Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 619/2022

Αριθμός     619/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΣΑΣ-ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ-ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Θεοδώρα Γούλα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η αιτούσα-καλούσα-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  27.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 378/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αυτής διακρίσεις.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη αιτούσα-καλούσα-εκκαλούσα με την από 29.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο ………../2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  …………/2021) έφεσή της,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε  η 9η.12.2021, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 150/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που  ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε  την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθούν τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αυτής έγγραφα.

Ήδη, με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αίτηση-κλήση της αιτούσας-καλούσας-εκκαλούσας,

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 15-03-2022 (γεν.αριθμ.καταθ……/2022) κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας η από 29-7-2021 (γεν.αριθμ.καταθ……./2021) έφεσή της κατά της υπ΄αριθμ.378/ 2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών  αντιμωλία των διαδίκων, μετά την έκδοση της υπ΄αριθμ. 150/2022  μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου η οποια ανέβαλε κατ΄άρθρο 254 ΚΠολΔ την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να προσκομιστούν τα επικαλούμενα και μη προσκομισθέντα από αυτήν (εκκαλούσα) απαραίτητα έγγραφα προς κρίση της ένδικης διαφοράς.

Η υπο κρίση από 29-7-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. …./2021) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ.378/ 2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.3 ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, μέσα στην προβλεπόμενη κατ` άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμία των δύο (2) ετών από την δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, στις 19-02-2021 (όπως το άρθρο 518 παρ. 2 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015, ενόψει του χρόνου δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης, μετά την 1.1.2016), δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, αλλά ούτε και από τα στοιχεία της οικείας δικογραφίας προκύπτει επίδοσης αυτής. Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση (533 παρ.1 ΚΠολΔ), από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Με την από 27-12-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……./2019) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι προσλήφθηκε από τον εναγόμενο Δήμο, αρχικά με την υπ΄αριθμ. 389/14-9-1994 απόφαση της Δημαρχιακής του Επιτροπής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως εργάτρια καθαριότητας και απασχολήθηκε σύμφωνα με την ίδια απόφαση από την 1-12-1994 έως τις 31-12-1994, ενώ με την υπ΄αριθμ.45129/14-12-1994 απόφαση του Δημάρχου Πειραιά τοποθετήθηκε στη Δ/νση Διοίκησης, επακολούθησαν δε οι υπ΄αριθμ. 97048/1652/1994 και 4011/153/1997 αποφάσεις του Δημάρχου Πειραιά, δυνάμει των οποίων παρέμεινε στην υπηρεσία με την ίδια ειδικότητα, μετακινούμενη δυνάμει της υπ΄αριθμ. 8646/546/22-2-1995 απόφασης του Δημάρχου, στο ιδιαίτερο γραφείο του Αντιδημάρχου Πειραιά, με την υπ΄αριθμ. 12665/550/1-4-1996 στο Τμήμα Ειδικής Υπηρεσίας και με την υπ΄αριθμ. 40888/1284/9-10-1997 απόφαση του ιδίου, στο Τμήμα Βεβαίωσης Παράνομων Σταθμεύσεων.

