Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 260/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2Ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 260/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Καλούντων-Εφεσισβλήτων-Εναγόντων: 1) …………, 2) ………….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Δρακόπουλο.

Καθ’ης η κλήση-εκκαλούσας-εναγομένης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Όθωνα Δημοσθένους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες, άσκησαν κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας την από 26.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2015 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2525/2018 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 16.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 15.11.2018, οπότε συζητήθηκε, όμως με την με αριθμό 38/2019 του Δικαστηρίου αυτού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ως άνω έφεσης. Εξάλλου, με την από 19.12.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 κλήση οι εφεσίβλητες ζήτησαν και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω έφεσης η 21.5.2020, αλλά δεν διεξήχθη λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 104/2020 της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία (πράξη) έλαβε τον ίδιο αριθμό έκθεσης κατάθεσης με αυτόν της κατάθεσης της ως άνω κλήσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (69/ 24/2020), προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας , ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την με αριθμό 104/2020 πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 19.12.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 κλήση, με την οποία εισάγεται η από 16.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018 έφεση, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 21.5.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.

Η υπό κρίση από 16.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2525/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει ως βάσιμη κατ΄ ουσία η από 26.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2015 αγωγή των νυν εφεσίβλητων κατά της νυν εκκαλούσας, έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ 1, 511, 513 παρ 1 περ β΄, 516 παρ 1,  517 και 518 παρ 2 του ΚΠολΔ)   εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευση της που έλαβε χώρα την 31.5.2018 (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ.) ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διαταξη του άρθρου 492 Α εδ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με κωδικό …………../2018 ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 19.4.2019 απόδειξη πληρωμής). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.

Α. Με το Ν. 2251/1994 που έχει τον τίτλο «προστασία καταναλωτών» θεσπίστηκαν διατάξεις σχετικά με την προστασία του καταναλωτή, και ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου αυτού, «οι γενικοί όροι των συναλλαγών (δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή τού στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους». Κατά δε την παρ. 4 του ιδίου άρθρου «Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή», ενώ κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β, του Ν. 2741/1999, ορίζεται ότι «1. Οι γενικοί όροι των συναλλαγών απαγορεύονται και είναι άκυροι, αντέχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή», (όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια). Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012. 1708, ΕφΑΘ 1611/2017 ΝΟΜΟΣ). Ο περιέχων την διάταξη αυτή Ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές» (ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011. 562, ΑΠ 1001/2010 ΕΕμπΔ 2010. 943, ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010. 714, ΕφΠειρ 11/2011 ΔΕΕ 2011.814, ΕφΘεσ 459/2011 ΕΕμπΔ 2011.535, ΕφΑΘ 2057/2010 ΔΕΕ 2011. 339). Στο άρθρο 3 παρ. 1 και 2 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «1. Ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης», ενώ στο άρθρο 8 της Οδηγίας αυτής ορίζεται ότι «τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Η ανωτέρω διάταξη στην αρχική της διατύπωση (ήτοι πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999), χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου “υπέρμετρη διατάραξη” όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ και συνεπώς οδηγούσε σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή, έναντι εκείνης της Οδηγίας, αλλά και δεν ήταν σύμφωνη με τη διαληφθείσα διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Η ανάγκη σύμφωνης με την Οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου επέβαλλε όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη, εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της ανωτέρω (αρχικής) διατύπωσης του Ν. 2251/1994. Στη συνέχεια, με το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β’ του Ν. 2741/1999 απαλείφθηκε από την ανωτέρω διάταξη (άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994) ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη. Και μετά όμως την τροποποίηση αυτή και την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το ανωτέρω άρθρο, η ανάγκη εναρμονισμένης με τη διαληφθείσσα Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει να δοθεί, μέσω τελολογικής συστολής, η ίδια έννοια στον όρο «διατάραξη» και να θεωρείται ως προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου ΓΟΣ η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2006 ΝΟΜΟΣ). Ο Ν. 2251/1994 τροποποιήθηκε με το Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ 52/10.07.2007) με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2005/29 «για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 149). Με το άρθρο 2 παρ. 2 του εν λόγω Ν. 3587/2007 τροποποιήθηκε το εδ. α’ της διάταξης 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και ορίζεται πλέον ότι «είναι άκυροι οι ΓΟΣ που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται». Προστέθηκε, δηλαδή, με την ανωτέρω διάταξη ο όρος «σημαντική» διατάραξη, που δεν υπήρχε στην υπό τον Ν. 2741/1999 μορφή του άρθρου. Η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 του ΑΚ. Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ) είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Για να κριθεί εάν υπάρχει διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί η συμβατική ισορροπία, η οποία υπάρχει όταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση κατανέμονται και ισορροπούν με τρόπο όμοιο με αυτόν που επιτυγχάνεται με τις ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση (ΟλΑΠ 12/2017 ΝΟΜΟΣ). Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών (ΟλΑΠ 15/2007 ό.π., ΟλΑΠ 6/2006 ό.π). Αντιστοίχως, σύμφωνα και με το ΔΕΕ το συγκεκριμένο πρότυπο εξειδικεύεται στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30.04.2014, …………, υπόθεση C- 26/2013, σκέψη 74). Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του γενικού όρου αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, είναι ο ΓΟΣ ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, και οδηγεί σε διάψευση της συναλλακτικά δικαιολογημένης προσδοκίας του καταναλωτή ως προς τη φύση της παρεχόμενης σ’ αυτόν υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης. Όταν δε, πρόκειται για ΓΟΣ με τον οποίο εντάσσονται στη σύμβαση πρόσθετα στοιχεία, τα οποία δεν περιέχονται στους κανόνες ενδοτικού δικαίου, ελέγχεται αν η πρόσθετη αυτοτελής αυτή ρύθμιση φαλκιδεύει θεμελιώδη δικαιώματα, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης ή συνεπάγεται τέτοιες υποχρεώσεις, ώστε να οδηγεί σε ματαίωση ή στρέβλωση του σκοπού της σύμβασης, οπότε ο συγκεκριμένος ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της, ελέγχεται για καταχρηστικότητα. Η ματαίωση του σκοπού της σύμβασης επέρχεται, όταν ο συγκεκριμένος ΓΟΣ προκαλεί τέτοιες έννομες συνέπειες και τέτοια οικονομικά αποτελέσματα ώστε να αλλοιώνει το άμεσα σκοπούμενο νομικό και οικονομικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, είναι άκυρος ο ΓΟΣ που σε μια σύμβαση δανείου, καταναλωτή και τράπεζας, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή-πελάτη, αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα. Έτσι, κατά τη διαδικασία για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ στα πλαίσια της γενικής ρήτρας του άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, πρέπει να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και, στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Για να κριθεί αν ένας Γ.Ο.Σ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και είναι συνεπώς άκυρος ως καταχρηστικός, πρέπει τα συμφέροντα, των οποίων διαταράσσεται η ισορροπία σε βάρος του καταναλωτή, να είναι ουσιώδη (ΟλΑΠ 6/2006 ό.π.), η δε διατάραξη πρέπει να είναι σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των ενσωματωμένων σε σύμβαση γενικών όρων λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, εκτός όμως από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, συνεκτιμώνται και λαμβάνονται υπόψη, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση του εδ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών (ΑΠ 1332/2012 Αρμ. 2013. 909, ΑΠ 52/2011 Αρμ 2012. 1711, ΑΠ 904/2011 Αρμ. 2012.1708, ΕφΑΘ 1611/2017 ΝΟΜΟΣ). Λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση και ερευνάται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του προμηθευτή για κατάργησή του, ήτοι ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πως μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π.,, ΑΠ 1332/2012 ό.π., ΑΠ 52/2011 ό.π.). Αν η ρύθμιση που προβλέπεται από τον ΓΟΣ είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η επακόλουθη επιβάρυνσή του δεν είναι ουσιώδης ή αν η απόκλιση του γενικού αυτού όρου από νομοθετικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου είναι τέτοια που δεν διαταράσσει την καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου, τότε η διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ που συνεπάγονται σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 2741/1999, ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που προβλέπουν: (α). ..(λα), μετά δε το Ν. 3587/2007 προστέθηκε και άλλη μία περίπτωση υπό (λβ). Με τη διάταξη αυτή απαριθμούνται ενδεικτικώς τριάντα μία (μετά το Ν. 3587/2007 τριάντα δύο) περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί και άρα άκυροι, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προαναφερομένων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π., ΟλΑΠ 25/2007 ό.π.). Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες περιπτώσεις: (β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, (ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση, (ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, (η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, (ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, (ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, (ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα, (κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, (κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, (κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων  ραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, (κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή, (λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, (λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τη ζημία που υπέστη (η περ. λβ’ προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 3587/2007). Στην υπό το στοιχείο (β) περίπτωση ως ευθύνη νοείται κάθε δυνατότητα καταλογισμού έννομων συνεπειών σε βάρος του προμηθευτή, δηλαδή ευθύνη υποκειμενική ή αντικειμενική, ευθύνη προσυμβατική ή ενδοτική ή αδικοπρακτική. Επιπλέον ως απαλλαγή ή περιορισμός δε νοείται μόνον αυτός που επιφέρει άμεση απόσειση της ευθύνης του προμηθευτή, αλλά και κάθε άλλη συμβατική πρόβλεψη που οδηγεί έμμεσα σε μη πλήρη πραγμάτωση των έννομων συνεπειών, που απορρέουν σε βάρος του από τις διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, ενώ στην υπό στοιχείο (ε) περίπτωση ως τροποποίηση της σύμβασης νοείται η τροποποίηση οποιουδήποτε συμβατικού στοιχείου, όπως η παροχή, η αντιπαροχή, ο τρόπος, ο χρόνος εκπλήρωσης και το πρόσωπο του υποχρέου. Η εν λόγω υπό το στοιχείο (ε) περίπτωση δεν επιδιώκει την απαγόρευση του δικαιώματος μονομερούς αναπροσαρμογής, αλλά τη διασφάλιση της καλόπιστης άσκησής του. Για τον λόγο αυτό θέτει, ως προϋπόθεση του κύρους τέτοιου είδους όρων, να υπάρχει στη σύμβαση «σπουδαίος λόγος» που να δικαιολογεί τη μονομερή τροποποίηση της παροχής του προμηθευτή και να εξειδικεύεται επαρκώς, έτσι ώστε όλα τα πιθανά αίτια μιας ενδεχόμενης τροποποίησης να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π.). Κατά την έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ και την καταχρηστικότητα αυτού, εξετάζεται σε πρώτη φάση, αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα, που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, υπό την έννοια που προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 15/2007 ό.π]., ΟλΑΠ 6/2006 ό.π), δηλαδή η καταχρηστικότητα κρίνεται με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α’ και β’ της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. Η σωρευτική εξάλλου εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές κατ’ κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π.). Σημειώνεται ότι καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π., ΟλΑΠ 13/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 15/2007 ό.π.). Εξάλλου, μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ανωτέρω ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά την λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π.). Η αρχή της διαφάνειας των ΓΟΣ διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδ.α’ της Οδηγίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο  κανταλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη στης σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα, οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’ εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Στο εσωτερικό δίκαιο η αρχή της διαφάνειας περιέχεται στο άρθρο 2 παρ. 2 α’ και 7 ε’, ια’ του Ν. 2251/1994. Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του ΔΕΕ έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30.04.2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Η αρχή της διαφάνειας ανάγεται σε ενδείκτη που καθοδηγεί στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α’ του Ν .2251/1994, και συγκεκριμένα συνιστά κριτήριο εξειδίκευσης της «σημαντικής διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας, καθόσον οι αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω των άρθρων 2 παρ. 1-3 και 5 του Ν. 2251/1994, αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ε’, ζ’, η’, Γ, ια’ του ιδίου νόμου. Η αρχή της διαφάνειας συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων που πρέπει να διακρίνει τους ΓΟΣ. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη πτυχή αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή η προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (ΔΕΕ της 30.04.2014, ……… κατά ………., υπόθεση C-26/13, σκέψεις 71-75). Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του καταναλωτή. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγάμενες απροδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνο που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας, μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μια διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ενώ αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια εξειδικεύεται σε πολλές περιπτώσεις της παραγράφου 7, όπως για παράδειγμα στο εδ. ε’ («…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο»), εδ. ζ («…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση»), εδ. η’ («…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του»), εδ. ι΄ («…επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο»), εδ. ια’ («…χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό τον με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (ad hoc ΑΠ 430/2015 ό.π.). Ένας ΓΟΣ, ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π., ΟλΑΠ 5/2007 ό.π., ΟλΑΠ 6/2006 ό.π.). Η ακυρότητα ενός ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 του ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι του άρθρου 181 του ΑΚ. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 του ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 του ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα  διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβαλλομένων, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΝΟΜΟΣ).

