Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 641/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  641/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εναγόμενου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γεωργόπουλο (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Καλκανάκου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.05.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 134/2021 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 14.04.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../15.04.2021 και ειδικό …../15.04.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./28.07.2021 και ειδικό …../28.07.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 134/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 16.05.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό 55…..60/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 14.04.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15.04.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../15.04.2021 και ειδικό …../15.04.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 05.02.2021. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, στην από 16.05.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό ……./2019 αγωγή της, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 156/16.09.2009 και 21.09.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. φύλλου 11292/21.09.2009 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ότι συνήψε με τον εναγόμενο την από 17.06.2005 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, με την οποία του ανέθεσε τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων στην περιοχή των Σερρών, έναντι των αναφερόμενων στην αγωγή και συμφωνηθέντων ποσοστών προμήθειας επί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονταν με τη μεσολάβησή του, υπολογιζόμενων επί των καθαρών ασφαλίστρων, ότι σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στην ενάγουσα, το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μηνός τα ασφάλιστρα που αντιστοιχούσαν στην παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας για το λόγο αυτό προσωπικές επιταγές του, εμφάνισης εκάστης το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του (μικτά ασφάλιστρα), του αντίστοιχου εκάστου τελευταίου μηνός, αφαιρουμένων των αναλογούντων προμηθειών, ότι τα εισπραττόμενα για λογαριασμό της ασφάλιστρα παρέμεναν στα χέρια του εναγόμενου ως παρακαταθήκη και για αυτά ευθυνόταν ως θεματοφύλακας έναντι της ενάγουσας, ότι μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας αυτής την 21.09.2009, λύθηκε αυτοδίκαια και η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, πλην όμως ο εναγόμενος δεν της απέδωσε εντός των προβλεπόμενων ως άνω προθεσμιών, αλλά παρακράτησε τα εισπραχθέντα από τον ίδιο ασφάλιστρα χρονικού διαστήματος από την 01.02.2009 έως την 21.09.2009, συνολικού ποσού 9.550,94 ευρώ, μετά την αφαίρεση των αναλογούντων προμηθειών του, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στην αγωγή έγγραφες εκκαθαρίσεις λογαριασμού ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τις οποίες εξέδωσε η ίδια και στις οποίες αποτυπώνονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση του εναγόμενου, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης, τα συμφωνηθέντα – εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ασφαλίστρων (μικτών – καθαρών), η προμήθεια του εναγόμενου και τα ακυρωθέντα συμβόλαια. Με βάση αυτό το ιστορικό, και κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, με δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας, αλλά και με το έγγραφο σημείωμά της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των  9.550,94 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση σ’ αυτόν της από 29.06.2012 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 134/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 9.550,94 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 1569/1985, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 24 του Ν. 2496/1997, προκύπτει ότι ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων (ΑΠ 530/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 202/2011 Αρμ. 2011. 