Οτι μετά τη δημοσίευση του ν.2508/ 1997 παρέμεινε στην υπηρεσία με την υπ΄αριθμ. ………../ 1997 διαπιστωτική πράξη του Δημάρχου και καθ΄όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της και συνέχισε να παρέχει τις προπεριγραφείσες υπηρεσίες της ως διοικητική υπάλληλος υπο τις εντολές και δεσμευτικές οδηγίες των διευθυντών και προϊσταμένων της, εντος του προβλεπόμενου ωραρίου και στον καθορισμένο από τον εργοδότη της χώρο, έως και 31-7-2013 οπότε τοποθετήθηκε και τοποθετήθηκε στην Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Πειραιά (Ε.Π.Α.Π.), το οποίο τυγχάνει ΝΠΔΔ, και πάλι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αρχικά ως διοικητική υπάλληλος και μετά ως διευθύντρια. Ότι συνέχισε να εργάζεται αδιαλείπτως και συνεχώς στον εναγόμενο Δήμο χωρις κενά, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, ειδικότερα δε παρέμεινε στη θέση της αρχικά από την 1-12-1994 έως τις 26-5-1998 και από τις 10-6-1999 έως 31-7-2013,όπως αυτό αναγνωρίστηκε τελεσίδικα με δικαστική απόφαση. Οτι την 01-6-2010 κατατάχθηκε σε οργανική στον εναγόμενο Δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την παραπάνω ειδικότητα, πλην όμως παρανόμως δεν αναγνωρίστηκε το σύνολο της προϋπηρεσίας της ήτοι 14 έτη, 5 μήνες και 17 ημέρες, αντιθέτως της αναγνωρίστηκε προϋπηρεσία μόνο 5 έτη, 7 μήνες και 25 ημέρες, με αποτέλεσμα να καταταγεί σε εσφαλμένο μισθολογικό κλιμάκιο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ) και επειδή ο εναγόμενος Δήμος αρνήθηκε να αναγνωρίσει την συνολική ως ανω προϋπηρεσία της και δεν της κατέβαλε τα αναλογούντα χρονοεπιδόματα, άσκησε εναντίον του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) την από 01-03-2012 (αριθμ.καταθ……./2012) αγωγή της επι της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.4476/2012 απόφαση του ως ανω δικαστηρίου. Ότι κατόπιν άσκησης έφεσης κατ΄αυτής, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.478/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά με την οποία αναγνωρίστηκε τελεσίδικα ως χρόνος προϋπηρεσίας της στον εναγόμενο και κρίθηκε ότι απασχολήθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αρχικά από την 1-12-1994 έως τις 26-5-1998 και από τις 10-6-1999 και εντεύθεν εως την 01-6-2010 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος Δήμος να συνυπολογίσει τον χρόνο αυτό και να της καταβάλλει το αντίστοιχο επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας για τον μετά την κατάταξή της χρόνο, πλην όμως αν και αναγνωρίστηκε η προϋπηρεσία της,ο εναγόμενος αρνείται να της καταβάλει τις αιτηθείσες με την υπο κρίση αγωγή μισθολογικές διαφορές.

Ότι σύμφωνα με την εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση του προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης του έτους 2008, εφόσον υπάγεται στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ, δικαιούται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών σε σχέση με εκείνες που της καταβλήθηκαν κατά την εσφαλμένη υπαγωγή της στο 17ο ΜΚ εως και 31-10-2007, στο 16ο ΜΚ από 1-1-2007 εως 31-12-2008, στο 14ο ΜΚ από 1-9-2009 εως 31-10-2010, στο 15ο ΜΚ από 1-11-2010 εως 31-12-2010, στο 3ο ΜΚ από 1-11-2011 εως 31-7-2013.Οτι έπρεπε να καταταγεί με βάση την προϋπηρεσία της, από 14-12-2006 στο 12ο ΜΚ της ΔΕ κατηγορίας, στις 14-12-2008 στο 12ο ΜΚ και από 15-12-2008 εως 14-12-2010 στο 11ο. Οτι ο εναγόμενος Δήμος για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα της κατέβαλε αποδοχές κατώτερες των νομίμων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται διαφορές μηνιαίων μισθών και διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και διαφορές επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού 19.279,74 ευρώ, όπως κάθε κονδύλιο αναλύεται ειδικότερα κατ΄είδος και ποσό σ΄αυτήν (κρινόμενη αγωγή). Στη συνέχεια η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η υπαίτια άρνηση του εναγομένου να την κατατάξει στην ορθή μισθολογική κατηγορία ενώ γνώριζε την άμεση ανάγκη προς λήψη των νόμιμων αποδοχών της, προξένησε σ΄αυτήν ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση ύψους 3.000,00 ευρώ.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει κυρίως λόγω της σύμβασης, άλλως σε περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη κατά τις περι αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, το ποσό των 2.457,00 ευρώ που αφορά τις διαφορές μισθών για το έτος 2011, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 19.822,74 ευρώ, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 378/2021 απόφαση η οποία αφου απέρριψε όσα κονδύλια έκρινε μη νόμιμα, κατόπιν απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή τόσο κατά τη κύρια βάση της όσο και κατά τη επικουρική και συμψήφισε συνολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της.

