Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 677/2022

Αριθμός     677/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ηλία Πετρόχειλο    (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Βουδούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Μιχαηλίδη (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) .

Η καλούσα-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  21-5-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3245/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  κήρυξε εαυτό αναρμόδιο  και παράπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 2147/2020 απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από  10.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Πρωτοδικείο  ……./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο  ……../2020)  έφεσή της, καθώς και με τον από  10.3.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2021) πρόσθετο λόγο έφεσης. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεως και προσθέτου αυτής λόγου ορίσθηκε η 22α.4.2021, οπότε η συζήτηση αυτών ματαιώθηκε.

Ήδη με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 10.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) κλήση  της καλούσας-εκκαλούσας η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 1.6.2020 (αριθ.καταθ. …………/2020) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 2147/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 21.5.2017 αγωγή της, και η οποία νόμιμα επαναφέρεται για συζήτηση, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την από 10.5.2021 (αριθ.καταθ. …………./2021) κλήση της καλούσας – εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της [ (5.6.2020), άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015]. Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμόδιο Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν.3994/25.7.2011), ενώ έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα μέχρι τη συζήτηση της έφεσης αυτής, που είναι το απώτατο, για το παραδεκτό της, χρονικό σημείο κατάθεσης (ΑΠ 341/2015 ΕπολΔ 2015, σελ.220, Εφ.Πειρ. 58/2018, Εφ.Θεσσαλ. 779/2017 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ) το ισχύον νόμιμο παράβολο των εκατό (100) ευρώ (βλ.το e-παράβολο με κωδικό …………..). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).

Ι)Κατά το άρθρο 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, “πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αφού συνταχθεί η έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι για την άσκηση των πρόσθετων λόγων της έφεσης απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του περιέχοντος αυτούς δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης, κατά την έννοια του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ,  και ,εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 242 παρ. 1 και 281 του ίδιου κώδικα, προκύπτει περαιτέρω ότι ως ημέρα συζήτησης της υπόθεσης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των προσθέτων λόγων της έφεσης, νοείται εκείνη, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η, κατά τα άρθρα 226 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του αυτού κώδικα από το γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου,  αρχικώς ορισθείσα προς συζήτηση ή μεταγενέστερη που προσδιορίστηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση (Ολ ΑΠ 27/2007, ΑΠ 365/2017, Εφ.Πατρ. 142/2018, Εφ.Λαρ. 58/2018 ΝΟΜΟΣ, Χ.Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο 6η έκδοση, άρθρ. 520 σελ.1430-1432).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι κρινόμενοι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με ιδιαίτερο δικόγραφο της εκκαλούσας που κατατέθηκε την 16.3.2021 στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (αριθ.καταθ. …………./16.3.2021), το οποίο η εκκαλούσα επέδωσε στους εφεσίβλητους στις 16.3.2021 και 17.3.2021 (βλ.τις υπ’ αριθ. …., …. εκθέσεις επιδόσεως αντιστοίχως της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Πειραιά, ………. ……), ήτοι τριάντα (30) πλήρεις ημέρες πριν από τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και περαιτέρω, πλήττουν τα ήδη εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πρέπει συνεκδικαζόμενοι με τη έφεση (246 Κ.Πολ.Δ), οι κρινόμενοι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.

