Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 447/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο Τμήμα)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (Εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περίληψη

Άμεση διάκριση σε βάρος εργαζομένου κατά τον ν.4443/2016-έννοια χρόνιας πάθησης-ευπαθείς ομάδες εργαζομένων-καταχρηστική απόλυση λόγω χρόνιας πάθησης-μισθοί υπερημερίας-προσβολή προσωπικότητας εργαζομένου

Αριθμός απόφασης   447/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας, ανώνυμης βιομηχανικής εμπορικής εταιρείας …………..η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αθανάσιου Νικολόπουλου.

Της εφεσίβλητης, …………. η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Μαρίας Τσογανάκου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-8-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./6-8-2020) αγωγή της, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 1476/202 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή.

Η εναγομένη με την από 23-9-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/25-9-2021) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν εμφανίσθηκε αλλά παραστάθηκε με δήλωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 23-9-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../25-9-2021) έφεση της εναγομένης, ως ολικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 1476/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 677 επ. του ΚΠολΔ), και έκανε εν όλω δεκτή την από 4-8-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/6-8-2020) στρεφόμενη κατ’αυτής αγωγή της ενάγουσας, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της και καταβολής μισθών υπερημερίας, καθώς και περί αναγνώρισης εν μέρει και υποχρέωσης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, λόγω της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 § § 1,2, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση μηνός από την επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, που έλαβε χώρα στις 26-7-2021, ενώ δεν προκύπτει λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία.

Η ενάγουσα ισχυρίστηκε στην αγωγή της ότι προσελήφθη από την εναγομένη εταιρεία στις 15-5-2019, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα του τεχνολόγου-μηχανολόγου, με πενθήμερο σύστημα απασχόλησης, επί οκτάωρο καθημερινά, αντί του μηνιαίου μισθού των 1.320 ευρώ και ότι η εναγομένη στις 11-5-2020 προέβη καταχρηστικά σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, από εμπάθεια προς το πρόσωπό της και για λόγους εκδίκησης, λόγω της προηγηθείσας δικαιολογημένης αποχής από την εργασία της για λόγους υγείας. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 23.760 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τις 11-5-2020 μέχρι τις 10-9-2021, με τον νόμιμο τόκο από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και επικουρικά, για τις ληξιπρόθεσμες μεν απαιτήσεις της, από την επίδοση της αγωγής και για τις μελλοντικές, από τον χρόνο που κάθε μισθολογική παροχή θα καταστεί ληξιπρόθεσμη, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη και να υποχρεωθεί να της καταβάλει για την ίδια αιτία, το επιπλέον ποσό των 3.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, υποχρεώθηκε η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.260 ευρώ, εντόκως, και επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα που καθορίστηκαν στο ποσό των 800 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ακολούθως, να απορριφθεί η αγωγή, και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της ενάγουσας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410 και 415 έως 420 του ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 του  ΑΚ συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι` αυτό να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ο αντιπρόσωπος του ανίκανου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το άρθρο 415 του ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νόμιμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση, όμως, αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο [το οποίο επιτρέπεται όταν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αποδείχθηκαν ατελώς από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1192/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)], καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Το ανωτέρω, για την ταυτότητα του λόγου, ισχύουν και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τις οποίες ο ενόρκως βεβαιών τρίτος καταθέτει ό,τι γνωρίζει για τα αποδεικτικά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 894/2021, ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 2076/2017, ΑΠ 325/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης αλλά και την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα δεν έλαβε υπ’όψη του, ορθώς, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, την κατάθεση, ενώπιον συμβολαιογράφου, της μάρτυρος ………….., λόγω της ιδιότητάς της ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, κατά τον χρόνο λήψης αυτής αλλά και την ενώπιον του ακροατηρίου ένορκη κατάθεση, ομοίως, ως μάρτυρος, της ……., που είχε την αυτή ιδιότητα, κατά τον χρόνο της κατάθεσής της. Και ναι μεν η τελευταία, μπορούσε να εξεταστεί υπό την ιδιότητά της αυτή ως διάδικος και μάλιστα ενόρκως, και η κατάθεσή της να εκτιμηθεί ελεύθερα, όπως ορίζεται στα άρθρα 415 παρ.3 και 420 του ΚΠολΔ, πλην όμως δεν εξετάστηκε ως τέτοια, με αποτέλεσμα η κατάθεσή της να αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη. Η εξέτασή της ως μάρτυρος προκύπτει με σαφήνεια από το προϊμιο της κατάθεσής της, όπου δηλώθηκαν τα στοιχεία της («προσήλθε η μάρτυρας») αλλά και από την αρνητική απάντηση εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου της, σε ερώτηση του δικάζοντος Δικαστή αν η ίδια είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης και αν έχει εξουσία εκπροσώπησής της. Το Πρωτοβάθμιο δηλαδή Δικαστήριο δεν την εξέτασε ως διάδικο, επιτρέποντας κατ’εξαίρεση τη δόση όρκου εκ μέρους της, αλλά ως μάρτυρα. Συνεπώς, πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη την κατάθεσή της, αφού, αφενός  μπορούσε να εξεταστεί ενόρκως ως διάδικος και αφετέρου, ο δικάσας Δικαστής, επέτρεψε αυτήν, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Έτσι, ακόμη κι αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται. Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται ήδη στο εσωτερικό δίκαιο (ν. 2112/1920, ν. 3198/1955, β.δ. 16/18-7- 1920, σε συνδυασμό με ν. 3899/2010 και ν. 4093/2012) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση εκείνη που γίνεται λόγω υποβολής μηνύσεως) και δεν αίρεται ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Ως εκ τούτου, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ (ΑΠ 642/2021, ΑΠ 744/2020, ΑΠ 725/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσης, νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου [ΑΠ 642/2021, ό.π, ΑΠ 750/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 744/2020, ό.π, ΑΠ 630/2020, δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 258/2019 ΠειρΝομ 2019.350, ΕφΑθ (Μον) 3669/2021], όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) (ΑΠ 642/2021, ό.π, ΑΠ 1325/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 750/2020, ό.π). Στην περίπτωση δε αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται όπως και πριν τις υπηρεσίες του μισθωτού και, αν καταστεί υπερήμερος περί την αποδοχή τους, οφείλει να καταβάλει τους μισθούς του, σύμφωνα με τα άρθρα 648 επ και 656 του ΑΚ (ΑΠ 642/2021, ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 725/2020 ό.π). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους- που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος- εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ [ΑΠ 642/2021, ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 744/2020, ΕφΑθ (Μον) 3669/2021  ό.π]. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της συμβάσεως. Αλλά και όταν, ακόμη, αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 744/2020, 725/2020, ΕφΑΘ (Μον) 3669/2021 ό.π).

