Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 764/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

TAKTΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 764/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ. Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι.  Η υπό στοιχείο Α´ από 19.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου και η υπό στοιχείο Β´ από 5.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση των ηττηθέντων τρίτης και τέταρτης εναγόντων και εν μέρει ηττηθέντων πρώτου και δεύτερης εναγόντων, κατά της οριστικής απόφασης 1317/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, αφού απορρίφθηκε η από 11.10.2008 αγωγή ως προς την τρίτη και την τέταρτη ενάγουσες, έγινε   εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο και τη δεύτερη ενάγοντες, έχουν ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα (με κατάθεση στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των 30 ημερών), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 14.9.2017, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης  ……. του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …… (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, οι εφέσεις αυτές αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον  του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα  για κάθε μία, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §4 του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από τα με αριθμούς … … ηλεκτρονικά παράβολα του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με τις από 19.9.2017 και 5.10.2017 αντίστοιχα βεβαιώσεις εξόφλησης της …….., αρκούντος ενός μόνο παραβόλου ως προς την υπό στοιχείο Β´ έφεση (άρθρο 495 §4 εδ. β΄ του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, να γίνουν (οι εφέσεις) τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.)  και, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ.  Οι ενάγοντες (ήδη εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Β´ έφεση) με    την από 11.10.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκαν ότι με  τον εναγόμενο, που ζει σε οροφοδιαμέρισμα άνωθεν του δικού τους, είχαν αντιδικία στα πολιτικά δικαστήρια, στο πλαίσιο της οποίας ο τελευταίος κατέθεσε τη με αριθμό κατάθεσης ……. αντέφεσή του, στην οποία ανέφερε τους αναγραφόμενους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς και εξυβριστικές φράσεις. Ότι από το τελευταίο αυτό δικόγραφό του επιπλέον προέκυπτε πως ερεύνησε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα τόσο της τρίτης (ενάγουσας), επισκεπτόμενος το νοσοκομείο που είχε νοσηλευτεί και ζητώντας ιατρικά    της στοιχεία, όσο και όλων τους, καταγράφοντάς τους με κάμερα σε διάφορες ημερομηνίες, μεταξύ των οποίων και στις 30.9.2008, και διανέμοντας      στους λοιπούς ενοίκους της πολυκατοικίας αντίγραφα των δικογράφων από τη μεταξύ τους αντιδικία. Ότι, επίσης, προσέβαλε την προσωπικότητα της δεύτερης ενάγουσας, απειλώντας την ότι θα της κόψει τα πόδια εάν ανεβεί στην ταράτσα της πολυκατοικίας, όπου διαμένουν. Ότι από τις παράνομες και υπαίτιες αυτές πράξεις του εναγομένου προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους και υπέστησαν σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησαν, κατόπιν περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, με δήλωσή τους στα πρακτικά, να αναγνωριστεί ότι οφείλει να τους καταβάλει  ως χρηματική ικανοποίηση, ποσό 10.000 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, 29.995 ευρώ στη δεύτερη, με την επιφύλαξη να ζητήσει επιπλέον ποσό 45 ευρώ ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, 10.000 ευρώ στην τρίτη και 5.000 ευρώ στην τέταρτη ενάγουσα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, α) ως προς όλους τους ενάγοντες, καθ’ όσον αφορά στα περιστατικά της βιντεοσκόπησης και της διανομής στους ενοίκους της πολυκατοικίας των δικογράφων από τη μεταξύ τους αντιδικία, β) ως προς την τρίτη ενάγουσα για την έρευνα των προσωπικών της δεδομένων από το ιατρικό της ιστορικό και γ) ως προς τη δεύτερη ενάγουσα για τη σε βάρος της αξιόποινη πράξη της απειλής, δέχθηκε, κατά τα λοιπά, αυτήν ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932 του Α.Κ. Στη συνέχεια, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως προς τους δύο πρώτους ενάγοντες, και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σε καθένα απ’ αυτούς, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο  οι ενάγοντες, όσο και ο εναγόμενος, για τους διαλαμβανόμενους στις ως άνω εφέσεις τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά τους μεν ενάγοντες, να γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς τις δύο τελευταίες (ενάγουσες) αλλά και στο σύνολό της για τους δύο πρώτους, κατά δε τον εναγόμενο για ν’ απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή και ως προς τους     δύο πρώτους ενάγοντες.

IΙΙ.  Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α´ έφεσης ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο        για να δικάσει την απαίτηση του πρώτου ενάγοντος, ποσού 10.000 ευρώ,       αφού αυτή υπαγόταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος,   αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, άρθρο πρώτο παρ. 2 του ν. 4335/2015, απόφαση μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για   το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου. Ανεξαρτήτως τούτου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε υλική αρμοδιότητα          να δικάσει την υπόθεση, αφού ο πρώτος και η δεύτερη ενάγοντες ζήτησαν        με την αγωγή τους να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να τους    καταβάλει το ποσό των 10.000 και 29.955 ευρώ αντίστοιχα, λόγω   προσβολής της προσωπικότητάς τους, εξαιτίας των δυσφημιστικών ισχυρισμών που αναφέρονταν στο από 18.8.2008 δικόγραφο αντέφεσής   του, στο πλαίσιο άλλης μεταξύ τους δίκης. Πρόκειται δηλαδή, για  υποκειμενική σώρευση αγωγών (απλή ομοδικία), αφού τα δικαιώματα            των εναγόντων στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία (άρθρο 74 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς, εφόσον πρόκειται για διαιρετό δικαίωμα, λήφθηκε υπόψη το αίτημα του κάθε ενάγοντος και επειδή τα αιτούμενα ποσά υπάγονται στην αρμοδιότητα περισσότερων καθ’ ύλην αρμόδιων δικαστηρίων (Μονομελούς Πρωτοδικείου για τη δεύτερη ενάγουσα και Ειρηνοδικείου για τον πρώτο), αρμόδιο ήταν      το ανώτερο από αυτά (άρθρο 9 εδ. δ´ του Κ.Πολ.Δ.), δηλαδή το δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο.

