΑΠ 1296/1993, ΕλλΔνη 36,201). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιοσδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατε κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε, επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά κυρίως εμφανίζονται χωρίς δασική βούληση ,ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 312/2008, ΕφΑθ 212/2018 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …../8.5.2019 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, της μάρτυρος ……………, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου ήδη εκκαλούντος (βλ.την υπ’ αριθ. ………./16.4.2019 έκ …../2014, έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, ………..) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία ορισμένα αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003, ΑΠ 1068/2002), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθ. 261 Κ.Πολ.Δ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη θέση ………… ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ του ΔΗΜΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ, με ΚΑΕΚ …………., ΟΔΟΣ 3η, είναι εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός ορίων οικισμού και εντός Γ.Π.Σ (Φ.Ε.Κ 572 Δ/1985, περιοχή “κατοικία”) και είναι μη άρτιο και οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, εμφαίνεται στο από Νοεμβρίου 2021 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού, ………. με τα στοιχεία “Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α” και συνορεύει βόρεια με ακίνητο με ΚΑΕΚ …………, νότια με ακίνητο με ΚΑΕΚ ………., ανατολικά με 3η οδό κάθετη στην ………… πλάτους 8,00 μέτρων και δυτικά με ακίνητο με ΚΑΕΚ ……….
Με το υπ’ αριθ. ………/27.11.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αριθμό ………., μεταβιβάστηκε, λόγω πωλήσεως από τον ………., στον ενάγοντα, η κυριότητα, νομή και κατοχή του επίδικου αγροτεμαχίου, υπ’ αριθ. 8 του ΙΙ Οικοδομικού τετραγώνου εκτάσεως μ.τ 280 και σύμφωνα με την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου 281 τ.μ,, συνορευόμενο “βορείως επί πλευράς μέτρων είκοσι (20) με το υπ’ αριθμό 6 αγροτεμάχιο. Νοτίως επί πλευράς μέτρων είκοσι (20) με το υπ’ αριθμό 10 αγροτεμάχιο. Ανατολικώς επί προσώπου μέτρων δέκα τεσσάρων (14) με ιδιωτική οδό πλάτους μέτρων οκτώ (8) και Δυτικώς επί πλευράς μέτρων δέκα τεσσάρων (14) με το υπ’ αριθμό 7 αγροτεμάχιο” όπως εμφαίνεται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………. το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. ……../61 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… και στο από Νοεμβρίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……… που προσαρτάται στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο (2430/1984). Στον πωλητή και άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντα, . ……, περιήλθε, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή με το υπ’ αριθ. …./4.1.1977 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …., λόγω αγοράς από την …………., Στην ως άνω απώτατη δικαιοπάροχο, περιήλθε ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, λόγω αγοράς, από τους: Α)………., Β)……….., Γ)…………., Δ)……… Ε)………. αγροτεμάχιο που βρίσκεται στην περιοχή Αμπελάκια Σαλαμίνας στη θέση …… συνολικής έκτασης 95.987 τ.μ “συνορευομένης ανατολικώς με κτήμα κληρονόμων Παπαμιχαήλ, δυτικώς με κληρονόμους ……… και αγνώστους, αρκτικώς με θάλασσαν Κόλπιν Αμπελακίων και αγνώστους και μεσημβρινώς με θάλασσαν Σελληνίων, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/15.6.1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στο τόμο ……… με αριθμ. ………., του οποίου αποκλειστικός κύριος και νομέας μέχρι τον θάνατό του την 22.5.1932 ήταν ο …………, κατά το ήμισυ λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαικού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμος του αποβιώσαντα το έτος 1899 πατέρα το ……….. και κατά το ήμισυ λόγω αγοράς, δυνάμει του υπ’αρ. …./1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ……….., νεμόταν το ως άνω αγροτεμάχιο από το 1899 με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαιώματα άλλων μέχρι την 22.5.1932 οπότε, όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του ………., και τα δέκα (10) τέκνα του: ………………., οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομία, ασκώντας τη (συν)νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, και ειδικότερα, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση, και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου, και έτσι κατέστησαν (συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου η …………, και κατά ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου καθένας εκ των λοιπών, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως, κατά το έτος 1937 απεβίωσε η ……. ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, στο 450/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της επί του ανωτέρω ακινήτου, τα προαναφερόμενα δέκα (10) τέκνα της, που αναμίχθηκαν στην κληρονομία, ασκώντας τη (συν)νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, και ειδικότερα, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση, κατά ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου, και έτσι, πλέον κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου (180/1800=45/1800+135/1800) ο καθένας, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως ,κατά το έτος 1951 απεβίωσε ο εκ των (συγ)κυρίων ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους, τη σύζυγό του ……….. και τα πέντε (5) τέκνα του: 1…………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατρός τους (1951), (συν)νέμονταν το ακίνητα κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε ο εκ των (συγ)κυρίων ………….