Εξάλλου, για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά (θετική πράξη ή παράλειψη), προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 146/2018, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, υφίσταται αδικοπραξία και αξίωση αποζημίωσης για την ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης και σε περίπτωση παράνομης προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας, ως πλέγματος αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου, που προστατεύεται από τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ, όταν  αυτή είναι παράνομη, δηλαδή, όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικά (άρθρα 281 του ΑΚ, 25 παρ.3 Συντάγματος), και συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Αγαθά, που προστατεύονται από την προσωπικότητα είναι η επαγγελματική αξία και η τιμή του ατόμου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος). Οι όροι δηλαδή αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημίωσης (προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει). Προκειμένου δε, να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπ’ όψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης. Έτσι, δικαιολογείται αξίωση του εργαζομένου για αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη, κατά τρόπο που εκθέτει (μειώνει) τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, ενόψει και του είδους της απασχόλησης και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση [ΑΠ 105/2020 ό.π, ΕφΑθ (Μον) 3670/2021 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Περαιτέρω, ο ν.3304/2005 ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη τις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, οι οποίες αφορούν την απαγόρευση διακρίσεων για έξι ρητά κατονομαζόμενους και περιοριστικά αναφερόμενους σε αυτές λόγους-πλην του φύλου. Ήδη, στον ν.4443/2016, ο οποίος αντικατέστησε τον ν.3304/2005, ενσωματώνοντας τις παραπάνω Οδηγίες αλλά και την Οδηγία 2014/54/ΕΕ, με σκοπό την ίση μεταχείριση και την κατάργηση των διακρίσεων, βάσει των οριζόμενων κριτηρίων, επήλθαν νομοτεχνικές βελτιώσεις ως προς τη δομή του προαναφερθέντος και ήδη καταργούμενου νόμου. Με αυτόν προστέθηκαν  άλλοι οκτώ, περιοριστικά επίσης αναφερόμενοι λόγοι διάκρισης, μεταξύ των οποίων και η «χρόνια πάθηση», οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/78 και, επομένως, δεν επεκτείνεται σ’αυτούς κατ’αναλογίαν η εφαρμογή της. Ως εκ τούτου, οι νέοι αυτοί λόγοι αποτελούν αμιγώς εσωτερική νομοθεσία («Δ.Γούλας/Στ.Κοφίνης «Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων : Μία πρώτη ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, τεύχος 11 (2016) σελ. 1306-1307). Η ελληνική εκδοχή για τα «πρόσωπα με ειδικές ανάγκες» της Οδηγίας 2000/78 ΕΕ, που αποτυπώθηκε στον ν.3304/2005 αλλά και τον ν.4443/2016 είναι ο όρος «πρόσωπα με αναπηρία», την εννοιολογική εξειδίκευση του οποίου επωμίστηκε το Δ.Ε.Ε. Το τελευταίο εισήγαγε διάκριση μεταξύ ασθένειας και αναπηρίας και προσέδωσε παλαιότερα, στην έννοια της αναπηρίας έναν ορισμό που αντανακλούσε ευθέως το λεγόμενο «ιατρικό» ή «ατομικό» μοντέλο της αναπηρίας. Η προσέγγιση αυτή εξετάζει τη λειτουργική ή βιολογική απόκλιση του αναπήρου σώματος με το υγιές, δίνοντας έμφαση στις φυσιολογικές ή βιολογικές δυσλειτουργίες του σώματος, στην παθολογική του κατάσταση ή στους λειτουργικούς περιορισμούς, με επίκεντρο το άτομο και την κατάσταση της υγείας του. Αντιθέτως, το «κοινωνικό» μοντέλο της αναπηρίας εστιάζει στις κοινωνικές σχέσεις ή αλληλεπιδράσεις που παρεμποδίζουν την ένταξη του ατόμου στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή και αποσκοπεί πρωτίστως στην ισότιμη συμμετοχή του στις κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες και στην άρση των αποκλεισμών μέσω του παραμερισμού των προσκομμάτων που επιβάλλει το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό κ.οκ περιβάλλον. Συνεπώς, υπό το πρίσμα αυτό, καθοριστική για την αποδοχή της έννοιας της αναπηρίας δεν είναι μόνον η τυχόν πάθηση, αλλά τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, τα θεσμικά προβλήματα κ.α. Έτσι, η αναπηρία αποτελεί κοινωνική κατάσταση και όχι ατομικό πρόβλημα. Ήδη το ΔΕΕ έχει δεχθεί ότι κριτήρια της αναπηρίας αποτελούν η μειονεκτικότητα (ιδίως λόγω πάθησης), διάφοροι άλλοι περιορισμοί και η παρακώλυση της συμμετοχής στον επαγγελματικό βίο, χωρίς να ενδιαφέρει η αιτία της ανικανότητας. Περαιτέρω, αναφορικά με τον ν.4443/2016, κατ’αρχήν στην αιτιολογική του έκθεση χρησιμοποιείται ο όρος «χρόνια ασθένεια» δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι η χρόνια πάθηση θεωρείται ειδικότερη περίπτωση και γενεσιουργός αιτία των «ασθενειών» και ως τέτοια αντιπαραβάλλεται προς το «ατύχημα», με αποτέλεσμα η προσθήκη της χρόνιας πάθησης συμπληρωματικά προς την αναπηρία να εμφανίζεται ως περιττή. Και ενώ στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, γίνεται αναφορά στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία-η οποία αποκρούει τη μονοδιάστατη ιατρική ή προνοιακή αντιμετώπιση- και το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, είναι προφανές ότι το εισαγόμενο γνώρισμα της «χρόνιας πάθησης» αναφέρεται μόνο στην κατάσταση της υγείας, παραλείποντας κάθε αναφορά στην αλληλεπίδραση τυχόν προβλημάτων του κοινωνικού περιβάλλοντος, αναπαράγοντας έτσι το ιατρικό μοντέλο («Δ.Γούλας/Στ.Κοφίνης «Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων : Μία πρώτη ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση», ό.π σελ. 1313-1319). Επιπλέον, η  πάθηση ως αιτία της μακροχρόνιας μειονεκτικότητας αποτελεί αναμφίβολα συνιστώσα της αναπηρίας, οδηγώντας σε παρακώλυση της συμμετοχής στον επαγγελματικό βίο, κατά το ΔΕΕ. Μία, επομένως, πιθανή ερμηνεία για την προσθήκη του όρου «χρόνια πάθηση» είναι ότι ο νομοθέτης, σε μια προσπάθεια να διευρύνει τα όρια προστασίας των εργαζομένων, θέλησε να απαλλάξει την παρεχόμενη προστασία από τις παραπάνω προϋποθέσεις της αναπηρίας. Με άλλα λόγια, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση οποιουδήποτε χρονίως πάσχοντος απαγορεύεται ακόμα και αν αυτός δεν υφίσταται άλλους περιβαλλοντικούς περιορισμούς πλην της πάθησής του και η κατάσταση της υγείας του ουδόλως παρακωλύει τη συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο, ερμηνεία, όμως, που θα κατέληγε να διευρύνει το πεδίο ισχύος της προστασίας. Πάντως, τα χαρακτηριστικά της «χρόνιας πάθησης», που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αποκλίνουν επί το αυστηρότερο σε σχέση με αυτά που δέχεται το ΔΕΕ στο πλαίσιο της αναπηρίας. Το ΔΕΕ απαιτεί η συνδεόμενη με την αναπηρία μειονεκτικότητα να είναι μακροχρόνια, να μην διαφαίνεται δηλαδή σαφής προοπτική να παύσει σύντομα η ανικανότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου ή η ανικανότητα να ενδέχεται να παραταθεί σημαντικά πριν την αποκατάσταση της υγείας του προσώπου. Αντιθέτως, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν.4443/2016, με τον όρο «χρόνια ασθένεια» εννοούνται οι ασθένειες εκείνες που προκύπτουν είτε από παθήσεις είτε από ατύχημα και παρουσιάζουν τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά : διάρκεια επ’άπειρον και μη υφιστάμενη αναγνωρισμένη θεραπεία, υποτροπή ή πιθανότητα υποτροπής, μονιμότητα, μακροχρόνια παρακολούθηση, ιατρικές επισκέψεις και διαγνωστικές εξετάσεις, ενώ ο ασθενής χρειάζεται επανένταξη ή ειδική εκπαίδευση για να μπορέσει να την αντιμετωπίσει. Επίσης, το ΔΕΕ έχει αποφανθεί ρητώς ότι στην έννοια της αναπηρίας εμπίπτουν τόσο ανίατες όσο και ιάσιμες ασθένειες. Αντιθέτως, ο ν. 4443/2016 φαίνεται να κατατάσσει στις «μακροχρόνιες παθήσεις» μόνο τις ανίατες, υπό την έννοια της ανυπαρξίας υφιστάμενης θεραπείας. Πέραν όσων προεκτέθηκαν, ο συγκεκριμένος νόμος δεν διαθέτει προστασία σε αστικό επίπεδο για το θύμα της διάκρισης, όπως την αποζημίωσή του, κατά τα προτεινόμενα στις παραπάνω Οδηγίες. Έτσι, το θύμα μπορεί να θεμελιώσει τις σχετικές αξιώσεις του μόνο στις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, όπως και εκείνες των άρθρων 57 έως 59 περί προσβολής της προσωπικότητας («Δ.