ΙV.  Με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α´ έφεσης ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο πως οι δικαστές, γραμματείς και δικηγόροι που έλαβαν γνώση των δυσφημιστικών ισχυρισμών που αναγράφονταν στο από 18.9.2008 δικόγραφο της αντέφεσής του, συνιστούν τρίτα πρόσωπα, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι οι τελευταίοι δεν εντάσσονται στην έννοια του τρίτου, όταν λαμβάνουν γνώση γεγονότων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, δεχόμενο ότι έλαβαν       γνώση των ως άνω ισχυρισμών του, δικαστικοί επιμελητές, γεγονός το οποίο ουδέποτε έλαβε χώρα, διότι η ως άνω αντέφεση υποβλήθηκε δια των προτάσεων του και δεν επιδόθηκε στους ενάγοντες με δικαστικό επιμελητή. Σχετικά με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού της έφεσης οι δικαστές, γραμματείς και δικηγόροι, ακόμη και κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συνιστούν τρίτους και οι ενώπιόν τους ισχυρισμοί μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των θιγέντων προσώπων (ad hoc Α.Π. 1294/2017 και 389/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Όσον αφορά δε στο δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, όπως προκύπτει από την απόφαση 485/2014 του Εφετείου Πειραιά και το δικόγραφο της αντέφεσης του εναγομένου, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, το τελευταίο δεν κατατέθηκε        με τις προτάσεις του εναγομένου, όπως αυτός ισχυρίζεται, αλλά στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, στις 18.9.2008 και στη συνέχεια,  κατόπιν παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου του (αντενάγοντος – εναγομένου), επιδόθηκε στους ενάγοντες, στις 30.9.2008, από το δικαστικό επιμελητή ………. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης του εναγομένου και κατά τα δύο σκέλη του, ως αβάσιμος.

  1. Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β´ έφεσης οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αγωγή τους ως αόριστη, αν και ήταν επαρκώς ορισμένη, κατά το μέρος που αφορούσε στην προσβολή της προσωπικότητάς τους για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων        τους και ειδικότερα : (α) ως προς την τρίτη ενάγουσα για την έρευνα των προσωπικών δεδομένων του ιατρικού ιστορικού της, (β) ως προς όλους       τους ενάγοντες 1) για τη βιντεοσκόπησή τους, και 2) τη διανομή στους ενοίκους της πολυκατοικίας των δικογράφων από τη μεταξύ τους αντιδικία, καθώς και (γ) ως προς τη δεύτερη ενάγουσα για την αξιόποινη πράξη της απειλής σε βάρος της. Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς τα υπό α) και β2) αιτήματα των εναγόντων, για τα οποία η αγωγή τους απορρίφθηκε                 ως αόριστη, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 11.10.2008  αγωγής, τα επιμέρους περιστατικά έχουν ληφθεί όπως αναγράφονται στην από 18.8.2008 αντέφεση του εναγομένου, αναφέρονται στο χρονικό διάστημα της αντιδικίας τους και αφορούν σε περιστατικά που ο ίδιος επικαλείται πως έχει πράξει, εν αγνοία των εναγόντων, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός  ο περαιτέρω προσδιορισμός τους, από τους τελευταίους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, κατά τα ανωτέρω μέρη της, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονούνται οι ενάγοντες και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσής τους. Αντίθετα, σχετικά με το υπό στοιχείο γ) περιστατικό (απειλή της δεύτερης ενάγουσας πως θα της κόψει τα πόδια εάν ανέβει στην κοινόχρηστη ταράτσα της πολυκατοικίας, η αγωγή είναι αόριστη, διότι, αν και η πράξη αυτή του εναγομένου υπέπεσε στην αντίληψή της, δεν αναγράφεται ο τόπος, ο χρόνος και οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα. Επίσης, αόριστη είναι η αγωγή και για το υπό στοιχείο β1) περιστατικό (βιντεοσκόπηση όλων των διαδίκων), διότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (κατά τόπο, χρόνο και συνθήκες τέλεσης) αλλά γίνεται παραπομπή στο δικόγραφο της αντέφεσης του εναγομένου, χωρίς καν να παρατίθεται το συγκεκριμένο περιεχόμενό της.  Από το κείμενο μάλιστα της αντέφεσης αυτής θα είχε προσδιοριστεί κατ’ αρχήν το χρονικό διάστημα της επικαλούμενης προσβολής (από 6.3.2008 έως 18.8.2008), σε συνδυασμό με το εάν είχε γίνει αντιληπτός ο εναγόμενος  να κυκλοφορεί στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας με την προσωπική του βιντεοκάμερα. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια ως προς τα τελευταία αιτήματα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτά ο σχετικός λόγος έφεσης των εναγόντων.

