Μενού Κλείσιμο

Αριθμός αποφάσεως 620/2022

Αριθμός  620/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Ετερόρρυθμης εταιρείας ……………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Ρίζο  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:   1) ……….. και 2) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Αναστάσιο Μπουραντα.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 2.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3328/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 3.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ……../2021), της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  …………./2021) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πλρηεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 03/09/2021 και με γεν.αριθμ.καταθ. …./2021 έφεση της εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ΄αριθμ. 3328/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρ.614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, και απέρριψε την από  02-01-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……/2020) αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης. Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 516, 534 και 536 ΚΠολΔ συνάγεται ότι έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του έννομου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι προσόντα διατακτικού. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 322 ΚΠολΔ, στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά περιστατικά που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες συνέπειες. Έτσι, κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης για το λόγο ότι είναι ασύμφορες γι` αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, το δικαστήριο δε που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), χωρίς η απόφασή του να θεωρείται επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα. Κατ` εξαίρεση, η βλάβη μπορεί να προέρχεται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές δημιουργείται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον, κατά τα προαναφερόμενα,  για την άσκηση έφεσης από τον διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού .Τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, κατά τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 325, 330 και 331 ΚΠολΔ, για τη δημιουργία επιζήμιου δεδικασμένου σε βάρος του διαδίκου που νίκησε από τη μη ορθή αιτιολογία ή από αιτιολογίες που δεν ήταν αναγκαίες για την κρίση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 41/2012, ΑΠ 1531/2009,  ΑΠ 1947/2009, ΕφΠειρ 105/2014, ΕφΠειρ 589/2013, ΕφΠειρ 589/2013, ΕφΠειρ 619/2013, ΕΑ 6060/2013, ΕφΛαρ 199/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος,  Γ. Σαμουήλ, Η έφεση, Ε` έκδ. σελ. 138 επ., Παν.Κολιοτούρος «Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα» σελ. 95 επ., Δεδικασμένο Κονδύλη (1983) παρ.19 αρ.4, σελ.235, 236).  Για το παραδεκτό δε της έφεσης του νικήσαντος διαδίκου θα πρέπει αυτός να επικαλείται με το δικόγραφο της έφεσής του τη συνδρομή της προαναφερόμενης προϋπόθεσης, ήτοι την παραγωγή δεδικασμένου σε  βάρος του υπό την προεκτεθείσα έννοια. Η παραπάνω προϋπόθεση, ήτοι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (άρθρο 68, 73 και 532 ΚΠολΔ, βλ. και ΕφΠειρ 589/2013, ΕφΠειρ 619/2013 και ΕφΛαρ 199/2012, όπ.α).

Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 §§ 1-2 ΚΠολΔ, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον», προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, είναι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος. Το έννομο συμφέρον προκύπτει, κυρίως, από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Κατά κανόνα βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν απορρίπτονται, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του, (ήτοι η αγωγή, η ανταγωγή, οι ενστάσεις του), ή γίνονται δεκτές έναντι αυτού, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη του εκκαλούντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος. Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, έφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε διότι έγινε δεκτή η αγωγή του κ.λπ. είτε διότι απορρίφθηκε η αγωγή κ.λπ. του αντιδίκου του, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και υπάρχει, όταν ο διάδικος βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, και, ιδίως, αν δημιουργείται από την απόφαση δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη. Ειδικότερα, η συνδρομή του έννομου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο που ασκείται το ένδικο μέσο, και υπάρχει, όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ιδίως, αν δημιουργείται από αυτή δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει, έτσι, τα στοιχεία διατακτικού. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο τμήμα της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες αλλά οι διατάξεις αυτής. Διαφορετικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Συνεπώς, κατ’ εξαίρεση μπορεί να προκαλείται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ακόμη και από το διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού, (βλ. ΑΠ 226/2014, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 653/2010  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αιτιολογίες της απόφασης έχουν συνέπειες διατακτικού, εάν (μεταξύ άλλων) η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε (είτε είναι ενάγων είτε εναγόμενος), οπότε ο διάδικος αυτός βλάπτεται και δικαιούται να προσβάλει την απόφαση, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 404/2010 Νόμος). Επιπλέον, η αιτιολογία καθεαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου, και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, επειδή είναι αβάσιμη η ιστορική βάση της, ενώ απορρίφθηκε μετά από προβληθείσα ένσταση του διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του διαδίκου και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ηττημένος ο διάδικος, ο οποίος βλάπτεται, γενικά, από το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε με την άσκηση της έφεσης υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση, (βλ. ΑΠ 920/2013 Νόμος, αντίθετα για την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ΑΠ 913/2010 Νόμος). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ένδικων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, της οποίας η ανάγκη ύπαρξης συνάγεται και από τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ένδικου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει το ανωτέρω άρθρο. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου, (βλ. άρθρα 68, 73, 532 ΚΠολΔ, ΑΠ 920/2013 Νόμος, ΑΠ 274/2003 ΕπΔικΠολ 2004. 51, ΑΠ 1459/2000 Δνη 2001.741, ΕφΝαυπλ 121/2011 Νόμος, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011 Νόμος, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 53. 102 και Νόμος, ΕφΘεσ 2039/2003, ΕφΑθ 2903/2002 Αρμ 2003. 1809, ΕφΑθ 3743/1996 Νόμος, ΕφΛαρ 81/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ετσι, όπως λεπτομερώς προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης από τον νικήσαντα διάδικο, ως εν προκειμένω, η ύπαρξη του οποίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,  κρίνεται όχι από το αιτιολογικό, αλλά από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ υπάρχει έννομο συμφέρον και όταν ο διάδικος, που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι προσόντα διατακτικού, προϋπόθεση, όμως, που ο νικήσας διάδικος πρέπει να επικαλείται.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 02-01-2020 (γεν.αριθμ.καταθ. ………/2020) αγωγή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σε βάρος της εναγόμενης εταιρείας και ήδη εκκαλούσας με την επωνυμία «…………….» εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του από 1-11-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, οι δικαιοπάροχοί τους ….. και …………… εκμίσθωσαν αρχικά σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης, στην οποία συμμετείχε σε ποσοστό 50% ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, έναν ισόγειο χώρο μετά ακαλύπτου από σιδηροκατασκευή, εμβαδού 750 τμ, κείμενο στον Δήμο Πειραιά, επι της οδού …………., αποτελούμενο από τον κυρίως χώρο επιφάνειας 480 τμ και ακάλυπτο χώρο όπισθεν επιφάνειας 270 τμ, για χρονικό διάστημα εννέα (9) ετών, ήτοι από 1-11-1997 έως 31-10-2006, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως συνεργείο αυτοκινήτων.  Ότι στη συνέχεια δυνάμει του από 31-12-2003 υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της σύμβασης ο ………, ενώ με το ίδιο συμφωνητικό καθορίστηκε αθροιστικά με βάση την αρχική σύμβαση, η διάρκειά της στα δώδεκα έτη, λαμβάνοντας υπόψη την αρχική ημερομηνία αρχόμενη συνεπώς από 1-11-1997 και λήγουσα στις 31-10-2009. Ότι στη συνέχεια μετά από διαδοχικές μεταβολές, που έλαβαν χώρα στα πρόσωπα των εκμισθωτών δια του από 21-2-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού οι ενάγοντες συμφώνησαν αναδρομική μείωση του μισθώματος και παράταση της διάρκειας αυτής μέχρι την 31-10-2013, οπότε και όπως συμφωνήθηκε συμπληρώνεται η δεκαεξαετία της σύμβασης και σε περίπτωση αποχώρησης δεν δικαιούνταν ο μισθωτής αποζημίωση σύμφωνα με το πδ 34/1995. Ότι ακολούθως οι ενάγοντες στις 26-11-2013 συμφώνησαν με το από ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό με τον ………….. την παράταση της μίσθωσης από 31-10-2013 εως 31-10-2015. Ότι στη συνέχεια συμφωνήθηκε με την εναγομένη, που υπεισήλθε στα δικαιώματα της μισθωτικής σχέσης, νεώτερη παράταση του ιδιωτικού συμφωνητικού διάρκειας από 1-1-2018 εως 31-12-2018, ενώ ήδη την 1-2019 συμφωνήθηκε η τελευταία παράταση διάρκειας της μισθωτικής σύμβασης από 1-1-2019 εως 31-12-2019. Οτι αν και η μίσθωση έληξε στις 31-12-2019 και η εναγόμενη έχει οχληθεί επανειλημμένα από αυτούς (ενάγοντες), οι οποίοι ενημέρωσαν για την πρόθεσή τους να μην παραταθεί εκ νέου η μίσθωση δια της από 21-10-2019 κοινοποιηθείσας εξώδικης δήλωσης, αυτή αρνείται να τους αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου, του οποίου συνεχίζει να κάνει χρήση επικαλούμενη ότι τούτη λήγει στις 21-2-2025. Στη συνέχεια δια της κλήσης τους ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη, αν και παρακρατεί το μίσθιο ακίνητο, δεν τους έχει καταβάλει αποζημίωση χρήσης για τους μήνες από τη λήξη της μίσθωσης και την άσκηση της αγωγής μέχρι την καταθεση της κλήσης, ήτοι για 152 μήνες, ποσού 1.300 ευρώ για έκαστο μήνα και συνολικά το ποσό των 13.173,33 ευρώ, ενώ είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να κάνει χρήση αυτού για το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της κλήσης μέχρι τη συζήτηση αυτής, ήτοι για χρονικό διάστημα 122 ημερών χωρις να τους καταβάλει αποζημίωση χρήσης ποσού 1300: 15 Χ 122 = 10.573 ευρώ, τα οποία οφείλονται νομιμότοκα από την επίδοση της κλήσης και μέχρι την εξόφληση. Ότι καταγγέλουν με την παρούσα αγωγή τη μίσθωση αυτή για την περίπτωση που κριθεί ότι έχει καταστεί αορίστου χρόνου μίσθωση.

Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν με την αγωγή τους να υποχρεωθεί η εναγόμενη και κάθε τρίτος που έλκει από αυτήν δικαιώματα να τους αποδώσει τη χρήση του ανωτέρω μισθίου ακινήτου λόγω της λήξης της μίσθωσης, άλλως λόγω καταγγελίας αυτής σε περίπτωση που κριθεί αορίστου χρόνου, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος της εναγομένης, ενώ με την από 2-6-2020 κλήση τους (με την οποία επανέφεραν προς συζήτηση την αγωγή τους) ζήτησαν περαιτέρω να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει ως αποζημίωση χρήσης κατά ποσοστό 50% στον καθένα το ποσό των 13.173,33 ευρώ και 10.573,00 ευρώ.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, η υπ΄αριθμ. 3328/2020 απόφαση του ως ανω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο, αφου απέρριψε ως απαράδεκτη εν μέρει τη συζήτηση της ως ανω κλήσης και δη ως προς το αίτημα περι καταβολής αποζημίωσης χρήσης, έκρινε νόμιμη την αγωγή και απέρριψε αυτήν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα, η νικήσασα εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της και για τους αναφερόμενους σ αυτήν λόγους, ισχυριζόμενη, κατ΄αρχήν για το παραδεκτό της, επι λέξει ότι «Εν προκειμένω, η εκκαλούμενη απόφαση, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς μας, έκρινε ότι η από 1/1/2018 μίσθωση υπάγεται στο νομικό καθεστώς της παρ.1 του αρ.13 του ν.4242/2014,έχουσα έκτοτε αναγκαστική τριετή διάρκεια, λήγουσα ως εκ τούτου την 31/12/2020. Ομοίως έκρινε και ότι η από 1/1/2019 άτυπη συμφωνία περι μίσθωσης συνιστά νέα – νεώτερη μίσθωση, ανεξάρτητη από την παλαιότερη από 1/1/2018 μίσθωση, της οποίας ο συμβατικός χρόνος είχε λήξει, λήγουσα αναγκαστικά στις 31/12/2021. Ετσι κρίνοντας το πρωτόδικο δικαστήριο, ωστόσο, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς μας σχετικά με την υπαγωγή της προγενέστερης από 31/10/2013 μισθώσεως στο προηγούμενο νομικό καθεστώς, ήτοι της υποχρεωτικής δωδεκαετούς διάρκειας (λήγουσα έτσι την 31/10/2025) και επομένως ισχύουσα εως και σήμερα και μέχρι της λήξεώς της, προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη σε εμάς. Ειδικότερα, με τις αιτιολογίες και το διατακτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση βλάπτει ανεπανόρθωτα την εταιρεία μας, διότι, όπως εκτίθεται και στο εν τω παρόντι ιστορικό, το συνεργείο μας αποτελεί εξουσιοδοτημένο επισκευαστή αυτοκινήτων των εταιρειών HYUNDAI και ΚΙΑ. Οι μεταξύ μας συμβάσεις με τις ως ανω εταιρείες, ωστόσο, συνήφθησαν υπο τον ουσιώδη όρο της γεωγραφικής θέσης / τόπου του συνεργείου μας, των ειδικών υψηλών προδιαγραφών και των εγκαταστάσεων αυτού, τις οποίες εμείς με μεγάλες δαπάνες διαμορφώσαμε για να πληρούμε τα αυστηρά ποιοτικά κριτήρια που έθεταν και θέτουν  οι ως άνω εταιρείες (HYUNDAI και ΚΙΑ) ως όρο για την συνεργασία μας. Ουσιώδης όρος για την συνεργασία μας μαζί τους (από την οποία η εταιρεία μας αποκομίζει και μόνο τα έσοδα της ) είναι η διατήρηση της μισθωτικής σχέσης και η λειτουργία του εξουσιοδοτημένου συνεργείου μας (για τα αυτοκίνητα HYUNDAI – ΚΙΑ) στο συγκεκριμένο μίσθιο στην οδό …………. στον Πειραιά μέχρι 31/10/2025. Ενδεχόμενη λύση της μισθώσεώς μας πριν από αυτήν την ημερομηνία θα οδηγήσει σε έκπτωση της εταιρείας μας ως εξουσιοδοτημένου επισκευαστή αυτοκινήτων των εταιρειών HYUNDAI και ΚΙΑ γεγονός που θα προκαλέσει την οικονομική καταστροφή μας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι η από 26/11/2013 μίσθωση είχε λήξει την 31/10/2015 και ότι το από 1/1/2019 άτυπη συμφωνία περι μισθώσεως, μεταξύ ημών και των αντιδίκων, συνιστούσε νέα μίσθωση, υπαγόμενη στο νομικό πλαίσιο του ν.4242/2014, εσφαλμένως έκρινε και ερμήνευσε το νόμο, προκαλώντας σε εμάς ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι άμεση συνέπεια των ανωτέρω, δηλαδή της λύσεως της μισθώσεώς μας την 31/12/2021, είναι και η λύση των συμβάσεων μας ως εξουσιοδοτημένου συνεργείου αυτοκινήτων των εταιρειών HYUNDAI και ΚΙΑ οι οποίες λειτουργούν και είναι ενεργείς μόνο στο γεωγραφικό σημείο του μισθίου χώρου με αποτέλεσμα την οικονομική μας κατάρρευση. Ως εκ τούτου, δέον όπως γίνει δεκτή η υπο κρίση έφεσή μας με σκοπό να εξαφανιστούν οι ως ανωτέρω προσβαλλόμενες αιτιολογίες της εκκαλουμένης και αντικατασταθούν με τις ορθές, όπως αναφέρονται στους παρόντες λόγους εφέσεώς μας».