Γούλας/Στ.Κοφίνης «Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων : Μία πρώτη ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση», ό.π σελ. 1328-1329). Περαιτέρω στο κείμενο του άνω νόμου ορίζεται : 1) Στο άρθρο 2, ότι : α) ως «άμεση διάκριση» νοείται όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση, β…),  2) Στο άρθρο 3 με τίτλο « Πεδίο εφαρμογής  (άρθρα 3 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 3 της Οδηγίας  2000/78/ΕΚ και 2 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ)» ότι « 1. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 4, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης, εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά:  α) ….. β) ……….γ) τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και απασχόλησης, ιδίως όσον αφορά τις αποδοχές, την απόλυση, την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και σε περίπτωση ανεργίας την επανένταξη και την εκ νέου απασχόληση,  3) Στο άρθρο 5, με τίτλο «εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση» ότι «Για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης έναντι ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση, ο εργοδότης υποχρεώνεται στη λήψη όλων των ενδεδειγμένων κατά περίπτωση μέτρων, προκειμένου τα άτομα αυτά να έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε θέση εργασίας, να ασκούν αυτή και να εξελίσσονται, καθώς και δυνατότητα συμμετοχής στην επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Δεν θεωρείται δυσανάλογη η επιβάρυνση, όταν αντισταθμίζεται επαρκώς από μέτρα προστασίας που λαμβάνονται στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής υπέρ των ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση», 4) Στο άρθρο 9 του Ν. 4443/2016, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 8 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ και το άρθρο 10 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, ότι, όταν ο βλαπτόμενος προβάλλει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης και αποδεικνύει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας διοικητικής αρχής πραγματικά γεγονότα από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση,  το αντίδικο μέρος ή η διοικητική αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο, ότι δεν συνέτρεξαν περιστάσεις που συνιστούν παραβίαση της αρχής αυτής.  Η διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί εκτός των άλλων και κάποιες διευκολύνσεις για τον ενάγοντα και φερόμενο ως θύμα της διάκρισης, έτσι ώστε να μην ματαιώνεται σε δικονομικό επίπεδο η επιβαλλόμενη από το ουσιαστικό δίκαιο προστασία. Η απόδειξη της διάκρισης για το πρόσωπο που ασκεί αξιώσεις από την παράβαση της απαγόρευσης είναι από τη φύση της δυσχερής, ιδίως στην περίπτωση των έμμεσων διακρίσεων ή όταν ο εργαζόμενος επικαλείται ότι λόγος μη πρόσληψής του αποτέλεσε π.χ. το φύλο, η ηλικία κλπ. Η απόδειξη στις περιπτώσεις αυτές προϋποθέτει την πρόσβαση σε στοιχεία που είναι στη σφαίρα επιρροής του εργοδότη και τα οποία ευχερώς ο τελευταίος μπορεί να συγκαλύψει (Ζερδελής – Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2011, σελ. 305-306). Η δυσχέρεια του ενάγοντος να προσκομίσει  πλήρη απόδειξη για τη δυσμενή διάκριση και τους λόγους της, οδηγεί το νομοθέτη να αποκλίνει από το γενικότερο δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγων, φέρει το βάρος να αποδείξει πλήρως τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την αγωγή του (άρθρο 338 ΚΠολΔ). Η αποδεικτική θέση του βλαπτόμενου εργαζόμενου, λοιπόν, διευκολύνεται καθότι μετατίθεται μερικά το βάρος αποδείξεως στον εναγόμενο εργοδότη. Η δικαιολογητική βάση της εξαίρεσης από τον γενικό κανόνα, έγκειται στην προστασία του ασθενέστερου μέρους, το οποίο μάλιστα δεν έχει συνήθως πρόσβαση στα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (Λεβέντης – Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας, 2011, σελ 659). Προβλέπεται έτσι, ότι όταν ο εργαζόμενος προβάλλει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση αρκεί να αποδείξει τη διαφορετικότητα της μεταχείρισης και να πιθανολογήσει την αιτιώδη συνάφειά της με έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο νόμο. Ο εναγόμενος εργοδότης στην περίπτωση αυτή οφείλει να αποδείξει, παρέχοντας πλήρη δικανική πεποίθηση, είτε ότι δεν συντρέχει δυσμενής διάκριση είτε ότι αυτή είναι δικαιολογημένη (π.χ. στην περίπτωση των έμμεσων διακρίσεων, ότι η διαφοροποίηση στην οποία προέβη στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που δεν έχουν σχέση με το φύλο και δεν υπερέβη το αναγκαίο κατά τις περιστάσεις μέτρο) και οφείλεται σε άλλους νόμιμους λόγους, είτε ότι συντρέχει νόμιμη εξαίρεση.

Πλέον αυτών, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. οικ 12339/404/12.3.2020 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Εργασίας, και για την κατηγορία των ευπαθών ομάδων των εργαζομένων, θα πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικά τα ισχύοντα για τους εργαζομένους σε κατ’οίκον παραμονή για προληπτικούς λόγους, διατηρούμενης της υποχρέωσης του εργοδότη να καταβάλει τις αποδοχές για το οριζόμενο στον νόμο χρονικό διάστημα. Για τους εργαζομένους αυτούς συνέτρεχε, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο κορύφωσης της πανδημίας, σοβαρός και άμεσος κίνδυνος για την υγεία και τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να υποχρεούται κατ’αρχήν να μην ζητά από αυτούς να αναλάβουν την εργασιακή δραστηριότητά τους στην εκμετάλλευση, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται ο ίδιος κίνδυνος. Ο εργοδότης, δεν οφείλει απλώς να ανεχθεί την απουσία των εν λόγω εργαζομένων, αλλά υποχρεούται εν τέλει να τους θέσει εκτός υπηρεσίας και να μην τους ζητά να αναλάβουν την εργασία τους, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογούμενες από τις περιστάσεις. Άλλωστε, ο εργοδότης υποχρεούται, κατ’άρθρο 656 του ΑΚ, να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου και δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου όταν έχουν διαμορφωθεί εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες που μπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση της υγείας του, ακόμη και αν ο κίνδυνος από την επιδείνωση οφείλεται σε υποκείμενη ασθένεια που δεν προκλήθηκε εξαιτίας της παροχής εργασίας, και να τον θέσει εκτός υπηρεσίας, εάν γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου. Αμφίβολη, ωστόσο, παραμένει η έκταση των όρων «ευπαθείς ομάδες» ή «ομάδες υψηλού κινδύνου» και οι περιπτώσεις που καταλαμβάνουν. Στις κατευθυντήριες οδηγίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και του Ελληνικού Ινστιτούτου Υγιεινής και Ασφάλειας των Εργαζομένων, ως άτομα που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου αναφέρονται ενδεικτικά οι «ηλικιωμένοι», «οι καρδιοπαθείς», «άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, ηπατοπάθειες ή πνευμονοπάθειες», καθώς και «άτομα οποιασδήποτε ηλικίας με χρόνια υποκείμενα νοσήματα (πχ χρόνια αναπνευστικά νοσήματα, κακοήθειες κλπ)» και τούτο επειδή οι περιπτώσεις εργαζομένων «είναι πιθανόν να εμφανίσουν σοβαρή νόσο». Σύμφωνα με την υπ’αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ.16393/9.3.2020 εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας, «ομάδες αυξημένου κινδύνου για σοβαρή λοίμωξη COVID-19 αποτελούν άνθρωποι με ηλικία άνω των 70 ετών ή οποιασδήποτε ηλικίας με υποκείμενα σοβαρά χρόνια νοσήματα (καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδης διαβήτης, αναπνευστικά νοσήματα) και άτομα με ανοσοκαταστολή». Με την υπ’αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.69/108/οικ.7874/12.3.2020 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ευπαθείς ομάδες προσδιορίστηκαν αρχικά «τα άτομα με σοβαρά χρόνια νοσήματα και όσοι τελούν σε ανοσοκαταστολή» εν συνεχεία, η εμβέλεια του όρου φάνηκε να περιορίζεται με το άρθρο 25 της από 14.3.2020 Π.Ν.Π, όπου ως εργαζόμενοι ανήκοντες σε «ευπαθείς ομάδες» προσδιορίστηκαν μόνον δύο κατηγορίες εργαζομένων, ήτοι οι καρκινοπαθείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπείες και όσοι έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση. Με την υπ’αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64/315/οικ.8030/18.3.2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Υγείας και Εσωτερικών, ο όρος διευρύνθηκε εκ νέου, καθώς στις ανωτέρω κατηγορίες προστέθηκαν, λόγω «του αυξημένου κινδύνου για σοβαρή λοίμωξη COVID-19» και οι εξής ομάδες εργαζομένων : τα άτομα με ….ή ανοσοθεραπεία. Επίσης με την άνω, υπ’αριθμ.  οικ 12339/404/12.3.2020 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Εργασίας «συστήνεται η απομάκρυνση των εγκύων εργαζομένων, λόγω του ενδεχομένου κινδύνου για τις ίδιες και για το κυοφορούμενο έμβρυο». Ήδη δε με νεώτερες υπουργικές αποφάσεις διευρύνθηκε ο όρος των «ευπαθών ομάδων». Επιπλέον, με την υπ’αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64/346/9011/15.5.2020 (Β΄1856) κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Υγείας και Εσωτερικών, καθορίστηκαν οι ομάδες αυξημένου κινδύνου κατόπιν της από 13.5.2020 επικαιροποιημένης εισήγησης της αρμόδιας επιτροπής, μεταξύ των οποίων τα άτομα με βαριές νευρολογικές/νευρομυϊκές παθήσεις (παρ.1.6.). Όπως διευκρινίζεται με την ΔΙΔΑΔ/Φ.69/115/9670/18.5.2020 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών «σύμφωνα με την εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής, η συνδρομή των ανωτέρω παθήσεων ή ισάξιας βαρύτητας παθήσεως ως προς την ευπάθεια από τον κορωνοϊό, δύναται να πιστοποιείται από βεβαιώσεις ιατρών της αντίστοιχης ειδικότητας της πάθησης, με πιστοποίηση της βαρύτητάς τους και της ένταξής τους σε κάποια εκ των ανωτέρω κατηγοριών. Το ζήτημα δηλαδή της συνδρομής σοβαρού και άμεσου κινδύνου για την υγεία και τη ζωή ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων και η αντιμετώπισή τους ως προσώπων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο υγείας και ζωής παραμένει πραγματικό. Ο δε αυθεντικός νομοθετικός χαρακτηρισμός ορισμένων, περισσότερων ή λιγότερων, κατηγοριών εργαζομένων ως «ευπαθών ομάδων», αν και καθιστά βέβαιη την υπαγωγή των προσώπων που πάσχουν από αυτές σε καθεστώς ειδικής μεταχείρισης, εν τούτοις δεν μπορεί να θεμελιώσει άνευ ετέρου αποκλεισμό άλλων περιπτώσεων. Η ειδική αυτή μέριμνα για τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, που αφορά και άλλες περιπτώσεις δηλαδή εποχικών εξάρσεων ιώσεων ή επιδημιών, αναγνωρίζει δικαίωμα για αποχή από την εργασία, χωρίς απώλεια μισθού ή άλλες δυσμενείς γι’αυτούς επιπτώσεις, δικαιώματος σύστοιχου της υποχρέωσης του εργοδότη να ρυθμίζει τα της εργασίας ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου. Στις περιπτώσεις αυτές, ο εργαζόμενος θα φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής στο πρόσωπό του των λόγων που επιβάλλουν τον χαρακτηρισμό του ως προσώπου ευρισκόμενου σε κατάσταση υψηλής επικινδυνότητας υγείας και ζωής, προσκομίζοντας σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις, εξετάσεις κλπ, εφόσον η ιδιαίτερη ευαισθησία του δεν προκύπτει, ή από τον ιατρικό του φάκελό που τηρείται από τον ιατρό εργασίας  (Π.Μπουχερόπουλος «Αδυναμία παροχής εργασίας, τηλεργασία και εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής κατά την περίοδο ισχύος των μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού SARS-CoV-2 Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, τόμος 79ος    (2020)  τεύχος 4 σελ. 514-520). Τέλος, στο άρθρο 4 περ. στ) του ν. 4682/2020 προβλέφθηκε ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας, ορίζονται αφενός η έννοια των ευπαθών ομάδων έναντι των συνεπειών μετάδοσης του COVID-19, αφετέρου κάθε ιατρικό πιστοποιητικό που πρέπει να προσκομίζει ο αιτών εργαζόμενος στον εργοδότη, προς απόδειξη της συμπερίληψής του στις ευπαθείς ομάδες, προκειμένου να εφαρμοστούν οι περ. (β) έως και (ε). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας, μπορεί να παρατείνεται ο χρόνος εφαρμογής του παρόντος και να ρυθμίζεται κάθε σχετική και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του. Σε εκτέλεση αυτής, εκδόθηκαν οι υπ’αριθμ. 37095/1436  (ΦΕΚ Β 4011/18.9.2020) και 39363/1537 (ΦΕΚ Β’ 4262/30.09.2020) κοινές Υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας. Στο άρθρο 1 της πρώτης από αυτές, ορίστηκε ότι άτομα υψηλού κινδύνου είναι, μεταξύ άλλων, τα άτομα που λαμβάνουν δύο ή περισσότερα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα (1.1.2), άτομα που λαμβάνουν υψηλές δόσεις κορτικοειδών ή δύο ή περισσότερα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα (1.1.7), και άτομα ενδιάμεσου κινδύνου, μεταξύ άλλων, εκείνα που λαμβάνουν χρονίως χαμηλές δόσεις κορτικοειδών ή ανοσοκατασταλτικό φάρμακο (1.2.8) και στο άρθρο 2 ότι «η πιστοποίηση ότι ο εργαζόμενος ανήκει σε κάποια ομάδα υψηλού ή ενδιαμέσου κινδύνου γίνεται με αιτιολογημένη γνωμάτευση:  α) από τον θεράποντα ιατρό σχετικής ειδικότητας ή  β) από ιατρό σχετικής ειδικότητας Υγειονομικής Δομής (δημόσια ή ιδιωτική) για περιπτώσεις ειδικών θεραπευτικών μεθόδων όπως χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία και ανοσοθεραπεία. Στην εν λόγω γνωμάτευση πρέπει να αναφέρεται επακριβώς η υπαγωγή του εργαζομένου σε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις του άρθρου 1, ενώ στο άρθρο 2 της δεύτερης από τις παραπάνω υπουργικές αποφάσεις, η οποία διατήρησε τον ορισμό των ατόμων υψηλού και ενδιάμεσου κινδύνου, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της εξ αποστάσεως εργασίας για τις ευπαθείς ομάδες.