Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 466/2022

Αριθμός    466 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΚΑΛΟΥΣΑΣ -ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………, ως ειδικής διαδόχου ως προς την έννομη σχέση που αφορά η παρούσα …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Άννα Ταχριλτζίδου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Ανώνυμης Εταιρείας ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2. ……….. και 3. ……………., οι οποίοι, αμφότεροι (2-3) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο, Κωνσταντίνο Σπανορρήγα.

Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρείας …………….η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ελένη Τσάλλου (με δήλωση κατ’ άθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………..

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ : Την …….. Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης …………….

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:             1. Ανώνυμης Εταιρείας ………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. ………….. και 3. ………….., οι οποίοι, αμφότεροι (2-3), εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο, Κωνσταντίνο Σπανορρήγα.

Οι υπό στοιχ. Α καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητοι-Β καθ΄ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  17.10.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2016) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  4358/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η  ήδη εκκαλούσα με την από 31.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2017, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./2017) έφεσής της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 23η.5.2019, οπότε η συζήτηση της ματαιώθηκε λόγω της διενέργειας  των εκλογών για την ανάδειξη των εκπροσωπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 13.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) κλήση  της υπό στοιχ Α καλούσας-εκκαλούσας η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της  2ας.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 84/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση  επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 4ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22-3-2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς  και την υπ΄αριθμ. 83/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση  επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ήδη εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 20.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2020) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε  αρχικά η  2α.4. 2020, οπότε   ματαιώθηκε δις η συζήτηση αυτής κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 11.2.2021 έως 22-3-2021) σύμφωνα με τις προαναφερόμενες  υπ΄ αριθ. 84/2020 και 83/2021 Πράξεις για τη δικάσιμο της  4ης.3.2021 και για την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης .

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι της υπό στοιχ Α καλούσας-εκκαλούσας και  της υπό στοιχ Β  εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ο πληξούσιος δικηγόρος των υπό στοιχ Α καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων-Β καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ΄ αριθμ ………../24.6.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή ……….., αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 13.6.2019 κλήσης προς  συζήτηση της κρινόμενης έφεσης για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο  της 2.4.2020 επιδόθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα στην 1η εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία  ………………. Η τελευταία όμως δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη σημερινή μετ΄ αναβολή δικάσιμο κατά  την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην και η  συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ 4 εδ α΄ΚΠολΔ).

Νόμιμα με την από 13.6.2019 κλήση της εκκαλούσας Τράπεζας Πειραιώς αε, επαναφέρεται προς συζήτηση η από 31.10.2017 έφεση αυτής κατά των καθ΄ων η κλήση και της υπ΄ αριθ. 4358/2017 απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) μετά από ματαίωση της συζήτησής της λόγω διενέργειας εκλογών.

Η κρινόμενη, από 31.10.2017 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/1.11.2017 – ………/15.11.2017) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας καθ΄η η ανακοπή – εκκαλούσας κατά των νικησάντων ανακοπτόντων – εφεσιβλήτων και της υπ΄αριθ. 4358/28.9.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500,511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την από την από 4.10.2017 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …………. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης σε συνδυασμό με την από 1.11.2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω  διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι για το παραδεκτό της κατατέθηκε τα προσήκον υπ΄αριθ. . . .. ηλεκτρονικό παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Ως τρίτος κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 611/2013 αδημ, ΑΠ 1171/2012 ΧρΙΔ 2013.34). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006 αδημ., ΑΠ 91/2005 ΕλλΔνη 2005.742). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΑΔ 2019.423, ΑΠ 1564/2017, Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατ΄άρθρ. 325 αρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, 1731/2011, ΝΟΜΟΣ).

Στην παρούσα δίκη εισάγεται και η από 31.10.2017 εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας «………….» με το διακριτικό τίτλο «…………..»     που εδρεύει στην Αθήνα, υπέρ της ως άνω εκκαλούσας Τράπεζας. Toσχετικό δικόγραφο επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στους αρχικούς ως άνω διαδίκους, καθώς και στη δικηγορική εταιρία «………….», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με την ιδιότητά της ως νόμιμα διορισμένης στην Ελλάδα αντικλήτου κατ΄άρθρ. 142 ΚΠολΔ της ………….. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……………..» (βλ. υπ΄αριθ. …../26.2.2020, …./26.2.2020, …../26.2.2020, …./25.2.2020 και …./25.2.2020, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….). Περαιτέρω, η Αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “……………….”, μετά την γένεση της εκκρεμοδικίας εκ της από 31.10.2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2017 έφεσης της υπέρ ης η παρούσα ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά κατά της υπ’ αριθμ. 4358/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί την  01.11.2018 και κατόπιν αναβολής στις 23.05.2019 με Γενικό αριθμό κατάθεσης …./2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2017 οπότε ματαιώθηκε και επισπεύθηκε να συζητηθεί στις 02.04.2020 δυνάμει της από 13.06.2019 κλήσης της με ΓΑΚ …./2019 και ΕΑΚ …./2019, κατέστη ειδική διάδοχος της «……….» στην έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η απαίτησή της εκ της με αριθμό …………../10.12.2004 σύμβασης χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων, και ως εκ τούτου τυγχάνει μοναδική δικαιούχος κατ’άρθρα 455 επ. ΑΚ τόσο της επιδικασθείσας αξίωσης της δικαιοπαρόχου, όσο και του ουσιαστικού δικαιώματος για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει του ως άνω εκτελεστού τίτλου κατ’άρθρα 325 § 2 και 919 ΚΠολΔ.

Ειδικότερα, δυνάμει της από 12.09.2019 συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στην Αθήνα ……….., και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………” με έδρα του ……. Ιρλανδίας (οδός …………., αριθμός μητρώου ……..) μεταβιβάστηκε από την πρώτη στην δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 &13 του Ν.3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή έχουν ρυθμιστεί. Η ως άνω συμφωνία καταχωρήθηκε την 16.09.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …., στο Τόμο …. και με αριθμό … σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10&8 του Ν.3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία “………….” κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας Τράπεζας. Η απαίτηση από την κάτωθι αναφερόμενη σύμβαση έχει καταχωρηθεί στον τόμο 10 αριθμό 271 των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό καταχώρησης ……. όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. ………../2019 πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.

