ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 615/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας : …………η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Κωνσταντίνα Λεκκάκου.
Της καθ’ ης η αίτηση : Της ανώνυμης εταιρείας ……….., ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της εταιρείας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ελευθέριο Κούμα.
Ενώπιον του Εφετείου ασκήθηκε από την αιτούσα κατά της καθ’ ης η από 1.10.2022 και με αριθ. κατ. ………../2022 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 937 παρ. 1β ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 120 του Ν.4842/2021. Για τη συζήτηση δε αυτής, ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στα γραπτά σημειώματα που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί να ανασταλεί η σε βάρος της διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και δη του πλειστηριασμού ακινήτου της, που επισπεύδει η καθ’ ης, στηριζόμενη σε διαταγή πληρωμής, επειδή εναντίον της απορριπτικής της ανακοπής της κατά της εκτέλεσης απόφασης άσκησε έφεση, που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η ευδοκίμηση της οποίας πιθανολογείται, ενώ η συνεχιζόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 686επ (άρθρ. 937 παρ. 1β ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 120 του Ν.4842/2021, αφού η από 19.5.2021 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε την 25.5.2021, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι την 1.1.2022) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από όλα τα έγγραφα που μετ’ επικλήσεως προσκόμισαν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ……………./2022 ανακοπή της κατά της καθ’ ης, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της υπ’ αριθμόν …../9.3.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας, …………. Εκδόθηκε η με αρ. 2621/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ανακοπή. Εναντίον αυτής της απόφασης άσκησε παραδεκτά και νόμιμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) την από 1.10.2022 και με αρ. κατ. …………/2022 έφεση, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί την 2.11.2023. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με βάση την υπ’ αρ. ……/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την είσπραξη απαίτησης από στεγαστικό δάνειο που χορήγησε η «…………….» στην αιτούσα, την οποία (απαίτηση) η τράπεζα πώλησε και εκχώρησε με την από 18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσα με αρ. πρωτ. ….. στις 18.6.2019, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στο τόμο …. με α.α …., σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, στην εταιρεία «……………», η οποία, σύμφωνα με την από 18.6.2019 σύμβαση διαχείρισης, επίσης νομίμως δημοσιευθείσα με αρ. πρωτ. 151 στις 18.6.2019, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο 10 με α.α 185, ανέθεσε τη διαχείριση και είσπραξή της στην καθ’ ης εταιρεία (πρώην …………..). Με την ανακοπή της, η αιτούσα ζήτησε την ακύρωση της προαναφερόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, επειδή α) παρά το νόμο ορίστηκε ο πλειστηριασμός στις 19.10.2022, ήτοι νωρίτερα από επτά μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης (9.3.2022), χωρίς να υπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, κατά τον οποίο δεν επιτρέπεται η διενέργεια πλειστηριασμών, β) η καθ’ ης δεν της κοινοποίησε, ούτε και κατέθεσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης, μεταβίβασης και διαχείρισης της επίδικης απαίτησης, βάσει των οποίων αυτή νομιμοποιείται ως τρίτη μη δικαιούχος διάδικος να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξή της, παρά μόνο τα έντυπα γνωστοποίησης και καταχώρισης των συμβάσεων εκχώρησης και διαχείρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, που δεν περιείχαν τους ουσιώδεις όρους, γ) η καθ’ ης δεν νομιμοποιείται ενεργητικά γιατί η εταιρεία «……………..», που με σύμβαση της ανάθεσε τη διαχείριση της απαίτησης, ουδέποτε απέκτησε αυτήν, γιατί ουδέποτε δημοσιεύθηκε στο αρμόδιο ενεχυροφυλακείο η σύμβαση πώλησης της εν λόγω απαίτησης, όπως απαιτείται κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, παρά μόνο (δημοσιεύθηκε) η σύμβαση εκχώρησης της εν λόγω απαίτησης, η οποία είναι εικονική, δ) η επιβολή της κατάσχεσης κρίνεται ως καταχρηστική, γιατί η καθ’ ης με την προηγηθείσα συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της, εύλογα της δημιούργησε την πεποίθηση ότι θα υπάρξει συμβιβαστική ρύθμιση της οφειλής, επειδή η αιτούσα από τον Απρίλιο του 2021 ζήτησε από εκπροσώπους της καθ’ ης να ρυθμιστεί η οφειλή της, χωρίς όμως αποτέλεσμα, ενώ την 1.3.2022 απέστειλε έγγραφη πρόταση ρύθμισης