ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 614/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) ……… και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αναστασία Γεωργούτσου (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των εφεσίβλητων – εναγόντων: 1) ……. και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αμαλία Σγουροβασιλάκη (ΑΜ …………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 08.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή τους, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 939/2021 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 07.06.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./07.07.2021 και ειδικό …../07.07.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../22.09.2021 και ειδικό …./22.09.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων – εναγόμενων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων – εναγόντων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 939/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 08.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …../2019 αγωγή των εφεσίβλητων – εναγόντων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες – εναγόμενους την 09.06.2021 (βλ. Τις υπ’ αριθ. …/09.06.2021 και ………../09.06.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης ………), η δε κρινόμενη από 07.06.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./07.07.2021 και ειδικό …../07.07.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες στην από 08.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 αγωγή τους, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι εναντίον των νυν εναγόμενων άσκησαν την από 01.06.2009 και με αριθμό κατάθεσης …………/2009 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αντικείμενο τη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από συκοφαντική δυσφήμηση, τελεσθείσα σε βάρος τους σε ραδιοφωνική εκπομπή εκ μέρους των εναγόμενων και τρίτων προσώπων, συνεχομένων με αυτούς, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5040/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή τους, ότι οι αντίδικοί τους άσκησαν την από 31.03.2014 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 429/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη και με την οποία, αφού έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση και εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή τους και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, και επιπλέον αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, σε κάθε ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της ανωτέρω αγωγής, ήτοι από την 28.08.2009 και μέχρι την εξόφληση, ότι για την καταψήφιση της ανωτέρω αναγνωρισθείσας απαίτησής τους, εκδόθηκε, κατόπιν αίτησής τους, η υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου, με την οποία επιδικάσθηκε σε κάθε ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο, αφότου ορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 429/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ότι οι εναγόμενοι οχλήθηκαν να καταβάλουν τις ως άνω οφειλές τους με τους νόμιμους τόκους, πλην όμως αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το διατακτικό των ανωτέρω τίτλων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν, εκτός από την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, την οποία είχαν ήδη εξοφλήσει, ότι κατόπιν τούτων, αφού έλαβαν πρώτα εκτελεστά απόγραφα τόσο της υπ’ αριθ. 429/2016 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, όσο και της υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου, κοινοποίησαν στον πρώτο εναγόμενο την 16.10.2018 και στον δεύτερο εναγόμενο την 12.10.2018 αντίγραφα εξ απογράφων πρώτων εκτελεστών των εν λόγω τίτλων με τις από 18.10.2018 επιταγές προς εκτέλεση και αξίωσαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας των εναγόμενων, σε κάθε ενάγοντα, εκτός από το επιδικασθέν κεφάλαιο, ύψους 30.000,00 ευρώ, και τους επιδικασθέντες τόκους έως την 30.09.2018, ποσού 57.154,66 ευρώ, καθώς και τα αναφερόμενα στις επιταγές έξοδα, ότι αν και η υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου επιδόθηκε στους εναγόμενους και δεύτερη φορά, αυτοί δεν άσκησαν ανακοπή, ότι από την επόμενη της επίδοσης της ανωτέρω αγωγής, ήτοι από την 28.08.2009, αφότου άρχισαν να παράγονται τόκοι, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και, συνεπώς, δικαιούνται να αξιώσουν την έντοκη επιδίκαση των τόκων, οι οποίοι, κατά την ημέρα της επίδοσης της παρούσας αγωγής, ήτοι την 02.05.2019, θα