Αριθμός 551/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ : ………., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ανάργυρος Δήμιζας (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς ……….) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ : 1. …….., 2. ……… 3. ………, 4. ………, και 5. ………., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ευστάθιος Κωνσταντόπουλος (ΑΜ Δ.Σ. Πειραιώς …..) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.263).
Η ενάγουσα, εκκαλούσα – εφεσίβλητη – καλούσα, με την από 13-4-2017, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ………./2017, αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγομένων, εκκαλούντων – εφεσίβλητων – καθ’ ων η κλήση, ζήτησαν τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4306/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν αμφότερα τα διάδικα μέρη, με την από 3-10-2018, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……./2018, έφεση της ενάγουσας, και με την από 18-10-2018, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………./2018, έφεση των εναγομένων, επί των οποίων, μετά από συνεκδίκασή τους, εκδόθηκε η με αριθμό 513/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου μετά από παραπομπή με τη με αριθμό 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για το αμετάκλητο της με αριθμό 1734/2017 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ή/και αντίγραφο της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς επί τυχόν ασκηθείσας έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης με βεβαίωση περί του αμετάκλητου αυτής. Ήδη, επαναφέρεται η υπόθεση με τις από 23-4-2021 κλήσεις της ενάγουσας, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ ……/2021 για την έφεση της ενάγουσας, και ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ ……./2021 για την έφεση των εναγόμενων, η συζήτηση ορίστηκε για τη δικάσιμο της 17ης-3-2022, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, οι οποίοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται με τις ανωτέρω κλήσεις, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ ……/2021 και ΓΑΚ…… και ΕΑΚ ……./2021, προς περαιτέρω συζήτηση και οριστική κρίση, μετά την έκδοση της με αριθμό 3/2021 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της με αριθμό 135/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, και της βεβαίωσης μη άσκησης ενδίκων μέσων κατά της τελευταίας, α) η από 3-10-2018, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………./2018, έφεση της ενάγουσας, και β) η από 18-10-2018, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ………/2018, έφεση των εναγομένων, κατά της με αριθμό 4306/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία, αφού καταργήθηκε η δίκη ως προς την τέταρτη εναγόμενη, έγινε μερικά δεκτή η αγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ ο καθένας των τριών πρώτων και το ποσό των 8.000 ευρώ ο καθένας από τους πέμπτη και έκτο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μετά την έκδοση της με αριθμό 513/2020 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου μετά από παραπομπή με τη με αριθμό 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για το αμετάκλητο της με αριθμό 1734/2017 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ή/και αντίγραφο της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς επί τυχόν ασκηθείσας έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης με βεβαίωση περί του αμετάκλητου αυτής.
Με την ανωτέρω με αριθμό 513/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε ότι οι κρινόμενες εφέσεις από 3-10-2018, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../2018, της ενάγουσας, και από 18-10-2018, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2018, των εναγομένων, κατά της με αριθμό 4306/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, που δέχθηκε μερικά η αγωγή, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς και με τις νόμιμες διατυπώσεις, και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, και στη συνέχεια να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση· ακολούθως, δε, κατά την ουσιαστική έρευνα της αγωγής, το Δικαστήριο αυτό με την ανωτέρω (513/2020) μη οριστική απόφασή του έκρινε απαραίτητο α) να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση απόφασης από την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το νομικό ζήτημα, που παραπέμφθηκε ενώπιον της, με τη με αριθμό 8/2019 απόφασης της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, και β) να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση για το αμετάκλητο της με αριθμό 1734/2017 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ή/και αντίγραφο της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς επί τυχόν ασκηθείσας έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης με βεβαίωση περί του αμετάκλητου αυτής. Εφόσον, τέλος, έχουν εκδοθεί α) η με αριθμό 4/2020 απόφαση της τακτικής Ολομέλειας – Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μετά την παραπομπή ενώπιον αυτής του νομικού ζητήματος του τεκμηρίου αθωότητας σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλακτικής ποινικής απόφασης με τη με αριθμό 8/2019 απόφασης της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, (προφανώς από παραδρομή η ενάγουσα – εκκαλούσα αναφέρει στις προτάσεις της και προσκομίζει τη με αριθμό 3/2021 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας – Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που αφορά στην έννοια «τρίτου» στο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης), και β) η με αριθμό 66,110 και 135/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, κατόπιν έφεσης των εναγόμενων – εκκαλούντων – εφεσίβλητων κατά της με αριθμό 1734/2017 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η υπόθεση είναι ώριμη πλέον να εξετασθεί και από ουσιαστική άποψη κατά την ίδια, όπως και πρωτόδικα, τακτική διαδικασία (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ) και νόμιμα επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση και οριστική κρίση, με τις από 23-4-2021 κλήσεις της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Εξάλλου, από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μεταδόσεως από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοσή της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ (ΑΠ 2183/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση, εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 ΠΚ, αρχίζει από το χρόνο, κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαίτησης, κατά το άρθρο 937 παρ.1 ΑΚ (ΑΠ 1101/2017, ΑΠ 944/2011). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 950/2015). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261 ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης της αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία (ΑΠ 1025/2017, ΑΠ 59/2016, ΑΠ 1010/2015). Τέτοια άσκηση αγωγής, που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η, κατά την ποινική διαδικασία, νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για το ποσό που αιτείται ο πολιτικώς ενάγων (ΑΠ 1023/2019, ΑΠ 1010/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 527 αριθ. 6 ΚΠολΔ, το οποίο, κατά τη διάταξη του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη υπόθεση, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν 4335/2015, εφόσον τα ένδικα δικόγραφα εφέσεων κατατέθηκαν στις 3 και 18-10-2018 αντίστοιχα, δηλαδή, μετά, την έναρξη εφαρμογής, την 1-1-2016, της ήδη ισχύουσας ρύθμισης, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής της διάταξης (άρθρο 527 ΚΠολΔ), ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων, το πρώτον, ενώπιον του Εφετείου είναι παραδεκτή, εφόσον συντρέχουν οι εξαιρέσεις, που προβλέπονται, επιπλέον, σ’ αυτή, θεωρούνται οι αυτοτελείς καταλυτικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση ένστασης και όχι εκείνοι, που στηρίζουν αιτιολογημένη άρνηση της κατ’ ουσία βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ 342/2009, ΑΠ 1533/2001) (ΑΠ 1508/2021, ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α` – δ` ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 Π.Κ., δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά που προτείνονται, κατ’ αντένσταση, από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 762/2019, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 599/2016) (ΑΠ 753/2020, ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙΙ. Με το άρθρο 6 πσρ. 2 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον και στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ και είναι συνέπεια της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας”, με το νόμο 4586/2019. Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Εξάλλου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης. Επομένως το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται αποδεικτικά από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Το πολιτικό δικαστήριο, όμως, πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (Ολ ΑΠ 4/2020, ΑΠ 368/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, των με αριθμούς …………./19-7-2017 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς με πρωτοβουλία της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, και των με αριθμούς …. και …./21-7-2017 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, με πρωτοβουλία των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι έχουν μεταξύ τους συγγενική σχέση, και συγκεκριμένα η ενάγουσα και οι πρώτος και δεύτερος εναγόμενοι είναι αδέλφια, η τρίτη εναγόμενη είναι μητέρα τους, ενώ η πέμπτη εναγόμενη είναι δεύτερη εξαδέλφη της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων, και ο έκτος εναγόμενος είναι πρώτος εξάδελφος της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων. Ο σύζυγος της τρίτης εναγόμενης και πατέρας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων, ……………, όπως αποδεικνύεται από το από 22-5-2007, με αριθμό πρωτοκόλλου ……/10-05-2007 ιατρικό πιστοποιητικό του Ειδικού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Πειραιώς – Μεταξά, έπασχε, από το έτος 1998, από καρκίνο του στομάχου, είχε υποβληθεί, στις 13-1-1998, σε υφολική γαστρεκτομή και σε συμπληρωματική χημειοθεραπεία κατά το χρονικό διάστημα από 27-2-1998 έως 28-7-1998, ενώ στις 21-9-2005, διαγνώσθηκε με καρκίνος του παγκρέατος, και από 19-10-2005 υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία, η οποία διακόπηκε, στις 9-3-2006, κατόπιν σχετικής απόφασης του ασθενούς και λόγω της αναποτελεσματικότητάς της, αφού διαπιστώθηκε επιδείνωση της νόσου. Στις 22-7-2006, ο ασθενής εισήχθη εκτάκτως στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο, επειδή εμφάνισε πυρετό, ο οποίος αντιμετωπίσθηκε με χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής, ενώ στις 17-8-2006, επανεισήχθη στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο εμφανίζοντας υψηλό πυρετό, βραδυψυχισμό και πτώση του επιπέδου συνείδησης· η κατάστασή του βελτιώθηκε με τη χορήγηση αντιβίωσης και εξήλθε του νοσοκομείου στις 24-8-2006, αλλά την 1-9-2006, εισήχθη εκ νέου στο νοσοκομείο με σύμπτωμα την ικτερική χροιά δέρματος εξαιτίας της αύξησης της χολερυθρίνης, του ετέθη διαδερμική παροχέτευση, με αποτέλεσμα τη βαθμιαία πτώση των τιμών της χολερυθρίνης, και στις 8-9-2006 εξήλθε από το νοσοκομείο. Στις 11-10-2006, με την εμφάνιση σημαντικής πτώσης των τιμών της χολερυθρίνης, υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία, όπως και στις επόμενες ημέρες, στις 18-10-2006, 1-11-2006 και 9-11-2006, οπότε και εισήχθη στο νοσοκομείο με συμπτώματα υψηλού πυρετού και βραδυψυχισμού, υποβλήθηκε σε αντιβιοτική θεραπεία, αφαίρεση ασκητικού υγρού, και χημειοθεραπεία στις 17-11-2006, κατά την οποία και εξήλθε από το νοσοκομείο με βελτιωμένη κατάσταση της υγείας του. Ακολούθως, στις 28-11-2006, μεταφέρθηκε στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο πάσχοντας από βαριά αναιμία, ενώ κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκε πτώση του επιπέδου συνείδησης με βυθιότητα, ταχυκαρδία, και οιδήματα των κάτω άκρων· παρά τη θεραπεία, δε, στην οποία υποβλήθηκε, η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατός του στις 3-12-2006. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο ανωτέρω νοσοκομείο ο πατέρας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων και σύζυγος της τρίτης εναγόμενης, στις 3-9-2006, συνέταξε την από 3-9-2006 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε κατά τη συνεδρίαση της 9ης-2-2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κύρια με τη με αριθμό 194/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία κατέλιπε στην ενάγουσα την ψιλή κυριότητα των ιδανικών του μεριδίων, ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, επί των εξής αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής, που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο, εμβαδού 778,45τμ, που βρίσκεται στη συνοικία ….. του δήμου Κερατσινίου, επί των οδών ………….., παρακρατώντας για τον εαυτό του, εφ’ όρου ζωής του, την επικαρπία αυτών : α) του με στοιχεία Α1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, εμβαδού 58,71τμ, β) του με στοιχεία Α3 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, εμβαδού 122,98τμ, γ) της με στοιχεία Απ1 αποθήκης του υπογείου ορόφου, εμβαδού 279,13τμ, και δ) του με στοιχεία Κ3 καταστήματος του ισογείου ορόφου, εμβαδού 225,60τμ, αναφέροντας ότι ο λόγος που εγκαθιστούσε την ενάγουσα κληρονόμο του ήταν ότι αυτή τον φρόντισε κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο και συμπαραστάθηκε τόσο στον ίδιο όσο και στη μητέρα του, και γιαγιά της ενάγουσας, όταν οι τελευταίοι ήταν ασθενείς. Με την έξοδό του από το ανωτέρω νοσοκομείο, ο πατέρας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων και σύζυγος της τρίτης εναγόμενης, με το με αριθμό …./8-9-2006 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., παρέσχε στην ενάγουσα θυγατέρα του την πληρεξουσιότητα, ώστε ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του, να διενεργήσει γονική παροχή προς τον εαυτό της και να μεταβιβάσει με αυτοσύμβαση την ψιλή κυριότητα των ιδανικών μεριδίων του επί των προαναφερομένων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών· αξιοποιώντας, δε, η ενάγουσα την ανωτέρω πληρεξουσιότητα, και ενεργώντας ως πληρεξούσια και αντιπρόσωπος του πατέρα της, ……………., προέβη στη μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής προς τον εαυτό της (αυτοσύμβαση) της ψιλής κυριότητας των ως άνω αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών, παρακρατώντας για τον παρέχοντα την εφ’ όρου ζωής επικαρπία αυτών, με το με αριθμό …../02-10-2006 συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας ποσοστού εξ αδιαιρέτως οριζοντίων ιδιοκτησιών και παρακράτησης επικαρπίας εφ’ όρου ζωής του παρέχοντος της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … και με αριθμό …..· ενώ στο ως άνω συμβόλαιο περιλήφθηκαν οι όροι ότι η παραπάνω περιουσιακή παροχή γινόταν προς εκπλήρωση ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος, που συνίστατο στη συνεχή και επιμελή φροντίδα της ενάγουσας προς τον παρέχοντα και ότι δεν θα υπολογισθεί στην κληρονομική μερίδα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, κατά το ιδανικό μερίδιο ποσοστού 2/3 εξ αδιαιρέτου, ο ανωτέρω κληρονομούμενος είχε εγκαταστήσει κληρονόμους του τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους με την προγενέστερη από 21-7-2004 ιδιόγραφη διαθήκη του, και συγκεκριμένα στα ιδανικά μερίδια της αποθήκης και του ισογείου καταστήματος τον δεύτερο εναγόμενο, και στα ιδανικά μερίδια των διαμερισμάτων την τρίτη εναγόμενη· ωστόσο, η διαθήκη αυτή καταργήθηκε με την ανωτέρω μεταγενέστερη από 3-9-2006 διαθήκη κατ’ άρθρο 1764 εδ. α ΑΚ, η τελευταία, δε, κατέστη άνευ αντικειμένου με τη σύνταξη και μεταγραφή της ανωτέρω συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής με παρακράτηση της επικαρπίας. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση των ανωτέρω δικαιοπραξιών ο ανωτέρω ασθενής τελούσε σε έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών σε βαθμό που να αναιρείται η ορθή κρίση του, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των εναγόμενων και των μαρτύρων αυτών. Συγκεκριμένα, από τα ιατρικά πιστοποιητικά, που προσκομίστηκαν με επίκληση, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας και σύζυγος της ενάγουσας και των τριών πρώτων εναγόμενων, στις 3 και 8-9-2006 δεν εμφάνιζε συμπτώματα βραδυψυχισμού ή πτώση του επιπέδου συνείδησής του, όπως αντίθετα εμφάνιζε κατά την εισαγωγή του στο ως άνω νοσοκομείο, στις 17-8-2006 και στις 9-11-2006. Εξάλλου, κατά την εισαγωγή του στο ανωτέρω νοσοκομείο, την 1-9-2006, ο ασθενής, πατέρας και σύζυγος της ενάγουσας και των τριών πρώτων εναγόμενων, εμφάνιζε σύμπτωμα αποφρακτικού ίκτερου, όχι όμως σε εμπύρετη κατάσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 9-3-2006 και 11-10-2006, δεν είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπεία, αλλά, και όταν υποβλήθηκε σ’ αυτή, δεν παρατηρήθηκε διαταραχή της διανοητικής κατάστασής του, ενώ τυχόν παροδική ζάλη ή υπνηλία, που προκαλείται, είναι ήπιας μορφής και διαρκεί το πολύ μία ημέρα· επιπλέον, δε, από την υποβολή του στην τελευταία χρονικά χημειοθεραπεία μέχρι την κατάρτιση των ανωτέρω δικαιοπραξιών, παρήλθε χρονικό διάστημα έξι περίπου μηνών. Το γεγονός ότι ο πατέρας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγόμενων και σύζυγος της τρίτης, ήδη αποβιώσας, είχε πλήρη συνείδηση των πράξεών του όταν προέβη στις ως άνω δικαιοπραξίες