Στην υπό κρίση από 21.5.2017 (αριθ.καταθ. ………./2017) αγωγή της, η ενάγουσα ιστορούσε ότι ο σύζυγός της, ………….., ο οποίος απεβίωσε την 3.2.1997, μεταβίβασε όσο ζούσε στον αδελφό του και πατέρα των εναγομένων, ………, το 10% των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………..”. Ότι ο ………., ο οποίος απεβίωσε στις 3 Δεκεμβρίου 2014, άφησε την από 1-11-2014 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 1841/18.3.2015 πρακτικό δημοσιεύσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και, στη συνέχεια, κηρύχθηκε κυρία, δυνάμει της οποίας ο αποβιώσας εγκαθιστούσε κληρονόμους του τους εναγομένους. Ότι, μεταξύ άλλων, η ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη διελάμβανε τα εξής “έχω στην κατοχή μου το 40% των μετοχών της επιχείρησης ………….. Εξ αυτών το 10% μου το έδωσε ο αδελφός μου με την υποχρέωση να δίδω στην σύζυγό του εφ’ όρου ζωής της και, εφόσον υπάρχουν κέρδη, το ανάλογο μέρισμα του 10%, υποχρέωση που έχουν αναγνωρίσει και τα δύο μου παιδιά ……… και …….. και έχουν υπογράψει και σχετικό έγγραφο. Ως εκ τούτου, 5% ανήκει στον ……… και 5% στην ………”. Ότι την ανωτέρω βούλησή του ο ………., εν ζωή, είχε διατυπώσει και στην από 2-10-1996 έγγραφη δήλωσή του, η οποία υπογράφεται και από τα τέκνα του, ήδη εναγομένους, και στην οποία δήλωνε ότι μεταβιβάζει προς την ήδη εκκαλούσα την ισόβια επικαρπία των αναλυτικώς προσδιοριζομένων ονομαστικών μετοχών, καταλήγοντας ότι για τους όρους και της δεσμεύσεις της παραχωρήσεως της επικαρπίας έλαβαν γνώση τα τέκνα του, οι οποίοι την αποδέχονται πλήρως, προσυπογράφοντας την δήλωσή του αυτή. Ότι οι εναγόμενοι κατέβαλαν στην ενάγουσα για την παραπάνω αιτία, για τη χρήση του έτους 2014, στις 27-10-2015, το ποσό των 11.448,00 ευρώ και, στη συνέχεια, για τη χρήση του έτους 2015, στις 7-7-2016 το ποσό των 17.063,76 ευρώ. Ότι οι καταβολές αυτές είναι ελλιπείς, καθόσον τα κέρδη της χρήσεως 2014, ανέρχονται σε ποσό 2.566.043,04 ευρώ και της χρήσεως 2015 σε ποσό 2.237.956,66 ευρώ, και επομένως για τη χρήση έτους 2014 έπρεπε οι εναγόμενοι να είχαν καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 256.604,30 ευρώ και για τη χρήση 2015 ποσό 223.795,66 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, όπως το αγωγικό αίτημα παραδεκτώς τράπηκε ολοσχερώς από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που περιέχεται στις προτάσεις που κατέθεσε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν συμμέτρως α)για την εταιρική χρήση έτους 2014 το ποσό των 245.156,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση δύο μηνών από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, και δη από 31-8-2015, άλλως, επικουρικώς, από το χρόνο της ελλιπούς, κατά τα άνω, καταβολής, και δη από 27-10-2015 και β)για την εταιρική χρήση έτους 2015 το ποσό των 189.615,14 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της ελλιπούς, κατά τα άνω, καταβολής και δη από 6-8-2016, άλλως, επικουρικώς, από την παρέλευση δύο μηνών από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, και δη από 7-7-2016, επικουρικώς δε όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή, καθώς επίσης να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 173, 1714, 1721, 1800, 1995 επ., 340, 345, 346 ΑΚ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, μη νόμιμη ως προς το αίτημα κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, καθώς και μη νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, που επικαλείται (η ενάγουσα) την θεμελίωσή της, στις διατάξεις για τις συμβάσεις υπέρ τρίτου, απέρριψε αυτή (αγωγή), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ενεργητικά ανομιμοποίητη και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεση και τον πρόσθετο αυτής λόγο και τους διαλαμβανόμενους σε αυτά (έφεση/πρόσθετο λόγο έφεσης) λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή της.