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ……………, ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, καθώς και των υπ’’αριθμ. …….. και ………./19-4-2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, ……….. και ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, και της υπ’αριθμ. πρωτ. ……../6-4-2022 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, που δεν παρέστη σε αυτές, δηλαδή προ δύο τουλάχιστον ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015 (σχετ. η υπ’αριθμ. ……./14-4-2021 έκθεση επίδοσης, όσον αφορά τις δύο πρώτες, και  υπ’αριθμ. ……../1-4-2022 έκθεση επίδοσης, όσον αφορά την τρίτη, του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), σημειούμενου ότι η τελευταία από αυτές, που ελήφθη μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, επιτρεπτώς προσκομίζεται  στο εφετείο, ως νέο αποδεικτικό μέσο (άρθρο  529 § 1  του ΚΠολΔ, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 186/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθεί υπόψη, όπως ήδη εκτέθηκε, η ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, ………. καθώς και η υπ’αριθμ. ………/23-4-2021 ένορκη βεβαίωση της ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, εφόσον πρόκειται για μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, κατά τον χρόνο που δόθηκαν (σχετ. υπ’αριθμ. 7 της προσθήκης της ενάγουσας για τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης από το  Γ.Ε.ΜΗ), και, επομένως, αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  :  Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα αποτελεί ανώνυμη εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας, αφενός την κατασκευή εξαρτημάτων και ανταλλακτικών, με εξειδίκευση στην κατασκευή ανταλλακτικών ανεμοστροβίλων, υδροστροβίλων, στροβίλων κλπ και αφετέρου την επισκευή μηχανών και ηλεκτρομηχανών πλοίων, αντλιών πετρελαίου κ.α και διαθέτει δύο εργοστάσια, ένα στο …….. και ένα στο ………… Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ναυπηγών Μηχανικών της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τ.Ε.Ι Αθηνών. Υπό την ιδιότητά της αυτή προσελήφθη από την εναγομένη, δυνάμει της από 15.5.2019 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερον εβδομαδιαίως και επί οκτάωρο καθημερινά, με μηνιαίες αποδοχές, ύψους 1.320 ευρώ, στη θέση της υπεύθυνης επιθεώρησης των υπό επισκευή ανταλλακτικών στη Μονάδα ………., με ειδικότερο αντικείμενο εργασίας τον οπτικό και γεωμετρικό έλεγχο των ανταλλακτικών που έχρηζαν επισκευής, τη σύνταξη στη συνέχεια υπομνήματος με φωτογραφίες, μετρήσεις και περιγραφή των ευρημάτων και των προτεινόμενων ενεργειών επισκευής, βάσει του οποίου το τμήμα προσφορών συνέτασσε οικονομική προσφορά επισκευής που αποστέλλεται στον εκάστοτε πελάτη, με τον οποίο η ίδια ως υπεύθυνη επιθεώρησης προέβαινε στις απαραίτητες συνεννοήσεις παρέχοντας σχετικές πληροφορίες. Επίσης, προετοίμαζε τα υπομνήματα των τεχνιτών που απασχολούνταν στις επισκευές πλοίων και βοηθούσε τους εργοδηγούς στην αρχειοθέτηση σχεδίων, εγχειριδίων κλπ, με αποτέλεσμα ειδικά κατά το στάδιο της επιθεώρησης να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία της στον χώρο παραγωγής. Έτσι, η εργασία της συνδεόταν άμεσα με την επισκευαστική διαδικασία της εναγομένης, η οποία έχει αυστηρά και απαιτητικά χρονοδιαγράμματα, διότι από την τήρησή τους εξαρτάται η δραστηριότητα ναυτιλιακών εταιρειών. Προ της ανάληψης των καθηκόντων της στην εναγομένη, η ενάγουσα είχε πραγματοποιήσει, κατά δήλωσή της, την πρακτική της άσκηση στο Τμήμα Ποιοτικού Ελέγχου Υποβρυχίων στην εταιρεία «…………..» στα Ελληνικά Ναυπηγεία …., και στη συνέχεια απασχολήθηκε στην ίδια εταιρεία, επί έξι έτη, στο τμήμα σωληνουργικών εργασιών των υποβρυχίων ως επιβλέπουσα προσωπικού υπεργολάβων, διαχείρισης προσωπικού σωληνουργείου και υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου κατά την τοποθέτηση και υδραυλική δοκιμή των δικτύων επί του υποβρυχίου και για ένα έτος, ως μηχανικός στο τμήμα δοκιμών συστημάτων λειτουργίας υποβρυχίων, με αντικείμενο την προετοιμασία ολοκληρωμένων συστημάτων, με σκοπό την ορθή λειτουργία και παράδοσή τους. Στη συνέχεια, από τις 16.8.2016, απασχολήθηκε ως υπάλληλος στην εταιρεία με την επωνυμία «…………….», στο τμήμα υπηρεσιών ποιοτικού, μη καταστροφικού ελέγχου και στο τμήμα πωλήσεων επιστημονικών οργάνων, όπου διακρίθηκε για τη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και αποδοτικότητά της. Είχε αξιολογηθεί ως αποτελεσματική και συνεργάσιμη και η εμπειρία της ως πολύτιμη (σχετ. η από Ιανουαρίου 2019 βεβαίωση-συστατική επιστολή του διευθυντή διαδικασιών, ……….). Περί το έτος 2017 διαπιστώθηκε ότι πάσχει από νευροσαρκοείδωση, για την οποία είχε λάβει αγωγή με κορτικοστεροειδή και στις αρχές του έτους 2020 παρουσίασε αιμωδίες σε κατανομή οσφυοϊακού πλέγματος και μετά από εκτίμηση ότι πρόκειται για πιθανή υποτροπή της νόσου της, της συνεστήθη αναρρωτική άδεια 15 ημερών (σχετ. το από 25.1.2020 ιατρικό σημείωμα του νευρολόγου, ………). Παράλληλα κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2020 έπασχε από διαταραχή γενικευμένου άγχους, η οποία αντιμετωπίστηκε με ψυχοθεραπευτική και φαρμακευτική αγωγή (σχετ. η από 15.4.2021 βεβαίωση του ψυχιάτρου, ………. και η από 16.4.2021 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου, ………..). Εξετάστηκε και από Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή της 1ης Υ.ΠΕ Ηλιούπολης, η οποία πιστοποίησε με σχετική γνωμάτευσή της την ανικανότητά της για εργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 25.1.2020 έως 8.2.2020.  Για τον λόγο αυτό ζήτησε και έλαβε από την εναγομένη άδεια ασθενείας από τις 13/1 έως τις 8/2/2020 και στη συνέχεια, άνευ αποδοχών, στις 28.2.2020 και κατά τα χρονικά διαστήματα από 4/3 έως 6/3/2020 και από 9/3 έως 13/3/2020 (σχετ. οι αιτήσεις της αδείας άνευ αποδοχών). Εν τω μεταξύ, λόγω της εμφάνισης της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών του, εκδόθηκε η από 11.3.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19» η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α` 76) και τροποποιήθηκε με το άρθρο όγδοο της Π.Ν.