Β. Το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 05/04/1993, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του πολίτη, ως καταναλωτή, κατά την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών, εξέδωσε την Οδηγία 93/13/ΕΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 της Οδηγίας αυτής (προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας) ορίζεται ότι «Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή». Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως. Συναφώς, στο Προοίμιο της Οδηγίας, στην 13η αιτιολογική σκέψη, αναφέρεται ότι «Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες. Κατά συνέπεια, δε χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα γι’ αυτό το λόγο. Η έκφραση «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 2, καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Η ως άνω 13η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας παρέχει χρήσιμη για την ερμηνεία της Οδηγίας βοήθεια. Στη σκέψη αυτή αναφέρεται ότι «οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες και ιδίως στο δεύτερο εδάφιο, δεύτερη ημιπερίοδος, διευκρινίζεται ότι ως νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου πρέπει να θεωρηθούν και οι κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως. Η τελευταία αυτή διευκρίνιση, συνδεόμενη με τον όρο της αναγκαίας δεσμεύσεως, δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά υπό την έννοια ότι οι διατάξεις των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 1, παρ. 2, μπορούν να είναι και διατάξεις ενδοτικού δικαίου». Η διευκρίνιση αυτή, η οποία απαντάται στην αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας, αλλά περιλαμβάνεται και στο κείμενο της Οδηγίας (στο εδαφ. β της παρ. 2 του άρθρου 1), έχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον οι αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας, αποδίδουν τη βούληση και τα κίνητρα των νομοθετικών οργάνων και, κατά συνέπεια, παρέχουν σε σημαντικό βαθμό διευκρινίσεις τόσο για τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοση της οδηγίας όσο και για τους σκοπούς που επιδιώκονται με αυτή. Αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 295 ΣΛΕΕ/άρθρο 253 ΕΚ αναπόσπαστο τμήμα του νομοθετικού εγγράφου και για τη σύμφωνη ερμηνεία του κειμένου της Οδηγίας είναι, κατά τη διάταξη αυτή, απαραίτητη η αναφορά στις αιτιολογικές σκέψεις. Κατά συνέπεια, εάν στην αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται πως πρέπει να ερμηνευθεί συγκεκριμένος όρος που χρησιμοποιείται στην Οδηγία, αυτό αποτελεί ένδειξη περί του ότι η ερμηνεία αυτή πρέπει να θεωρηθεί δεσμευτική και για το ίδιο το κείμενο της οδηγίας (Πρόταση Γενικής Εισαγγελέως Trestnjak, στην υπόθεση C-92/11). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεως της ανωτέρω διάταξης, κατά τη θέσπιση αυτής έγινε η εξής βασική θεώρηση: «κατά την έννοια της οδηγίας, θα πρέπει ο όρος «αναγκαστικός» να μη στηρίζεται στην παραδοσιακή διάκριση στο αστικό δίκαιο μεταξύ διατάξεων «αναγκαστικού» και «ενδοτικού» δικαίου, αλλά μάλλον να υποδηλώνει ότι στην έννοια των «νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου» εμπίπτουν οι κανόνες οι οποίοι ισχύουν, σύμφωνα με τον νόμο, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, εφόσον δεν έχει συνομολογηθεί κάτι διαφορετικό» (COM 2000, 248 τελικό, υποσημ.23, κεφάλαιο III, σημείο 1, στοιχείο β’, με ρητή αναφορά στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη). Θεωρήθηκε επίσης ότι η εν λόγω διάταξη, που εισάγει παρέκκλιση, θα πρέπει να ισχύει για τις τυποποιημένες συμβάσεις, το περιεχόμενο των οποίων ρύθμισε ο εθνικός νομοθέτης με εθνικούς κανόνες, αφού προέβη σε ενδελεχή στάθμιση των εννόμων συμφερόντων όλων των συμβαλλομένων μερών και ότι ως εκ τούτου οι ρήτρες οι οποίες είχαν τύχει της εγκρίσεως του εθνικού νομοθέτη ενός κράτους μέλους είναι αρκούντως ισορροπημένες, και δε στηρίζονται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του επαγγελματία. Στα πλαίσια αυτά, θεωρήθηκε σαφές ότι δεν θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του αναγκαστικού δικαίου και του δικαίου από το οποίο είναι δυνατή η απόκλιση και ότι «νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου», υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της Οδηγίας 93/13, μπορεί να είναι και διάταξη ενδοτικής φύσεως και ότι οι όροι των συναλλαγών πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο μόνο στο μέτρο που αποκλίνουν από το ισχύον δίκαιο» (βλ. σκ. 37 της ανωτέρω Γενικής Εισαγγελέως, την οποία υιοθέτησε και η εκδοθείσα απόφαση του ΔΕΕ της 21.03.2013, ……., υπόθεση C-92/11). Αιτιολογία του αποκλεισμού της εφαρμογής της Οδηγίας σε συμβατικές ρήτρες που απηχούν εθνικές διατάξεις είναι, κατά τον κοινοτικό νομοθέτη, το γεγονός ότι «οι εθνικές διατάξεις θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες» (βλ. 13η αιτιολογική σκέψη), καθόσον ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε ορισμένες συμβάσεις και η ισορροπία που πέτυχε ο εθνικός νομοθέτης με τις επιμέρους συναφείς διατάξεις τεκμαίρεται ως εύλογη (ΔΕΕ απόφαση της 21.03.2013, …… 92/11, σκέψη 28), ήτοι στις συμβάσεις των οποίων το περιεχόμενο ρύθμισε ο εθνικός νομοθέτης με εθνικούς κανόνες, ο τελευταίος προέβη σε ενδελεχή στάθμιση των εννόμων συμφερόντων όλων των συμβαλλομένων και επομένως οι ρήτρες, οι οποίες έχουν τύχει της εγκρίσεως του εθνικού νομοθέτη ενός κράτους μέλους, είναι αρκούντως ισορροπημένες και δε στηρίζονται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του επαγγελματία. Σύμφωνα με τις ανωτέρω προβλέψεις του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και της 13ης σκέψης της εν λόγω Οδηγίας, αποκλείεται η εφαρμογή της Οδηγίας αυτής σε ρήτρες της σύμβασης που απηχούν εθνικές διατάξεις, αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου, ήτοι στις λεγάμενες «δηλωτικές ρήτρες». Εξάλλου, ο έλεγχος της καταχρηστικότητας, κατά την Οδηγία, θέτει περιορισμούς στη μονομερή εκμετάλλευση της συμβατικής ελευθερίας, αποσκοπεί, λοιπόν, να υπαγάγει σε έλεγχο μόνο συμβατικές συμφωνίες, αλλά όχι κανόνες δικαίου. Έτσι, καθώς πρέπει να αποφευχθεί ένας άμεσος έλεγχος καταχρηστικότητας των κανόνων δικαίου των κρατών μελών της Ενωσης και να διαφυλαχθεί η νομοθετική τους λειτουργία, η παρ. 2 της Οδηγίας καταλαμβάνει όλες τις συμβατικές συμφωνίες, που συμφωνούν κατά περιεχόμενο με τους κανόνες δικαίου των κρατών-μελών. Δηλαδή ως προς τις ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου η Οδηγία εκκινεί από τη θέση ότι αυτές αποτελούν ήδη ανάλογες και δίκαιες λύσεις στις συγκρούσεις των συμφερόντων των κοινωνών του δικαίου και δεν περιέχουν καταχρηστικές, κατά την έννοια της Οδηγίας, προβλέψεις. Με αυτόν τον τρόπο (άρθρο 1 παρ. 2) ο ενωσιακός νομοθέτης θέλει να αποτρέψει έναν έμμεσο έλεγχο των εθνικών ρυθμίσεων από τα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές και το ως άνω άρθρο 1 παρ. 2 ανάγεται έτσι, σε έκφραση της δέσμευσης του δικαστή από το νόμο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι καταχρηστικός και εξ’ ορισμού δεν μπορεί να είναι και αδιαφανής. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, την 13η σκέψη αυτής, το νόημα και το σκοπό αυτών, στους κανόνες εθνικού δικαίου συγκαταλέγεται τόσο το αναγκαστικό όσο και το ενδοτικό δίκαιο, καθώς και οι διατάξεις ενδοτικού δικαίου στο πλαίσιο μίας συναφθείσας σύμβασης είναι εξίσου δεσμευτικές, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη των μερών. Δηλαδή αναγκαστικές είναι όλες οι διατάξεις που ισχύουν δεσμευτικά, όταν ελλείπει μια αποκλίνουσα συμβατική πρόβλεψη. Εξάλλου, ως προς τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου, ο έλεγχος δεν θα είχε νόημα, διότι σε περίπτωση μη ισχύος της ρήτρας λόγω ακυρότητας, θα έπρεπε να ισχύει εκ νέου η πρόβλεψη του νόμου. Το ανωτέρω, όμως, άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας, περιέχει ρήτρα αποκλεισμού εφαρμογής της Οδηγίας αυτής, μόνον αν η ως άνω νομοθετική ή κανονιστική διάταξη προβλέφθηκε ειδικά από τον νομοθέτη για τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή. Εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι δεν αρκεί για την εφαρμογή του παραπάνω άρθρου (εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας) όταν μία συμβατική ρήτρα παραπέμπει μεμονωμένα σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία, όμως, καταρτίσθηκε για έναν εντελώς διαφορετικό τύπο συμβάσεως. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συνολική θεώρηση, στην οποία προέβη ο νομοθέτης για συγκεκριμένο τύπο συμβάσεως, ισχύει και για άλλες συμβάσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από τη διάταξη αυτή. Η εφαρμογή δηλαδή της Οδηγίας δεν αποκλείεται για ρήτρες συμβάσεων οι οποίες επαναλαμβάνουν κανόνα του εθνικού δικαίου, ο οποίος όμως εφαρμόζεται σε άλλη κατηγορία συμβάσεων, στη νομοθεσία των οποίων δεν εμπίπτουν οι συμβάσεις που περιλαμβάνουν/επαναλαμβάνουν τους σχετικούς εθνικούς κανόνες. Όταν δηλαδή η συμβατική ρήτρα κηρύσσεται εφαρμοστέα σε άλλο συμβατικό τύπο από τον προβλεπόμενο στο νόμο, τότε δεν υφίσταται ταυτότητα νομικού καθεστώτος και δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να θεωρήσει ότι ένας τομέας που δεν καταλαμβάνεται από το πεδίο εφαρμογής του οικείου νόμου είναι πρόσφορος για την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα. Στην περίπτωση αυτή η παραπομπή στον εθνικό κανόνα στηρίζεται στην αυτόνομη απόφαση των μερών και όχι σε νομική ή κανονιστική διάταξη δικαίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής, καθώς και κατά το άρθρο 2 παρ 6 εδ. α’του Ν. 2251/1994 ερμηνευόμενο με τη μέθοδο της τελολογικής συστολής του κανονιστικού του περιεχομένου, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Όμως το ίδιο το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του άρθρου 5 εδ. α’ αυτής, επιβάλλει οι σχετικοί όροι που ανάγονται στα ουσιώδη μέρη της συμβάσεως (essentialia negotii) να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή με την χρήση αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση προκαλώντας κίνδυνο ο τελευταίος είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής (ΑΠ 561/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010. 943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005. 802). Όσον αφορά δηλαδή τη σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Έτσι, οι συμβατικοί όροι που αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης ελέγχονται για καταχρηστικότητα, για το αν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ό.π., ΔΕΕ της 30.05.2014, …….. κατά ……….., υπόθεση C-26/13, σκέψεις 71- 75). Τούτο εξηγείται διότι μέσω των ρητρών αυτών διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό περιεχόμενο της σύμβασης, σε σχέση με το οποίο είναι και παραμένει επικεντρωμένο το ενδιαφέρον αυτοπροστασίας του καταναλωτή και εκδηλώνεται επιμέλεια εκ μέρους του για την συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών. Ενόψει των ανωτέρω, και όπως προκύπτει από τη γραμματική, ιστορική, τελολογική και νομολογιακή (από το ΔΕΕ), προσέγγιση της παραπάνω διάταξης, η έκφραση-όρος «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που απαντάται στο άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας, καλύπτει διατάξεις τόσο αναγκαστικού, όσο και ενδοτικού δικαίου, και οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν (πολλώ δε μάλλον ταυτίζονται) με τέτοιες διατάξεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω Οδηγίας, και συνεπώς από τον έλεγχο καταχρηστικότητας. Δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της Οδηγίας και δεν αποκλείεται η δυνατότητα ελέγχου συμβατικών όρων, ως καταχρηστικών, στην περίπτωση κατά την οποία συνομολογήθηκε σε μία σύμβαση, βάσει συμβατικής ρήτρας, η εφαρμογή ενός κανόνα, ο οποίος δεν τυγχάνει εκ του νόμου εφαρμογής στον τύπο της σύμβασης που τα μέρη συνήψαν, αλλά αφορά άλλον τύπο σύμβασης (βλ.απόφαση ΔΕΕ της 21.03.2013, C-92/11, σύμφωνα με την οποία: «το άρθρο 1, παράγραφος 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις ρήτρες γενικών όρων συναλλαγών που διαλαμβάνονται σε συμβάσεις, συναπτόμενες μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, οι οποίες επαναλαμβάνουν κανόνα του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται σε άλλη κατηγορία συμβάσεων και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οικείας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως). Συνακόλουθα, η εφαρμογή της Οδηγίας 93/91/ΕΚ αποκλείεται σε ρήτρες της σύμβασης που απηχούν εθνικές διατάξεις (είτε αναγκαστικού είτε ενδοτικού δικαίου), ήτοι στις λεγάμενες «δηλωτικές ρήτρες», καθώς εκκινεί από την παραδοχή ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου αποτελούν ήδη ανάλογες και δίκαιες λύσεις στις συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των συναλλασσομένων. Υπό το πρίσμα αυτό οι κανόνες του εθνικού δικαίου δεν μπορούν, κατά την έννοια της Οδηγίας, να περιέχουν καταχρηστικές προβλέψεις, αφού εκφράζουν την κατά τον εθνικό νομοθέτη συμβατική ισορροπία, ο δε έλεγχος γενικών όρων συναλλαγών από τη σκοπιά της καταχρηστικότητας θέτει περιορισμούς στη μονομερή εκμετάλλευση της συμβατικής ελευθερίας, χωρίς βεβαίως να αποβλέπει στον έλεγχο των κανόνων δικαίου. Συνεπώς, αποκλείεται ο έλεγχος για καταχρηστικότητα των λεγάμενων «δηλωτικών όρων» της σύμβασης, όταν για το εκάστοτε κρινόμενο ζήτημα η συγκεκριμένη σύμβαση ανταποκρίνεται πλήρως στο ρυθμισμένο από το νόμο πρότυπο, με άλλα λόγια, όταν αυτό που ορίζεται στη ρήτρα θα ίσχυε ήδη κατά νόμο ακόμη και ελλείψει της σχετικής συμβατικής πρόβλεψης της. Συναφώς παρέπεται ότι οι «δηλωτικοί όροι» αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, δεν υπόκεινται, ως εκ τούτου, ούτε σε έλεγχο διαφάνειας που καθιερώνει η Οδηγία και ο Ν. 2251/1994 (και αφορά το σαφές και κατανοητό της διατυπώσεως, το ορισμένο και οριστό του περιεχομένου και την προβλεψιμότητα των συνεπειών του όρου) και τούτο διότι, αφού βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του ανωτέρω νόμου και της Οδηγίας δεν εφαρμόζεται στους όρους αυτούς, καμία από τις διατάξεις ή τις αρχές που καθιερώνονται από την Οδηγία και τον ανωτέρω νόμο, για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας και επομένως ούτε και η υπ’ αυτών καθιερούμενη αρχή της διαφάνειας. Άλλωστε, ένας συμβατικός όρος που ορίζει ό,τι και ο νόμος, εξ ορισμού δεν μπορεί να θεωρείται αδιαφανής, μη κατανοητός, αόριστος, απρόβλεπτος, απροσδόκητος ή παραπλανητικός. Η προαναφερόμενη εξαίρεση από τον έλεγχο του κύρους των παραπάνω ΓΟΣ, απηχεί την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η οποία, όπως προεκτέθηκε, είναι δεσμευτική για τα Κράτη μέλη, υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου (ΑΠ 189/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 904/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1159/2012 ΝΟΜΟΣ) και δεσμεύει τον εθνικό δικαστή για κάθε υπόθεση στην οποία ανακύπτει το ίδιο νομικό ζήτημα, καθόσον μόνο έτσι διαφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή των εννοιών του κοινοτικού δικαίου. Η δε άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σ’ αυτό υπόθεση με βάση την ερμηνεία που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από το Δικαστήριο της Ένωσης, συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 των άρθρων 559 ή 560 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/2013 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ «η διάταξη 1 παρ. 2 της Οδηγίας προβλέπει ότι οι ρήτρες της σύμβασης που επαναλαμβάνουν εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, χωρίς να έχει επέλθει μέσω συμβατικής ρήτρας μεταβολή του πεδίου εφαρμογής ή του περιεχομένου, τους δεν υπάγονται στις διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας, ήτοι εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της, διότι τεκμαίρεται ότι πληρούν την κατοχυρωμενή από τον εθνικό νομοθέτη συμβατική ισορροπία» (ΔΕΕ απόφαση της 21.03.2013, υπόθεση C-92/11, «………», σκ. 25-28, απόφαση της 10.09.2014, υπόθεση C-34/13, “……..”, σκ. 76-80, απόφαση της 30.04.2014, υπόθεση C-26/13 «…….. κατά ………» σκ. 41, 80-85, απόφαση της 20.09.2017, υπόθεση C-186/16, “…. κατά ……….”, σκ. 27-29, ΔΕΕ, υπόθεση C-359/11-C- 400/11, “…….. κατά ………..”). Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν οι συναφείς σκέψεις από τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, από την οποία σαφώς προκύπτει ότι ο όρος «διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που αναφέρεται στο άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας, δεν στηρίζεται στην παραδοσιακή διάκριση στο αστικό δίκαιο μεταξύ διατάξεων αναγκαστικού και ενδοτικού δικαίου, αλλά υποδηλώνει ότι στην έννοια αυτή εμπίπτουν οι κανόνες οι οποίοι ισχύουν σύμφωνα με το νόμο, εφόσον δεν έχει συνομολογηθεί διαφορετικά και ότι στην έννοια του παραπάνω όρου εμπίπτουν διατάξεις τόσο αναγκαστικού όσο και ενδοτικού δικαίου: ΔΕΕ απόφαση της 21.03.2013, ………, υπόθεση C-92/11, σκέψεις 26 και 28: «η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 αφορά τις ρήτρες που απηχούν διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων μερών ή διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας… Η εξαίρεση αυτή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων της οδηγίας 93/13 δικαιολογείται επειδή, στις περιπτώσεις αυτές, εύλογα μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε ορισμένες συμβάσεις» και όμοια πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως Trstenjak, σκ. 47, ΔΕΕ απόφαση της 10.09.2014, ….., υπόθεση C-34/13, σκέψη 79: «επισημαίνεται σαφώς ότι προκειμένου διαπιστωθεί αν συμβατική ρήτρα εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν η ρήτρα αυτή απηχεί τις διατάξεις εκείνες του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων μερών ή εκείνες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται εξ ορισμού, δηλαδή ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας», ΔΕΕ απόφαση της 30.04.2014, …. κατά ………., υπόθεση C-25/13, σκέψη 81: «εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, όπως προκύπτει από την 13η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες», σκέψη 82: «εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου κατά πάγια νομολογία τείνει να αντικαταστήσει στην τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, με μία ουσιαστική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα», ΔΕΕ απόφαση της 30.09.2017, … κατά ………., υπόθεση C-186/16, σκέψη 28: «το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η εξαίρεση προϋποθέτει τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων. Αφενός η συμβατική ρήτρα πρέπει να απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη και, αφετέρου η διάταξη αυτή πρέπει να είναι αναγκαστικού δικαίου. Συνεπώς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν συμβατική ρήτρα εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η ρήτρα αυτή απηχεί τις διατάξεις εκείνες του εθνικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων μερών ή εκείνες τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται καταρχήν, δηλαδή ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας τους». Όλες οι ανωτέρω αποφάσεις δεν εξαιρούν από την εξαίρεση του άρθρου 1 της Οδηγίας, τους ΓΟΣ που επαναλαμβάνουν διατάξεις ενδοτικού δικαίου, αλλά εξαιρούν τους ΓΟΣ που επαναλαμβάνουν διατάξεις νόμου για περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων δικαίου που οι ΓΟΣ επαναλαμβάνουν (ΔΕΕ απόφαση της 10.09.2014, ………., υπόθεση C-34/13, σκέψη 39: « το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις ρήτρες που διαλαμβάνονται σε συμβάσεις, συναπτόμενες μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, οι οποίες επαναλαμβάνουν κανόνα του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται σε άλλη κατηγορία συμβάσεων και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οικείας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως» και ΔΕΕ απόφαση της 30.09.2017, …. κατά ………, υπόθεση C-186/16, που ρητά παραπέμπει στην προηγούμενη νομολογία του και επαναλαμβάνει στις σκέψεις 28, 29 ότι «μια συμβατική ρήτρα εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αν απηχεί διατάξεις εθνικού δικαίου που εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων ή διατάξεις ενδοτικού που εφαρμόζονται ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας», περιπτώσεις τις οποίες υπάγει (και τις δύο) στην έννοια του όρου «διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας). Επομένως, εξαιρούνται από την εφαρμογή της Οδηγίας και δεν υπάγονται στις διατάξεις της και επομένως σε έλεγχο καταχρηστικότητας, οι όροι που απηχούν διατάξεις του εθνικού δικαίου είτε αυτές είναι αναγκαστικού, είτε είναι ενδοτικού δικαίου, το δε εθνικό Δικαστήριο καλείται να ελέγξει αν ο υπό εξέταση συμβατικός όρος αποδίδει την ουσία και το περιεχόμενο της εθνικής διάταξης, αν δηλαδή απηχεί διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας (ΔΕΕ της 30.09.2017, C-186/16, σκέψη .28). Σε έλεγχο βέβαια υπόκεινται, όπως προεκτέθηκε, οι συμβατικές ρήτρες στο μέτρο που αποκλίνουν από τη ρύθμιση των κανόνων του εθνικού δικαίου, ήτοι επαναλαμβάνουν ρύθμιση του εθνικού δικαίου την οποία ο νομοθέτης την προορίζει για άλλο συμβατικό τύπο ή επαναλαμβάνουν εθνική διάταξη για το ίδιο ζήτημα που αυτή ρύθμιζε, όμως, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων αποκλίνει ουσιωδώς από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, οπότε στην περίπτωση αυτή ο όρος δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και από τον έλεγχο καταχρηστικότητας. Αυτή είναι η έννοια της υποδεικνυόμενης από το ΔΕΕ στενής ερμηνείας της Οδηγίας (ΔΕΕ απόφαση της 21.03.2013, ………, υπόθεση C- 92/11), ότι δηλαδή πρέπει να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις που έχουν νομοθετηθεί για συγκεκριμένο τύπο συμβάσεως σε άλλο τύπο συμβάσεως, όπου τα δεδομένα και η ισορροπία μεταξύ μερών την οποία προσδιόρισε με την εθνική διάταξη ο εθνικός νομοθέτης είναι διαφορετικά και όχι ότι δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της Οδηγίας οι εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου (ΔΕΕ της 21.03.2013, υπόθεση C- 92/11, σκέψεις 29-30, ΔΕΕ της 10.09.2014, υπόθεση C-34/13, σκέψη .77). Από τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, ευχερώς εξάγεται ότι πριν από το δικαστικό έλεγχο ενός ΓΟΣ είναι απαραίτητο να διακριβωθεί εάν ο όρος αυτός εμπίπτει στα «essentialia negotiie» (ουσιώδη στοιχεία – κύριο αντικείμενο της σύμβασης), ή στα «accidentalia negotii» (δευτερεύοντα – τυχαία στοιχεία της σύμβασης) ή στα naturalia negotii της σύμβασης. «Essentialia negotii» είναι τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται από το νόμο και αρκούν για την κατάταξη της δικαιοπραξίας σε ορισμένο τύπο κατά διαφοροποίηση από άλλους τύπους (λ.χ οι όροι που καθορίζουν την παροχή και αντιπαροχή), «Accidentalia negotii» είναι τα στοιχεία εκείνα που δεν αποτελούν συνηθισμένο περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, προστίθενται δε σ’αυτήν από τους δικαιοπρακτούντες και είτε ρυθμίζουν ορισμένα. θέματα διαφορετικά απ’ ό,τι οι ενδοτικοί κανόνες δικαίου, είτε αποτελούν αίρεση ή προθεσμία ή ποινική ρήτρα, ενώ «naturalia negotii», είναι τα στοιχεία που ρυθμίζονται από τον νόμο, ο οποίος συμπληρώνει τη δικαιοπρακτική ρύθμιση συνήθως με διατάξεις ενδοτικού δίκαιου (Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδ. 2002, σελ.331-332, παρ. 1-17). Ο όρος της σύμβασης που εμπίπτει στα «naturalia negotii» συνιστά «δηλωτικό όρο», ο οποίος απλώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διατάξεων του ενδοτικού δικαίου. Η ένταξη του κρινόμενου κάθε φορά όρου σε μια από τις τρεις ανωτέρω κατηγορίες αυτονόητα προηγείται του δικαστικού ελέγχου, διότι η ένταξη αυτή έχει αντανακλαστικές επιπτώσεις όχι μόνο ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου, αλλά και στο επιτρεπτό αυτού. Έτσι αν πρόκειται για όρο που εμπίπτει «naturalia negotii» (δηλωτικός όρος) τίθεται εκτός πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας και δεν υπόκειται καθόλου σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Εάν εμπίπτει στα «Essentialia negotii» και αφορά στη βασική σχέση παροχής αντιπαροχής υπόκειται όχι σε πλήρη ελεγχο καταχρηστικότητας, βάσει των γενικών κριτηρίων του άρθρου 2 παρ. 6 β’ ή των ειδικών του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, αλλά μόνο σε περιορισμένο έλεγχο καταχρηστικότητας, και συγκεκριμένα ως προς τη διαφάνεια, δηλαδή κρίνεται μόνο προς το αν είναι αδιαφανής (άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, 19η αιτιολογική σκέψη αυτής, ΟλΑΠ 15/2007 ό.π., ΑΠ 237/2012 ό.π.), ενώ αν εμπίπτει στα «Accidentalia negotii» υπόκειται σε πλήρη έλεγχο καταχρηστικότητας, χωρίς περιορισμούς. Γ. Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ τόσο οι νόμοι των κρατών μελών που θέτουν σε εφαρμογή Οδηγίες, αλλά και το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται με τρόπο που να καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό που η Οδηγία επιδιώκει (ΔΕΕ απόφαση της 05.10.2004, Pfeiffer, υπόθεση C-397/01, σκέψη 117: «το εθνικό δικαστήριο όταν εφαρμόζει διατάξεις το εθνικού δικαίου που σκοπούν στη μεταφορά της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο οφείλει να τις ερμηνεύσει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να τύχουν εφαρμογής σύμφωνης με τους σκοπούς της οδηγίας αυτής» και σκέψη 119: «ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών, υποχρεούται, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες έχουν προσαρμοσθεί με σκοπό τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που προβλέπει η Οδηγία, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος καθώς και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει», ΔΕΕ απόφαση της 24.05.2012, …… κατά ………, υπόθεση C-97/11, σκέψη 28: «Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης Οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την Οδηγία αυτή και, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης οσάκις αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί», ΔΕΕ απόφαση της 24.01.2012, υπόθεση C-282/10, …… κατά ………, σκέψη 24: «από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή και, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση αυτή, της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ενώσεως ερμηνείας του εθνικού δικαίου, είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της ΣΛΕΕ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ενώσεως οσάκις αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί»). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρώην άρθρο 234 ΣΕΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) και παλαιότερα άρθρο 177 ΣΕΟΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), τα δικαστήρια των κρατών μελών, στα οποία ανακύπτει, σε εκκρεμή σ’ αυτά υπόθεση, ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς ή δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή και των Οδηγιών (ΔΕΚ απόφαση της 11.05.2006, υπόθεση ………, Ο- I 1/2005, σκέψεις 35 και 37, Συλλ 2006.1-4285) μπορούν ή και υποχρεούνται, αν πρόκειται για δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, κατά το εσωτερικό δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους, να παραπέμψουν το σχετικό ζήτημα, με προδικαστική απόφασή τους, στο Δικαστήριο της Ένωσης, για να αποφανθεί, ως προς το ερμηνευτικό αυτό ζήτημα, εφόσον κατά την ανέλεγκτη κρίση τους (ΔΕΚ απόφαση της 18.07.2007, υπόθεση ………, C-119/2005, σκέψη 43, Συλλ. 2007.1-06199, ΟλΑΠ 19/1999 ΕλλΔνη 2000. 25) θεωρούν ότι για την έκδοση της δικής τους απόφασης είναι αναγκαία προηγουμένως η έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ πρώην ΔΕΚ). Καθιερώνεται έτσι με το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής, μια διαδικασία συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της Ένωσης, με κύριο στόχο τη διασφάλιση της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης, η οποία εξυπηρετεί και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εμπλεκόμενων φυσικών και νομικών προσώπων, αφού η αρχή αυτή ασφαλώς απειλείται, αν οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται διαφορετικά στα κράτη μέλη της Ένωσης (ΟλΑΠ 16/2013 ΝΟΜΟΣ). Κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης το Δικαστήριο περιορίζεται στην αποσαφήνισή του και δεν επεκτείνεται στην εφαρμογή του στην ένδικη υπόθεση, η οποία παραμένει έργο αποκλειστικά του εθνικού δικαστηρίου, όπως άλλωστε και η ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελεί παραδεκτό αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος και η ερμηνεία κανόνων του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους, κατά το μέρος που ενσωματώνουν όμοιες ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης (ΔΕΚ απόφαση της 08.11.1990, υπόθεση ……., C-231/1989, Συλλ. 1990.1-1403, ΔΕΚ απόφαση της 16.03.2006, υπόθεση ….., C- 3/2004, Συλλ. 2006.1-2505). Κατά τη νομολογία του ίδιου Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα, που απευθύνονται από τα εθνικά δικαστήρια, απολαύουν του τεκμηρίου λυσιτέλειας στο κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο της εκκρεμούς υπόθεσης, που αυτά προσδιορίζουν με ευθύνη τους και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το ενωσιακό Δικαστήριο (ΔΕΚ απόφαση της 15.05.2003, υπόθεση …., C-300/2001, σκέψεις 29 και 31, Συλλ. 2003.1-4899), ούτε και μπορεί αυτό να αρνηθεί να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, εκτός αν ολοφάνερα προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, που ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει σχέση με το αντικείμενο της εκκρεμούς σ’ αυτό κύριας δίκης ή πρόκειται για πρόβλημα υποθετικής φύσης ή δεν έχουν παρασχεθεί στο Δικαστήριο της Ένωσης τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία για να δώσει αυτό χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (ΔΕΚ απόφαση της 22.6.2006, υπόθεση …….., C-419/2004, σκέψη 2006.1-5645). Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι δεσμευτική τόσο για το εθνικό δικαστήριο, που υπέβαλε το σχετικό ερώτημα, όσο και για όλα τα εθνικά δικαστήρια, που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την ίδια υπόθεση. Η δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής δεν προβλέπεται ως συνέπεια ρητά στη Συνθήκη της Ένωσης, είναι όμως αναμφίβολη, αφού μόνο έτσι εξυπηρετείται ο σκοπός της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, για τις ανάγκες της οποίας επιτρέπεται και νέα παραπομπή του ζητήματος στο Δικαστήριο της Ένωσης, αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι αντιμετωπίζει δυσχέρειες κατανόησης ή εφαρμογής της απόφασης, που εκδόθηκε ήδη σε προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα ή όταν υποβάλλεται στο Δικαστήριο νέο νομικό ζήτημα ή νέα αναφορικά με τα προδικαστικά ερωτήματα, στοιχεία, ικανά να το οδηγήσουν σε διαφορετική απάντηση σε ερώτημα που ήδη υποβλήθηκε (ΔΕΚ απόφαση της 11.6.1987, υπόθεση ………., C-14/1986, σκέψη 12, Συλλ. 1987.2545). Συνεπώς, η άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σ’ αυτό υπόθεση με βάση την ερμηνεία, που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από το Δικαστήριο της Ένωσης, συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία στην Ελλάδα ελέγχεται αναιρετικά κατ’ άρθρο 559 αρ. 1 ή 560 του ΚΠολΔ. Η ίδια παράβαση συντελείται ακόμη και όταν το εθνικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει μεν ευθέως το δίκαιο της Ένωσης, αλλά ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου που ενσωματώνουν αντίστοιχες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, τις οποίες όμως και πάλι παραβιάζει, αν τελικά ερμηνεύει τις εσωτερικές ρυθμίσεις, κατά τρόπο αντίθετο προς την ερμηνεία προηγουμένως των ενωσιακών ρυθμίσεων από το Δικαστήριο της Ένωσης (ΟλΑΠ 16/2013 ό.π., ΑΠ 461/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 468/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η Οδηγία 93/13 ΕΟΚ, έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή με σκοπό την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες σε κάθε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή. Στο άρθρο 3 της Οδηγίας ορίζεται ότι «1. Ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση 2. Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως», στο δε άρθρο 4 ορίζεται: «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. 2. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης, ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». Η Οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 2251/1994, κατά τα προαναφερθέντα, ο οποίος περιλαμβάνει διατάξεις προκειμένου να επιτευχθεί η σύμφωνη με την Οδηγία προστασία του καταναλωτή ως ασθενέστερου στην σύμβαση μέρους. Αντίστοιχα, ο νόμος αυτός ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 6 ότι «Οι γενικοί όροι των συναλλαγών απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται». Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει τη γενική ρήτρα καταχρηστικότητας, ορίζει δε στο μεν πρώτο εδάφιο τη βασική προϋπόθεση της καταχρηστικότητας (διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας), ενώ στο δεύτερο εδάφιο ορίζει μια σειρά από γενικά κριτήρια για να κριθεί η καταχρηστικότητα ενός όρου, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτός εμπίπτει στο εδ. α’ (δηλαδή προκαλεί διατάραξη). Επίσης στην παρ. 7 του ιδίου άνω άρθρου απαριθμούνται περιπτώσεις καταχρηστικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΟλΑΠ 12/2017). Συνακόλουθα των ανωτέρω και προκειμένου ο Ν. 2251/1994 να αποδίδει ορθά και να ικανοποιεί το σκοπό της Οδηγίας, η ενσωμάτωση, εξάλλου, της οποίας είναι ο σκοπός του παραπάνω νόμου, μία σύμφωνη με την Οδηγία ερμηνεία, επιβάλλει την τελολογική συστολή του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και τη μη εφαρμογή του στις περιπτώσεις των ΓΟΣ που επαναλαμβάνουν κανόνες του εθνικού δικαίου (αναγκαστικού ή ενδοτικού), ώστε οι όροι αυτοί να εκφεύγουν πλήρως του ελέγχου, καθώς δεν μπορεί να καθίσταται, μέσω των Γ.Ο.Σ, ο νόμος αντικείμενο ελέγχου, αλλά, αντίθετα είναι ο ίδιος που παρέχει τα αναγκαία κριτήρια για το δικαστικό έλεγχο των Γ.Ο.Σ. (ΟλΑΠ 4/2019ΔΕΕ 2019. 411 με παρατηρήσεις Δ. Λαδά, Χασάπη, Το ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΑΠ Ολ 4/2019, ΔΕΕ 2019. 329 επ.). Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: ‘Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1- 2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ.ΟΛ. Α.Π 4/2019, ΝΟΜΟΣ.

