Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 301/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο  ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης   301 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούσας: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ψαρρό, με δήλωση.  Και

Εφεσίβλητων: 1) ………….και 2) ……………..), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασιλική – Αδαμαντία Τσακαλώζου, με δήλωση.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 5.12.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2014 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση 4944/2018 δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της τελευταίας απόφασης η ενάγουσα άσκησε την από 6.11.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./ …./2020 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου ………./ 2021), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η από 6.11.2020 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας κατά της οριστικής απόφασης 4944/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 5.12.2014 αγωγή της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 83 του ν. 4790/2021 και 25 του ν. 4792/2021). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ´ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικα-σία.

ΙΙ.  Με την από 5.12.2014 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα ……………. ιστορούσε ότι οι εναγόμενοι – αδερφός της και σύζυγός του τέλεσαν τις ειδικά αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις σε βάρος της (ψευδή ανωμοτί κατάθεση, ψευδορκία μάρτυρα άπαξ και κατ’ εξακολούθηση, ηθική αυτουργία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμιση και ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμιση ο πρώτος και ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμιση η δεύτερη, καθώς και ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και φθορά ξένης ιδιοκτησίας από κοινού). Ότι από την, εκ των ανωτέρω, πράξη της φθοράς ενός χρυσού ρολογιού και ενός ασημένιου μπρελόκ υπέστη ζημία 200 ευρώ και 100 ευρώ αντίστοιχα, ενώ από όλες τις παράνομες και υπαίτιες αυτές πράξεις των εναγομένων, των οποίων έλαβαν γνώση, οι ειδικά αναφερόμενοι τρίτοι κατά περίπτωση, προσβλήθηκε η προσωπικότητά της και υπέστη σημαντική ηθική βλάβη. Κατόπιν τούτων, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 300 ευρώ ως αποζημίωση και αυτό των 60.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την απόφασή του 1728/2017, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 481, 914, 926, 932 του Α.Κ., σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 224, 229, 308, 361, 362 και 363 του Π.Κ., απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα για την καταβολή της αποζημίωσης των 300 ευρώ και δέχθηκε εν μέρει αυτό για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 4.000 ευρώ. Ήδη, κατά της τελευταίας απόφασης παραπονείται η ενάγουσα για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

ΙΙΙ.  Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β´ του Κ.Πολ.Δ., που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. α´ στοιχ. β´, 346 και  453 §1 του ίδιου Κώδικα, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του Κ.Πολ.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς των «ισχυρισμών», έχει όμως, εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (Ολ.Α.Π. 23/2008 και Α.Π. 522/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Είναι, δε, νόμιμη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν γίνεται με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και όχι με την προσθήκη στις προτάσεις, εκτός εάν προσκομίζεται για την απόκρουση ισχυρισμών, που προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η επίκληση κατ’ έφεση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, όταν γίνεται με        την προσθήκη στις προτάσεις, ενώπιον του Εφετείου (Α.Π. 1215/2020, Α.Π. 1081/2020 και Α.Π. 83/2020 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), εκτός αν προσκομίζονται προς απόκρουση ισχυρισμών, που προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση (Α.Π. 1215/2020 ό.π. και Α.Π. 759/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, εάν, για τα προσκομιζόμενα από διάδικο έγγραφα, έγινε νόμιμη επίκληση στις προτάσεις του (Α.Π. 511/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 826/2015 Νο.Β. 2015, σελ. 2263 και Α.Π. 1058/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

