Αριθμός 687/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Νικολέτα Τσαγκαράκη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.8.2005 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2005) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1856/2006 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για τους λόγους που σε αυτή αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ. 4030/2015 απόφαση αυτού, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο δεύτερος εκ των εναγομένων και ήδη εκκαλων με την από 4.3.2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2016), της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2019) αρχικά η 24η.9.2020, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο εκκαλών, παραστάς αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 4.3.2016 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο ……………/2019 ) έφεση του ηττηθέντος δεύτερου εναγομένου και νυν εκκαλούντος κατά της με αριθ. 4030/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία επί της από 28.4.2005 ( αρ. εκ. κατ. ΓΑΚ ……./2015) αγωγής της …………., ήδη εφεσίβλητου. Η άνω έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ.1, 517 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 ΚΠολΔ ) διότι, η εκκαλούμενη απόφαση, επιδόθηκε την 15.2.2016, όπως προκύπτει από την επισημείωση επί του δικογράφου της έφεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας ………….. και η έφεση του κατατέθηκε στις 4.3.2016 [(ήτοι πριν την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης]. Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 492 Α εδ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με αριθμό …./2006, ποσού 60 ευρώ, …../2016 ποσού 60 ευρώ, ……/2016 ποσού ευρώ Δημοσίου ……/2016 ποσό 20 ευρώ δημοσίου ………./2016 ποσού 20 ευρώ δημοσίου). Πρέπει, επομένως, η άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, ανεξαρτήτως της κατ’ ουσία βασιμότητας ή μη των λόγων της, να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον εκκαλούντα, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να εξεταστεί εκ νέου η άνω αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την ίδια τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Με την προαναφερθείσα αγωγή ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εκθέτει ότι ο πρώτος εναγόμενος άσκησε κατά της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία <<……………>> ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.05.2005 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………..2005 αγωγή του με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία εργατικού ατυχήματος καθώς και καταβολή δεδουλευμένων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή αυτή . Ότι το αναφερόμενο στην αγωγή γεγονός περί ότι ο ίδιος ( ο νυν ενάγων ) υπήρξε εργοδότης του πρώτου εναγομένου και συνεπώς υπόχρεος έναντι αυτού είναι ψευδές και συκοφαντικό, θίγει την τιμή και την υπόληψή του, ότι οι εναγόμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των συκοφαντικών σε βάρος του ισχυρισμών. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, προσβλήθηκε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 80.000,00 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση κατά την ανωτέρω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί εναντίον τους προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αριθμό 1856/2006 απόφαση του ανέβαλε κατ΄ άρθρο 249 ΚΠόλΔ τη συζήτηση της αγωγής εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η πολιτική δίκη επί της από 24.5.2005 (αρ. εκ. κατ. ……../2005) αγωγής (διαδικασία εργατικών διαφορών) που άσκησε ο νυν πρώτος εναγόμενος εναντίον της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία <<……………>> και του νυν ενάγοντος και τότε του δεύτερου εναγομένου ………. . Με την από 5.11.2001 (αρ. εκθ. κατ. ……./14.9.2006) κλήση η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μετά την έκδοση της με αριθμό 321/2007 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού και αφού συζητήθηκε κατά τη δικάσιμό της 24.10.2014 , ερήμην των εναγομένων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4030/2015 οριστική απόφασή (εκκαλουμένη), με την οποία το Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματά της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσία, λόγω της τεκμαιρόμενης, από την ερημοδικία των εναγομένων, ομολογίας των περιεχομένων στην αγωγή πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας και υποχρέωσε τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες, έκαστον εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, το ποσό των 10.000, 00 με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών εναγόμενος, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάσταση του πρώτου αυτών με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015. Έναρξη ισχύος 1.1.2016-άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015) και του δευτέρου με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. (A.Π. 1478/2019, Α.Π. 579/2018, Α.Π. 546/2014, Α.Π. 1015/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 579/2018, AΠ. 495/2017, Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Πατρ. 33/2020, Εφ.Θεσ. 637/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 2042, σ. 513). Με την πρόβλεψη της άνω διάταξης ότι «η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους» εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή τα διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν o νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. Έτσι, στην περίπτωση που o διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (A.Π. 579/2018, Α.Π. 6/2017, Α.Π. 343/2013, Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, παρ. 2099, σ. 524). Η επανάληψη της ρύθμισης αυτής στο άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή, όμως, τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή o νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατύπωσης του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (Α.Π. 192/1998, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια» μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του Κ.Πολ.Δ. της «μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος». «Κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (Α.Π. 344/2020, Α.Π. 579/2018, Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το περιεχόμενο και αίτημα που προαναφέρθηκε, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ως αρμόδιου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 και 22 Κ.Πολ.Δ). Είναι επαρκώς ορισμένη απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του δεύτερου εναγομένου νυν εκκαλούντος, διότι ο ενάγων εκθέτει το είδος της προσβολής, την παράνομη πράξη που την προκάλεσε, τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην τελευταία και στην προσβολή της προσωπικότητας και την υπαιτιότητα του εναγομένου. Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,453 και Nomos, ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη 46, 822, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008,189). Είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 926, 932, 298, 299, 481, 346Α.Κ, 363 π.κ ΚΑΙ 176 ΚΠολΔ και δεδομένου ότι μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό δεν υπόκειται στην καταβολή δικαστικού ενσήμου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται επειδή κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης του νόμου η εεκαλουμένη έκρινε ότι η κλήση του για τη συζήτηση της αγωγής κατά τη δικάσιμο της 24.10.2014 δεν επιδόθηκε νομότυπα σε αυτόν (δεύτερο καθ΄ου η κλήση – εναγόμενο). Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι επιδόθηκε στην επαγγελματική του διεύθυνση του γραφείου του επί της οδού ………….. στον Πειραιά, αν και αυτός από την 20.11.2006, όποτε εκδόθηκε το σχετικό με αριθμό 132013/20.11.2006 διάταγμα είχε μετατεθεί στο δικηγορικό σύλλογο Λειβαδιάς, όπου διατηρεί έκτοτε την επαγγελματική του εγκατάσταση επί της οδού ……….. Οι αιτιάσεις περί μη επίδοσης της κλήσης για συζήτηση τυγχάνουν απορριπτέες διότι αλυσιτελώς προβάλλονται και ελλείπει το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος για προβολή του σχετικού παραπόνου, καθόσον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως στην υπό κρίση περίπτωση με την τυπική παραδοχή της έφεσης, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, όπως