Π. της 22.08.2020 (Α` 161), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4722/2020 (Α` 177), που προέβλεπε, μεταξύ άλλων τις άδειες ειδικού σκοπού δημοσίων υπαλλήλων, και την εξ αποστάσεως εργασία, αλλά και η άνω υπ’αριθμ. οικ 12339/404/12.3.2020 εγκύκλιος της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Εργασίας, με το προεκτεθέν περιεχόμενο. Έτσι, η ενάγουσα, η οποία, λόγω της υποβολής της σε ανοσοκατασταλτική θεραπεία (κορτικοστεροειδή), ανήκε σε ευπαθή ομάδα, σύμφωνα με την παραπάνω εγκύκλιο, ζήτησε από την εναγομένη να παραμείνει εκτός εργασίας, κατ’ενάσκηση σχετικού δικαιώματός της. Παρ’ότι δε δεν είχε ακόμη εκδοθεί η προαναφερθείσα ΔΙΔΑΔ/Φ.69/115/9670/18.5.2020 Εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών, είναι ευνόητο, κατά τις αρχές της καλής πίστης, ότι η ίδια έφερε το βάρος να αποδείξει τη συνδρομή στο πρόσωπό της των λόγων που επέβαλαν τον χαρακτηρισμό της ως προσώπου ανήκοντος σε ευπαθή ομάδα, προσκομίζοντας όλες τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις, εφόσον δεν είχε ενημερώσει προηγουμένως και δεν υπήρχαν σχετικά στοιχεία στον ιατρικό φάκελό της που τηρείτο τυχόν από τον ιατρό εργασίας που διέθετε η εναγομένη. Έτσι, εκτός από το τηλεφωνικό της αίτημα στις 17.3.2020, απέστειλε προς τον λογιστή της μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο ζητούσε να ενημερωθεί για τα δικαιολογητικά που απαιτούνταν για την υπαγωγή της στις ευπαθείς ομάδες, ενώ η νομική σύμβουλος  της εταιρείας, …………., της ζήτησε με όμοιο μήνυμα στις 18.3.2020 (ημέρα Παρασκευή), την υποβολή σχετικής βεβαίωσης ή ιατρικού πιστοποιητικού από τον προσωπικό ή θεράποντα ιατρό της. Πράγματι, η ενάγουσα, η οποία ήδη απείχε από την εργασία της από τις 17.3.2020, ανταποκρίθηκε άμεσα και απέστειλε προς την ανωτέρω το από 23.3.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο επισύναψε την από 22.3.2020 ιατρική βεβαίωση του ……., όπου βεβαιωνόταν το ιστορικό της νόσου της και η εμφάνιση υποτροπής, καθώς και η υποβολή της σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή. Η εναγομένη αποδέχθηκε τα δικαιολογητικά και εξακολούθησε να της καταβάλει το συμφωνημένο μισθό της. Στη συνέχεια στις 9.4.2020, η ενάγουσα ζήτησε παράταση της άδειας ειδικού σκοπού, όπως η ίδια τη χαρακτήρισε-εσφαλμένως, αφού δεν ανήκε στην εν λόγω κατηγορία- στέλνοντας σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την νομική σύμβουλο της εναγομένης, αναμένοντας ενημέρωση, αλλά και στον λογιστή της εταιρείας, επισυνάπτοντας τη σχετική γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής. Επακολούθησε ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και συγκεκριμένα, η …………… στις 10.4.2020 της απέστειλε προς υπογραφή ιδιωτικό συμφωνητικό τήρησης εμπιστευτικότητας, το κείμενο του οποίου δεν προσκομίστηκε και η ενάγουσα στις 15.4.2020 απάντησε ότι δέχεται να το υπογράψει κατά την επιστροφή της, με εξαίρεση συγκεκριμένου χωρίου, το οποίο, όπως προκύπτει από αυθημερόν μήνυμα της ……………, αφορούσε την υποχρέωση των εργαζομένων για προμήνυση, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν.2112/1920. Δεν αποδεικνύεται δηλαδή, όπως εσφαλμένα δέχεται η εκκαλουμένη, ότι το περιεχόμενο του συγκεκριμένου όρου διευκόλυνε την εναγομένη να θεωρήσει ότι η αποχή της ενάγουσας από την εργασία της ενείχε σιωπηρή δήλωση οικειοθελούς αποχώρησής της. Τελικώς, η εναγομένη προέβη στις 11.5.2020 σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, λόγω της μακράς απουσίας της από την εργασία της. Προηγήθηκε στις 8.5.2020, ημέρα Παρασκευή μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον λογιστή της εναγομένης, …………, με το οποίο την καλούσε να επικοινωνήσει μαζί του το συντομότερο δυνατόν, καθώς, όπως της δήλωσε, επί 3 ημέρες προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της χωρίς αυτό να καταστεί δυνατό. Αποδείχθηκε, επίσης, αναφορικά με την ασθένεια, από την οποία πάσχει η ενάγουσα, δηλαδή τη νευροσαρκοείδωση, ότι αυτή αποτελεί αυτοάνοσο νόσημα και σπάνια μορφή εκδήλωσης της σαρκοείδωσης με πολυάριθμα και πολύ συχνά δύσκολα στη διαφορική διάγνωση ευρήματα και εκδηλώσεις. Η σαρκοείδωση είναι κοκκιωματώδης φλεγμονώδης νόσος άγνωστης αιτιολογίας που χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό κοκκιωμάτων σε ένα ή περισσότερα όργανα. Προσβάλλει το νευρικό σύστημα, μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και μπορεί να εμφανιστεί ως μία οξεία κατάσταση ραγδαίως εξελισσόμενη, ή ως μία βραδέως πορευόμενη χρόνια ασθένεια, δυνάμενη να προσβάλλει οποιοδήποτε τμήμα του νευρικού συστήματος. Η θεραπεία της είναι δυσχερής, με θεραπεία εκλογής τα κορτικοστεροειδή, τα οποία επαναχορηγούνται σε περίπτωση υποτροπής. Η έναρξη της θεραπείας όσο πιο έγκαιρη είναι τόσο καλύτερη ανταπόκριση αναμένεται. Γενικά υποχωρεί αυτόματα εντός 3 ετών. Τα 2/3 των ατόμων δεν χρειάζεται καμία ειδική θεραπεία και η ασθένεια βελτιώνεται σταδιακά από μόνη της, τα επόμενα 2 έως 5 χρόνια, ενώ στο 1/3 περίπου των ατόμων γίνεται χρόνια ή μακροχρόνια και απαιτεί θεραπεία. Σύμφωνα με άρθρο της καθηγήτριας Πνευμονολογίας, …………, με τίτλο «Κορωνοϊός : τι θα πρέπει να προσέχουν ασθενείς με αναπνευστικά νοσήματα» (ημερομηνία ανάρτησης στο διαδίκτυο 29.3.2020), οι ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία, όπως τα κορτικοστεροειδή, είναι σε αυξημένο κίνδυνο για τον κορωνοϊό, λόγω της αγωγής που λαμβάνουν γιατί αυτή έχει συσχετιστεί με επιρρέπεια σε βακτηριδιακή πνευμονία μετά από ιογενή λοίμωξη, καθώς και καθυστερημένη κάθαρση των ιών, αλλά γενικά οι ασθενείς αυτοί με σαρκοείδωση  δεν ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου. Επομένως, με δεδομένο ότι η υποτροπή της νόσου της ενάγουσας έγινε τρία χρόνια μετά τη διάγνωσή της, δεν ανήκε μετά βεβαιότητας στην κατηγορία των ασθενών που η ασθένεια θα υποχωρούσε με βάσιμη την πιθανότητα να είναι χρόνια ή μακροχρόνια και να μην ιαθεί.  Επομένως, η ασθένεια της αυτή αποτελεί χρόνια πάθηση, κατά την έννοια του ν. 4443/2016, εφόσον υπήρξε υποτροπή της και μπορεί να γίνει λόγος και για μονιμότητά της αν όχι για διάρκεια εφ’όρου ζωής και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του. Εξάλλου, ως ευρισκόμενη υπό ανοσοκαταστολή, ανήκε κατά την παραπάνω υπ’αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ.16393/9.3.2020 εγκύκλιο αλλά και την υπ’αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64/315/οικ.8030/18.3.2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση σε ευπαθή ομάδα πληθυσμού, με δεδομένο μάλιστα ότι όπως διευκρινίζεται στην άνω ΔΙΔΑΔ/Φ.69/115/9670/18.5.2020 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων ως ευπαθών ομάδων, που καθιστά βέβαιη την υπαγωγή τους σε καθεστώς ειδικής μεταχείρισης, δεν μπορούν εκ των προτέρων να εξαιρεθούν άλλες περιπτώσεις, που δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοιες. Ούτε άλλωστε, ασκεί επίδραση στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι με υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την απόλυση της εναγομένης, αυτή δεν ενέπιπτε σε κάποια από τις κατηγορίες υψηλού ή αυξημένου κινδύνου. Ανεξαρτήτως, επομένως, του ότι στα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά δεν γίνεται αναλυτική περιγραφή της νόσου της και των ειδικότερων συμπτωμάτων της και χαρακτηρισμός της ως άτομο ανήκον στις ευπαθείς ομάδες, η υπαγωγή της στην κατηγορία αυτή ασθενών αποδεικνύεται πλήρως από τις παραπάνω γνωματεύσεις, ιατρικές βεβαιώσεις και ιατρικά δεδομένα, τα