Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 697/2022

Αριθμός     697/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   K.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Τσιώνα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αρετή Κεχαγιαδάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο εφεσίβλητος την από  17.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) αγωγή  και β) η εκκαλούσα με την από  22.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1285/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τις αγωγές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η εναγόμενη της πρώτης αγωγής-ενάγουσα της δεύτερης εξ αυτών και ήδη εκκαλούσα με την από 21.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……………./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 20η.5.2021 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 21.7.2020 (αριθ.καταθ. ………/2020) έφεση της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ. 1285/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθ. 592 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής προθεσμίας δύο (2) ετών από την δημοσίευση της απόφασης – εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη (ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλούμενης 9.4.2019 και ημερομηνία κατάθεσης της έφεσης 23.7.2020, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση της Γραμματέως Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιά, άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Προκειμένου όμως να κριθεί εάν η υπό κρίση έφεση είναι παραδεκτή πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί η συνδρομή άμεσου έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο της εκκαλούσας (άρθρ. 68 Κ.Πολ.Δ) ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 75 Κ.Πολ.Δ, δοθέντος ότι η εκκαλούσα παραπονείται κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία έλυσε τον μεταξύ των διαδίκων γάμο, όπως δηλαδή ζητούσε και η ίδια με την κρινόμενη αγωγή της.

Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να μπορεί να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου, ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί αφόρητη γι’ αυτόν. Αν το κλονιστικά γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιον από τους δύο συζύγους βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το εάν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο ενός μόνο. Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 Α.Κ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, συνεπάγεται ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 Α.Κ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 Α.Κ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου. Επομένως στην περίπτωση συνεκδικάσεως αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου  για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μια από αυτές γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, να ασκήσει αντίστοιχα έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης αποφάσεως και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και ως εκ τούτου το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διαπλάσεως έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι τον αντικειμενικό κλονισμό του γάμου (ΑΠ 50/2013). Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 532 και 577 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η δε έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (ΑΠ 730/2019, ΑΠ 1205/2019, ΑΠ 921/2018, ΑΠ 599/2015, ΑΠ 1228/2015, ΑΠ 1064/2014, ΑΠ 1570/2014, Εφ.Δωδεκ. 49/2021, Εφ.Αθ. 480/2020, Εφ.Πειρ. 483/2020, Εφ.Θεσσαλ. 6.2019, Εφ.Αιγ. 111/2019, Εφ.Θεσσαλ. 354/2019, Εφ.Αθ. 25/2018, Εφ.Αθ. 467/2018, Εφ.Αθ. 217/2018, Εφ.Δωδ. 2/2017, Εφ.Πειρ. 208/2016, Εφ.Θράκης 67/2015, Εφ.Πειρ. 473/2015, δημοσ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22.3.2019 (αριθ.καταθ. …………./2019) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε, την μεταξύ αυτής και του εναγομένου ήδη εφεσιβλήτου την λύση του υφιστάμενου γάμου της, επικαλούμενη ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεών τους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του συζύγου της, ώστε βάσιμα πλέον η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι’ αυτήν. Επίσης, με την από 17.11.2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, τη μεταξύ αυτού και της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, λύση του υφιστάμενου γάμου τους, επικαλούμενος ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεών τους από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο της συζύγου του, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι’ αυτόν. Επί των αγωγών αυτών, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού διέταξε τη συνεκδίκαση των παραπάνω αγωγών, τις οποίες στη συνέχεια έκρινε νόμιμες, στηριζόμενες στα άρθρα 1438 και 1439 (εδ.1 και 2) του ΑΚ, 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, δέχθηκε τις ανωτέρω αγωγές και απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, που τελέστηκε στις 12.11.1988 στον Κορυδαλλό Αττικής. Κατά της παραπάνω απόφασης (2782/2020) παραπονείται τώρα η εκκαλούσα, με τους διαλαμβανόμενους λόγους της υπό κρίση έφεσης που αναφέρονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η από 22.3.2019 αγωγή της, δηλαδή να απαγγελθεί η λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγομένου ήδη εφεσίβλητου, απορριπτομένης της αγωγής του αντιδίκου της. Σύμφωνα όμως, με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη έφεση είναι απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ήδη εκκαλούσας για την άσκησή της, καθόσον η έννομη συνέπεια της λύσεως του γάμου των διαδίκων, στην οποία, ως αποκλειστικά αντικείμενο της δίκης, κατέληξε η εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενη τις αγωγές των διαδίκων είχαν το αυτό αντικείμενο και αίτημα και την ίδια πραγματική θεμελίωση, διέφεραν δε μόνο κατά το στοιχείο της υπαιτιότητας, έχει ήδη επέλθει και ως εκ τούτου δεν συντρέχει στο πρόσωπο της εκκαλούσας η διαδικαστική προϋπόθεση του έννομου συμφέροντος, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως και συνεπάγεται την απόρριψη του υπό κρίση ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου. Οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης ότι τα κλονιστικά γεγονότα συνδέονται με το πρόσωπο αμφοτέρων των διαδίκων, δεν έχουν καμμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις της, ώστε να δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, αφού από τις αιτιολογίες αυτές δεν δημιουργείται δεδικασμένο, ενώ η μόνο έννομη συνέπεια, η απορρέουσα από αυτή (εκκαλούμενη) είναι η επιδιωκόμενη και από αυτήν λύση του γάμου. Και τούτου διότι στη δίκη διαζυγίου θέμα υπαιτιότητας, που θα μπορούσε να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής) δεν τίθεται πλέον. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, με την παραδοχή και των δύο κρινόμενων αγωγών επήλθε, όπως προεκτέθηκε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επιδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους και καθένας από αυτούς (διαδίκους συζύγους) και στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα θεωρείται ότι, νίκησε, και συνεπώς δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει κατ’ άρθρο 516 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ την υπό κρίση έφεση (ΑΠ 1205/2019 ό.π). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας για την άσκησή της (άρθρα 68, 73, 516 και 532 Κ.Πολ.Δ). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσεώς τους ως συζύγων (άρθρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ) και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου, (βλ.την από 23.7.2020 έκθεση κατάθεσης της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά) στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους την από 21.7.2020 (αριθ.καταθ. …………../2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1285/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας (υπ’ αριθ. ……………./2020 e-παράβολο) στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  28 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