Με την από 12.09.2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 &14 και 16 του Ν.3156/2003, ανατέθηκε η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου αρχικά στην ΤΡΑΠΕΖΑ ……… Η ως άνω σύμβαση καταχωρήθηκε στις 16.09.2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/16.09.2019, στον Τόμο …. και αριθμό ……

Η ήδη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «………..» όπως μετονομάστηκε η εταιρεία με την επωνυμία «……………..» με διακριτικό τίτλο «……………» συστάθηκε στις 16.09.2019 δυνάμει των διατάξεων του Ν.4354/2015, εποπτεύεται δε και αδειοδοτήθηκε νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 3533/20.09.2019 ΦΕΚ. Στην ως άνω εταιρεία εισφέρθηκε σε είδος από την ΤΡΑΠΕΖΑ ….. σύμφωνα με το άρθρο 17&1 του Ν.4548/2018 ο κλάδος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η από 12.09.2019 Συμφωνία Διαχείρισης των ανωτέρω τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Συνεπεία της ως άνω εισφοράς τροποποιήθηκε η από 12.09.2019 συμφωνία διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων με την από 18.09.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, νομίμως επίσης δημοσιευθείσα με αριθμ.πρωτ. …./23.9.2019 στα ίδια ως άνω βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σε τόμο … και α/α …. και, σε συνδυασμό με το από 16.09.2019 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Δουβλίνου ……….., ορίστηκε ως νέος Διαχειριστής και πληρεξούσιος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη Διαταγή Πληρωμής, η ήδη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «………….» όπως μετονομάστηκε η εταιρεία με την επωνυμία «……………» με διακριτικό τίτλο «……………».

Συνεπεία των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και διακριτικό τίτλο «………» όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “……….”, ειδική διάδοχος της Τράπεζας Πειραιώς, στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της δίκης, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει και μάλιστα αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας (δικαιοπαρόχου της ως προς την επίδικη έννομη σχέση) προκειμένου να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, καθ’όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, παρά το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στην συνέχιση της δίκης, παραμένει στη δικαιοπάροχό της (βλ. άρθρα 83,225, 325 και 919 ΚΠολΔ).

Επειδή κατ’ άρθρο 225 ΚΠολΔ η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα, η δε μεταβίβαση του επίδικου πράγματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη και ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση.

Επειδή το δικόγραφο της ένδικης προσθέτου παρεμβάσεως φέρει ειδικότερα το χαρακτήρα της εκούσιας αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 83 ΚΠολΔ και με αυτήν ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται κύριος διάδικος και δη αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει.

Επειδή, εν προκειμένω η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» και διακριτικό τίτλο «………..» όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………» (αριθμ. πρωτοκ. ΓΕΜΗ …………/05.11.2019) ενεργούσα επ’ ονόματι και για λογαριασμό σχετικά με τις ανωτέρω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις ως διαχειρίστρια, πληρεξούσια της δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, ειδικής διαδόχου της Τράπεζας ….. στο ουσιαστικό δικαίωμα, που αποτελεί αντικείμενο της δίκης, δικαιούται να συμμετάσχει στην ανοιγείσα δίκη με την άσκηση της αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως υπέρ της αρχικής διαδίκου και να καταστεί αναγκαία με αυτήν ομόδικος με όλες τις συνέπειες του άρθρου 76 ΚΠολΔ.

Οι ανωτέρω, έφεση και αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (246 ΚΠολΔ).

Με την από 17.10.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./18.10.2016) ανακοπή τους, η εταιρία με την επωνυμία «……….» με το διακριτικό τίτλο «……….» ως πιστούχος και οι ……… και ………… ως εγγυητές, (ευθυνόμενοι μέχρι του συνολικού ποσού της πίστωσης πλέον τόκων, προμηθειών και εξόδων και δη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο και ως αυτοφειλέτες, παραιτηθέντες των ενστάσεων της διζήσεως και των σχετικών λοιπών δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 853, 854, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867, 868 και 869 ΑΚ), σώρευσαν α) ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της υπ΄αριθ. ………/2010 διαταγής πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που προέρχεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, από σύμβαση πίστωσης λογαριασμού όψεως, για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται στην ανακοπή, δυνάμει της οποίας επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ΄ης – εκκαλούσα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον  το ποσό των 210.000 €, με το νόμιμο τόκο από 12.5.2009 πλέον εξόδων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των 5.400 € για δικαστικά έξοδα, ζητώντας την ακύρωση αυτής και β) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της από 4.10.2016 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του α΄εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, επί τη βάσει του οποίου επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους, ζητώντας την ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους και την καταδίκη της καθ΄ης – εκκαλούσας στη δικαστική τους δαπάνη.  Οι ανωτέρω ανακοπές σωρεύονται παραδεκτά στο ίδιο δικόγραφο (218 ΚΠολΔ), αφού καθ΄υλην αρμόδιο είναι το ίδιο δικαστήριο, υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση ούτε εκκρεμοδικία, ενώ δεν αποκλείεται η παράλληλη επίκληση των ίδιων λόγων και ως αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης (ΕφΔωδ 200/2017, ΕφΑΘ 7369/2004, Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2012, τ. ΙΙ,σ. 584, σημ. 21). Επίσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα (632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 934 παρ. 1 α ΚΠολΔ, εφόσον δεν προκύπτει η διενέργεια κατάσχεσης). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την ανακοπή και ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, ακύρωσε την υπ΄αριθ. ……./2010 διαταγή πληρωμής και την από 19.10.2010 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το α΄εκτελεστό απόγραφο αυτής και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη των ανακοπτόντων σε βάρος της καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσας. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και απορριφθεί η ανακοπή των εφεσιβλήτων – ανακοπτόντων, καθώς και να καταδικασθούν στη δικαστική τους δαπάνη.

