Aριθμός 603/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης Εταιρείας ……………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Βασιλική Φωτοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………………, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………….. λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας.
ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : ……………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Λεωνίδα Στάμου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας ……………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Βασιλική Φωτοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Λεωνίδα Στάμου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Ο ………… κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.8.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 187/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» με την από 25.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο …………/2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 3ης.6.2021, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», κατέθεσε την από 31.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑκ ……………../2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την με αριθμό 79/2020 πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 25.06.2019 (αρ. εκθ. κατ. ……………/2019) έφεση κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21.5.2020, όποτε δεν συζητήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και επαναπροσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13.5.2020, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι: α) η από 25.06.2019 (αρ. εκθ. κατ. …………../2019) έφεση και β) η από 31.5.2021 (αρ. εκ. κατ. ………/2021) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………. >> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………>> οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).
Η υπό κρίση από 25.06.2019 (αρ. εκθ. κατ. ………../2019 του Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με αριθμ.κατάθ. ……../2019 της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς) έφεσης κατά της με αριθμ. 187/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επί της από 31.8.2018 (με γεν. αριθμ. κατάθ. …../2018) ανακοπής, με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα καθ΄ης η ανακοπή (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ) με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2.07.2020, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 21.1.2019, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ), ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό ………………/2019) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος – καθ’ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την υπό κρίση από 31.8.2018 (γεν. Αριθμ. Κατάθ. …………../2018) ανακοπή που άσκησε εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας – υπερ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ………../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό του 71.099,60 ευρώ, και η από 4.7.2018 επιταγής προς πληρωμής που είχε τεθεί κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……………/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων . Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 7/12/2018 αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 187/2019 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή, κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους [άρθρα 591 παρ. 1 στοιχ. α΄, 2, 632 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 και 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του ν. 4335/2015, λόγω της άσκησής της μετά την 2-4-2012 -άρθρο 113 Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 από 2 Απριλίου 2012- (βλ. σχετ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4η έκδ. 2019, σελ. 313 επ.) και πριν την 01-01-2016, 643, 635 επ. ΚΠολΔ] αφού έκρινε την ανακοπή τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) δέχθηκε την ως άνω ανακοπή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν και ακύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……//2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 4.7.2018 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συμψήφισε δε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως η εκκαλούσα ως ηττηθείσα διάδικος, παραπονείται με την ως άνω έφεσή της για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η από 4.7.2018 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΧ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1 – 3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141J, 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)” (ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β’ Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1 – 3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………………..”, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις από 31.5.2021 (αρ. εκ. κατ. …………//2021) και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. την με αριθμό …../01.09.2021 και …../08.09.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………………) άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “……………….”, ειδικής διαδόχου της προαναφερθείσης τραπεζικής εταιρείας, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η τελευταία ως ειδική διάδοχος της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (αρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την αυτήν, η οποία, στο πλαίσιο όμως τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 18.6.2019 συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχουν νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό Πρωτοκόλλου …../18.6.2019 έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “……………..”, ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας και αριθμό μητρώου ……, η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../18.6.2003. Ωστόσο, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση της “……………..”, είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατιθέμενη νομική σκέψη, η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει πρόσθετη αυτοτελή παρέμβαση υπέρ της δικαιοπαρόχου της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας είναι (ως ειδική διάδοχος αυτής) η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία ” ………………….”, ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογίες, η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση αφού ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Ειδικότερα, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του 4354/2015 ιδρύεται μία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, βάσει της οποίας οι ΕΔΑΠΔ νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή των ΕΑΑΔΠ, που μετά την κατ’ άρθρο 3 ν. 4354/2015 κτήση των δανειακών απαιτήσεων με εκχώρηση από την αντίστοιχη (εκχωρήτρια) Τράπεζα καθίστανται ειδικοί διάδοχοι της Τράπεζας. Η ανάθεση της διαχείρισης στην, επιλεγόμενη από την ΕΑΑΔΠ, εταιρεία ΕΔΑΠΔ θα γίνει με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεώς της ΕΔΑΠΔ είναι η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιστοίχως, από την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), χωρίς να απονέμεται σε αυτές όμως η ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομά τους. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 δεν απονέμει στις προαναφερόμενες εταιρίες διαχειρίσεως ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προκειμένου να ασκήσουν τις ένδικες αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Τέλος, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3165/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς όπως προειπώθηκε να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο. Κατ’ ακολουθίαν, των ανωτέρω η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθοεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, ενώ πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ ).
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ’’επιβάλλεται, από το έτος 1976, εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοούμενης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 δημ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ ΝΟΜΟΣ ΕΦ.ΠΕΙΡ. 115/2021, ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής τυγχάνουν ακυρωτέες, διότι η καθ’ ης μετά την, βάσει σχετικού όρου της ενδίκου δανειακής συμβάσεως, προσαύξηση του επιτοκίου της χορηγηθείσης πιστώσεως με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 και τον γενόμενο με βάση και αυτή υπολογισμό των τόκων, προέβη παρανόμως σε ανατοκισμό των ποσών της εισφοράς, διότι κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε τα ποσά αυτής, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφαλαίο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά, ο δε παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γινόταν με την ενσωμάτωσή της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, καθώς το ισχύον νομικό καθεστώς επιβάλλει ανατοκισμό των τόκων και όχι ανατοκισμό εξόδων, εισφορών ή προμηθειών, με αποτέλεσμα, αφενός να μην υφίσταται έγγραφη απόδειξη του ποσού, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και αφετέρου η οφειλή της να καθίσταται μη ορισμένη και μη εκκαθαρισμένη και έτσι να καθίσταται άκυρη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής επιταγή προς πληρωμή. Ο ως άνω λόγος ανακοπής ήταν μη νόμιμος, αφού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αντίθετα ότι, δηλαδή, δεν είναι νόμιμη η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς, η προσαύξηση του επιτοκίου, η κεφαλαιοποίηση και ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975 και έτσι δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμή, έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγους της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς διερεύνηση, πρέπει να απορρίψει την ως άνω ανακοπή ως μη νόμιμη , να επικυρώσει την με αριθμό ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 4.7.2018 επιταγής προς πληρωμής που είχε τεθεί κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 179, 183). Τέλος πρέπει να επιστραφεί και το παράβολο της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από α) 25.06.2019 (αρ. εκθ. κατ. …………./2019) έφεση και β) την από 31.5.2021 (αρ. εκ. κατ. ………….//2021) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………….. >> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία << …………..>>
Απορρίπτει την από 31.5.2021 (αρ. εκ. κατ. ………..2021) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……….. >> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….. >>.
Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 25.06.2019 (αρ. εκθ. κατ. ………./2019) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 187/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους .
Εξαφανίζει την με αρ. 187/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και Δικάζει την από 31.8.2018 (με γεν. αριθμ. κατάθ. …………/2018) ανακοπή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επικυρώνει την με αριθμό …………/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 4.7.2018 επιταγής προς πληρωμής που είχε τεθεί κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Οκτωβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