έγινε στην υπό κρίση περίπτωση , χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά το οποίο μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του καθώς από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων και νυν εφεσίβλητος ονόματι ……….. άσκησε εναντίον του …………. (ο οποίος δεν είναι διάδικός στην παρούσα δίκη) και εναντίον του νυν δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ….. ….. ο οποίος είναι δικηγόρος την από 28.4.2005 (αρ. εκ. κατ. ΓΑΚ ……../2015) αγωγή με την οποία ισχυρίστηκε ότι ο ……… (νυν πρώτος εναγόμενος) άσκησε κατά της (μη διαδίκου) εταιρείας με την επωνυμία <<………. >> και κατά του ίδιου (……….) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.05.2005 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/275.2005) αγωγή του με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία εργατικού ατυχήματος καθώς και καταβολή δεδουλευμένων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή αυτή στην οποία διελήφθησαν ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί για τον ίδιο την αναλήθεια των οποίων γνώριζε ο τότε ενάγων όταν έδωσε τις σχετικές πληροφορίες και εντολή στον συντάκτη της αγωγής , δικηγόρο του ………. ο οποίος αγνοώντας υπαιτίως την αναλήθεια των εν λόγω ισχυρισμών και χωρίς να ελέγξει τη βασιμότητα τους, τους περιέλαβε στο αγωγικό δικόγραφο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ……… είχε ασκήσει ενώπιον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.5.2005 (με αρ. εκ. κατ. …../2005) αγωγή του με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών εναντίον της Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία << ………>> και του νυν ενάγοντος και τότε του δεύτερου εναγομένου ………. στην οποία εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που σύναψε προφορικά στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη την 30.3.2003 με την πρώτη εναγομένη εταιρεία – εργοδότρια η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται κατάστημα πώλησης φρούτων και λαχανικών εντός της κεντρικής λαχαναγοράς στον αρ. ………… , δια του δεύτερου εναγομένου ο οποίος ασκεί ουσιαστικά την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ως άνω επιχείρηση, προσελήφθη για να παρέχει εργασία ως εργάτης και ειδικότερα ως φορτωτής και εκφορτωτής εμπορευμάτων τα οποία στη συνέχεια τακτοποιούσε, αντί των προβλέπομένων στη ΕΓΣΣΕ αποδοχών και ότι εργάστηκε στην ως άνω επιχείρηση μέχρι την 21.5.2005, οπότε υπέστη εργατικό ατύχημα. Με το περιεχόμενο αυτό ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε μέρος του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με βάση τη σύμβαση εργασίας άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού να του καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον το ποσό των 11.837,07 ευρώ που αφορά μισθολογικές διαφορές για το διάστημα από 30.3.2003 έως 31.12.2003 και από 1.9.2004 έως 8.1.2005 με το νόμιμο τόκο μέχρις εξοφλήσεως και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλλουν το ποσό των 8.547,2 ευρώ που αφορά μισθολογικές διαφορές για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της εργασίας του καθώς και το ποσό των 103.5015 ευρώ ως αποζημίωση του λόγω απώλειας εισοδήματος και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τον τραυματισμό που υπέστη δε εργατικό ατύχημα την 11.5.2005 κατά τη διάρκεια της εργασίας του άλλως το ποσό των 101.757,5 ευρώ με βάση τις διατάξεις τον ν. 551/15. Την ως άνω αγωγή συνέταξε και υπέγραψε ο δικηγόρος ………. (νυν εκκαλών). Ο τότε ενάγων παραστάθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου ………., πρότεινε μάρτυρα ο οποίος εξετάστηκε για την απόδειξη της αγωγής του και προσκόμισε την υπ΄ αριθμό ……./17.5.2005 ένορκη βεβαίωση η οποία δεν ελήφθη υπόψη, διότι δεν προέκυπτε κλήτευση των αντιδίκων του. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την με αριθμό 2082/2006 απόφαση έκρινε τα εξής : << ο τότε ενάγων προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που σύναψε προφορικά στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη την 30.5.2005 με την πρώτη εναγομένη εταιρεία – εργοδότρια η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται κατάστημα πώλησης φρούτων και λαχανικών εντός της κεντρικής λαχαναγοράς στον αρ. ……….. της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος δεν υπήρξε εταίρος, ούτε προέκυψε ότι ασκούσε ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στην ως άνω επιχείρηση …… Προέκυψε ότι ο εναγόμενος διατηρεί δικό του κατάστημα (με ατ. .. και …. της κεντρικής λαχαναγοράς μέσω της εταιρείας << ……… >> . …..Το γεγονός ότι η βασική εταίρος της πρώτης εναγομένης είναι πεθερά του δεύτερου εναγομένου δεν καθιστά τη δική της συμμετοχή άνευ εταίρου τυπική δεδομένου ότι αυτή διατηρεί το ως άνω κατάστημα επί πολλά έτη, μεταβίβασε δε ήδη το ποσοστό συμμετοχής της στην εγγονή της …………. που πλέον το εκμεταλλεύεται η ίδια. Η συγγενική τους σχέση με τον δεύτερο εναγόμενο δικαιολογεί την παρουσία του αλλά και τη βοήθεια του κάποιες φορές στο κατάστημα της πρώτης εναγομένης, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η …… την περίοδο από 22.11.2004 και μετά ασθένησε από καρκίνο και δεν μπορούσε να παραβρίσκεται στο κατάστημα αλλά αυτό δεν τον καθιστά υπεύθυνο. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν λόγω έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του …. >> Η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή βάσιμη κατ΄ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγομένη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.525,38 ευρώ με το νόμιμο τόκο μέχρις εξοφλήσεως. Επί της ανωτέρω αγωγής στη συνέχεια εκδόθηκε η με αριθμό 321/2007 του Πολυμελούς Εφετείου Πειραιά στο οποίο η υπόθεση μεταβιβάστηκε, κατόπιν άσκησης αντίθετων εφέσεων από τους διαδίκους οι οποίες συνεκδικάστηκαν κατά τη δικάσιμό της 16.11.2007, στο ακροατήριο του οποίου παρέστη ο τότε εκκαλών -εφεσιβλητος ……… μετά του δικηγόρου του …….. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι o τότε ενάγων – εκκαλών προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε την 30.5.2005 με την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα εταιρεία – εργοδότρια με την επωνυμία << ………>> η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται κατάστημα πώλησης φρούτων και λαχανικών εντός της κεντρικής λαχαναγοράς στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη στον αρ. …….. για να παρέχει την εργασία του ως εργάτης …. . Ο δεύτερος εναγόμενος γαμβρός της ………. ότι ο εναγόμενος διατηρεί δικό του κατάστημα (με ατ. … και …. της κεντρικής λαχαναγοράς μέσω της εταιρείας <<……….>> και διατηρεί χωριστό κατάστημα με αρ. .. και … της κεντρικής λαχαναγοράς …… και ποτέ δεν υπήρξε εταίρος της πρώτης εναγομένης με την οποία και μόνο ο ενάγων σύναψε εργασιακή σχέση, ούτε προέκυψε ότι ασκούσε ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στο κατάστημα αυτής. Η στενή συγγενική σχέση του δεύτερου εναγομένου με την ……. και τη διάδοχο αυτής ……… δικαιολογεί την παρουσία του δεύτερου εναγομένου στην κατάστημα της πρώτης των εναγομένων προς παροχή βοήθειας, λαμβανομένης υπόψη και της σοβαρής ασθένειας της ……….. η οποία προσβλήθηκε από καρκίνο, χωρίς να καθίσταται εξ΄αυτού του λόγου υπεύθυνος του καταστήματος, ούτε προστηθείς της πρώτης εναγομένης. Τελικά κρίθηκε τελεσιδίκως ότι ως προς τον νυν ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο ορθώς απορρίφθηκε η προαναφερόμενη αγωγή. Εκ των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος είναι δικηγόρος κατά τη σύνταξη της ανωτέρω αγωγής που άσκησε ο ……….. κατά του νυν ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου (………) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διέλαβε εν γνώση του ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς για το πρόσωπο του ……….. ( νυν ενάγοντος – εφεσιβλήτου), χωρίς να ελέγξει τη βασιμότητα τους. Τούτο διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προαναφερόμενης αγωγής ο τότε ενάγων ισχυρίστηκε ότι σύναψε προφορικά σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 30.3.2003 με το δεύτερο εναγόμενο για να εργαστεί στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης εταιρείας η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται κατάστημα πώλησης φρούτων και λαχανικών εντός της κεντρικής λαχαναγοράς στον αρ. …………….., ο οποίος (δεύτερος εναγόμενος) ασκεί ουσιαστικά