Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 439/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     439/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Του εκκαλούντος – προσθέτως παρεμβαίνοντος: του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα εν προκειμένω από: (α) την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) νομίμως εκπροσωπούμενη από τον διοικητή αυτής που εδρεύει στην Αθήνα, (β) τον Υπουργό Οικονομικών υπό την ιδιότητά του ως ασκούντος την εποπτεία επί των σχολαζουσών κληρονομιών και (γ) τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής υπό την ιδιότητά του ως ασκούντος την εποπτεία επί των σχολαζουσών κληρονομιών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα (ΑΜ ……… Νομικό Συμβούλιο του Κράτους).

Των εφεσίβλητων: 1) ……….και 2) …………, από τους οποίους η πρώτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσαυγή Κορυλλού (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και ο δεύτερος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Β. Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …………, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσαυγή Κορυλλού (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 06.10.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2014 και ειδικό ……/2014 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το προσθέτως παρεμβαίνον ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό ……/2017 πρόσθετη παρέμβασή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4693/2017 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε αυτές. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Το εκκαλών – προσθέτως παρεμβαίνον με την από 10.09.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./11.09.2019 και ειδικό …./11.09.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../26.10.2020 και ειδικό …./26.10.2020, για τη δικάσιμο της 23.09.2021 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) Ο εκκαλών – ενάγων με την από 21.10.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./25.10.2019 και ειδικό …../25.10.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./25.10.2019 και ειδικό …./25.10.2019, για τη δικάσιμο της 22.10.2020 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 10.09.2019 και από 21.10.2019, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 4693/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται, κατ’ εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, άλλως απορρίπτεται, ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, με δικό του όνομα, έννομη προστασία, και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος με τον αντίδικό του. Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειάς της στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης εις βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος αποφάσεως. Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κύριου διαδίκου. Όμως, στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος. Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατ’ αυτού, απορρίπτεται μεν ως προς αυτόν, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, αλλά η απεύθυνση του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του στη συζήτηση της έφεσης, η οποία είναι αναγκαία, κατ’ άρθρα 81 παρ.3, 82 εδ.γ’, 502, 517, 558 και 271 του ΚΠολΔ, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο, διότι αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα, που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 177/2017, ΑΠ 18/2008, ΑΠ 4533/1987, ΕφΑθ 550/2019, ΕφΑθ 3935/2007, ΕφΑθ 3495/2004, ΕφΑθ 10192/1999, όλες σε ΝΟΜΟΣ). Τα δε παραπάνω (περί κλήτευσης του προσθέτως παρεμβάντος στην κατ’ έφεση δίκη) ισχύουν εφόσον η στον πρώτο βαθμό ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση δεν απορρίφθηκε, διότι, στην περίπτωση αυτή, ο προσθέτως παρεμβαίνων δικαιούται στην άσκηση εφέσεως (άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ) προς το συμφέρον του ηττηθέντος διαδίκου υπέρ του οποίου είχε παρέμβει προσθέτως, μη δικαιούμενος να συμμετάσχει στην έκκλητη δίκη με βάση την απορριφθείσα πρόσθετη παρέμβαση του (ΕφΑθ 3935/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3495/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 91/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 3784/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘες 1909/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ορίζει, χωρίς διάκριση, ότι έχουν δικαίωμα έφεσης, εφόσον νικήθηκαν, και αυτοί που άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 και 83 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι αυτός που άσκησε στον πρώτο βαθμό απλή πρόσθετη παρέμβαση έχει δικαίωμα έφεσης ο ίδιος, αλλά για το συμφέρον του ηττηθέντος διαδίκου, υπέρ του οποίου είχε παρέμβει πρωτοδίκως (ΑΠ 1248/1989 Δ21. 731). Σε άσκηση έφεσης δικαιούται ο προσθέτως παρεμβάς και αν ο διάδικος, υπέρ του οποίου άσκησε παρέμβαση, έχει ασκήσει αυτοτελή έφεση. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή δικαιούται να προτείνει και άλλους λόγους εφέσεως, εκτός από εκείνους που προβάλλει ο κύριος διάδικος (Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. 2003, παρ. 303, 317-320, ΑΠ 1248/1989 Δ 21. 731, ΕφΑθ 9560/1991 ΝοΒ 1991. 1407, ΕφΑθ 4533/1987 ΝοΒ 1987. 