ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 609 /2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……….. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων : 1) ………… και 2)……..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Γεωργία Παπαθανασίου.
Της καθ’ ηςη αίτηση : Της ανώνυμης εταιρείας ……………….,η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αικατερίνη Δελαβίνια.
Ενώπιον του Εφετείου ασκήθηκε από τους αιτούντες κατά της καθ’ ης η από 29.9.2022 και με αριθ. κατ. ………../2022 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 937 παρ. 1βΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 120 του Ν.4842/2021. Για τη συζήτηση δε αυτής, ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στα γραπτά σημειώματα που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η σε βάρος τους διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και δη του πλειστηριασμού ακινήτων τους, που επισπεύδει η καθ’ ης, στηριζόμενη σε διαταγή πληρωμής, επειδή εναντίον της απορριπτικής της ανακοπής τους κατά της εκτέλεσης απόφασης άσκησαν έφεση, που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η ευδοκίμηση της οποίας πιθανολογείται, ενώ η συνεχιζόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης θα τους προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 686επ (άρθρ. 937 παρ. 1β ΚΠολΔ,ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 120 του Ν.4842/2021, αφού η από 21.12.2021 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε την 21.12.2021, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι την 1.1.2022) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εξέταση της μάρτυρος …………., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και απ’ όλα τα έγγραφα που μετ’ επικλήσεως προσκόμισαν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ………./2022 ανακοπή τους κατά της καθ’ ης, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της υπ’ αριθμόν ………/8.2.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας, …………… Εκδόθηκε η με αρ. 2970/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ανακοπή. Εναντίον αυτής της απόφασης άσκησαν παραδεκτά και νόμιμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) την από 28.9.2022 και με αρ. κατ. ………./2022 έφεση, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί την5.10.2023. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με βάση την υπ’ αρ. ……../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την είσπραξη απαίτησης από στεγαστικό δάνειο που χορήγησε η «………..» στους αιτούντες, την οποία (απαίτηση) η τελευταία πώλησε και εκχώρησε με την από 18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσα με αρ. πρωτ. …. στις 18.6.2019, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στο τόμο … με α.α…., σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, στην εταιρεία «………….», η οποία, σύμφωνα με την από 18.6.2019 σύμβαση διαχείρισης, επίσης νομίμως δημοσιευθείσα με αρ. πρωτ. …. στις 18.6.2019, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο 10 με α.α181, ανέθεσε τη διαχείριση και είσπραξή της στην καθ’ ης εταιρεία (πρώην …………..).Με την ανακοπή τους, οι αιτούντες ζήτησαν την ακύρωση της προαναφερόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, επειδή α) η καθ’ ης δεν τους κοινοποίησε ολόκληρες, παρά μόνο σε περιλήψεις, τις συμβάσεις πώλησης, μεταβίβασης και διαχείρισης της επίδικης απαίτησης, βάσει των οποίων αυτή νομιμοποιείται ως τρίτη μη δικαιούχος διάδικος να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξή της, καθώς επίσης δεν τους κοινοποίησε και τα πλήρη στοιχεία της μεταβιβασθείσας οφειλής (αιτία οφειλής, κεφάλαιο, τόκους, έξοδα), β) το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση είναι μέρος της επιταχθείσας απαίτησης, χωρίς όμως να προσδιορίζεται για ποια ακριβώς κονδύλια αυτή (η κατάσχεση) αφορά, καθιστώντας έτσι αυτή (την περιορισθείσα απαίτηση) ανεκκαθάριστη, γ)επισπεύδεται κατάσχεση σε προσημειωμένο ακίνητο αποκλειστικής κυριότητας του δεύτερου των αιτούντων, ως τρίτου κυρίου μη οφειλέτη, για χρηματική απαίτηση μεγαλύτερη από το ασφαλιζόμενο ποσό για το οποίο έχει εγγραφεί, δ)δεν αναφέρεται στην έκθεση κατάσχεσης ότι ελήφθησαν φωτογραφίες των κατασχεμένων ούτε ότι παραδόθηκαν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού για να τις αναρτήσει και ε) δεν ορίστηκε από τη διενεργείσασα την κατάσχεση δικαστική επιμελήτρια ποιοι οι μεσεγγυούχοι των κατασχεμένων. Με το δικόγραφο της έφεσης για πρώτη φορά προτείνεται και άλλος λόγος ανακοπής, που δεν προτάθηκε με το δικόγραφο της ανακοπής και συγκεκριμένα ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης ανάμεσα στη δικαιούχο τράπεζα και την καθ’ ης δεν διέπεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 αλλά από το Ν. 3156/2003 και, επομένως, δεν δικαιούται η καθ’ ης, ως μη δικαιούχος διάδικος, να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση. Οι λόγοι αυτοί ανακοπής πιθανολογούνται ως αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, όσον αφορά τον υπό στ. α’ λόγο, τον σχετικό με την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης στη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η επικαλούμενη από τους αιτούντες υποχρέωση της καθ’ ης, κατά τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, περί συγκοινοποίησης σ’ αυτούς μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση και ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης των επίδικων τραπεζικών απαιτήσεων σύμφωνα με τους ν. 3156/2003 και 4354/2015 και όχι μόνο περιλήψεων αυτών με τα ουσιώδη στοιχεία και τις διατάξεις τους, όπως έκανε, δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου. Και τούτο γιατί τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης και της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης είναι η ταυτότητα της μεταβιβασθείσας και ανατεθείσας προς διαχείριση στην καθ’ ης οφειλής, το ύψος αυτής, το στάδιο μη εξυπηρέτησής της και η ιδιότητα της καθ’ ης ως αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αυτά δε τα στοιχεία προκύπτουν από τις συγκοινοποιηθείσες περιλήψεις των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης και τα ΦΕΚ αδειοδότησης της καθ’ ης,είναι δε αρκετές και ανταποκρίνονται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν ειδικότερα στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων εταιρειών και είναι αδιάφορα για τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ ης (πρβλ. ΑΠ 345/2006,ΕφΘεσ 177/2022, ΕφΑθ 291/2022δημ. στη ΝΟΜΟΣ, βλ. ΕφΑθ 832/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η καθ’ ης δεν τους κοινοποίησε τα πλήρη στοιχεία της μεταβιβασθείσας οφειλής (αιτία οφειλής, κεφάλαιο, τόκους, έξοδα), αυτός πιθανολογείται αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την καρτέλα εξωλογιστικού υπολογισμού της επίδικης οφειλής, την οποία συγκοινοποίησε στους ανακόπτοντες η καθ’ ης μαζί με την από 10.12.2021 επιταγή, σ’ αυτήν εκτίθενται αναλυτικά η οφειλή του στεγαστικού δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Σχετικά με τον υπό στ. β’ λόγο ανακοπής,οι ανακόπτοντες με την από 10.12.2021 επιταγή προς πληρωμή επιτάχθηκαν να καταβάλουν εντόκως στην καθ’ ης ποσό 190.040,79 ευρώ για κεφάλαιο,πλέον 130,20 ευρώ για σύνταξη και επίδοση επιταγής προς πληρωμή. Με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία του δεύτερου ανακόπτοντος για το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου που επιτάθηκαν να καταβάλουν οι αιτούντες με την πιο πάνω επιταγή προς πληρωμή, με ρητή επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος της καθ’ ης για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού με άλλη αναγκαστική κατάσχεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό, καθ’ ότι ο περιορισμός στο ως άνω ποσό έγινε αποκλειστικά και μόνο για μείωση των εξόδων. Επομένως ο παραπάνω περιορισμός του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση είναι ορισμένος, επιτρεπτός και δεν καθιστά την οφειλή ανεκκαθάριστη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Σχετικά με τον υπό στ. γ’ λόγο ανακοπής, παρότι επισπεύδεται κατάσχεση σε προσημειωμένο ακίνητο αποκλειστικής κυριότητας του δεύτερου των αιτούντων, ως τρίτου κυρίου μη οφειλέτη, για χρηματική απαίτηση 100.000 ευρώ, δηλαδή μεγαλύτερη από το ασφαλιζόμενο ποσό για το οποίο έχει εγγραφεί (44.314,01 ευρώ), η κατάσχεση δεν πάσχει ακυρότητας, αφού ο δεύτερος αιτών, ως τρίτος κύριος, επιτάσσεται να καταβάλει έως την έκταση της ευθύνης του, η οποία φτάνει μέχρι του ασφαλισμένου με την προσημείωση υποθήκης ποσού και μέχρι αυτό το ποσό θα καταταγεί η καθ’ ης σε περίπτωση πλειστηριασμού των κατασχεμένων ακινήτων. Σε σχέση με τον υπό στ. δ’ λόγο της ανακοπής, το ότιδεν αναφέρεται στην έκθεση κατάσχεσης πως ελήφθησαν φωτογραφίες των κατασχεμένων ούτε ότι παραδόθηκαν αυτές στην υπάλληλο του πλειστηριασμού για να τις αναρτήσει, δεν καθιστά την κατάσχεση άκυρη, αφού η σχετική υποχρέωση δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας από τη διάταξη του άρθρου 995 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ούτε η εν λόγω παράλειψη μπορεί να προξενήσει οποιαδήποτε βλάβη στους αιτούντες, σχετική με την προσέλκυση περισσότερων πλειοδοτών, αφού η περιγραφή των κατασχεμένων ακινήτων από τη διενεργήσασα την κατάσχεση δικαστική επιμελήτρια είναι λεπτομερής, ακριβής και πλήρης, ενώ δεν αναφέρεται στην ανακοπή, στην έφεση ή στην αίτηση κάποιο ειδικότερο στοιχείο των ακινήτων, σημαντικό για την προσέλευση πλειοδοτών, που θα καταδεικνυόταν από τη φωτογράφιση των ακινήτων και δεν γίνεται αντιληπτό από την περιγραφή αυτών στην έκθεση κατάσχεσης. Σε σχέση με τον υπό στ. ε’ λόγο της ανακοπής, κατά τη διάταξη του άρθρου 996 παρ. 1 ΚΠολΔ, μεσεγγυούχος των κατασχεμένων ακινήτων είναι (εκ του νόμου) όποιος τα κατέχει κατά το χρόνο της κατάσχεσης και δεν είναι απαραίτητο να ορίζεται, πολύ περισσότερο να εξειδικεύεταιστην έκθεση κατάσχεσης το πρόσωπο ονομαστικά, από το δικαστικό επιμελητή που διενήργησε την κατάσχεση. Σε σχέση με τον υπό στ. στ’ λόγο, αυτός απαραδέκτως προτείνεται το πρώτο με το δικόγραφο της έφεσης και ως τέτοιος τυγχάνει απορριπτέος. Μετά ταύτα η υπό κρίση ανακοπή των αιτούντων έπρεπε να απορριφθεί και τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτούς με την έφεσή τους κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, εφόσον δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης πρέπει και η υπό κρίση ασκηθείσα ενόψει αυτής αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του πλειστηριασμού ακινήτων που πρόκειται να λάβει χώρα στις12.10.2022, να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης σε βάρος του αιτούντων, που ορίζει σε 300 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση,με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις 7.10.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