Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 618/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 618/2022

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη η οποία ορίστηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Σ .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….. , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) Tης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης …………, 2) ……… , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξιο Κούγια .

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο .

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.12.2016 (με αριθμό κατάθεσης  …………../2017)  αγωγή του, ειδικής διαδικασίας των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 28321/2018  οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 16.06.2020  έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../17.06.2020 και ειδικό …../2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./17.06.2020 και ειδικό …../17.06.2020, για τη δικάσιμο της 18.03.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021 η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 95/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 16.06.2020 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ ’ 996/16.03.2021) και του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 95/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών», κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄ αριθ. 2831/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 20.12.2016 (με αριθμό κατάθεσης  ……………./2017) αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 16.06.2020  έφεσή που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../17.06.2020 και ειδικό …./2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …..//17.06.2020 και ειδικό …../17.06.2020, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 20.06.2018. Επομένως,πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 20.12.2016 (με αριθμό κατάθεσης  …………./2017)  αγωγή του, την οποία άσκησε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι είναι υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία, καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», ότι η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει ιδιοκτήτρια, ο δεύτερος εναγόμενος εκδότης και διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον διακριτικό τίτλο «……….», ότι στο από 3-7-2015 φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας «……….», και δη σε άρθρο -στήλη αυτής (εφημερίδας) που υπογράφει ο δεύτερος των εναγομένων, δημοσιεύθηκε η φράση «Κάτι περίεργα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν στα υψηλά κλιμάκια της Δικαιοσύνης για έναν απόστρατο ονόματι ………….», η οποία, περιέχουσα ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, ότι οι εναγόμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των συκοφαντικών σε βάρος του ισχυρισμών. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, προσβλήθηκε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση αυτότο ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 100.000,00 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση κατά την ανωτέρω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί εναντίον του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να διαταχθεί η καταχώριση περίληψης της απόφασης, εντός δέκα ημερών από την επίδοσή της στην ως άνω εφημερίδα «………….», στην ίδια θέση με το ένδικο δημοσίευμα και να απειληθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου χρηματική ποινή για κάθε ημέρα καθυστέρησης της δημοσίευσης, ίση με το 1/10 της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2831/2018 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματά της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του δεύτερου των εναγόμενων και υποχρέωσης του δεύτερου εναγόμενου σε δημοσίευσης περίληψης της απόφασης με την απειλή χρηματικής ποινής, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 5.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη, ιδιοκτήτρια της εφημερίδας, να δημοσιεύσει περίληψη της απόφασης, στην ίδια εφημερίδα και στην ίδια θέση, που είχε καταχωρισθεί το επιλήψιμο δημοσίευμα, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, από την τελεσιδικία της και την προς αυτήν επίδοσή της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 16.06.2020  έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./17.06.2020 και ειδικό ……/2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./17.06.2020 και ειδικό …./17.06.2020 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 του ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα παραπάνω άρθρα, η προσωπικότητα και, κατ’ επέκταση, η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΝΟΜΟΣ). Αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία,συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου, κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα,το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας, στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια των άρθρων 281του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και, γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται, ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ2/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά, ασφαλώς, ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος(άρθρο 57 παρ. 2 του ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία, έτσι, μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρο 14 παρ. 1, 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν, ακριβώς, τα άρθρα 361-363 του ΠΚ και, επομένως, με πρόσχημα την ελευθεροτυπία, δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικά ή δυσφημιστικά για το άτομο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου, με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι`αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 του ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 179/2011 ΝΟΜΟΣ, AΠ 333/2010 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής, που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρα 367 παρ. 1 γ’ του ΠΚ), το οποίο ωςνομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα, που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων καισχολίων, σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ’αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου, για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 