Από τα άρθρα 361, 874 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ, 668 του ΕμπΝ και 47, 64, 65, 66 και 67 του ΝΔ 17-07/13-08-1923 προκύπτει η έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού δηλαδή η σύμβαση δύο προσώπων με την οποία συμφωνούν να μην διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβήνονται είτε με την είσοδο είτε κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού που θα γίνεται κατά ορισμένα διαστήματα. κατά τρόπο ώστε η μοναδική μεταξύ τους απαίτηση να συνίσταται στο κατάλοιπο του λογαριασμού. που τυχόν θα υπάρχει. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64-67 του ν.δ. «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» της 17.7/13.8.1923, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός ή τρεχούμενος) λογαριασμός υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένος οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένονται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού που θα γίνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει. Περαιτέρω, ο αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός κλείνεται περιοδικώς κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αλλά όχι όμως κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι έχει κλείσει οριστικά ο λογαριασμός, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου δικαιούται να απαιτήσει αμέσως αυτό (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ). Η ενοχή δε για το κατάλοιπο που προκύπτει από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννάται ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένως υποσχέθηκε πριν κλείσει ο λογαριασμός την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (Βλ. 1234/2012 με παραπομπές σε ΑΠ 192/2005, ΑΠ 577/2003, ΑΠ 667/2001).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 47, 64, 67 του ΝΔ 17.7/13.8: 1923, 112 ΕισΝΑΚ και 3.61, 436, 438 και 874 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, ήτοι με αλληλόχρεο λογαριασμό, η συμβαλλόμενη ανώνυμη, τραπεζική συνήθως, εταιρία, ονομαζόμενη πιστώτρια, και ο αντισυμβαλλόμενος, ονομαζόμενος πιστούχος, συμφωνούν να παράσχει εκείνη πίστωση ορισμένου χρηματικού ποσού σ’ αυτόν, συνήθως δυνάμενο να αναλάβει το δανειζόμενα χρήματα είτε εφάπαξ είτε διαδοχικά, και να καταχωρίζουν τις εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις μεταξύ τους συναλλαγές, ονομαζόμενες και αποστολές, σε ενιαίο λογαριασμό με τη μορφή χρεωπιστωτικών κονδυλίων, ώστε να οφείλεται μόνο το μέλλον να προκόψει κατάλοιπο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, με συνέπεια το ότι κάθε τέτοια απαίτηση του ενός ή του άλλου μέρους από την καταχώριση της στο λογαριασμό χάνει την αυτοτέλεια της και δεν είναι απαιτητή, χωρίς μάλιστα να καθίσταται απαιτητή μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και τούτο λόγω της συγχωνεύσεως της με τις λοιπές καταχωρισμένες απαιτήσεις, καθώς και το ότι δανειστής θεωρείται εκείνο το συμβαλλόμενο μέρος υπέρ του οποίου προκύπτει το οριστικό πιστωτικό κατάλοιπο.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εν λόγω συμβάσεως είναι η παροχή της πίστωσης και ο ανοικτός λογαριασμός, ο οποίος προϋποθέτει δυνατότητα εκατέρωθεν αποστολών σε οποιαδήποτε στιγμή έως το οριστικό κλείσιμο του, ενώ είναι αδιάφορο το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι αποστολές του ενός μέρους πάντοτε υπολείπονται καθ’ ύψος των αποστολών του άλλου μέρους ή και παύουν να λαμβάνουν χώρα μετά ορισμένη στιγμή. Η δε πιστώτρια μπορεί εκ του νόμου να κλείνει οριστικά το λογαριασμό αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας μετά ταύτα στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού, χωρίς βέβαια, να τίθεται, κατ’ αρχήν, θέμα κατά πόσο εκείνη πρέπει, για να απαιτήσει την αντίστοιχη είσπραξη του καταλοίπου, να καταγγείλει τη σύμβαση (ΑΠ 754/2021 ΝΟΜΟΣ).

Πιστώτρια δε και πιστούχος μπορούν, δυνάμει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, να συμφωνήσουν ότι ενοποιούν τους τυχόν μεταξύ τους υφισταμένους ανοικτούς λογαριασμούς περισσότερων συμβάσεων πιστώσεων τους, με συνέπειά, βέβαια, του λοιπού να επέρχεται προσωρινό κλείσιμο των παλαιών λογαριασμών, τα αντίστοιχα προσωρινά κατάλοιπα να καταχωρίζονται ως κονδύλια στον ενοποιημένο λογαριασμό και να υπόκειται σε οριστικό κλείσιμο μόνο αυτός ό νέος λογαριασμός. Ακόμη δε και στην περίπτωση αυτή κάθε απαίτηση – αποστολή, από την καταχώριση της πριν μεν από την ενοποίηση στους παλαιούς λογαριασμούς, ύστερα δε από την ενοποίηση στον ενοποιημένο λογαριασμό, χάνει την αυτοτέλεια της, κατά τα προεκτιθέμενα, και η ρύθμιση αυτή ως ειδική παραμερίζει την γενική ρύθμιση περί ανανεώσεως των ενοχών, με συνέπεια την επιβίωση των νέων και την απόσβεση των Παλαιών τέτοιων, υπό τις καθοριζόμενες στον ΑΚ προϋποθέσεις (ΑΠ 1790/2008  Nomos).

Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης (ανοικτός λογαριασμός πίστωσης) σε τράπεζα, που κινείται με διαδοχική ανάληψη του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες. Δηλαδή, η εξέλιξη της πίστωσης παρακολουθείται, διαφορετικά εξυπηρετείται ή κινείται με αλληλόχρεο λογαριασμό, μέσω του οποίου η χρήση της πίστωσης μπορεί να γίνεται κατ’ επανάληψη, εφόσον ο πιστούχος φροντίζει, ώστε το υφιστάμενο, ανά πάσα στιγμή, υπόλοιπο του λογαριασμού να μην υπερβαίνει το συμφωνηθέν όριο της πίστωσης (ΕφΠειρ1035/2013 με παραπομπές σε ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45,90, ΑΠ 667/2001 ό π., ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001, 73,ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43,419, 147/2011 Nomos, ΕφΘεσ 794/2007 Αρμ 2008,1198, ΕφΠατρ 906/2005 ΔΕΕ 2006,641, ΕφΘεσ 1853/2003 Αρμ 205,550).

Περαιτέρω, ο αλληλόχρεος λογαριασμός διακρίνεται σε κοινό και σε ανοιχτό αλληλόχρεο, έννοια η οποία χρησιμοποιείται και στο ν.δ. 17.07.1923, περιγράφοντας τους αλληλόχρεους λογαριασμούς που συνοδεύουν τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις και οι οποίοι,’ κατά την απόλυτα κρατούσα άποψη, αποτελούν κατηγορία αλληλόχρεων λογαριασμών, των σχετικών όρων (ανοιχτός και αλληλόχρεος) θεωρουμένων ταυτόσημων (για τα παραπάνω βλέπε μεταξύ άλλων, Στ. Αντωνόπουλου, Η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, Β ’ έκδοση, σελ. 1, επίσης Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ζητήματα τινά της συμβάσεως τρέχοντος λογαριασμού, 1956, σελ. 5 επ., Γ. Βελέντζας, Δίκαιο Αλληλόχρεου Λογαριασμού, 1994, σελ. 20, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος III, 2007, σελ. 639 επ. κ.ά., επίσης ενδεικτικά ΟλΑΠ31/1997, ΑΠ865/1998, ΑΠ 558/1996 κ.ά).

Περαιτέρω διάκριση του αλληλόχρεου λογαριασμού γίνεται με τη χρήση των όρων «αμοιβαίος» και «ανοικτός» αλληλόχρεος. Με τον πρώτο όρο νοείται ο αλληλόχρεος εκείνος λογαριασμός κατά τη λειτουργία του οποίου και εξαιτίας του είδους της κύριας σύμβασης η οποία εξυπηρετείται με αυτόν είναι εκ των προτέρων άγνωστο υπέρ ποιου από τους συμβαλλόμενους – ανταποκριτές θα αποβεί πιστωτικός ενώ ο «ανοικτός» αλληλόχρεος είναι ο λογαριασμός στον οποίο θα είναι γνωστό εκ των προτέρων – είτε επειδή συμφωνήθηκε είτε επειδή προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων ή την κύρια σύμβαση- το πρόσωπο του τελικού δανειστή (βλέπε Στ. Αντωνόπουλου, ό.π., σε).. 21-22 με παραπομπές στη νομολογία, ιδίως υποσημείωση 42).