Στην κρινόμενη υπόθεση, ενόψει των προαναφερομένων, η εναγομένη εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, ως διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, δεν έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ασκώντας εναντίον της την ένδικη έφεσή της. Τούτο, διότι η εκκαλούσα δεν βλάπτεται ούτε από το διατακτικό ούτε από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, αφού δεν δημιουργείται από την απόφαση αυτή δεδικασμένο σε βάρος της σε άλλη δίκη, την ύπαρξη του οποίου (δυσμενούς δεδικασμένου) εξάλλου και δεν επικαλείται η εκκαλούσα στο εφετήριο. Οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες είναι ορθές, δεν καταλήγουν σε βλάβη της εκκαλούσας με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, ούτε κρίθηκαν με την απόφαση ζητήματα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, ούτε έλυσε η απόφαση (με παρεμπίπτουσα σκέψη) κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος της εναγομένης ήδη εκκαλούσας.

Με τα δεδομένα αυτά, ελλείπει η αναγκαία ως άνω διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, αφού η εκκαλούσα, ενόψει όλων των ανωτέρω,  δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής και συνακόλουθα η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί  στο σύνολό της ως απαράδεκτη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ΄αριθμ.3328/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία  περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών).

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό ………………/2021 άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  18 Οκτωβρίου 2022.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω

προαγωγής και απο-

χωρήσεως, ο ορισθείς

από τον Πρόεδρο του

Τριμελούς Συμβουλίου

Δ/νσης του Εφετείου

Πειραιώς Ηλίας

Σταυρόπουλος,

Εφέτης

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 18 Οκτωβρίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστού Γεωργίας Λάμπρου, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