ΙV.  Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της ένορκης βεβαίωσης ……../2018, που προσκόμισε η ενάγουσα και δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ύστερα από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης …. και …./1.3.2018 του δικαστικού επιμελητή με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………., καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (πλην των σχετικών της εκκαλούσας ενώπιον του εφετείου με αριθμούς 8 έως και 17, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού προσκομίζονται (απαραδέκτως) το πρώτον με την από 22.2.2022 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο συζήτηση στο ακροατήριο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, ενώ δεν προκύπτει, κάτι που δεν επικαλείται ούτε η εκκαλούσα, ότι χρησιμεύουν αποκλειστικά για την αντίκρουση νέων αυτοτελών ισχυρισμών, που προτείνονται το πρώτον με τις προτάσεις των εφεσίβλητων), τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εκκαλούσα και ο πρώτος εφεσίβλητος είναι αδέρφια, ενώ η δεύτερη εφεσίβλητη είναι σύζυγος του πρώτου, οι σχέσεις τους δε, έχουν κλονιστεί, μετά το θάνατο της μητέρας των δύο πρώτων και κυρίως από το 2008, λόγω έλλειψης συνεννόησης για τον τρόπο διαχείρισης της οικογενειακής περιουσίας. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι στον Κορυδαλλό Αττικής, στις 28.9.2010, οι διάδικοι συναντήθηκαν στην πυλωτή της επί της οδού ……………. πολυκατοικίας, όπου, ύστερα από έντονη συνομιλία, οι εφεσίβλητοι, ενεργώντας από κοινού, επιτέθηκαν στην εκκαλούσα, χτυπώντας την με τα χέρια της στο δεξί χέρι και πόδι και στη συνέχεια, τραβώντας την, την έσυραν στην πυλωτή της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα να υποστεί εκτεταμένη εκχύμωση στην έξω επιφάνεια του δεξιού βραχίονα και από την προστριβή της εκδορές στο άνω τριτημόριο της δεξιάς κνήμης, καθώς και στη σύστοιχη ποδοκνημική. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος, αν και δεν ήταν παρών στο περιστατικό, αναφέρθηκε στη συνάντηση, που είχε, μετά από αυτό, με τον βαφτισιμιό της εκκαλούσας, o οποίος την συνάντησε αμέσως μετά και αντίκρυσε τα χτυπήματα, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την τελευταία, με αριθμό 463/30.9.2010 ιατροδικαστική έκθεση. Σημειωτέον ότι για το ίδιο περιστατικό, η εκκαλούσα υπέβαλε την από 30.9.2010 μήνυση, ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν ένοχοι οι εφεσίβλητοι με την απόφαση 3915/2016 του Β´ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για την πράξη της απλής σωματικής βλάβης από κοινού, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό από την αυτήν της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών στον καθένα, ενώ έπαυσε υφ’ όρων την ποινική δίωξη, κατ’ άρθρο 8 του ν. 4411/2016, αναφορικά με την πράξη της φθοράς ξένης Ιδιοκτησίας. Εξάλλου, η ίδια ποινή παρέμεινε με την απόφαση 1113/2017 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη. Τα ανωτέρω κρίθηκαν τελεσίδικα με την εκκαλουμένη, δεδομένου ότι ως δεν προσβλήθηκαν με λόγο έφεσης από τους διαδίκους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πράξεων των εφεσίβλητων και την επίθεσή τους στην εκκαλούσα, έσπασαν και κατέστρεψαν ένα συλλεκτικό ρολόι μάρκας DRIFA και ένα ασημένιο χειροποίητο μπρελόκ, ιδιοκτησίας της τελευταίας, αξίας 200 και 100 ευρώ αντίστοιχα. Τούτο αποδεικνύεται από την με ημερομηνία 30.9.2010 ένορκη κατάθεση της εκκαλούσας ενώπιον των αστυνομικών του Α.