Αναφορικά με το ζήτημα της ιδιαίτερης φύσης των αποστολών του πελάτη τράπεζας προς αυτήν, αν δηλαδή αυτές συνιστούν απλά εξοφλητικές καταβολές κατά τρόπο ώστε να αποκλείουν την ύπαρξη και λειτουργία αλληλόχρεου λογαριασμού, τονίζονται τα ακόλουθα: με δεδομένα ότι α) η αρχή του λεγάμενου «αδιαίρετου»’ έχει εγκαταλειφθεί και αυτό που υποστηρίζεται ευρέως είναι ότι ανά πάσα στιγμή, ακόμα και πριν το κλείσιμο ,του λογαριασμού, είναι δυνατόν να υπάρχει (γεγεννημένη τουλάχιστον, αν και όχι απαιτητή) αξίωση από το υφιστάμενο κατάλοιπο, ως πραγματικό νομικό ον και όχι απλά ως λογιστικό μέγεθος και β) Κατά την κρατούσα πλέον άποψη, η έννοια της «αποστολής» στον αλληλόχρεο λογαριασμό πρέπει να νοείται ευρύτατα και να περιλαμβάνει κάθε αξία η οποία «περιέχεται στο λογαριασμό» {κατά τη διατύπωση του Στ. Αντωνόπουλου, ό.π., σελ. 47), ακόμα και χρηματική με οποιονδήποτε σκοπό, το συμπέρασμα το οποίο συνάγεται είναι ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός μπορεί να λειτουργεί με εξοφλητικές καταβολές έναντι του σε δεδομένη στιγμή υφιστάμενου καταλοίπου, για τη μείωση του οποίου άλλωστε γίνονται οι σχετικές αποστολές – καταβολές (βλέπε Στ.. Αντωνόπουλου, ό.π., σελ. 51), χωρίς το γεγονός αυτό να λειτουργεί αναιρετικά για τη φύση τού λογαριασμού ως αλληλόχρεου.

Προκύπτει επομένως, ότι το βασικό χαρακτηριστικό του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η δυνατότητα πραγματοποιήσεων παροχών (όπως ο όρος «αποστολή» αποδίδεται ορθότερα) και από τα δύο μέρη (ανεξάρτητα αν η παροχή του ενός συντελεστεί εφάπαξ) οι οποίες θα καταχωρίζονται ως λογιστικές χρεοπιστωτικές εγγραφές με σκοπό κάθε φορά τη διαμόρφωση πιστωτικού υπολοίπου ή την αντίστοιχη μείωση τυχόν υφιστάμενου χρεωστικού (βλέπε Στ. Αντωνόπουλου, ό.π., σελ. 56 με παραπομπές, επίσης ΑΠ 299/2000).

Σε κάθε δε περίπτωση, τα κύρια νομικά κριτήρια για το χαρακτηρισμό ενός λογαριασμού συνοδευτικού και εξυπηρετικού μίας πιστωτικής σύμβασης ως αλληλόχρεου είναι α) ο σκοπός που επιτελείται (ασφάλεια – απλοποίηση συναλλαγών), β) το μέσο με το οποίο αυτός επιτυγχάνεται (ύπαρξη χρεοπιστώσεων αντί για ανεξάρτητες απαιτήσεις και απόσβεση – μη μεμονωμένη διάθεση), γ) η δυνατότητα λογιστικής εγγραφής χρεοπιστωτικών κονδυλίων και δ) η ύπαρξη’ μιας αιτίας δημιουργίας συνεχών διαδοχικών απαιτήσεων (βασική εξυπηρετούμενη σχέση). Αντίθετα, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων δεν είναι πάντοτε θεμελιώδες εννοιολογικό στοιχείο του αλληλόχρεου λογαριασμού, τουλάχιστον όπως ο όρος αμοιβαιότητα χρησιμοποιείται στον «αμοιβαίο» αλληλόχρεο λογαριασμό ενώ κατά την ορθότερη άποψη γίνεται δεκτό ότι αλληλόχρεος λογαριασμός υφίσταται ακόμα και όταν οι ιδιότητες των συμβαλλόμενων (δανειστής – οφειλέτης) θα είναι γνωστές εκ των προτέρων ή ακόμα και όταν οι αποστολές του ενός μέρους θα αποτελούν ουσιαστικά καταβολές σε εξόφληση ή μείωση του υπολειπόμενου χρεωστικού του υπολοίπου – καταλοίπου (γενικά για τα παραπάνω βλέπε μεταξύ άλλων, Στ.Αντωνόπουλου, Η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, Β’ έκδοση, με πλείστες παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).

Τέλος, σημειώνεται ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. από 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρησή τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν πλέον να επιδιωχθούν ή να διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνον το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο τού λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, 1543/2007). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλόμενων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μία (ΑΠ 715/2009) καθόσον βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, συνεπώς η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός . (Οράτε : ΑΠ 248/2014, ΑΠ 857/2006, Εφ Θεσ. 2277/2017). Ούτε η εναλλαγή των ρόλων οφειλέτη και δανειστή κατά την εξέλιξη της σύμβασης ούτε η αβεβαιότητα για το ποιος θα είναι ο δανειστής και ποιος ο οφειλέτης αποτελεί στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά αρκεί να υπάρχει ή δυνατότητα χρεοπιστώσεων και από τα δύο μέρη ή από μόνο το ένα μέρος η δε απαίτηση να προκύπτει μόνο μετά το τελευταίο κλείσιμο του λογαριασμού. Επιπλέον, σύμφωνα με τους συνήθεις όρους των τραπεζικών πιστώσεων που λειτουργούν μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, το ενδεχόμενο να βρεθεί η τράπεζα κατά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού στη θέση του οφειλέτη είναι μεν σπάνιο, όχι όμως και αδύνατον καθόσον θεωρητικά, η τράπεζα μπορεί να καταστεί οφειλέτρια όταν στα πλαίσια της συναλλακτικής σχέσης και της κίνησης του αλληλόχρεου λογαριασμού είτε οι καταβολές του πιστούχου υπερβούν το χρεωστικό εκείνη τη χρονική στιγμή υπόλοιπο (πράγμα σπάνιο μεν πλην όμως καθ’ όλα δυνατό και νόμιμο), είτε στην περίπτωση που το χρέος διασφαλίζεται με αξιόγραφα π.χ με επιταγές πελατών του πιστούχου (οράτε όρο της ένδικης σύμβασης με αριθμούς 13 επ.), τα οποία εγχαρτώνουν ποσά που ξεπερνούν το συμφωνηθέν όριο της πίστωσης (ώστε να καλύπτουν και τους τόκους) και τα αξιόγραφα αυτά πληρωθούν. (Οράτε Διονυσίου Κονδύλη Έννοια λειτουργία και αποτελέσματα του αλληλόχρεου λογαριασμού και ΕφΑΘ 4682/2008 ΔΕΕ 2009 σελ 698).

Ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, ενώ οριστικά κλείνει οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε των μερών, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθρ. 112 § 2 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό και με άρθρ. 47 § 2 ν.δ. 17.7/13.8.1923). Συνεπώς εφόσον ο ίδιος ο  νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία τους, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλόμενους (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1524/1991).

Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η σύμβαση πίστωσης που καταρτίστηκε μεταξύ αυτών και της καθ΄ης η ανακοπή Τράπεζας, είχε το χαρακτήρα σύμβασης πίστωσης σε λογαριασμό όψεως και όχι σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, με αποτέλεσμα, το χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε και βάσει του οποίου εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος βάσει του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά των ανακοπτόντων να προκύπτει μετά από λογιστικές χρεώσεις εισφορών ανατοκισμού και άλλες, σύμφωνα με ειδικότερες και δυσμενέστερες για τον οφειλέτη – καταναλωτή ρυθμίσεις στις οποίες υπάγεται η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και κατά συνέπεια η απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη.

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα των ανακοπτόντων που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και της ανωμοτί κατάθεσης του 3ου των ανακοπτόντων, ως νομίμου εκπροσώπου της 1ης ανακόπτουσας και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……….., έχει καταστεί ειδική διάδοχος της έννομης σχέσης, στην οποία αφορά η παρούσα δίκη, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 66/3/26-3-2012 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπ’ αριθμ. 97/26-3-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 4640/26-3-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, δυνάμει των οποίων μεταβιβάσθηκε η υπ’ αριθμ. υπ’αριθμ. ……/8/16.10.2002 σύμβαση πίστωσης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’αριθμ. ……./8/7.1.2004 πρόσθετη πράξη τροποποίησης προς την ειδική διάδοχο «ΤΡΑΠΕΖΑ …………» από την αρχική δικαιούχο ……….. Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……….. », που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου (………), όπως μετονομάσθηκε η Τράπεζα με την επωνυμία «………….», καθολική διάδοχος της τράπεζας με την επωνυμία «…………», συνεπεία συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως των ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών με την επωνυμία «………..», «……….» και «…………..», αντιστοίχως με απορρόφηση της δεύτερης και της τρίτης εταιρείας από την πρώτη, η οποία κατά τροποποίηση των άρθρων 1, 6 και 7 παρ. 1 του καταστατικού της μετονομάσθηκε σε «…………..» ΦΕΚ 6753/02.07.2007 ΦΕΚ τ.Α.Ε. και ΕΠΕ), κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης δΤ απορροφήσεως της «…………» από την «…………… » (ΦΕΚ τ.Α.Ε. και ΕΠΕ 163 8/2011,1652/2011, 3527/2012).

Δυνάμει της υπ’ αριθ. …………../10-10-12-2004 σύμβασης χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της απώτερης δικαιοπαρόχου Τράπεζας με την επωνυμία «……….», κατόπιν «………….» και της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………….. με τον διακριτικό τίτλο …………. που εδρεύει στο …….. ως πιστούχο και των …….. και . ………. (δεύτερου και τρίτου των ανακοπτόντων) ως εγγυητών, η δικαιοπάροχος τραπεζική εταιρεία χορήγησε στην προαναφερθείσα πιστούχο έντοκη πίστωση αορίστου διάρκειας μέχρι του ισόποσου του ορίου του λογαριασμού, ήτοι μέχρι του ποσού των τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων Ευρώ (450.000,00€). Δυνάμει της με αριθμό ./…./25-01-2007 Πρόσθετης Πράξης Τροποποίησης Σύμβασης Χορήγησης Πίστωσης το όριο της πίστωσης αυξήθηκε σε πεντακόσιες πενήντα (550.000,00) χιλιάδες ευρώ. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης πίστωσης σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, κινήθηκε νόμιμα και κατά την συμφωνία των συμβαλλομένων μερών η πίστωση αυτή, στα πλαίσια της οποίας τηρήθηκε και κινήθηκε ο υπ’ αριθ. ………. λογαριασμός, μέσω του οποίου η πιστούχος εταιρεία έκανε χρήση της πιστώσεως και του οποίου το χρεωστικό υπόλοιπο την 11/05/2009, ημερομηνία οριστικού κλεισίματος αυτού λόγω καταγγελίας της σύμβασης, παρουσίασε χρεωστικό υπόλοιπο εξακοσίων τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα λεπτών (604.195,80€).

Την 4-10-2016 η καθ’ης επέδωσε στους ανακόπτοντες πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλόμενης υπ’αριθμ. ……/14-10-2010 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη δυνάμει της προναφερόμενης, υπ’αριθμ. ……../10-10-12-2004 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’αριθμ. ………/10-10-12-2004 πρόσθετη πράξη τροποποίησης) δυνάμει των οποίων οι ανακόπτοντες επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ής Τράπεζα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των ευρώ διακοσίων δέκα χιλιάδων (€210.000,00) ευρώ νομιμότοκα από 12-05-2009 (ημέρα καταγγελίας της σύμβασης) πλέον εξόδων έως ολοσχερούς εξόφλησης καθώς και το ποσό των 5.400 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