Με το ως ανω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή ως προς το αγωγικό αίτημα καταβολής της διαφοράς για δεδουλευμένες αποδοχές, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648,649,653,340,346,904 επ. ΑΚ, 1 παρ.4 Ν. 3320/2005, 9,15 παρ.1,20 Ν. 3205/2003 και 176 ΚΠολΔ μόνο για το χρονικό διάστημα που έπεται του χρόνου κατάταξης της ενάγουσας σε οργανική θέση, ήτοι στις 1-6-2010, αφου για το προγενέστερο διάστημα δεν μπορούσε να καταταγεί σε μισθολογικά κλιμάκια καθόσον η αμοιβή της καθοριζόταν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που είχε καταρτίσει με τον εναγόμενο Δήμο. Κατά ρητή δε επιταγή του άρθρου 1 παρ.4 του ν.3320 / 2005, οι κατατασσόμενοι μόνο μετά την κατάταξή τους σε θέσεις, μετά από τη διαδικασία των άρθρων 11 παρ.6 του π.δ.164/2004 και 1 του ν.3320/2005,δικαιούνται τις νόμιμες αποδοχές της θέσης τους. Ως εκ τούτου συνάγεται ότι για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, η ενάγουσα ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφερε εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (αφου αυτό συνιστά, ως προαναφέρθηκε, προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλει να περιορισθεί στις αποδοχές της σύμβασης βάσει της οποίας προσλήφθηκε (ολΑΠ 16/ 2017, ΑΠ 66/ 2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι, καθ΄όλο το χρονικό διάστημα που η ενάγουσα απασχολήθηκε βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δεν δικαιούται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε με τις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (άρθρ.904 ΑΚ), αφου ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση στην οποία απασχόλησε ακύρως κάποιο συμβασιούχο (ΑΠ 1052/2018, ΑΠ 110/ 2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ενάγουσα δεν διεκδικεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών και των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας (αρθρ.1 παρ.1 ν.1082/ 1980, 1 παρ.2 της 19040/ 1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/ 1945 και 3 παρ.16 του ν.4504/ 1966) με βάση τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που είχε καταρτίσει πριν την κατάταξή της, αλλά αντιθέτως διεκδικεί την καταβολή της διαφοράς στις αποδοχές που λάμβανε λόγω της κατάταξής της σε εσφαλμένο μισθολογικό κλιμάκιο χωρις να ληφθεί υπόψη το σύνολο της φερόμενης προϋπηρεσίας της. Ως εκ τούτου, για τους ήδη προεκτεθέντες ως ανω λόγους, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο το σχετικό κονδύλιο. Η παραδοχή δε ότι η ενάγουσα που απασχολήθηκε με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον εναγόμενο ΟΤΑ κάλυψε στην αλήθεια πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και ότι για το λόγο αυτό οι συμβάσεις της έφεραν το χαρακτήρα εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν οδηγεί στην κρίση ότι θα έπρεπε να λάβει την αμοιβή που προβλέπεται για τους αντίστοιχους εργαζόμενους στο προσωπικό του εναγομένου, ούτε η παραδοχή ότι διαθέτει τα ίδια προσόντα και εργάσθηκε υπο τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, είναι αρκετή για να την εξομοιώσει με το ως ανω προσωπικό και τούτο διότι πρόκειται για εργαζομένη που είχε προσληφθεί με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρις την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την πρόσληψη προσωπικού (άρθρ.103 παρ.7 του Συντάγματος) και με γνώση του περιστατικού ότι, αντίθετα προς τα διαλαμβανόμενα στις ατομικές συμβάσεις, δεν επρόκειτο να καλύψει πρόσκαιρες ή επείγουσες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τους προσέλαβε. Οι περιστάσεις δε αυτές, εντάσσουν την ενάγουσα σε αυτοτελή κατηγορία εργαζομένων και δικαιολογούν, για το πριν την κατάταξή της σε οργανική θέση χρονικό διάστημα και τη διαφορετική μισθολογική μεταχείρισή της σε σύγκριση με το υπόλοιπο προσωπικού του εναγομένου, γεγονός που συνιστά αντικειμενική περίσταση (άρθρ.4 παρ.1 πδ 164/2004). Σημειωτέον δε και του ότι η τελεσίδικη αναγνώριση της σχέσης της ενάγουσας ως ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεν παράγει δεδικασμένο με την έννοια ότι η ενάγουσα, για το προ της κατάταξής της χρονικό διάστημα, δικαιούται μόνο για το λόγο αυτό τις αποδοχές που αντιστοιχούν σε οργανικές θέσεις. Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αγωγικό αίτημα περι καταβολής χρηματικής ικανοποίησης καθόσον μόνη η ένταξη της ενάγουσας σε εσφαλμένο μισθολογικό κλιμάκιο και η επακόλουθη καταβολή αποδοχών που υπολείπονται των νομίμων αποδοχών που δικαιούται, δεν είναι αδικοπραξία αλλά αποτελεί αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, και ούτε επίσης κρίνεται ικανή, κατά νόμο, να προκαλέσει σ΄αυτήν ως εργαζόμενη προσβολή της προσωπικότητάς της. Ως προς δε, το παρεπόμενο αίτημα περι επιδίκασης των νόμιμων τόκων υπερημερίας, τούτο είναι νόμιμο μόνο για το χρόνο από την επίδοση της αγωγής, με ετήσιο επιτόκιο 6% κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του ΝΔ 26-6/10-07-1944 (Κώδικας Νόμων Δικών Δημοσίου που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 παρ.2 ΕισΝΑΚ), σε συνδ.με άρθρ.276 παρ.1 του 3463/2006 και 285 του Ν.3852/2010 (βλ ΟλΑΠ 3/2006, ΑΕΔ 25/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για όλα  τα ανωτέρω έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του Ν. 2362/1995 ,όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την αντίστοιχη διάταξη του Ν.4270/ 2014, ήτοι με τη διάταξη του άρθρου 140 παρ.3 του Ν.4270/ 2014 «η απαίτηση οποιουδήποτε των επι σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ΄αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α΄ του ίδιου ως ανω Ν. 2362/ 1995 όπως ίσχυε προ της κατάργησής του με την αντίστοιχη διάταξη του Ν.4270/ 2014, ήτοι του άρθρου 141 εδ.