ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 486/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εναγόμενου: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Φουφόπουλο (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευδοξία Καμαράτου (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1150/2020 οριστική απόφασή του, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2382/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 18.06.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/22.06.2021 και ειδικό ……/22.06.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../24.06.2021 και ειδικό ……/24.06.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εναγόμενου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ανώτερη βία, ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, διαχωρίζεται από το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, που θεωρείται κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ότι δεν συνιστά λόγο επαναφοράς. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια του άρθρου 152 παρ. 1 του ΚΠολΔ, θεωρείται κάθε παρακωλυτικό της τήρησης δικονομικής προθεσμίας γεγονός, που ήταν απρόβλεπτο (ή ανεπίτρεπτο) και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και σύνεσης, συνεπαγόμενο αντικειμενικά, χωρίς, δηλαδή, οποιοδήποτε πταίσμα του διαδίκου, του πληρεξούσιου δικηγόρου του ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, μη εξαιρουμένης ούτε της ελαφράς αμέλειας των τελευταίων, την παρακώλυση του αιτούντος διαδίκου στην τήρηση της δικονομικής προθεσμίας. Κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανωτέρας βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αυτή ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια εκείνης του ουσιαστικού δικαίου. Διαφοροποιείται, όμως, έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της η “δικονομική” ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας από μέρους του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, αδυναμίας ανταπόκρισης σε δικονομικό βάρος του, εξαιτίας της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Στην έννοιά της περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο εξαιρετικής φύσης γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με την επίδειξη άκρας επιμελείας και συνέσεως, ανεξάρτητα εάν είναι εξωτερικό γεγονός ή όχι (ΟλΑΠ 29/1992 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 366/2010 ΝΟΜΟΣ). Η εξειδίκευση, ειδικότερα, της έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει να εξισορροπήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τα δημόσια συμφέροντα της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης, αφενός, και της ασφάλειας και βεβαιότητας της διαδικασίας, αφετέρου, εναρμονίζεται και με τη θεμελιακή αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας, αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα (ΑΠ 275/2019 ΝΟΜΟΣ). Η αίτηση επαναφοράς, απευθυνόμενη στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο και στο υποχρεωτικό περιεχόμενο της ανήκει η αναφορά των λόγων, για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η ως άνω προθεσμία, του χρόνου άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία, ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, καθώς και των αποδεικτικών μέσων για την εξακρίβωση της αληθείας τους, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, να σχηματίσει σχετική δικανική πεποίθηση (ΑΠ 204/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 980/2008 ΝΟΜΟΣ). Ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας, που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει τη δυνατότητα της, με δικαστική παρέμβαση, άρσης νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο κατάστασης, που δημιουργήθηκε από τη μη τήρηση της ορισμένης ως άνω προθεσμίας για δύο λόγους, δηλαδή την ανωτέρα βία ή το δόλο του αντιδίκου του. Ανταποκρίνεται, έτσι, η επαναφορά σε εκτιμήσεις επιείκειας και εκ παραλλήλου ικανοποιείται το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης (ΑΠ 350/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 443/2015 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, ειδικώς επί άσκησης ενδίκων μέσων, η άγνοια του διαδίκου για την γενομένη προς αυτόν έγκυρη επίδοση απόφασης υποκείμενης σε έφεση, και εντελώς ανυπαίτια αν είναι, δεν αποτελεί καθ’ αυτήν περιστατικό ανωτέρας βίας, το οποίο παρακωλύει την εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας για την άσκησή της (ΑΠ 153/2015 ΝΟΜΟΣ). Η αίτηση επαναφοράς έχει ως περιεχόμενο τη διενέργεια της παραλειφθείσας πράξης, ασκείται, όπως προαναφέρθηκε, με τα διαμειβόμενα στη δίκη δικόγραφα, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται κατά τις διατάξεις για την αγωγή και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα στην κατ’ άρθρο 153 του ΚΠολΔ οριζόμενη 30νθήμερη προθεσμία από την άρση του κωλύματος που συνιστά την ανωτέρα βία ή τη γνώση του δόλου του αντιδίκου. Με τη διάταξη του άρθρου 158 του ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η εξασφάλιση σταθερότητας στη διαδικασία και η αποτροπή διατήρησης της εκκρεμότητας για μακρό χρόνο, τίθεται περιορισμός σχετικά με την αίτηση δικαστικής επαναφοράς, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό της υποβολής της αίτησης αποκατάστασης των πραγμάτων, αν χάθηκε η οριζόμενη στο άρθρο 153 τριακονθήμερη προθεσμία άσκησής της (ΑΠ 932/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 141/2005 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 119 παρ. 1, 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 του Ν. 4335/2015 και του άρθρου 120 του ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζεται ότι οι διάδικοι οφείλουν να αναγράφουν στα δικόγραφά τους την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας τους (οδός και αριθμός), κάθε δε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιούνται εκατέρωθεν ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικο, η επίδοση εγγράφου που αφορά εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης είναι έγκυρη, όταν γίνει στην κατά το άρθρο 119 του ΚΠολΔ αναφερόμενη διεύθυνση, ακόμα και αν ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε πια εκεί την κατοικία του, εφόσον αυτός δεν είχε δηλώσει (γνωστοποιήσει) κατά έναν από τους περιοριστικώς ως άνω οριζόμενους τρόπους μεταβολή της κατοικίας του, σαφώς προκύπτει ότι με τις διατάξεις αυτές διαγράφεται η υποχρέωση εκείνου που ενεργεί την διαδικαστική πράξη για αναγραφή της διεύθυνσης της κατοικίας ή του καταστήματος του προς προσδιορισμού του τόπου νόμιμης επίδοσης και όχι του αντιδίκου του. Από τις ίδιες διατάξεις και, ιδίως, εκείνη του άρθρου 120 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο όρος “εκκρεμής δίκη” που χρησιμοποιείται από αυτό, νοείται ως το διαδικαστικό στάδιο από της κατάθεσης ενός δικογράφου, από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 119 του ΚΠολΔ, και μέχρις ότου το δικαστήριο απεκδυθεί της εξουσίας του επ’ αυτού, είτε με την έκδοση οριστικής απόφασης, είτε με την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, και ότι η παράλειψη της με αυτές καθιερουμένης υποχρέωσης κάθε διαδίκου να γνωστοποιεί την μεταβολή της κατοικίας, γραφείου του κ.λπ., παρέχει στον αντίδικό του το δικαίωμα να την θεωρήσει αμετάβλητη (ΑΠ 1277/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 587/2003 ΝΟΜΟΣ). Συνάγεται, ακόμη, από τις διατάξεις αυτές, ότι εκείνος προς τον οποίον έγινε η επίδοση της οριστικής απόφασης, προκειμένου να υποστηρίξει τον περί εκπρόθεσμης άσκησης της έφεσης ισχυρισμό του, πρέπει να ισχυρίζεται και να αποδεικνύει ότι ο επισπεύδων την επίδοση γνώριζε την πραγματική κατοικία του ή ότι ο ίδιος, πριν την επίδοση, είχε γνωστοποιήσει στον τελευταίο την μεταβολή της (ΟλΑΠ 3/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 800/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 724/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1750/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 129 του ΚΠολΔ αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παράγραφος 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου, ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παράγραφος 4. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, αν στην κατοικία του προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση δεν βρίσκεται ο ίδιος, ούτε κανείς συγγενής ή υπηρέτης που συνοικεί μαζί του, ούτε άλλος κανείς σύνοικός του που έχει συνείδηση των πράξεων του και δεν συμμετέχει στη δίκη ως αντίδικος του, πρέπει εκείνος που ενεργεί την επίδοση: α) να κολλήσει το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς ον η επίδοση μπροστά σε ένα μάρτυρα. Στις περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας (όπως η περ. α αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 β) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, μετά την θυροκόλληση αντίγραφο του εγγράφου αυτού να το παραδώσει στα χέρια των προσώπων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και γ) να ταχυδρομήσει σ’ αυτόν που γίνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση που να περιλαμβάνει όσα αναφέρονται στην ίδια διάταξη. Από την ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 139, 140, 438 και 440 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: 1) Ότι για τη νόμιμη επίδοση εγγράφου με θυροκόλληση στην κατοικία προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης ότι η θυροκόλληση έγινε στην κατοικία του προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση, ότι κατ’ αυτήν (επίδοση) ελλείπουν ή απουσιάζουν όχι μόνο οι συνοικούντες μετ’ αυτόν συγγενείς, αλλά και οι υπηρέτες, ως και άλλοι σύνοικοι και κάτω από την έκθεση της επίδοσης να μνημονεύονται τα απαιτούμενα στοιχεία του άρθρου 128 παρ. 4 εδ. β’ και γ’ του ΚΠολΔ. 2) Ότι η απόδειξη του γεγονότος της θυροκόλλησης με το διαγραφόμενο από το νόμο τρόπο (άρθρο 128 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), για κάθε γεγονός που υποπίπτει στην αντίληψη του επιμελητή, δηλαδή που βεβαιώνεται ότι έγινε από τον ίδιο ή ενώπιόν του, αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της έκθεσης επίδοσης και αποτελεί πλήρη απόδειξη. Στην πλήρη απόδειξη δηλαδή εμπίπτουν τα γεγονότα του τόπου, χρόνου και τρόπου επίδοσης, της σύμπραξης του μάρτυρα και της υπογραφής. Το βάρος της απόδειξης ότι η θυροκόλληση δεν έγινε φέρει αυτός που αντιμάχεται την έκθεση, με την προσβολή της ως πλαστής (ΑΠ 1921/1999 ΕλλΔνη 2001. 