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγό του ……….., το γένος ……… και τα έξι (6) τέκνα του: …………, ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε ο υιός του …………. (6ος), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του ………, και τα πέντε (5) αδέλφια του, …………… οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία του συζύγου και πατέρα τους, …….., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, …….., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αρ. ………./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22/50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομία του υιού και αδελφού τους ………, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ…………/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό (συγ)κυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800+3,75/1800, όπου 3,75/1800=22,50/1800: 6)25,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800: 6) 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα (συν)νέμονταν το ακίνητο κατά το ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε ο εκ των (συγ)κυρίων ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγό του ………., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: …………., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (19510 αδελφού του ……….: ……………και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφου του ……..: ………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, συγκείμενο από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . …….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών … ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1900 = 180/1800+10/1800 όπου 10/1800=180/1800:2:9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800= 27/1800+2/1800, όπου 2/1800=10/1800:5), 28,25/1800 (28,25/1800=26,25/1800 + 2/1800 όπου 2/1800=10/1800:5), 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, (συν)νέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βούληση και ξύλευση. Κατά το έτος 1960, απεβίωσε η εκ των (συγ)κυρίων ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγό της ……… και τα πέντε (5) τέκνα της: . ………….. οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης ……….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ επιπλέον, από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960) αντίστοιχα (συν)νέμονταν, το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….., οι ανωτέρω (συγ)κύριοι, δηλαδή οι: 1)……….. (190/1800), 2) ………. (190/1800), 3)……….. (190/1800), 4)………… (190/1800), 5)……… (190/1800), 6)………… (190/1800), 7)…….. ……. (45/1800), 8)…….. (29/1800), 9)……… (29/1800), 10)……… (29/1800), 11)……….. (29/1800), 12)………. (29/1800), 13)……….. (48,75/1800), 14)……….. (28,25/1800), 15)……… (28,25/1800), 16)…….. (28,25/1800), 17)……….. (28,25/1800), 18)……… (28,25/1800), 19)………. (90/1800), 20)………(47,50/1800), 21)……….. (28,50/1800), 22)……….(28,50/1800), 23)……… (28,50/1800), 24)………. (28,50/1800), και 25)……… (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ, στην ………., και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Αμέσως μετά την κτήση της κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου, η ………. προέβη σε κατάτμηση του περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….., τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, και ακολούθως, μεταβίβασε αυτά, λόγω πώλησης σε τρίτους (βλ. 2755/2014 οριστική απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της οποίας δεν προκύπτει η άσκηση τακτικού ή έκτακτου ενδίκου μέσου, επαναπροσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα). Τέτοιο αυτοτελές αγροτεμάχιο αποτελεί και το επίδικο, το οποίο η … ….., ως αληθής κυρία από το έτος 1961, μεταβίβασε, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή το έτος 1977 στον ………., δυνάμει του προαναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου νομίμως μεταγραφέντος, ο οποίος στη συνέχεια, ως αληθής κύριος, μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή του στον ενάγοντα το έτος 1984, δυνάμει του προαναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου νομίμως μεταγραφέντος. Περαιτέρω, κατά το έτος 1963 εγείρεται αμφισβήτηση για το δικαίωμα κυριότητας της ……….. επί του ακινήτου των 95.987 τ.μ και συνακόλουθα, αμφισβήτησης της κυριότητας των φερόμενων ως ειδικών διαδόχων αυτής (κυρίως των αυτοτελών, λόγω της κατάτμησης, αγροτεμαχίων). Ειδικότερα, η τότε Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την από 05-08-1963 αγωγή της κατά της ………., ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθ.εκθ.κατ: …./16-08-1963), με την οποία, αφού εξέθετε ότι τυγχάνει κυρία δύο (2) ακινήτων εμβαδού 456,250 και 6 στρεμμάτων, αντίστοιχα, την κυριότητα των οποίων είχε αποκτήσει, κατά τη σύστασή του ο Δήμος Σαλαμίνας, και στη συνέχεια η Κοινότητα Αμπελακίων, της οποίας αυτή (ενάγουσα) αποτελεί καθολική διάδοχος, όπως αυτά είχαν αποτυπωθεί στο, από έτος 1936, Κτηματολόγιο της, καταρτισθέν με βάση την από 05-02-1936 αμετάκλητη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Κτηματολογίου του Νομού Αττικής, ακολούθως, ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγομένη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού, ενώ στις 05-05-1965, η ίδια ως άνω Κοινότητα άσκησε την από 15-04-1965 αγωγή της (αριθ.εκθ.κατ: …../05-05-1965), με όμοιο περιεχόμενο. Οι αγωγές αυτές, ουδέποτε συζητήθηκαν. Εν τω μεταξύ, αγωγή άσκησε και η τότε Κοινότητα Αμπελακίων, και συγκεκριμένα άσκησε την από 30-12-1964 (αριθ.εκθ.κατ:…./30-12-1964), με την οποία, αφού στήριξε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγομένη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. …./1969 (εξώδικο) συμβιβασμό, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς …. ….., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση, και την υπ’αριθ.πρωτ. 17802/10-06-1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ.πρωτ. ……/04-02-1970 απόφαση. Με βάση τον ανωτέρω συμβιβασμό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30-12-1964 αγωγής της, και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής, από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεως, η δε …………….. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δρχ.