Έτσι, μετά το Ν. 2842/2000 και την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος, την κατάργηση των νομισματικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων ελέγχου συναλλάγματος και την ελεύθερη πλέον συνομολόγηση σε ξένο νόμισμα, επί μεν οικειοθελούς εκπλήρωσης της ενοχής, ενόψει και της διαζευκτικής ευχέρειας, που παρέχει η διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 έχει ενδοτικό χαρακτήρα και δε διαφέρει πλέον ουσιωδώς από την 291 ΑΚ, με την έννοια ότι ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι διαφορετικό, καταβάλλει είτε σε ημεδαπό είτε σε αλλοδαπό νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής, επί δε άσκησης της αξίωσης του δανειστή και επιδίκασης συγκεκριμένης οφειλής, το Δικαστήριο, ελλείψει αντίθετης συμφωνίας, δεν θα επιδικάσει αλλοδαπό νόμισμα, αλλά το ισάξιό του σε ευρώ, κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής (βλ. Γ. Ιατράκη, Η εκπλήρωση της χρηματικής παροχής με ξένο νόμισμα, ΧρΙΔ 2011. 566). Ως τρέχουσα τιμή του αλλοδαπού νομίσματος νοείται, κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, η τιμή στην οποία η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί το νόμισμα αυτό, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του AN 362/1945, τη νόμιμη τιμή του αλλοδαπού νομίσματος που λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια και λοιπές αρχές και από τους ιδιώτες προς ρύθμιση των οφειλών στο αλλοδαπό αυτό νόμισμα. Η τιμή αυτή του αλλοδαπού νομίσματος, ως απλό πραγματικό γεγονός, αφού δεν την ορίζει κανόνας δικαίου, αν αμφισβητηθεί ακόμη και κατά την εκτέλεση του σχετικού εκτελεστού τίτλου, αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, η οποία βρίσκεται με βάση το δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος και συγκεκριμένα το Δελτίο τιμών συναλλάγματος και ξένων τραπεζογραμματίων, που Βασίζεται στο Δελτίο Ισοτιμιών Αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΑΠ 698/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 682/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 546/2010 ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση της ΑΚ 291 για την κρισιμότητα, σε περίπτωση οφειλής σε ξένο νόμισμα, της ισοτιμίας του χρόνου εξόφλησης του χρέους δεν είναι παρά εφαρμογή της διέπουσας το δίκαιο των χρηματικών ενοχών νομιναλιστικής αρχής, κατά την οποία η ονομαστική αξία του νομίσματος παραμένει αμετάβλητη, έστω και αν η πραγματική αξία του μεταβάλλεται. Δυνάμει της νομιναλιστικής αρχής, που αποτελεί κανόνα δικαίου ευρέως διαδεδομένο ειδικώς στα νομικά συστήματα της ηπειρωτικής παραδόσεως, η απόσβεση χρηματικής ενοχής πρέπει να γίνεται με την καταβολή του αριθμητικού ποσού που μνημονεύεται στη συναφθείσα μεταξύ των συμβαλλομένων σύμβαση, χωρίς το εν λόγω ποσό να επηρεάζεται από εκτιμήσεις σχετικές με την αξία (βλ.πρόταση Γενικού Εισαγγελέα Nils Wahl, ΔΕΕ υπόθεση C-186/16, …. κατά …………., σκέψη 45). Από νομική άποψη ισχύει η ονομαστική αξία για όλες τις έννομες σχέσεις, περιλαμβανομένης και της εξόφλησης των χρεών, την οποία υιοθετεί άλλωστε και ο Ν. 2842/2000 (άρθρο 1 παρ. 2 «Το ευρώ ως μέσο εξόφλησης υποχρεώσεων λαμβάνεται πάντοτε στην ονομαστική του αξία»), Η έστω υποτιμημένη ή ανατιμημένη πραγματική αξία του νομίσματος, προσδιορίζεται αφενός από την αγοραστική αξία του (εσωτερική αξία του νομίσματος) και αφετέρου από την τιμή του συναλλάγματος (την τιμή των ξένων νομισμάτων). Αυτή είναι η λειτουργία του χρήματος και της χρηματικής ενοχής, η οποία κατ’ ανάγκη ενέχει ως εγγενές στοιχείο της και τον κίνδυνο από την υποτίμηση ή ανατίμηση του νομίσματος, κατανομή του οποίου επιχειρεί, βάσει της νομιναλιστικής αρχής, η ΑΚ 291. Η διάταξη αυτή, με τον όρο «τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής», εννοεί μία ισοτιμία, μία τιμή του ξένου νομίσματος, κρίσιμη δε ισοτιμία για τη μετατροπή της οφειλής αλλοδαπού νομίσματος στο εγχώριο νόμισμα της πληρωμής είναι, κατά την ΑΚ 291, η αξία/ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο πληρωμής. Η ισοτιμία (των νομισμάτων) διαμορφώνεται και καθορίζεται από διεθνή οικονομικά στοιχεία και ανακοινώνεται από την ΕΚΤ στο Δελτίο Ισοτιμιών Αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Η ισοτιμία των νομισμάτων και η διακύμανση αυτής αποβαίνει κρίσιμη στην περίπτωση των δανείων σε συνάλλαγμα, ή αλλιώς σε αλλοδαπό νόμισμα, ήτοι των δανείων στα οποία το νόμισμα είναι διαφορετικό από το νόμισμα στο οποίο ο οφειλέτης κατοικεί και έχει/αποκτά εισόδημα και περιουσία, ενώ στο συνηθισμένο δάνειο το νόμισμα του δανείου είναι το ίδιο με το νόμισμα της κατοικίας/εισοδήματος του δανειολήπτη. Ο κίνδυνος της αρνητικής διακύμανσης της ισοτιμίας του (εσωτερικού) νομίσματος του δανειολήπτη έναντι του νομίσματος του δανείου, ο οποίος αποδίδεται στα ελληνικά με τον όρο «συναλλαγματικός κίνδυνος», είναι χαρακτηριστικό και εγγενές στοιχείο των δανείων σε ξένο νόμισμα, τα οποία υπόκεινται ακριβώς στον κίνδυνο οικονομικών απωλειών από την αρνητική εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας των νομισμάτων. Η ισοτιμία (των νομισμάτων) προσδιορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από διεθνή οικονομικά στοιχεία και διακρίνεται από την τιμή αγοράς ή πωλήσεως ενός νομίσματος με άλλο νόμισμα, όπως και από την τυχόν χρέωση προμήθειας από την Ε. Από τη διάταξη του άρθρου 806 του ΑΚ, που ορίζει ότι με την σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει στον δανειστή άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας προκύπτει ότι με τη σύμβαση έντοκου δανείου, ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας (ΑΠ 123/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1960/2013 ΧΡΙΔ 2014. 591). Η σύμβαση δανείου είναι ενοχική, διαρκής, αμφοτεροβαρής και άτυπη σύμβαση, και, κατά τη μάλλον κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη παραδοτική σύμβαση, με την έννοια ότι για την κατάρτισή της (τελείωση του δανείου) απαιτείται η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος από τον δανειστή στον οφειλέτη (βλ. όμως και ΑΠ 1960/2013 ό.π. «Η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειακής σύμβασης, ώστε σε περίπτωση που ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη από την πιο πάνω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου»). Με την σύμβαση του δανείου ο δανείζων έχει την υποχρέωση να αποχωρήσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου και οριστικά να το εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και την δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση στον οφειλέτη της κυριότητας του δανείσματος, αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρέωσης για καταβολή τόκων αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν (ΑΠ 123/2017 ό.π., ΑΠ 1960/2013 ό.π). Εφόσον, το άρθρο 806 του ΑΚ δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητος του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από τον δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη, αλλά μπορεί να γίνει και εμμέσως από τον δανειστή στον οφειλέτη, δηλαδή μέσω τρίτου προσώπου και είναι αδιάφορο για τη σύσταση του δανείου αν η μεταβίβαση της κυριότητας δε γίνεται άμεσα από το δανειστή στο δανειολήπτη, αλλά γίνεται έμμεσα από το δανειστή ή έμμεσα προς τον δανειολήπτη (ΑΠ 1786/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1620/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο παραδοτικός χαρακτήρας του δανείου δεν σημαίνει ότι τα δάνεισμα πρέπει υποχρεωτικά να μεταβιβάζεται αυτούσιο κατά κυριότητα από το δανειστή στο δανειολήπτη ως πράγμα, αλλά αρκεί να περιέχεται από την περιουσία του πρώτου στην περιουσία του δεύτερου με κάποιον ισοδύναμο οικονομικά τρόπο (ΑΠ 1960/2013 ό.π.), όπως, π.χ με συμφωνία των μερών ότι το χρέος που οφείλεται από άλλη αιτία, θα οφείλεται εφεξής λόγω δανείου ή και με μεταφορά από λογαριασμό σε λογαριασμό (παράδοση του πράγματος βραχεία χειρί, δι αντιφωνήσεως), με επιταγή, γραμμάτιο εις διαταγή ή συναλλαγματική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται υπέρ του δανειολήπτη, με εκχώρηση απαίτησης, με πράξη γύρου (πίστωση τραπεζικού λογαριασμού του λήπτη) κ.α. (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος I, έκδ. 2004, σελ. 577). Τέτοιος τρόπος είναι αναμφίβολα και η μετατροπή του δανείσματος, όπως από ελβετικά φράγκα σε ευρώ και η απόδοση των ευρώ είτε με αυτούσια απόδοση, είτε με τη μορφή λογιστικού χρήματος (λ.χ στο πλαίσιο σύμβασης τραπεζικού γύρου) είτε με την έκδοση κάποιου αξιογράφου. Εξάλλου, η σύμβαση δανείου στις σύγχρονες τραπεζικές συναλλαγές έχει αποστεί από το χαρακτήρα της παραδοτικής σύμβασης, και, με επίκληση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, έχει προσλάβει χαρακτήρα συναινετικής σύμβασης (Γεωργιάδης, ό.π παρ. 41 αριθ. 5, σελ, 573, Αυγητίδης, ΣΕΑΚ, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 806-809, τομ. I, αρ. 7 επ.). Ακόμα και το σε Ευρώ δάνειο δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να εκταμιεύεται κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, αλλά μπορεί να παραμένει δεσμευμένο στα χέρια της δανείστριας τράπεζας και μετά την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης. ΣΤ. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του α.ν. 362/1945, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΕισΝΑΚ «πάσα δικαιοπραξία έγγραφος ή προφορική εξ ης πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις προς καταβολήν τιμήματος ή μισθώματος πράγματος ή αμοιβής πάσης φύσεως υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος εν Ελλάδι δύναται να συνομολογείται μόνον εις δραχμάς. Η ρήτρα εν δικαιοπραξία δι’ης, παρά τη διάταξιν της προηγουμένης παραγράφου, συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις εν Ελλάδι εις χρυσόν, χρυσά νομίσματα ή συνάλλαγμα, ή εις δραχμάς μεν ων όμως το ποσόν αφίεται να προσδιορισθή εκ της τιμής του χρυσού ή των χρυσών νομισμάτων ή του συναλλάγματος ή του τιμαρίθμου, είναι άκυρος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το αρμόδιον δικαστήριον προσδιορίζει κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός την δικαίαν αντιπαροχήν, ήτις όμως δεν δύναται να είναι ανώτερα του εις δραχμάς ισαξίου του εν τη ρήτρα αναφερομένου ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος επί τη βάσει της κατά το άρθρο 2 του παρόντος νομίμου τιμής αυτών κατά την ημέραν της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφόσον και το ούτω προκύπτον ποσόν εις δραχμάς δεν ήθελε θεωρηθή ως υπέρογκον». Οι διατάξεις αυτές έχουν, κατά τη διασταλτική τους ερμηνεία, εφαρμογή σε κάθε εν ζωή, δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως και σε σύμβαση δανείου, ως και σε περίπτωση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Μερική απόκλιση του προαναφερόμενου απαγορευτικού κανόνα, αποβλέποντας στην προστασία του εθνικού νομίσματος, αποτέλεσε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η μεταγενέστερη διάταξη της παρ. 7 της 267/09.04.1953 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου, που κυρώθηκε με τον Ν. 2415/1953, στην οποία ορίζεται ότι «από της ισχύος της παρούσης επιτρέπεται η μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, συνομολόγησις δανείων με τη ρήτρα δολαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος, εξαιρέσει των χρυσών νομισμάτων. Νοείται ότι η πληρωμή των εκ των δανείων τούτων υποχρεώσεων ενεργείται δια της καταβολής του οφειλομένου ποσού επί τη βάσει της επισήμου τιμής του ξένου συναλλάγματος κατά την ημέραν της εξοφλήσεως». Έτσι με τη διάταξη αυτή, επιτράπηκε κατ’ εξαίρεση και μόνο προκειμένου περί συμβάσεων δανείου, η συνομολόγηση της ρήτρας σε ξένο νόμισμα (συνάλλαγμα), πλην χρυσού, κατά την οποία συμφωνείται η αυτουσία καταβολή ορισμένης ποσότητας ξένων νομισμάτων. Η ρήτρα αυτή διαφοροποιείται από τη ρήτρα σε αξία ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία η καταβολή (παροχή) γίνεται σε δραχμές (ήδη Ευρώ) και ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε δραχμές (Ευρώ) και πάλι, αλλά κατά την τρέχουσα αξία που θα έχει το ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής. Ο νομοθέτης του έτους 1953 (ήτοι της ΠΥΣ 267 και του κυρωτικού αυτής νόμου) είχε αναμφισβήτητα υπόψη του τη διαφορά μεταξύ των όρων “ρήτρα δολαρίου ή άλλου συναλλάγματος” και “ρήτρα αξίας δολλαρίου ή άλλου συναλλάγματος”, επισημαινομένη και σε προηγούμενες διατάξεις, όπως αυτή του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 944/15.2.1946, στην οποία γίνεται μνεία περί «ρήτρας χρυσού ή αξίας χρυσού», συναγομένη δε και από το περιεχόμενο τόσο της παρ. 2 του άρθρου 4 του α.ν. 362/1945, όσο και της παρ. 8 της ΠΥΣ 267/1953. Συνεπώς, αναφερόμενος στην παραπάνω διάταξη της παρ. 7 της Πράξεως αυτής σε “ρήτρα δολαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος” κατά τη σύναψη δανείων, επέτρεψε τη συνομολόγησή τους σε αυτούσιο ξένο νόμισμα, χωρίς να κάνει μνεία περί αξίας τούτου, παρά μόνο για την πληρωμή των από τη σύμβαση υποχρεώσεων του οφειλέτη, για την οποία όρισε ότι πρέπει αυτή να γίνει με την καταβολή των οφειλομένων στην επίσημη τιμή του ξένου συναλλάγματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, και τούτο γιατί διαφορετικά θα υπήρχε δυνατότητα επιστροφής των οφειλομένων σε αυτούσιο πάλι ξένο νόμισμα, πράγμα που θέλησε να αποτρέψει (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 1990. 811).

