ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 368/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εναγόμενου: ………………., ο οποίος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αγγελάκο (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.09.2016 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2016 και ειδικό ……./2016 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3464/2017 μη οριστική απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και όρισε προθεσμία 60 ημερών προκειμένου ο εναγόμενος να συμπληρώσει την ελλείπουσα πληρεξουσιότητα προς τον δικηγόρο του ………….., ενώ με την υπ’ αριθ. 708/2018 μη οριστική απόφασή του ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής εωσότου καταστεί αμετάκλητη η κρίση του ποινικού δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούσε η υπόθεση σχετικά με την τέλεση του αδικήματος της βαριάς σωματικής βλάβης του φερόμενου ως κατηγορούμενου – εναγόμενου. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. 1040/2021 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ήδη ο εκκαλών – εναγόμενος προσβάλλει την απόφαση αυτή με την από 30.06.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../02.07.2021 και ειδικό …../02.07.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../30.07.2021 και ειδικό ……/30.07.2021, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος, και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 2010. 211, ΕφΑθ 4422/2003 ΕλλΔνη 2004. 592). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιοσδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλλΔνη 1995. 346, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 518, αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της, ενώ η μη επίδοση της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41. 804, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 322/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 693/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 27/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 30.06.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1040/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 16.09.2016 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2016 και ειδικό …../2016 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/02.07.2021 και ειδικό ……/02.07.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 02.07.2021 η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εναγόμενου ………… κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../30.07.2021 και ειδικό …../30.07.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του πληρεξούσιου δικηγόρου του εφεσίβλητου – ενάγοντος …………. ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε ο εφεσίβλητος – ενάγων, ο οποίος και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../02.07.2021 και ειδικό …../02.07.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό ……/30.07.2021 και ειδικό ……./30.07.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τον εκκαλούντα – εναγόμενο, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (02.06.2022) και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα υπ’ αριθ. …../02.08.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εκκαλών – εναγόμενος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή του στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ο εκκαλών που έχει κληθεί νομίμως από τον εφεσίβλητο, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, ερημοδικεί, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει η ένδικη έφεσή του να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον ερήμην δικασθέντα εκκαλούντα, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ’ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσής του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εκκαλούντος.
Ορίζει παράβολο διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.
Απορρίπτει την από 30.06.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1040/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσής του με το υπ’ αριθ. ……………../2021 ηλεκτρονικό παράβολο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 21 Ιουνίου 2022 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