οποία ήταν προσιτά και γνωστά και στον ιατρό εργασίας που απασχολούσε η εναγομένη, από τον οποίο μπορούσε η ίδια να λάβει σχετικές πληροφορίες, και ως εκ τούτου η ενάγουσα ανταποκρίθηκε πλήρως στη σχετική συμβατική της υποχρέωση ώστε να θεωρηθεί ότι ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα. Άλλωστε, η επάρκεια των γνωματεύσεων αυτών ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την εναγομένη, η οποία ούτε περαιτέρω διευκρινίσεις ζήτησε, καθ’όλο το χρονικό διάστημα της απουσίας της ενάγουσας, ούτε πρόσθετες ιατρικές βεβαιώσεις, εξακολουθώντας να της καταβάλλει κανονικά τον μισθό της. Έτσι, με βάση τις προαναφερθείσες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή της ενάγουσας από την εργασία της, προκύπτει ότι αυτή οφείλεται σε επιβεβλημένους και αναπόφευκτους λόγους και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως σιωπηρή δήλωση οικειοθελούς αποχώρησής της, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια ρητώς δήλωσε στη νομική σύμβουλο της εναγομένης ότι προτίθετο να υπογράψει το ιδιωτικό συμφωνητικό που της απεστάλη, όταν επέστρεφε στην εργασία της. Έτσι και ανεξαρτήτως του εάν διαφαινόταν ή όχι σαφής προοπτική να παύσει σύντομα η ανικανότητά της, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, έλαβε χώρα λόγω της αποχής της, που οφειλόταν σε υποτροπή προϋπάρχουσας χρόνιας πάθησής της, παρ’ότι η ίδια ως άτομο ανήκον σε ευπαθή ομάδα, δικαιούτο ενόσω διαρκούσαν τα μέτρα αντιμετώπισης και αποτροπής εξάπλωσης του κορωνοϊού, να παραμένει κατ’οίκον. Επομένως, η ασθένειά της, αποτέλεσε μειονεκτικότητα, οφειλόμενη σε σωματική πάθηση, και έγινε αιτία άμεσης διάκρισής της ως εργαζομένης, κατά την έννοια του ν.4443/2016, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, αφού υπήρξε η πραγματική αιτία της απόλυσής της, υπό τον φόβο προφανώς ενδεχόμενων υποτροπών ή και επιδείνωση της νόσου της στο μέλλον. Τα αυτά, συνεπώς, δεχόμενο και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αν και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας (ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 19/2017 δημ.ΤΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, ανεξαρτήτως του ότι η ενάγουσα δεν επικαλέστηκε τις διατάξεις του ν.4443/2016, καθώς ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή δικαίωμα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο), το οποίο εξ επαγγέλματος εφαρμόζει τον νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής (ΑΠ 1181/2017, ΑΠ 988/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Άλλωστε, όπως ήδη αναπτύχθηκε στην οικεία σκέψη, η παραβίαση των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου δεν συνεπάγεται αυτή καθεαυτή συγκεκριμένες έννομες συνέπειες αλλά η σχετιζόμενη προς αυτήν αξίωση του εργαζομένου, σε βάρος του οποίου έγινε διάκριση, θα κριθεί με βάση τις γενικές διατάξεις. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα έγγραφα δεν προέκυπτε η χρονιότητα της πάθησής της, και επομένως, η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι υπέστη διαφορετική μεταχείριση εξαιτίας αυτής, ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα του 1,5 και πλέον έτους που απασχολείτο στην εναγομένη, ανταποκρίθηκε πλήρως στα εργασιακά της καθήκοντα μη επηρεαζόμενη από την ασθένειά της, ενώ διέθετε προϋπηρεσία και είχε αξιολογηθεί θετικά και κατά τη διάρκεια της αμέσως προηγούμενης απασχόλησής της σε άλλη εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο. Η  κατ’αποτέλεσμα ανικανότητά της να εργαστεί, συνδεόταν περισσότερο με την άγνωστη διάρκεια της πανδημίας, που αποτέλεσε ένα εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός, και των συνεπειών της στην υγεία των πασχόντων από αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η νευροσαρκοείδωση, και είναι πιθανόν ότι αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία, μετά τις διαδοχικές αναρρωτικές άδειας, διάρκειας δύο (2) περίπου μηνών, που αρχικά έλαβε, θα είχε επιστρέψει στην εργασία της. Με αυτά τα δεδομένα, η εναγομένη, για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της επιχείρησής της, που λειτουργούσε κανονικά καθ’όλη την περίοδο της πανδημίας, χωρίς μάλιστα να τεθεί κανένας εργαζόμενός της σε αναστολή,  όφειλε να προβεί στη λήψη μέτρων εύλογης προσαρμογής, προκειμένου να διευκολύνει τη συνέχιση της απασχόλησής της, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις ως προσωρινή κατ’αρχήν λύση, μέχρι την επάνοδό της στην εργασία της. Έτσι, είχε τη δυνατότητα, μετά από αναπλήρωση της φυσικής παρουσίας της ενάγουσας από άλλον υπάλληλο σχετικής ειδικότητας και δη μηχανολόγο μηχανικό, να της ζητήσει να διεκπεραιώνει, εξ αποστάσεως, ως τηλεεργαζόμενη τα λοιπά της καθήκοντα (σύνταξη υπομνήματος, βάσει των επιθεωρήσεων, συνεννοήσεις με πελάτες κλπ), πρόταση η οποία δεν έγινε μεν από την ενάγουσα, όπως διατείνεται η εναγομένη, αλλά ούτε και από την ίδια, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί η τυχόν άρνησή της. Σημειωτέον ότι η εναγομένη, με βάση την προσκομιζόμενη κατάσταση προσωπικού της του έτους 2020 διέθετε έξι (6) μηχανολόγους-μηχανικούς, μεταξύ των οποίων τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, …. και ……….., και τρεις (3) τεχνολόγους μηχανολόγους, που θα μπορούσαν να αναπληρώσουν προσωρινά και αναπλήρωσαν πράγματι ορισμένοι εξ αυτών την εργασία της, και προέβη σε πρόσληψη άλλου εργαζομένου στη θέση της, μόλις τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.  Αντιθέτως, δεν υπήρχε κατ’εκείνο τον χρόνο δυνατότητα αναστολής της εργασιακής της σχέσης, με παράλληλη καταβολή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης της εναγομένης, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, κατά τον σχετικό ισχυρισμό της εκκαλούσας, που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, πλην όμως αλυσιτελώς, διότι δεν στηρίζει διαφορετικό διατακτικό, όπως θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια, αλλά ούτε εξυπηρετούσε τις επιχειρηματικές της ανάγκες, διότι αυτή συνίστατο στη φυσική της παρουσία και όχι στην καταβολή του μισθού της. Επιπλέον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η χρόνια πάθησή της που μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη φυσική της παρουσία, αποτελούσε επιτρεπτό κριτήριο διάκρισης, λόγω της φύσης και του πλαισίου της ειδικότητάς της, η οποία καθιστούσε τη σωματική της υγεία καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, ανάλογη του σκοπού που εξυπηρετούσε η εργασία της, εντασσόμενη στην επισκευαστική αλυσίδα και τα αυστηρά χρονοδιαγράμματα της εναγομένης, και πάλι η επιλογή αυτή ήταν δυσανάλογη διότι ήταν η πρώτη φορά μετά από 1,5 και πλέον έτος που η ενάγουσα έλαβε αναρρωτική άδεια και απείχε από την εργασία της και με τη λήψη της κατάλληλης αγωγής αναμένετο ύφεση της υποτροπής της, οπότε η προσωρινή αποχή της θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τον παραπάνω τρόπο, χωρίς να διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία της επιχείρησης της