Ζ. Με την υπ’ αριθμ. 142/13-11-1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η ληφθείσα, κατά την υπ’ αριθ. 187/19-10-1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), απόφαση, με την οποία επιτράπηκε εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθ. 1976 της 19/25-09- 1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 του Ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ’ αριθ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔΤΕ 1976/19-09-1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονταν για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ’ αριθ. 2325/1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2342/1994 Πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1994 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας 88/361/ΕΟΚ και της οδηγίας 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔΤΕ επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών ή νομικών προσώπων κατοίκων εσωτερικού από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα για την κάλυψη πάσης φύσεως αναγκών τους στο εσωτερικό και εξωτερικό, για τις οποίες επιτρεπόταν, αντίστοιχα, η χρηματοδότηση τότε σε δραχμές και προβλέπονται τα εξής: α) η διάρκεια, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών, β) στις χρηματοδοτήσεις που συνάπτονται σε συνάλλαγμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλες οι χρηματοοικονομικές τεχνικές και παράγωγα προϊόντα, γ) το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω Τράπεζα. Επιπλέον, σύμφωνα με την πράξη αυτή επιτρέπεται η μεταφορά συναλλάγματος από τη δανείστρια στη μεσολαβούσα τράπεζα και η κατάθεσή του σε άλλες τράπεζες καθόλη τη διάρκεια του δανείου (άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου της ανωτέρω ΠΔΤΕ – ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2196/2009 ΝΟΜΟΣ). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, ο οποίος αντικατέστησε η δραχμή με το ευρώ, η εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εντεύθεν ομαλοποίηση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, με παράλληλη κατάργηση της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας και γενικά κάθε διάταξης που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα (άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2842/2000 – ΑΠ 2196/2009 ΝΟΜΟΣ, Γ. Ιατράκης, Η νομιναλιστική αρχή σε περίοδο οικονομικής κρίσης, ΧρΙΔ2010. 328, 334, Α. Γεωργιάδης «Η εισαγωγή του ευρώ και η επίδρασή της στις εκκρεμείς συμβάσεις», ΔΕΕ 1999. 6). Προσέτι, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 5 της προαναφερομένης ΠΔΤΕ 2325/1994 όπως η παρ. 3 αντί καταστάθηκε με την ΠΔΤΕ 2342/1994, «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω Τράπεζα. Οι τράπεζες στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα η οποία τηρεί το σχετικό φάκελλο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν κατά την έκδοσή τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου… 5. Οι δανείστριες τράπεζες συναλλάγματος οφείλουν να τηρούν σε ειδικά κατά δάνειο φάκελλο τα εξής δικαιολογητικά: α) τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν στις οποίες θα αναγράφουν κατά την έκδοσή τους ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη…».