α΄του Ν. 4270/ 2014, ορίζεται ότι « επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος,  παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από του τέλους του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικά το ζήτημα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά του Δημοσίου, που αφορούν αποδοχές ή κάθε είδους άλλες απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν οι σχετικές αξιώσεις βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ορίζεται ως χρονική αφετηρία της παραγραφής η γέννηση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή του άρθρου 90 παρ.3 (ήδη άρθρου 140 παρ.3 του Ν.4270/ 2014) είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α του Ν. 2362/ 1995 (ήδη άρθρου 141 εδ.α΄του Ν.4270/2014), με την οποία ρυθμίζεται γενικά το ζήτημα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την προαναφερόμενη ρητή επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 91 εδ.α΄του Ν.2362/1995 (ήδη άρθρ.141 εδ.α΄του Ν.4270/ 2014), η οποία για το λόγο αυτό κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ.α΄του ίδιου Ν.2362/ 1995, ήδη άρθρ.141 εδ.α΄του Ν.4270/ 2014 (ΟλΑΠ 9/2017, ΟλΑΠ 4/2015, ΟλΑΠ 29/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραγραφή αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 992/2017, ΑΠ 1900/ 2017, ΑΠ 670/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ αντιθέτως, η διακοπή της παραγραφής συνιστά αντένσταση που πρέπει να την προτείνει ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή και δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη (ΑΠ 593/ 2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 93 του Ν.2362/1995 όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της, ήτοι τη νυν διάταξη του άρθρου 143 εδ.β΄του Ν.4270/ 2014,η παραγραφή χρηματικών απαιτήσεων σε βάρος του Δημοσίου, μεταξύ άλλων λόγων που αναφέρονται περιοριστικά σ΄αυτήν (ΕφΑθ 1033/ 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διακόπτεται όχι μόνο με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο, οπότε και αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη, αλλά και με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή, αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας και μόνο αρχής και σε περίπτωση που δεν υπάρξει απάντηση, μετά την πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Επομένως με βάση την τελευταία αυτή διάταξη, η εν λόγω διετής παραγραφή μπορεί να διακοπεί και σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, με την υποβολή αίτησης προς την αρμόδια αρχή για πληρωμή της ιδίας με την αγωγή κατά περιεχόμενο και αιτήματα απαίτησης η οποία δεν αποκλείεται να λάβει χώρα και με επίδοση της σχετικής αίτησης με δικαστικό επιμελητή. Εξάλλου, δεν απαιτείται ο προσδιορισμός στην αίτηση συγκεκριμένου ποσού ή η λεπτομερής αναφορά των περιστατικών που τον θεμελιώνουν, αλλά αρκεί ο καθορισμός των στοιχείων που προσδιορίζουν την ταυτότητα της συγκεκριμένης απαίτησης και τη διακρίνουν από άλλες απαιτήσεις. Ετσι, εάν λάβει χώρα υποβολή της ως ανω αίτησης και παραλείψει η διοίκηση να απαντήσει, νέα ισόχρονη παραγραφή αρχίζει από την επομένη της συμπλήρωσης εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης (ΑΠ 897/2017, ΑΠ 1728/ 2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη (Ολ. ΑΠ 28/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και, ειδικότερα, αν εκείνος που παρέχει τις υπηρεσίες δεν υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, υπό την ανωτέρω έννοια, υπάρχει σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίδεται σε αυτή από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο κρίνει σύμφωνα με τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1469/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 9/2018, ΑΠ 683/2018, ΑΠ 1192/2017, ΑΠ 618/2017 δημ/νες στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 44/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Ετσι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο, για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις, που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω π.χ. των τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη [βλ. σχετικώς ΑΠ 541/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 33/2007 ΕλλΔνη 48 (2007).1065, ΑΠ 459/2004 ΕλλΔνη 47(2006).139]. Τέτοια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και μεταξύ συζύγων ή συγγενών ή φίλων ή συνεταίρων αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι όροι της συμβάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων και η νομική εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη (ΑΠ 180/2000, ΑΠ 1356/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ετσι ως προαναφέρθηκε, ο χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσης, που συνδέει τους συμβαλλομένους γίνεται από το Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, προκειμένου να κριθεί, με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του και ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση [ΟλΑΠ 18/2006 ΕλλΔνη 47 (2006).1606, ΑΠ 1618/2003 ΕλλΔνη 45(2004).753, ΕφΘεσ 2835/2017, ΕφΛαρ 9/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμ.389/14-9-1994 απόφαση Δημαρχιακής Επιτροπής του εναγομένου Δήμου η ενάγουσα προσλήφθηκε προκειμένου να εργασθεί ως εργάτρια καθαριότητας και ανέλαβε υπηρεσία στις 1-12-1994 και εργάσθηκε μέχρι 31-12-1994 σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ενώ με τις υπ΄αριθμ. 97048/1652/94 και 4011/153/97 αποφάσεις του Δημάρχου διατηρήθηκε στην ίδια υπηρεσία. Μετά τη δημοσίευση του ν.2508/1997 η ενάγουσα ζήτησε να μετατραπεί η εργασιακή της σχέση σε αορίστου χρόνου και απασχολήθηκε στον εναγόμενο μέχρι 26-5-1998 δυνάμει προσωρινής διαταγής του Πρωτοδικείου Πειραιά και της υπ΄αριθμ. 37240/1183/97 σχετικής διαπιστωτικής πράξης του Δημάρχου. Όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο της υπ΄αριθμ. 478/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου σε συνδ. με το υπ΄αριθμ.πρωτ…../6-3-2020 έγγραφο της Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού του εναγομένου Δήμου, η ενάγουσα άσκησε σε βάρος του την από 3-8-1998 αγωγή  της ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι απασχολείται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δυνάμει δε της υπ΄αριθμ.76/2000 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου αυτή απορρίφθηκε τελεσίδικα.