προς την καθ’ ης, χωρίς όμως ανταπόκριση, ε) η επιταχθείσα απαίτηση για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση και επισπεύδεται ο πλειστηριασμός περιέχει και τόκους από εξάμηνο ανατοκισμό μετά την μεταβίβαση της απαίτησης προς την καθ’ ης και έξοδα, χωρίς να της έχει μεταβιβαστεί το σχετικό δικαίωμα ανατοκισμού και είσπραξης των εξόδων και χωρίς αυτοί (οι τόκοι) να αναλύονται κατά χρονικές περιόδους. Με το δικόγραφο της έφεσης για πρώτη φορά προτείνεται και άλλος λόγος ανακοπής, που δεν προτάθηκε με το δικόγραφο της ανακοπής και συγκεκριμένα ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης ανάμεσα στη δικαιούχο και την καθ’ ης δεν διέπεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 αλλά από το Ν. 3156/2003 και, επομένως, δεν νομιμοποιείται η καθ’ ης, ως μη δικαιούχος διάδικος, να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση. Οι λόγοι αυτοί ανακοπής πιθανολογούνται ως αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, όσον αφορά τον υπό στ. α’ λόγο, τον σχετικό με την ημερομηνία του πλειστηριασμού, αυτός καλώς ορίστηκε στις 19.10.2022, ήτοι μετά από 7 μήνες και 10 ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης (9.3.2022), συνυπολογιζομένου νομίμως και του μήνα Αυγούστου, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 ΚΠολΔ, αυτός δεν συνυπολογίζεται μόνο όταν η προθεσμία των επτά ή οκτώ μηνών συμπληρώνεται το μήνα Αύγουστο και σε καμία άλλη περίπτωση. Σε σχέση με τον υπό στ. β’ λόγο, τον σχετικό με την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης στη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η επικαλούμενη από την αιτούσα υποχρέωση της καθ’ ης, κατά τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, περί συγκοινοποίησης σ’ αυτήν μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση και ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων πώλησης, μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης της επίδικης τραπεζικής απαίτησης, σύμφωνα με τους ν. 3156/2003 και 4354/2015 και όχι μόνο περιλήψεων αυτών με τα ουσιώδη στοιχεία και τις διατάξεις τους, όπως έκανε, δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου. Και τούτο γιατί τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης και της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης είναι η ταυτότητα της μεταβιβασθείσας και ανατεθείσας προς διαχείριση στην καθ’ ης οφειλής, το ύψος αυτής, το στάδιο μη εξυπηρέτησής της και η ιδιότητα της καθ’ ης ως αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αυτά δε τα στοιχεία προκύπτουν από τις συγκοινοποιηθείσες περιλήψεις (καταχωρήσεις στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης μετά του παραρτήματος και τα ΦΕΚ αδειοδότησης της καθ’ ης (880/16.3.2017), είναι δε αρκετές και ανταποκρίνονται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν ειδικότερα στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων εταιρειών και είναι αδιάφορα για τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ ης (πρβλ. ΑΠ 345/2006, ΕφΘεσ 177/2022, ΕφΑθ 291/2022 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, βλ. ΕφΑθ 832/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Σχετικά με τον υπό στ. γ’ λόγο, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 6 του ν. 3156/2003, η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ., η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του Α.Κ., ενώ κατά την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, μόνο η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται (δημοσιεύεται) σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000. Επομένως είναι δυνατόν η σύμβαση πώλησης και η σύμβαση μεταβίβασης (εκχώρηση) της απαίτησης να είναι δύο χωριστές συμβάσεις, η πρώτη να αποτελεί την αιτία της δεύτερης, ενώ υποχρέωση καταχώρισης στο αρμόδιο ενεχυροφυλακείο υπάρχει μόνο για τη δεύτερη (τη σύμβαση μεταβίβασης – εκχώρησης), που όπως συνομολογείται από την αιτούσα και προκύπτει από τα έγγραφα έχει πράγματι καταχωρηθεί και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εικονικότητα αυτής. Αυτή η καταχώριση είναι αρκετή κατά νόμο (αφού πρόκειται περί της σύμβασης τιτλοποίησης απαιτήσεως, αρ. 10 του ν. 3156/2003) για τη ολοκλήρωση της μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης. Η σύμβαση πώλησης έχει ενδιαφέρον μόνο για τις συμβληθείσες σ’ αυτήν εταιρείες, γιατί με αυτήν καθορίζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών στη μεταξύ τους σχέση χωρίς να επηρεάζει τη συμμετοχή της καθ’ ης στη διαδικασία της εκτέλεσης. Η ιδιότητα της καθ’ ης ως αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, που συνομολογείται από την αιτούσα και προκύπτει από τα