Η. Ζήτημα γεννάται κατά πόσον μπορεί να χαρακτηρισθούν ως «επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες» η χορήγηση δανείου σε ξένο νόμισμα και οι πράξεις συναλλάγματος που πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα βάσει ρητρών της δανειακής σύμβασης, οι οποίες συνίστανται στη μετατροπή στο εθνικό νόμισμα (νόμισμα πληρωμής) του συνομολογηθέντος στο ξένο νόμισμα ποσού του δανείου και των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής. Αναμφίβολα η σύναψη δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα επιβαρύνει το δανειολήπτη με κινδύνους που εκφεύγουν από το παραδοσιακό πλαίσιο κινδύνων, τους οποίους αντιμετωπίζει και με τους οποίους δεν είναι εξοικειωμένος. Ορισμένοι από αυτούς του κινδύνους προσομοιάζουν με τους επενδυτικούς κινδύνους. Ωστόσο με βάση αποκλειστικά το στοιχείο αυτό δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη σύναψη δανείων σε ξένο νόμισμα ως επενδυτική υπηρεσία, καθόσον μεταξύ ενός δανείου (έστω σε συνάλλαγμα) και μιας επενδυτικής υπηρεσίας υπάρχει μια θεμελιώδης και κομβικής σημασίας διαφορά, η οποία έγκειται στο ότι κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ο πελάτης της τράπεζας εμφανίζεται ως επενδυτής και διαθέτει το κεφάλαιό του σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο με σκοπό την οικονομική απόδοση ή διατήρηση του κεφαλαίου του, ενώ αντίθετα στη δανειακή σύμβαση ο δανειολήπτης δεν επενδύει ένα κεφάλαιο, αλλά αναζητά τους ευνοϊκότερους όρους και δανείζεται από την τράπεζα ένα ποσό για να χρηματοδοτήσει κάποια αγορά. Όπως, έχει κρίνει χαρακτηριστικά το ΔΕΕ απόφαση της 03.12.2005, υπόθεση C-312/14, ……… κατά ………….., σκέψη 57: «οι πράξεις αυτές δεν έχουν σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεως εφόσον ο καταναλωτής αποσκοπεί μόνον στη λήψη των κεφαλαίων ενόψει της αγοράς καταναλωτικού αγαθού ή παροχή υπηρεσίας και όχι στη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος…». Εξάλλου, οι πράξεις συναλλάγματος τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο της εκτέλεσης σύμβασης δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επενδυτικές υπηρεσίες, κατά την έννοια του Ν. 2396/1996 (άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’, ζ’) ή ως χρηματοπιστωτικό μέσο, κατά την έννοια του Ν. 3606/2007 (άρθρο 4 παρ. 2 περ. β’, δ’, στ’ που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο το σχετικό άρθρο 4 παρ. 1 σημ. 2 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ γνωστή ως MiFID, και ήδη από 01.01.2017 Οδηγία 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων). Τέλος, ας σημειωθεί ότι οι πράξεις συναλλάγματος, τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δυνάμει όρων σύμβασης δανείου σε ξένο νόμισμα, οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό του ποσού του δανείου βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που ισχύει κατά την αποδέσμευση των κεφαλαίων και στον καθορισμό των ποσών των μηνιαίων δόσεων βάσει της τιμής πώλησης του ξένου αυτού νομίσματος που ισχύει κατά τον υπολογισμό κάθε μηνιαίας δόσης, δεν συνιστούν επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, καθώς περιορίζονται στη μετατροπή, βάσει της τιμής αγοράς ή πώλησης του σχετικού ξένου νομίσματος, των ποσών του δανείου και των μηνιαίων δόσεων που έχουν συνομολογηθεί στο ξένο αυτό νόμισμα (λογιστικό νόμισμα) στο εθνικό νόμισμα (νόμισμα πληρωμής). Ως εκ τούτου χρησιμεύουν απλώς και μόνον ως λεπτομέρειες εκτέλεσης των ουσιωδών υποχρεώσεων πληρωμής της σύμβασης δανείου, ήτοι τη διάθεση του κεφαλαίου από τον δανειστή και την αποπληρωμή του εν λόγω κεφαλαίου εντόκως από τον δανειολήπτη και δεν έχουν σκοπό την πραγματοποίηση επένδυσης, εφόσον ο καταναλωτής αποσκοπεί μόνο στη λήψη των κεφαλαίων ενόψει της αγοράς καταναλωτικού αγαθού ή παροχής υπηρεσίας και όχι, παραδείγματος χάρη, στη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος (ΔΕΕ απόφαση της 03.12.2015 υπόθεση C-312/14 ……. κατά …………, σκέψεις 53-57). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης, που απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197-198 και 288 του ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη αφενός μεν κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητάς του, αφετέρου δε της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, ενώ διαρκεί η συμβατική δέσμευση, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός μεν της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του πελάτη της αφετέρου δε της πρόταξης σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Γενικό Μέρος, έκδ. 2008, σελ 34-37). Περαιτέρω η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεπόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 του ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 του ΑΚ (ΑΠ 2212/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 3 του Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 120/2017 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΑΘ 787/2013, ΔΕΕ 2014. 251, Καράκωστα, Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, εκδ. 2001, σελ. 28-35, και ιδίου, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΧρΙΔ2003. 97 επ., Αυγητίδη, Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ2001. 286).

Θ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 140 του ΑΚ «Αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας», ήτοι πλάνη υπάρχει όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή του με νόημα διαφορετικό από εκείνο που έχει από το νόμο ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δήλωσής του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης, αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Η άγνοια όμως πρέπει να είναι ανεπίγνωστη και όχι συνειδητή, διότι αυτός που γνωρίζει ότι βρίσκεται σε άγνοια ή διατηρεί αμφιβολίες για την αλήθεια ορισμένης κατάστασης και παρόλα αυτά ενεργεί, δεν βρίσκεται σε πλάνη, όπως λ.χ. όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο τελώντας εν γνώσει ότι αγνοεί το περιεχόμενό του ή ότι δεν το έχει κατανοήσει ή ότι δεν γνωρίζει τις έννομες συνέπειες (ΕφΘεσ 1397/1999 ΔΕΕ 1999. 1154). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 143 του Α.Κ η πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας. Αν όμως τα παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής, κατά τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και μπορεί να επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν τα περιστατικά επί των οποίων τα μέρη κυρίως στήριζαν τη σύναψη της σύμβασης, ως δικαιοπρακτικό της θεμέλιο, δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανατράπηκαν (ΟλΑΠ 35/1998 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 5/1990 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1441/2014 ΝΟΜΟΣ).