118, ΕφΔωδ 302/2007 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 159, 160 και 161 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η παραβίασή τους επάγεται όχι την ανυπαρξία της επίδοσης, αλλά την ακυρότητα αυτής και μάλιστα υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η εν λόγω ακυρότητα προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, αφού για τη τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του ΚΠολΔ δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το δικαστήριο έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινόμενου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει γι’ αυτό απόδειξη (ΑΠ 139/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 754/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 482/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 302/2007 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 320/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έκθεση επίδοσης, που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά αντίθετα που βεβαιώνονται σ αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 350/2013 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης, που αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη είναι τριάντα ημέρες, ενώ αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, είναι εξήντα ημέρες. Το εφετείο ερευνά, κατ’ άρθρο 532 του ΚΠολΔ, πρώτα το παραδεκτό της έφεσης και αν ελλείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Η συνδρομή ή μη του εμπροθέσμου της άσκησης της έφεσης, αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της, το δε εφετείο την εξετάζει με βάση τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα. Το απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης άσκησης παραδεκτά προτείνεται και από τον εφεσίβλητο με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της έφεσης (ΕφΘεσ 1626/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 18.06.2021 έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1150/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2382/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 18.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό …./2019 του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ενώ για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα υπ’ αριθ. …/15.09.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……………., με την από 16.09.2020 απόδειξη παραλαβής δικογράφου της Αστυφύλακα …………… του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς και την από 17.09.2020 βεβαίωση της υπαλλήλου των ΕΛΤΑ (καταστήματος Πειραιώς) ………… κάτω απ’ αυτήν, αντίγραφο της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 1150/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και της υπ’ αριθ. 2382/2020 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή διορθώθηκε, επιδόθηκαν την 15.09.2020 στον εκκαλούντα – εναγόμενο με θυροκόλληση, στη διεύθυνση της κατοικίας του στον Πειραιά Αττικής επί της οδού ……………, προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες. Η κρινόμενη έφεσή του ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 22.06.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../22.06.2021 και ειδικό …../22.06.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι αυτή ασκήθηκε οκτώ μήνες μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που τάσσεται από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ο δε εφεσίβλητος – ενάγων ζητεί με τις έγγραφες προτάσεις του την απόρριψή της έφεσης ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, ζήτημα ερευνώμενο και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται, με την προσθήκη επί των προτάσεών του, αφενός ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην οδό ………… στον Πειραιά Αττικής, η οποία αναγράφεται ως διεύθυνση της κατοικίας του στην ως άνω έκθεση επίδοσης και στην οποία έγινε η θυροκόλληση, είναι άκυρη, μη παράγουσα οποιοδήποτε αποτέλεσμα και μη αφετηριάζουσα την γνήσια τριακονθήμερη προθεσμία της έφεσης, διότι η οικία του η ευρισκόμενη στην προαναφερόμενη διεύθυνση δεν αποτελούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης κατοικία του, κατά την έννοια του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, αφού αυτός κατοικούσε ήδη από το Νοέμβριο του έτους 2019 στον …………. Λακωνίας, γεγονός που γνώριζε ο εφεσίβλητος – ενάγων, ο οποίος ενήργησε καταχρηστικώς και δολίως προβαίνοντας στην επίδοση της απόφασης στην ως άνω διεύθυνση επί της οδού …………… στον Πειραιά Αττικής, με σκοπό να απωλέσει ο ίδιος το δικαίωμά του να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, αφετέρου ότι δεν γνώριζε την προς αυτόν γενομένη ως άνω επίδοση, ζητεί δε την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ήτοι στην κατάσταση προ της επίδοσης αυτής, ώστε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η άσκηση της έφεσής του. Το κρινόμενο αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι απορριπτέο πρωτίστως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη, δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της προσθήκης επί των προτάσεών του εκκαλούντος – εναγόμενου, ο χρόνος άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου του, κατ’ άρθρο 153 του ΚΠολΔ, ούτε τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας των λόγων, για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η ως άνω προθεσμία άσκησης της έφεσης, κατ’ άρθρο 155 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει το εμπρόθεσμο του αιτήματος επαναφοράς, κατ’ άρθρο 158 του ΚΠολΔ, και να σχηματίσει σχετική δικανική πεποίθηση, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας περί απόδειξης απόφασης. Πέραν δε τούτου, τα περιστατικά που επικαλείται ο εκκαλών – εναγόμενος, αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν ανώτερα βία, διότι, κατά τα επίσης στη μείζονα σκέψη διαλαμβανόμενα, ως ανώτερα, βία νοείται το παρακωλυτικό γεγονός της τήρησης της προθεσμίας, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στην συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργεια άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Τέτοιο γεγονός δεν είναι, μόνη η άγνοια, έστω και ανυπαίτια, από τον διάδικο της έγκυρης επίδοσης της απόφασης παρά μόνο αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς τη γνώση της επίδοσης, ο νομιμοποιούμενος να εκκαλέσει και ο πληρεξούσιος τυχόν δικηγόρος του, προβαίνοντας σε κάθε ενδεικνυόμενη υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, άκρως επιμελή ενέργεια, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να είναι ενήμεροι της εκκλητής απόφασης εγκαίρως, ούτως ώστε να εναπομένει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, που η επίδοση της πρωτόδικης απόφασης κίνησε, χρόνος επαρκής και αξιοποιήσιμος για την άσκηση έφεσης. Εν προκειμένω δε, έστω και αν πράγματι, για τους λόγους που αναφέρει ο εκκαλών – εναγόμενος στην προσθήκη των προτάσεών του, αγνοούσε την ως άνω επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης σ’ αυτόν, που έλαβε χώρα την 15.09.2020, θα μπορούσε, αν είχε επιδείξει ο ίδιος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του …………….., που παραστάθηκε κατά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια, μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (01.04.2020) και της διορθωτικής αυτής (03.07.2020), την οποία μπορούσαν να πληροφορηθούν εγκαίρως, κατά το διάστημα όλων αυτών των μηνών που μεσολάβησε μέχρι την εν λόγω επίδοση, να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης, προ πάσης δηλ. επιδόσεως, αλλά και όσο διαρκούσε η νόμιμη προθεσμία μετά από αυτήν, πράγμα που δεν έπραξε. Επιπλέον κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγόμενου ότι η ως άνω επίδοση είναι άκυρη, διότι δεν διενεργήθηκε στην κατοικία του, κατά την έννοια του νόμου, γεγονός που γνώριζε ο εφεσίβλητος – ενάγων. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, ο ίδιος ο εκκαλών – εναγόμενος στις από 22.04.2019 προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσδιορίζει τη διεύθυνση της κατοικίας του, κατ’ άρθρα 118 και 119 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επί της οδού …………. στον Πειραιά Αττικής, ενώ δεν επικαλείται ότι προέβη σε οποιαδήποτε, κατ’ άρθρο 119 παρ. 3 του ΚΠολΔ, νόμιμη γνωστοποίηση τυχόν, έστω και πρόσκαιρης, μεταβολής της κατοικίας του προς τον αντίδικό του. Ο δε ισχυρισμός του ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων γνώριζε πως η κατοικία του κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης βρισκόταν στον …………… Λακωνίας και ότι αυτός ενήργησε καταχρηστικώς και δολίως προκειμένου ο ίδιος να μη μπορέσει να τηρήσει την προθεσμία της έφεσης δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο από 14.11.2019 εξώδικη δήλωση – απάντηση του …………., αντιδίκου αυτού σε άλλη δίκη, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν την 02.12.2019, στην φερόμενη ως κατοικία του στον ………….. Λακωνίας, αφού αυτή δεν σχετίζεται με την κρινόμενη υπόθεση, αλλά αφορά αντιδικία του εκκαλούντος – εναγόμενου στα πλαίσια άλλης δίκης με τρίτο πρόσωπο. Κατόπιν τούτων, το προβαλλόμενο αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κρίνεται απορριπτέο και ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται για την ευδοκίμησή του, και ειδικότερα δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο άγνοια της έγκυρης ως άνω επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην κατοικία του, και μάλιστα μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ώστε μην μπορέσει ο εκκαλών – εναγόμενος να ασκήσει εμπροθέσμως έφεση. Μετά την απόρριψη όλων των ανωτέρω ισχυρισμών του εκκαλούντος – εναγόμενου, πρέπει η υπό κρίση έφεσή του, που ασκήθηκε εκπροθέσμως, κατά τα προαναφερθέντα, μετά εννέα μήνες από την έγκυρη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης προς αυτόν, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 532 του ΚΠολΔ), κατά παραδοχή και της σχετικής δικονομικής ένστασης του εφεσίβλητου – ενάγοντος. Ο εκκαλών – εναγόμενος πρέπει, λόγω της απόρριψης του ένδικου μέσου που άσκησε, να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου – ενάγοντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 183 του ΚΠολΔ), ενώ, λόγω της ήττας του εκκαλούντος – εναγόμενου, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18.06.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1150/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2382/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Απορρίπτει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 5 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