ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 700 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) αφενός η από 1-9-2017 και με ειδ. αρ. κατάθ. ……. έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος – εναγομένου και β) αφετέρου η από 17-7-2017 και με ειδ. αρ. κατάθ. …… έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας- εναγομένης, κατά της υπ’ αριθμ. 2568/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων για τις διαφορές από τη σχέση γονέων και τέκνων (άρθρα 592 αρ. 2, 606 επ. ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις τους τροποπ. με τον Ν. 4335/2015), και πρέπει να συνεκδικαστούν, καθόσον είναι συναφείς, αφού προσβάλλουν την ίδια πρωτόδικη απόφαση, ενώ με τη συνεκδίκαση τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 524 § 1, 246 ΚΠολΔ). Οι ένδικες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά τον Ν. 4335/2016), εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης -μη συνυπολογιζομένου, σύμφωνα με τα άρθρα 147 § 2 ΚΠολΔ και 11 § 2 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, του διαστήματος των δικαστικών διακοπών-, η οποία έλαβε χώρα στις 4-7-2017 (βλ. επισημείωση στο επιδιδόμενο αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης από την δικαστική επιμελήτρια …….). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την από 18-8-2016 ένδικη αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ιστορούσε ότι από τον γάμο του με την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, που λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο, απέκτησαν ένα τέκνο, τον ……, που είναι ακόμη ανήλικος και δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί, διότι δεν έχει εισοδήματα ή πόρους από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να εργαστεί για να αποκομίζει τα προς το ζην. Ζητούσε δε, κατόπιν παραδεκτής παραίτησης από το αίτημα για καθορισμό της επικοινωνίας της εναγομένης με το ανήλικο και περιορισμού του αιτήματος διατροφής, 1) να ανατεθεί στον ίδιο οριστικά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη μητέρα του να του καταβάλλει, ως συνεισφορά της στη διατροφή του ανηλίκου, το ποσό των 100 € μηνιαίως, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, 3) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επίσης, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την από 21-10-2016 αντίθετη αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του ίδιου ανωτέρω δικαστηρίου, εξέθετε ότι από τον γάμο της με τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, που λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο, απέκτησαν ένα τέκνο, τον ….., που είναι ακόμη ανήλικος και διαμένει μαζί της με βάση το από 27-3-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήψε με τον εναγόμενο στα πλαίσια του συναινετικού διαζυγίου. Ότι ο ανήλικος δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί, διότι δεν έχει εισοδήματα ή πόρους από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να εργαστεί για να αποκομίζει τα προς το ζην. Ζητούσε δε, 1) να ανατεθεί στην ίδια οριστικά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, 2) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πατέρας του να της καταβάλλει με την ιδιότητα της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους και για λογαριασμό αυτού, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, ως συνεισφορά του στη διατροφή αυτού, το ποσό των 620 €, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμότοκα από την καθυστέρηση κάθε δόσης, 3) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε εν μέρει τις αγωγές και κατένειμε χρονικά την άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου μεταξύ των γονέων του, ώστε κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα να ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια αυτού ο πατέρας του και κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο η μητέρα του, ορίζοντας παράλληλα ότι κατά το χρονικό διάστημα, που η επιμέλεια του ανηλίκου θα ασκείται αποκλειστικά από τον πατέρα του, θα διαμένει στην οικία του τελευταίου και η μητέρα θα έχει το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί του, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της (προσβαλλομένης), ενώ κατά το χρονικό διάστημα, που η επιμέλεια του ανηλίκου θα ασκείται αποκλειστικά από τη μητέρα του, ο ανήλικος θα διαμένει μαζί της και ο πατέρας θα έχει το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί του κατά τον τρόπο που οριζόταν (στην απόφαση). Επίσης, υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, με την ιδιότητα της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, το ποσό των 250 ευρώ, για χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής της μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης και όχι πέραν της διετίας από την επίδοση της αγωγής, ενώ για το διάστημα από την τελεσιδικία της απόφασης έως τη λήξη της διετίας από την επίδοση της αγωγής, θα πρέπει να της προκαταβάλλει για την ίδια αιτία το ποσό των 125 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης. Τέλος, διέταξε τη διαβίβαση της απόφασης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων Πειραιά προκειμένου για την παρακολούθηση της πορείας της υπόθεσης, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης αναφέρονται, κρίνεται αναγκαίο να συνεργαστούν οι γονείς με το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο και να ακολουθήσουν συμβουλευτική γονέων προσκομίζοντας στην Εισαγγελία Ανηλίκων Πειραιά σχετική βεβαίωση τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο μήνες, επιπλέον δε να συνεργαστούν τακτικά με ψυχίατρο δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος προκειμένου κάθε εξάμηνο να προσκομίζεται στην Εισαγγελία Ανηλίκων Πειραιά σχετική βεβαίωση αναφορικά με την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις τους για τους λόγους που εκθέτουν σ’ αυτές, οι οποίοι, εκτιμώμενοι, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, και δη των διατάξεων των άρθρων 1511 και 1513 ΑΚ, και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, κάθε διάδικος χωριστά, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή η δική του αγωγή εξ ολοκλήρου και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγονται, πλην άλλων και τα εξής: Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επιπλέον δε, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον έναν από τους γονείς του, γιατί η άποψη, ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για τη νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για τον μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανήλικου τέκνου, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του. Για τον σκοπό αυτόν λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Επίσης, οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 882/2015 ΝΟΜΟΣ). Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του, εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στον νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον έναν από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες, που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως, ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον έναν από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στον σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον έναν από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση, άλλωστε, της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου, που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία, όχι σπανίως, χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, ο γονέας που αναλαμβάνει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και τούτο προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 317/2015 ΝΟΜΟΣ). Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. Ήδη αυτή καθ’ εαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους, το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου, που έχει την επιμέλειά του (ΑΠ 1919/2005 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, επί αντιθέτων αγωγών των διαζευγμένων ή εν διαστάσει τελούντων γονέων, για ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων τους, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχέσεις και περιστάσεις, μπορεί να κατανείμει μεταξύ τούτων την άσκηση των τριών βασικών λειτουργιών της γονικής μέριμνας καθώς και των διαφόρων υπολειτουργιών – τομέων της επιμέλειας του προσώπου τους (όπως είναι η μόρφωση, εκπαίδευση, υγεία, περίθαλψη κλπ), με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον των τέκνων, προκειμένου να μην αποξενώνονται από τον έναν γονέα τους, ούτε να αποκλείεται αυτός τελείως από την άσκηση των ως άνω σημαντικών λειτουργικών δικαιωμάτων του (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 550/2017 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 611 και 612 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται για τα κατατεθειμένα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, στις διαφορές, που αφορούν στην άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωση του γάμου καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των υπολοίπων ανιόντων με το τέκνο, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση όσων από τους διαδίκους παρίστανται. Ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Ακόμη, το δικαστήριο πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. Για την επικοινωνία με το τέκνο, ορίζονται και καταχωρίζονται, στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και, ο δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. Με το ίδια πρακτικά καλείται επίσης να παρουσιάσει το τέκνο όποιος διαμένει μαζί του. Σε περίπτωση ερημοδικίας κάποιου διαδίκου, το δικαστήριο ορίζει χρόνο επιδόσεως αντιγράφου των πρακτικών στον απολειπόμενο διάδικο. Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σ’ αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση. Εξάλλου, το Εφετείο, του νόμου μη ορίζοντος το εναντίον, δεν κωλύεται, για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να διατάξει επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο (άρθρο 254 ΚΠολΔ), η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση (ΕΠειρ 659/2015, ΕΑ 18/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 248/2012 ΕλΔνη 2013.453, ΕΔωδ 12/2011, ΕΠειρ 313/2011 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, αντικείμενο των δύο αγωγών, που συνεκδικάστηκαν στον πρώτο βαθμό και επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η ρύθμιση του ζητήματος της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, καθένας δε εκ των εναγόντων γονέων ζητεί την ανάθεσή της σε αυτόν, επικαλούμενος το συμφέρον του ανηλίκου. Για το κρινόμενο ζήτημα, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά συνεδριάσεως, δεν επιχειρήθηκε πριν από τη συζήτηση των ένδικων εφέσεων η προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, καθόσον δεν παραστάθηκαν αυτοπροσώπως στο ακροατήριο (ο μεν εκκαλών εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ενώ η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της), ενέργεια, που κρίνεται αναγκαία, ενόψει και του τρόπου άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου, που καθόρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (με χρονική κατανομή αυτής). Επίσης, κρίνεται, ενόψει και της ηλικίας του τέκνου των διαδίκων, το οποίο γεννήθηκε στις 20-2-2007 (περίπου 12 ετών), ότι αυτό διαθέτει την ωριμότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του και τη σημασία της διαφοράς των γονέων του (ΑΠ 15/1997 ΕλΔνη 38.1538) και συνεπώς, είναι αναγκαίο να υπάρξει επικοινωνία του δικαστηρίου τούτου μαζί του (πράγμα που έλαβε χώρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, για τη συμπλήρωση των παραπάνω ελλείψεων, πρέπει, χωρίς προηγουμένως το Δικαστήριο να προβεί στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου της εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου α) να εμφανιστούν αυτοπροσώπως οι διάδικοι γονείς του ανηλίκου, ώστε, μετά την ακρόαση αυτών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, να γίνει απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς όσον αφορά την επιμέλεια, και β) να διαταχθεί η εκκαλούσα-εφεσίβλητη μητέρα του ανηλίκου, με την οποία αυτό διαμένει, να το παρουσιάσει στο δικαστήριο αυτό, ώστε να έχει επικοινωνία μαζί του και να ζητηθεί η γνώμη του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 1-9-2017 (ειδ. αρ. κατάθ. ……..) και 17-7-2017 (ειδ. αρ. κατάθ. ……..) εφέσεις κατά της με αρ. 2568/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής αποφάσεως.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο των ένδικων εφέσεων προς το σκοπό όπως, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που θα οριστεί κατά νόμο με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, : α) εμφανιστούν αυτοπροσώπως οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με σκοπό να γίνει απόπειρα για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, όσον αφορά στην επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους , και β) εμφανίσει το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ….., η εκκαλούσα -εφεσίβλητη μητέρα του, με την οποία διαμένει αυτό, για την κατά το σκεπτικό επικοινωνία του με την Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου ή, σε περίπτωση που αυτό είναι αδύνατο, με τον Δικαστή που θα οριστεί νομίμως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 15-11-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