Τ. Κορυδαλλού, αλλά και την ένορκη βεβαίωση της πρώην συναδέλφου της και φίλης της ……………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς. Επιπλέον, ασκήθηκε και ποινική δίωξη για την πράξη φθοράς των αντικειμένων αυτών, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, αλλά έπαυσε υφ’ όρων η ποινική δίωξη, επειδή η προβλεπόμενη ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η καταστροφή και η αξία των ανωτέρω αντικειμένων, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 27.11.2009, ο πρώτος εφεσίβλητος, εξεταζόμενος στο πλαίσιο αστυνομικής προανάκρισης, ενώπιον υπαλλήλων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιώς, σχετικά με πυρκαγιά που είχε εκδηλωθεί, στις 27.11.2009, σε κατάστημα παιδικών ειδών ιδιοκτησίας του, επί της οδού ……………., στον Κορυδαλλό, κατέθεσε ενόρκως, ως προς τα αίτια της πυρκαγιάς «…δεν γνωρίζω την ακριβή αιτία αλλά κάποιος ή κάποιοι δράστες άγνωστοι προς εμένα προσπάθησαν να μου κάψουν το κατάστημα», ενώ σε ερώτηση αναφορικά με το αν είχε διαφορές ή είχε απειληθεί από κάποιον ή κάποιους απάντησε «… δεν έχω απειληθεί ενώπιον μαρτύρων, αλλά τόσο τηλεφωνικώς, όσο και κατ’ ιδίαν έχω απειληθεί από την αδερφή μου ………….. και έχω εξυβριστεί και γενικά έχω διαφορές οι οποίες απορρέουν από το γάμο μου καθώς και τις διαφορές μας για τα κληρονομικά, οι οποίες φαίνονται στο βιβλίο συμβάντων». Στο πλαίσιο της ανωτέρω αστυνομικής προανάκρισης, εξετάστηκε και η εκκαλούσα, η οποία, με την από 9.12.2009 ένορκης κατάθεσής της, αναφέρθηκε συνοπτικά στις περιουσιακές διαφορές που είχε με τον αδελφό της, πρώτο εφεσίβλητο, αναφέροντας σχετικά «Δεν έχω απειληθεί από κάποιον, όμως έχω περιουσιακές διαφορές με τον αδελφό μου ………………. και προσπαθώ να επιλύσω τις διαφορές αυτές διαμέσω δικαστικής οδού, στον οποίο έχω αποστείλει εξώδικο για την επίλυση των περιουσιακών θεμάτων μας. Επίσης έχω να σας αναφέρω ότι αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την ιδιόκτητη οικία μου και να ενοικιάσω άλλο διαμέρισμα σε αρκετή απόσταση διότι είχα να αντιμετωπίσω την επιθετική συμπεριφορά του αδελφού μου και για αυτό αποφεύγω να πηγαίνω, παρόλο που έχω αποθήκη στην ταράτσα την οποία είχε κλειδώσει και με εισαγγελική εντολή υποχρεώθηκε να την ξεκλειδώσει την πόρτα της ταράτσας, το ίδιο είχε πράξει και στο εξοχικό συνιδιοκτησίας μας διαμέρισμα όπου είχε αλλάξει τις κλειδαριές, και αφού το ανακάλυψα, διαμέσω του δικηγόρου του μου κοινοποίησε εξώδικο ώστε να τα παραλάβω. Επίσης θέλω να σας αναφέρω ότι ενώ μετέβαινα στην πατρική οικία μου για να παραλάβω την αλληλογραφία μου και καθώς υποχωρούσα και πριν προλάβω να εξέλθω από την πόρτα την εξωτερική της εισόδου με χτύπησε στο δεξί χέρι προσπαθώντας να μην με αφήσει να εξέλθω ερχόμενος με ορμή υβρίζοντας με για τον λόγο αυτό τον έχω μηνύσει». Με την ανωτέρω κατάθεσή του ενώπιον των προανακριτικών οργάνων, χωρίς o πρώτος εναγόμενος να καταμηνύει ευθέως την ενάγουσα αναφορικά με την σε βάρος απόπειρα εμπρησμού και φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ωστόσο διαλαμβάνει ισχυρισμούς με σαφείς υπαινιγμούς αναφορικά με το πρόσωπο του ενάγουσας, σχετικά με τις αιτίες πρόκλησης των ανωτέρω αδικημάτων, αφού αναφέρει ότι έχει απειληθεί από αυτήν, γεγονός που είναι ψευδές, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η αλήθειά του, ούτε άλλωστε προσκόμισε (ο εφεσίβλητος αυτός), προς απόδειξη του ισχυρισμού του, αντίγραφα του βιβλίου συμβάντων από τα αρμόδια αστυνομικά τμήματα ή σχετική υποβληθείσα από μέρους του έγκληση, αναφορικά με το αδίκημα της απειλής σε βάρος του από την εκκαλούσα, κατά τον άνω χρόνο. Εξάλλου, μετά τη διενεργηθείσα προανάκριση, η σχετική δικογραφία τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, στις 6.10.2010. Ωστόσο, πέραν της ψευδούς εν γνώσει του πρώτου εφεσίβλητου αναφοράς ότι έχει απειληθεί τηλεφωνικώς και κατ’ ιδίαν από την εκκαλούσα, η τελευταία, μετά την ως άνω κατάθεσή του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, δεν απολογήθηκε, όπως εκθέτει με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ούτε εξετάστηκε ως