1346, ΜΠρΘεσ 1070/2016 ΝΟΜΟΣ). Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου (ΑΠ 105/2012 ΔΕΕ 2012. 796, ΑΠ 1038/2011 ΧρΙΔ 2012. 29, ΕφΑθ 5684/2011 ΔΕΕ 2012. 486, ΕφΘεσ 202/2011 Αρμ 2011. 1346). Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα να υπογράφει ασφαλιστήρια, ούτε να εκπροσωπεί ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη (ΑΠ 317/2009 Συνήγορος 2009. 21, ΑΠ 1198/2009 ΔΕΕ 2009. 1361, ΕφΑθ 5684/2011, ΕφΘεσ 555/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011. 548). Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο, έναντι επιπλέον συμφωνηθείσας προμήθειας, την είσπραξη ασφαλίστρων. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται θεματοφύλακας των εισπραττόμενων και οφείλει να τα αποδώσει στην ασφαλιστική επιχείρηση ή στον ασφαλιστικό πράκτορα (ΕφΘεσ 55/2011 NΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 762/2009 ΔΕΕ 2009. 1363, ΕφΘεσ 1053/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 735), διαφορετικά η εκ μέρους του παράνομη ιδιοποίηση των εισπραχθέντων ασφαλίστρων στοιχειοθετεί το αδίκημα της υπεξαιρέσεως κατ’ άρθρο 375 του ΠΚ (ΑΠ 1252/2005 NΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2007 ΠοινΛογ 2007. 354). Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο σύμβουλος αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά το οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΕφΑθ 162/2010 ΔΕΕ 2010. 1202, ΕφΑθ 189/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 507, ΕφΑθ 313/2005 ΔΕΕ 2005. 454, ΕφΠειρ 440/2009 ΔΕΕ 2010. 333). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 116 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι συνιστά έλλειψη προδικασίας, η οποία ανάγεται στη δημόσια τάξη και δεν μπορεί να θεραπευτεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται επίσης αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, πρέπει να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό προμήθειας του ασφαλιστικού συμβούλου, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού συμβούλου, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3785/2009 ΔΕΕ 2010. 201, ΜονΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία των επιμέρους συμβάσεων που δήθεν καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, και συγκεκριμένα ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος παράδοσης σ’ αυτόν των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ούτε ότι αυτά εκδόθηκαν με τη μεσολάβησή του. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού διαλαμβάνονται με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα στοιχεία της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγόμενου, και ειδικότερα μνημονεύονται σ’ αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου από 17.06.2005 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, οι ειδικότεροι όροι της σύμβασης αυτής και η παραγωγή του εναγόμενου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από την 01.02.2009 έως την 21.09.2009, και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και τα συμφωνηθέντα – εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ασφαλίστρων, μικτά και καθαρά, τα ποσοστά προμήθειας του εναγόμενου ανά κλάδο ασφάλισης και τα ποσά προμήθειας αυτού ανά ασφαλιστήριο, που ρητά συμφωνήθηκε να υπολογίζονται επί των καθαρών ασφαλίστρων, καθώς και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, που σημειώνονται με το πρόσημο “-”, με ενσωμάτωση στο δικόγραφο εγγράφων μηνιαίων εκκαθαριστικών σημειωμάτων λογαριασμού ασφαλιστικού διαμεσολαβητή και μηνιαίων πινακίων παραγωγής, με κωδικό 875 που αντιστοιχεί στον εναγόμενο, στα οποία αποτυπώνονται όλα τα ανωτέρω στοιχεία καθώς και το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο, που συνιστά και την ένδικη απαίτηση της ενάγουσας, οι καταστάσεις δε αυτές συνιστούν τμήμα του περιεχομένου της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του εκκαλούντος – εναγόμενου, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων της μάρτυρα απόδειξης ………. και του μάρτυρα ανταπόδειξης …………….., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 156/16.09.2009 και 21.09.