Η ανωτέρω σύμβαση έχει το χαρακτήρα σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό όπως περιγράφεται τόσο στην υπ΄ αριθ ……./10.12.2004 σύμβαση (αρχική) όσο και στην υπ΄ αριθ. ………./0/2007 τροποποιητική σύμβαση αλλά και στην προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι η πίστωση θα εξυπηρετείται με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (όρος 4.01) ο δε πιστούχος δύναται να κάνει χρήση της πίστωσης είτε τμηματική είτε όχι (όρος 3.01). Επίσης, η εξόφληση συμφωνήθηκε με τμηματικές περιοδικές καταβολές και όχι με τοκοχρεολυτικές δόσεις εκ των προτέρων ορισμένων ως προς το ύψος και το χρόνο αποπληρωμής, ενώ οι χρεοπιστώσεις καταγράφονται στα έγγραφα της κίνησης των λογαριασμών και δη στις καρτέλες χρεοπιστώσεων. Συμφωνήθηκε  ότι  ο πιστούχος έχει την υποχρέωση να καταθέτει σε πίστωση του λογαριασμού πίστωσης τα ποσά που κάθε φορά αναλαμβάνει και στις προθεσμίες που τάσσονται κάθε φορά, άλλως κηρύσσεται υπερήμερος (όρος 9.03). Επιδιώχθηκε δε η ικανοποίηση της πιστώτριας για το χρεωστικό κατάλοιπο του κλεισθέντος λογαριασμού και όχι μεμονωμένων επιμέρους κονδυλίων, πράγμα που δεν χωρεί στη σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, όπως προκύπτει από τον όρο 8 της σύμβασης με τίτλο «Αναστολή – Κλείσιμο της πίστωσης και του ή των λογαριασμών». Ειδικότερα, ο πιστούχος υποχρεούται να καταθέσει άμεσα το υπερβάλλον του ορίου  ποσό από τη χρήση του λογαριασμού, σε περίπτωση που το χρεωστικό υπόλοιπο υπερβεί το χρεωστικό υπόλοιπο της πίστωσης (όρος 8.01), σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης η Τράπεζα, κατά το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, υποχρεούται να κοινοποιήσει επιταγή προς πληρωμή με απόσπασμα με το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο (όρος 8.05), ο πιστούχος έχει δικαίωμα να εκφράσει παρατήρηση επί του καταλοίπου του λογαριασμού εντός 5 ημερών, αλλιώς θεωρείται ότι αποδέχεται το κατάλοιπο (όρος 8.07), σε περίπτωση κλεισίματος του λογαριασμού της πίστωσης, το κατάλοιπο από κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, ασφάλειες, κλπ. καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ο πιστούχος καθίσταται υπερήμερος για το ποσό του καταλοίπου  και η απόδειξη του χρεωστικού ποσού έναντι του πιστούχου και των εγγυητών εννοείται μέχρι το οριστικό κλείσιμο τη πίστωσης, αποτελεί δε πλήρη απόδειξη και η λογιστική κατάσταση στην οποία θα καταχωρούνται και οι οφειλές εκ του καταλοίπου (όρος 8.09). Τέλος και η Τράπεζα είναι δυνατόν να καταστεί οφειλέτης, αφού δικαιούται να χρεώνει ή να πιστώνει το λογαριασμό της πίστωσης με οποιοδήποτε ποσό οφείλει ο πιστούχος στην Τράπεζα ή η Τράπεζα στον πιστούχο  αντίστοιχα, (όρος 10.01), η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να συμψηφίζει οποιαδήποτε απαίτησή της κατά του πιστούχου ή του εγγυητή με οποιαδήποτε ανταπαίτηση του πιστούχου ή του εγγυητή κατά της Τράπεζας (όρος 10.02). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η απαίτηση της εκκαλούσας Τράπεζας είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, υπό την έννοια ότι, το αξιούμενο ποσό είναι ορισμένο κατά ποιότητα και ποσότητα, χωρίς να απαιτείται η προσφυγή σε μαθηματικές πράξεις και δεν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία, αλλά είναι βέβαιη, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται ότι ο εκτελεστός τίτλος πρεπει ν΄ ακυρωθεί ως προς ορισμένο ποσό το οποίο ζητείται καθ΄ υπέρβαση.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι η ένδικη σύμβαση δεν είχε το χαρακτήρα αλληλόχρεου λογαριασμού αλλά λογαριασμού όψεως και στη συνέχεια έκρινε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε και βάσει του οποίου εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος με την επ΄αυτού επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση κατά των ανακοπτόντων, περιλαμβάνει δυσμενείς για τους τελευταίους χρεώσεις, προερχόμενες από τις περί αλληλοχρέου λογαριασμού ρυθμίσεις, καθιστώντας την απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τον 1ο  και 3ο λόγο της κρινόμενης έφεσης σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, και πρέπει γενομένων δεκτών της έφεσης και της πρόσθετης υπέρ αυτής παρέμβασης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο (535 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία να απορριφθεί ο κρινόμενος λόγος ανακοπής. Ακολούθως, η ανακοπή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λοιπών λόγων, για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, μετά την ουσιαστική παραδοχή του προαναφερθέντος λόγου, ότι παρέλκει η εξέτασή τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων κα υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Η προστασία δε του ανωτέρω νόμου παρέχεται μόνο στα πρόσωπα εκείνα που δύναται να χαρακτηριστούν ως καταναλωτές με βάση το άρθρο 1 παρ. 4 στου. α του ως άνω νόμου, που ορίζει ότι καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό .αποδέκτη τους, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία, όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, που κατέληξαν στην ορθή κρίση ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του αντισυμβαλλόμενου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος, ενώ αντιθέτως, όταν οι επιχειρούμενες συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους ή είναι βοηθητικές της εμπορικής τους δραστηριότητας, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Για να κριθεί τούτου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου στη συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό της και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ίδιου του προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων πράξεων. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας. Εξάλλου, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2005, προστέθηκε στην ανωτέρω περίπτωση «α» και υποπερίπτωση «ββ» κατά την οποία καταναλωτής είναι και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματική ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Με βάση τα ανωτέρω, την προστασία του Ν. 2251/1994 δεν τυγχάνει εκείνος που αναλαμβάνει απέναντι σε πιστωτικό ίδρυμα την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή τρίτου, συναλλασσομένου με αυτήν φυσικού προσώπου, από σύμβαση τραπεζικής πίστωσης (εγγυητής), που καταρτίστηκε στα πλαίσια της επαγγελματικής δραστηριότητάς του (ΕφΘεσ. 317/2009 ad hoc δημοσίευση Νόμος) (ΑΠ 904/2011, ΕφΑΘ 3984/2011, ΕφΑΘ 1159/2012, ΕφΘεσσαλ 492/2010, ΕφΘεσσαλ 149/2009, ΕφΘεσσαλ 312/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 317/2009, ΕφΑΘ 4682/2008, ΕφΠειρ 91/2002 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6115/2013 αδημοσίευτη, ΕφΑΘ1309/2012 ΝΟΜΟΣ, ΠΠΖακ 2/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1331/2012, ΧρηΔικ τ/2013 – Έτος 7°, ΠΠΑ 4705/2011 αδημ). Άλλωστε στην περίπτωση αυτή ο εγγυητής δεν παρίσταται ως αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς ως καταναλωτής, ώστε να υπάρχει έδαφος εφαρμογής του ως άνω νόμου (ΕφΘεσ. 492/2010, δημοσίευση Νομος, ΕφΘεσ. 4129/2009 δημοσίευση Νομος, ΕφΠειρ. 469/2009 δημοσίευση Νομος, ΕφΑΘ 8217/2006, δημοσίευση Νομος, ΠΠΑΘ 4705/2011, αδημοσίευτη). Προκύπτει λοιπόν από τα ως άνω ότι κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της συμβάσεως και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία. Συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι. τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνο όταν οι επιχειρούμενες από τους ως άνω συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικώς με την άσκηση του επαγγέλματος τους ή είναι βοηθητικές τους της εμπορικής τους δραστηριότητας δεν τίθεται θέμα προστασίας τους από τις διατάξεις του προμηνευόμενου νόμου. Προς απόδειξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική υπόσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ το επάγγελμά του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση) αλλά εάν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αντικειμενική κρίση ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής.

