ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 640/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εναγόμενης: ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λάμπρο Αλεξίου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Έβελυν Αθανασοπούλου (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 08.03.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1598/2019 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Η εκκαλούσα – εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 21.02.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../04.03.2020 και ειδικό …../04.03.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../04.03.2020 και ειδικό …../04.03.2020, για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1598/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και με την οποία έγινε δεκτή η από 08.03.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας – εναγόμενης την 06.02.2020 (βλ. Την υπ’ αριθ. …………./06.02.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), η δε κρινόμενη από 21.02.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/04.03.2020 και ειδικό …./04.03.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………….”, στην από 08.03.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή της, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 156/16.09.2009 και 21.09.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. φύλλου 11292/21.09.2009 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ότι συνήψε με την εναγόμενη προφορική σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, με την οποία της ανέθεσε τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, έναντι των αναφερόμενων στην αγωγή και συμφωνηθέντων ποσοστών προμήθειας επί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονταν με τη μεσολάβησή της, υπολογιζόμενων επί των πράγματι εισπραττόμενων καθαρών ασφαλίστρων, ότι σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη να αποδίδει στην ενάγουσα, το αργότερο εντός δύο μηνών από το τέλος του μήνα παραγωγής και έκδοσης των ασφαλιστηρίων, τα εισπραττόμενα για λογαριασμό της ασφάλιστρα, που παρέμεναν στα χέρια της ως παρακαταθήκη και για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας έναντι της ενάγουσας, καθιστάμενη υπερήμερη με την παρέλευση του ως άνω δίμηνου διαστήματος, ότι μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας αυτής την 21.09.2009, λύθηκε αυτοδίκαια και η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, πλην όμως η εναγόμενη δεν της απέδωσε εντός των προβλεπόμενων ως άνω προθεσμιών, αλλά παρακράτησε τα εισπραχθέντα από την ίδια ασφάλιστρα χρονικού διαστήματος από την 01.03.2009 έως την 21.09.2009, συνολικού ποσού 20.948,58 ευρώ, μετά την αφαίρεση των αναλογούντων προμηθειών της, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στην αγωγή έγγραφες εκκαθαρίσεις λογαριασμού ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τις οποίες εξέδωσε η ίδια και στις οποίες αποτυπώνονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση της εναγόμενης, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης, τα συμφωνηθέντα – εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ασφαλίστρων (μικτά – καθαρά), η προμήθεια της εναγόμενης και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, ότι επικουρικά η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον έχει καταστεί πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία και η επαύξηση της περιουσίας της διασώζεται μέχρι την άσκηση της αγωγής. Με βάση αυτό το ιστορικό, και κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, με δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας, αλλά και με το έγγραφο σημείωμά της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 20.948,58 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση σ’ αυτήν της από 26.06.2014 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1598/2019 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, καθώς και στην αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας υπεξαίρεσης, και στη συνέχεια έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 20.948,58 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 1569/1985, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 24 του Ν. 2496/1997, προκύπτει ότι ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων (ΑΠ 530/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 202/2011 Αρμ. 2011. 