ΙΙ)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1714, 1715, 1767, 1995, 2011 και 2014 ΑΚ, προκύπτει ότι κληροδοσία είναι η δια διατάξεως της διαθήκης, παροχή σε κάποιον περιουσιακής ωφέλειας χωρίς αυτός να είναι κληρονόμος, τρόπος δε είναι η υποχρέωση για κάποια παροχή, την οποία επιβάλλει ο διαθέτης σε κληρονόμο ή καταπιστευματοδόχο ή κληροδόχο, χωρίς όμως να δώσε σε άλλον δικαίωμα για παροχή αυτή. Συνεπώς τρόπος και κληροδοσία ομοιάζουν ως προς το ότι και στις δύο περιπτώσεις ο βεβαρημένος οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση που του επιβάλλει ο διαθέτης της, διαφέρουν όμως ως προς το ότι στη μεν κληροδοσία παρέχεται ορισμένη ωφέλεια στον τετιμημένο και σχετική αγωγή, εμπράγματη ή ενοχική, προς εκπλήρωση αυτής, ενώ στον τρόπο δεν υπάρχει ορισμένος τετιμημένος ως δικαιούχος, αλλά, και αν κάποιος εννοείται με τον τρόπο δεν έχει ο ίδιος αγωγή προς εκπλήρωση (βλ. ΑΠ 440/1982 ΝοΒ 31.45, ΕφΑθ 8465/2001 ΕλλΔνη 44.850, Εφ.Αθ 5116/1980 Αρμ ΛΔ.962, Γ.Μπαλή, ΚληρΔ, έκδ.Ε΄, παρ. 351, Α.Τούση, ΚληρΔ, παρ. 329, Ν.Παπαντωνίου, ΚληρΔ, παρ. 28). Επομένως, όταν η επιβαλλόμενη με τη διαθήκη υποχρέωση για παροχή τάσσεται υπέρ κάποιου άλλου, το ζήτημα αν πρόκειται για κληροδοσία ή για τρόπο κρίνεται από το αν ο διαθέτης θέλησε να προσπορίσει σε αυτόν και αντίστοιχο δικαίωμα στην παροχή ή όχι. Αυτό αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο χωρίς να είναι ανάγκη να προσφύγει σε στοιχεία εκτός αυτής όταν κρίνει ότι η δήλωση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη δεν παρουσιάζει κενά, ασαφή και αμφίβολα σημεία και η θέληση αυτού προκύπτει από την ίδια τη διαθήκη πλήρως και σαφώς (ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη 42.713, ΑΠ 337/1999 ΕλλΔνη 40.1351, ΕφΔωδ 250/2020, Εφ.Πειρ. 381/2012, Εφ.Αθ. 1972/2002 ΕλλΔνη 46.256, Εφ.ΑΘ 8465/2001 ΕλλΔνη 44.850, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙα) Κατά τη διάταξη του άρθρου 503 παρ. 1 Α.Κ “σε περίπτωση δωρεάς υπό τρόπο, ο δωρητής έχει το δικαίωμα ,αν εκπλήρωσε την υποχρέωση που πηγάζει από τη δωρεά, να απαιτήσει από το δωρεοδόχο την εκτέλεση του τρόπου”. Τρόπος δε είναι ο όρος που περιέχεται στη δωρεά και με τον οποίο ο δωρητής επιβάλλει στο δωρεοδόχο υποχρέωση προς παροχή (πράξη ή παράλειψη). Είναι δυνατόν ο τρόπος να τίθεται προς το συμφέρον του δωρητή ή του δωρεοδόχου ή ακόμη και τρίτου και να αποβλέπει στα υλικά ή ηθικά συμφέροντα του δωρητή. Επίσης μπορεί να υπηρετεί τα συμφέροντα του δωρεοδόχου, ή να αφορά και το συμφέρον τρίτου, οπότε μπορεί, κατά τη βούληση των συμβαλλομένων, να δημιουργείται απευθείας δικαίωμα του τρίτου να ζητήσει από το δωρεοδόχο την εκτέλεση αυτού. Δικαίωμα να ζητήσουν την εκτέλεση του τρόπου έχουν, α0ο δωρητής και, σε περίπτωση θανάτου οι κληρονόμοι του, β)ο τρίτος, αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων έχει απευθείας το (ενοχικό) δικαίωμα αυτό, εφόσον δηλαδή ο τρόπος αποτελεί γνήσια σύμβαση υπέρ του τρίτου αυτού, κατ’ άρθρο 411 Α.Κ και γ)μετά το θάνατο του δωρητή και η δημόσια αρχή, εφόσον όμως ο τρόπος αφορά άμεσα ή έμμεσα σε δημόσιο ή κοινωφελή σκοπό και η δωρεά έχει εκπληρωθεί. Σε περίπτωση αρνήσεως του δωρεοδόχου να εκπληρώσει τον τρόπο, αυτός εξαναγκάζεται προς τούτο με αγωγή, για την έγερση της οποίας νομιμοποιείται ο δωρητής και μετά το θάνατό του οι κληρονόμοι του. Φυσικά, το δικαίωμα για έγερση αγωγής το έχει πάντα ο τρίτος, στην περίπτωση που ο τρόπος αποτελεί γνήσια σύμβαση υπέρ τούτου, κατά τα προαναφερόμενα. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 410 και 411 ΑΚ συνάγεται, ότι για να υπάρχει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, η οποία παρέχει στον τρίτο, παρότι δεν συμμετείχε  στην κατάρτισή της, το δικαίωμα να αποκτήσει απευθείας από τον υποσχεθέντα την παροχή, πρέπει να προκύπτει από τη σύμβαση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη, σκοπούσαν να προσπορίσουν απευθείας στον τρίτο ίδιο δικαίωμα, (όπως στην περίπτωση που καταρτίσθηκε προς το συμφέρον του τρίτου), δυνάμει του οποίου να μπορεί αυτός, στρεφόμενος κατά του υποσχεθέντος, να απαιτήσει την παροχή. Έτσι ο τρίτος δικαιούται να απαιτήσει την παροχή απευθείας από τον υποσχεθέντα όταν συνάγεται από τη σύμβαση, αντικειμενικά εξεταζόμενη ενόψει των αντιλήψεων γι’ αυτήν των συναλλασσομένων και των εξυπηρετούντων οικονομικών και κοινωνικών σκοπών, ότι τα μέρη, ακόμη κι αν δεν εκφράστηκαν ρητά, σκοπούσαν να προσπορίσουν στον τρίτο ίδιο δικαίωμα. Τούτο, δε, είναι ζήτημα πραγματικό, αναγόμενο στην ερμηνεία της σύμβασης μη υποκείμενο σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες (ΑΠ 501/2010). Εάν δεν προκύπτει από τη σύμβαση ότι προσπορίζεται δικαίωμα στον τρίτο, τότε αυτός μπορεί να αποκτήσει τέτοιο δικαίωμα μόνο κατά τα άρθρα 435 και 400 Α.Κ, δηλαδή, όταν εκχωρηθεί σε αυτόν από εκείνον που δέχθηκε την υπόσχεση ή την απαίτηση, γιατί άλλως δεν νομιμοποιείται στην άσκηση αγωγής κατά του υποσχεθέντος (ΑΠ 1165/2021, ΑΠ 1424/2013, ΑΠ 104/2007, ΑΠ 616/2005, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

β)Κατά τις διατάξεις των άρθρων 840 παρ. 1, 841 παρ 1 και 842 Α.Κ, η υποχρέωση για ισόβια παροχή χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων σε περιοδικές δόσεις (ισόβια πρόσοδος) μπορεί να συσταθεί για ολόκληρη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη ή τρίτου. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι έχει συσταθεί για ολόκληρη τη ζωή του δικαιούχου. Η πρόσοδος προκαταβάλλεται, αν είναι χρηματική, κάθε μήνα, και οποιαδήποτε άλλη σε χρονικές περιόδους που καθορίζονται από το σκοπό της προσόδου. Η σύμβαση για ισόβια πρόσοδο είναι άκυρη, αν δεν καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει: α)απαραίτητο εννοιολογικό στοιχείο της συμβάσεως για ισόβια πρόσοδο, η οποία αποτελεί το συνηθέστερο τρόπο συστάσεως ισόβιας προσόδου, είναι η συνάρτηση αυτής με τη διάρκεια της ζωής ορισμένου προσώπου από τα περιοριστικώς οριζόμενα στην πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις, β)υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως αν δεν συνταχθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο, γ)οι περιοδικές αυτές παροχές μπορεί να είναι και οριστές, με την έννοια ότι η ποσότητα ή η ποιότητά τους δεν είναι προηγουμένως ακριβώς καθορισμένη, αλλά εξαρτάται από μελλοντικά, αλλά σαφώς καθορισμένα γεγονότα, δ)η πρόσοδος προκαταβάλλεται, αν είναι χρηματική, κάθε μήνα, πλην όμως η διάταξη αυτή είναι ενδοτικού δικαίου και εφαρμόζεται μόνο αν δεν υπάρχει αντίθετη θέληση των συμβαλλομένων (ΑΠ 1479/2017, ΑΠ 1633/2006, Εφ.Αθ. 1667/2006 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

γ)Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 Κ.Πολ., το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτουμένων κατά τα άρθρα 119 και 120 του ιδίου κώδικα στοιχείων, και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, που συνίστανται ως επί το πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Οι παραδρομές αυτές είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1962/2006 Δνη 50.742). Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα που αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν κατά το αίτημα της έφεσης την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της, έτσι ώστε το δικαστήριο να μπορεί να κρίνει περί του νομίμου και βάσιμου αυτού. Έτσι λόγος έφεσης για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου τυγχάνει παντελώς αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως σε αυτόν ποιος κανόνας δικαίου και με ποιο τρόπο παραβιάστηκε (βλ. ΑΠ 1657/2002 Δνη 44.1612, Σαμουήλ “Η έφεση” έκδ.2009 παρ. 541, 562, Μπέη ΠολΔικ σελ. 1955). Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 647/2007 Δνη 44.475, ΑΠ 1129/1995 Δνη 38.591, ΑΠ 1009/1988 Δνη 39.1348, Σαμουήλ ό.π, παρ. 541 σελ. 169). Αν λείπει δε ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος έφεσης, το δικόγραφο είναι άκυρο και η έφεση απορρίπτεται (βλ.Σαμουήλ “Η έφεση” έκδ.2003 παρ. 541, σελ. 218 και παρ. 549 επ.παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου, οι λόγοι της έφεσης, εκτός από σαφείς και ορισμένοι, πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή να άγουν, αν θεωρηθούν βάσιμοι, σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ.Σαμουήλ ό.π,παρ. 542 σελ. 221, ΑΠ 558/1990 ΕΕΝ 1991.121, ΑΠ 1444/1984). Έτσι αλισυτελής είναι ο λόγος έφεσης που πλήττει την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αν η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη (βλ.Σαμουήλ ό.π παρ. 542 αρ. 6, σελ.222, ΑΠ 323/1989 Δνη 31.770), διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (Εφ.Δωδ. 119/2014, Εφ.Λαρ. 122/2017, Χ.Απαλαγάκη ό.π, άρθρ. 520 σελ. 1428-1429 αρ.8).

Από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, που νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, που λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς αι από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. ……/29.9.2017 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ.τις υπ’ αριθ. ….. και ………/26.9.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, ………), τις υπ’ αριθ. ….., …../2.10.2017 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ.την υπ’ αριθ. ……../27.9.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ιωαννίνων, ……….), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αδελφοί ……… και ………. υπήρξαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………” και το διακριτικό τίτλο “…………”. Ο ……….. απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου του 1997, τελώντας σε νόμιμο γάμο με την ενάγουσα, και ο ………., πατέρας των εναγομένων, στις 03-12-2014. Ο …….. την τελευταία βούληση του διατύπωσε στην από 1-11-2014 ιδιόγραφη  διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε δυνάμει του με αριθμό 184/18-3-2015 πρακτικού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και, στη συνέχεια, κηρύχθηκε κυρία. Στην παραπάνω διαθήκη του, ο διαθέτης ……… διέλαβε την εξής ρήτρα: “….Έχω στην κατοχή μου το 40% των μετοχών της επιχείρησης …….. Εξ αυτών το 10% μου το έδωσε ο αδελφός μου με την υποχρέωση να δίδω στη σύζυγό του εφ’ όρου ζωής και εφ’ όσον υπάρχουν κέρδη, τα ανάλογα μερίσματα του 10%, υποχρέωση που έχουν αναγνωρίσει και τα δύο μου παιδιά, …….. και ……… και έχουν υπογράψει και σχετικό έγγραφο, ως εκ τούτου 5% ανήκε στον ………….. και 5% στην ………..….”.

Από το περιεχόμενο της διαθήκης προκύπτει με σαφήνεια και πληρότητα η αληθής βούληση του διαθέτη, χωρίς να απαιτείται ερμηνευτική διερεύνηση αυτής (βούλησης διαθέτη) κατά τις διατάξεις των άρθρων 173, 1790 επ. ΑΚ, α) η υποχρέωση των βεβαρημένων στην αναφερόμενη περιοδική παροχή μερισμάτων από το 10% των μετοχών της ως άνω εταιρείας εάν υπάρχουν κέρδη, που χορηγήθηκαν (10% μετοχών) στον διαθέτη για την καταβολή της παροχής αυτής εφ’ όρου ζωής της ενάγουσας, β) Ο συνδεόμενος με την επιβολή της ως άνω υποχρέωσης ανωτέρω αναφερόμενος σκοπός (ΑΚ 2012), που προσδιορίζεται επαρκώς, γ)Τα πρόσωπα που βαρύνονται με την εκπλήρωση της υποχρέωσης και τα οποία είναι τα τέκνα του διαθέτη. Από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη διατύπωση της ως άνω αιτίας θανάτου διατάξεως, συνάγεται με πλήρη βεβαιότητα ότι ο διαθέτης επέβαλε στα τέκνα την εκπλήρωση της άνω υποχρέωσης προς την ενάγουσα, χωρίς όμως να προσπορίσει σε αυτή (ενάγουσα) περιουσιακή ωφέλεια από αντικείμενο της κληρονομιαίας περιουσίας ή από  τα μέσα της καταλειπόμενης στους