1413). Η έφεση, την οποία ασκεί ο προσθέτως παρεμβαίνων, πρέπει να απευθύνεται κατά του αντιδίκου (που νίκησε ολικά ή εν μέρει) του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη προσθέτως (ΕφΑθ 9560/1991 ΝοΒ 39. 1407, Σ. Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, ΝοΒ 37. 545 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, δικηγόρος, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εφεσίβλητης, την από 06.10.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2014 και ειδικό …../2014 αγωγή του, στην οποία εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …./2010 πράξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς διορίσθηκε προσωρινός κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας του αποβιώσαντος την 09.09.2008 …………….., ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../23.06.2004 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Νίκαιας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ανωτέρω αποβιώσας, οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου που διατηρούσε εναντίον του γεγενημένη απαίτηση από φορολογικές παραβάσεις ύψους 4.985.198,14 ευρώ, μεταβίβασε στην εναγόμενη σύζυγό του, λόγω δωρεάς εν ζωή, τα ιδανικά μερίδια συγκυριότητάς του (1/2 εξ αδιαιρέτου) επί των περιγραφόμενων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών της κειμένης στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ………… πολυκατοικίας, και συγκεκριμένα επί ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου με την ανήκουσα σ’ αυτό αποκλειστική χρήση θέσης στάθμευσης της πυλωτής και επί μίας αποθήκης του υπογείου, και των οποίων η εμπορική αξία ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 90.000,00 ευρώ, ότι κατόπιν της ανωτέρω απαλλοτρίωσης, η υπόλοιπη εμφανής περιουσία του αποβιώσαντος δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της ανωτέρω απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι αυτός προέβη σε μεταβιβάσεις όλων των ακινήτων του κατά το έτος 2004, με αποτέλεσμα η εναπομείνασα περιουσία του να είναι μηδενική, ότι η ένδικη απαλλοτρίωση των ακινήτων έγινε προς βλάβη της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαίτησης αυτού, αφού η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του αποβιώσαντος δεν επαρκούσε, ότι η εναγόμενη, λόγω της συγγενικής της σχέσης με τον αποβιώσαντα, γνώριζε το δόλο του τελευταίου ότι δηλαδή απαλλοτρίωνε προς βλάβη των δανειστών του, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται γνώση αυτής, αφού η ένδικη απαλλοτριωτική πράξη έγινε από χαριστική αιτία, ότι η εν λόγω καταδολιευτική απαλλοτρίωση συνιστά και αδικοπραξία, ήτοι απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, επικουρικά δε ότι η εναγόμενη έχει καταστεί πλουσιότερη έναντι της σχολάζουσας κληρονομίας κατά το ανωτέρω ποσό των 90.000,00 ευρώ, από αιτία παράνομη (καταδολιευτική απαλλοτρίωση), η δε ωφέλειά της σώζεται μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του ενάγοντος δικηγόρου, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει, υπό την ιδιότητά του ως προσωρινού κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας του ανωτέρω αποβιώσαντος, το ποσό των 90.000,00 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω της προαναφερόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό δε αυτό νομιμοτόκως από την 26.06.2004, ημερομηνία της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, άλλως από την 28.02.2013, ημερομηνία επίδοσης της προγενέστερης όμοιας κατά περιεχόμενο αγωγής του, από την οποία παραιτήθηκε με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως την εξόφληση, να απειληθεί εναντίον της εναγόμενης χρηματική ποινή ύψους 5.900,00 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Υπέρ του ενάγοντος παρενέβη προσθέτως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου το εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ έφεσης Ελληνικό Δημόσιο, με την από 29.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό …./2017 πρόσθετη παρέμβασή του, επικαλούμενο, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, ότι έχει προσδοκία δικαιώματος, κατ’ άρθρα 1824 και 1868 του ΑΚ, να κληθεί στην έκτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής ως κληρονόμος του αποβιώσαντος ……………., εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι αυτού, και ακολούθως να καταστεί κληρονόμος του ενεργητικού της σχολάζουσας κληρονομίας, στο οποίο περιλαμβάνεται το ανωτέρω ποσό αποζημίωσης των 90.000,00 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4693/2017 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, αφού έκρινε ότι ζημιωθείς δανειστής από την φερόμενη ως καταδολιευτική απαλλοτρίωση είναι το Ελληνικό Δημόσιο και όχι ο κληρονόμος της σχολάζουσας κληρονομίας που αντιπροσωπεύεται από τον ενάγοντα, καθώς και την πρόσθετη παρέμβαση ως άνευ αντικειμένου, κρίνοντας ότι όταν ασκήθηκε υπήρχε έννομο συμφέρον προς τούτο. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν το εκκαλών – προσθέτως παρεμβαίνον με την υπό στοιχείο Α’ από 10.09.2019 έφεσή του, καθώς και ο εκκαλών – ενάγων με την υπό στοιχείο Β’ από 21.10.2019 έφεσή του, επικαλούμενοι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, αιτούνται δε την εξαφάνιση της εκκαλούμενης και την εντεύθεν παραδοχή της αγωγής και της πρόσθετης παρέμβασης.

Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 10.09.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11.09.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./11.09.2019 και ειδικό …./11.09.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 21.10.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 25.10.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./25.10.2019 και ειδικό ……./25.10.2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 27.10.2017. Επιπλέον δε για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης το παράβολο των 100,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν – προσθέτως παρεμβαίνον της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, Ελληνικό Δημόσιο, του παράβολου που ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Κ.Δ/τος από 26-06/10-07-1944 «Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Όσον αφορά στην υπό στοιχείο Α’ έφεση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, το εκκαλών – προσθέτως παρεμβαίνον έχει αυτοτελές δικαίωμα έφεσης κατ’ το άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον ο ενάγων, προς το συμφέρον του οποίου είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση, ηττήθηκε ολικά, και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν ο υπέρ ου η παρέμβαση άσκησε ή μη έφεση. Εντούτοις, κατά το μέρος που η ανωτέρω έφεση στρέφεται και κατά του δεύτερου εφεσίβλητου – ενάγοντος, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η πρόσθετη παρέμβαση, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατ’ άρθρα 68, 73 και 517 του ΚΠΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ενώ δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα υπέρ του δεύτερου εφεσίβλητου, αφού δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό στοιχείο Α’ έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, κατά την ίδια τακτική διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), μόνο ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, που ήταν διάδικος, υπό την ιδιότητα της εναγόμενης, στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Αναφορικά με την υπό στοιχείο Β’ έφεση, πρέπει να σημειωθεί ότι η μη απεύθυνση του δικογράφου της και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο στον πρώτο βαθμό παρενέβη προσθέτως υπέρ του ενάγοντος, ζητώντας την παραδοχή της αγωγής του, δεν επιφέρει ως κύρωση το απαράδεκτο της συζήτησης της έφεσης, καθόσον, αν και πρόκειται στην κρινόμενη περίπτωση περί αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης κατ’ άρθρο 83 του ΚΠολΔ, και ως εκ τούτου πρέπει η έφεση να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δοθέντος ότι η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης επί της κύριας δίκης, υπό την έννοια των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας της απόφασης, εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις του ανωτέρω παρεμβαίνοντος, όπως απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου να χαρακτηρισθεί η πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελής (βλ. ΜονΕφΠειρ 437/2021 ΝΟΜΟΣ), εντούτοις στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύουν τα περί κλήτευσης του προσθέτως παρεμβάντος στην κατ’ έφεση δίκη, δεδομένου ότι απορρίφθηκε η ασκηθείσα στον πρώτο βαθμό πρόσθετη παρέμβαση, και ακολούθως το προσθέτως παρεμβαίνων άσκησε την κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ έφεση, κατ’ άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προς το συμφέρον του ηττηθέντος ενάγοντος, διαδίκου υπέρ του οποίου είχε παρέμβει προσθέτως. Επομένως, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια τακτική διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1865 του ΑΚ, όπως τούτο ίσχυε πριν την κατάργησή του από το Ν. 4182/2013, σχολάζουσα χαρακτηρίζεται η κληρονομία της οποίας ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο εάν αποδέχθηκε αυτήν. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να διοριστεί (με αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως) κηδεμόνας της, μέχρις ότου γίνει βέβαιο το πρόσωπο του κληρονόμου ή χωρήσει αποδοχή της κληρονομίας. Άγνωστος είναι ο κληρονόμος, όσο διάστημα είναι προσωρινός, όσο χρόνο δηλαδή έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, όταν είναι κυοφορούμενος, διότι είναι αβέβαιο αν θα γεννηθεί ζωντανός, όταν ορίζεται ως κληρονόμος ίδρυμα που δεν έχει ακόμη συσταθεί, διότι είναι αβέβαιο αν η πολιτεία θα εγκρίνει τη σύστασή του με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (άρθρα 108, 114 του ΑΚ). Η κηδεμονία παύει αυτοδικαίως όταν εκλείψει ο λόγος της, αν δηλαδή γίνει βέβαιο το πρόσωπο του κληρονόμου, ή τεχθεί ο κυοφορούμενος, όπως και εάν συσταθεί το ίδρυμα ή χωρήσει αποδοχή της κληρονομίας. Τα όρια της εξουσίας του κηδεμόνα προσδιορίζονται από το συμφέρον του μελλοντικού κληρονόμου, αφού η νομική θέση του κηδεμόνα είναι εκείνη του νομίμου αντιπροσώπου του. Τούτο σημαίνει ότι οι δικαιοπραξίες που καταρτίζει ο κηδεμόνας μέσα στα όρια της εξουσίας του ισχύουν υπέρ και κατά του μελλοντικού κληρονόμου (άρθρο 211 παρ. 1 του ΑΚ). Κηδεμόνας και κληρονόμος συνδέονται με ορισμένη ενοχική σχέση που γεννιέται από το νόμο και ρυθμίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την εντολή. Το έργο του κηδεμόνα σύμφωνα με το άρθρο 1866 εδ. α’ και β’ του ΑΚ, αλλά και το β.δ 18.9/20.10.1947 είναι να διαχειρίζεται την κληρονομία. Ειδικότερα: α) να προκαλέσει από τον ειρηνοδίκη τη σφράγιση της κληρονομίας και στη συνέχεια την απογραφή της από συμβολαιογράφο, β) να εξακριβώσει τα στοιχεία της κληρονομίας, γ) να εξακριβώσει ποιοι είναι οι κληρονόμοι αν είναι άγνωστοι, δ) να λάβει κάθε συντηρητικό (ασφαλιστικό) μέτρο, ε) να εισπράξει τις απαιτήσεις της κληρονομίας και να καταθέσει έντοκα τα χρήματα σε ασφαλή τράπεζα, δεν μπορεί όμως να εξοφλήσει τα χρέη της κληρονομίας χωρίς να λάβει προηγουμένως άδεια από τον Υπουργό των Οικονομικών, να ενεργήσει δε κάθε άλλη πράξη διαχείρισης που αποβλέπει στην καλύτερη εξασφάλιση της κληρονομίας. Ο κηδεμόνας, ωστόσο, δεν μπορεί να εκποιεί αντικείμενα της κληρονομίας, να συνάπτει δάνεια και συμβιβασμούς και να εκμισθώνει ακίνητα και κινητά της κληρονομίας πέρα από μία διετία χωρίς άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας, αφού προηγηθεί σχετική έγκριση του Υπουργού των Οικονομικών. Η επιχείρηση των τελευταίων αυτών δικαιοπραξιών χωρίς άδεια του δικαστηρίου είναι άκυρη υπέρ του οριστικού κληρονόμου (άρθρο 175 εδ. β’, 1652 εδ. β’ του ΑΚ). Εξάλλου, η κηδεμονία της κληρονομιάς είναι προσωρινό μέτρο και διαρκεί μέχρι την εξακρίβωση του κληρονόμου. Λόγοι γενικότερου συμφέροντος απαιτούν τον τερματισμό της αβεβαιότητας περί την κληρονομική διαδοχή του θανόντος. Γι’ αυτό, σε περίπτωση που “στην ανάλογη προς τις περιστάσεις προθεσμία” δεν βρίσκεται ο κληρονόμος, ο νόμος με τα άρθρα 1868 επ. του ΑΚ προβλέπει τη διαδικασία για να αναγνωριστεί το δημόσιο ως μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος. Ειδικότερα, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1824, 1868, 1869 και 1870 του ΑΚ προκύπτει ότι, όταν αποβιώσει κάποιος χωρίς διαθήκη και κατά το χρόνο της επαγωγής δεν υπάρχουν συγγενείς ή σύζυγος για να κληθούν στην κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σύμφωνα με τα άρθρα 1813 επ. του ΑΚ, τότε καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του το Δημόσιο. Παρά ταύτα, όμως, το Δημόσιο δεν μπορεί να ασκήσει τις κληρονομικές αξιώσεις του, ούτε οι δανειστές της κληρονομιάς μπορούν να ασκήσουν κατ’ αυτού αξιώσεις, που έχουν κατά της κληρονομιάς, πριν βεβαιωθεί δικαστικώς ότι δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι. Η δικαστική αυτή βεβαίωση είναι προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου για χρέη της κληρονομιάς, η οποία αποδεικνύεται με τη σχετική δικαστική απόφαση (ΑΠ 1590/2002 ΕλλΔνη 45. 1045). Συνεπώς, πριν βεβαιωθεί δικαστικώς ότι δεν υπάρχουν άλλοι, εκτός από το Δημόσιο, κληρονόμοι, η κληρονομιά, συντρεχόντων των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν, θεωρείται σχολάζουσα (ΑΠ 890/2013 ΧρΙΔ 2013. 