1346, ΜΠρΘεσ 1070/2016 ΝΟΜΟΣ). Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου (ΑΠ 105/2012 ΔΕΕ 2012. 796, ΑΠ 1038/2011 ΧρΙΔ 2012. 29, ΕφΑθ 5684/2011 ΔΕΕ 2012. 486, ΕφΘεσ 202/2011 Αρμ 2011. 1346). Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα να υπογράφει ασφαλιστήρια, ούτε να εκπροσωπεί ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη (ΑΠ 317/2009 Συνήγορος 2009. 21, ΑΠ 1198/2009 ΔΕΕ 2009. 1361, ΕφΑθ 5684/2011, ΕφΘεσ 555/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011. 548). Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο, έναντι επιπλέον συμφωνηθείσας προμήθειας, την είσπραξη ασφαλίστρων. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται θεματοφύλακας των εισπραττόμενων και οφείλει να τα αποδώσει στην ασφαλιστική επιχείρηση ή στον ασφαλιστικό πράκτορα (ΕφΘεσ 55/2011 NΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 762/2009 ΔΕΕ 2009. 1363, ΕφΘεσ 1053/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 735), διαφορετικά η εκ μέρους του παράνομη ιδιοποίηση των εισπραχθέντων ασφαλίστρων στοιχειοθετεί το αδίκημα της υπεξαιρέσεως κατ’ άρθρο 375 του ΠΚ (ΑΠ 1252/2005 NΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2007 ΠοινΛογ 2007. 354). Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο σύμβουλος αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά το οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΕφΑθ 162/2010 ΔΕΕ 2010. 1202, ΕφΑθ 189/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 507, ΕφΑθ 313/2005 ΔΕΕ 2005. 454, ΕφΠειρ 440/2009 ΔΕΕ 2010. 333). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού συμβούλου μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον τελευταίο των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων σ’ αυτήν, οπότε, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση τους σε αυτήν, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου και συνεπώς, οι σχετικές τυχόν αξιώσεις της έναντι αυτού από τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση της εντολής, υπόκεινται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, κατ’ άρθρο 249 του ΑΚ (ΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 759/2009 ΔΕΕ 2009. 1221). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 116 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι συνιστά έλλειψη προδικασίας, η οποία ανάγεται στη δημόσια τάξη και δεν μπορεί να θεραπευτεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται επίσης αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, πρέπει να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό προμήθειας του ασφαλιστικού συμβούλου, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού συμβούλου, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3785/2009 ΔΕΕ 2010. 201, ΜονΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγόμενη ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία των επιμέρους συμβάσεων που δήθεν καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή της, και συγκεκριμένα ο κλάδος ασφάλισης και οι ασφαλιστικές καλύψεις κάθε ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ούτε εκτίθεται εάν οι προμήθειες αυτής υπολογίσθηκαν επί των ποσών των μικτών ή των καθαρών ασφαλίστρων, εάν οι αναγραφόμενοι ασφαλιστικοί κωδικοί αφορούν την ίδια ή άλλους ασφαλιστικούς συμβούλους και εάν τα ακυρωθέντα συμβόλαια πράγματι ακυρώθηκαν και πότε. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη κατά την κύρια βάση της που στηρίζεται τόσο στη σύμβαση, όσο και στη διαπραχθείσα σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα στοιχεία της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης, αφού μνημονεύονται σ’ αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης προφορικής σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, οι ειδικότεροι όροι της σύμβασης αυτής και η παραγωγή της εναγόμενης κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από την 01.03.2009 έως την 21.09.2009, και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή της, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και τα συμφωνηθέντα – εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ασφαλίστρων, μικτά