488/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1897/2006 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του, από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται, τελικώς, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του, από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ521/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ271/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 532/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠατρ 335/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν. 1178/1981 περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω καιαν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται, έτσι, σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον, βέβαια, δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση  πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, ο οποίος τυγχάνει πρώην αστυνομικός και συγκεκριμένα, Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας εν αποστρατεία καθώς και Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «…………….», που δραστηριοποιείται στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων πλοίων. Η πρώτη εναγόμενη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………», τυγχάνει ιδιοκτήτρια, ο δε δεύτερος εναγόμενος εκδότης και διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας με τον διακριτικό τίτλο «………………». Στο από 3-7-2015 φύλλο της ως άνω εφημερίδας και, πιο συγκεκριμένα, στο ένθετο αυτής που φέρει την ονομασία «………..» και δη στην τελευταία σελίδα αυτού, που τιτλοφορείται «πολιτικός καφές με τον ……….» ήτοι τον δεύτερο των εναγόμενων, δημοσιεύθηκε η φράση «Κάτι περίεργα έχουν αρχίσει και κυκλοφορούν στα υψηλά κλιμάκια της Δικαιοσύνης για έναν απόστρατο ονόματι . ……………». Το ανωτέρω δημοσίευμα, το οποίο υπογράφεται από τον δεύτερο των εναγομένων, με το ως άνω περιεχόμενο και την ως άνω διατύπωση, περιέχει δυσφημιστικούς για τον ενάγοντα- εφεσίβλητο ισχυρισμούς, οι οποίοι τυγχάνουν αντικειμενικά πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, η δημοσίευση δε αυτών, μέσω της πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδας της ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων, είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθούν μέσω του εν λόγω εντύπου στο αναγνωστικόκοινό της εφημερίδας γεγονότα δυσφημιστικά τα οποία ήταν πρόσφορα ναβλάψουν την προσωπική τιμή και την κοινωνική και επαγγελματική τιμή τουενάγοντος, ενέχοντα ευθεία αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του προσώπου του.Τούτο διότι στο επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται με γενική και αόριστη διατύπωση ότι στα υψηλά κλιμάκια της Δικαιοσύνης άρχισε η κυκλοφορία <<περίεργων>> υπό την έννοια φημών ή πληροφοριών ισχυρισμοί που  επαρκούν για την απόδοση στον εφεσίβλητο- ενάγοντα της ιδιότητας του εμπλεκόμενου σε παράνομες πράξεις, χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς σε τι συνίσταται αυτά τα <<περίεργα>>, επαφιόμενο στην ερμηνεία  του αναγνωστικού κοινού και χωρίς να αναφέρεται αν έχουν επιληφθεί οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο δημοσίευμα ήτοι την 3.7.2015 υφίστατο φήμες η πληροφορίες για εμπλοκή του ενάγοντος σε παράνομες πράξεις και συνεπώς ο  δεύτερος  εναγόμενος, προχώρησε στη δημοσίευση των εν λόγω φερόμενων ως αληθινών περιστατικών, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι αναληθή, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα –  εφεσίβλητου. Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί του ότι το επίδικο δημοσίευμα τυγχάνει αληθές, καθόσον δεν είναι αυτοτελές αλλά είναι η συνέχεια δυο προηγούμενων δημοσιευμάτων της 23.8.2014 ΚΑ 14.5.2015  που αφορούν την εμπλοκή του ενάγοντος- εφεσιβλήτου στην διερεύνηση υπόθεσης ποινικής υπόθεσης για βομβιστική επίθεση, γεγονός αληθές δεν αποδείχθηκε βάσιμός. Τούτο αφενός διότι δεν προκύπτει  από το επίδικο δημοσίευμα  ότι αναφέρεται σε προγενέστερα δημοσιεύματα    τα οποία  είχαν  συγκεκριμένο και  ορισμένο περιεχόμενο,  ενώ το επίδικο δημοσίευμα  εκ  της γενικήςκαι αόριστης διατυπώσεώς του δεν συγκεκριμενοποιεί την εμπλοκή του ενάγοντος- εφεσιβλήτου σε συγκεκριμένη υπόθεση, έτσι ώστε να δύναται να υπάρξειδιαπίστωση του αληθούς ή του ψευδούς αυτής και του αν ταυτίζεται ή όχι με συγκεκριμένη και δη προγενέστερη δημοσιογραφική αναφορά και αφετέρου εκ  του περιεχομένου του δημοσιεύματος συνάγεται ότι η αναφορά σε περίεργα που κυκλοφορούν στα υψηλά κλιμάκια της δικαιοσύνης αφορά  σοβαρότερη  εμπλοκή του σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από την διερεύνηση ποινικής υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη προγενέστερων δημοσιευμάτων στα οποία το επίδικο δεν παραπέμπει δεν αναιρεί το γεγονός, ότι, σε συνάρτηση με το όλο περιεχόμενο του επίμαχου κειμένου, αποδίδει στον εφεσίβλητο- ενάγοντα την ιδιότητα του εμπλεκόμενου σε παρανομίες, γνωρίζοντας ότι δεν υφίστανται τέτοιες πληροφορίες ή φήμες η  αναφορά δε των ανωτέρω γίνεται, μάλιστα, χωρίς να παραθέτει περιστατικά που να θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του. Ως εκ τούτου, με βάση τα ανωτέρω, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης. Η ένσταση δε των εκκαλούντων εναγομένων ότι προέβησαν στη δημοσίευση από δικαιολογημένο ενδιαφέρον που συναρτάται με την ως άνω ιδιότητα του και πηγάζει από την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 14), την ΕΣΔΑ (άρθρο 10) και το ΔΣ ΑΠΔ (άρθρο 19) ελευθερία έκφρασης και την κοινωνική αποστολή του τύπου και την οποία (ένσταση) επανέφεραν με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίσης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο του επίμαχου δημοσιεύματος ήταν ψευδές και ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στη δημοσίευση ” εν γνώσει του ψεύδους, θέλοντας να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εφεσίβλητου- ενάγοντος, κατ΄  αποδοχή ως βάσιμης της κατ’ άρθρα 367 παρ. 2α’-β’ και 366 παρ. 3 του ΠΚ αντένστασης του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, η οποία παραδεκτώς προβλήθηκε προς αντίκρουση του προαναφερθέντοςαυτοτελούς ισχυρισμού των εκκαλούντων- εναγόμενων, καθ’ υποφοράν με την ένδικη αγωγή, και με την οποία (αντένσταση) ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η προσβολή της προσωπικότητάς του περιέχει τα συστατικά της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθώς και ότι έγινε