738, ΕφΔωδ 42/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5514/2006 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 437/2021 ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι ανάλογη διάταξη περιέχει και ο Ν. 4182/2013 (Κώδικας κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών), και ειδικότερα στο άρθρο 1 παρ. 6 ορίζεται ότι “Σχολάζουσα κληρονομία” είναι η κληρονομία της οποίας ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν έχει ακόμα βρεθεί ή δεν είναι βέβαιο ότι την έχει αποδεχθεί, κατά δε την παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 61 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι η αρμόδια αρχή διορίζει κηδεμόνα για την προσωρινή διοίκηση της κληρονομίας και την εξακρίβωση του κληρονομικού δικαιώματος του Δημοσίου, όταν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο ότι αποδέχθηκε την κληρονομία (ΑΠ 639/2021 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 8 του άνω νόμου ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού (11.11.2013) καταργούνται: α) ο α.ν. 2039/1939, ……, ε) τα άρθρα 1865, 1866 εδάφιο δεύτερο και 1869 του Αστικού Κώδικα, στ) κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αφορά θέματα, που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκεινται στις διατάξεις του. Ο Ν. 4182/2013 δίνοντας έμφαση στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, επενέβη στο κληρονομικό Δίκαιο τροποποιώντας ή και καταργώντας τις σχετικές με τη σχολάζουσα κληρονομία ρυθμίσεις του ΑΚ, από την έναρξη ισχύος του, ήτοι από την 11 Νοεμβρίου του 2013. Σύμφωνα δε με το άρθρο 61 παρ. 2 του ως άνω νόμου αν από τα στοιχεία πιθανολογείται σφόδρα ότι δεν υπάρχει κληρονόμος πλην του Δημοσίου, ο διορισμός κηδεμόνα παραλείπεται και υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο της κληρονομιάς για τη βεβαίωση του κληρονομικού δικαιώματος του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 1868 του ΑΚ και με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 61 του Ν. 4182/2013 (ΜονΕφΘες 221/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 62 του ΚΠολΔ ορίζει ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η έννοια του διαδίκου, με βάση την άνω διάταξη, προσδιορίζεται με απλώς τυπικά κριτήρια. Επομένως, διάδικος είναι εκείνος επ’ ονόματι του οποίου ή κατά του οποίου ζητείται παροχή έννομης προστασίας, ο αναφερόμενος, δηλαδή, στο δικόγραφο της αγωγής ή αίτησης και έτσι η ιδιότητα του διαδίκου είναι ανεξάρτητη από την ουσιαστική ρύθμιση της επίδικης έννομης σχέσης. Διάδικοι, συνεπώς, είναι και τα πρόσωπα εκείνα που διεξάγουν “ιδίω ονόματι” δίκη για αλλότρια ουσιαστικά δικαιώματα, δηλαδή οι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι, όπως είναι λ.χ. ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας. Αναφορικά με τη νομική θέση του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 1866 του ΑΚ, αυτός αντιπροσωπεύει τον αβέβαιο ακόμη κληρονόμο, δηλαδή τον μελλοντικό άγνωστο κληρονόμο ή τον κληρονόμο για τον οποίο δεν έχει καταστεί γνωστό αν αποδέχθηκε την κληρονομία και, συνεπώς, έχει την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου του οριστικού κληρονόμου, νομιμοποιούμενος ενεργητικά και παθητικά, ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, για τη διεξαγωγή δικών περί αξιώσεων που ανήκουν στην κληρονομία ή κατ’ αυτής στρέφονται, και το δεδικασμένο από την απόφαση ισχύει υπέρ και κατά του κληρονόμου, κατά το άρθρο 327 του ΚΠολΔ, η δε εκτέλεση για την ικανοποίηση των απαιτήσεων κατά της κληρονομίας γίνεται και εξακολουθεί κατ’ αυτού (άρθρο 921 του ΚΠολΔ). Η νομιμοποίηση αυτή διαρκεί για όσο χρόνο υπάρχει το λειτούργημα του κηδεμόνα και παύει, μεταξύ άλλων, με την παραίτηση ή αν επέλθει περίπτωση αποκατάστασης της κληρονομίας (ΑΠ 684/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 71/2005 ΕλλΔνη 2005. 541, ΜονΕφΠειρ 437/2021 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, γιατί είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της όμως τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 του ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη (ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1531/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1734/2007 ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. του ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 του ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από το «δόλο του οφειλέτη» και τη «γνώση του τρίτου», που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 του ΑΚ προϋποθέσεις της διάρρηξης,  εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο, το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα (ΑΠ 