ύποπτη ανωμοτί, αλλά ενόρκως ως μάρτυρας, οπότε δεν κατέστη ύποπτη ότι τέλεσε τα ανωτέρω αδικήματα της διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και της απόπειρας εμπρησμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περίπου ένα έτος αργότερα, ο πρώτος εφεσίβλητος υπέβαλε την με αριθμό πρωτοκόλλου …../26.1.2011 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το ακόλουθο περιεχόμενο «Παρακαλώ, επειδή ο/η …………, κάτοικος ……………, του/της οποίας είμαι συγγενής και συγκεκριμένα αδελφός της, πάσχει από ψυχική διαταραχή και αρνείται να εξετασθεί από ιατρούς, να διατάξετε τη μεταφορά του/της σε δημόσια ψυχιατρική κλινική προκειμένου να εξετασθεί από ψυχιάτρους και εφόσον κριθεί ότι είναι απαραίτητη η νοσηλεία του/της για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του Ιδίου ή τρίτων ή ότι αυτή δεν είναι ικανός/ή να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του/της και ότι από την νοσηλεία του/της αναμένεται βελτίωση της υγείας του/της ή αποτροπή επιδεινώσεως της καταστάσεώς του/της, να διατάξετε την αναγκαστική νοσηλεία του/της. Μετά τιμής. Ο αιτών, …………». Προς υποστήριξη της ανωτέρω αίτησής του, ο εφεσίβλητος αυτός εξετάστηκε ενώπιον των αρμοδίων ανακριτικών υπαλλήλων του Αστυνομικού Τμήματος Κορυδαλλού Αττικής και με την από 26.1.2011 κατάθεσή του, ανέφερε «Είμαι αδελφός της ……………… και κατά διαστήματα η αδελφή μου, μου δημιουργεί προβλήματα στην εργασία μου και στην οικογένειά μου. Συγκεκριμένα έχει πλάσει ιστορίες στο μυαλό της ότι θέλω να την σκοτώσω ή να την βγάλω τρελή για να της πάρω την περιουσία της ενώ αντίθετα εγώ δεν επιθυμώ τίποτα απ’ αυτήν. Αυτή συνέχεια με απειλεί και μ’ εξυβρίζει όπου με συναντήσει όπως στο πάρκινγκ της οικίας μου και στο κατάστημά μου ενώ υπάρχουν πελάτες εντός παθαίνοντας υστερία, δημιουργώντας μου πρόβλημα στην εργασία μου. Ακόμα πολύ συχνές είναι οι επιθέσεις, λεκτικές και σωματικές, προς την σύζυγό μου, ………………, απειλώντας την συνέχεια ότι θα έχει άσχημο τέλος. Παλιότερα έχει δημιουργήσει φθορές στο αυτοκίνητό μου, στην εξώπορτα της οικίας μου και στο αυτοκίνητο της αδελφής της συζύγου μου που είχε έρθει να μας επισκεφθεί. Αυτή η κατάσταση ξεκίνησε πριν τέσσερα χρόνια περίπου όταν ανακοίνωσα στην αδερφή μου ότι θα παντρευτώ». Εξάλλου, στα πλαίσια της ίδιας προανάκρισης, η δεύτερη εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων, στις 26.1.2011, τα ακόλουθα «… Είμαι σύζυγος του αδερφού της ………………… και τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μου δημιουργεί προβλήματα στο γάμο μου. Στην αρχή, προσπαθούσε με διάφορες ψεύτικες ιστορίες, να με πείσει να χωρίσω τον αδερφό της. Όταν αυτό δεν το κατάφερε, άρχισε τις βρισιές και τα απειλητικά τηλεφωνήματα στην μητέρα μου λέγοντάς της ότι θα με σκοτώσει. Το τελευταίο διάστημα οι επιθέσεις της προς εμένα έχουν γίνει πολύ συχνές εξυβρίζοντας και απειλώντας ότι θα με σκοτώσει. Ακόμα μου έχει επιτεθεί, αρπάζοντάς με από το λαιμό και μου έχει ξαναεπιτεθεί με σκοπό να μου κάνει κακό, αλλά πάντα είναι μπροστά o σύζυγός μου και την σταματάει. Τέλος φοβάμαι μήπως βάλει κάποιον άλλον να με σκοτώσει, προκαλώντας τρόμο και ανησυχία για τη ζωή μου διότι είναι εκδικητική σαν χαρακτήρας βάσει όλων αυτών που λέει και κάνει». Οι ανωτέρω ισχυρισμοί σε βάρος της εκκαλούσας ήταν αναληθείς, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε οι εφεσίβλητοι παρέθεσαν αποδεικτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς τους αυτούς. Αντίθετα, όπως αποδεικνύεται από την από 28.1.2011 ιατρική γνωμάτευση των ιατρών …….. και ………… του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, δεν διαπιστώθηκε η παρουσία συμπτωμάτων ή σημείων ψυχικής νόσου ή διαταραχής της εκκαλούσας, ούτε κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 95 του ν. 2071/1992 για την ακούσια νοσηλεία της. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι είναι προφανής η ύπαρξη διαταραγμένης σχέσης με τον αδερφό της και γι’ αυτό το λόγο συνεστήθη περαιτέρω ψυχιατρική παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία, οδηγία που έγινε αποδεκτή από την εκκαλούσα. Σημειωτέον ότι για την εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ο ……………, Διευθύνων Σύμβουλος στην επιχείρηση όπου εργάζεται η τελευταία, αναφέροντας ότι τη γνωρίζει άνω των 20 ετών και πως είναι σε θέση να αντιληφθεί εάν κάποιος είναι τρελός ή όχι (αναφερόμενος στην εκκαλούσα), καθώς και ότι η τελευταία κρατά ένα πολύ σοβαρό τμήμα στην εταιρεία και δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Επίσης, μη αληθείς είναι οι ισχυρισμοί των εφεσίβλητων και στις ως άνω από 26.1.2011 ένορκες καταθέσεις τους, αφού η εκκαλούσα δεν έπλαθε ιστορίες από το μυαλό της, δεν βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας, ούτε είχε εξυβρίσει, απειλήσει, χτυπήσει ή προκαλέσει φθορές σε βάρος τους (εφεσίβλητων). Των ισχυρισμών αυτών έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, ήτοι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, υπάλληλοι της Γραμματείας της Εισαγγελίας, προανακριτικοί υπάλληλοι του Α.Τ. Κορυδαλλού, αλλά και άτομα του επαγγελματικού και κοινωνικού περιβάλλοντος της εκκαλούσας, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και η ενόρκως βεβαιώσασα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίοι κατέθεσαν ότι το ως άνω περιστατικό διαδόθηκε στον επαγγελματικό χώρο της εκκαλούσας (εταιρεία «…….»), όπου αυτή εργάζεται, κατόπιν επικοινωνίας των ψυχιάτρων του Ψ.Ν.Α., που την εξέτασαν. Επίσης, έλαβε γνώση του περιστατικού αυτού από τον επαγγελματικό χώρο της εκκαλούσας, ο πολιτικός μηχανικός …………….., που εξετάστηκε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ο οποίος συνεργάζεται χρόνια με την εκκαλούσα και στον οποίο επικοινώνησε τηλεφωνικά η ψυχίατρος ………………. – Διευθύντρια του Ψυχιατρείου και τον ρωτούσε για αυτήν, λέγοντάς του ότι ο πρώτος εφεσίβλητος – αδερφός της θέλει να την κλείσει στο ψυχιατρείο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί των εφεσίβλητων έγιναν με πρόθεση προσβολής του προσώπου της εκκαλούσας και ήταν ικανοί να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή της και την προσωπικότητά της εν γένει, όπως και την έπληξαν, αφού την εμφάνισαν σαν πρόσωπο διαταραγμένο ψυχικά, που στερείται ψυχικής υγείας, ενώ από τον τρόπο που διατυπώθηκαν (οι ισχυρισμοί), γενικά και αόριστα και χωρίς να συνοδεύονται από καμία καταγγελία σε βάρος της (εκκαλούσας) ή οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, δύναται να συναχθεί ότι διατυπώθηκαν από τους εφεσίβλητους εν γνώσει της αναλήθειάς τους, προκειμένου να πετύχουν τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρικό ίδρυμα και να θιγεί η τιμή και η υπόληψή της. Σημειωτέον ότι για τις πράξεις αυτές, κατόπιν της από 21.4.2011 έγκλησης της εκκαλούσας, κηρύχθηκαν ένοχοι οι εφεσίβλητοι, σε πρώτο βαθμό με την απόφαση 1586/2016 του B´ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και ύστερα από την άσκηση έφεσης με την ήδη αμετάκλητη απόφαση 900, 989/2017 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, o μεν πρώτος για τις πράξεις της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’ εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμιση που τέλεσε η δεύτερη εφεσίβλητη, η τελευταία δε, για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαέξι και δώδεκα μηνών αντίστοιχα. Από τις ως άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εφεσίβλητων, η εκκαλούσα υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της πράξης των εφεσίβλητων, του είδους και της βαρύτητας αυτών, της βλάβης της παθούσας και της διάρκειάς της, του έντονου ψυχικού άλγους που της προκλήθηκε (απορριπτομένου ως αβάσιμου του σκέλους του τρίτου λόγου της έφεσης, με το οποίο παραπονείται η εκκαλούσα ότι δεν λήφθηκε υπόψη το ψυχικό άλγος που της προκάλεσε η συμπεριφορά των εφεσίβλητων), εξαιτίας της αιφνίδιας εμφάνισης των αστυνομικών προκειμένου να τη μετάγουν στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής προς έλεγχο της ψυχικής της κατάστασης, της μεθόδευσης των εφεσίβλητων, που την εμφάνισαν ως ψυχασθενή και επικίνδυνη για να πετύχουν την ακούσια νοσηλεία της, επιδιώκοντας τον έλεγχο της περιουσίας της (γενομένου δεκτού του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη, επειδή δεν έλαβε υπόψη της τα τελευταία αυτά στοιχεία), του βαθμού του πταίσματος των εφεσίβλητων [(το συντρέχον πταίσμα της παθούσας, με βάση το οποίο θα μπορούσε το Δικαστήριο να μειώσει το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης, δεν θα εξεταστεί, αφού δεν υποβλήθηκε σχετική ένσταση από τους εφεσίβλητους, (Α.