και καθαρά, τα ποσοστά προμήθειας της εναγόμενης ανά κλάδο ασφάλισης και τα ποσά προμήθειας αυτής ανά ασφαλιστήριο, που ρητά συμφωνήθηκε να υπολογίζονται επί των πράγματι εισπραττόμενων καθαρών ασφαλίστρων, καθώς και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, που σημειώνονται με το πρόσημο “-”, με ενσωμάτωση στο δικόγραφο εγγράφων μηνιαίων εκκαθαριστικών σημειωμάτων λογαριασμού ασφαλιστικού διαμεσολαβητή και μηνιαίων πινακίων παραγωγής, με κωδικό 122 που αντιστοιχεί στην εναγόμενη, στα οποία αποτυπώνονται όλα τα ανωτέρω στοιχεία καθώς και το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο, που συνιστά και την ένδικη απαίτηση της ενάγουσας, οι καταστάσεις δε αυτές συνιστούν τμήμα του περιεχομένου της αγωγής. Επιπλέον διαλαμβάνονται στην αγωγή όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης και συγκεκριμένα την υπεξαίρεση, ήτοι την παράνομη ιδιοποίηση από αυτήν των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της με την ιδιότητα του θεματοφύλακα και τα οποία έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα, τη ζημία που η τελευταία υπέστη και ανέρχεται στο ως άνω υπεξαιρεθέν ποσό και τον αιτιώδη σύνδεσμο, με την έννοια της επαρκούς και πρόσφορης αιτίας, μεταξύ της συγκεκριμένης θετικής ζημίας της ενάγουσας και της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της εκκαλούσας – εναγόμενης, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κ.λπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτορεύσεως και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτορεύσεως υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων, αντίστοιχα, ενώ, με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ, ορίζεται: «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε, που εισπράττει, θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΕφΑθ 313/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158, 159 παρ. 1, 174, 180 του ΑΚ), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορεύσεως (ΕφΑθ 1932/2011 Αρμ 2012. 948), ενώ η θέσπιση ελάχιστου υποχρεωτικού περιεχομένου στην εν λόγω σύμβαση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική υποβολή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης, γίνεται για να ελεγχθεί το περιεχόμενό της από το Κράτος και προς προστασία των ασφαλισμένων (ΕφΑθ 1932/2011 ό.π., Ζ. Σκουλούδη, «Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού πράκτορα στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο» ΝοΒ 1986/961 επ.). Έτσι πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, ότι τηρήθηκε ο ουσιαστικός έγγραφος τύπος της πρακτορικής συμβάσεως, διαφορετικά, λόγω της ατελούς περιγραφής του επίδικου βιοτικού συμβάντος στην αγωγή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αν πληρούται ή όχι το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και κατά συνέπεια η αγωγή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1029/1990 ΕΕΝ 1991/414, ΕφΑθ 1932/2011 ό.π., ΕφΠειρ 827/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 553/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγόμενη ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη κατά την κύρια βάση της που στηρίζεται τόσο στη σύμβαση, όσο και στη διαπραχθείσα σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, διότι δεν εκτίθεται στο δικόγραφο ότι τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων πρακτορικής σύμβασης. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως και ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής καθώς, όπως προαναφέρθηκε, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων πρακτορική σύμβαση, αλλά αντιθέτως καταρτίσθηκε προφορικά σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία ανέθεσε στην εναγόμενη τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, έναντι των αναφερόμενων στην αγωγή και συμφωνηθέντων ποσοστών προμήθειας επί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονταν με τη μεσολάβησή της, και ως εκ τούτου δεν όφειλε η συναφθείσα σύμβαση να υποβληθεί στον έγγραφο τύπο με ποινή ακυρότητας, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης …………… που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της υπ’ αριθ. ………/23.09.2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κατερίνης των μαρτύρων …………. και ……….