Με την από 26.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2015 αγωγή οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες εξέθεσαν ότι συνήψαν με την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, στο υποκατάστημά της στην ……… Αττικής, η πρώτη ως πρωτοφειλέτρια και η δεύτερη ως εγγυήτρια : α) την από 28-6-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 330.400 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 198.498,05 ευρώ περίπου κατά το χρόνο εκταμίευσης και β) την από 7.7.2008 σύμβαση ύψους 113,720,95 ελβετικών φράγκων που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 69.639,28 ευρώ περίπου κατά το χρόνο εκταμίευσης, οι όροι των οποίων ήταν προδιατυπωμένοι, η δε χορήγηση του δανείου συμφωνήθηκε σε ελβετικά φράγκα, με τις συνθήκες και τους όρους, που ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή. Ότι με τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων επιθυμούσαν να λάβουν στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, εκμεταλλευόμενες τη συναλλαγματική υπεροχή του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και τη συνεπεία αυτής δανειοδότησή τους με χαμηλότερο επιτόκιο. Οτι αποφάσισαν και κατέληξαν στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση μετά από ενημέρωση των υπαλλήλων της εναγομένης, ότι επρόκειτο για την πλέον συμφέρουσα επιλογή (χαμηλό επιτόκιο), χωρίς κίνδυνο, καθώς δεν είχαν λόγο να συμβληθούν σε ελβετικά φράγκα, αφού δεν διέθεταν εισοδήματα στο εγ λόγω νόμισμα, γεγονός που γνώριζε η αντισυμβαλλόμενη τράπεζα, ενώ οι ίδιοι δεν γνώριζαν, ούτε ενημερώθηκαν σχετικά από τους υπαλλήλους της εναγομένης, ότι με τις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβαναν εκτός από τον κίνδυνο του κυμαινόμενου επιτοκίου και τον κίνδυνο διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ότι το δάνειο που έλαβαν δεν ήταν απλό στεγαστικό δάνειο, αλλά επενδυτικό προϊόν. Ότι η μηνιαία δόση του πρώτου δανείου διαμορφώθηκε κατά το μήνα Αύγουστο του 2007 στο ποσό των 912,85 ευρώ και με μικρές  αποκλίσεις κυμάνθηκε στο ποσό αυτό κατά την πρώτη τριετία της σύμβασης, αντίστοιχα δε η μηνιαία δόση του δευτέρου στεγαστικού δανείου ανέρχονταν κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2008 στο ποσό των 403 ευρώ έως το έτος 2013 , εντός δε τους έτους 2014 παρατηρήθηκε αύξηση της μηνιαίας δόσης, γεγονός που απέδωσαν στο κυμαινόμενο επιτόκιο. Ότι το μήνα Μάρτιο έτους 2015, η πρώτη ενάγουσα διαπίστωσε ότι στις 31.12.2014 το άληκτο κεφάλαιο της πρώτης σύμβασης ανερχόταν σε 234.315,02 ευρώ, δηλαδή 35.816,97 ευρώ περισσότερα από εκείνα που είχε δανειστεί και της δεύτερης σύμβασης ανέρχονταν σε 85,443,609 ευρώ , δηλαδή 15.804,329 ευρώ περισσότερα από όσα είχε αρχικά δανειστεί. Ότι τότε αντιλήφθηκαν πλέον, ότι η εναγομένη τράπεζα τους είχε επιρρίψει τον κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία είχε μεταβληθεί υπέρ του ελβετικού φράγκου, με συνέπεια την εκτίναξη του ύψους της οφειλής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγουσες – όπως παραδεκτώς περιόρισαν με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους το αίτημα της αγωγής παραιτούμενες από το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 297 ΚΠολΔ ζήτησαν: Α) να αναγνωριστεί ότι οι υπό κρίση συμβάσεις δανείου είναι ανυπόστατες εφόσον δεν τους παραδόθηκαν πράγματι ελβετικά φράγκα, αλλά η οφειλή τους προέκυψε μόνο λογιστικά, Β) επικουρικά (α) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες: 1) επειδή αντιβαίνουν σε απαγορευτικές διατάξεις νόμων και δη σε αυτές των άρθρων 806 Α.Κ και ΠΔΤΕ 1995/1991 και 2325/1995, αφενός διότι η χορήγηση στεγαστικών δανείων σε συνάλλαγμα έγινε παράνομα ελλείψει ανάγκης κίνησης κεφαλαίων στο εξωτερικό, χρηματοδότησής τους σε ξένο νόμισμα και εξυπηρετούμενης συναλλαγής σε ξένο νόμισμα και επομένως είναι άκυρη ως αντίθετη στην ΠΔΤΕ 2325/1994 και αφετέρου διότι ουδέποτε έλαβε χώρα αυτούσια απόδοση των ποσών των δανείων αλλά η σχετική εγγραφή έλαβε χώρα λογιστικά , 2) άλλως διότι ο προσδιορισμός της οφειλής τους με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία που προκύπτει από την διατραπεζική αγορά συναλλάγματος και την τιμή πώλησης συναλλάγματος από την εναγόμενη συνιστά διαμόρφωση παροχής κατά την απόλυτη κρίση της κατά τη ΑΚ 372 και επομένως δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία τους, 3) άλλως ως καταχρηστικών σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, άλλως σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, διότι περιλαμβάνουν προδιατυπωμένους άκυρους και καταχρηστικούς όρους και συγκεκριμένα τους αναφερόμενους με αριθμό 4.5 και 8.1, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή (αδιαφάνεια και έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση διακύμανσης της συναλλαγματική ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου), η ακυρότητα των οποίων επιφέρει κατ’ άρθρο 181 ΑΚ την ακυρότητα ολόκληρων των συμβάσεων, 4) άλλως ως αισχροκερδών και αντίθετων στα χρηστά ήθη (179 και 178 ΑΚ), (β) να κηρυχθούν οι επίδικες δανειακές συμβάσεις ως άκυρες λόγω απάτης (147 ΑΚ), άλλως λόγω πλάνης (140 ΑΚ), άλλως ως εικονικές (138 ΑΚ), και (γ) να αναπροσαρμοστεί η ληξιπρόθεσμη οφειλή των εναγουσών κατά την 31.12.2004 στα αναφερόμενα στην αγωγή ανά σύμβαση ποσά, ήτοι στο προσήκον μέτρο κατά την ΑΚ 388, άλλως την 288 Α.Κ. Επίσης, ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι το ποσό του κεφαλαίου που έλαβαν οι ενάγουσες δυνάμει των επιδίκων συμβάσεων, είναι αυτό που εκταμιεύθηκε σε ευρώ, ήτοι τα ποσά των 198.498,05 ευρώ και 69.639,28 ευρώ, ότι έχει καταβληθεί στην εναγομένη: (α) το συνολικό ποσό των 81.681,12 ευρώ (59.248,71 ευρώ για κεφάλαιο και 22.397,27 ευρώ για τόκους) για την πρώτη δανειακή σύμβαση, και (β) το συνολικό ποσό των 27.826,28 ευρώ (16.980,23 ευρώ για κεφάλαιο και 10.832,55 ευρώ για τόκους) για την δεύτερη δανειακή σύμβαση, και ότι το άληκτο κεφάλαιο ανέρχεται για την πρώτη σύμβαση σε (198,498505 – 81.681,12 = 116.816,92 ευρώ, άλλως σε (198.498,05 – 59.248,71 =) 139.249,34 ευρώ, και για την δεύτερη σύμβαση σε (69.639,28 – 27.826,28 41.813 ευρώ, άλλως σε 52.659,05 (69.639,28 – 16.980,23= 52.659,05) ευρώ. Τέλος, ζήτησαν οι ενάγουσες να υποχρεωθεί η εναγομένη να απέχει στο μέλλον από τον παράνομο τοκισμό των οφειλών των εναγουσών και να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την επικουρική βάση που στηρίζεται στο άρθρο 288 ΑΚ, καθώς και το αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη να απέχει στο μέλλον από τον παράνομο τοκισμό των οφειλών των εναγουσών, ενώ απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης , ως αντίθετης σε απαγορευτική διάταξη νόμου κατ’ άρθρο 174 Α.Κ και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 806 Α.Κ ΚΑΙ ΠΔΤΕ 1995/1991 καθώς και  την επικουρική βάση της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας των ένδικών συμβάσεων ως αντικείμενων στην ΠΔΤΕ 2325/1994 καθώς και στη διάταξη του άρθρου 372 Α.Κ και στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ  αλλά και στις διατάξεις των άρθρων 140 έως 142 Α.Κ και 138 Α.Κ. Τέλος κρίθηκε μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής με την οποία αιτούνται την αναπροσαρμογή της ένδικης σύμβασης στο προσήκον μέτρο κατ’ άρθρο 388 Α.Κ καθώς και τα αιτήματα της αγωγής να αναγνωριστεί ότι το ποσό του κεφαλαίου που έλαβαν οι ενάγουσες δυνάμει των επιδίκων συμβάσεων, είναι αυτό που εκταμιεύθηκε σε ευρώ, ήτοι τα ποσά των 198.498,05 ευρώ και 69.639,28 ευρώ, με συνέπεια το άληκτο κεφάλαιο ανέρχεται για την πρώτη σύμβαση σε (198,498505 – 81.681,12 = 116.816,92 ευρώ, άλλως σε (139.249,34 ευρώ, και για την δεύτερη σύμβαση σε 41.813 ευρώ, άλλως σε 52.659,05 ευρώ. Κατά τα λοιπά η αγωγή κρίθηκε νόμιμη ως προς την κύρια βάση της περί ανυπόστατου των συμβάσεων λόγω μη καταβολής του δανείσματος που είχε συμφωνηθεί σε ελβετικό φράγκο και την επικουρική βάση που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 2, παρ. 1, 6 και 7 του Ν.2251/1994,281, 806 Α.Κ και ΠΔΤΕ 2501/2002 και 70 Α.Κ και έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν κατά την επικουρική της βάση που στηρίζεται στο Ν.2251/1994 και με την αιτιολογία ότι το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας μόνο των προαναφερομένων συγκεκριμένων καταχρηστικών όρων των συμβάσεων περιλαμβάνεται ως έλασσον στο αίτημα της αγωγής περί ακυρότητας του συνόλου των επίδικων δανειακών συμβάσεων και αναγνωρίστηκε ότι οι όροι 4.5 και 8.1 της υπ’ αριθμό …………….. δανειακής σύμβασης και οι όροι 4.4 και 8.1 της με αριθμό ………… δανειακής σύμβασης, τυγχάνουν κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό σκέλος τους άκυροι ως καταχρηστικοί και άκυροι, με συνέπεια, οι καταβολές, που οι ενάγουσες πραγματοποιούν είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα, προς εκπλήρωση των απορρεουσών, από τις ανωτέρω συμβάσεις, υποχρεώσεών τους, το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο των δανείων σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων και το άληκτο κεφάλαιο κατά τον χρόνο πρόωρης εξόφλησης του δανείου και κατόπιν μετατροπής τους σε ευρώ, πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ελβετικού φράγκου-ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου και δη ισοτιμία 1,630 που ίσχυε στις 27.8.2008 για την δεύτερη επίδικη δανειακή σύμβαση και υποχρέωσε την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κλπ) και καταβολών εκ μέρους των εναγουσών, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ κατά τον αναφερόμενο στην ως άνω διάταξη χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Τέλος, η εκκαλουμένη απόφαση συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής των εναγόντων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται επειδή κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης του νόμου 2251/1964 η εκκαλουμένη απόφαση τελικά έκρινε άκυρους ως καταχρηστικούς τους όρους 4.5 της υπ’ αριθμό …….. δανειακής σύμβασης και οι 4.4 και της με αριθμό …………. δανειακής σύμβασης, οι οποίοι όριζαν ότι «…η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα , είτε με το σε Ευρώ ισάξιο αντίτιμο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων, υπολογιζόμενο κατά την ημέρα πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκόψει από την διατραπεζική αγορά του συναλλάγματος …. » λόγω της υπαγωγής τους στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έκρινε ότι οι επίμαχοι όροι δεν υπόκειται καθόλου σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Επί του ανωτέρω λόγου έφεσης λεκτέα είναι τα εξής : Οι ως άνω όροι σύμφωνα με τους οποίους η οφειλέτρια υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης , είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής , δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. Α.Κ , αφού οφείλεται μόνο μια παροχή σε ξένο νόμισμα και απλώς παρέχεται η ευχέρεια στον οφειλέτη να την εκπληρώσει είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ που είναι το εθνικό νόμισμα με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό οι όροι αυτοί δεν επαναλαμβάνουν νοηματικά απηχούν όμως το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 Α.Κ. Οι όροι αυτοί που ουσιαστικά έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο συνιστούν προδιατυπωμένους γενικούς όρους, εντάσσονται στους «δηλωτικούς όρους» – naturalia negotii -της σύμβασης, αφού επαναλαμβάνουν την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, χωρίς να εισάγουν απόκλιση από αυτήν και χωρίς να την συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως χωρίς να καταλείπουν τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην κρίση της εναγόμενης Τράπεζας, αλλά επαναλαμβάνουν την ανωτέρω διάταξη αυτούσια, ρυθμίζοντας συναλλαγή σε αλλοδαπό νόμισμα υπό το ίδιο ρυθμιστικό πρότυπο στο οποίο απέβλεπε ο εθνικός νομοθέτης όταν την θέσπιζε. Οι ανωτέρω ΓΟΣ, ως «δηλωτικοί όροι» κατά την έννοια που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι καταχρηστικοί, αφού η ρύθμισή τους συμπίπτει με το νόμο, ώστε να εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου σύμφωνα και με τη ρητή επιταγή του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 (βλ. ΟλΑΠ 4/2019 ΔΕΕ 2019. 411). Οι όροι αυτοί είναι, βέβαια, και όροι που ρυθμίζουν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, ήτοι την παροχή του οφειλέτη (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 20.09.2017, υπόθεση Ο­Ι 86/2016), πλην όμως ο χαρακτήρας τους ως δηλωτικών όρων, που αποκλείει παντελώς τον έλεγχό του για καταχρηστικότητα, υπερισχύει, ώστε να μην απαιτείται περαιτέρω έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/2013, για το εάν αυτοί είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Επιπλέον οι επίμαχοι συμβατικοί όροι δεν εμφανίζουν ατυπικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ισχύει ο τιθέμενος με τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ κανόνας (οφειλή σε ξένο νόμισμα), ο οποίος, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία τυποποιημένων συμβάσεων, αλλά εντάσσεται στο γενικό ενοχικό δίκαιο και εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους των συμβάσεων του ενοχικού δικαίου, ανεξαρτήτως του είδους της σύμβασης που καταρτίστηκε και καταλαμβάνουν κάθε χρηματική ενοχή, ανεξάρτητα αν στηρίζονται στο νόμο ή σε σύμβαση, και ανεξάρτητα από τον στιγμιαίο ή διαρκή χαρακτήρα της σύμβασης και τον τύπο στον οποίο αυτή υπάγεται, και επομένως εφαρμόζεται και στις συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου, όπως η ένδικη σύμβαση. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις, που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως η εν λόγω δανειακή σύμβαση, με την οποία συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα – ελβετικά φράγκα- με βάση το ΠΔ 96/1993, ΠΔ. 104/1994, ΠΔ/ΤΕ 2303/1994, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, ΠΔ/ΤΕ 2342/1994, αρ. 63 επ. ΣΛΕΕ, αρθ. 5 § 1 ν.2842/2000. Υποδεικνύει δε τον τρόπο εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα και σχετίζεται μόνο με τον όρο της συναλλαγματικής ισοτιμίας που αφορά την καταβολή της οφειλόμενης χρηματικής παροχής του οφειλέτη για την απόσβεση του δανείου. Οι επίδικοι συμβατικοί όροι των ως άνω συμβάσεων ουδόλως αφίστανται του ρυθμιστικού προτύπου που προϋπέθετε ο εθνικός νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, αντιθέτως ταυτίζονται με τις περιπτώσεις που η τελευταία διάταξη ρυθμίζει και δεν αποκλίνει από τη ρύθμιση αυτή, δοθέντος ότι (α) έχουμε οφειλή σε ξένο νόμισμα και επομένως, σύμφωνα με την έννοια του δανείου, κατά την οποία ο οφειλέτης υποχρεούται να αποδώσει πράγματα της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, η αποπληρωμή πρέπει να γίνει στο νόμισμα αυτό, (β) ο τόπος αποπληρωμής είναι η Ελλάδα και (γ) παρέχεται η ευχέρεια στις ενάγουσες οφειλέτριες να πληρώσουν σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τόπο πληρωμής. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο επίδικοι όροι δεν εισάγουν απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, δεν την συμπληρώνουν , ούτε την διαφοροποιούν ως προς το οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο, καταλείποντας τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην εναγομένη Τράπεζα. Επίσης, οι ανωτέρω όροι επαναλαμβάνουν νομοθετική διάταξη, που ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο σύμβασης που ο όρος αυτός αφορά (οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα) και δεν επαναλαμβάνουν εθνική διάταξη αφορώσα άλλο τύπο σύμβασης, οπότε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, δεν θα ίσχυε γι’ αυτόν η εξαίρεσή του από την εφαρμογή της Οδηγίας και από τον έλεγχο καταχρηστικότητας. Εξάλλου, οι επίδικοι όροι ορίζοντας ρητά και με σαφήνεια ότι η μετατροπή των ευρώ σε ελβετικά φράγκα για την αποπληρωμή των δόσεων γίνεται με βάση την τιμή πώλησης του ξένου νομίσματος από την εναγόμενη Τράπεζα, προβλέπουν έτσι μία ισοτιμία (την ισχύουσα κατά το χρόνο καταβολής ισοτιμία Ευρώ/CHF), η οποία, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη), δεν καθορίζεται μονομερώς από την εναγομένη, αλλά διαμορφώνεται και καθορίζεται από διεθνή οικονομικά στοιχεία και ανακοινώνεται από την ΕΚΤ στο Δελτίο Ισοτιμιών Αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Κρίσιμη δηλαδή ισοτιμία για το ερευνώμενο ζήτημα (μετατροπή των ευρώ σε φράγκα για την εξόφληση), είναι η τιμή πώλησης, ενώ η τιμή αγοράς έχει σημασία για άλλο ζήτημα, που ανακύπτει σε άλλο χρονικό σημείο, ήτοι τη μετατροπή των φράγκων σε ευρώ κατά την εκταμίευση του δανείου, η δε οικονομική επιβάρυνση της ενάγουσας δανειολήπτριας από τη χρέωση εκ μέρους της εναγόμενης Τράπεζας προμήθειας αγοράς ή πώλησης του ξένου νομίσματος, κατά τις διάφορες φάσεις της λειτουργίας της δανειακής σχέσης, ιδίως κατά την εκταμίευση του δανείου ή κατά την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, κινείται στα χαμηλά επίπεδα της διαφοράς μεταξύ των τιμών αγοράς ή πώλησης του αλλοδαπού νομίσματος και της μέσης τιμής. Συνοψίζοντας, η διαμόρφωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην επίδικη σύμβαση δεν εναπόκειται στη βούληση της εναγομένης, ούτε γίνεται από αυτήν μονομερώς, αλλά καθορίζεται από διεθνή χρηματοοικονομικά δεδομένα με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ενώ διαμορφώνεται και ανακοινώνεται από την ΕΚΤ, χωρίς να μπορεί η εναγομένη να επηρεάσει και να καθορίσει την ισοτιμία των δύο νομισμάτων. Επιπλέον, ούτε το ύψος της παροχής της ενάγουσας οφειλέτριας ανατέθηκε με τη σύμβαση αυτή στην απόλυτη κρίση της εναγόμενης, αλλά εξαρτήθηκε από την ισοτιμία των νομισμάτων, που αποτελεί αποτέλεσμα της παγκόσμιας διατραπεζικής αγοράς και είναι διαγνωστό και αντικειμενικό για όλους τους συναλλασσόμενους μέγεθος. Σε κάθε δε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι οι επίδικοι όροι 4.5 και 4.4 δεν πάσχουν αοριστίας κατά το περιεχόμενό τους, ενόψει του ότι η παροχή (μηνιαία δόση) προσδιορίζεται με επάρκεια, αφού σαφώς αναφέρεται ότι αυτή καθορίζεται με βάση την εκάστοτε ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου, πληροφορία που εύκολα μπορεί να γίνει γνωστή στις ενάγουσες δανειολήπτριες και αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο που ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων, δοθέντος ότι καθορίζεται από την διατραπεζική αγορά και διαμορφώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα, ώστε να είναι δυνατόν στον καταναλωτή να ενημερώνεται σε ημερήσια βάση για τις διακυμάνσεις, η δε καταγραφή της μηνιαίας δόσης μπορεί να γίνει με απλό μαθηματικό υπολογισμό. Επομένως, το σε ευρώ ισάξιο καταβαλλόμενο ποσό της εκάστοτε δόσης συναρτήθηκε από κριτήριο ειδικά οριζόμενο στη σύμβαση, το οποίο δεν καθορίζεται μονομερώς από την εναγομένη Τράπεζα, αλλά προκύπτει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, και ως εκ τούτου η παροχή της ενάγουσας δανειολήπτριας ήταν συγκεκριμένη και όχι αόριστη. Λόγω δε της νομικής αβασιμότητας της επικαλούμενης από τις ενάγουσες ακυρότητας των ως άνω των ένδικων συμβάσεων ως καταχρηστικών και αντικείμενων στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, μη νομίμως προβάλλεται και η επικαλούμενη ανάγκη ερμηνευτικής συμπλήρωσης του κενού που δημιουργείται στη σύμβαση, με βάση την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, οι εν λόγω όροι ως δηλωτικοί δεν αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, ερευνώντας κατ’ ουσίαν την εν λόγω υπόθεση, έκρινε ότι οι ως άνω όροι (όσον αφορά στο σχετικό προσδιορισμό της ισοτιμίας των ανωτέρω νομισμάτων), δεν έχουν δηλωτικό χαρακτήρα και ακολούθως δέχθηκε ότι αυτοί είναι καταχρηστικοί, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί το αντίστοιχο κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης , αναγκαίως δε και η περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1404/2014 Αρμ 2015.288), να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ) και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή, ως νόμω αβάσιμη, κατά το επικουρικό αίτημά της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων και ειδικότερα των όρων 4.4 και 4.5 αντίστοιχα.