Εν συνεχεία, η ενάγουσα προσλήφθηκε εκ νέου στον εναγόμενο ως εργάτρια καθαριότητας με συμβάσεις εργασίας οκτάμηνης διάρκειας και εργάσθηκε κατά τα εξής χρονικά διαστήματα : από 1-2-2002 εως 30-9-2002, από 4-6-2003 εως 3-2-2004, από 6-12-2004 εως5-8-2005 και από 16-8-2006 έως 15-4-2007. Στη συνέχεια προσλήφθηκε ως εργάτρια καθαριότητας με σχέση ιδιωτικού δικαίου δεκαοκτάμηνης διάρκειας και εργάσθηκε στον εναγόμενο Δήμο από 26-11-2007 μέχρι 25-5-2009 με εβδομαδιαία απασχόληση 20 ωρών (μερική απασχόληση). Κατόπιν με την υπ΄αριθμ. πρωτ. 57256/2101/1-6-2010 απόφαση του Δημάρχου, η ενάγουσα κατετάγη σε οργανική θέση Δ.Ε. Διοικητικών του εναγομένου Δήμου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η οποία συστάθηκε κατ΄εφαρμογή του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 με την υπ΄αριθμ.6144/28-4-2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.3320/2005 και εργάσθηκε εως και τις 31-7-2013 οπότε αποχώρησε από τον εναγόμενο Δήμο λόγω μετάταξης. Κατά δε την κατάταξή της σε οργανική θέση λήφθηκε ως προϋπηρεσία για την εξεύρεση του μισθολογικού κλιμακίου το χρονικό διάστημα των 7 ετών, 7 μηνών και 25 ημερών και συγκεκριμένα το σύνολο του χρονικού διαστήματος από 1-12-1994 εως 26-5-2008 και από 10-6-1999 εως και 31-5-2010, κατά το οποίο η εργασία της παρασχέθηκε βάσει έγγραφης σύμβασης, χωρις να συμπεριληφθούν τα ενδιάμεσα διαστήματα, κατατάσσοντας αυτήν (ενάγουσα) με την υπ΄αριθμ. 59351/2168/4-6-2010 αρχική απόφασή του στο 14ο μισθολογικό κλιμάκιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3205/2003. Στη συνέχεια, η ενάγουσα άσκησε την από 1-3-2012 (αριθμ.καταθ……./2012) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι συνδεόταν με τον εναγόμενο Δήμο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καθ΄όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκε, καθώς και να αναγνωρισθεί το διάστημα αυτό ως χρόνος προϋπηρεσίας της προκειμένου να την επανακατατάξει ο εναγόμενος στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο. Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 4476/2012 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη αναγνωρίζοντας ότι μεταξύ των διαδίκων υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τις 19-7-2004 και εφεξής.