έγγραφα, καθώς και η ανάθεση της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης με καταχωρημένη σύμβαση του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, που επίσης συνομολογείται και αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα, αρκούν για να νομιμοποιείται η καθ’ ης, ως εκ τρίτου μη δικαιούχος διάδικος, να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της απαίτησης που διαχειρίζεται για λογαριασμό της δικαιούχου εταιρείας. Και τούτο, γιατί έτσι ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, η οποία, κατά την ορθότερη κατά την κρίση του Δικαστηρίου άποψη, καταλαμβάνει και προγενέστερες συμβάσεις διαχείρισης που έχουν καταρτιστεί δυνάμει του ν. 3156/2003 και παρέχει το σχετικό δικαίωμα συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης στις συμβληθείσες αδειοδοτημένες εταιρείες διαχείρισης, εφόσον δεν υπάρχει σχετική απαγορευτική διάταξη στο νόμο (βλ. ΑΠ 1102/2022 και αντίθετη ΑΠ 822/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Σε σχέση με τον υπό στ. δ’ λόγο η επιβολή της κατάσχεσης δεν κρίνεται ως καταχρηστική, γιατί με την προηγηθείσα της κατάσχεσης συμπεριφορά της καθ’ ης, ουδόλως μπορούσε εύλογα να δημιουργηθεί στην αιτούσα η πεποίθηση ότι θα υπάρξει συμβιβαστική ρύθμιση της οφειλής, αφού οι όποιες αιτήσεις της για ρύθμιση της οφειλής δεν έτυχαν καμιάς αποδοχής από τους νόμιμους εκπροσώπους της καθ’ ης και, επομένως, ήταν αναμενόμενη η επιβολή κατάσχεσης και όχι το αντίθετο. Σε σχέση με το υπό στ. ε’ λόγο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 13 του ν. 3156/2003, με την μεταβιβαζόμενη απαίτηση μεταβιβάζονται εκ του νόμου και τόκοι και έξοδα αυτής, η δε απαίτηση εξακολουθεί να έχει το χαρακτήρα της τραπεζικής πίστωσης, να απολαμβάνει τα προνόμια αυτής και να διέπεται από τους κανόνες που διέπουν αυτήν, όπως το δικαίωμα του εξαμηνιαίου ανατοκισμού, που συνεχίζει και μετά την μεταβίβασή – εκχώρησή της στην καθ’ ης. Άλλωστε δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται οι τόκοι κατά χρονική περίοδο, αφού αυτοί προκύπτουν με απλό αριθμητικό υπολογισμό βάσει του συμβατικού επιτοκίου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και να υφίσταται μερική ακυρότητα της επιταγής, ως προς ορισμένα από τα κονδύλια που επιτάχθηκε να καταβάλει η αιτούσα εκουσίως, αυτή δεν επιφέρει και ακυρότητα της κατάσχεσης που επιβλήθηκε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που δεν πλήττονται από την ακυρότητα της επιταγής (βλ. ΑΠ 2089/2013, ΑΠ 675/2001 δημ ΝΟΜΟΣ). Σε σχέση με το λόγο ανακοπής που προτείνεται το πρώτο με την έφεση, ότι δηλαδή η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης ανάμεσα στη δικαιούχο και την καθ’ ης δεν διέπεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 αλλά από το Ν. 3156/2003 και, επομένως, δεν δικαιούται η καθ’ ης, ως μη δικαιούχος διάδικος, να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, αυτός, ανεξάρτητα από το ότι, σύμφωνα με την ορθότερη κατά την κρίση του Δικαστηρίου άποψη, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 τυγχάνει εφαρμογής και σε προγενέστερες συμβάσεις διαχείρισης απαιτήσεων βάσει του Ν. 3156/2003 από νομίμως αδειοδοτημένες εταιρείες, όπως η καθ’ ης, ως εκτέθηκε ανωτέρω, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτο με το δικόγραφο της έφεσης και ως τέτοιος τυγχάνει απορριπτέος. Λόγοι ανακοπής της εκτέλεσης, όπως αυτός που αφορά την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση, προτείνονται (και δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, γιατί δεν αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης της ανακοπής) μόνο με το δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 933 και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής και όχι με το δικόγραφο των προτάσεων, της έφεσης ή των προσθέτων λόγων αυτής (βλ. ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1094/2020, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 2193/2009, ΑΠ 1898/2008 δημ ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα η υπό κρίση ανακοπή της αιτούσας έπρεπε να απορριφθεί και τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτήν με την έφεσή της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, εφόσον δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης πρέπει και η υπό κρίση ασκηθείσα ενόψει αυτής αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του πλειστηριασμού ακινήτου που πρόκειται να λάβει χώρα στις 19.10.2022, να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης σε βάρος της αιτούσας, που ορίζει σε 300 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις 12.10.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