Με το 2ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι 2ος και 3ος εξ αυτών δεν ευθύνονται ως εγγυητές αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την απαίτηση της καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσας κατά της 1ης ανακόπτουσας εταιρίας καθόσον, ως προς τη συμμετοχή τους στη σύμβαση ως εγγυητές υπέρ της 1ης ανακόπτουσας, έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, αφού οι ίδιοι δεν είχαν καμία σχέση ή συναλλαγή με την καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσα Τράπεζα, όντες «αχυράνθρωποι», αλλά μόνον ο πατέρας τους που διοικούσε ουσιαστικά την 1η ανακόπτουσα και κατά παράκληση του τελευταίου αυτοί (ανακόπτοντες) που ήταν κατά το χρόνο εκείνο φοιτητές, υπέγραψαν για να προχωρήσει η συναλλαγή, χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζουν τις πραγματικές συνέπειες από την ανάληψη της σχετικής ευθύνης. Επίσης ότι η καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσα  Τράπεζα, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν με την υπογραφή τους, ιδίως δε για την παραίτησή τους από την ένσταση της δίζησης και των δικαιωμάτων των άρθρων 862 – 864 και 866 – 868 ΑΚ, για την οποία τους υποχρέωσε να υπογράψουν, οι ίδιοι δε υπέγραψαν εκ πλάνης περί τα πράγματα. Ότι, τέλος, η καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσα δεν τους ειδοποίησε για τις εκκρεμότητες της πιστούχου – 1ης ανακόπτουσας η οποία όφειλε να τους ενημερώσει για τους κινδύνους που αναλάμβαναν ώστε να μην υπογράψουν ως εγγυητές και οι ίδιοι δεν είχαν ουδεμία επικοινωνία με την Τράπεζα. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι : Όπως προκύπτει από τα υπ΄αριθ. 11806/25.11.2002, 2562/7.4.2009 και 807/2.2.2012 ΦΕΚ (τ.ΑΕ και ΕΠΕ), οι 2ος και 3ος των ανακοπτόντων είχαν, από την ημερομηνία καθενός από τα ανωτέρω ΦΕΚ, ο 2ος τις ιδιότητες του νομίμου εκπροσώπου – Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου (11806/2002 και 2562/2009 ως άνω ΦΕΚ) και του Αντιπροέδρου ΔΣ (807/2012 ως άνω ΦΕΚ) και ο 3ος τις ιδιότητες του μέλους (11806/2002 ως άνω ΦΕΚ) και Αντιπροέδρου ΔΣ (2562/2009 ως άνω ΦΕΚ), δηλαδή είχαν αναμιχθεί στην εμπορική  λειτουργία και επιχειρηματική δραστηριότητα της 1ης ανακόπτουσας, ήδη πριν την κατάσταση της ένδικης σύμβασης πίστωσης που έλαβε χώρα το έτος 2004 και συνέχισαν μέχρι τουλάχιστον την κοινοποίηση του α΄εκτελεστού απογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμή το έτος 2016. Επίσης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπ΄αριθ. ……….//25.1.2007 πρόσθετης πράξης τροποποίησης σύμβασης  χορήγησης  πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, οι 2ος και 3ος ανακόπτοντες υπέγραψαν την αύξηση του ορίου της αρχικής πίστωσης από 450.000 € σε 550.000 €, συνεχίζοντας την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μέσω της 1ης ανακόπτουσας εταιρίας. Στη συνέχεια, το έτος 2010 άσκησαν μαζί με την 1η ανακόπτουσα εταιρία, τις από 23.11.2010 και υπ΄αριθ. κατάθ. …., …. και …../24.11.2010 ανακοπές σύμφωνα με το άρθρο 632 ΚΠολΔ κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, (από τις οποίες παραιτήθηκαν με την κρινόμενη ανακοπή). Επίσης, από τα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, προκύπτει ότι οι 2ος και 3ος ανακόπτοντες εκπροσωπούσαν την εταιρία και αυτό ήταν γνωστό και στην πιστώτρια τότε Τράπεζα ……….., ο δε 2ος ανακόπτων είχε επαφές με τον αρμόδιο υπάλληλο της καθ΄ης η η ανακοπή Τράπεζας, διαπραγματευόμενος ρυθμίσεις για την καταβολή των οφειλομένων. Το κατατιθέμενο από τον εξετασθέντα ανωμοτί 3ο ανακόπτοντα ότι ο ίδιος και ο 2ος ανακόπτων δεν γνώριζαν καθόλου τις συναλλαγές της 1ης ανακόπτουσας που τις διενεργούσε ο πατέρας τους, διότι διατελούσαν φοιτητές σε πόλεις εκτός Αθηνών, αφ΄ενός μεν δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο, αφ΄ετέρου δε, η φοιτητική ιδιότητα δεν αποκλείει την ανάμιξή τους με την οικογενειακή επιχείρηση – 1η ανακόπτουσα, η οποία ήταν ιδιαιτέρως εμφανής, ως εκ των ιδιοτήτων τους ως νομίμων εκπροσώπων αυτής (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο 2ος και μέλος και Αντιπρόεδρος ο 3ος) και δεσμεύοντες την εταιρία με την υπογραφή έστω και ενός από αυτούς, πράγμα που σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν επιταγές και είχαν αποφασιστική δραστηριότητα στη λειτουργία της εταιρίας (βλ. ΦΕΚ ΤΑΕ – ΕΠΕ , 11806/2002, 2562/2009, Ως εκ τούτου, οι ανακόπτοντες – εγγυητές ανέπτυσσαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μέσω της πιστούχου εταιρίας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή ταυτιζόταν, κατ’ ουσίαν με την επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω της πιστούχου εταιρίας, αφού η πορεία των εταιρικών υποθέσεων και τα αποτελέσματά της είχαν άμεση επίδραση στην οικονομική τους κατάσταση. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι οι ανακόπτοντες στην παροχή της ως άνω εγγύησης προέβησαν στο πλαίσιο της ως άνω επαγγελματικής τους ενασχόλησης, αποβλέποντας αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων από την προσδοκία των κερδών, που θα απέφερε στην πιστούχο εταιρία ο δανεισμός της, που συνήφθη με την προαναφερθείσα σύμβαση και όχι στην κάλυψη δικών τους καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο. Συνεπώς οι ανακόπτοντες δεν εμπίπτουν στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2251/1994 που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως ασθενέστερο μέρος της προκείμενης σύμβασης. Με τον λόγο αυτό ανακοπής, ως συμβαλλόμενοι εγγυητές στη συγκεκριμένη σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού δεν είναι καταναλωτές και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των γενικών όρων συναλλαγών (όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του Ν. 2251/1994) σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτίθενται (ΕφΑθ1159/2012 ΔΕΕ 2012/676 εκεί παραπομπές, ΕφΑΘ 227/2012 ΤΝΠΔΣΑ). Τα παραπάνω, όπως προαναφέρθηκε, λάμβαναν χώρα ήδη από το έτος 2002, δηλαδή και πριν την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό (2004), ανεξάρτητα από την, συνομολογούμενη από αυτούς, υποστήριξη στα παραπάνω από τον πατέρα τους, …………..  Σύμφωνα δε με την κατάθεση του 3ου ανακόπτοντα, η 1η ανακόπτουσα αναλάμβανε μεγάλα έργα, όπως …………. και είχε πελάτες τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρίες όπως την …, την …., την …… κ.α. Επομένως, η ανάμιξη των 2ου και 3ου των ανακοπτόντων δεν ήταν σε καμία περίπτωση τυπική και εξυπηρετούσα τη δραστηριότητα αποκλειστικά του πατέρα τους χωρίς δική τους γνώση, αλλά ουσιαστική και αποφασιστική, ταυτιζόμενη με τα συμφέροντα των ανακοπτόντων, οι οποίοι διέθεταν εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών και είχαν δυνατότητα να διαπραγματευθούν ισότιμα με την καθ΄ης η ανακοπή την ένδικη σύμβαση πίστωσης για τις ανάγκες της επιχειρηματικής και επαγγελματικής τους δραστηριότητας, και όχι στην κάλυψη ιδιωτικών τους αναγκών,  σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη. Εν όψει των ανωτέρω, οι 2ος και 3ος των ανακοπτόντων δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, όπως ισχυρίζονται με το 2ο λόγο της ανακοπής τους, ούτε είχαν άγνοια της συναλλαγής και της ένδικης σύμβασης, την οποία όχι μόνο κατήρτισαν κατά την αρχική της μορφή, αλλά και κατά την πρόσθετη πράξη αυτής με την οποία αυξήθηκε το πιστωτικό όριο, παρά τ΄αντίθετα υποστηριζόμενα εκ μέρους τους. Ως προς την αναγνώριση του χρεωστικού καταλοίπου που έλαβε χώρα στις 3.10.2008, αρκεί η υπογραφή για λογαριασμό της 1ης ανακόπτουσας, καθόσον στον όρο 16.1γ της ένδικης σύμβασης ορίζεται ότι κάθε αναγνώριση χρέους από την πιστούχο, όπως και το δεδικασμένο υπέρ της Τράπεζας κατά του πιστούχου, θα δεσμεύουν και τον Εγγυητή. Επομένως, η επιδίωξη των δικαιωμάτων της καθ΄ης η ανακοπή Τράπεζας, δεν ελέγχεται ως καταχρηστική κατ΄άρθρ 281 ΑΚ, λόγω αντίθεσης στη διάταξη του άρθρου 2 παρ 6 ν 2251/94, γιατί θεωρείται ότι δεν επιφέρει διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή- εγγυητή (ΟλΑΠ 13/1025, ΕφΠατρ 9/2022 ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά το σκέλος του ίδιου λόγου ανακοπής, με το οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ΄ης η ανακοπή-Τράπεζα ευθύνεται γιατί δεν φρόντισε να εισπράξει εγκαίρως την απαίτησή της από την 1η ανακόπτουσα-εταιρία, ήτοι ότι επί πολλά έτη αμέλησε να εισπράξει την απαίτησή της από  την 1η ανακόπτουσα-εταιρία, πρέπει ν΄ απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, καθόσον δεν αναφέρεται ποια ακριβώς ήταν η οικονομική κατάσταση της 1ης ανακόπτουσας κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής και ποια κατά το χρόνο επίδοσης στους 2ο και 3ο ανακόπτοντες, ώστε να κριθεί εάν κατά το χρόνο επίδοσης σε αυτούς, η 1η ανακόπτουσα ήταν αξιόχρεη και γι΄ αυτό ευθύνεται η καθ΄ης η ανακοπή λόγω της αμέλειάς της να ενεργήσει κατά τον κατάλληλο χρόνο και να ικανοποιηθεί μετά από έγκαιρη και ορθή συναλλακτική συμπεριφορά (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 1137/2019, σε 9/2022 ΕφΠατρ).