την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ως άνω επιχείρηση και αιτήθηκε την καταβολή αποζημίωσης λόγω απώλειας εισοδήματος και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τον τραυματισμό που υπέστη σε εργατικό ατύχημα , κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα ανωτέρω. Ο εκκαλών ως συντάξας την αγωγή δικηγόρος δεν βαρύνεται με οποιαδήποτε μορφής υπαιτιότητα γιατί συμπεριέλαβε στην υπ΄ αυτόν συνταχθείσα αγωγή τους ανωτέρω ισχυρισμούς, την βασιμότητα ή μη των οποίων δεν μπορούσε, ούτε είχε την υποχρέωση να διαπιστώσει, εφόσον ο εντολέας του δεν ισχυρίστηκε ότι ο νυν ενάγων είχε την ιδιότητα του εταίρου της τότε πρώτης εναγομένης εταιρείας, ώστε να έχει την υποχρέωση να ερευνήσει σχετικά στο Γ.Ε.Μ.Η, ούτε είχε την δυνατότητα ή την υποχρέωση να διαπιστώσει την αλήθεια ή μη του ισχυρισμού του εντολέα του περί του αν ευθύνεται ο νυν ενάγων και ήδη εφεσιβλητος για το εργατικό ατύχημα το οποίο υπέστη ο τότε εντολέας του. Ο δε εν λόγω εντολέας ο ……….. επικαλέστηκε και αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκόμισε μετ΄ επικλήσεως στο δικαστήριο που δίκασε την αγωγή ήτοι μάρτυρα αποδειξης, την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση και καταστάσεις κινητής τηλεφωνίας από τις οποίες προκύπτει ότι έγιναν κλήσεις στην Αίγυπτο από κινητό που ανήκει στην εταιρεία στην οποία μετέχει ως εταίρος ο νυν ενάγων και ήδη εφεσίβλητος. Το γεγονός δε ότι ο νυν ενάγων ήταν εταίρος σε άλλη εταιρεία δεν αποδεικνύει ότι ο συντάξας δικηγόρος δολίως επικαλέστηκε ότι ασκούσε εν τοις πράγμασι επιχειρηματική δραστηριότητα στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω δεν θεμελιώνει δόλια επίκληση ψευδών γεγονότων και εν γένει δόλια συμπεριφορά η εκ μέρους του συντάξαντος την αγωγή δικηγόρου η κοινοποίηση σε αυτόν της 29.6.2005 εξώδικης δήλωσης του νυν ενάγοντα και ήδη εφεσιβλήτου με την οποία ζητούσε να ανακαλέσει ο εντολέας του εκκαλούντος και ίδιος την εναντίον του αγωγή την αβασιμότητα και αναλήθεια των επικαλούμενων περιστατικών της οποίας δεν έλεγξαν. Σε κάθε περίπτωση την αλήθεια ή μη των αγωγικών ισχυρισμών την έκρινε το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου δικάστηκε η ανωτέρω αγωγή ως αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο και όχι ο συντάξας δικηγόρος ο οποίος έχει την υποχρέωση να μην επικαλείται στο δικόγραφο εν γνώσει του ψευδή περιστατικά. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί του ότι ο τότε ενάγων δεν είχε δώσει εντολή σύνταξης της αγωγής αυτής στον νυν εκκαλούντα δικηγόρο και ούτε γνώριζε το περιεχόμενο της. Τούτο διότι όπως προκύπτει από τα ταυταριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά ο ……… παραστάθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου ……….. και στο δευτεροβάθμιο μετά αλλου δικηγόρου, όπως δε προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση πρότεινε μάρτυρα ο οποίος εξετάστηκε για την απόδειξη της αγωγής του και προσκόμισε την υπ΄ αριθμό ………./17.5.2005 ένορκη βεβαίωση καθώς και λοιπά αποδεικτικά μέσα (καταστάσεις κινητής τηλεφωνίας). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη και κατ’ ουσία, παρέλκει δε η εξέταση του υποβληθέντος από τον εκκαλούντα αιτήματος περί επίδειξης της επικαλούμενης εξοφλητικής απόδειξης. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – εναγομένου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντα εφεσιβλήτου – ενάγοντα (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 4.3.2016 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο ………../2019) έφεση κατά της με αριθ. 4030/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία .
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 4030/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα των παραβόλων που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας .
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 28.4.2005 (αρ. εκ. κατ. ΓΑΚ …………./2015) αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή .
Καταδικάζει τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του δεύτερου εναγομένου (νυν εκκαλούντος) των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Νοεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