με σκοπό προσωπικής επίθεσης και αμαύρωσης της προσωπικότητάς του. Σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος δεν εφαρμόζεται όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα ουσιαστικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Συνακόλουθα, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εκκαλούντων – εναγόμενων που διαλαμβάνεται στον δεύτερο  λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθεί  ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αφού αποδεικνύεται η υπαιτιότητα (δόλος) του δευτέρου των εναγομένων, κατά την εκ μέρους τους παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, με την παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 57, 59 ΑΚ, 361- 363 ΠΚ και του άρθρου μόνου παρ. 1του Ν. 1178/1981, «ενεργοποιείται» σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στηνμείζονα πρόταση της παρούσας, και η γνήσια αντικειμενική ευθύνη της πρώτης των εναγόμενων ως ιδιοκτήτριας της εφημερίδας η οποία υποχρεούται σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος  ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 271/2012, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αποδείχθηκε επιπλέον ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματός του στην προσωπικότητα ως προς τις ειδικότερες εκφάνσεις της προσβολής της τιμής και της υπόληψής του, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ηοποία ανέρχεται στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής του δικαιώματος στην προσωπικότητα του ενάγοντος και της έκτασηςαυτής της προσβολής και της βλάβης σε βάρος του, μέσω άρθρου που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας και με πολυπληθές αναγνωστικό κοινό, τη βαρύτητα του πταίσματος (δόλου) του δεύτερου των εναγόμενων, καθώς επίσης και την περιουσιακή και την κοινωνική κατάσταση των μερών, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, ποσό που είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 531/2014, ΑΠ 433/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΛαμ 8/2018, όπ.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενηαπόφαση δέχθηκε την ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος του ενάγοντος στην προσωπικότητά του και στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον, το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, εσφαλμένα εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας και τα κριτήρια της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ και εκτίμησε λανθασμένα τις αποδείξεις ως προς αυτά και θα πρέπει αφού γίνει δεκτός και ως βάσιμος ο τρίτος λόγος της ως άνω έφεσης. Περαιτέρω οι εκκαλούντες- εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, έκρινε νόμιμο  το αίτημα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη στη δημοσίευση της περίληψης της απόφασης που θα εκδοθεί στην ίδια θέση όπου είχε καταχωρηθεί το επίδικο δημοσίευμα  με την απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσίευσης της απόφασης και υποχρέωσε την πρώτη των εναγομένων να δημοσιεύσει περίληψης της εκκαλουμένης  απόφασης  στην ίδια θέση όπου είχε καταχωρηθεί το επίδικο δημοσίευμα, το οποίο (αίτημα) διότι σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ.6 του ν.1178/ 1981 η ανωτέρω καταχώριση διατάσσεται μόνο σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης.  Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει βάσιμος διότι  σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ.6 του ν.1178/1981 η ανωτέρω καταχώριση διατάσσεται μόνο σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης, ενώ στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων παραδεκτώς περιόρισε κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ το αίτημα   της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και συνεπώς δεν πρόκειται για καταψηφιστική απόφαση. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ως άνω έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, δεκτών γενομένων  του πρώτου και του τρίτου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τα συγκεκριμένα κεφάλαια ήτοι  της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης και της υποχρέωσης της πρώτης εναγόμενης για δημοσίευση της περίληψης της απόφασης που θα εκδοθεί στην ίδια θέση όπου είχε καταχωρηθεί το επίδικο δημοσίευμα  με την απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσίευσης της απόφασης αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς τα άνω κεφάλαια κατά τα οποία έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και προσβληθέντα αλλά μη ανατραπέντα) και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το αίτημα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη στη δημοσίευση της περίληψης της απόφασης που θα εκδοθεί στην ίδια θέση όπου είχε καταχωρηθεί το επίδικο δημοσίευμα  με την απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσίευσης της απόφασης, κατά δε το μέρος που κρίθηκε νόμιμη ως προς την πρώτη και το δεύτερο  των εναγόμενων, να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον το ποσό των 3.000,00  ευρώ,με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες  – εναγόμενους. Τέλος, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να εξαφανιστεί εν όλω η διάταξη της περί δικαστικών εξόδων (βλ. ΜονΕφΘεσ 923/2018 ΝΟΜΟΣ) και τα δικαστικά έξοδα του εναγουσών αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος των εναγόμενων λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 16.06.2020  έφεσή που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/17.06.2020 και ειδικό …/2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ….//17.06.2020 και ειδικό …../17.06.2020 κατά της με  αριθμό 2831/2018  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ήραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.

Δέχεται τυπικά και  κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την με αρ. 2831/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και Δικάζει την από 20.12.2016 (με αριθμό κατάθεσης  …………/2017)   αγωγή .

Δέχεται εν μέρει  την από 20.12.2016 (με αριθμό κατάθεσης  ………../2017) αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριών  χιλιάδων (3,000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση .

Διατάσσει την επιστροφή  του παραβόλου που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας,τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18 Οκτωβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