εναγομένης. Τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί ενδεχομένως, αν πράγματι είχαν προηγηθεί υποτροπές στο παρελθόν ή αν ακολουθούσαν άλλες στο μέλλον, και μάλιστα με συχνότητα και διάρκεια τέτοια, που θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στη λειτουργία της επισκευαστικής αλυσίδας της εναγομένης. Αλλά και τότε θα έπρεπε κατ’αρχήν να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις, όπως το ενδεχόμενο απασχόλησης της ενάγουσας σε άλλη θέση εργασίας. Άλλωστε, όλως αορίστως η εναγομένη, στο δικόγραφο της έφεσής της κάνει λόγο για μεγάλες καθυστερήσεις στην επισκευαστική δραστηριότητά της εξαιτίας της απουσίας της, και ο ισχυρισμός της αυτός, επίσης γενικόλογα και αόριστα επιβεβαιώνεται από τους μάρτυρες ανταπόδειξης, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι οι υπεύθυνοι παραγωγής της προσπάθησαν πολλές φορές να επικοινωνήσουν μαζί της για να συνεννοηθούν για εργασίες που είχε αναλάβει, χωρίς ανταπόκριση, τον οποίο επιβεβαιώνει ο εργαζόμενός της ……….., δεν ευσταθεί, ώστε να θεωρηθεί η συμπεριφορά της ως δηλωτική της βούλησης αποχώρησής της ή ως παράβαση των εργασιακών της υποχρεώσεων. Πέραν του ότι δεν γίνεται επίκληση ούτε προσκομίζονται σχετικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ως εναλλακτικού και σε κάθε περίπτωση ευχερούς τρόπου επικοινωνίας μαζί της, οι καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων ανταπόδειξης παραλλάσουν ουσιωδώς. Έτσι, ο …………, επιβλέπων λογιστής της εναγομένης, βεβαίωσε ότι η ενάγουσα δεν έκανε καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει με την εταιρεία (και όχι ότι την αναζητούσαν και δεν την έβρισκαν) και ο ………., εσωτερικός λογιστής, δήλωσε απλώς ότι μόλις λίγες ημέρες πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, την αναζητούσαν χωρίς αποτέλεσμα, ενώ στο σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ο ίδιος της απέστειλε, αναγράφεται ότι η προσπάθεια αυτή αφορούσε μόνο ένα τριήμερο. Επομένως, η εναγομένη η οποία ήδη από τον Μάρτιο-Απρίλιο ανήρτισε αναγγελία πρόσληψης έτερου εργαζόμενου με την ειδικότητα της ενάγουσας (σχετ. η πρωτόδικη κατάθεση ………), εκφράζοντας έτσι τη βούλησή της και προετοιμάζοντας ήδη από τότε την απόλυσή της, χωρίς να την ενημερώσει ή προειδοποιήσει για την πρόθεσή της αυτή, προέβη στην απόλυσή της, κάνοντας άμεση διάκριση σε βάρος της, λόγω του προβλήματος υγείας της και της αποχής της από την εργασία της, την οποία απέδωσε στα εύλογα επιχειρηματικά της συμφέροντα. Χωρίς να παραβλέπονται οι δυσχέρειες που δημιούργησε αναμφίβολα η απουσία της, ο λόγος αυτός κρίνεται ως προσχηματικός, αφού κατ’αρχήν η συνεπεία αυτής δυσλειτουργία της εναγομένης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν ήταν σημαντική, ώστε να καταστήσει αναγκαία την απόλυσή της, επιπλέον δε υπήρχε εναλλακτική λύση, κατά τα προεκτεθέντα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα σχετικώς εκτεθέντα στην οικεία σκέψη, η εναγομένη, άσκησε καταχρηστικά το διευθυντικό της δικαίωμα, κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και η επίδικη καταγγελία είναι άκυρη, ως καταχρηστική, αφού υπερέβη προφανώς τα όρια της καλής πίστης και του οικονομικού και κοινωνικού δικαιώματος της εναγομένης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ειδικότερα ότι η ενάγουσα δεν ανήκε στις ευπαθείς ομάδες ούτε το απέδειξε, ότι δικαιολογημένα η πάθησή της αποτέλεσε επιτρεπτό κριτήριο διάκρισής της, αφού εξετάστηκαν μέτρα εύλογης προσαρμογής και η απόλυσή της υπήρξε η έσχατη λύση, ώστε να εξυπηρετηθούν τα εύλογα συμφέροντά της, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, η πρόσκληση της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης να επιστρέψει στην εργασία της, αμέσως μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, δια της από 6.8.2021 εξώδικης δήλωσής της, κρίνεται ως προσχηματική, εφόσον ήδη αντικειμενικά είχε απωλεστεί η μεταξύ αυτών εμπιστοσύνη και το πνεύμα συνεργασίας τους, έχοντας διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, με αρνητική πρόγνωση και για τη λειτουργία της στο μέλλον. Επιπλέον, η ενημέρωση της εναγομένης εκ μέρους της ενάγουσας, κατά την πρόσληψή της, περί της ασθένειάς της, δεν επιβαλλόταν από την καλή πίστη, ως δυνάμενη να επηρεάσει τον τρόπο παροχής της εργασίας της, ενώ και η υποθετική εκδοχή ότι η ίδια δεν θα την είχε προσλάβει αν γνώριζε την ασθένειά της, δεν αναιρεί τη μεταγενέστερη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση εργασίας. Και τούτο διότι η υποχρέωση τέτοιας πληροφόρησης της εναγομένης δεν αποτελούσε υποχρέωση της ενάγουσας, με βάση τις επιταγές της καλής πίστης, αφού δεν επηρέαζε-και πράγματι δεν επηρέασε- την εργασιακή της απόδοση, με αποτέλεσμα να αποτελεί αθέμιτο κριτήριο άμεσης διάκρισής της και στο στάδιο της πρόσληψής της. Συνεπώς, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη δανείστρια, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, μετά την άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας της και υποχρεούται να τις αποδώσει τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από τις 11.5.2020 έως τις 10.9.2021, ύψους 23.760 (1.329 Χ 18) ευρώ, όπως ορθώς δέχθηκε η εκκαλουμένη. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εναγομένη, με την καταχρηστική απόλυση της ενάγουσας προσέβαλε παράνομα, άνευ δηλαδή δικαιώματος, και υπαίτια την προσωπικότητα της ενάγουσας, ως ατόμου και εργαζομένης, θίγοντας την επαγγελματική και κοινωνική της υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς της και έναντι των συναδέλφων της, αφού εμφάνισε την ασθένειά της ως μειονεξία και υπονόησε αδιαφορία της για την εργασιακή της σχέση. Συνεπώς, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, η ενάγουσα δικαιούται προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, που κρίνεται ως σημαντική, το εύλογο ποσό των 500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής της και την έκταση της βλάβης της, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόλυση, καθώς και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική κατάσταση της ενάγουσας, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).Τα αυτά, επομένως, δεχόμενο και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Συνεπώς, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί, απορριπτομένου ως κατ’ουσίαν αβάσιμου και του αιτήματος της εκκαλούσας για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της αποδόσεως του ποσού που έχει ήδη καταβάλει στην ενάγουσα, σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της εκκαλουμένης. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών ανάλογα προς την έκτασης της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό  (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα,2 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-9-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../25-9-2021) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 1476/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18-7-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