Π. 182/2015, Α.Π. 2140/2014, Α.Π. 442/2014 και Α.Π. 975/2014 όλες στην  Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 395/2007 στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, Α.Π. 1527/2001 Χρ.Ι.Δ. 2002, σελ. 30, Α.Π. 350/1999 Ελλ.Δ/νη 1999, σελ. 1515, Εφ.Δωδ. 232/2020, Εφ.Πειρ. 459/2014, Εφ.Πειρ. 89/2004 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Αθ. Κρητικός Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, Συμπλήρωμα στην 3η έκδοση αρ. 146α, σελ. 21), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου σκέλους του τέταρτου λόγου της έφεσης, με το οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν αναφέρεται στην εκκαλουμένη η έλλειψη συντρέχοντος πταίσματός της)], της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιούται (η εκκαλούσα) ως χρηματική ικανοποίηση, από τους εφεσίβλητους εις ολόκληρον το ποσό των 4.500 ευρώ και από τον πρώτο εφεσίβλητο το επιπλέον ποσό των 2.000 ευρώ, τα οποία (ποσά) κρίνονται εύλογα μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 10/2017 και 9/2015 στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη καταδίκασε τους εφεσίβλητους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εκκαλούσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 4.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού χρηματικής ικανοποίησης.

V.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση 4944/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Σημειωτέον ότι παρέλκει η εξέταση του πέμπτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για την επιβολή δικαστικής δαπάνης κατώτερης της νόμιμης, διότι μετά την εξαφάνιση στο σύνολό της θα υπολογιστούν τα δικαστικά έξοδα από το Δικαστήριο τούτο και για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 5.12.2014 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα: α) ως αποζημίωση το ποσό των 300 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (εφόσον η τελευταία δεν επικαλείται όχληση για το προγενέστερο αυτής χρονικό διάστημα) και β) ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.500 ευρώ εις ολόκληρον και ο πρώτος εναγόμενος το επιπλέον ποσό των 2.000 ευρώ, τα ποσά δε αυτά επίσης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο ……………. και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της, ανάλογα με την έκταση της νίκης της (εκκαλούσας) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 58 παρ. 3, 69 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 περ. i. α του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη περιλαμβάνεται και το καταβληθέν δικαστικό ένσημο, που αντιστοιχεί στην έκταση της νίκης της εκκαλούσας και όχι αυτό που κατέβαλε για το σύνολο του αιτούμενου ποσού, όπως εσφαλμένα ζητεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 6.11.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2020 έφεση της ……………….

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4944/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 5.12.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2014 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους ………… και ………….. να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα ……… το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων (4.800) ευρώ και τον εναγόμενο ………….. (να καταβάλει στην ενάγουσα) το επιπλέον ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοσης της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