βεβαρημένους κληρονομικής μερίδας. Συνεπώς, πρόκειται αναμφίβολα περί επιβολής τρόπου, την εκπλήρωση του οποίου έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν τα περιοριστικά αναφερόμενα στην ΑΚ 2014 πρόσωπα (κληρονόμος, συγκληρονόμος και αυτός που ωφελείται άμεσα από την έκπτωση εκείνου που είναι αρχικά βεβαρημένος με τον τρόπο), στα οποία (πρόσωπα) δεν συμπεριλαμβάνεται ο ωφελούμενος και στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, και ως εκ τούτου η υπό κρίση αγωγή ως προς την κύρια βάση της είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι ο διαθέτης όρισε τρόπο και όχι κληροδοσία και απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, γιατί η ενάγουσα, ως ωφελούμενη, δεν συμπεριλαμβάνεται στα πρόσωπα που ορίζονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 2014 ΑΚ που δικαιούται να επιδιώξουν με άσκηση αγωγής την εκπλήρωση του τρόπου, ορθά το νόμο εφάρμοσε  και εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση εφέσεως και τον πρόσθετο αυτής λόγο είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, με την από 2.101996 ενυπόγραφη δήλωση του, ο ………. (διαθέτης) – μετόχου της εταιρείας “…………”, παραχώρησε την επικαρπία σε 3.065 ονομαστικές μετοχές, και κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτή (ενυπόγραφη δήλωση), στην ενάγουσα σύζυγο του ………, για όλη τη διάρκεια της ζωής της. Την ως άνω  υποχρέωση αποδέχθηκαν τα τέκνα του ………. (διαθέτη) εναγόμενοι ήδη εφεσίβλητοι ως κληρονόμοι του, ότι θα συνεχίσουν εφ’ όρου ζωής της ενάγουσας. Με την εν λόγω συμφωνία μεταξύ διαθέτη και κληρονόμων του συστάθηκε παροχή (ισόβια παραχώρηση επικαρπίας ονομαστικών μετοχών) προκαταβλητέας σε χρονικές περιόδους που καθορίζονται από τον σκοπό της, η οποία (παροχή) συνδέεται με την διάρκεια της ζωής της δικαιούχου ενάγουσας. Η ανωτέρω από 2.10.1996 συμφωνία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στοιχειοθετεί την έννομη σχέση – αμφοτεροβαρή αναιτιώδη σύμβαση της ισόβιας προσόδου, κατ’ άρθρα 361, 840 επ.ΑΚ, η οποία μπορεί να συσταθεί και υπέρ τρίτου (Α.Κ Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο Νικόλαος Τριάντος 4η έκδοση (2018), άρθρο 840 σελ. 1398-1399 αρ. 7). Η ως άνω όμως σύμβαση δεν περιβλήθηκε τον συμβολαιογραφικό τύπο, κατ’ άρθρο 824 Α.Κ (τόσο η υπόσχεση ισόβιας προσόδου όσο και η αποδοχή της) και κατά συνέπεια είναι απόλυτα άκυρη, η οποία (ακυρότητα, ΑΚ 180 επ.) λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 842 ΑΚ είναι δημόσιας τάξης, επιπλέον δεν επικαλείται η ενάγουσα ότι έχουν τηρηθεί τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 8β παρ. 6 του Ν.2190/1920. Κατ’ ακολουθία η κρινόμενη αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι η από 2.10.1996 έγγραφη δήλωση στοιχειοθετεί έννομη σχέση-σύμβαση ισόβιας προσόδου, η οποία δεν έχει περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και για την οποία δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που ορίζει η διάταξη του άρθρου 8β παρ. 6 του Ν. 2190/1920 και ως εκ τούτου η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα ως προς την επικουρική βάση της, ορθά το νόμο εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον σχετικό λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Συνακόλουθα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 Κ.Πολ.Δ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου με κωδικό …….. στο δημόσιο ταμείο, ποσού 100 ευρώ (Κ.Πολ.Δ 495 παρ. 3Γ εδάφιο τέταρτο).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 16.6.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2147/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Συμψηφίζει ολικά την δικαστική δαπάνη των διαδίκων του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Νοεμβρίου  2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