Περαιτέρω, μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 2 § 7 του Ν. 2251/1994, είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Η αρχή της διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδ. α της Οδηγίας αυτής [ΕφΟρ 110/2017, ΕφΑΘ (Μον) 699/2020, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] ενώ στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στο άρθρο 2 παρ. 2 α και 7 ε, ια του Ν. 2251/1994 [ΕφΘρ 110/2017, ό.π, ΕφΘρ 24/2017, ΕΕμπΔ 2017.132, ΕφΑΘ (Μον) 699/2020 ό.π]. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π). Αποτελεί δε εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για τη συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του ΔΕΕ έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30/4/2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, που συμπληρώνει το άρθρο 5 εδ. α’ αυτής οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’ εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εν τούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας ελέγχεται, ώστε να διαγνωστεί αν είναι σύμφωνος με την αρχή της διαφάνειας, η οποία συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων, που πρέπει να τους διακρίνει [ΕφΑΘ (Μον) 699/2020 ό.π]. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή στην προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. δεν αφορά απλά και μόνον τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν. Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑΘ (Μον) 699/2020 ό.π]. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του προμηθευτή [ΕφΑΘ (Μον) 699/2020 ό.π]. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγάμενες απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων, με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους, με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι, για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μια διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου [ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑΘ (Μον) 699/2020 ό.π]. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Ένας Γ.Ο.Σ., ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος [ΟλΑΠ 12/2017, ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επίσης, με την ΠΔΤΕ 2325/2.8.1994, που εκδόθηκε νομίμως στο πλαίσιο των καθηκόντων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, να καθορίζει με Πράξεις του, μεταξύ άλλων, τους όρους χορηγήσεως πιστώσεων από τις Τράπεζες και εν γένει την πιστωτική πολιτική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά κυρίως με τις διατάξεις του Ν. 2842/2000, καθιερώνεται η σύννομη κατάρτιση μίας συμβάσεως δανείου σε συνάλλαγμα, όπως το ελβετικό φράγκο. Περαιτέρω, στα δάνεια σε ξένο νόμισμα η υποχρέωση ενημέρωσης καθιερώνεται και από διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου). Μεταξύ αυτών των διατάξεων του ελληνικού δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού, ιδιαίτερη θέση κατέχει η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, η οποία ανάγεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή ελέγχεται αναιρετικά (ΕφΑΘ 3607/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Με την τελευταία αυτή πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 § 5 του ν. 2076/1992, κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α’ αυτής, με τίτλο «Γενικές Αρχές», τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί, να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων και να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. Επίσης, στην παράγραφο Β’ αυτής, καθορίζεται η ελάχιστη ενημέρωση αναφορικά με συγκεκριμένες τραπεζικές εργασίες, όπως καταθέσεις, χορηγήσεις, λοιπές εργασίες, καθώς και σε σχέση με πιστωτικές κάρτες και παράγωγα προϊόντα, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. Ειδικώς, αναφορικά με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος δάνεια, η ελάχιστη ενημέρωση των δανειοληπτών περιλαμβάνει ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β, αρ. 2 περ. χ), και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β, αρ. 2 περ. ix). Εξάλλου, στην ίδια πράξη προβλέπεται, σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, ότι η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε : α) αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της επένδυσης, β)σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων σε εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κ.λ.π.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (παρ. Β, αρ. 2 περ. στ).

