Αριθμός 672/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Στυλιανού Τσολάκου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………. η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ουρανίας Βαλεντή.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο εκκαλών την από 23.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή και β) η εφεσίβλητη την από 27.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2043/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τις αγωγές.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων της πρώτης αγωγής-εναγόμενος της δεύτερης αγωγής και ήδη εκκαλών με την από 6.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο …………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 7η.10.2021, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 του Α.Κ., καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσον ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικώς όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής, χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Επομένως, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους δύο συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Υπό την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό περιστατικό αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως του ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και του εάν υπάρχει υπαιτιότητα μόνον στο πρόσωπο του ενός των συζύγων (Α.-Ν. Κουκούλη, Οι Λόγοι Διαζυγίου [Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου], σελ. 39-40, 149 επόμ., με πλήθος παραπομπών στη νομολογία και στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία). Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο εάν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου σε καμία περίπτωση δεν επεκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας. Συνέπεια των ανωτέρω παραδοχών είναι ότι η απόφαση που απαγγέλει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθ` εαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών τα οποία επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εφ` όσον το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσιδίκως (ΚΠολΔ 322, 324) ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτό, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στην δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συνεκδικάσεως αντιθέτων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί την λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της σχέσης, εάν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ.2 και 556 παρ.2 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης αποφάσεως και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθ’ όσον η έννομη συνέπεια την οποία και ο ίδιος επεδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, αποτέλεσμα στο οποίο και αυτός εμμένει, έχει ήδη επέλθει. Ως εκ τούτου δε, το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι αυτόν του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου. Το γεγονός δε, ότι η απόφαση μπορεί να περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δεχόμενη δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν ασκεί, ενόψει του κατά τα παραπάνω αντικειμένου της δίκης διαζυγίου και του δεδικασμένου της σχετικής απόφασης, καμία δυσμενή επιρροή στα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 1262/2020, 1471/2019, ΑΠ 921/2018, ΑΠ 1568/2018, ΜΕφΔωδ 49/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 613/2020, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο [2η έκδοση-2017], σελ. 328, αρ. 62, του ιδίου, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 1439, αρ. 31). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψη του δε, συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου της έφεσης ως απαράδεκτου. Ως γενική διαδικαστική προϋπόθεση, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει για την άσκηση έφεσης και για κάθε έναν από τους λόγους της (ΑΠ 51/2019, ΕφΑΔ 2019/947, ΑΠ 1310/2018, ΑΠ 1014/2017, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ά. Μαργαρίτη-Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ [2η έκδοση-2018], άρθρο 68 αρ. 13-16 και άρθρο 516 αρ. 22, Κ. Οικονόμου, Η Έφεση [2017], σελ. 91-93, Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ [2η έκδοση-2007], σελ. 356, IV, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ [6η έκδοση-2009], σελ. 143, αρ. 313).
ΙΙ. Στην κρινόμενη περίπτωση, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ασκήθηκαν οι εξής αγωγές: 1) Η από 23-7-2019 και με αριθμό κατάθεσης ……………/ 2019 αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζήτησε να λυθεί ο γάμος του με την εναγομένη, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από λόγους, που αφορούσαν στο πρόσωπο της τελευταίας, και 2] Η από 27-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης ……………/ 2019 αγωγή, με την οποία η εναγομένη της προηγούμενης αγωγής και ενάγουσα σε αυτή, είχε ζητήσει να λυθεί ο μεταξύ των διαδίκων γάμος, επίσης εξ αιτίας ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης, για λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο του εναγομένου (και ενάγοντος της προηγούμενης αγωγής). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού διέταξε την συνεκδίκαση των παραπάνω αγωγών, τις οποίες στη συνέχεια έκρινε νόμιμες, στηριζόμενες στα άρθρα 1438 και 1439 (εδάφ. α` και γ`) του ΑΚ, δέχτηκε αμφότερες τις παραπάνω αγωγές ως ουσιαστικά βάσιμες και, κατόπιν τούτου, απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων τελεσθέντος γάμου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων -εναγόμενος, με την υπο κρίση έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του, δηλαδή να απαγγελθεί η λύση του γάμου του λόγω ισχυρισμού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο της αντιδίκου του, απορριπτόμενης της αγωγής της τελευταίας. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις που προηγούνται, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της (άρθρα 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η μοναδική έννομη συνέπεια που απορρέει από την εκκαλουμένη, είναι η λύση του γάμου, η οποία επιδιώκεται από αμφότερους τους διαδίκους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η απόδοση σε αυτόν του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παράβολου (ΑΠ 200/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 613/2020, ό.π), επειδή στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπήρχε υποχρέωση για κατάθεση παράβολου, αφού επρόκειτο για διαφορά εκ του άρθρου 592 αριθ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με παρόντες τους διαδίκους.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του με αριθμό ……………………/ 2020 παραβόλου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού τετρακοσίων (400,00) ευρώ, σε βάρος του εκκαλούντος.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