Κατόπιν άσκησης έφεσης το Δικαστήριο τούτο με την υπ΄αριθμ.478/2017 απόφασή του εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αναγνώρισε ως χρόνο προϋπηρεσίας της ενάγουσας το χρονικό διάστημα που εργάσθηκε υπο καθεστώς εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τον εναγόμενο Δήμο από 1-12-1994 εως 26-5-1998 και από 10-6-1999 και εφεξής.

Κατόπιν, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. πρωτ. 32620/3-7-2018 απόφαση του Δημάρχου Πειραιά, ο εναγόμενος Δήμος ερμηνεύοντας την ως ανω τελεσίδικη απόφαση ,κατέταξε εκ νέου την ενάγουσα από 1-6-2010 στο 11ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ κατηγορίας του ν.3205/2003, από 14-12-2010 στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ κατηγορίας του ν.3205/2003, από 1-11-2011 στο 2ο ΜΚ του Δ΄ βαθμού κατηγορίας του ν.4024/ 2011 και από 14-12-2012 και εως 31-7-2013 στο 3ο ΜΚ  του Δ΄ βαθμού της ΔΕ κατηγορίας του ν.4024/ 2011, προσμετρώντας πλεον ως προϋπηρεσία και τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν υφίστατο έγγραφη σύμβαση παροχής εργασίας. Ωστόσο όπως προαναφέρθηκε, η υπ΄αριθμ.478/2017 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναγνώρισε ως χρόνο προϋπηρεσίας της ενάγουσας το σύνολο του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο απασχολήθηκε υπο καθεστώς σχέσης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Επομένως ορθά ο εναγόμενος Δήμος είχε κατατάξει την ενάγουσα στα αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια με την υπ΄αριθμ. 59351/2168/4-6-2010 αρχική απόφασή του από 1-6-2010 σύμφωνα με το ν.3205/ 2003, λαμβάνοντας ως προϋπηρεσία μέχρι την 1η – 6- 2010 το συνολικό διάστημα των 7 ετών 7 μηνών και 5 ημερών κατά το οποίο η ενάγουσα εργάσθηκε βάσει έγγραφης σύμβασης.