και ενήργησε, κατά την ελεύθερη και ανεπηρέαστη βούλησή του, χωρίς να παρασυρθεί στη διαμόρφωση αυτής από ψευδείς και υποβολιμαίες παραστάσεις της ενάγουσας, έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα, κατόπιν α) της από 4-6-2007 αγωγής των εδώ δεύτερου και τρίτης εναγόμενων κατά την κύρια βάση σωρευόμενες αγωγές ακύρωσης διαθήκης, ακύρωσης δικαιοπραξίας (πληρεξουσιότητας), αναγνώρισης ακυρότητας σύμβασης γονικής παροχής λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου του παρέχοντος, και περί κλήρου, και κατά την επικουρική βάση μέμψης άστοργης δωρεάς και περί κλήρου του νόμιμου μεριδούχου προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του, επί της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις με αριθμούς 3840/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, 285/2014 εν μέρει οριστική και 447/2016 οριστική του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς, 902/2018 του Αρείου Πάγου (Γ’ Τμήμα Πολιτικό), και 355/2020 οριστική μετ’ αναίρεση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς, και β) της από 25-06-2007 αγωγής της εδώ τρίτης εναγόμενης ανάκλησης της γονικής παροχής προς την εδώ ενάγουσα ως δωρεάς, υπερβαίνουσας το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, λόγω αχαριστίας, που εκδηλώθηκε μεταξύ άλλων με την εκτιθέμενη εξαπάτηση του αποβιώσαντος ………… από την εδώ ενάγουσα, επί της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις με αριθμούς 3533/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ότι η τελευταία δεν εξαπάτησε τον πατέρα της, διαβάλλοντας σ’ αυτόν τη μητέρα της και τον αδελφό της Γρηγόριο, εδώ τρίτη και δεύτερο εναγόμενους αντίστοιχα, προκειμένου ο ως άνω αποβιώσας να μεταβιβάσει σ’ αυτήν την περιουσία του, και 643/2011 του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση της εδώ τρίτης εναγόμενης κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης, ενώ δεν έχει ασκηθεί αναίρεση κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου. Επιπλέον, με τις ανωτέρω αμετάκλητες αποφάσεις κρίθηκε ότι ο αποβιώσας είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να ανακαλέσει την προγενέστερη από 21-7-2004 διαθήκη του προκειμένου να παραχωρήσει και στην ενάγουσα μέρος των ιδανικών μεριδίων του επί των ανωτέρω αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών, ενώ κατά το Πάσχα του έτους 2006 αποφάσισε οριστικά την εξ ολοκλήρου παραχώρηση αυτών προς την ενάγουσα, καθώς και ότι ο πατέρας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγόμενων και σύζυγος της τρίτης ωθήθηκε σε αλλαγή του τρόπου διάθεσης της κληρονομιαίας περιουσίας του από τη συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, υιού του, προς την ενάγουσα και ιδίως από την τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος της τελευταίας· συγκεκριμένα, στις 30-12-2005, ο δεύτερος εναγόμενος, ………., κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού του με την ενάγουσα για οικονομικής φύσης διαφορές μεταξύ τους, ο οποίος εκτυλίχθηκε εντός της οικίας του αποβιώσαντος, την απείλησε με βία και της κατάφερε πολλαπλά πλήγματα δια γρόνθων στην κεφαλή και το πρόσωπο, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει κάκωση αριστερού οφθαλμού με μεγάλη απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς και εκχυμώσεις άνω και κάτω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού με συνοδό ικανού βαθμού οίδημα συστοίχως της αριστεράς ζυγωματικής χώρας, όπως καταγράφεται στο με αριθμό πρωτοκόλλου ………/12-1-2006 πιστοποιητικό εξέτασης του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας «Άγιος Παντελεήμων» και στη με αριθμό …./12-1-2006 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς, για τις πράξεις, δε, της απλής σωματικής βλάβης και της απειλής καταδικάσθηκε με τη με αριθμό 348/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς σε συνολική ποινή φυλάκισης 11 μηνών, ενώ στο δεύτερο βαθμό κρίθηκε ατιμώρητος για τη σωματική βλάβη· η τρίτη εναγόμενη, δε, σύζυγος του αποβιώσαντος, δικαιολόγησε το δεύτερο εναγόμενο για την αξιόποινη συμπεριφορά του παρέχοντάς του ηθική στήριξη στην αντιδικία του με την ενάγουσα. Επίσης, έχει κριθεί αμετάκλητα, ότι ο αποβιώσας, θεώρησε σημαντική για την ανωτέρω απόφασή του την ενεργό συμπαράσταση της ενάγουσας τόσο προς τον ίδιο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειάς του και κυρίως κατά τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, όσο και προς τη μητέρα του, σε αντίθεση με τους ενάγοντες, οι οποίοι δεν επέδειξαν αντίστοιχο ενδιαφέρον γι’ αυτόν και τη μητέρα του· συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ανέκαθεν έτρεφε αισθήματα υπερβολικής αγάπης προς τον πατέρα της και του παρείχε ανελλιπώς τις περιποιήσεις της, ιδίως μετά τη δυσμενή εξέλιξη της υγείας αυτού από το φθινόπωρο του έτους 2005, αφιερώθηκε με ζήλο στη φροντίδα και την ηθική ενίσχυση αυτού, συνοδεύοντάς τον στο νοσοκομείο κατά την υποβολή του στην προαναφερόμενη χημειοθεραπεία, προσφέροντάς του υπηρεσίες νοσοκόμας, πληροφορούμενη από τους θεράποντες ιατρούς για την εξέλιξη της υγείας του, μεριμνώντας για την παρακολούθησή του και από ιδιώτες ιατρούς, για τη σωματική ανακούφιση του ασθενούς πατέρα της και για την ψυχική του τόνωση κατά τη διαμονή του στην οικία του, προμηθευόμενη ιατρικά είδη κατάλληλα για τη διενέργεια μαλάξεων στα μέλη του σώματός του, απευθυνόμενη σε χειροκόμο – ποδοκόμο για την περιποίηση των καταπονημένων από την χημειοθεραπεία άκρων του, αλλά και συνοδεύοντας αυτόν, όταν η κατάσταση της υγείας του το επέτρεπε, σε χώρους αναψυχής· αντίθετα, το ενδιαφέρον των εναγομένων για την κατάσταση της υγείας του ήταν περιορισμένο, όπως και οι εκδηλώσεις συμπαράστασης προς αυτόν. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προέβη με δόλο σε ψευδείς και υποβολιμαίες παραστάσεις προς τον αποβιώσαντα, δημιουργώντας σ’ αυτόν πεπλανημένη εντύπωση για τους τρεις πρώτους εναγόμενους τους οποίους, συστηματικά διέβαλε, με συνέπεια να τον παρασύρει στην κατάρτιση των προαναφερόμενων δικαιοπραξιών, στην οποία διαφορετικά δεν θα προέβαινε αυτός. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι από το τέλος του έτους 2005 οι σχέσεις των τέκνων και της συζύγου του ασθενούς (ενάγουσας και τριών πρώτων εναγόμενων) εντάθηκαν, μετά το θάνατο, δε, του πατέρα και συζύγου αυτών, στις 3-12-2006, εκτραχύνθηκαν με συνέπεια την άσκηση αγωγών, ήδη από το μήνα Ιούνιο του έτους 2007, για τη διεκδίκηση της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος, πατέρα και συζύγου αυτών, και την κατάθεση μηνύσεων. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν υποβολής της από 3-4-2007 (ΑΒΜ …………) μήνυση των τριών πρώτων εναγόμενων κατά της ενάγουσας, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της τελευταίας για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, που φερόταν να τέλεσε με το περιεχόμενο της από 30-1-2007 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης ενημέρωσης, που κοινοποίησε προς τους ανωτέρω τρεις εναγόμενους, υπόθεση, η οποία εκδικάσθηκε ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, στις 8-10-2013, και εκδόθηκε η με αριθμό 5237/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η ενάγουσα κηρύχθηκε αθώα της ανωτέρω πράξης. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 8ης-10-2013, εξετάστηκαν ως μάρτυρες οι εναγόμενοι καταθέτοντας : α) ο πρώτος, ………., χωρίς όρκο ως πολιτικώς ενάγων, « … Εκείνη (εδώ ενάγουσα) προσπαθεί να μας διαβάλλει και μας εξευτελίζει στο περίγυρο μας. Ήθελε να δημιουργήσει εντυπώσεις, γιατί είχε κατορθώσει να ξεγελάσει τον πατέρα μας και να αποσπάσει όλη την περιουσία με αυτοσύμβαση. Στις 22-11-2006 έγραψα τον πατέρα μου σε dvd (ντι βι ντι) μετά από δική του απαίτηση. (Στο ως άνω ντι βι ντι σημειωτέον φερόταν ότι ο πατέρας μου, όπως διευκρινίζει η ενάγουσα, έλεγε πως τον εξαπάτησα και τον πέταξα στους πέντε δρόμους.)….. Της είχε γίνει γονική παροχή ένα σπίτι και ένα κατάστημα. Εγώ της το αποπεράτωσα μέχρι τους σοβάδες … », β) ο δεύτερος εναγόμενος, …………, χωρίς όρκο ως πολιτικώς ενάγων, « … Πήρε εξιτήριο (ενν. τον πατέρα του και της ενάγουσας …………) για να πάει στο σπίτι και (η ενάγουσα) τον πήγε σε συμβολαιογράφο παρά τη θέληση του. Τον απήγαγε….. Η ….. (ενάγουσα) δεν συνέβαλε και ποτέ δεν εργάστηκε στη δημιουργία της περιουσίας … », γ) η τρίτη εναγόμενη, ………, χωρίς όρκο ως πολιτικώς ενάγουσα, « .. Έχω βιώσει μεγάλη πίκρα από τις ενέργειες της κόρης μου. Είναι αδίστακτη….. Τη φροντίδα του συζύγου μου την είχα εξ ολοκλήρου εγώ και βοηθούσαν και τα παιδιά….. Δεν την απείλησα ποτέ ότι θα την σκοτώσω. Έφυγε από το σπίτι γιατί είχε την κατακραυγή όλων για τις πράξεις της, όχι γιατί κινδύνευε η ζωή της», δ) η πέμπτη εναγόμενη, ………, ενόρκως ως μάρτυρας κατηγορίας, « … Δεν την απείλησαν και δεν την εξύβρισαν.…. Σε ημιθανή κατάσταση, τον (ενν. τον πατέρα της ενάγουσας) πήγε σε δικηγόρο η ….. (ενάγουσα)». Επιπλέον, ο έκτος εναγόμενος, ………, στις 26-1-2011, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατέθεσε ως μάρτυρας ένορκα, προς υποστήριξη της προαναφερόμενης από 4-6-2007 αγωγής των εδώ δευτέρου και τρίτης εναγόμενων σε βάρος της εδώ ενάγουσας, «… Εγώ θεωρώ ότι ο θείος όλα τα χρόνια, όχι θεωρώ το πιστεύω, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ήθελε αυτό να το δώσει στο ……. Η διαθήκη την οποία διάβασα είναι συντεταγμένη, µάλλον γραμμένη στις 3 Σεπτεμβρίου 2006, ήταν λίγο πριν πεθάνει ο θείος. Εντελώς τυχαία την ημέρα εκείνη εμείς είχαμε επιστρέψει από τις διακοπές µας τις καλοκαιρινές και είχαμε πάει εγώ, ο αδελφός µου, η αδελφή µου και η σύζυγος µου να τον δούμε στο Μεταξά στο οποίο νοσηλευόταν τότε. Όταν τον είδαμε, όχι να γράψει διαθήκη δεν μπορούσε, δεν μπορούσε καν να κάτσει. Την σύζυγο µου δεν την αναγνώρισε … (σε ερώτηση του Εισηγητή για το αν στις 3-9-2006 είναι σε θέση να βεβαιώσει ότι ο ………….δεν είχε τη λογική για να συντάξει διαθήκη και να εκφράσει τη βούληση του ελεύθερα) σε καμία περίπτωση … (σε ερώτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου για το εάν είχε βελτιωθεί η κατάσταση του πατέρας της ενάγουσας μεταξύ 5 και 8 Σεπτεμβρίου 2006) δεν είχε βελτιωθεί, όχι…(σε ερώτηση του Εισηγητή αν μπορεί να καταθέσει μετά βεβαιότητας ότι στις 8 Σεπτεμβρίου 2006 δεν είχε τη λογική να συντάξει διαθήκη) Δεν τον είχα δει τότε, εγώ τον είδα μετά από δύο ημέρες….( σε ερώτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας αν ήταν στο νοσοκομείο η μητέρα της τελευταίας, στις 8-9-2006, ημερομηνία επίσκεψης του ιδίου στο νοσοκομείο και σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης του πατέρα της ενάγουσας) ….η θεία ήταν εκεί (εννοώντας την μητέρα της ενάγουσας)». Για το περιεχόμενο των ανωτέρω καταθέσεων η ενάγουσα κατέθεσε την από 22-5-2014 έγκλησή της, με ΑΒΜ …….., η οποία εκδικάστηκε στις 4-4-2017 και εκδόθηκε η με αριθμό 1734/2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι καταδικάστηκαν για τις πράξεις της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, η πέμπτη εναγόμενη καταδικάστηκε για ψευδορκία μάρτυρα και ο έκτος εναγόμενος αθωώθηκε. Κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας ποινικής υπόθεσης άσκησαν εφέσεις οι καταδικασθέντες, εδώ εναγόμενοι, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμούς 66, 100 και 135/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, και με την οποία οι τρεις πρώτοι καταδικασθέντες, εδώ τρεις πρώτοι εναγόμενοι, καταδικάστηκαν για την πράξη της ψευδούς ανωμοτί κατάθεση, που τέλεσαν στις 8-10-2013 με τις προαναφερόμενες καταθέσεις του στο ακροατήριο του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ενώ η τέταρτη καταδικασθείσα πρωτόδικα, εδώ πέμπτη εναγόμενη, αθωώθηκε για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα όπως και οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι αθωώθηκαν για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και τα προπεριγραφόμενα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε α) για την κατάθεση του πρώτου εναγόμενου, …….., ότι i) η ενάγουσα δεν διέβαλε τους τρεις πρώτους εναγόμενους στον πατέρα (των δύο πρώτων) και σύζυγο (της τρίτης) αυτών, δεν τους εξευτέλισε στον περίγυρο τους, δεν ξεγέλασε τον πατέρα τους με σκοπό να αποσπάσει την περιουσία του με αυτοσύμβαση, αφού ο τελευταίος προέβη στην ως άνω γονική παροχή προς την ενάγουσα θυγατέρα του εμφορούμενος από αισθήματα ευγνωμοσύνης για τις φροντίδων αυτής προς τον ίδιο και τη μητέρα του, ………., και όχι παρασυρόμενος από απατηλές συμπεριφορές της ενάγουσας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, ii) ο πρώτος εναγόμενος δεν αποπεράτωσε το σπίτι και κατάστημα μέχρι τους σοβάδες, καθώς το ισόγειο κατάστημα ήταν έτοιμο, τα δε διαμερίσματα με στοιχεία Β1 και Β2, στην οδό ……….., στο Κερατσίνι Αττικής, τα οποία η ενάγουσα απέκτησε κατόπιν γονικής παροχής από τη μητέρα και τον πατέρα τους, αποπερατώθηκαν μέχρι τα επιχρίσματα (σοβάδες) και με την χρηματική συνεισφορά της ενάγουσας, γεγονός που ανέφερε και ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος στην απολογία του στο Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, στις 26-1-2021, και iii) η αναφορά του στην εγγραφή του θανόντος πατέρα τους σε ντι βι ντι (DVD), μία εβδομάδα πριν το θάνατό του, μετά από δική του απαίτηση, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι ενώ στην ανωτέρω απολογία του αναφέρει ότι η καταγραφή ήταν απαίτηση του πατέρα του, εντούτοις αποδέχεται ότι κάλεσε συγγενείς κατά την καταγραφή για να έχει μάρτυρες, γεγονός που δεν ήταν αναγκαίο αλλά ούτε και δικαιολογείται εάν δεν είχε προετοιμάσει την καταγραφή ο ίδιος σε συνεργασία με τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους, β) για την κατάθεση του δεύτερου εναγόμενου, ……….., ότι η ενάγουσα i) δεν οδήγησε τον πατέρα τους σε συμβολαιογράφο παρά τη θέλησή του ούτε τον απήγαγε, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο τελευταίος προέβη σε γονική παροχή προς την ενάγουσα από ευγνωμοσύνη για τις φροντίδες της προς το ίδιο και τη μητέρα του, ………., και όχι παρασυρόμενος από απατηλές συμπεριφορές της ενάγουσας, και ii) συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας, καταβάλλοντας μέχρι την 5η Απριλίου 2005 το ποσό των 140.000 ευρώ για την ανέγερση πενταόροφης οικοδομής στην οδό ……… στον Πειραιά, όπου υπάρχει οικόπεδο του δευτέρου εναγόμενου, γ) για την κατάθεση της τρίτης εναγόμενης, ………., ότι η ενάγουσα δεν υπήρξε αδίστακτη έναντι της μητέρας της, αφού δαπάνησε το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ περίπου για την ανακαίνιση του ισογείου καταστήματος στην οδό ………… στο Κερατσίνι Αττικής, συνιδιοκτησίας της ίδιας και της τρίτης εναγόμενης – μητέρας της, ενώ παράλληλα είχε ορίσει την τελευταία συνδικαιούχο σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και στην Αγροτική Τράπεζα. Παρά το γεγονός, όμως, ότι τα ανωτέρω περιστατικά ήταν ψευδή και οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι το γνώριζαν, κατέθεσαν αυτά στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου. Η γνώση τους, δε, αυτή κατά την κατάθεσή τους, στις 8-10-2013, επιβεβαιώνεται από την έκδοση των προαναφερόμενων δικαστικών αποφάσεων, με αριθμό 3840/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και με αριθμό 3533/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκριναν για την ανυπαρξία εξαπάτησης από την ενάγουσα προς τον πατέρα και σύζυγο αντίστοιχα των ανωτέρω, πριν και κατά τη σύνταξη της από 3-9-2006 ιδιόγραφης διαθήκης του και του με αριθμό ………/8-9-2006 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. για τη σύσταση γονικής παροχής προς τον εαυτό της και μεταβίβαση με αυτοσύμβαση της ψιλής κυριότητας των ιδανικών μεριδίων, ποσοστού 2/3 εξ αδιαιρέτου, επί των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, επί αγωγής των δεύτερου και τρίτης εναγόμενων σε βάρος της ενάγουσας με σωρευόμενα αιτήματα ακύρωσης διαθήκης, ακύρωσης δικαιοπραξίας (πληρεξουσιότητας), αναγνώρισης ακυρότητας σύμβασης γονικής παροχής λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου του παρέχοντος, και περί κλήρου, και επικουρικά μέμψης άστοργης δωρεάς και περί κλήρου του νόμιμου μεριδούχου προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του, και της τρίτης εναγόμενης σε βάρος της ενάγουσας για την ανάκληση της γονικής παροχής της πρώτης προς τη δεύτερη, με το με αριθμό ………/2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, ως δωρεάς που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, λόγω αχαριστίας. Το γεγονός ότι κατά της πρώτης από τις ανωτέρω αποφάσεις οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι είχαν ασκήσει έφεση επί της οποίας δεν είχε εκδοθεί απόφαση μέχρι τις ένδικες καταθέσεις στο ποινικό Δικαστήριο, στις 8-10-2013, δεν δικαιολογεί οποιεσδήποτε αυθαίρετες κρίσεις τους σε βάρος της ενάγουσας, δεδομένης της έντονης δικαστικής διαμάχης μεταξύ τους. Επιπλέον, ούτε η ύπαρξη ψηφιακού δίσκου (DνD), εγγραφή του οποίου πραγματοποιήθηκε στις 22-11-2006, λίγες ημέρες πριν το θάνατο του πατέρα και συζύγου των ανωτέρω, και όπου καταγράφεται ο τελευταίος να αναφέρει ότι «… Η κόρη μου η ….. με πήρε από το Νοσοκομείο Μεταξά και με πήγε … με εξηπάτησε … μ’ έπιασε και υπέγραψα κάτι χαρτιά, τα οποία δεν ήξερα τι είναι, και στο τέλος ήτανε προϊόν ψεύδους … », δύναται να διαφοροποιήσει την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, διότι, δεδομένης της οργάνωσης της καταγραφής από τους τρεις πρώτους εναγόμενους με παρουσία μαρτύρων, όπως περιγράφεται ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η δημιουργία ψηφιακού δίσκου (DνD) με το ανωτέρω περιεχόμενο αποτελούσε ελεύθερη απόφαση του ………, όντας ασθενής όπως προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό με τις κακές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των μελών της οικογένειας …., όταν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι διαπίστωσαν ότι δεν συμφωνούν με τις τελευταίες ενέργειες διαχείρισης της περιουσίας του πατέρα και συζύγου τους. Σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη μεταστροφή της βούλησης του αποβιώσαντος σε μεταγενέστερο χρόνο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτός είχε πράγματι τη βούληση να μεταβιβάσει στην ενάγουσα τα προπεριγραφόμενα ιδανικά μερίδια, κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω με αριθμό ………./8-9-2006 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Παράλληλα, δε, με όσα ισχυρίσθηκαν και διέδωσαν αναληθώς για το πρόσωπο της ενάγουσας, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, αποσκοπούσαν στη βλάβη της τιμής και της υπόληψης της ως ατόμου και μέλους οικογένειας, ήταν δε αυτά ικανά και πρόσφορα να βλάψουν το πρόσωπο της ενάγουσας, την τιμή και την υπόληψη της, όπως και την έβλαψαν, καθόσον την παρουσιάζουν ως άτομο ανέντιμο, ενεργούσα δολίως με σκοπό την επίτευξη ιδίου οφέλους σε βάρος των αδελφών και της μητέρας της, ενέχοντας έντονη αμφισβήτηση της προσωπικής και οικογενειακής υπόστασης της ενάγουσας. Εξάλλου, από όλα τα ανωτέρω στοιχεία δεν αποδείχθηκε το προφανές δικαιολογημένο ενδιαφέρον των τριών πρώτων εναγόμενων, ήδη εκκαλούντων, ως συγγενών που διαφωνούν με την περιουσιακή αποκατάσταση της ενάγουσας, αδελφής και θυγατέρας αντίστοιχα, από τον πατέρα και σύζυγο αυτών, και επιδιώκουν την ανατροπή της, να εκφράζονται με τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς σε βάρος της ενάγουσας εξαιτίας οικονομικών διαφωνιών. Σε κάθε περίπτωση, δε, η διάταξη του άρθρου 367 § 1 στοιχ. γ ΠΚ, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω (ΙΙ) νομική σκέψη, δεν εφαρμόζεται όταν οι κρίσεις και εκδηλώσεις του ενιστάμενου αποδεικνύεται ότι περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης (άρθρο 363 ΠΚ), όπως στην κρινόμενη περίπτωση, καθόσον, όπως αναλύεται ανωτέρω, αποδείχθηκε το ψευδές των καταθέσεων των τριών πρώτων εναγόμενων, καθώς και η γνώση του ψευδούς από τους τελευταίους. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της με στοιχείο β έφεσης για τους τρεις πρώτους εκκαλούντες. Συνέπεια της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των τριών πρώτων εναγόμενων ήταν η προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, από την οποία υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας η ενάγουσα δικαιούται ανάλογη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για καθένα από τους τρεις πρώτους εναγόμενους, το οποίο κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (ΑΠ 34/2022, ΤΝΠ Νόμος), ενόψει των περιγραφομένων ως άνω συνθηκών της αδικοπραξίας, του είδους, της βαρύτητας, της τέλεσης μία φορά χωρίς επανάληψη, και των συνθηκών τέλεσης της προσβολής, τόπου, χρόνου, και συνεχών δικαστικών διενέξεων μεταξύ των διαδίκων, του γεγονότος ότι η ενάγουσα πέραν της στενοχώριας και θλίψης, για τη δυσφήμισή της στον οικογενειακό και στενό κοινωνικό περίγυρο, χωρίς να αποδειχθεί, ωστόσο, ότι τα συγκεκριμένα δυσφημιστικά περιστατικά έγιναν γνωστά σε ευρύτερο κύκλο προσώπων του επαγγελματικού περιβάλλοντός της ή και λοιπών τρίτων προσώπων, του βαθμού του πταίσματος των τριών πρώτων εναγόμενων, ιδίως εκτιμώντας την προηγούμενη των καταθέσεών τους έκδοση των προαναφερόμενων με αριθμούς 3533/2009 και 3840/2011 αποφάσεων του Μονομελούς και Πολυμελούς αντίστοιχα Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της με αριθμό 643/2011 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, της αμετάκλητα επιβληθείσας ποινής φυλάκισης των έξι (6) μηνών σε καθένα από τους τρεις πρώτους εναγόμενους με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2 αΠΚ και με το ευεργέτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής για τρία έτη, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ειδικότερα, το γεγονός ότι, η μεν ενάγουσα έχει σεβαστή ακίνητη περιουσία, είναι συνταξιούχος χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, από τους τρεις πρώτους εναγόμενους, δε, οι πρώτος και δεύτερος έχουν ακίνητη περιουσία και είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, ο πρώτος έχει οικογένεια με τρία ανήλικα τέκνα, ενώ η τρίτη είναι συνταξιούχος με προβλήματα υγείας εξαιτίας της ηλικίας της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ύψους 25.000 ευρώ σε βάρος καθενός από τους τρεις πρώτους εναγόμενους, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή, ως βάσιμου, του σχετικού λόγου της με στοιχείο β έφεσης, ενώ πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της με στοιχείο α έφεσης της ενάγουσας, καθόσον αποδείχθηκε ότι το ύψος του επιδικασθέντος από το Δικαστήριο αυτό ποσού αποζημίωσης ανταποκρίνεται στη ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα, και δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, για την κατάθεση της πέμπτης εναγόμενης, …………, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν οδήγησε τον πατέρα της σε δικηγόρο και μάλιστα σε ημιθανή κατάσταση, αλλά αντίθετα ο πατέρας της μετέβη, έχοντας αναρρώσει με τη θέλησή του, στην ως άνω συμβολαιογράφου και της παρείχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί στη σύσταση γονικής παροχής στον εαυτό της με αυτοσύμβαση, όπως προεκτέθηκε. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η πέμπτη εναγόμενη γνώριζε, κατά την κατάθεσή της, ότι τα ανωτέρω είναι ψευδή, καθόσον δεν είχε ιδία αντίληψη για τα αναφερθέντα απ’ αυτήν περιστατικά, αλλά της μεταφέρθηκαν από τους τρεις πρώτους εναγόμενους, με τους οποίους είναι συγγενείς και διατηρούν στενές σχέσεις με αποτέλεσμα την αυξημένη εμπιστοσύνη της προς τους τελευταίους και τη δημιουργία στην ίδια πεποίθησης για την αλήθεια των περιστατικών αυτών, στα οποία δεν ήταν αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της με στοιχείο β έφεσης για τη συγκεκριμένη εκκαλούσα ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, για την κατάθεση του έκτου εναγόμενου, …….., στις 26-1-2011 στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πρέπει σημειωθεί ότι η από 13-4-2017 ένδικη αγωγή κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 13-4-2017 και επιδόθηκε στον έκτο εναγόμενο στις 24-4-2017, όπως αποδεικνύεται από το επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής και τη με αριθμό ……../24-4-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. Σύμφωνα με τις ανωτέρω ημερομηνίες, και εφόσον, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό 3840/13-7-2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα ήταν παρούσα, στις 26-1-2011, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, από την τέλεση της αδικοπραξίας από τον έκτο εναγόμενο, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά και από τη γνώση της ιδίας για την κατάθεση αυτή, έχουν παρέλθει πλέον των πέντε (5) ετών μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, και συνεπώς η αξίωση της ενάγουσας σε βάρος του έκτου εναγόμενου έχει υποπέσει σε παραγραφή. Επομένως, αφού απορριφθεί ο ισχυρισμός της ενάγουσας – εκκαλούσας για το απαράδεκτο της προβολής της ένστασης παραγραφής, καθόσον, σύμφωνα με την ανωτέρω (Ι) νομική σκέψη, στο δεύτερο βαθμό μπορούν να προταθούν το πρώτον νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος της με στοιχείο β έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος. Σημειώνεται ότι το αίτημα των εκκαλούντων – εφεσίβλητων – εναγόμενων αναβολής της συζήτησης των κρινόμενων εφέσεων κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, επειδή εκκρεμεί η εκδίκαση της με ΑΒΜ ………. ποινικής υπόθεσης με κατηγορούμενους την ενάγουσα και το μάρτυρα αυτής (στη με αριθμό ………./19-7-2017 ένορκη βεβαίωση αυτού), ……., πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον η ανωτέρω εκκρεμής ποινική αγωγή δεν επηρεάζει την ερευνώμενη αστική υπόθεση, αφού η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας δεν είναι το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο το Δικαστήριο αυτό αντλεί τα ένδικα πραγματικά περιστατικά· αντίθετα έχουν προσκομισθεί από αμφότερες τις διάδικες πλευρές πλήθος αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως οι αμετάκλητες αποφάσεις άλλων Δικαστηρίων, που προαναφέρονται, και με τις οποίες έχουν κριθεί τα σημαντικότερα ζητήματα της κρινόμενης υπόθεσης. Επιπλέον, δε, η καθυστέρηση της εκδίκασης της ένδικης υπόθεσης, σε περίπτωση αναβολής, θα έχει ως συνέπεια την παρέλκυση της δίκης, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί από τις 24-4-2017. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει α) να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η με στοιχείο α έφεση της ενάγουσας και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκησή της, και β) να γίνει δεκτή η με στοιχείο β έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της με στοιχείο β έφεσης στους εκκαλούντες – εναγόμενους (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως προς τους πέμπτη και έκτο εναγόμενους, να γίνει δεκτή μερικά η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη για τους τρεις πρώτους εναγόμενους, και να αναγνωριστεί ότι καθένας από αυτούς (τρεις πρώτους εναγόμενους) οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, και πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα – ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων – εκκαλούντων – πέμπτης και έκτου εναγόμενων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και των λοιπών τριών πρώτων εναγόμενων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή οι διάδικοι είναι συγγενείς μέχρι το δεύτερο βαθμό (άρθρα 176, 179, 183, και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις από 23-4-2021 κλήσεις, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ ……./2021 και ΓΑΚ…… και ΕΑΚ ………./2021, με τις οποίες νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση α) η από 3-10-2018, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ……/2018, έφεση της ενάγουσας, και β) η από 18-10-2018, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ…../2018, έφεση των εναγομένων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3-10-2018, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../2018, έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……….., ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε από την ενάγουσα για την άσκηση της με στοιχείο α έφεσης.
ΔΕΧΕΤΑΙ ουσιαστικά την από 18-10-2018, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ …../2018, έφεση των εναγομένων.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 4306/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………, ποσού 100 ευρώ) που κατατέθηκε από τους εναγόμενους για την άσκηση της με στοιχείο β έφεση.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-4-2017, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……../2017, αγωγή ως προς τους πέμπτη και έκτο εναγόμενους.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των πέμπτης και έκτου εναγόμενους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την από 13-4-2017, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ………./2017, αγωγή ως προς τους πρώτο, δεύτερο και τρίτη εναγόμενους.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι καθένας από τους πρώτο, δεύτερο και τρίτη εναγόμενους οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, στο σύνολό της, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων – ενάγουσας και τριών πρώτων εναγόμενων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 14-9-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