1383/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 61/2021 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή κατά την κύρια αδικοπρακτική βάση της, αλλά και κατά την επικουρική βάση αυτής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, ενεργούντος υπό την ιδιότητά του ως προσωρινού κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας του αποβιώσαντος την 09.09.2008 ……………, δοθέντος ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ζημιωθείς δανειστής από την φερόμενη ως καταδολιευτική απαλλοτρίωση είναι το Ελληνικό Δημόσιο και όχι ο αβέβαιος ακόμη κληρονόμος, δηλαδή ο μελλοντικός άγνωστος κληρονόμος ή ο κληρονόμος για τον οποίο δεν έχει καταστεί γνωστό αν αποδέχθηκε την σχολάζουσα κληρονομία, ο οποίος αντιπροσωπεύεται από τον ενάγοντα, προσωρινό κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας, που διεξάγει “ιδίω ονόματι” δίκη για αλλότρια ουσιαστικά δικαιώματα που ανήκουν στην κληρονομία, ως μη δικαιούχος διάδικος. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι ο ενάγων ως προσωρινός κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας έχει μόνο τα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στην υπ’ αριθ. …../2010 πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς περί διορισμού του, και συγκεκριμένα τα καθήκοντα να ερευνήσει κατεπειγόντως για την εξακρίβωση του ενεργητικού της κληρονομίας, να λάβει όλα τα πρόσφορα εξασφαλιστικά μέτρα για την προστασία της και να προκαλέσει τον διορισμό του οριστικού κηδεμόνα, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται η επίδικη δικαστική επιδίωξη αξίωσης της κληρονομίας με την άσκηση τακτικής αγωγής. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο, φερόμενο ως ζημιωθέν από την ένδικη καταδολιευτική απαλλοτρίωση, δεν μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις που έχει κατά της κληρονομίας, πριν βεβαιωθεί δικαστικώς, κατ’ άρθρο 1870 του ΑΚ, ότι δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από το Δημόσιο κληρονόμοι, ούτε κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. δ’ και ε’ του ΚΠολΔ, αφού η δικαστική αυτή βεβαίωση αποτελεί προϋπόθεση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη. Σε κάθε δε περίπτωση και για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας πρέπει να επισημανθεί ότι η κύρια βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, αφού δεν περιέχονται στο δικόγραφο περισσότερα ή βαρύτερα πραγματικά περιστατικά από αυτά που συγκροτούν την ιστορική βάση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, και ως εκ τούτου δε δύναται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατόπιν τούτων, εφόσον ο ενάγων προσωρινός κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας αντιπροσωπεύει απρόσωπα τον μελλοντικό κληρονόμο αυτής, και όχι το Ελληνικό Δημόσιο, φερόμενο ως ζημιωθέντα από την ένδικη καταδολιευτική απαλλοτρίωση, δε νομιμοποιείται ενεργητικά στην παρούσα δίκη, η οποία προϋποθέτει τη νομιμοποίηση ορισμένου προσώπου ως αληθινού κληρονόμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε την κρινόμενη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, καθώς και την πρόσθετη παρέμβαση ως άνευ αντικειμένου, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλών – προσθέτως παρεμβαίνον με το μοναδικό λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, αλλά και ο εκκαλών – ενάγων με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν κατ’ ουσίαν οι από 10.09.2019 και από 21.10.2019, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, λόγω της ήττας του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων των υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 10.09.2019 και από 21.10.2019, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 4693/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Απορρίπτει τυπικά την υπό στοιχείο Α’ έφεση ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο και δέχεται αυτή τυπικά ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Δέχεται τυπικά την υπό στοιχείο Β’ έφεση.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……………../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων της υπό στοιχείο Β’ έφεσης.

 

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων των υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