ανέρχονται στο ποσό των 28.890,15 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, ότι ενόψει του ύψους της απαίτησης κάθε ενάγοντος σε βάρος κάθε εναγόμενου, ανερχόμενης στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ για κεφάλαιο, και στο ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων οκτακόσιων ενενήντα ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (28.890,15) για τόκους, της δόλιας ενέργειας εκ μέρους των εναγόμενων, της βαρύτητας της αδικοπραξίας τους και δη των ψευδών διαδοθεισών πληροφοριών, των συνεπειών της πράξης τους, της μη επίδειξης μεταμέλειας εκ μέρους τους, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγόμενων προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός (1) έτους για τις εξ αδικοπραξίας απαιτήσεις του πρώτου ενάγοντος και ενός (1) έτους για τις όμοιες απαιτήσεις της δεύτερης ενάγουσας. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν, κατόπιν νομότυπης τροπής του πρώτου αγωγικού αιτήματος, κατ’ άρθρο 223 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με το δικόγραφο των προτάσεών τους και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς τον χρόνο υπολογισμού των κεφαλαιοποιηθέντων τόκων, βάσει του χρόνου συζήτησης της αγωγής (23.01.2020), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, σε κάθε ενάγοντα το ποσό που αντιστοιχεί στους τόκους συν 3%, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, επί του ποσού των γεγενημένων και μη καταβληθέντων έως την 15.05.2019 τόκων της απαίτησης κάθε ενάγοντος, ύψους είκοσι οκτώ χιλιάδων οκτακόσιων ενενήντα (28.890,00) ευρώ, καθώς και επί του ποσού των γεγενημένων και μη καταβληθέντων έως τον χρόνο εκδίκασης της αγωγής (23.01.2020) τόκων, ύψους δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα (2.240,00) ευρώ, που απορρέουν από την υπ’ αριθ. 429/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και την υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου Κρήτης, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επιπλέον δε ζήτησαν να απαγγελθεί σε βάρος κάθε εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο εκτέλεσης των κατ’ αυτών απαιτήσεων κάθε ενάγοντος για κεφάλαια και τόκους, συνολικού ποσού 58.890,00 ευρώ, ήτοι ένα (1) έτος για τις απαιτήσεις του πρώτου ενάγοντος και ένα (1) έτος για τις απαιτήσεις της δεύτερης ενάγουσας, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 939/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, σε κάθε ενάγοντα τους τόκους επιδικίας 3% επί του ποσού των γεγενημένων έως τη δικάσιμο της 23.01.2020 τόκων της απαίτησης καθενός, ύψους τριάντα μίας χιλιάδων εκατόν τριάντα (31.130,00) ευρώ, από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επιπλέον δε απήγγειλε σε βάρος κάθε εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσο εκτέλεσης των κατ’ αυτών απαιτήσεων κάθε ενάγοντος, και υποχρέωσε τους εναγόμενους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 07.06.2021 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ “Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, πλην άλλων, και η θεμελιακή δικονομική αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με την οποία η ένδικη προστασία παρέχεται μόνο ύστερα από αίτηση των διαδίκων και μόνο κατά την έκταση που αυτή ζητείται. Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μίας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε, παρά ταύτα, προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Έλλειψη αίτησης υπάρχει και όταν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, διότι η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, έχει ως αποτέλεσμα η αγωγή να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, αφού η παραίτηση επιφέρει την κατάργηση της δίκης και την αποξένωση του δικαστηρίου από κάθε εξουσία επ’ αυτής, ενώ αίρονται αναδρομικά οι δικονομικές και οι περισσότερες από τις ουσιαστικές συνέπειες της άσκησής της (ΑΠ 781/2020 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 297 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, “Η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 του ΚΠολΔ γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις”. Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από τον διάδικο ή τον δικαστικό του πληρεξούσιο, για την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξης παραίτησης, δηλαδή ακόμη και η εξώδικη δήλωση, η οποία, κατ’ άρθρο 118 του ΚΠολΔ, επιδίδεται από τον δηλούντα διάδικο στον αντίδικό του (ΑΠ 834/2005 ΝΟΜΟΣ). Με την ανωτέρω διάταξη, ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή (ΟλΑΠ 1187/1981 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 32/2022 ΝΟΜΟΣ). Η παραίτηση αυτή συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας, που ενυπάρχει στην εν λόγω αγωγή και έχει την έννοια παραίτησης από τη δημοσίου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντα έναντι της πολιτείας προς έκδοση απόφασης στη συγκεκριμένη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 781/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 138/2014 ΝΟΜΟΣ). Το δε άρθρο 294 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, προβλέπει ότι “Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγόμενου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης.” Ως συζήτηση νοείται η καθοριζόμενη από το άρθρο 281 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο “Συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της”. Αυτονόητη προϋπόθεση, όμως, έναρξης της συζήτησης, υπό την έννοια και των δύο παραπάνω διατάξεων, αποτελεί η συζήτηση να λαμβάνει χώρα ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου και να είναι αυτή παραδεκτή. Έτσι δεν αποτελεί, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, πρώτη συζήτηση εκείνη που έλαβε χώρα ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 83/2015 ΝΟΜΟΣ) ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, κατά διαδικασία διαφορετική από την προβλεπόμενη κατά τον ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο δεν κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία (εάν είναι εφικτό), ή εκείνη που ήταν απαράδεκτη (ΑΠ 1611/1999 ΝΟΜΟΣ, πρβλ ΟλΑΠ 1235/1982 ΝΟΜΟΣ), όπως διαγιγνώσκεται από το δικαστήριο, που αποφαίνεται με την απόφασή του, μετά όσα έλαβαν χώρα στο ακροατήριο (ακόμη και μετά από προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών των διαδίκων, εξέταση μαρτύρων κλπ), ότι δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να προχωρήσει σε ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, οπότε αυτό είτε παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής δικαστήριο ή και στο ίδιο δικαστήριο, προκειμένου να εκδικασθεί αυτή κατά διαφορετική διαδικασία, είτε κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση για οποιονδήποτε λόγο αναγόμενο στο παραδεκτό της αντιστοίχως. Μετά από την έκδοση απόφασης με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο καταλείπεται επομένως περιθώριο παραδεκτής και ισχυρής παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, κατά τους όρους και διατυπώσεις των άρθρων 294 εδ. α’ και 297 του ΚΠολΔ, πριν ή όταν η διαφορά επανέλθει, με κλήση του ενδιαφερομένου διαδίκου, προς παραδεκτή συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ή κατά την προσήκουσα διαδικασία σύμφωνα με τις ως άνω διακρίσεις, χωρίς να απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις συναίνεση του αντιδίκου του ενάγοντος, αφού αυτή η επακολουθούσα συζήτηση είναι η πρώτη (ΑΠ 337/2021 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής τους που επιδόθηκε στους εναγόμενους την 09.05.2019 και την 08.05.2019, αντίστοιχα (βλ. Τις υπ’ αριθ. …../09.05.2019 και …./08.05.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης …………), παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 297 του ΚΠολΔ, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της προγενέστερης από 14.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …../2018 αγωγής τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία είχαν ασκήσει κατά των νυν εναγόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3697/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση να δικαστεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ. Η παραίτηση αυτή έγινε νομότυπα κατ’ άρθρο 294 εδ. α’ του ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των εναγόμενων, διότι το δικάσαν Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) με την υπ’ αριθ. 3697/2019 απόφασή του δεν προχώρησε στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού με την εν λόγω απόφαση δεν κρίθηκε η διαφορά, αλλά παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι δεν είχε λήξει η ιδρυθείσα με την προγενέστερη από 14.12.2018 αγωγή εκκρεμοδικία, λόγω της ανίσχυρης παραίτησης των εναγόντων από το δικόγραφο αυτής με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (OλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ). Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος (OλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ), αλλά και στην περίπτωση που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος, επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΑΠ 64/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εναγόμενοι επαναφέρουν τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό τους ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική και αντίθετη προς την καλή πίστη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, καθόσον οι ενάγοντες επιχειρούν την ηθική, κοινωνική και οικονομική τους εξόντωση και έχουν επιδοθεί σε μία παντελώς αδικαιολόγητη καταδίωξή τους, αν και γνωρίζουν ότι οι ίδιοι αδυνατούν να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό λόγω της απόλυτης οικονομικής αδυναμίας τους, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι παντελώς ανίκανος για εργασία έχοντας κριθεί ανάπηρος σε ποσοστό 80%, επιπλέον δε ότι οι ίδιοι έχουν συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. 429/2016 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς έχοντας καταβάλει την επιδικασθείσα υπέρ των εναγόντων δικαστική δαπάνη και έχοντας προβεί στη δημοσίευση του υποδειχθέντος από αυτούς επανορθωτικού δημοσιεύματος. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων δεν είναι νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από αυτούς πραγματικά περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού η περιγραφόμενη στάση των εναγόντων δεν συνιστά αδράνεια εκ μέρους τους, και μάλιστα μακροχρόνια, ούτε υποδηλώνει διάθεση αυτών μη περαιτέρω διεκδίκησης των επιδικασθέντων υπέρ τους ποσών, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στους εναγόμενους της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις ένδικες αξιώσεις τους, ούτε οδηγεί στη διαμόρφωση πραγματικής κατάστασης που να καθιστά αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη τη μεταβολή της συμπεριφοράς των εναγόντων. Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στους εναγόμενους τυχόν ευδοκίμηση της κρινόμενης αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό των εναγόμενων και ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 του ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 του ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Κατά το άρθρο 253 του ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερημερίας (οφειλόμενοι από της οχλήσεως κατ’ άρθρα 340, 345 του ΑΚ), η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει. Κατά δε το άρθρο 268 του ΑΚ κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπάγεται σε συντομότερη παραγραφή. Αξιώσεις, όμως, παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη παραγραφή. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση του καθιερωμένου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των δια τελεσίδικης αποφάσεως βεβαιωθεισών αξιώσεων, οσάκις πρόκειται περί περιοδικής παροχής, όπως είναι και η περί τόκων παρόμοια, εφόσον κατά την τελεσιδικία της απόφασης, που τη βεβαιώνει, δεν είναι απαιτητή, ως καθιστάμενη μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμη, η περί αυτής αξίωση, κατ’ εξαίρεση του καθιερωμένου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 του ΑΚ κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των με τελεσίδικη απόφαση βεβαιωθεισών απαιτήσεων, υπόκειται στην από το άρθρο 250 αριθ. 15 του ΑΚ προβλεπόμενη βραχυπρόθεσμη παραγραφή, η οποία αρχίζει (άρθρο 253 του ΑΚ) μόλις λήξει το έτος εντός του οποίου έγινε απαιτητή. Για να έχει εφαρμογή το πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 του ΑΚ απαιτείται η δια τελεσιδίκου αποφάσεως βεβαίωση ειδικώς της από τόκους αξιώσεως, μη αρκούσης της βεβαίωσης μόνο από το κεφάλαιο αυτής (ΑΠ 535/2015 ΧρΙΔ 2015. 601, ΑΠ 623/2011 ΝοΒ 2012. 50, ΑΠ 592/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1355/1998 ΕλλΔνη 1999. 287). Προκειμένου δε περί ένστασης παραγραφής περιοδικών παροχών που αναφέρονται σε επιδικασθέντες τόκους υπερημερίας, πρέπει να εκτίθεται προς θεμελίωσή της, εκτός από το χρόνο γέννησης της αξίωσης και το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής, και το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής ανά έτος, εφόσον οι τόκοι που συνιστούν την περιοδική παροχή δεν εξάγονται για όλη τη μελλοντική περίοδο βάσει σταθερού κεφαλαίου, διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη (ΑΠ 623/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εναγόμενοι επαναφέρουν τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό τους περί παραγραφής των τόκων που γεννήθηκαν σε χρόνο μεγαλύτερο της πενταετίας από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής την 09.01.2019, ήτοι όλων των