Εν όψει των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει  άλλος λόγος ανακοπής, πρέπει αυτή, που ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα όπως προεκτέθηκε, στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο από  το  οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (αφού  επίσης σημειωθεί ότι η ισχύς της δεν έπαυσε να ισχύει  λόγω μη επίδοσης αυτής εντός δύο μηνών από  την έκδοσή της (άρθρο 630Α ΚΠολΔ που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης βάσει του άρθρου 8 παρ 6 ν 2819/2000) στις 14.10.2010, μετά από την από 1.10.2010 σχετική αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή (βλ. υπ΄ αριθ …. και …../4.10.2016 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ………….) όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των  υπ΄ αριθ καταθ. …, …. και …../24.1.2010 ανακοπών, αντίστοιχα, των ήδη ανακοπτόντων κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (από  τις οποίες παραιτήθηκαν με την κρινόμενη ανακοπή στο ιστορικό μέρος των οποίων (σελ 2 κεφ Α, παρ Α1 στιχ 1,2) αναφέρεται ότι στις 4.11.2010, τους  κοινοποιήθηκε με επιταγή προς πληρωμή για κεφάλαιο, τόκους, έξοδα κλπ, πράγμα που σημαίνει ότι τους επιδόθηκε εντός της ισχύουσας τότε νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ, μη απαιτούμενης στην περίπτωση αυτή,  κατάθεσης στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά), να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ ης η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς  δικαιοδοσίας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των  ανακοπτόντων λόγω της ήττας τους, όπως ορίζεται  ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου έφεσης στην εκκαλούσα. Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ερημοδικασθείσας 1ης ανακόπτουσας-1ης εφεσίβλητης, όπως ορίζεται  ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από 31.10.2017 (υπ΄αριθμ. κατάθ. ………../1.11.2017-………/15.11.2017) έφεση και β) την από 31.10.2017 (υπ΄ αριθ. καταθ.  …………./21.2.2020) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της 1ης εφεσίβλητης-1ης καθ΄ ης η εκουσία αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών  διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της 1ης εφεσίβλητης-1ης καθ΄ης η εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290€).

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεσης και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αριθ 4358/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασίας Περιουσιακών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 17.10.2016 (υπ΄ αριθ. κατάθ. …………/18.10.2016) ανακοπής.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ΄ ουσίαν.

Διατάσσει την απόδοση του υπ΄ αριθ  …………. ηλεκτρονικού παραβόλου στην εκκαλούσας

Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700€) και τη δικαστική δαπάνη της προσθέτως παρεμβαίνουσας στο ποσό των   τριακοσίων ευρώ (300€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   21 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