VΙ.   Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων της δεύτερης ενάγουσας και του εναγομένου, που εξετάστηκαν χωρίς όρκο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με                 την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και απ’               όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα,     είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς -Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος» και Α.Π. 1628/2003 ΕλλΔ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Οι διάδικοι κατοικούν στην ίδια πολυκατοικία, που βρίσκεται στην οδό .. .., στον … Αττικής. Οι ενάγοντες (οικογένεια ..) κατοικούν στο οροφοδιαμέρισμα του έκτου ορόφου και η οικογένεια του εναγομένου σ’ αυτό του έβδομου ορόφου. Από το έτος 2002, το ζεύγος … και ιδιαίτερα η δεύτερη ενάγουσα, παραπονούνταν για θορύβους, που προέρχονταν από το διαμέρισμα του έβδομου ορόφου, με αφορμή δε τα σχετικά παράπονα είχαν κατά καιρούς δημιουργηθεί διαπληκτισμοί μεταξύ του εναγομένου και αυτής (δεύτερης ενάγουσας), οι οποίοι εντάθηκαν περί τα τέλη του έτους 2006. Προς άρση των εντάσεων αυτών οι διάδικοι άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αντίθετες αγωγές από αδικοπραξία (αρχικά η οικογένεια .. και μετά από έξι μήνες και ο …..), οι οποίες έγιναν εν μέρει δεκτές με την απόφαση 2964/2008 του ίδιου ως άνω δικαστηρίου. Ακολούθως, όλα τα μέλη της οικογένειας ….. άσκησαν την από 10.7.2008 έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ο ….. την από 18.9.2008 αντέφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση 485/2014 του Εφετείου Πειραιά. Σημειωτέον ότι με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της οικογένειας ….. και απορρίφθηκε η αντίθετη αγωγή του …… Στην ως άνω αντέφεση του τελευταίου, αναγράφονταν ισχυρισμοί, οι οποίοι, κατά τους ενάγοντες, έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή τους και προσέβαλαν την προσωπικότητά τους. Ειδικότερα, στη σελίδα 2 της αντέφεσης, στους δέκα τελευταίους στίχους, αναγράφεται : «3) Σχετικά με το Εξιτήριο του Θριάσιου Νοσοκομείου της …… ….. 6-7-06 που γράφει απλώς ΒΕΛΤΙΩΣΗ από Αναιμία Σιδηροπενική σε συνδυασμό με τη Συνταγή Ιδιωτικού παιδίατρου στον Πειραιά της 24-1-07 ότι στο Θριάσιο Νοσοκομείο είχε Αιματοκρίτη 19,5 και συνιστάται ως εκ τούτου ιατρική παρακολούθηση και ηρεμία – διατροφή έχω να αντιπαραθέσω τα εξής: α) Ρώτησα γιατρούς και απλούς φίλους και όλοι μου είπαν ότι είναι σύνηθες συμβάν σε σχέση με την ηλικία και δεν έχει σχέση με την ανάμειξη γείτονα. Οι γιατροί για να απαντήσουν γραπτώς θέλουν το ιατρικό ιστορικό, με εξέταση του ασθενούς, το Νοσοκομείο επικαλείται το ιατρικό απόρρητο και δεν δίνει πληροφορίες. β) Η αναζήτηση σε ιατρικές εγκυκλοπαίδειες και διαδίκτυο έβγαλε πολλά άρθρα που με κάλυψαν και θα παραθέσω μερικά στις προτάσεις μου. Όλα συμφωνούν ότι ο αιματοκρίτης ξαφνικά να κατέλθει στο 19,5 στην εφηβεία δεν προέρχεται από θορύβους, αλλά από γυναικολογικούς λόγους, από το σύνδρομο νευρικής ανορεξίας ή από εσωτερική αιμορραγία π.χ. γαστρορραγία, έλκος στομάχου. Η γαστρορραγία μπορεί να οφείλεται   σε πολλά, π.χ. κακή διατροφή. Σε συνδυασμό με ότι βρέθηκαν αποφάγια   από σάντουιτς στο φωταγωγό της πολυκατοικίας εκείνη την περίοδο, με τη μυρωδιά τηγανισμένου κρέατος που βγαίνει από το διαμέρισμα του 6ου ορόφου και το ότι βουλώνουν οι αποχετεύσεις της πολυκατοικίας και βρίσκεται ζωικό λίπος που έχει πεταχτεί ζεστό και ότι ανιχνεύεται εύκολα η χρόνια πάθηση με έλεγχο χρώματος δέρματος αφού ο οργανισμός πρέπει πρώτα     να καταναλώσει τα αποθέματα σιδήρου που έχει, πιστεύω ότι ο χαμηλός αιματοκρίτης οφείλεται σε κακή διατροφή που προκάλεσε έλκος. Άλλωστε ότι νοσηλεύτηκε η …. ….. στο νοσοκομείο 6 μήνες πριν το συμβάν και ύστερα από 7 μήνες έκανε μία επανεξέταση και βρέθηκε υγιής, σημαίνει ότι το πρόβλημα υγείας ήταν παροδικό και δεν το προκάλεσε η δήθεν συμπεριφορά μου, ούτε κανένας άλλος γείτονας.». Όσον αφορά στην αιτίαση ότι ο εναγόμενος ερευνά παράνομα τα ιατρικά προσωπικά δεδομένα της τρίτης ενάγουσας, … ….., ο πρώτος δεν έλαβε κάποια έγγραφα από το Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η τελευταία, επειδή δεν νομιμοποιούνταν προς τούτο, όπως ο ίδιος εκθέτει στην αντέφεσή του και, κατά συνέπεια, δεν παραβίασε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα αυτής, απορριπτομένης  της αγωγής της ως προς τούτο. Αντίθετα, όσον αφορά στην αιτίαση για τους  δύο πρώτους ενάγοντες – γονείς της τρίτης – ο εναγόμενος ισχυρίζεται πως ασκούν πλημμελώς την επιμέλεια της ανήλικης (κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής) κόρης