τόκων που γεννήθηκαν από την 28.08.2009 έως και την 31.12.2013, οι οποίοι έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή κατ’ άρθρο 250 του ΑΚ. Η προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής είναι αόριστη, καθόσον το αιτούμενο με την αγωγή ποσό αναφέρεται σε τόκους επί των καθυστερούμενων τόκων με ετήσιο ανατοκισμό αυτών, σε τρόπο ώστε για την πληρότητα της ένστασης αυτής, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η εξαγωγή των τόκων που έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, έπρεπε να εκτίθενται από τους εναγόμενους α) ο χρόνος γέννησης κάθε περιοδικής παροχής, αφού όλες δεν γεννήθηκαν το έτος 2009, αλλά κάθε μια απ’ αυτές κατά τα επόμενα έτη και μέχρι το έτος 2013, β) το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής ανά έτος, αφού στο ποσό των τόκων κάθε έτους υπολογίζονται και τόκοι τόκων για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα και γ) ο χρόνος έναρξης της παραγραφής κάθε επί μέρους παροχής, ώστε να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό των εναγόμενων, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), και ως εκ τούτου ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση “μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες”. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και κατά το οποίο: “Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση”. Η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικές παράβασης. Εξάλλου, η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 1/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 29/2020 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το μεν άρθρο 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, το δε άρθρο 11 του ως άνω Συμφώνου εισάγει διακωλυτικό κανόνα που αποκλείει γενικότερα την απαγγελία προσωπικής κράτησης για υποχρεώσεις από σύμβαση, επομένως και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη πληρωμή οφείλεται αποκλειστικά σε αντίστοιχη οικονομική αδυναμία, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρείται ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για απαιτήσεις από αδικοπραξία. Επανάληψη της ρύθμισης του άρθρου 11 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αποτελεί η διάταξη του άρθρου 1 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 04.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει, ως εξαίρεση και πάλι από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κράτησης, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του, ενώ η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέτρο για την είσπραξη γενικώς απαιτήσεων προβλέπεται και από την ίδια την ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, με το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β’ της οποίας ορίζεται σχετικά ότι επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν το πρόσωπο υποβλήθηκε σε κανονική σύλληψη και κράτηση “εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζομένης υπό του νόμου”. Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ’ αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 495/2010 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), πυρήνας της οποίας είναι η απαραβίαστη κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος προσωπική ελευθερία, όμως, όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό. Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση, η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης, σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει. Έτσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης, όταν εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΟλΑΠ 23/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω επί αδικοπραξίας για τη θεμελίωση του εν λόγω αιτήματος αρκεί η επίκληση στην αγωγή και η απόδειξη της σχετικής απαίτησης και δεν απαιτείται η επίκληση και άλλων στοιχείων, όπως για παράδειγμα η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Μόνο ως ουσιαστικά κριτήρια απαγγελίας της προσωπικής κράτησης, από τα οποία συναρτάται και η χρονική της διάρκεια εντός των ορίων του άρθρου 1047, μπορούν να χρησιμεύουν (ενδεικτικά) το είδος και η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, το μέγεθος της ζημίας του παθόντος, η ένταση της ηθικής του βλάβης ή της ψυχικής του οδύνης, η καλή ή κακή πίστη υπόχρεου, η αφερεγγυότητα του, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, η συμπεριφορά του οφειλέτη σε σχέση με την ικανοποίηση του δανειστή, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και κάθε άλλο συναφές στοιχείο. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Το Δικαστήριο, πάντως, οφείλει να ερευνά μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τον προσδιορισμό της χρονικής διάρκειας της προσωπικής κράτησης, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιημένου μέτρου και του επιδιωκομένου σκοπού, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος υιοθετείται δε σταθερά και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τον προσδιορισμό της εν λόγω χρονικής διάρκειας της προσωπικής κράτησης, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα προαναφερόμενα στοιχεία, το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, το πταίσμα του εναγόμενου και την φερεγγυότητα αυτού (ΑΠ 271/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 277/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 108/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4607/2021 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο ή για απαίτηση μικρότερη από 30.000 ευρώ. Η ρύθμιση αυτή εισήχθη με το άρθρο 62 του Ν. 3994/2011, και, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 12 του άρθρου 72 αυτού, εφαρμόζεται και στις αγωγές που εκκρεμούσαν κατά τη δημοσίευση του, η οποία έλαβε χώρα στο ΦΕΚ A’ 165 την 25.07.2011. Σημειώνεται δε ότι το όριο χρηματικής απαίτησης ύψους 30.000 ευρώ για την προσωπική κράτηση, ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, ίσχυε και πριν την ψήφιση του ως άνω νόμου, εισαχθέν με την Υ.Α. 12082/2009 (ΦΕΚ Β’ 318/20.02.2009), με εφαρμογή στα εισαγωγικά δικόγραφα που κατατέθηκαν μετά την 20.02.2009. Ακόμα, γίνεται δεκτό ότι για τον προσδιορισμό της απαίτησης για την οποία επιτρέπεται προσωπική κράτηση δεν συνυπολογίζονται οι τόκοι (ΕφΑθ 13889/1987 ΕλλΔνη 1990. 373). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εναγόμενοι επαναφέρουν τους υποβληθέντες και πρωτοδίκως ισχυρισμούς τους περί αοριστίας και νομικής αβασιμότητας του αγωγικού αιτήματος να απαγγελθεί σε βάρος κάθε εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο εκτέλεσης των κατ’ αυτών απαιτήσεων εξ αδικοπραξίας κάθε ενάγοντος για κεφάλαια και τόκους, συνολικού ποσού 58.890,00 ευρώ, ήτοι ένα (1) έτος για τις απαιτήσεις του πρώτου ενάγοντος και ένα (1) έτος για τις απαιτήσεις της δεύτερης ενάγουσας, επικαλούμενοι ότι η κρινόμενη αγωγή πάσχει αοριστίας, αφού δεν εκτίθεται στο δικόγραφό της η απόκρυψη των περιουσιακών στοιχείων των εναγόμενων, η αφερεγγυότητα αυτών και η κακή τους πίστη ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης των εναγόντων, επιπλέον δε ότι είναι και νόμω αβάσιμη, αφού το επιδικασθέν σε κάθε ενάγοντα ποσό δυνάμει της υπ’ αριθ. 429/2016 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και της υπ’ αριθ. …../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου Κρήτης δεν υπερβαίνει το όριο των 30.000,00 ευρώ μέχρι του οποίου δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων περί αοριστίας του αγωγικού αιτήματος προσωποκράτησης κρίνεται αβάσιμος, αφού στην κρινόμενη περίπτωση απαιτήσεων εξ αδικοπραξίας για τη θεμελίωση του εν λόγω αιτήματος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αρκούσε η επίκληση στην αγωγή των σχετικών απαιτήσεων, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και άλλων στοιχείων, όπως για παράδειγμα η αφερεγγυότητα των εναγόμενων, ενώ στοιχεία όπως το είδος και η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, το μέγεθος της ζημίας των εναγόντων – παθόντων, η ένταση της ηθικής τους βλάβης, η καλή ή κακή πίστη των εναγόμενων – υπόχρεων, η αφερεγγυότητα αυτών, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, η συμπεριφορά των εναγόμενων – οφειλετών σε σχέση με την ικανοποίηση των εναγόντων – δανειστών και η τυχόν συνυπαιτιότητα των τελευταίων, μπορούν να χρησιμεύουν μόνο ως ουσιαστικά κριτήρια απαγγελίας της προσωπικής κράτησης, από τα οποία συναρτάται και η χρονική της διάρκεια εντός των ορίων του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ. Ομοίως κρίνεται αβάσιμος και ο έτερος ισχυρισμός των εναγόμενων περί νομικής αβασιμότητας του αγωγικού αιτήματος προσωποκράτησης, καθόσον, όπως εκτίθεται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 του ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 62 του Ν. 3994/2011 κατά τρόπο ώστε να μην επιτρέπεται προσωπική κράτηση για απαίτηση δικαστικών εξόδων και για απαίτηση μικρότερη από 30.000,00 ευρώ, η ισχύς δε της συγκεκριμένης τροποποίησης εκκίνησε, σύμφωνα με τα άρθρα 77 και 72 παρ. 12 του ως άνω νόμου από την ημέρα δημοσίευσης του στο ΦΕΚ Α’ 