Πλην όμως όπως προέκυψε, η ενάγουσα κατά τις χρονικές περιόδους που ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο χωρις προηγουμένως να έχει προηγηθεί έγγραφη σύμβαση, δεν αποδείχθηκε, ούτε επικαλείται η ίδια ότι αμείφθηκε για την εργασία που παρείχε στον εναγόμενο και η επικαλούμενη απασχόλησή της δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ότι έφερε τα χαρακτηριστικά της άκυρης σύμβασης, λόγω της έλλειψης έγγραφου τύπου (κώδικας περι δημόσιου λογιστικού), εξαρτημένης εργασίας, αλλά αποτελούσε παροχή εργασίας από ελευθεριότητα με την προσδοκία ότι θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για την κατάταξή της σε οργανική θέση.

Κατόπιν αυτών, ο εναγόμενος Δήμος ορθά εκτίμησε το χρόνο προϋπηρεσίας της ενάγουσας κατά το χρόνο κατάταξής της σε οργανική θέση (1-6-2010) σε 7 έτη 7 μήνες και 25 ημέρες και ως εκ τούτου οι επίδικες αξιώσεις που θεμελιώνονται αποκλειστικά στο φερόμενο ως λανθασμένο υπολογισμό της προϋπηρεσίας απορριπτέες κρίνονται ως ουσιαστικά αβάσιμες.

Σε κάθε όμως περίπτωση, οι αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει σε παραγραφή αφου παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών από τη γέννησή τους σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και τούτο διότι ειδικότερα, η από 1-3-2012 με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγή που άσκησε η ενάγουσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν κατέστησε επίδικες τις υπο κρίση αξιώσεις, δεδομένου ότι το αίτημά της δεν περιείχε την καταψήφιση οφειλόμενου ποσού, αλλά αντιθέτως ζητούσε: α) να αναγνωρισθεί ότι συνδεόταν με τον εναγόμενο με σύμβαση εργασίας αρίστου χρόνου, β) να αναγνωρισθεί ως χρόνος δημόσιας υπηρεσίας το χρονικό διάστημα προϋπηρεσίας της και γ) να την επανακατατάξει στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο. Επομένως δεν επήλθε η διακοπή της παραγραφής των αξιώσεων της υπο κρίση αγωγής και η ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής τους μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 261 ΑΚ. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση προς την αρμόδια Αρχή (ήτοι τον εναγόμενο Δήμο) προς πληρωμή του επίδικου ποσού σε χρόνο πριν την έκδοση της υπ΄αριθμ.418/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ούτε συντρέχει στο πρόσωπό της περίσταση ανωτέρας βίας που εμπόδισε την δικαστική διεκδίκηση των επίδικων αξιώσεων, γενομένης δεκτής έτσι ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής προβαλλομένης ένστασης παραγραφής του εναγομένου Δήμου και απορριπτομένης της σχετικής αντένστασης της ενάγουσας.

Μετά από όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η υπο κρίση αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη τόσο κατά την κύρια βάση της, όσο και κατά την επικουρική τη στηριζόμενη στις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.

Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω έστω και με εν μέρει  διαφορετική  αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ τους καθόσον εν προκειμένω η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179 ΚΠολΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 378/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών). Και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ολικά μεταξυ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  18 Οκτωβρίου 2022.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω

προαγωγής και ανα-

χωρήσεως, η ορισθείσα

από τον Πρόεδρο του

Τριμελούς Συμβουλίου

Δ/νσης του Εφετείου

Πειραιώς, Μαρια

Παπαδηγρηγοράκου,

Εφέτης

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 18 Οκτωβρίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστού Γεωργίας Λάμπρου, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