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. φύλλου 11292/21.09.2009 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “……………..”, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 7 έως 9, 10, 12α, 13γ, 17α έως 17γ του ν.δ. 400/1970, ως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 1 του Ν. 4364/2016, ενώ διορίσθηκε ως επόπτης ασφαλιστικής εκκαθάρισης η δικηγόρος Αθηνών ………… και στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. 208/3/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, νομίμως δημοσιευθείσα στο υπ’ αριθ. φύλλου 3770/02.12.2016 ΦΕΚ Τεύχος ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ., διορίσθηκε ασφαλιστικός εκκαθαριστής από την 30.11.2016 ο δικηγόρος ……………. Συνεπώς, την 21.09.2009 διακόπηκε η παραγωγική δραστηριότητα της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, αυτή έπαυσε να δραστηριοποιείται στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών και εισήλθε στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Επιπλέον δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της ενάγουσας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις της κατά τρίτων. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι την 17.06.2005, η ενάγουσα συνήψε με τον εναγόμενο έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, με την οποία ανέθεσε σε αυτόν καθήκοντα ασφαλιστικού συμβούλου στην περιοχή των Σερρών, ήτοι παρείχε σε αυτόν το δικαίωμα, να μεσολαβεί για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους στους ασφαλιστικούς κλάδους που αυτή δραστηριοποιείτο. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να προπαρασκευάζει ασφαλιστικές συμβάσεις, να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις όσων επιθυμούσαν να ασφαλισθούν σε οποιονδήποτε κλάδο κάλυπτε η ενάγουσα, τις οποίες, ακολούθως, όφειλε, να υποβάλει στην ενάγουσα για έγκριση και έκδοση ασφαλιστήριου, να παραδίδει τα ασφαλιστήρια στους ασφαλισμένους, καθώς και να εισπράττει τα ασφάλιστρα, τα οποία έπρεπε, στη συνέχεια, να αποδίδει στην ενάγουσα. Επιπλέον ο εναγόμενος είχε υποχρέωση να μεριμνά για την έγκυρη είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία επιτυγχάνονταν με τη μεσολάβησή του και τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθυνόταν γι’ αυτά, έναντι της ενάγουσας, ως θεματοφύλακας. Η αμοιβή του εναγόμενου για την εκτέλεση όλων, γενικά, των εργασιών που του είχαν ανατεθεί με την ως άνω σύμβαση, ορίσθηκε σε προμήθεια επί των ασφαλιστικών εργασιών που θα αναλάμβανε η ενάγουσα με την αποκλειστική του μεσολάβηση. Η εν λόγω προμήθεια συμφωνήθηκε να υπολογίζεται σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισπράττονται πραγματικά ή θα λογίζονται εισπραγμένα, το οποίο (ποσοστό) είχε συμφωνηθεί διαφορετικό για κάθε είδους ασφαλιστικό κίνδυνο που αναλαμβανόταν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της σύμβασης. Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στην ενάγουσα, το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μηνός, τα ασφάλιστρα που αντιστοιχούσαν στην παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας για τον λόγο αυτό προσωπικές επιταγές του, εμφάνισης εκάστης το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του (μικτά ασφάλιστρα), του αντίστοιχου εκάστου τελευταίου μηνός, αφαιρουμένων των αναλογουσών προμηθειών. Εάν δε ο εναγόμενος παρέλειπε να αποδώσει λογαριασμό για την διαχείρισή του, η ενάγουσα από τα στοιχεία που τηρούσε, θα εξήγαγε το χρέος που θα προέκυπτε σε βάρος του και θα το γνωστοποιούσε σ’ αυτόν με συστημένη επιστολή ή με άλλο τρόπο, και εφόσον ο εναγόμενος δεν αμφισβητούσε τον λογαριασμό εγγράφως μέσα σε δέκα ημέρες από την ημέρα γνωστοποίησης, θα τεκμαιρόταν ότι ομολογούσε το προκύπτον χρέος. Η ισχύς της σύμβασης ορίσθηκε αορίστου χρόνου, δυνάμενη να λυθεί οποτεδήποτε ελευθέρως και αζημίως για τα συμβαλλόμενα μέρη με έγγραφη καταγγελία, τα αποτελέσματα της οποίας θα επέρχονταν μετά την παρέλευση δύο μηνών από την κοινοποίησή της στον αντισυμβαλλόμενο, εκτός εάν υπήρχε σπουδαίος λόγος, και ιδίως εάν ο εναγόμενος καθυστερούσε την απόδοση των ασφαλίστρων στην ενάγουσα, οπότε τα αποτελέσματα της καταγγελίας θα επέρχονταν με την κοινοποίησή της στον αντισυμβαλλόμενο. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας και τη θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση την 21.09.2009, η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση λύθηκε αυτοδικαίως. Κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης ο ως άνω εκκαθαριστής της ενάγουσας προέβη σε έλεγχο της από 17.06.2005 σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου και διαπίστωσε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εναγόμενου για εισπραχθέντα ασφάλιστρα που αφορούσαν σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καταρτίσθηκαν κατά τη χρονική περίοδο από την 01.02.2009 μέχρι και την 21.09.2009, συνολικού ύψους 9.550,94 ευρώ. Το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο αντιστοιχεί, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, στα εισπραχθέντα από τον εναγόμενο, για λογαριασμό της ενάγουσας, ασφάλιστρα, τα οποία αφορούσαν σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καταρτίσθηκαν κατόπιν διαμεσολάβησής του, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, και τα οποία ο εναγόμενος δεν απέδωσε στην ενάγουσα, όπως όφειλε, κατά παράβαση των ανωτέρω συμβατικών όρων, ενώ το χρεωστικό υπόλοιπο προέκυψε μετά την άθροιση των επιμέρους ποσών ασφαλίστρων και την αφαίρεση των προμηθειών που αποτελούσαν την αμοιβή αυτού, καθώς επίσης και των ποσών των ακυρωθέντων συμβολαίων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας δεν πιθανολογήθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως, από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού πιθανολογήθηκε ότι δυνάμει της προσκομιζόμενης από 04.04.2005 σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εδρεύουσας στις Σέρρες εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα ανταπόδειξης ………….., η τελευταία ανέλαβε καθήκοντα ασφαλιστικού πράκτορα στην περιοχή των Σερρών. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι η ως άνω εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορας είχε φροντίσει να διευρύνει τις εργασίες του γραφείου της συνεργαζόμενη με ασφαλιστικούς συμβούλους, με τους οποίους είχε συνάψει συμβάσεις παραγωγού ασφαλίσεων, μεταξύ δε αυτών ήταν και ο εναγόμενος, με τον οποίο είχε συνάψει την προσκομιζόμενη από 10.04.2005 σύμβαση παραγωγού ασφαλίσεων. Τους συμβούλους αυτούς είχε προτείνει για συνεργασία με την ενάγουσα και ακολούθως καταρτίσθηκαν μεταξύ τους σχετικές συμβάσεις, όπως η προαναφερόμενη από 17.06.2005 σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου και προέβλεπε τους ανωτέρω όρους. Κατόπιν τούτων, πιθανολογήθηκε ότι οι ανωτέρω ασφαλιστικοί σύμβουλοι, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, λειτουργούσαν στην πραγματικότητα ως υποπράκτορες της ως άνω εταιρείας – ασφαλιστικής πράκτορα, δηλαδή βρίσκονταν κάτω “από την ομπρέλα” αυτής, έχοντας όμως δικούς τους κωδικούς για την καλύτερη λογιστική τακτοποίηση των λογαριασμών τους με την ενάγουσα. Οι ανωτέρω ασφαλιστικοί σύμβουλοι – υποπράκτορες, που είχαν συνεργασία με την ενάγουσα, κατόπιν σύστασης της ως άνω εταιρείας – ασφαλιστικής πράκτορα, παρά τις συμβάσεις που είχαν καταρτίσει με την ενάγουσα, δεν συνεργάζονταν απευθείας μ’ αυτήν, αλλά πάντοτε μέσω της εταιρείας – ασφαλιστικής πράκτορα, η οποία συντόνιζε τις εργασίες των συμβούλων μέσω του γραφείου της και διαμεσολαβούσε στην καταβολή των ασφαλίστρων προς την ενάγουσα, ευθυνόμενη για την πληρωμή τους προς αυτή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους σχετικούς υπ’ αριθ. 6, 7, 8 και 9 όρους της από 04.04.2005 σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, αλλά και στους αντίστοιχους υπ’ αριθ. 8, 9, 10 και 11 όρους της από 10.04.2005 σύμβασης παραγωγού ασφαλίσεων. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, ο εναγόμενος ως ασφαλιστικός σύμβουλος παρέδιδε την εκάστοτε αίτηση για ασφάλιση στην εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορα, παραλάμβανε από αυτή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εισέπραττε τα ασφάλιστρα από τον ασφαλισμένο, παρακρατούσε την προμήθειά του και κατέβαλε το υπόλοιπο των ασφαλίστρων στην εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορα, η οποία στη συνέχεια κατέβαλε τα ασφάλιστρα στην ενάγουσα, εκδιδόμενων προς τούτο των σχετικών μηνιαίων εκκαθαριστικών λογαριασμών. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από τον προσκομιζόμενο λογαριασμό μηνός Ιανουαρίου 2009, εκδόσεως της ενάγουσας, από τον οποίο προκύπτει ότι αυτή εισέπραξε από την ως άνω εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορα τα ασφάλιστρα όλων των συνεργατών του «δικτύου ……», στους οποίους περιλαμβανόταν και ο εναγόμενος. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι τον Ιανουάριο του έτους 2009, μετά την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και την περιέλευσή της σε κατάσταση μειωμένης αξιοπιστίας, η ως άνω εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορας, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης των πελατών της και υπόδειξης προς αυτούς να στραφούν σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, έπαυσε να παραλαμβάνει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και τα ανανεωτήρια, προβαίνοντας σε άμεση επιστροφή αυτών. Ακολούθως, επεστράφησαν προς ακύρωση από την εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορα στο υποκατάστημα της ενάγουσας στη Θεσσαλονίκη επί της οδού ……………, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια παραγωγής των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαίου, Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2009, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από 27.02.2009, 31.03.2009, 15.05.2009, 29.05.2009, 08.07.2009 και 31.07.2009 πρωτόκολλα παραλαβής ασφαλιστηρίων συμβολαίων προς ακύρωση, τα οποία φέρουν την υπογραφή των αρμοδίων υπαλλήλων του υποκαταστήματος της ενάγουσας στη Θεσσαλονίκη, ενώ από το προσκομιζόμενο από 10.09.2009 έγγραφο της ως άνω εταιρείας – ασφαλιστικής πράκτορα προκύπτει ότι παραδόθηκαν και τα εναπομείναντα 641 ασφαλιστήρια συμβόλαια προς ακύρωση. Πιθανολογήθηκε, επίσης, ότι τα ανωτέρω επιστραφέντα προς ακύρωση και παραληφθέντα από την ενάγουσα ασφαλιστήρια συμβόλαια δεν καταχωρήθηκαν ως ακυρωθέντα στο τηρούμενο από αυτήν ηλεκτρονικό πρωτόκολλο, ούτε εκδόθηκαν οι σχετικές καταστάσεις ακύρωσης, ούτε πιστώθηκαν οι επιμέρους λογαριασμοί των συνεργατών της εταιρείας – ασφαλιστικής πράκτορα, αλλά αντιθέτως η ενάγουσα προέβη στην επιλεκτική ακύρωση μεμονωμένων συμβολαίων μικρής αξίας, για τον λόγο δε αυτό διαμαρτυρήθηκε η ως άνω εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορας με τις προσκομιζόμενες από 15.05.2009, 29.05.2009, 08.07.2009 31.07.2009 και 10.09.2009 επιστολές της προς την ενάγουσα, χωρίς, όμως, να λάβει απάντηση. Ακολούθως, η εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορας έπαυσε να καταβάλει στην ενάγουσα, από τον Μάιο του έτους 2009, τα ποσά των παραγωγών ασφαλίσεων, στις οποίες προέβαιναν οι συνεργάτες αυτής, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, μέχρι την καταχώρηση του συνόλου των ακυρωτέων ασφαλιστήριων συμβολαίων στο τηρούμενο από την ενάγουσα σύστημα και την διευθέτηση των υφιστάμενων ανεκκαθάριστων οικονομικών εκκρεμοτήτων ανάμεσα στην ενάγουσα και στην εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορα. Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι το σύνολο των επίδικων ασφαλιστηρίων συμβολαίων του χρονικού διαστήματος από την 01.02.2009 μέχρι και την 21.09.2009, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που επεστράφησαν στην ενάγουσα προς ακύρωση από την εταιρεία – ασφαλιστική πράκτορα, εκδόθηκαν κατόπιν απευθείας διαμεσολάβησης του εναγόμενου, και όχι σε εκπλήρωση της κύριας από 04.04.2005 σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας «………………..», ούτε ότι εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο τα αντίστοιχα ασφάλιστρα, δεν συντρέχει υποχρέωση του τελευταίου προς απόδοση στην ενάγουσα του αιτούμενου με την αγωγή ποσού των 9.550,94 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’ αριθ. 134/2021 οριστική απόφασή του έκρινε αντιθέτως και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων και ως ουσιαστικά βάσιμων του πρώτου και του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση του διαδίκου για την επίδειξη εγγράφων από τον αντίδικό του για να είναι ορισμένη (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 409/2016 ΝΟΜΟΣ) πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου, κατά το χρόνο της δίκης (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 209/1994 Ε.