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία είναι πρόσφορα είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα το έτος 2007 αναζητούσε τραπεζικό φορέα, για να λάβει στεγαστικό δάνειο με συμφέροντες όρους, προκειμένου να προβεί στην ανέγερση, αποπεράτωση και επέκταση κατοικίας σε οικόπεδο κείμενο στην ….. Κερατσινίου Αττικής. Έτσι καταρτίστηκε αφενός μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και αφετέρου της εναγομένης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..” στο υποκατάστημά της στην ….. Αττικής, της πρώτης ενάγουσας συμβληθείσας ως πρωτοφειλέτριας και της δεύτερης συμβληθείσας ως εγγυήτριας : α) η υπ’ αριθμό ……… δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 330.400 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 198.498,05 ευρώ περίπου κατά το χρόνο εκταμίευσης και β) η με αριθμό .………… δανειακή σύμβαση, ύψους 113.720,95 ελβετικών φράγκων που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 69.639,28 ευρώ περίπου κατά το χρόνο εκταμίευσης. Η διάρκεια αποπληρωμής του πρώτου δανείου συμφωνήθηκε σε 300 μήνες και του δεύτερου δανείου συμφωνήθηκε σε 288 μήνες, με σταθερό επιτόκιο κατά τη διάρκεια του πρώτου 24μήνου και ακολούθως με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου (CHF) μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών πλέον περιθωρίου 0,80% όσον αφορά την πρώτη και 1,60 % όσον αφορά τη δεύτερη πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975. Στις ανωτέρω έντυπες συμβάσεις περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, ο όρος 4.4 στην πρώτη και 4.5 στην δεύτερη, που προέβλεπε ότι: « : «…η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε Ευρώ ισάξιο αντίτιμο του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων, υπολογιζόμενο κατά την ημέρα πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από την διατραπεζική αγορά του συναλλάγματος …. » Επίσης, με τον όρο με αριθμό 8.1 όρο αμφοτέρων των συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι: «… σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου … η Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την Τράπεζα του Ελβετικού Φράγκου (ελβετικό Φράγκο CHF) κατά την ημέρα μετατροπής ήτοι το δικαίωμα της εναγομένης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς του CHF κατά την ημέρα μετατροπής. Το ποσό του δανείσματος της δανειακής σύμβασης των 330.400 ελβετικών φράγκων εκταμιεύθηκε στις 24.7.2007 και το ποσό της δεύτερης σύμβασης των 113.720,95 ελβετικών φράγκων εκταμιεύτηκε στις 28.7.2008, πιστώθηκαν δε στον με αριθμό …………… λογαριασμό που τηρούνταν προς εξυπηρέτησή της σε ελβετικό φράγκο. Ακολούθως, το ποσό αυτό μετατράπηκε αυθημερόν σε ευρώ (και συγκεκριμένα σε 198.498,05 και 69.639,28 ευρώ), με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς της ΕΚΤ κατά την ημέρα εκταμίευσης, και αναλήφθηκε από την πρώτη ενάγουσα, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες για τις οποίες ελήφθη το δάνειο. Η εκταμίευση των ανωτέρω ποσών προκύπτει από την πίστωση του ανωτέρω λογαριασμού σε ελβετικό φράγκο, που είναι προγενέστερη της μετατροπής αυτού σε ευρώ και της αντίστοιχης εκταμίευσής του στο εγχώριο νόμισμα. Άλλωστε, από την κίνηση του λογαριασμού και τις ενημερώσεις που οι ενάγουσες ελάμβαναν αναφορικά με το υπόλοιπο του δανειακού λογαριασμού τους, προκύπτει ότι το νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε το δάνειο ήταν το ελβετικό φράγκο. Δηλαδή, με μόνη την πίστωση του προαναφερόμενου λογαριασμού της δανειολήπτριας – πρώτης ενάγουσας σε ελβετικά φράγκα, το δάνεισμα των επίδικων συμβάσεων, τέθηκε στη διάθεσή της και έτσι αυτή κατέστη δικαιούχος του ανωτέρω ποσού, ανεξάρτητα από το ότι κατόπιν ανέλαβε, όχι ελβετικά φράγκα, αλλά το ισόποσο τους σε ευρώ. Έτσι το δάνεισμα περιήλθε στην κυριότητα της δανειολήπτριας σε ελβετικά φράγκα σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού από τον οποίο και είχε δικαίωμα αναλήψεως του ποσού, ανεξάρτητα από την μετατροπή του, ακολούθως, σε ευρώ. Επίσης, από την κίνηση του λογαριασμού αυτού σε ελβετικό φράγκο που προαναφέρθηκε και τις προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες βεβαιώσεις της εναγομένης σχετικά με τα καταβληθέντα από την πρώτη ενάγουσα ποσά σε ευρώ προς εξόφληση των δόσεων του δανείου, προκύπτει ότι η πρώτη ενάγουσα εξοφλούσε τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου σε ευρώ και ακολούθως γινόταν η πίστωση των ποσών αυτών στον προαναφερόμενο λογαριασμό με μετατροπή στο αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Οι συμβάσεις αυτές, όπως και όλοι οι όροι που διαμορφώνουν το περιεχόμενο τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι άνω μνημονευόμενοι όροι των επίδικων δανειακών συμβάσεων, δεν εμφάνιζαν οποιαδήποτε απόκλιση απ’ όλες τις λοιπές ομοειδείς και ίδιου περιεχομένου συμβάσεις χορήγησης στεγαστικών δανείων σε ελβετικά φράγκα, οι οποίες επαναλαμβάνονταν μεταξύ ληπτών και τραπεζών κατά την περίοδο των ετών που προηγήθηκαν και ακολούθησαν του χρόνου κατάρτισης τους. Οι συγκεκριμένες συμβατικές σχέσεις, ταυτιζόμενες με όλες τις άλλες της ίδιας κατηγορίας συμβάσεις, λόγω της συχνής εμφάνισης τους κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είχαν διαμορφώσει τον αντίστοιχο ενιαίο τύπο σύμβασης χορήγησης στεγαστικού δανείων σε ελβετικό φράγκο. Οι όροι των συμβάσεων αυτών ήταν συγκεκριμένοι, όμοιου περιεχομένου με τους προαναφερόμενους και συνιστούσαν τους γενικούς όρους συναλλαγών που διαλαμβάνονταν στα έντυπα των σχετικών συμβάσεων, τις οποίες επέλεγαν οι καταναλωτές, εκτιμώντας ότι αυτές αποτελούν την βέλτιστη για τους ίδιους μορφή συμβατικής δέσμευσης. Η εκτίμηση αυτή των καταναλωτών ήταν αποτέλεσμα της λήψης, αποτίμησης και επιβεβαίωσης εκ μέρους τους των αναγκαίων πληροφοριών, από τις οποίες προέκυπτε ότι ήταν αυξημένη η σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, κατά τρόπο ώστε να είναι ευνοϊκή για τους ίδιους η διαμόρφωση του ύψους της καταβαλλόμενης εκ μέρους τους τμηματικής χρηματικής παροχής την οποία όφειλαν σε εκπλήρωση της υποχρέωσης απόδοσης των δανείων, ενώ επιπλέον και το επιτόκιο L1BOR ήταν σημαντικά μειωμένο έναντι του αντιστοίχου EURIBOR. Όλες οι προαναφερόμενες πληροφορίες, που ήταν βάσιμες για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αναδεικνύουν τη σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία αποτελεί το ειδικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τον ανωτέρω περιγραφόμενο τύπο των συμβατικών σχέσεων στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη, ως το κυρίαρχο αντικείμενο λήψης ενημέρωσης των καταναλωτών που επέλεγαν τις αντίστοιχες συμβατικές μορφές. Οι ενάγουσες περιλαμβάνονται μεταξύ των καταναλωτών αυτών, σε σχέση με τους οποίους η λήψη των σχετικών πληροφοριών θεωρήθηκε και λειτούργησε κατά τρόπο ώστε να αντιληφθούν ότι, εντός του πεδίου ανάπτυξης του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συμβάσεων, ήταν για τους ίδιες πλέον συμφέρον να υπαχθούν στον ως άνω ειδικότερο συμβατικό τύπο, που, λόγω του σύμφυτου με την μεταβλητότητα της νομισματικής ισοτιμίας, αναγκαία συνοδεύεται από την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου υποτίμησης του ευρώ έναντι του νομίσματος χορήγησης. Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενη η θέση των εναγουσών ως καταναλωτών δεν χαρακτηρίζεται από ορισμένο πληροφοριακό έλλειμμα, ώστε να αναιρείται το υφιστάμενο σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε παραπάνω νομική σκέψη, πρότυπο πληροφόρησης και να εμφανίζεται αναγκαιότητα παροχής προστασίας σε αυτές με την επιβολή κάποιου αναγκαστικού περιεχομένου στις συμβάσεις. Ειδικότερα, οι ως άνω όροι της δανειακής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, εκτός της γραμματικής και γλωσσικής σαφήνειας από την οποία χαρακτηρίζονται, δεν είναι παραπλανητικοί, αφού δεν συγκαλύπτουν, ούτε διαστρεβλώνουν το περιεχόμενο τους, το οποίο οι ενάγουσες και οποιοσδήποτε άλλος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, ήταν σε θέση να αντιληφθούν, ώστε να πληροφορηθούν και να εκτιμήσουν τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους τους συναλλαγματικό κίνδυνο. Εξάλλου, οι παραπάνω όροι είναι αυτοί στους οποίους, όπως είναι αναμενόμενο, επικεντρώνεται το μείζον ενδιαφέρον ενημέρωσης των εναγουσων, δεδομένου ότι προσδιορίζουν την κύρια υποχρέωση την οποία αναλαμβάνουν οι τελευταίες. Σε σχέση με τα πρόσωπα των εναγουσών, εκ των οποίων η πρώτη είναι ιδιωτική υπάλληλος, δεν έχει προκύψει ότι αυτή στερείτο της μέσης ικανότητας πρόσληψης και επεξεργασίας όλων των ανωτέρω πληροφοριών σχετικά με την διαμόρφωση, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, της έκτασης και του περιεχομένου της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης. Εξάλλου, για την κατανόηση της υποχρέωσης αυτής και των συνεπειών που συνδέονται με την ανάληψη της δεν επιβαλλόταν οι ενάγουσες να έχουν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, ούτε κατά μείζονα λόγο ήταν αναγκαίο, αλλά και αναμενόμενο, να υποχρεωθούν από την εναγομένη σε λήψη εκτεταμένης και εξειδικευμένης ενημέρωσης της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος διαμόρφωσης και μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι προαναφερθέντες όροι των συμβάσεων ήταν απολύτως προβλέψιμοι από τις ενάγουσες, αφού οι ρήτρες που περιέχουν είναι πανομοιότυπες σ’ αυτές και στις επαναλαμβανόμενες ανάλογες συμβάσεις, ως σύμφυτες με των τύπο αυτών. Ο αριθμητικός προσδιορισμός της οικονομικής επιβάρυνσης που οι ενάγουσες αναλάμβαναν δεν είναι αόριστος, αλλά ορισμένος και προκύπτει από την υφιστάμενη κατά την κρίσιμη περίοδο σχέση ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, με την εκτέλεση ενός απλού μαθηματικού υπολογισμού. Επιπλέον, το ύψος της τρέχουσας τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου δεν ελέγχεται από την εναγομένη, αλλά προκύπτει από τη λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς συναλλάγματος, ενώ είναι δεδομένη η ευχέρεια λήψης της σχετικής πληροφόρησης προερχόμενης από δημοσιεύσεις στον τύπο, από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, αλλά και από ανακοινώσεις που εκτίθενται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της εναγομένης ή κάποιας άλλης τράπεζας. Αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη παρείχε ενημέρωση στις ενάγουσες κατά το προσυμβατικό στάδιο των διαπραγματεύσεων με αντικείμενο την ύπαρξη του πιο πάνω αναφερομένου συναλλαγματικού κινδύνου των συγκεκριμένων δανειακών συμβάσεων σε συνάλλαγμα από την ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, προφορικά από τους αρμόδιους υπαλλήλους της που την εκπροσωπούσαν στην κατάρτιση αυτών των συμβάσεων και με σχετικό έντυπο που έφερε τον τίτλο «πληροφοριακό δελτίο στεγαστικών δανείων» του οποίου οι ενάγουσες έλαβαν γνώση – όπως συμβατικά συνομολόγησαν – στο οποίο είχε συμπεριλάβει παράδειγμα της εκάστοτε μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης λαμβάνοντας ως ισοτιμία την μέγιστη τιμή αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου και στο οποίο αναφέρονταν οι κίνδυνοι από την ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας με την παράθεση σχετικού παραδείγματος. Το γεγονός αυτό ήτοι ότι οι ενάγουσες ήταν ενήμερες και τους είχε επισημανθεί ο ως άνω συναλλακτικός κίνδυνος αποδεικνύεται και από το ότι έχει συμπεριληφθεί σε αμφότερες τις δανειακές συμβάσεις ο με αριθμό 10 συμβατικός όρος σύμφωνα με τον οποίο «ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι πριν την υπογραφή της παρούσας σύμβασης ενημερώθηκαν πλήρως από τους υπάλληλους της Τράπεζας σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση αυτή και ότι τους επεξηγήθηκαν όλοι οι όροι αυτής και ιδίως οι κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν από την ενδεχόμενη αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, αναφορικά με την σε ευρώ αποτίμηση του κεφαλαίου του δάνειου, των ασφαλίστρων, της καταβαλλομένης δόσης και την εν γένει αποπληρωμή του δανείου …. » . Όσον αφορά στη θεσπιζόμενη με τη 2501/2002 ΠΔ/ΤΕ, υποχρέωση ενημέρωσης για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, στην περίπτωση των επίδικων δανειακών συμβάσεων προβλέφθηκε η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων απευθείας σε ελβετικά φράγκα και η τροπή του δανείου από CHF σε EUR, δεδομένου ότι κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα στις ενάγουσες είχε επισημανθεί ο κίνδυνος από την ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας των νομισμάτων. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται, η μείωση της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου εκδηλώθηκε ως μία σταδιακή και διαρκής εξέλιξη που είχε την μορφή της διολίσθησης. Συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω χρόνο της πρώτης εκταμίευσης του πρώτου δανείου ήτοι την 24.7.2007 η ισοτιμία των δύο νομισμάτων ανερχόταν σε 1,66645 δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,66645 ελβετικά φράγκα και κατά την ημέρα της εκταμίευσης του δεύτερου δανείου ήτοι 28.7.2008 ήταν 1,6330 δηλαδή ένα ευρώ ισούτο με 1,6330 ελβετικά φράγκα, ενώ στις 31.12.2014 ανήλθε σε 1,2024 δηλαδή ένα ευρώ ισούτο με 1,2024 ελβετικά φράγκα και έκτοτε έβαινε συνεχώς μειούμενη έτσι ώστε κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2007 η μηνιαία δόση του δανείου διαμορφώθηκε στο ποσό των 912,85 ευρώ και με μικρές αποκλίσεις κυμάνθηκε στο ποσό αυτό κατά την πρώτη τριετία της σύμβασης, αντίστοιχα δε η μηνιαία δόση του δευτέρου στεγαστικού δανείου ανέρχονταν κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2008 στο ποσό των 403 ευρώ έως το έτος 2013, εντός δε τους έτους 2014 παρατηρήθηκε αύξηση της μηνιαίας δόσης. Στις 31.12.2014 το άληκτο κεφάλαιο της πρώτης σύμβασης ανερχόταν σε 234.315,02 ευρώ, δηλαδή 35.816,97 ευρώ περισσότερα από εκείνα που είχε δανειστεί και της δεύτερης σύμβασης ανέρχονταν σε 85,443,609 ευρώ, δηλαδή 15.804,329 ευρώ περισσότερα από όσα είχε αρχικά δανειστεί. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας στο ύψος που αυτή επήλθε δεν ήταν προβλέψιμη, καθώς επί σειρά ετών είχε παραμείνει σταθερή και, βέβαια, κανένα πιστωτικό ίδρυμα δεν εγγυήθηκε τη μη μεταβολή της. Η απόφαση των εναγουσών να επιλέξουν την ως άνω ρήτρα ελβετικού φράγκου ήταν αποκλειστικά δική τους επιλογή, η οποία ανάγεται στη διαμόρφωση του δικαιοπρακτικού θεμελίου, ενώ η επελθούσα μεταβολή της ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο οδήγησε σε πραγμάτωση του συναλλαγματικού κινδύνου, τον οποίο συμβατικά έφεραν οι ίδιοι. Η δε υποτίμηση δεν ήταν αιφνίδια και απότομη και, όπως αναφέρθηκε, δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί εκ των προτέρων, αλλά συντελέστηκε μία βαθμιαία διολίσθηση, το εύρος της οποίας εκτιμάται εκ των υστέρων. Περαιτέρω, οι επίδικες συμβάσεις στεγαστικού δανείου, δεν αποτελούν σύνθετο προϊόν, το οποίο να απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και σύνθετους υπολογισμούς, ώστε να χρειάζεται να γίνει κατανοητός ο όρος «συναλλαγματικός κίνδυνος», ο οποίος αποδίδει αυτό που γνωρίζουν όλοι στην καθομιλουμένη. Ειδικότερα, δεν απαιτούνται ειδικές οικονομικές γνώσεις για να αντιληφθεί ο μέσος καταναλωτής-δανειολήπτης ότι οι συναλλαγματικές μεταβολές επηρεάζουν την αξία ενός νομίσματος σε σχέση με άλλα και, εν προκειμένω την αξία του ευρώ σε σχέση με το ελβετικό φράγκο. Άλλωστε, η προτίμηση των εναγουσών να λάβουν δάνειο σε ελβετικό φράγκο, βασίστηκε ακριβώς στη γνώση τους ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (αλλά και την προηγούμενη αυτής όπως προεκτέθηκε), αν και ήδη παρουσιαζόταν μια μικρή υποχώρηση του ευρώ, η εν γένει σχετική ισοτιμία παρέμενε ευνοϊκή. Ακόμη ο συναλλαγματικός κίνδυνος για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω, και για τον οποίο ήταν, για τους προεκτεθέντες λόγους, ενήμερες οι ενάγουσες, δεν επιρρίφθηκε μονομερώς σε αυτές αλλά τον ανέλαβαν συμβατικά, στο πλαίσιο της φύσης της σύμβασης καθώς ρητά στον όρο 4.4 και 4.5 αντίστοιχα των δανειακών συμβάσεων επισημαίνεται ότι οι ενάγουσες αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη του δανείου σε συνάλλαγμα και ότι σε περίπτωση δυσμενούς γι’ αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ θα επιβαρυνθούν για την αποπληρωμή του δανείου τους. Παρά την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου οι ενάγουσες σύναψαν την επίδικη σύμβαση επειδή όπως προεκτέθηκε, πίστευαν ότι θα επωφεληθούν από την ευνοϊκή, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, έχοντας (α)αφενός τη γνώση ότι το πλεονέκτημα που απολάμβαναν αναφορικά με την αποπληρωμή του δανείου τους, οφειλόταν ακριβώς σε αυτό τον παράγοντα (ισχυρό ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, συμφέρον επιτόκιο Libor [για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω] έναντι του Euribor [που αποτελεί το αντίστοιχο διατραπεζικό επιτόκιο στα δάνεια σε ευρώ]) και (β) αφετέρου την επίγνωση ότι η εν λόγω ισοτιμία είναι μεταβλητό μέγεθος και, κατόπιν τούτων, ανέλαβαν συμβατικά και τον σχετικό κίνδυνο, όπως εξάλλου είναι και η κατεύθυνση της διάταξης του άρθρου 291 του ΑΚ που αναφέρθηκε παραπάνω (υπό 1). Άλλωστε, εάν στο πλαίσιο μίας δανειακής σύμβασης σε ξένο νόμισμα, η τράπεζα έφερε τον κίνδυνο μεταβολής της ισοτιμίας, δεν θα υπήρχε λόγος να επιχειρήσει τέτοιου είδους σύμβαση. Ας σημειωθεί τέλος, ότι οι επίδικες δανειακές συμβάσεις μέχρι την άσκηση της αγωγής ήταν ακόμη ενεργείς δεν είχαν δηλαδή καταγγελθεί από την εναγομένη, συνεπώς ο συναλλαγματικός κίνδυνος πρακτικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει οριστικά, καθώς, κατά τον ίδιο τρόπο που σημειώθηκε η διολίσθηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, είναι δυνατό στο αμέσως επόμενο διάστημα να σημειωθεί ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος, κάτι που θα έχει ως συνέπεια την αναβίωση της ευνοϊκής ισοτιμίας και τα ανάλογα αποτελέσματα αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου. Ακόμα, δεν μπορούσε εκ των προτέρων να είναι γνωστή η σε βάθος χρόνου διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και μάλιστα σε ποσοστό άνω του 5% μεταξύ των δυο ανωτέρω νομισμάτων, ώστε να προκύπτει, άνευ άλλου τινός, η γνώση στην εναγομένη για την εν λόγω επιβάρυνση του αντισυμβαλλόμενου της (εναγόντων), και κατά την παράταση της διάρκειας του δανείου. Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται ότι η επιλογή των εναγουσών να συμφωνήσουν τη χορήγηση σε αυτούς του εν λόγω στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα και η μεταγενέστερη εμμονή αυτών στον ίδιο ως άνω συμβατικό τύπο, αποτελούν εκδηλώσεις της υποβάθμισης εκ μέρους αυτών του συναλλαγματικού κινδύνου που ανέλαβαν και της εκτίμησης ότι οι συγκεκριμένες συμβατικές σχέσεις θα εξακολουθήσουν και στο μέλλον, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, να είναι επωφελέστερες για τους ίδιους, ώστε να αξιολογείται εκ μέρους τους η συνέχιση τους ως περισσότερο συμφέρουσα από την μετατροπή του, εν αναμονή ευνοϊκής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Συνεπώς, αδιαφάνεια δεν αποδείχθηκε. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι οι επίδικοι, προδιατυπωμένοι όροι, της ανωτέρω δανειακής σύμβασης ήταν σαφείς από γραμματική άποψη και διαφανείς κατά το περιεχόμενό τους και τις οικονομικές τους συνέπειες, η δε λειτουργία τους ήταν κατανοητή από τις ενάγουσες κατά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και της πρόσθετης πράξης, και έτσι, επιλέγησαν ως συμφέροντες για τους ίδιες με βάση τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο συνομολογήσεώς τους οικονομικά δεδομένα. Επιπλέον, η εκκαλούσα τήρησε τις υπαγορευόμενες τόσο από τις γενικές διατάξεις από τις ειδικές διατάξεις (του ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) υποχρεώσεις της και εκπλήρωσε την υποχρέωσή της για ενημέρωση και πληροφόρηση των εναγουσών ο δε συναλλαγματικός κίνδυνος αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της επιλογής τους, στο πλαίσιο της συμβατικής τους ελευθερίας να αποπληρώσουν τις δόσεις των δανείων σε ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου έφεσης περί κατά εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογή της διάταξης του νόμου 2251/1964 και ειδικότερα περί της κρίσης της εκκαλουμένης απόφασης ότι δεν πληρούται το αναγκαίο πλαίσιο ενημέρωσης α που τίθεται με την ΠΔΤΕ/2501/2002, καθόσον η ενημέρωση δεν περιείχε με αποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας που συνδέονταν άρρηκτα με το μεγάλο βάθος χρόνου των δανειακών συμβάσεων, έτσι ώστε οι επίμαχοι όροι ήταν αδιαφανείς και υπερέβαιναν τα όρια που τάσσονται από τις παρ. 6,7 και 2 του άρθρου 2 του Ν.2251/1964 αλλά και του δεύτερου λόγου της έφεσής περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του νόμου Ν.2251/1964 διότι η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι δεν πληρούται το αναγκαίο πλαίσιο ενημέρωσης από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα Τράπεζα που τίθεται με την ΠΔΤΕ/2501/2002, καθόσον δεν προτάθηκε προϊόν αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου και ότι η προσυμβατική ενημέρωση των εναγουσών ήταν πλημμελής , έτσι ώστε οι επίμαχοι όροι ήταν αδιαφανείς και υπερέβαιναν τα όρια που τάσσονται από τις παρ. 6,7 και 2 του άρθρου 2 του Ν.2251/1964 ως βάσιμων κατ’ ουσίαν πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια , να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή, ως ουσία αβάσιμη κατά τα αιτήματά της .Σημειώνεται ότι με την ασκηθείσα από την εναγομένη-εκκαλούσα έφεση, δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση ως προς τα κεφάλαια της αγωγής που απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση ως νόμω και ουσία αβάσιμα, ενόψει του ότι δεν προσβλήθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τούτο. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκησή της, λόγω της νίκης της (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε’ του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018 έφεση, κατά της υπ’αριθ. 2525/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση υπ ’αριθ. 2525/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου που κατέθεσε κατά την άσκησή της (…………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο).

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 26.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2015 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν .

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17 Μαρτίου 2022 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, παρούσης και της Γραμματέως, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις 5 Μαΐου 2022.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω συνταξιο-

τήσεως και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της συνθέσεως

Εφέτης, Σταυρούλα Λιακέα.