τους και δεν μεριμνούν για τη σωστή διατροφή της, αλλά τη διατρέφουν με ζωικά λίπη, τηγανισμένα κρέατα και σάντουιτς, με αποτέλεσμα, από την πλημμελή αυτή άσκηση των καθηκόντων τους, η τελευταία να παρουσιάσει χαμηλό αιματοκρίτη, εξαιτίας γαστρορραγίας – έλκους και να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο. Τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των δύο πρώτων εναγόντων, αφού παρουσιάζονταν  ως γονείς που δεν ενδιαφέρονται για τη σωστή ανατροφή του παιδιού τους, προκαλώντας του έτσι βλάβη της υγείας, για την οποία απαιτήθηκε και νοσηλεία στο νοσοκομείο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου. Περαιτέρω, ο τελευταίος στη σελίδα 3, υπό στοιχείο 4, της αντέφεσής του αναγράφει : «4) Σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργείου Παιδείας Φ.32/190/81670/Γ1 οι νηπιαγωγοί πρέπει να δουλεύουν 7:00 – 11:30 & 11:15 – 15:45 σε βάρδια με αλληλοεπικάλυψη. Είναι γνωστό ότι οι παλιοί νηπιαγωγοί δουλεύουν 2-3 ώρες. Σε σύσκεψη στο Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά, ο Αντιδήμαρχος Πειραιά πριν δύο χρόνια επιτέθηκε φραστικά κατά των νηπιαγωγών ότι δεν μπορεί να τις βρει στο χώρο εργασίας τους αφού αλληλοκαλύπτονται. Διευθύντρια νηπιαγωγείου δεν υπάρχει ως ισχυρίζεται ότι είναι η κα ….., παρά μόνο Διευθύντρια δημοτικού. Στο νηπιαγωγείο έχουμε την αρχαιότερη νηπιαγωγό υπεύθυνη, η οποία επιτηρεί τις άλλες νηπιαγωγούς, εφόσον είναι τουλάχιστον 2 οι νηπιαγωγοί. Τις επιτηρεί σε ώρες που εκείνη ορίζει, καθώς και τηλεφωνικώς, αφού στο δημόσιο δεν χρειάζεται η υπεύθυνη να κάνει εξωτερικές δουλειές (τις κάνει το δημοτικό σχολείο με το οποίο συστεγάζονται ή το Γραφείο Εκπαίδευσης). Έτσι την ….. ….. τη συναντάμε όλη την ημέρα στο σπίτι, είτε εμείς όποτε έχουμε άδεια, είτε τα οικεία μας πρόσωπα και οι γείτονες)». Η αναφορά αυτή στο ωράριο εργασίας της δεύτερης ενάγουσας, ανεξαρτήτως του αν εργάζεται σε νηπιαγωγείο ή σε παιδικό σταθμό, όπως εκείνη ισχυρίζεται, κατ’ αρχήν δεν ήταν πρόσφορη για την απόδειξη της από 25.6.2007 αγωγής του εναγομένου και των λόγων της αντέφεσής του, που αφορούσε στις πράξεις των σωματικών βλαβών και της φθοράς της περιουσίας του, καθώς και τη δημιουργία θορύβων, κατά  τις  ώρες κοινής ησυχίας. Επιπλέον, με τον πιο πάνω τρόπο παρουσιάζεται η δεύτερη ενάγουσα ως πρόσωπο που δεν εκπληρώνει τα επαγγελματικά της καθήκοντα, αν και πληρώνεται προς τούτο από το Δημόσιο, καθώς και ότι εργαζόμενοι, όπως αυτή, δέχονται επιπλήξεις για την ίδια αιτία από τον Αντιδήμαρχο του Πειραιά. Τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της δεύτερης ενάγουσας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, στις τέσσερις πρώτες σειρές της τέταρτης σελίδας της αντέφεσης του εναγομένου, γίνεται αναφορά στον πρώτο ενάγοντα, ότι δήλωσε πως «μετά την 1/1/07 δουλεύει ως οδηγός σχολικού λεωφορείου με μερική απασχόληση. Είναι γνωστό ότι εμπόριο χωρίς προσωπικό στην ηλικία του κ. ….. δεν μπορεί να είναι επικερδές ή είναι κάλυψη της αεργίας του.». Με τον χαρακτηρισμό αυτό ο εναγόμενος εκφράζει την καταφρόνησή του προς το πρόσωπο του πρώτου ενάγοντος, αφού τον εμφανίζει ως άνθρωπο που από δική του επιλογή δεν εργάζεται, προσβάλλοντας έτσι την τιμή του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου. Εξάλλου, στο τέλος της τέταρτης σελίδας της ίδιας αντέφεσης αναγράφεται ότι «… ζητούσε η κ. ….. κατά τρόπο επίμονο να αλλάξει ο πίνακας κατανομής κοινοχρήστων γιατί δεν την ικανοποιούσε, κάτι που αρνήθηκα ως παράνομο και έτσι εντάθηκε η μεταξύ μας αντιπαράθεση, δεδομένου άλλωστε και του δύστροπου χαρακτήρα της.». Με το να αναφέρει ο εναγόμενος για τη δεύτερη ενάγουσα ότι έχει δύστροπο χαρακτήρα δεν εμπεριέχει αμφισβήτηση της ηθικής της αξίας αλλά εκφράζει την κρίση του για το χαρακτήρα της, χωρίς να υπερβαίνει το προσήκον μέτρο, ώστε να κριθεί εξυβριστικός. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια ορθά εκτίμησε  τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης της δεύτερης ενάγουσας. Επίσης, στη σελίδα 7 της αντέφεσής του,(υπό στοιχείο 12) ο εναγόμενος αναφέρει : «Η μήνυση της κ. ….. στις 26.2.2007 περί κακής κλιμακτηρίου και ειδικά οι καταθέσεις των μαρτύρων  της είναι αντιπερισπασμός ως προς τις ατράνταχτες αποδείξεις που έχουμε για το «ήθος», «την ευπρέπεια» και γενικώς το ποιόν του ζεύγους ……». Με τους χαρακτηρισμούς αυτούς οι δύο πρώτοι ενάγοντες εμφανίζονται από τον εναγόμενο ως αμφίβολου ήθους και αφήνονται υπόνοιες ότι πρόκειται για άτομα γνωστά για όχι ηθικές έως έκνομες πράξεις, βλάπτεται δε έτσι η ηθική τους αξία και το «status» τιμής τους. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι οι ανωτέρω χαρακτηρισμοί είναι εξυβριστικοί, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου. Επίσης, στη σελίδα 9, τρίτο στίχο, της αντέφεσης του τελευταίου αναφέρεται : «Κάποιος αφαίρεσε πετρέλαιο (αφού το αποθεματικό είναι μικρό και μερικοί αργούν να πληρώσουν τα κοινόχρηστα, παίρναμε πετρέλαιο πάντα όταν πλησίαζε να τελειώσει, τώρα το αποθεματικό το αύξησαν 2 ή 3 φορές). Η κα ….. (αφού όλη την ημέρα είναι σπίτι) ανακατεύθηκε με      την θέρμανση της πολυκατοικίας, χάλασε τον καυστήρα καλώντας άσχετους που απαγορεύει ο κανονισμός πολυκατοικίας και με την αναστάτωση που προκάλεσε πρότεινε ο κος … να ξανααναλάβει διαχειριστής και έτσι αποκρύφτηκε το σημαντικό ότι κάποιος αφαιρεί πετρέλαιο, που εντόπισαν μετά από χρόνια οι επόμενοι διαχειριστές χωρίς να έχει βρεθεί ο υπαίτιος.». Επίσης, στη σελίδα 12 (1ο στίχο) αναφέρεται : «Τώρα συνεχίζουν να σέρνουν έπιπλα και πιστεύω ότι κάποιος … Να κρύβεται πίσω από τη σύζυγο ο σύζυγος όπως και ότι κάποιος στην πολυκατοικία μας των 7 διαμερισμάτων παίρνει το πετρέλαιο και κατηγορούμαι ότι άφησα την πολυκατοικία χωρίς πετρέλαιο δεν το χωρά ο νους μου παρά μόνο για το δεύτερο το πίστεψα, αφού το διαπιστώσανε άλλοι δύο διαχειριστές». Από το συνδυασμό των ισχυρισμών αυτών του εναγομένου βλάπτεται η τιμή και η υπόληψη της δεύτερης ενάγουσας, διότι αφήνονται υπόνοιες πως έχει ανάμιξη στην    κλοπή του πετρελαίου από την πολυκατοικία των διαδίκων. Σε διαφορετική περίπτωση δεν υπήρχε κανένας λόγος για την αναφορά του σχετικού γεγονότος στη σελίδα 12, όπου ιστορούνται οι θόρυβοι που ακούγονται από το διαμέρισμα των εναγόντων. Εξάλλου, η αναφορά ότι η δεύτερη ενάγουσα, ανακατεύθηκε με την θέρμανση της πολυκατοικίας και χάλασε τον καυστήρα, καλώντας για την επισκευή του άσχετους, ενεργώντας έτσι αντίθετα με τον κανονισμό της πολυκατοικίας και ότι με την αναστάτωση που προκάλεσε αποκρύφτηκε το σημαντικό γεγονός ότι κάποιος αφαιρεί πετρέλαιο, αφήνονται υπόνοιες συγκάλυψης, από την τελευταία, του περιστατικού της κλοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν συνιστούν δυσφήμιση σε βάρος της ενάγουσας αυτής, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ως και           κατ’ ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, στη σελίδα 9, υπό στοιχείο Λ, του ίδιου δικογράφου αναφέρεται : «Λ) Σε συνέλευση της πολυκατοικίας ο κ. ………. ένοικος του δευτέρου ορόφου  είχε ζητήσει να κλειδώνουμε τις πόρτες ασφαλείας στα διαμερίσματά μας  γιατί ένα βράδυ άκουσε μεταλλικό ήχο στην πόρτα του σαν κάποιος να προσπαθούσε να τη διαρρήξει και ενοχλήθηκε ο σκύλος του. Όταν άκουσα τους ίδιους ήχους και άνοιξα την πόρτα μου βρήκα την κα ….. με μια αρμαθιά κλειδιά να χτυπά την πόρτα μου κοντά στην κλειδαριά». Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου είναι εξ αντικειμένου δυσφημιστικός για τη δεύτερη ενάγουσα, που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή  της, διότι την παρουσιάζει ως ύποπτη τέλεσης της αξιόποινης πράξης της  κλοπής. Εξάλλου, η αιτιολογία που προβάλλει με την έφεσή του, ότι  δηλαδή δεν είχε σκοπό να βλάψει την τιμή της και ότι απλά ανέφερε ένα  πραγματικό περιστατικό, δεν ευσταθεί, αφού τούτο δεν ήταν αναγκαίο για  την ευδοκίμηση της αντέφεσής του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου. Στην ίδια σελίδα της αντέφεσής του, υπό στοιχείο Μ, ο τελευταίος αναφέρει για τη δεύτερη ενάγουσα : «Μ) Σύμφωνα με την ιατρική εγκυκλοπαίδεια η ηλικία της κ. ….. ταιριάζει με την ηλικία της κλιμακτηρίου. Η κλιμακτήριος προκαλεί αϋπνίες και εικονικούς θορύβους, τα οποία, όταν ρωτήθηκα από τους αστυνομικούς τι συμβαίνει, απάντησα μόνο στους αστυνομικούς ότι έχουμε ήδη δικαστική διαμάχη και εφόσον περίμεναν το λόγο της δικαστικής διαμάχης, απάντησα ότι υπάρχει κακή κλιμακτήριος, συνηθισμένη έκφραση όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια περίεργη συμπεριφορά.». Με  τα ανωτέρω, κατ’ αρχήν ο εναγόμενος αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό περιστατικό που αφορά στην αντιδικία του με τη δεύτερη ενάγουσα. Ωστόσο, από την αναφορά του στο ότι η τελευταία βρίσκεται σε κλιμακτήριο, χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει, στο ότι η όλη τους αντιδικία οφείλεται στην κακή  της κλιμακτήριο, καθώς και ότι εξαιτίας αυτής ακούει εικονικούς θορύβους, προκύπτει σκοπός εξύβρισής της. Για τους θορύβους μάλιστα αυτούς σε βάρος των εναγόντων, έχει επιδοθεί στον εναγόμενο και το από 9.7.2009 εξώδικο απ’ όλους τους ενοίκους της πολυκατοικίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι η ανωτέρω αναφορά δεν συνιστά εξυβριστική συμπεριφορά σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ’ ουσία βάσιμος, ο σχετικός λόγος έφεσης της τελευταίας. Επιπλέον, στη σελίδα 10 της ανέφεσής του, υπό στοιχείο 13, ο εναγόμενος αναφέρει πάλι για τη δεύτερη ενάγουσα : «13) Σχετικά με τα Ιατρικά έγγραφα της κα ….., η ιατρική εγκυκλοπαίδεια για την ονυχοφαγία δεν αναφέρει ότι τα φαγωμένα νύχια δεν κόβουν, αντιθέτως κόβουν σαν ξυράφι… Η εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (τόμος 47 σελίδα 57) αναφέρει σχετικά ότι η ονυχοφαγία χρήζει θεραπείας και όταν είναι από παιδική ηλικία σημαίνει άτομο με κρυφή επιθετικότητα (ο λαός έχει την παροιμία «αυτός τρώγεται με τα νύχια του» υπονοώντας άτομο επικίνδυνο)». Στο σημείο αυτό ο εναγόμενος, κατ’ αρχήν αναφέρεται σε ιατρικά έγγραφα από την αντιδικία του με τη δεύτερη ενάγουσα. Ωστόσο οι χαρακτηρισμοί του για την τελευταία ότι είναι άτομο με κρυφή επιθετικότητα και επικίνδυνο, εξαιτίας της ονυχοφαγίας από την οποία πάσχει, εκφράζουν εξ αντικειμένου καταφρόνηση προς το πρόσωπό της, βλάπτοντας την τιμή της. Άλλωστε, οι αναφορές αυτές θα μπορούσαν να απουσιάζουν από το δικόγραφο, διότι δεν απαιτούνται για την παράθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και τη διατύπωση των δικανικών σκέψεων του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του τελευταίου. Επίσης, στη σελίδα 11 της αντέφεσης, υπό στοιχείο 18, και στον πρώτο στίχο της σελίδας 12 αναφέρεται : «Πάντα ακουγόταν από το δεύτερο όροφο να σέρνουν έπιπλα αλλά έκανα υπομονή γιατί φιλοξενούσαν τη γιαγιά και σκεφτόμουν πως μετακινούν έπιπλα για να δημιουργήσουν και άλλο κρεβάτι και το πρωί τα επαναφέρουν, άλλωστε ο σύζυγος δεν πιστεύουμε ότι βοηθά αφού δεν τον έχουμε δει ούτε σακούλα με ψώνια να μεταφέρει». Τα περιστατικά αυτά, κατά το μέρος που αναφέρονται στον πρώτο ενάγοντα, σε συνδυασμό μάλιστα με την αναφορά περί «αεργίας», στη σελ. 4 του ίδιου δικογράφου, εμπεριέχουν αμφισβήτηση        της αξίας του, ως ατόμου, εκφράζοντας καταφρόνηση προς αυτόν και εξ αντικειμένου βλάπτουν την τιμή και την υπόληψή του, αφού δεν έχουν          καμία σχέση με την υπόθεση και δεν ήταν πρόσφορα για την απόδειξη των ισχυρισμών του εναγομένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου. Περαιτέρω, στη σελίδα 12 της αντέφεσής του, στο μέσον της πρώτης παραγράφου, ο τελευταίος αναφέρει : «Β) Στις 18-12-06 όταν επέπληξα την κα ….. άκουσα ανδρικούς ψιθύρους όταν κατέβηκε στο διαμέρισμά της κάποιος την περίμενε στις 23.50 μ.μ. Γ) Την 1-1-08 ώρα 2.30 π.μ. εμφανίστηκε πάλι ο σύζυγος μετά την σύζυγό του, να επιτεθεί όπως λέω αφού είχαν διαπιστώσει ότι κοιμάμαι κάθε Δευτέρα βαριά (μετά την ορειβασία της Κυριακής). Δ) Την 26-2-07 ημέρα πάλι Δευτέρα …». Στο περιστατικό που αναφέρεται ότι έλαβε χώρα στο στοιχείο Γ δεν πρόκειται για ανύπαρκτο συμβάν, όπως ισχυρίζεται ο  πρώτος ενάγων, αλλά για περιστατικό που έλαβε χώρα την 1.1.2007 και από παραδρομή αναγράφηκε ως χρονολογία η 1.1.2008. Άλλωστε, το περιστατικό αυτό συνέβη ημέρα Δευτέρα, Δευτέρα δε ήταν η 1η Ιανουαρίου του έτους  2007 και όχι αυτή του 2008. Εξάλλου, τα περιστατικά στο σημείο αυτό της αντέφεσης αναγράφονται με χρονολογική σειρά (πρώτα αυτό της 18.12.2006, στη συνέχεια αυτό της 1.1.2007 και τέλος το συμβάν της 26.2.2007). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης. Περαιτέρω, στη σελίδα 9, υπό στοιχείο Κ, της αντέφεσης του εναγομένου αναφέρεται :  «Όπως αναφέρουν και οι αντίδικοι, τους είχα ενημερώσει όλους με αντίγραφα των δικαστικών εγγράφων, διότι δεν προλαβαίνω να μιλάω προσωπικά με τον καθένα τους και όλοι μου είχαν δηλώσει ότι δεν ήθελαν να εμπλακούν στη μεταξύ μας διαμάχη». Από τη φράση αυτή, που συνιστά εξώδικη ομολογία του εναγομένου, σε συνδυασμό και με την χωρίς όρκο κατάθεση της δεύτερης ενάγουσας, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος διένειμε στους λοιπούς ενοίκους της πολυκατοικίας, όπου μένουν οι διάδικοι, αντίγραφο του δικογράφου της από 18.8.2008 αντέφεσής του (και όχι και άλλα δικόγραφα), που περιέχει δυσφημιστικούς ισχυρισμούς μόνο, όμως,   για τους δύο πρώτους ενάγοντες και μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους. Όλων των παραπάνω περιστατικών και ισχυρισμών για τους δύο πρώτους ενάγοντες – φυσικά πρόσωπα, που ο εναγόμενος διέλαβε στην ως άνω αντέφεσή του, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση οι γραμματείς, δικαστές, δικηγόροι και δικαστικοί επιμελητές, της δε αντέφεσης και οι λοιποί ένοικοι της πολυκατοικίας των διαδίκων, κατ’ αντικειμενική κρίση, μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή, την υπόληψη και την υπόσταση των ανωτέρω