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ………./18.09.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ………….), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 156/16.09.2009 και 21.09.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. φύλλου 11292/21.09.2009 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “……………..”, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 7 έως 9, 10, 12α, 13γ, 17α έως 17γ του ν.δ. 400/1970, ως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 1 του Ν. 4364/2016, ενώ διορίσθηκε ως επόπτης ασφαλιστικής εκκαθάρισης η δικηγόρος Αθηνών ………….. και στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. 208/3/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, νομίμως δημοσιευθείσα στο υπ’ αριθ. φύλλου 3770/02.12.2016 ΦΕΚ Τεύχος ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ., διορίσθηκε ασφαλιστικός εκκαθαριστής από την 30.11.2016 ο δικηγόρος …………. Συνεπώς, την 21.09.2009 διακόπηκε η παραγωγική δραστηριότητα της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, αυτή έπαυσε να δραστηριοποιείται στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών και εισήλθε στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Επιπλέον δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της ενάγουσας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις της κατά τρίτων. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι την 19.01.1996, η ενάγουσα συνήψε με την εναγόμενη προφορική σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, με την οποία ανέθεσε σε αυτήν καθήκοντα ασφαλιστικού συμβούλου, ήτοι παρείχε σε αυτήν το δικαίωμα, να μεσολαβεί για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους στους ασφαλιστικούς κλάδους που αυτή δραστηριοποιείτο. Ειδικότερα, η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να προπαρασκευάζει ασφαλιστικές συμβάσεις, να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις όσων επιθυμούσαν να ασφαλισθούν σε οποιονδήποτε κλάδο κάλυπτε η ενάγουσα, τις οποίες, ακολούθως, όφειλε, να υποβάλει στην ενάγουσα για έγκριση και έκδοση ασφαλιστήριου, να παραδίδει τα ασφαλιστήρια στους ασφαλισμένους, καθώς και να εισπράττει τα ασφάλιστρα, τα οποία έπρεπε, στη συνέχεια, να αποδίδει στην ενάγουσα. Επιπλέον η εναγόμενη είχε υποχρέωση να μεριμνά για την έγκυρη είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία επιτυγχάνονταν με τη μεσολάβησή της και τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθυνόταν γι’ αυτά, έναντι της ενάγουσας, ως θεματοφύλακας. Η αμοιβή της εναγόμενης για την εκτέλεση όλων, γενικά, των εργασιών που της είχαν ανατεθεί με την ως άνω σύμβαση, ορίσθηκε σε προμήθεια επί των ασφαλιστικών εργασιών που θα αναλάμβανε η ενάγουσα με την αποκλειστική της μεσολάβηση. Η εν λόγω προμήθεια συμφωνήθηκε να υπολογίζεται σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων, το οποίο είχε συμφωνηθεί διαφορετικό για κάθε είδους ασφαλιστικό κίνδυνο που αναλαμβανόταν, και ειδικότερα ποσοστό 25% για κλάδο προσωπικό ατύχημα, 50% για κλάδο σκάφη, 20% για κλάδο μεταφορές, 30% για κλάδο πυρός, 15% για κλάδο σεισμό, 25% για κλάδους αυτοκινήτων, 5% για κλάδο νομική προστασία, 25% για κλάδο θραύση κρυστάλλων – γενική αστική ευθύνη, 15% για κλάδο οδική βοήθεια, 5% για κλάδο αυτοκίνητα TIR, 10% για κλάδο αυτοκίνητα Λεωφορεία, 10% για κλάδο αυτοκίνητα ΤΑΧΙ και 10% για κλάδο αυτοκίνητα ΦΔΧ. Οι προμήθειες συμφωνήθηκε να καταβάλλονται στην εναγόμενη, μόνο εφόσον εισπράττονταν και τα αντίστοιχα ασφάλιστρα. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη να αποδίδει στην ενάγουσα, το αργότερο εντός δύο μηνών από το τέλος του μήνα παραγωγής και έκδοσης των ασφαλιστηρίων, τα εισπραττόμενα για λογαριασμό της ασφάλιστρα, που παρέμεναν στα χέρια της ως παρακαταθήκη και για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας έναντι της ενάγουσας, καθιστάμενη υπερήμερη με την παρέλευση του ως άνω δίμηνου διαστήματος. Επίσης η εναγόμενη είχε την υποχρέωση να αποστέλλει στην ενάγουσα για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα εκδοθέντα από αυτήν ασφαλιστήρια συμβόλαια, των οποίων τα ασφάλιστρα δεν είχαν εισπραχθεί. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι η ένδικη σύμβαση λειτούργησε από το μήνα Ιανουάριο του έτους 1996, αφού η εναγόμενη πρόσφερε στην ενάγουσα το συμφωνημένο έργο, αντί της συμφωνηθείσας μεταξύ τους αμοιβής (προμήθειας), μέχρι και την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας και τη θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση την 21.09.2009, οπότε η σύμβαση λύθηκε αυτοδικαίως. Κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης ο ως άνω εκκαθαριστής της ενάγουσας προέβη σε έλεγχο της συναφθείσας με την εναγόμενη σύμβασης και διαπίστωσε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της για εισπραχθέντα ασφάλιστρα που αφορούσαν σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καταρτίσθηκαν κατόπιν διαμεσολάβησής της, κατά τη χρονική περίοδο από την 01.03.2009 μέχρι και την 21.09.2009, συνολικού ύψους 20.948,58 ευρώ, τα οποία η τελευταία δεν απέδωσε στην ενάγουσα, όπως όφειλε, κατά παράβαση των ανωτέρω συμβατικών όρων. Ειδικότερα, το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγόμενης προς την ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από την 01.03.2009 μέχρι και την 21.09.2009, πιθανολογείται ότι ανέρχεται στο ποσό των 20.948,58 ευρώ, όπως προκύπτει από τις μηνιαίες καταστάσεις (μηνιαία πινάκια παραγωγής της εναγόμενης – μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα λογαριασμού ασφαλιστικού διαμεσολαβητή με κωδικό …… που αντιστοιχεί στην εναγόμενη), τα οποία ενσωματώθηκαν στο δικόγραφο της αγωγής και στα οποία αναγράφονται τα στοιχεία των ασφαλισμένων, ο αριθμός, το αντικείμενο και οι ημερομηνίες έναρξης – λήξης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα καθαρά και ολικά ασφάλιστρα, το ποσοστό προμήθειας της εναγόμενης ανά κλάδο ασφάλισης και το ποσό προμήθειας αυτής ανά ασφαλιστήριο, ο φόρος, το υπόλοιπο, αλλά και τα ποσά των ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων αποτυπωμένα με το πρόσημο “-“, το οποίο (ποσό) η εναγόμενη οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα. Το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο, προέκυψε μετά την άθροιση των επιμέρους ποσών ασφαλίστρων που αφορούσαν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια παραγωγής της εναγόμενης κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο και την αφαίρεση των προμηθειών που αποτελούσαν την αμοιβή αυτής, καθώς επίσης και των ποσών των ακυρωθέντων συμβολαίων. Μάλιστα με την προσκομιζόμενη από 04.04.2012 επιστολή που απέστειλε ο εκκαθαριστής της ενάγουσας στην εναγόμενη γνωστοποίησε σ’ αυτήν το χρεωστικό σε βάρος της ως άνω υπόλοιπο ύψους 20.948,58 ευρώ, καλώντας την να το αποδώσει στην ενάγουσα, πλην όμως αυτή ουδέν έπραξε, ιδιοποιούμενη αυτό παράνομα. Η εναγόμενη ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως, αλλά και με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης, ότι δεν οφείλει το ανωτέρω ποσό, καθόσον ουδέποτε κατήρτισε την ένδικη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, ούτε εισέπραξε από τους ασφαλισμένους τα εν λόγω ασφάλιστρα, τα δε επίδικα συμβόλαια αποτελούν ασφαλιστική παραγωγή συνεργατών του γραφείου του θείου της και ενόρκως βεβαιώσαντος μάρτυρος ………….. και έγιναν εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεσή της, με παράνομη χρήση του κωδικού που αντιστοιχούσε στην ίδια, κατόπιν συμφωνίας του θείου της με την ενάγουσα εταιρεία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης δεν πιθανολογήθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, πλην της προαναφερόμενης ένορκης βεβαίωσης των μαρτύρων ανταπόδειξης, η οποία όμως δεν κρίνεται πειστική, αφού οι εν λόγω μάρτυρες αφενός δεν αιτιολόγησαν για ποιον λόγο να γίνει χρήση από άλλους ασφαλιστικούς συμβούλους, συνεργάτες του γραφείου του ……….., του κωδικού ……….. που αντιστοιχούσε στην εναγόμενη, αλλά αρκέσθηκαν σε γενικόλογες αναφορές ότι οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να εκδώσουν άδεια ασφαλιστικού συμβούλου, αφετέρου δεν προσδιόρισαν με σαφήνεια και πληρότητα τα ονόματα των εν λόγω συνεργατών που χρησιμοποιούσαν τον κωδικό της εναγόμενης εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεσή της, κατόπιν συμφωνίας του θείου της με την ενάγουσα εταιρεία, ούτε αιτιολόγησαν για ποιον λόγο να αποδεχθεί η ενάγουσα αυτή τη συμφωνία. Αντιθέτως, από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού πιθανολογήθηκε ότι η εναγόμενη είχε αναλάβει καθήκοντα ασφαλιστικού συμβούλου και προσέφερε το εν λόγω έργο, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής (προμήθειας), όχι μόνο στην ενάγουσα, αλλά και σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, δραστηριοποιούμενη στο χώρο των ασφαλειών ήδη από το έτος 1995 και μέχρι τον μήνα Αύγουστο του έτους 2011 που διέκοψε αυτό το επάγγελμα (βλ. την προσκομιζόμενη από 29.02.2012 βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία που εξέδωσε η Δ.