165/25.07.2011, ήτοι από την 25.07.2011, με εφαρμογή και στις εκκρεμείς κατά τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία αγωγές, και παραμένει αμετάβλητη μέχρι και τον παρόντα χρόνο, και ως εκ τούτου στην ένδικη περίπτωση είναι κατά νόμο επιτρεπτή η προσωπική κράτηση, καθώς επιτρέπεται για ποσό ίσο ή ανώτερο των 30.000,00 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι για τον προσδιορισμό της απαίτησης για την οποία επιτρέπεται η προσωπική κράτηση, δεν προσμετρώνται οι τόκοι που επιδικάστηκαν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ούτε τα δικαστικά έξοδα, κατά πάγια πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 1047 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επιπλέον, με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εναγόμενοι επαναφέρουν τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό τους περί ουσιαστικής αβασιμότητας του αγωγικού αιτήματος προσωποκράτησης επικαλούμενοι ότι το εν λόγω αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστικό, καθόσον η απαγγελία της προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγόμενων δεν είναι επιτρεπτή, διότι αφενός δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη των απαιτήσεων των εναγόντων, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των εναγόμενων, αφετέρου υπάρχει η δυνατότητα ικανοποίησης των απαιτήσεων των εναγόντων μέσω άλλων περιουσιακών στοιχείων, και συγκεκριμένα μέσω της ακίνητης περιουσίας του δεύτερου των εναγόμενων, σε βάρος της οποίας οι ενάγοντες έχουν ήδη εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …./13.11.2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης ………… της μάρτυρος ………….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόμενων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …./08.11.2019 και …/08.11.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκε ότι συντρέχει περίπτωση απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγόμενων, που ενέχονται από αδικοπραξία, για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων. Λαμβάνοντας δε υπόψη την βαρύτητα της άδικης πράξης των εναγόμενων, το πταίσμα αυτών, την αφερεγγυότητά τους, τη μη ύπαρξη εμφανών περιουσιακών στοιχείων του πρώτου των εναγόμενων, σε συνδυασμό και με το ύψος των επίδικων απαιτήσεων και την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τελεσίδικη επιδίκασή τους, αλλά και τις συνέπειες που θα έχει για τους ενάγοντες η μη πληρωμή των απαιτήσεών τους, κρίνει ότι η διάρκεια της προσωπικής κράτησης πρέπει να ορισθεί σε τρείς (3) μήνες, σε βάρος κάθε εναγόμενου για την απαίτηση κάθε ενάγοντος. Αναφορικά δε με τον ανωτέρω ισχυρισμό των εναγόμενων περί οικονομικής αδυναμίας τους, που καθιστά απολύτως απρόσφορη την σε βάρος τους επιβολή προσωπικής κράτησης ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των απαιτήσεων των εναγόντων, οι οποίες, κατά τους ίδιους, δύνανται ευχερώς να ικανοποιηθούν από την ακίνητη περιουσία του δεύτερου των εναγόμενων, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη οικονομική αδυναμία του πρώτου των εναγόμενων, αφού από την προσκομιζόμενη από 17.05.2018 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΕΦΚΑ προέκυψε μόνο το πρόβλημα υγείας που αυτός αντιμετωπίζει (βαριά δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας επί εδάφους στεφανιαίας νόσου), εξαιτίας του οποίου κρίθηκε ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε 80%, από την 01.06.2018 έως την 31.05.2021, ενώ δεν προσκομίζονται στοιχεία της εν γένει περιουσιακής κατάστασης αυτού, ώστε να δύναται κριθεί εάν πράγματι βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους οικονομικής αδυναμίας να καταβάλει τις επίδικες απαιτήσεις, στερούμενος εισοδημάτων από οποιαδήποτε αιτία, αλλά και ακίνητης περιουσίας. Ομοίως δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη οικονομική αδυναμία του δεύτερου των εναγόμενων, αφού από την προσκομιζόμενη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2020 προέκυψε ότι αυτός δήλωσε ετήσιο εισόδημα από εκμίσθωση κατοικιών ύψους 10.115,00 ευρώ, ενώ ο ίδιος κατέβαλε το ετήσιο ποσό των 33.000,00 ευρώ για την αγορά επιχειρήσεων, εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικά, και για ασφαλιστικά επενδυτικά συμβόλαια, και ως εκ τούτου δεν προέκυψε ότι αυτός βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους οικονομικής αδυναμίας να καταβάλει τις επίδικες απαιτήσεις. Άλλωστε, ούτε η εξετασθείσα ενόρκως μάρτυρας για λογαριασμό του δεύτερου των εναγόμενων στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ……./13.11.2019 ένορκη βεβαίωσή της κατέθεσε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά οικονομικής αδυναμίας αυτού, αλλά αρκέστηκε σε γενικόλογες αναφορές περί οικογενειακού εισοδήματος που επαρκεί μόνο για την κάλυψη των καθημερινών του αναγκών και των εξόδων των τέκνων του. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι υφίσταται δυνατότητα ικανοποίησης των απαιτήσεων των εναγόντων μέσω της ακίνητης περιουσίας του δεύτερου των εναγόμενων, αφού από την προσκομιζόμενη από 29.06.2018 περίληψη εγγραφής υποθήκης υπέρ του πρώτου ενάγοντος κατά του δεύτερου των εναγόμενων, ουδόλως προέκυψε η αξία του βεβαρυμένου με υποθήκη ακινήτου που ανήκει στον τελευταίο κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ούτε η τυχόν ύπαρξη άλλων εμπράγματων βαρών, ώστε να δύναται να κριθεί εάν αυτό επαρκεί για την ικανοποίηση των ενδίκων απαιτήσεων των εναγόντων. Περαιτέρω, η αναγκαιότητα της επιβολής του μέτρου της προσωπικής κράτησης των εναγόμενων τελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, έτσι ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια των εναγόντων να μην υπολείπεται της επερχόμενης από την προσωπική κράτηση βλάβης των εναγόμενων, και είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση των ενδίκων απαιτήσεων των εναγόντων, που συμβάλλει στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα και η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθόσον προκαλεί τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στους εναγόμενους. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ορθώς μεν απήγγειλε προσωπική κράτηση κατά των εναγόμενων, εσφαλμένως, ωστόσο, όρισε μεγαλύτερη διάρκεια αυτής (έξι (6) μηνών σε βάρος κάθε εναγόμενου για την απαίτηση κάθε ενάγοντος), και ως εκ τούτου εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιό της αυτό, που αναφέρεται στη διάρκεια της προσωπικής κράτησης, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στη διάρκεια της προσωπικής κράτησης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών, σε βάρος κάθε εναγόμενου για την απαίτηση κάθε ενάγοντος, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Εξάλλου, αφού η ένδικη έφεση έγινε δεκτή ως προς την απαγγελία προσωπικής κράτησης και εξαφανίσθηκε, έστω εν μέρει, η εκκαλουμένη απόφαση, υπήρξε μερική νίκη των εκκαλούντων – εναγόμενων, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 532/2016 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4607/2021 ΝΟΜΟΣ), και πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες – εναγόμενους. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων – εναγόντων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρα 178 και 183 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 εδ. α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 και 166 του Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, δεδομένου ότι η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης της εκκαλουμένης, δεν εξαφανίζεται ως προς τους εκκαλούντες – εναγόμενους, αφού στην περίπτωση που η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης αφορά μόνο παρεπόμενα αιτήματα, όπως αυτό της απαγγελίας προσωπικής κράτησης, η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη συνέχεται αναγκαίως με το γενόμενο δεκτό κύριο αίτημα της αγωγής, ως προς το οποίο, όμως, η εκκαλουμένη δεν εξαφανίζεται (βλ. ΕφΠειρ 333/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 713/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 113/2005 ΕΕμπΔ2006. 439, με σημ. Λ. Κοτσίρη).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 07.06.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 939/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 939/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στη διάρκεια της προσωπικής κράτησης.
Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσίαν την υπόθεση, μόνο κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στη διάρκεια της προσωπικής κράτησης.
Δέχεται εν μέρει την από 08.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …../2019 αγωγή ως προς το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης.
Απαγγέλει προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών, σε βάρος κάθε εναγόμενου για την απαίτηση κάθε ενάγοντος, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες – εναγόμενους του παραβόλου της έφεσης υπ’ αριθ. ……/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων – εναγόντων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 12.10.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