Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 678/2022

Αριθμός     678/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Απόστολο Μπαλμπούζη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α)  η εφεσίβλητη την από 8.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αγωγή και β)  ο εκκαλών την από 14.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2782/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την πρώτη και απέρριψε την δεύτερη από τις ως άνω αγωγές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος της πρώτης αγωγής-ενάγων της δεύτερης αγωγής και ήδη εκκαλών  με την από  10.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ……………/2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος   παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 10.12.2020 (αριθ.καταθ. ………../2020) έφεση του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 2782/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθ. 592 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από την κοινοποίηση της ως άνω απόφασης που περάτωσε τη δίκη, την 12.11.2020 (βλ.την υπ’ αρ. …/12.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λάρισας, ………..), μέχρι την άσκηση της υπό κρίση έφεσης την 11.12.2020, δεν παρήλθε χρονικό διάστημα τριάντα ημερών (Κ.Πολ.Δ 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1). Προκειμένου όμως να κριθεί εάν η υπό κρίση έφεση είναι παραδεκτή πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η συνδρομή άμεσου έννομου συμφέροντος  στο πρόσωπο του εκκαλούντος (άρθ. 68 Κ.Πολ.Δ), ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ, δοθέντος ότι ο εκκαλών παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία έλυσε τον μεταξύ των διαδίκων γάμο, όπως δηλαδή ζητούσε και ο ίδιος με την κρινόμενη αγωγή του.

Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 Α.Κ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να μπορεί να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους ανάμεσα στο αντικειμενικώς πρόσφορο κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί αφόρητη γι’ αυτόν. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιόν από τους δύο συζύγους βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το εάν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο ενός μόνο. Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1438 παρ. 1 Α.Κ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, συνεπάγεται ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 Α.Κ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 Α.Κ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου. Επομένως στην περίπτωση συνεκδικάσεως αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μια από αυτές γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, να ασκήσει αντίστοιχα έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης αποφάσεως και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και ως εκ τούτου το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διαπλάσεως έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι τον αντικειμενικό κλονισμό του γάμου (ΑΠ 50/2013). Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 532 και 577 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (ΑΠ 730/2019, ΑΠ 1205/2019, ΑΠ 921/2018, ΑΠ 599/2015, ΑΠ 1228/2015, ΑΠ 1064/2014, ΑΠ 1570/2014, Εφ.Αθ. 480/2020, Εφ.Πειρ. 483/2020, Εφ.Θεσσαλ. 6/2019, Εφ.Αιγ. 111/2019, Εφ.Θεσσαλ., 354/2019, Εφ.Αθ. 25/2018, Εφ.Αθ. 467/2018, Εφ.Αθ. 217/2018, Εφ.Δωδ. 2/2017, Εφ.Πειρ. 208/2016, Εφ.Θράκης 67/2015, Εφ.Πειρ. 473/2015, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 8/2/2019 (αρ.καταθ. …………/2019) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε, την μεταξύ αυτής και του εναγομένου ήδη εκκαλούντος λύση του υφιστάμενου γάμου της, επικαλούμενη ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεών τους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του συζύγου της, ώστε βάσιμα πλέον η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι’ αυτήν. Επίσης, με την από 14.10.2019 (αριθ.καταθ. …………../2019) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε, τη μεταξύ αυτού και της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, λύση του υφιστάμενου γάμου τους, επικαλούμενος ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεων τους από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της συζύγου του, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι’ αυτόν. Επί των αγωγών αυτών, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού διέταξε τη συνεκδίκαση των παραπάνω αγωγών, τις οποίες στη συνέχεια έκρινε νόμιμες, στηριζόμενες στα άρθρα 1438 και 1439 (εδ.1 και 2) του Α.Κ,  απέρριψε την από 14.10.2019 αγωγή του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος ως ουσιαστικά αβάσιμη, έκανε δεκτή την από 8.2.2019 (αριθ.καταθ…………./2019) αγωγή της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης ως ουσιαστικά βάσιμη και απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων που τελέστηκε στον Πειραιά στις 6.2.2016. Κατά της παραπάνω απόφασης (2782/2020) παραπονείται τώρα ο εκκαλών, με τους διαλαμβανόμενους λόγους της υπό κρίση έφεσης του, που αναφέρονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η από 14.10.2019 αγωγή του, δηλαδή να απαγγελθεί η λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης, απορριπτομένης της αγωγής της αντιδίκου του. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη έφεση είναι απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του ήδη εκκαλούντος για την άσκησή της, καθόσον η έννομη συνέπεια της λύσεως του γάμου των διαδίκων, στην οποία, ως αποκλειστικό  αντικείμενο της δίκης, κατέληξε η εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενη τη μια από τις αντίθετες αγωγές των διαδίκων, οι οποίες έχουν το αυτό αντικείμενο και αίτημα και την ίδια πραγματική θεμελίωση, διέφεραν δε μόνο κατά το στοιχείο της υπαιτιότητας, έχει ήδη επέλθει και ως εκ τούτου δεν συντρέχει στο πρόσωπο του εκκαλούντος η διαδικαστική προϋπόθεση του έννομου συμφέροντος, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως και συνεπάγεται την απόρριψη του υπό κρίση ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου. Οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης ότι τα κλονιστικά γεγονότα συνδέονται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος δεν έχουν καμμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις του, ώστε να δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, αφού από τις αιτιολογίες αυτές δεν δημιουργείται δεδικασμένο, ενώ η μόνο έννομη συνέπεια, η απορρέουσα από αυτή (εκκαλούμενη) είναι η επιδιωκόμενη και από αυτόν λύση του γάμου. Και τούτο διότι στη δίκη διαζυγίου θέμα υπαιτιότητας, που θα μπορούσε να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (για το ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής) δεν τίθεται πλέον. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος για την άσκησή της (άρθρα 68, 73, 516 και 532 Κ.Πολ.Δ). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσεώς τους ως συζύγων (άρθ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ) και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου (βλ. την από 11.12.2020 έκθεση κατάθεσης της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά) στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους την από 10.12.2020 (αριθ.καταθ. …………/2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2782/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας (υπ’ αριθ. ……………../2020 e- παράβολο) στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