Ο.Υ. Κατερίνης και την προσκομιζόμενη από 24.04.2012 βεβαίωση που εξέδωσε ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών – Περιφερειακή Διεύθυνση Β’ Τομέα Θεσσαλονίκης). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το προσκομιζόμενο απόσπασμα του βιβλίου εσόδων που τηρούσε η εναγόμενη, σε συνδυασμό και με τις προσκομιζόμενες εκκαθαρίσεις προμηθειών και λοιπών δικαιωμάτων ασφαλιστικού συμβούλου έτους 2009, που εξέδωσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες ……………. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι η εναγόμενη προέβαλε για πρώτη φορά τον ως άνω αρνητικό της κύριας αγωγικής βάσης ισχυρισμό στα πλαίσια της παρούσας δίκης, χωρίς να τον έχει προτείνει ούτε μετά την αποστολή σ’ αυτήν της προαναφερόμενης από 04.04.2012 επιστολής του εκκαθαριστή της ενάγουσας, με την οποία της γνωστοποίησε το χρεωστικό σε βάρος της ως άνω υπόλοιπο, το οποίο ουδόλως αμφισβήτησε, ούτε μετά την επίδοση σ’ αυτήν της προσκομιζόμενης από 26.06.2014 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης του εκκαθαριστή της ενάγουσας, με την οποία τάχθηκε σ’ αυτήν προθεσμία 15 ημερών για την εξόφληση του εν λόγω χρεωστικού υπολοίπου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό της εναγόμενης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ο συναφής τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται, διότι απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη η ένσταση της πενταετούς παραγραφής κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, που προέβαλε πρωτοδίκως αναφορικά με την αξίωση που θεμελιώνεται στη διαπραχθείσα σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης της υπεξαίρεσης, υπόκειται στην μακρότερη δεκαπενταετή παραγραφή του ποινικού αδικήματος. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που ρυθμίστηκαν με την ένδικη σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής επιχείρησης και της εναγόμενης ασφαλιστικής συμβούλου, ήταν και η είσπραξη από την τελευταία των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ενάγουσας, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων σ’ αυτήν, οπότε, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ενάγουσας και την απόδοση τους σε αυτήν, κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, η εναγόμενη επέχει, έναντι της ενάγουσας, η οποία της δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου και συνεπώς οι σχετικές τυχόν αξιώσεις της έναντι αυτής από τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση της εντολής, υπόκεινται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ. Κατόπιν τούτων, παρέλκει η εξέταση της ένστασης πενταετούς παραγραφής, κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ, και όχι δεκαπενταετούς κατ’ άρθρα 937 παρ. 2 του ΑΚ και 111 παρ. 2 περ. β’ του ΠΚ, δοθέντος ότι το αναφερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ, και συνεπώς δεν συνιστά κακουργηματική πράξη, αφού έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της από τη σύμβαση, και ως εκ τούτου παρέλκει η έρευνα της σωρευόμενης βάσης της από την αδικοπραξία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια, απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής, που προέβαλε η εναγόμενη, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο συναφής τρίτος λόγος της έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 21.02.2020 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – εναγόμενη, λόγω της ήττας της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21.02.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1598/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……………../2020 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – εναγόμενη.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 02.11.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