Ε.Ν. 1995. 195) β) να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του (ΑΠ 782/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1565/1998 Δ.Ε.Ε. 1999. 491), ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της αποδείξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και γ) να εκθέτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη (ΑΠ 1180/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 168/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48. 162). Η επίδειξη εγγράφων διατάσσεται για την απόδειξη κρίσιμων για τη έκβαση της δίκης ισχυρισμών (ΕφΑθ 7121/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 129/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 50/2013 ΝΟΜΟΣ) και όχι για την ενίσχυση επιχειρημάτων ή περιστατικών που δεν αμφισβητούνται (ΕφΑθ 6357/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4845/2019 ΝΟΜΟΣ), καθόσον τα προς επίδειξη έγγραφα πρέπει να είναι ικανά να δημιουργήσουν στο δικαστήριο δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των ισχυρισμών του αιτούντος, δηλαδή να είναι πρόσφορα για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη που αναφέρεται σε τέτοιο ισχυρισμό (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1070/2010 ΧΡΙΔ. 2011. 467). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσης το αίτημα που είχε υποβάλει και πρωτοδίκως περί επίδειξης εγγράφων, και ειδικότερα των από 27.02.2009, 31.03.2009, 15.05.2009, 29.05.2009, 08.07.2009, 31.07.2009 και 10.09.2009 πρωτόκολλων παραλαβής ασφαλιστηρίων συμβολαίων μαζί με τις ενσωματωμένες σ’ αυτά καταστάσεις όπου αναγράφονται τα παραδοθέντα στην ενάγουσα συμβόλαια προς ακύρωση, καθώς και πρωτότυπα ή αντίγραφα όλων των συνοδευόντων τα πρωτόκολλα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που παρελήφθησαν από την ενάγουσα. Το εν λόγω αίτημα τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο (ακριβέστερα ως άνευ αντικειμένου, βλ. ΕφΑθ 754/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 79/2020 ΝΟΜΟΣ), καθόσον δεν κρίνεται ότι τα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη τυγχάνουν πρόσφορα προς απόδειξη ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην παρούσα δίκη ισχυρισμού, και τούτο διότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επίδειξη εγγράφων εάν το γεγονός που πρόκειται να αποδειχθεί έχει ήδη αποδειχθεί (βλ. ΕφΑθ 7121/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 294/2022 ΝΟΜΟΣ), όπως εν προκειμένω, καθόσον το Δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα, έχει εκ του λοιπού αποδεικτικού υλικού αχθεί σε δικανική πεποίθηση ως προς την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγικής αξίωσης της ενάγουσας.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 134/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 16.05.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας, λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρα 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου των 100,00 ευρώ, λόγω της νίκης του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14.04.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 134/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 14.04.2021 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 16.05.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. ……………../2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Καταδικάζει την εφεσίβλητη – ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 02.11.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