εναγόντων. Και τούτο διότι, εμφανίζονταν ως γονείς που δεν ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους, και πρόσωπα, χωρίς ήθος και ευπρέπεια, και επιπλέον η δεύτερη ως ύποπτη τέλεσης αξιόποινων πράξεων, ως πρόσωπο που πληρώνεται αν και δεν εργάζεται όσο οφείλει, επικίνδυνη και με κρυμμένη επιθετικότητα, ο δε πρώτος και ως άεργος που δε συμμετέχει ούτε στα οικογενειακά βάρη. Περιέλαβε δε ο εναγόμενος τους ισχυρισμούς αυτούς στο άνω δικόγραφο, παρά το γεγονός ότι η επίκληση τους δεν ήταν αναγκαία για την έννομη προστασία του. Και τούτο, παρότι γνώριζε ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί και χαρακτηρισμοί, όχι μόνο δεν εξυπηρετούσαν τον σκοπό για τον οποίο ασκήθηκε η αντέφεση, αλλά αντίθετα μπορούσαν να βλάψουν, όπως και έβλαψαν, την τιμή την υπόληψη των εναγόντων αυτών. Ως εκ τούτου στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής δυσφήμησης ή κατά  περίπτωση της εξύβρισης σε βάρος των τελευταίων και προσβάλλεται όπως προαναφέρθηκε, η προσωπικότητά τους. Περαιτέρω, εκτός των ανωτέρω αναφορών στο δικόγραφο της αντέφεσης του εναγομένου, από τα ίδια             ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στις 30.9.2008, οι δύο πρώτοι ενάγοντες κάλεσαν τηλεφωνικά στο Α.Τ. …. για τη συνδρομή της αστυνομίας, λόγω διατάραξης της κοινής ησυχίας από τον εναγόμενο. Όταν  έφτασαν οι αστυνομικοί, εκείνος, περί ώρα 17.10, βιντεοσκόπησε και κατέγραψε παράνομα τους ενάγοντες και τις συνομιλίες τους με τους τελευταίους. Τούτο το έπραξε εν αγνοία των δύο πρώτων εναγόντων, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά τους, εκδήλωση της οποίας  αποτελεί και η εξωτερική μορφή (εικόνα) του ανθρώπου, η οποία εμφανίζεται δημόσια μόνο όταν εκείνος το επιθυμεί (Α.Π. 31/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Ο ισχυρισμός που είχε προβάλει πρωτοδίκως ο εναγόμενος, περί συναίνεσης των τελευταίων και απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος, δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο τούτο, διότι δεν επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης (Α.Π. 194/2012 Αρμ. 2012, σελ. 1736). Αντίθετα, ο εναγόμενος διατείνεται ότι προέβη στην πράξη του αυτή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, για να διαπιστώσει το πρόσωπο που τελεί σε βάρος του την αξιόποινη πράξη  της παραβίασης της κοινής ησυχίας, ισχυρισμός ο οποίος δεν ευσταθεί, διότι οι δύο πρώτοι ενάγοντες ήταν αυτοί που κάλεσαν την αστυνομία, παραπονούμενοι για παραβίαση κοινής ησυχίας από τον εναγόμενο και όχι  το αντίστροφο. Μάλιστα για την πράξη του αυτή (παράβαση του άρθρου 22 εδ. α´ του ν. 2472/1997), ο τελευταίος καταδικάστηκε, με την απόφαση 209/2015 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ. Επίσης, αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός του περί εκκρεμοδικίας, επικαλούμενος ότι για την ίδια πράξη έχει υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση στους δύο πρώτους ενάγοντες με την απόφαση 100/2011 του Ειρηνοδικείου Νίκαιας. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την τελεσίδικη απόφαση 4891/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, η αποζημίωση που επιδικάστηκε σε βάρος του εναγομένου δεν αφορούσε στην πράξη της παράνομης βιντεοσκόπησης, για την οποία έχει ασκηθεί η από 11.10.2008 αγωγή, αλλά γι’ αυτήν της αναπαραγωγής της ίδιας βιντεοσκόπησης ενώπιον τρίτων προσώπων, που έλαβε χώρα το επόμενο έτος (2009). Πρέπει επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου, που αφορά σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Αποτέλεσμα της ως άνω παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων, τόσο με τα ανωτέρω αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αντέφεσης του εναγομένου και τη διανομή αυτής στους λοιπούς ενοίκους της πολυκατοικίας, όσο και με την παράνομη βιντεοσκόπηση της εικόνας του προσώπου τους, είναι να υπέχει  (ο εναγόμενος) υποχρέωση καταβολής χρηματικής ικανοποίησης στους ενάγοντες αυτούς, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του έντονου ψυχικού άλγους που τους προκλήθηκε εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς τους, του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο πρώτος ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και η δεύτερη ενάγουσα αυτό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, ποσά που κρίνονται εύλογα μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 σε www.areiospagos.gr). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδίκασε σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 1.500 ευρώ, εσφαλμένα  εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης των τελευταίων, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερων ποσών χρηματικής ικανοποίησης, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβασίμου, του αντίστοιχου λόγου της έφεσης του εναγομένου.

VΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί η από 19.9.2017 (υπό στοιχείο Α) έφεση του εναγομένου ….., ως  ουσία αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον ως  άνω εκκαλούντα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο  και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και  191 §2 Κ.Πολ.Δ), στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, κατόπιν του  σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 1317/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της (υπό στοιχείο Β´) έφεσης. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση  από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 11.10.2008 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη     ως προς τους δύο πρώτους ενάγοντες και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών το ανωτέρω ποσό των 2.000 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα αυτό των 3.500 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με  το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Αντίθετα, ως προς τις τρίτη και τέταρτη ενάγουσες η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης και  είχαν σε πρώτο βαθμό απορριφθεί ως αόριστα. Σημειωτέον ότι ως προς αυτά     δεν επιτρέπεται αντικατάσταση των αιτιολογιών, λόγω του ότι η αγωγή που απορρίπτει την αγωγή κατ’ ουσία, δημιουργεί δυσμενέστερο δεδικασμένο για τις ενάγουσες αυτές σε σχέση με την απόφαση που απορρίπτει την αγωγή τους ως αόριστη (Α.Π. 9/2005 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 768 και Εφ.Αθ. 3219/2008 Ελλ.Δ/νη 2010, σελ.125), ενώ δεν συντρέχει περίπτωση απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τις ενάγουσες αυτές, κατ’ άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ., διότι το Δικαστήριο τούτο, δικάζει πλέον την υπόθεση        στην ουσία (άρθρο 536 §2 του ίδιου Κώδικα – Α.Π. 1062/2005 Ελλ.Δ/νη  2007, σελ. 174). Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η υπό στοιχείο Β´ έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον πρώτο εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ……… ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος – εφεσίβλητος, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των δύο πρώτων εναγόντων – εκκαλούντων, ανάλογα με την έκταση της ήττας του, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ) και οι τρίτη και τέταρτη ενάγουσες – εκκαλούσες, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός αυτού  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

                                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 19.9.2017 και 5.10.2017 εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 19.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. (υπό στοιχείο Α´) έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του, κατατεθέντος από τον ως άνω εκκαλούντα, παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, το οποίο αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα, ….., στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,   τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται κατ’ ουσία την από 5.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….. (υπό στοιχείο Β´) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 1317/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11.10.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν (αγωγή) ως προς την τρίτη και την τέταρτη ενάγουσες, … ….. και … ….. αντίστοιχα.

Καταδικάζει τις ως άνω ενάγουσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και δεύτερη ενάγοντες.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος, ….., υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, … ….., το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα, .. . ….., το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, τα ποσά δε αυτά με      το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, .. ….., του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατόν (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον εναγόμενο – εφεσίβλητο, ….., στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των δύο πρώτων εναγόντων – εκκαλούντων  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς      την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

             Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