Κατά συνέπεια, από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι από το έτος 1850 τη νομή επί του ακινήτου εμβαδού 95.987 τ.μ, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, κατείχαν όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με καλή πίστη και διανοία κυρίων, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση και προορισμό του πράξεις νομής, όπως συνεχής, συστηματική και αδιάκοπη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων (λαχανικά, κριθάρι, αμπέλια), σύμφωνα και με τα κατατεθέντα από τη μάρτυρα ……… (………/2019 ένορκη βεβαίωση), χωρίς ποτέ να απωλέσουν τη νομή πλην των ετών 1963-1965 που αμφισβητήθηκε αυτή (νομή) κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, από την Κοινότητα Σεληνίων αρχικά και την Κοινότητα Αμπελακίων στη συνέχεια. Έτσι ο ενάγων, με αδιάκοπη σειρά τίτλων απέκτησε ήδη από το έτος 1984 την κυριότητα, νομή και κατοχή του επίδικου αγροτεμαχίου από τον αληθή κύριο, νομέα και κάτοχο, με το νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία μεταγραφών, συμβολαιογραφικό έγγραφο, με συνέπεια να καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος κατά ποσοστό 100% με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο. Ακολούθως, από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι το ένδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (αγροκτήματος), ανήκε στον ……….. (κατά το ½ εξ αδιαιρέτου του λοιπού ½ εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στον …………..), το οποίο ακολούθως περιήλθε στον ……………., και στη συνέχεια στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Όλοι δε οι ανωτέρω προκτήτορες καλλιεργούσαν το ευρύτερο αγρόκτημα, και το αποτελούν αυτού τμήμα επίδικο, με αγροτικά προϊόντα, χωρίς ουδέποτε να απωλέσουν τη νομή αυτού, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Επομένως, ήδη είχε συμπληρωθεί την 11.9.2015 και ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο του ………………. με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, 30 έτη καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο είχε καταχωριστεί ως τμήμα του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ …., και ως δασική έκταση με ΔΔ … και ΔΑ ….., αφού η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν μπορεί να αναιρέσει την αδιαμφισβήτητη, κατά τα προαναφερθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαροχών του ενάγοντος επί αυτού. Ενισχυτικά της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου, ότι η επίδικη έκταση ουδέποτε αποτέλεσε δημόσιο κτήμα, αποτελεί και το γεγονός ότι σύμφωνα με την επαναπροσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν.1 1549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975 – τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, η σχετική δεν ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση, μεταγράφηκε στην μερίδα του εφεσίβλητου ενάγοντος που αφορούσε το επίδικο και φερόταν με την απόφαση, ως ιδιοκτήτης της επίδικης έκτασης (Βλ. ……../28-4-1977 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Σαλαμίνας). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του ελληνικού δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο, που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε, αλλά στον ενάγοντα. Με βάση τις παραπάνω ουσιαστικές και νομικές παραδοχές, η περί ιδίας κυριότητας του εκκαλούντος εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου επί του ενδίκου ακινήτου ένσταση, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, και η εγγραφή του εναγομένου επί του επιδίκου ακινήτου είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του εναγομένου-εφεσίβλητου. Συνεπώς, πρέπει, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Επομένως, αφού και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο έστω και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 535, ΑΠ 298/2010 ΝΟΜΟΣ), και δέχτηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του ανωτέρω επίδικου γεωτεμαχίου δυνάμει του αναφερόμενου παράγωγου τρόπου και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωριστεί ο ενάγων κύριος σε ποσοστό 100% στο ΚΑΕΚ …………, δυνάμει του ως άνω τίτλου κτήσης, απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του Δημοσίου και ως νόμω αβάσιμο (τον πρώτο ισχυρισμό) και αόριστους τους λοιπούς προταθέντες παραδεκτά (δεύτερο, τρίτο, πέμπτο) με τις προτάσεις του ισχυρισμούς, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί ως άνω λόγοι αυτού (εναγομένου), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν/Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά, και
Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 3.9.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 1878/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του δικαστική πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